Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 1

Ἔναρξις τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Ἀθήναις Α´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Ξενικαὶ ραδιουργίαι ἐν τῇ Συνελεύσει. - Ἀντίδρασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ψευδὴς φήμη κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Λόγος αὐτοῦ ἐν τῇ Συνελεύσει. - Διάψευσις τῆς φήμης. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ματαίωσις αὐτῆς. - Κομματικαὶ διαιρέσεις ἐν τῇ Συνελεύσει. - Αὐτόχθονες καὶ ἑτερόχθονες. - Συζήτησις περὶ θρησκείας. - Ὁ Δημήτριος Καλλέργης φρούραρχος τῆς Συνελεύσεως. - Ἐκλογὴ τεσσάρων ἀντιπροέδρων, - Συζήτησις περὶ μιᾶς ἢ δυὸ Βουλῶν. - Διαγωγὴ τῆς φρουρᾶς τῆς Συνελεύσεως. - Ἐρεθισμὸς τῶν πνευμάτων. - Παρέμβασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμφιλίωσις τῶν ἀντιφερομένων. - Διαφέρουσα συνέντευξις τοῦ Κωλέτη μετὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Τὰ πρὸ τῆς παραιτήσεως τοῦ Μεταξᾶ. - Σπουδαία συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Γνώμη αὐτοῦ περὶ ἀνάγκης μεταβολῶν ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Συντάγματος. - Ἀντιρρήσεις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ματαίωσις τοῦ πράγματος. - Τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνελεύσεως. - Ὁ Μακρυγιάννης προβιβάζεται ὑποστράτηγος.

Ἄνοιξε ἡ Συνέλεψη κι᾿ ἄρχισε τῆς ἐργασίες της. Ὅλοι οἱ Πρέσβες μέσα ὁ Λάγυνης μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρεσβείας του, ὁ Πισκατόρης, ὁ Πρόκενς τῆς Ἀούστριας καὶ οἱ ἄλλοι μὲ τοὺς ὀπαδούς τους. ῾Ρεθίζουν αὐτοὶ τοὺς πληρεξουσίους καὶ δὲν τοὺς ἀφίνουν ἤσυχους· καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴν Συνέλεψη τοὺς ἔχουν ἕτοιμον τὸ τραπέζι, τὸ βράδυ, λαμπρό, καὶ σιαμπάνιες κι᾿ ἄλλα πιοτά. Εἶναι ἀλήθεια, τῆς Ρουσσίας ὁ πρέσβυς ἢ ἄλλος ἀπὸ τὴν ρούσσικη πρεσβεία δὲν ζύγωσε εἰς τὴν Συνέλεψη ὅσο ὁποῦ διαλύθη. Ἀφοῦ μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρὰ πράματα εἰς τὴν Συνέλεψη, ἔλεπες ἀπὸ αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοὺς πολλοὶ φέρναν τὴν Συνέλεψη ἄνου κάτου. Τότε μιλῶ μὲ τὸν Κριτζώτη, μὲ τὸν Γρίβα, μὲ τὸν Ἴσκο κι᾿ ἄλλους, τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἂν θέλωμεν νὰ κάμωμεν νόμους στέρεους διὰ τὴν πατρίδα μας καὶ μὲ ἡσυχία, πρῶτο νὰ εἰποῦμε τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Πολέμου νὰ μὴν κάμη καμμιὰ βαθμολογία ὅσο νὰ τελειώση ἡ Συνέλεψη. Τότε νὰ διοριστῆ μία ἐπιτροπὴ νὰ δικιώση τοὺς ἀνθρώπους, ἐκείνους ὁποῦ τοὺς ἀνήκει. Τώρα νὰ μείνη, νὰ μὴν πέσουμε σὲ διχόνοια καὶ φατριαστούμεν· καὶ δὲν θὰ γένουν κι᾿ ἄνθρωποι τοῦ Ἀγώνος· θὰ βάλη ὁ καθεὶς τοὺς κόλακάς του καὶ θὰ κάμωμεν ὅ,τι κάμαμεν ὡς τώρα· καὶ θὰ διαιρεθοῦμεν. Πρῶτο νὰ κάμωμεν αὐτό. Δεύτερον, νὰ σᾶς εἰπὼ· ὁ Καλλέργης τὸν διόρισε ἡ Κυβέρνηση ἀρχηγὸν ὅλων τῶν στρατεμάτων τῆς πρωτεύουσας. Ἐμεῖς νὰ κάμωμεν μίαν φρουρὰ τῆς Συνελέψεως ἀπὸ τὴν Ρούμελη, ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ἀπὸ τὴν Σπάρτη, ἀπὸ τὰ νησιά· νὰ εἶναι πολίτες καὶ στρατιωτικοὶ χίλιοι, δυὸ χιλιάδες, νὰ γένη μία δύναμη ἐθνικὴ κι᾿ ἀνεξάρτητη, νὰ μὴν ῾πηρεάζεται ἡ Συνέλεψη ἀπὸ καμμιὰ φατρία, οὔτε ἀπὸ ντόπιους, οὔτε ἀπὸ ξένους. Καὶ μὴ στοχάζεστε ὅτι θέλω νὰ μπῶ ἀρχηγός· βάλτε ὅποιον θέλετε. Ἐγὼ εἶμαι σύνφωνος καὶ τὸν βοηθάγω καὶ μ᾿ Ἀθηναίους, ἂν θελήση. Ὅμως αὐτὸ νὰ γένη, ὅτι εἶναι πολὺ ἀναγκαῖον νὰ εἶναι δυναμωμένη ἡ Συνέλεψη. Δὲν θέλησε κανένας ν᾿ ἀκούση τίποτας ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ τοὺς εἶπα. Τὸ ῾μαθε ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου κ᾿ ἔστειλε καὶ μὲ φώναξε καὶ μοῦ εἶπε αὐτὰ νὰ μὴ ματᾶ τὰ εἰπῶ καὶ ῾ρεθίζονται οἱ πληρεξούσιοι. Ἄρχισε τῆς βαθμολογίες καὶ δὲν ἄφησε κανέναν παραλυμένον ὁποῦ νὰ μὴν τὸν βαθμολογήση ἀπὸ τοὺς φίλους του κι᾿ αὐτεινῶν, ὁποῦ τοὺς μιλοῦσα πατριωτικά. Τότε ἄρχισαν οἱ διχόνοιες. Τότες, σὰν εἶδαν ὁποῦ τοὺς ἔλεγα αὐτὰ διὰ νὰ κάμωμεν πατριωτικὰ πράματα, καμπόσοι ἀπὸ αὐτούς, κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς σύνφωνος, ἤθελαν νὰ κάμουν ταραχὲς κι᾿ ἀναρχίες εἰς τὴν πρωτεύουσα. Ὁ κόσμος ὅλος μ᾿ ὑπολήπτετον, μ᾿ ἀγαποῦσαν, ὅτι τοὺς μιλοῦσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἤθελα τὴν ἀσφάλειά τους καὶ χάλαγα τὰ σκέδια ἐκεινῶν καὶ τὴν κακή τους θέληση. Τότε αὐτεῖνοι, διὰ νὰ μὲ κατηγορήσουνε εἰς τὸ κοινό, βάνουν εἰς τὸν τύπο ὅτι ὁ Μακρυγιάννης πῆρε εἰκοσιπέντε χιλιάδες δραχμές, ὁ Μακρυγιάννης πῆρε ἕνα κάρρο χρήματα ἀσημένιες ταμπακέλλες, ἀπὸ τοὺς ξένους. Βλέπω αὐτά, μιλῶ εἰς τὴν Συνέλεψη ὁ ῾σαγγελέας νὰ πιάση τὸν τυπογράφο νὰ ἰδοῦμεν ποιὸς μὸ ῾δωσε αὐτὰ τὰ πλούτη. Μίλησαν τοῦ ῾σαγγελέως – κι᾿ αὐτὸς σύντροφος αὐτεινῶν. Ἔβαλαν εἰς τὸν τύπο ὅτ᾿ ἦταν ψέματα ὅλα. Πῆγα εἰς τὴν Μεγαλειότη τοῦ τὸν Βασιλέα μας. Μοῦ εἶπε ὄτι· «Εἶχες ἕναν ὅρκο μὲ ὑπογραφές; – Εἶχα, τοῦ λέγω. – Νὰ μοῦ τὸν δώσης νὰ ἰδῶ τοὺς ἀνθρώπους. – Τί τοὺς θέλεις νὰ τοὺς ἰδῆς; – Νὰ τοὺς ξέρω, νὰ τοὺς βάλω εἰς ῾πηρεσία. – Δὲν τὸν δίνω τὸν ὅρκον. Ἐκεῖνοι ὁποῦ μὲ μπιστεύτηκαν καὶ μὸ ῾δωσαν τὴν ὑπογραφὴ τοὺς ἤξεραν ὅτι δὲν θὰ τῆς δώσω ἀλλουνοῦ – τότε εἶμαι ἄτιμος ἄνθρωπος». Κ᾿ ἔφυγα.
Ἀφοῦ οἱ ξένοι κι᾿ ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοὺς μάθαν ὁποῦ ὀργάνιζα τόσα χρόνια τὸ Κράτος κι᾿ ὅρκιζα τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔδενα μὲ ὑπογραφές, τοὺς κακοφάνη πολὺ – διατὶ δὲν βάργα τὰ τούμπανα νὰ τὸ μάθουν, νὰ μὲ βάλουν εἰς τὴν τζελατίνα! Ἔμεινε μυστικὸν καὶ τὸ ἀνασπάστηκαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ δὲν ἔμεινε καμμιὰ ἐπαρχία, ὅτι σὲ ὅλες ἦταν ἄνθρωποι ὁρκισμένοι· κι᾿ ἔγεινε μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ – καὶ δι᾿ αὐτὸ πικραίνεται τώρα ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του, ὅτι δὲν ἦταν σὰν τὸ δικό του σύνταμα, νὰ χυθοῦν τόσα αἵματα καὶ ν᾿ ἀφανιστοῦν οἱ κάτοικοι. Καὶ βαίνουν τώρα εἰς τὸν τύπον ὅτι ἀγοράστηκα μὲ κάρρα γιομάτα χρήματα, ὁποῦ δὲν τά ῾χει κι᾿ ὁ Βασιλέας τόσα χρήματα· καὶ ἂν ξέρω παρόμοιον, τοῦ Θεοῦ ψυχῆ νὰ μὴ δώσω. Νὰ γένω προδότης τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου, ὁποῦ ἀφάνισα τὸ σπίτι μου κι᾿ ἄφησα δυστυχισμένα τὰ παιδιά μου τόσα χρόνια – καὶ θὰ γένω προδότης τώρα καὶ πουλημένος!
Ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ μοῦ κάμουν τίποτας μ᾿ αὐτά, σκεδιάζουν νὰ γένη μία ὀχλαγωγία τὴν νύχτα καὶ νὰ πάγω ἐγὼ νὰ τὴν σβέσω, νὰ μὲ δολοφονήσουν. Μίαν ἡμέρα ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λέγει· «Θέλω κάτι θὰ σοῦ εἰπῶ· ὁρκίσου νὰ μὴ μὲ προδώσῃς καὶ χάνομαι». Ὁρκίστηκα. Μοῦ λέγει· «Εἶσαι τίμιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ χαθῆς. Τοῦτες τῆς ἡμέρες θὰ γένη μία ὀχλαγωγία, θὰ γένη τὴν νύχτα· καὶ θὰ πᾶς νὰ τὴν ἡσυχάσῃς· καὶ εἴμαστε πέντε πλερωμένοι νὰ σὲ δολοφονήσωμεν. Εἶμαι κ᾿ ἕνας ἐγώ. Οὔτε τοὺς ἀνθρώπους σου προδίνω, οὔτε ἐκείνους ὁποῦ μας βάλαν. Τοῦτον μόνον σου λέγω· ἂν γένη νύχτα εἴτε καὶ ἡμέρα, νὰ μὴν πᾶς, ὅτι θὰ χαθῆς, καὶ μοῦ κακοφαίνεται». Ἐγὼ τὸ πῆρα ὡς παραμύθι. Σὲ ἕξι ἡμέρες ῾νεργούνε τοῦ Ράλλη, τοῦ πρωτοϋπουργοῦ περὶ τῆς μεταβολῆς, καὶ τοῦ κάνουν μπλόκο· μαζώχτη ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοῦ ἀφάνισαν τὸ σπίτι ἀπόξω πετάγοντας πέτρες τὴν νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν νὰ πάγω νὰ σβέσω τὸ κακό. Δὲν πῆγα. Μοῦ παράγγειλαν πολλὲς φορές, δὲν πῆγα. Λυπήθηκα τὸν ἄνθρωπον κι᾿ ἔστειλα τὸν Γιάννη Κώστα, καὶ τὸν ἔσωσε. Καὶ τὸν ἔχω φίλο ὡς σήμερα.
Οἱ μεγάλοι μας οἱ πολιτικοὶ δὲν ἐπιθυμοῦν ποτὲς τὴν ἡσυχίαν, κι᾿ ὅλο πατριωτισμὸν μὲ τὰ χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εἰς τὴν Συνέλεψη νὰ κομματιάσουνε τὸ Ἔθνος. Τὸ ῾καμαν αὐτόχτονας κι᾿ ἐτερόχτονας. Καὶ μία διχόνοια, ὁποῦ τηράγει ὁ ἕνας χριστιανὸς τὸν ἄλλον, οἱ μέσα μὲ τοὺς ἔξω, ὡς Τούρκους ὅταν τοὺς πολεμούσαμεν. Αὐτὰ ἦταν ἔργα τοῦ κυρίου Κωλέτη καὶ τῶν ἀλλουνῶν – συνοημένοι καὶ μὲ τὸν Παλαμήδη καὶ μ᾿ ἄλλους. Ἦταν αὐτὰ σκέδια τῶν ξένων διὰ νὰ μᾶς λευτερώσουνε, καὶ καταξοχὴ τῶν εὐεργέτων μας Ἄγγλων· εἶχαν τόσα στρατέματα εἰς τοὺς Κορφοὺς ἕτοιμα καὶ γύρευαν ὅλο τοιοῦτες διαίρεσες, νὰ πιαστοῦμεν ἀναμεταξύ μας, νὰ ῾ρθουν νὰ μᾶς λευτερώσουν μὲ τὰ στρατέματά τους κι᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν Βασιλέα. Κι᾿ ἄλλα λένε ἐκεινοῦ, ἄλλα ἐμάς· καὶ μὲ τὴν παραμικρὴ τρέλλα ἀναμεταξὺ τοὺς νὰ κάμουν ἀπόβαση. Ἐνήργησαν πρῶτα μὲ τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας – ἐκόπηκαν ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων· τοῦ κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν πανψηφεῖ. Καὶ φαρμακώθηκαν ὅλοι. Ὁ Καλλέργης, ὁποῦ ἦταν ἀρχηγὸς εἰς τὰ πάντα μὲ τὴν συντρομὴ τῶν Πρέσβεων – πῆρε καὶ καμμιὰ ὀγδοηνταριὰ χιλιάδες δραχμὲς ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση – γύρισε μὲ τοὺς ξένους κι᾿ ἀστόχησε τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου. Γύρισε αὐτὸς κι᾿ ὁ Λόντος κι᾿ ἄλλοι. Συχνὲς συναστροφὲς καὶ τραπέζια. Θέλουν νὰ τὸν βάλουν καὶ φρούραρχον τῆς Συνέλεψης – καὶ διὰ νὰ ῾πιτύχουν αὐτὸ ἀφανίστηκαν εἰς τὰ τραπέζια οἱ Πρέσβες κάνοντας τῶν πληρεξουσίων. Μίαν ἡμέρα ὁ φίλος του Καλλέργη καὶ τῶν Πρέσβεων ὁ Πετζάλης, πληρεξούσιος ἀπὸ τὴν Χαλκίδα, σύντροφος τοῦ Κριτζώτη, κάνει ἕναν λόγον εἰς τὸ βῆμα καὶ προτείνει ὅτι ὅποια συζήτηση εἶναι εἰς τὴν Συνέλεψη διὰ τὰ πράματα τὰ γενικὰ νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ψηφοφορία· εἰς τὰ προσωπικὰ ζητήματα νὰ εἶναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν ὅλοι τὴν πρότασή του. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πάλε κάνει ἕναν λόγον κι᾿ ἐγκωμιάζει τὸν Καλλέργη διὰ τῆς ἀρετές του καὶ τῆς ῾πηρεσίες τοῦ πρὸς τὴν πατρίδα, καὶ δι᾿ αὐτὰ ὅλα νὰ τὸν διορίσουνε φρούραρχον τῆς Συνελέψεως. Παραδέχτη κι᾿ ἔγινε. Ὁ Γρίβας, ὁ Κριτζώτης καὶ οἱ ἄλλοι στρατιωτικοὶ κολακεύονταν ἀπὸ τὸν Καλλέργη καὶ ἦταν ἀναντίοι ἐμένα. Καὶ διὰ ῾κεῖνο δὲν δέχτη κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ὅσα τοὺς μίλησα διὰ νὰ κάμωμεν φρουρὰ ἐθνικὴ ἀπ᾿ οὖλο τὸ κράτος. Κι᾿ αὐτὸ ἔμαθε ἡ Κυβέρνηση κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή της.
Ὁ γέρο Πανοῦτζος Νοταρᾶς, ἀξιοσέβαστος ἄνθρωπος, ἦταν Πρόεδρος τῆς Συνελέψεως· καὶ πάντοτες εἰς τῆς Συνέλεψες ἦταν πρόεδρος. Τότε ἦταν νεώτερος κ᾿ ἔκανε αὐτὰ τὰ χρέη· τώρα τὸν φορτώθηκαν τὰ γερατειὰ καὶ δὲν μπορεῖ. Ζητοῦνε αὐτείνη τὴν θέση πολλοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ – κι᾿ ὁ Γρίβας κι᾿ ὁ Κριτζώτης· καὶ θέλουν καὶ τὴν συντρομὴ τοῦ Καλλέργη, ὅτι κι᾿ αὐτεῖνοι βόηθησαν κ᾿ ἔγινε φρούραρχος. Τὴν θέλει τὴν θέσιν τοῦ προέδρου ὁ Κωλέτης, ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Λόντος, ὁ Μεταξάς, ὁ Παλαμήδης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ τοιοῦτοι. Ἐγώ, ὅταν πρωτοσυνάχτηκαν οἱ πληρεξούσιοι ἐδῶ, ἦταν καὶ πολλοὶ ἀπὸ ῾κεῖνους ὁποῦ ῾χα εἰς τὸν ὄρκον· αὐτεινοὺς κι᾿ ἄλλους ὁποῦ τοὺς εἶχα ῾μπιστοσύνη, τοὺς σύναζα καὶ τρώγαμεν εἰς τὸ σπίτι μου· καὶ τοὺς μιλοῦσα πατριωτικὰ καὶ φρόνιμα – «τώρα εἶναι εἰς τὸ χέρι τῶν ἀγαθῶν πατριώτων, νὰ ῾μαστε σύνφωνοι, νὰ κάμωμεν πατριωτικὰ πράματα». Ἔφκειασα κ᾿ ἕναν νέον ὅρκον καὶ τὸν ὑπόγραψαν καμμιὰ εἰκοσιπενταριά· καὶ ἤμαστε σύνφωνοι. Τότε διὰ τὸν πρόεδρον ὅσοι εἶχαν αὐτείνη τὴν ἐπιθυμίαν ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου νὰ τοὺς συντρέξω. Στοχάστηκα, νὰ βγάλωμεν τὸν Πρόεδρο τὸν γέρο Νοταρὰ κι᾿ ἀτιμία κι᾿ ἄδικον· νὰ μείνη, δὲν ἀξίζει. Νὰ μπῆ ἕνας, θὰ φέρωμεν διχόνοιες – νὰ μποῦνε τέσσεροι ἀντιπρόεδροι καὶ οἱ καλύτεροι· κι᾿ ἔχοντας αὐτεῖνοι τὴν φιλία τῶν ξένων, νὰ μὴ γένωνται ἀντενέργειες ἀπὸ αὐτοὺς καὶ διγαίρεσες ἀναμεταξύ μας. Ἔκρινα εὔλογον νὰ μπῆ ὁ Μεταξάς, ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Λόντος κι᾿ ὁ Κωλέτης, δυὸ Σεπτεβριανοὶ καὶ οἱ ἄλλοι δυο· καὶ νὰ μείνη κι᾿ ὁ Πανοῦτζος εἰς τὴν θέση του. Μίλησα μὲ καμπόσους ἀπὸ τοὺς φίλους μου, τοὺς ἄρεσε αὐτό. Σηκώθηκα τὴν αὐγὴ πῆγα εἰς τὸν Πρωτοϋπουργὸ Μεταξά· τοὺς ηὗρα αὐτοὺς ὅλους καταλυπημένους, ὅτι ἔμαθαν αὐτεινῆς τῆς θέσης βήκαν πολλοὶ μουστερῆδες καὶ δὲν θὰ ῾πιτύχη κανένας ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Τοὺς εἶπα τὴν γνώμη μου νὰ γένουν οἱ τέσσεροι καὶ νὰ μείνη κι᾿ ὁ Πανοῦτζος. Κι᾿ ἂν τὸ δέχωνται, νὰ μοῦ δώσουνε καὶ τὸν λόγον τῆς τιμῆς τους ὅτι θὰ ἑνωθοῦν καὶ οἱ τέσσεροι καὶ θὰ τηρᾶνε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος μας κι᾿ ὄχι τὰ ξένα. «Αὐτὸ γένεται, μοῦ εἴπαν· ὅμως δὲν θὰ ῾πιτύχωμεν, ὅτι διαίρεσαν τοὺς πληρεξουσίους ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Γρίβας καὶ οἱ ἄλλοι. – Ἐγὼ τὸ παίρνω ἀπάνου μου, τοὺς εἶπα, καὶ θὰ μιλήσω φανερὰ καὶ θὰ προτείνω τὰ ῾νόματά σας· κ᾿ ἐσεῖς εἰς τὴν Συνέλεψη, ἀφοῦ μιλήσω ἐγὼ πρῶτα, νὰ ὑποσκεθῆτε ὅτ᾿ εἶστε κ᾿ οἱ τέσσεροι μονοιασμένοι». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό, καὶ σηκωθήκαμεν καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Συνέλεψη. Ζήτησα ὁ πρῶτος τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Πρόεδρο καὶ λέγω· «Συναδελφοὶ κύριοι πληρεξούσιοι! Ὁ ἀξιοσέβαστος Πρόεδρος πάντοτες ῾στὸν καιρὸ τῆς ἐπανάστασής μας διὰ τῆς ἀρετὲς τοῦ ἐτιμήθη ἀπὸ τὴν πατρίδα μ᾿ αὐτείνη τὴν θέση τοῦ Προέδρου· ἀλλὰ τότε ἦταν νεώτερος καὶ ὑπόφερνε τοὺς κόπους· τώρα εἶναι πολὺ γέρων καὶ ἡ θέση αὐτείνη θέλει ἐργασία. Διὰ τοῦτο προτείνω νὰ μείνη εἰς τὴν θέση του, ἀλλὰ νὰ γένουν καὶ τέσσεροι ἀντιπροέδροι. Κρίνω εὔλογον – λέγω τὴν γνώμη μου – νὰ μποῦν οἱ κύριοι Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Μεταξᾶς καὶ ὁ Λόντος». Τότε σηκώνεται ὁ Πετζάλης καὶ μ᾿ ἀντιπολεμεῖ· ὅτ᾿ εἶχε νιτερέσιον μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ῾νεργοῦσαν μυστικὴ τὴν ψηφοφορία. Καὶ εἶπε ὅτι αὐτὰ εἶναι πρόσωπα κι᾿ ἀποφασίστη νὰ εἶναι μυστικὴ ἡ ψηφοφορία. Τότε πῆρα τὸν λόγο πίσου καὶ τοῦ ἀντιμίλησα. Εἴπα· «Ὁ κύριος Πετζάλης τὸ ἔκαμε· «δάσκαλε ὁποῦ δίδαχες καὶ νόμον δὲν ἐβάσταγες». Μόνος του ἔκαμε τὸν νόμον καὶ μόνος του τὸν πάτησε. Ἐχτὲς μὲ τὴν πρόταση διὰ τὸν διορισμὸ τοῦ κυρίου Καλλέργη φρουράρχου τῆς Συνελέψεως, ὄνομα προσώπου ἦταν κι᾿ ἐκεῖνο καθὼς ἐτοῦτα. Θὰ τὸν χτυποῦσα ἐχτές, ὅμως νὰ μὴν εἰπῆτε ὅτ᾿ εἶμαι ἀντίζηλός του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Ἔχει ἕνα προτέρημα ὁ Κύριος Πετζάλης, ὅτι εἶναι διπρόσωπος. Ὅποτε εἶναι πατριωτικὰ ζητήματα βγαίνει ἔξω καὶ πίνει τὸ τζιγάρο του· κι᾿ ὅταν εἶναι φατριαστικὰ καὶ συνφέροντά του ἔρχεται καὶ κάνει νόμους – καὶ τοὺς χαλάγει μόνος του, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς φυλάξουν οἱ ἄλλοι». Τότε μίλησαν ὁ Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης καὶ Λόντος πολλὰ διὰ τὴν ἕνωσή τους χάριν τῆς πατρίδος. Πήραμεν τὴν πολυψηφία· καὶ διορίστηκαν καὶ οἱ τέσσεροι· κι᾿ ὁ Πανοῦτζος ἔμεινε εἰς τὴν θέση του. Ὀχτὼ ἡμέρες κάμαν μονοιασμένοι, καὶ ὕστερα πῆρε καθεὶς τὸν δρόμο του καὶ τὴν φατρία του· καὶ κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αὐτὸ λυπήθηκα πολύ. Διὰ νὰ τοὺς ἑνώσω πίσου κάνω ἕνα τραπέζι καὶ τοὺς παίρνω ὅλους καὶ τοὺς πληρεξούσιους ὁποῦ ἦταν μαζί μου. Φάγαμεν· εἰς τὸ τραπέζι ἀπάνου μὲ ἤθελε ὁ καθένας μὲ τὸ μέρος του. Καὶ τοὺς ἄφησα ὅλους· καὶ τοὺς ἔπιασα ὀχτρούς. Καὶ ηὗρα τὸν διάβολό μου.
Ὁ Παλαμήδης, ὁ Κριτζώτης, ὁ Γρίβας, Πετζάλης κι᾿ ἄλλοι προκομμένοι τράβαγαν ἕνα κόμμα· ἤθελαν νὰ γένη μία Βουλή, ὄχι Γερουσία. Κι᾿ αὐτὸ δὲν τὸ ῾καναν μὲ ῾λικρίνεια, ἀλλὰ νὰ γένη ἀναρχία. Εἶχαν καὶ μὲ τὸ μέρος τοὺς ὡς τριάντα ψήφους ἀπάνου κάτου. Πῆγα μίαν ἡμέρα εἰς τὸν Βασιλέα, μὲ ρώτησε τί γνώμη εἶμαι διὰ τῆς Βουλές. Τοῦ εἶπα μία νὰ γένη, ὅτ᾿ εἶναι φτωχὸ τὸ ἔθνος καὶ δὲν ὑποφέρνει ἔξοδα. Μοῦ εἶπε τὰ αἴτια ὁποῦ δὲν μποροῦμεν νὰ κάμωμεν μὲ μία. Εἶχα ρωτήση καὶ γνωστικοὺς κι᾿ ἀδιάφορους ἀνθρώπους καὶ μοῦ εἶπαν κι᾿ αὐτεῖνοι τὰ ἴδια. Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι δὲν τὰ γνωρίζομεν αὐτά. Τότε λέγω τοῦ Βασιλέα ἂν γένουν δυό, παραπάνου ἀπὸ δεκαπέντε γερουσιασταὶ νὰ μὴν γένουν. Ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἔμεινε ὡς τοὺς εἰκοσιέναν τὸ πολύ. Ηὔρα κι᾿ ἄλλους ἀδιάφορους, μίλησα δι᾿ αὐτό, μοῦ εἶπαν εἶναι καλό. Ἔκαμα μίαν ἔκθεσιν, τὴν ἔβαλα εἰς τὸν τύπο καὶ εἶπα τὴν γνώμην μου. Ἔμεινε διὰ τὸ παρὸν αὐτό, ὅτ᾿ ἦταν ἄλλα ζητήματα.
Ἀφοῦ Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνᾶς καὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν λίγους συντρόφους κ᾿ ἐγὼ γγίχτηκα καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, μόνον μὲ τὸ Μεταξᾶ μιλοῦσα καὶ ἤμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλῶ καὶ μὲ τὸν Κριτζώτη κι᾿ ἄλλους νὰ πηγαίνωμεν σύνφωνοι ὅλοι πατριωτικῶς καὶ νὰ μπορέσουμεν νὰ λάβωμεν τὴν πολυψηφία νὰ τράμεν τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Ἦταν ἕνα ζήτημα μία ἡμέρα, μίλησα. Ἐκεῖ πήραμεν ἑκατὸν ὀγδοήντα ψήφους· πήραμεν τὴν πολυψηφία. Ἀκολουθήσαμεν αὐτὸ καμπόσες ἡμέρες, καὶ πάλε αὐτεῖνοι τὸ χάλασαν. Τραβήχτηκα κι᾿ ἀπὸ αὐτούς.
Ἀφοῦ ὁ Καλλέργης ἔλαβε τὴν φρουραρχίαν τῆς Συνέλεψης καὶ οἱ Ἀντιπρόεδροι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν δρόμο τους, καταξοχὴ Μαυροκορδάτος, Λόντος καὶ Κωλέτης – ἦταν παιδιὰ τῶν ξένων καὶ πολὺ κολάκευαν καὶ τὸν Βασιλέα – παράλυσαν τὴν Συνέλεψη. Μπαίναν ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἀκροατήριον, ὁδηγοῦσαν τοὺς πληρεξούσιους καὶ τοὺς κατακομμάτιαζαν. Ἀφοῦ τοὺς ἀνακάτωναν αὐτεῖνοι, μπῆκαν καὶ οἱ ἀξιωματικοί του Καλλέργη κι᾿ ἀρχίσανε νὰ βρίζουν τοὺς πληρεξούσιους καὶ νὰ τοὺς κάνουν φοβερισμοὺς πολλούς. Κάτι θέλησε νὰ κρίνη ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Γρίβας κι᾿ ἄλλοι, ρίχτη ἀπάνου τοὺς ὁ φίλος τους ὁ Καλλέργης κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Πῆγα ἐκεῖ, τρόμαξα νὰ τοὺς ξεχωρίσω· ὅμως πολὺ ἀναμμένοι ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντρόφοι του οἱ ἀξιωματικοί. Ἄλλη φορᾶ διάλυσε ὁ Πρόεδρος τὴν Συνέλεψη καὶ φύγαμεν ὅλοι ἀγαναχτισμένοι. Τὴν ἄλλη ἡμέρα θά ῾χαμεν καυγά. Ἐλέπετε ἕνα θόρυβο – ἀνακατώθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι, ἄλλοι ὑπὲρ κι᾿ ἄλλοι κατά. Τὸ βράδυ ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, περνώντας τὰ μεσάνυχτα, ὅσο νὰ φύγουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ σπίτι μου· κάνα δυὸ ὧρες νὰ φέξη, ἐκεῖ ὁποῦ κοιμώμουν, ἀκούω νὰ μοῦ λένε· «Σήκου, τί κοιμᾶσαι; Ὅτι δὲν εἶστε καλά· κιντυνεύετε!» Ξύπνησα. Εἶπα ἡ ὑποψία μου δίνει αὐτὲς τῆς παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε τὸ ἴδιον. Πάλε κοιμήθηκα. ῾Στὸ τρίτο μου δίνει ἕναν χτύπον, ἔτζι μου ῾ρθε, μοῦ λέγει· «Σήκου!» Τότε σηκώθηκα, φώναξα τὰ παιδιά, τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ ῾χα, τοὺς λέγω· «Ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ νὰ πᾶτε νὰ εἰπῆτε τῶν ῾πιτρόπων τῶν ἐκκλησιῶν νὰ εἰποῦνε τῶν πολιτῶν καθεὶς εἰς τὴν ἐνορία του νὰ μὴν πᾶνε κανένας εἰς τὰ χτήματά τους ἢ ῾σ ἄλλη τους δουλειά· νὰ κάτζουν εἰς τὰ σπίτια τους μὲ τ᾿ ἅρματά τους ὅλοι – νὰ μὴ βγῆ κανένας ἔξω μ᾿ ὅπλα ὅσο νὰ σᾶς μιλήσω ἐγὼ τί νὰ κάμετε». Στέλνω ἄλλους εἰς τοὺς πρωτοσιναφιτζῆδες νὰ μιλήση καθένας εἰς τὸ σινάφι του νὰ μὴν ἀνοίξουν τ᾿ ἀργαστήρια, μόνον τῆς πόρτες· νά ῾χουν τ᾿ ἅρματά τους. Στέλνω ἄλλους εἰς τὸν Γρίβα καὶ ῾σ ἄλλους νὰ συναχτοῦν ξημερώνοντας εἰς τοῦ Κριτζώτη τὸ κονάκι ὅσο νὰ πάγω κ᾿ ἐγώ. Πῆγαν οἱ ἄνθρωποι παντοῦ καὶ μίλησαν· κι᾿ ἀκολούθησαν ὅ,τι τοὺς παράγγειλα.
Τὴν αὐγὴ πῆγα ῾στοῦ Κριτζώτη· συνάχτηκαν ὅλοι. Ἄρχισε ὁ Γρίβας μὲ τὸν Κριτζώτη νὰ μοῦ μιλοῦν ἀναντίον τοῦ Καλλέργη κι᾿ ἀξιωματικῶν του. Τότε τοὺς λέγω· «Τί σας εἶπα ἐγὼ διὰ νὰ μὴν πάθωμεν αὐτά; Σᾶς εἶπα νὰ κάμωμεν τὴν φρουρὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ νὰ βάλετε ὅποιον θέλετε ἀπό σας ἀρχηγόν. Ἐσεῖς ὑποπτευτήκετε νὰ μὴν μπῶ ἐγώ, τὸ εἴπετε τοῦ Λόντου καὶ Καλλέργη καὶ τῶν ἀλλουνῶν καὶ μὲ πῆραν ῾στὴν ὀργή τους. Καὶ γέλασαν κ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἔκαμαν τὸν Καλλέργη παντοδύναμον· τὸ ῾δωσαν καὶ τοῦ δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινῶς – κάνει τώρα ὅ,τι θέλει. –Μου λένε, ἐμεῖς σὲ πήραμεν εἰς τὸν λαιμό μας. – Ἐμένα πήρετε εἰς τὸν λαιμό σας; Πήρετε τὴν πατρίδα γενικῶς καὶ τοῦ λόγου σας· καὶ ποὺ θὰ καταντήσουμεν ὁ Θεὸς τὸ ξέρει». Τότε τοὺς εἶπα τὸ σκέδιο ὁποῦ ἔκαμα· καὶ παράγγειλα καὶ τοῦ Γιάννη Κώστα κι᾿ ἄλλων ἀξιωματικῶν νὰ συνάξουν ὅσους στρατιῶτες εἶναι εἰς τὴν πρωτεύουσα καὶ φερμένοι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ κράτος, νά ῾χουν τὰ σπαθιά τους καὶ τῆς πιστιόλες τοὺς κρυμμένες, καὶ νὰ μαζωχτοῦν εἰς τὴν Συνέλεψη ὁποῦ εἶναι ἡ βάρδια καὶ καμμιὰ ῾κοσαριά νὰ πιάσουν ἄξαφνα τὰ σπίτια τοῦ Καρατάσιου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μεταξά, τοῦ Λόντου, ὅσα σπίτια εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Συνέλεψη. Καὶ νὰ εἶναι μυστικὸ αὐτό, ἀπὸ ῾νας δυὸ ἀξιωματικοὶ νὰ τὸ ξέρουν – ὁ καθένας τὸ σπίτι ὁποῦ θὰ πιάση. Τοὺς εἶπα καὶ στέκονταν ὅλοι καθένας εἰς τὸ μέρος του. Εἶπα ὅλα αὐτὰ αὐτεινῶν καὶ νὰ πάρουν καὶ οἱ ἄνθρωποί τους ὁλουνῶν τὰ σπαθιά τους καὶ πιστιόλες τους καὶ νὰ εἶναι ὅλοι ἀπόξω· κι᾿ ὅταν μποῦμεν εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ δώση αἰτία ὁ Καλλέργης μὲ τοὺς συντρόφους του, ἄξαφνα οἱ δικοί μας νὰ ριχτοῦνε εἰς τὴν βάρδια νὰ τοὺς πάρουν τὰ ὅπλα τους καὶ τότε νὰ πιάση κι᾿ ὁ καθεὶς τὰ διορισμένα σπίτια· τοὺς ἄρεσε τὸ σκέδιόν μου. Τοὺς εἶπα νὰ πᾶμε ὅλοι εἰς τὸ Μεταξᾶ καὶ νὰ φωνάξη τὸν Μαυροκορδάτο, τὸν Κωλέτη, τὸν Λόντο, τὸν Καλλέργη κι᾿ ἀπὸ καμμιὰ δεκαριὰ πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος καὶ νησιῶν καὶ νὰ μιλήσουμε μ᾿ αὐτούς· κι᾿ ἂν δὲν συναγροικηθοῦμεν, ὁ Θεὸς ἂς τοὺς τὸ πλερώση. Μείναν σύνφωνοι καὶ εἰς αὐτό. «Ποιὸς θὰ κρίνη, τοὺς εἶπα, αὐτά; – νὰ φαίνεται ὅτ᾿ ἔχομεν γνώση, νὰ μή μας παίρνουν διὰ ζῶα». Μοῦ εἶπαν ἐγὼ νὰ κρίνω. Σηκωθήκαμε ὅλοι πήγαμε ῾στὸ Μεταξά. Τοῦ εἶπα κ᾿ ἔστειλε καὶ σύναξε ὅλους αὐτούς. «Ἀδελφοί, τοὺς εἶπα, ἐμεῖς συναχτήκαμεν νὰ κάμωμεν ἐλεύτερη Συνέλεψη καὶ φρόνιμη καὶ πατριωτική, ὄχι φατριαστικὴ καὶ μὲ ξένες θέλησες. Ἂν εἰς τὸ ἑξῆς ἐσεῖς οἱ Ἀντιπρόεδροι βάλετε τὴν Συνέλεψη σὲ τάξη, καὶ οἱ ἀκροαταὶ νὰ μὴν μπαίνη κανένας μέσα κι᾿ ὁ κύριος Καλλέργης νὰ βγάλη ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀξιωματικούς, ὁποῦ διατίμησαν τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς πατρίδος καὶ βήκαν ἀπὸ τὰ χρέη τοὺς τὰ στρατιωτικά, καὶ νὰ μὴ ματακολουθήσουν παρόμοια καὶ διατιμιώμαστε ἀπὸ τοὺς ξένους ἀνθρώπους, ὁποῦ ῾ναι τόσοι ἀκροαταί, κι᾿ ἀπ᾿ οὔλους τους φρόνιμους – καὶ διατιμιώμαστε κι᾿ ἐμεῖς καὶ ἡ πατρίδα μας θὰ ζημιωθῆ. Κι᾿ ἂν δὲν γένουν αὐτά, ἐμεῖς τραβιώμαστε, καὶ ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεὸν κι᾿ ὁ ἀθῶος ἂς προσκαλεστῆ τὴν βοήθειά του νὰ μπῆ τὸ δίκιον εἰς τὸν τόπο του. Καὶ νὰ δειχτοῦμεν μὲ γενναιότητα ἀναμεταξύ μας». Ἀποκρίνεται ὁ γενναῖος Καλλέργης, ὁ Σεπτεβριανός, ὁ σύντροφός μου ὁ ὁρκισμένος, καὶ μοῦ λέγει· «Ἔμαθα ὅτι ὅπλισες ἀνθρώπους καὶ μέρασες καὶ πολεμοφόδια, καὶ θὰ πάρωμεν μέτρα εἰς αὐτό». Τοῦ λέγει ὁ Γρίβας· «Εἶναι ψέματα» αὐτὰ καὶ συκοφαντίες ἀναντίον τοῦ Μακρυγιάννη». Τοῦ λέγω ἐγὼ· «Εἶναι ἀληθινὰ αὐτὰ ὁποῦ μου εἶπες, κι᾿ ὁ Γρίβας δὲν σοῦ λέγει τὴν ἀλήθεια. – Διατὶ τὰ ῾καμες; μοῦ λέγει. – Τὰ ῾καμα ὅτι εἶδα τὸ φέρσιμο τὸ δικό σου καὶ τῶν συντρόφωνέ σου εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ κατάλαβα τὴν θέλησή σας. Τὴν Ἀθήνα δὲν τὴν καῖτε καὶ ν᾿ ἀλιμουργιαχτὴ δὲν ἀφίνω ἐγώ. Ὅτ᾿ ἦρθα νέος ἐδῶ, εἰς τὰ 1822, καὶ εἶμαι γέροντας τώρα. Καὶ ἤμουν μόνος μου ὅταν ἦρθα, καὶ τώρα ἔχω σπίτια καὶ φαμελιά. Κι᾿ ὅλους τους Ἀθηναίους τους θεωρῶ καλύτερα ἀπὸ τὰ παιδιά μου κι᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι μου· ὅτι μ᾿ εἶχαν ἀρχηγόν τους εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος καὶ σκοτωνόμαστε μαζὶ καὶ πληγωνόμαστε. Αὐτό σου εἶναι γνωστό· τὸ εἶδες εἰς Περαία, ὁποῦ πλέγαμε εἰς τὸ νερὸ καὶ εἰς τοὺς πάγους μ᾿ αὐτούς. Μέσα τὸν κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια καὶ κολυμπούγαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα ἀνάμεσα τῶν Τούρκων τὰ πόστα. Κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἤσαστε εἰς τὰ ψηλώματα. Φαίνονται ὡς τὴν σήμερον ποὺ εἶναι τὰ πόστα μας. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ μείναμεν οἱ μισοὶ κι᾿ ὅσοι μείναμεν ὅλοι σάπιοι. Δι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὅτι καὶ τώρα μ᾿ ἔχουν οἱ Ἀθηναῖγοι πρόεδρο τοῦ Συβουλίου καὶ μ᾿ ἔκαμαν καὶ τώρα πάλε ἀρχηγόν τους καὶ πληρεξούσιόν τους, θὰ φυλάξω αὐτοὺς πρῶτα καὶ τὰ σπίτια τους καὶ γενικῶς τὴν πατρίδα μου, ὅταν βλέπω ῾διοτέλεια. Κι᾿ ἂν κάμετε ὅσα μιλήσαμεν· οἱ Ἀντιπρόεδροι νὰ βάλουν τὴν τάξη εἰς τὴν Συνέλεψη κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλης τοὺς ἀξιωματικοὺς πρὸς ῾κανοποίησιν τῶν πληρεξουσίων, εἴμαστε φίλοι κι᾿ ἀδελφοὶ ὅπως πρώτα· εἰδὲ κάμετε ὅ,τι μπορῆτε ἐσεῖς, κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάμωμεν ὅ,τι μπορέσωμεν». Τότε μίλησαν κ᾿ οἱ ἄλλοι. Καὶ ὑποσκέθηκαν αὐτά. Καὶ τὰ ῾νέργησαν. Καὶ ἦταν ἡ καλὴ ἁρμονία ἀναμεταξύ μας. Καὶ ξαναενώσαμεν τὴν φιλία μας.
Εἶδαν οἱ ξένοι καὶ οἱ φίλοι τους ὅτι ἀπέτυχαν κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὅτι τοὺς πείραξε πολὺ τὸ σαράντα ἄρθρο διὰ τὴν θρησκείαν καὶ ἡ βάφτιση τοῦ διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ἕνας του ἀλλουνοῦ. Ἐγὼ ἀπόταν ἔγινε ἡ μεταβολὴ μὲ προσκαλοῦσαν οἱ Πρέσβες νὰ φάμεν καὶ νὰ μιλήσωμεν – οὔτε ματαπάτησα ὡς τὴν σήμερον, οὔτε θέλω πατήση μ᾿ ὅλον ὁποῦ τοὺς εἶχα φίλους καὶ τοὺς ἔκαμα τόσες φορὲς τραπέζια. Ἂν θέλουν αὐτεῖνοι νά ῾χουν τὸ δικό τους σπίτι, θέλομεν κ᾿ ἐμεῖς νὰ φκειάσωμεν τὸ δικό μας. Τώρα ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Λόντος, ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντροφιὲς τοὺς ἑνώθηκαν μὲ τοὺς Ἄγγλους, μὲ τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς ἄλλους κι᾿ ὡς δυσαρεστημένοι ἀπὸ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ ταμπουρώνονται ἀναμεταξύ τους καὶ τάζουν καὶ τοῦ Βασιλέα λαγοὺς μὲ πετραχήλια – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ τοῦ θέλη κανένας τὸ καλόν του. Οὔτε οἱ ξένοι του θέλουν τὸ καλό, οὔτε οἱ συντρόφοι τους, ἀλλὰ τοῦ λένε λόγια της ὄρεξής του κι᾿ ἐλπίζει ὁποῦ τοὺς ἔχει φίλους. Καὶ τὸν ἀσκουντοῦνε ὁλημέρα εἰς τὸν γκρεμνόν. Καὶ κακοσυσταίνουν τοὺς Σεπτεβριανούς, ὅσοι μείναν καὶ δὲν πῆγαν εἰς τὴν βούλλα τους· αὐτοὺς ὅλους τοὺς κακοσυσταίνουν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ αὐλικοὺς καὶ τοὺς κάνουν ὕποπτους καὶ περισσότερον τὸν Μεταξᾶ – τὸν γύμνωσαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς φίλους του πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Ὅτι κι᾿ αὐτὸς ἀπὸ τὰ δυό του ποδάρια τό ῾να τ᾿ ἄφησε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ ἀδρασκελάγει – οὔτε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει μὲ τὰ σωστά του, οὔτε εἰς τὸν Βασιλέα. Ὅταν τραβάγῃ τό ῾να του ποδάρι νὰ πάγῃ εἰς τὸ ἕνα μέρος, τ᾿ ἄλλο ἀνεμένει εἰς τ᾿ ἄλλο μέρος· κ᾿ ἔτζι πουθενὰ δὲν πηγαίνει νὰ δώση τὸν λόγον τῆς πίστεως, τί πιστεύει ἀληθινά. Κανένα μέρος ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν ξέρει ὡς τὴν σήμερον ποὺ τρέχει. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τῶν ἀνθρώπων τῆς καρδιές· καὶ οἱ ἄνθρωποι – γνωρίζει ἕνας του ἄλλου τὰ χείλη κι᾿ ὄχι τὴν καρδιά. Ὅποιος βρίσκει κάνα ηὕρεμα καὶ δὲν ξέρει τί ἀξίζει – ὅποιος τ᾿ ἀγοράση αὐτὸ ξέρει τὴν τιμήν του. Δι᾿ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ εἴκοσι πέντε δραχμὲς ξόδιασε ὁ κύριος Μεταξάς. Εἶχα νὰ στείλω ἕναν ἄνθρωπο νὰ πάγη ὁποῦ ῾ταν ἀνάγκη καὶ τὸ ῾ταξα τρακόσες δραχμὲς καὶ μὸ ῾λειπαν πενήντα· καὶ μὸ ῾δωσε αὐτὸς τῆς εἴκοσι πέντε. Αὐτείνη τὴν θυσία ἔκαμεν· καὶ τοῦ δώσαμεν ἕτοιμες καὶ τιμὲς καὶ δόξες καὶ τῆς μουτζώνει· καὶ τῆς ἀφίνει καὶ παίρνει ἄλλον δρόμον. Καὶ κιντυνεύομεν κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι Σεπτεβριανοὶ ἀπὸ τὸν χαραχτήρα αὐτεινοῦ.
Μίαν ἡμέρα πῆγα εἰς τὸν Κωλέτη νὰ τὸν ἰδῶ, ὅτι ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν εἶχα πάγη. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ φίλοι του· κι᾿ ὁ Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μοῦ εἶπε ὁ κύριος Κωλέτης νὰ ἑνωθοῦμεν. Τοῦ εἶπα· «Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ κάμαμεν καὶ δὲν τελεσφόρησε. Ξέρω τὴν καρδιά σου διατὶ θέλεις τὴν ἕνωσή μας. Τὰ εἴπαμεν πολλὲς φορές. Ἐγὼ θέλω τοῦ σπιτιοῦ μας τὰ κεραμίδια νὰ σάσουμεν, νὰ μὴν τρέχουν καὶ πέση τὸ σπίτι μας καὶ μᾶς πλακώση. Τὰ ξένα τὰ σπίτια τά ῾χουν καλὰ σκεπασμένα οἱ νοικοκυραῖοι τους καὶ δὲν παίρνει ὁ ἀγέρας τὰ κεραμίδια τοὺς ὅσο σφοδρὸς καὶ νὰ εἶναι. Τοῦ δικοῦ μας τοῦ σπιτιοῦ τὰ κεραμίδια λίγος ἄνεμος νὰ φυσήξη δὲν ἀφίνει κανένα. Καὶ ἔχει καὶ κάτι μαστόρους – παίρνουν τὰ κεραμίδια καὶ σκεπάζουν τὰ ξένα σπίτια». Ζύγωσε ἡ ὥρα νὰ πάμεν εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ μείναμεν σύνφωνοι νὰ κολλήσωμεν εἰς τὸ δωμάτιον, διαλώντας ἡ Συνέλεψη, νὰ μιλήσωμεν ὁ Κωλέτης, ὁ Κουντουργιώτης κι᾿ ἐγώ. Εἰς τὴν Συνέλεψη πῆγαν οἱ ὁμιλίες τοὺς αὐτεινῶν μὲ τὸν Μεταξᾶ πολὺ ξεμακρυσμένες. Διαλύθη ἡ Συνέλεψή· μου εἶπαν νὰ πάγω ἀπάνου. Τοὺς εἴπα· «Σύρτε κ᾿ ἔρχομαι». Πῆγαν αὐτεῖνοι ἀπάνου. Πῆρα ἐγὼ τὸν Μεταξᾶ καὶ πήγαμεν. Ηὕραμεν ἀπάνου καὶ τοὺς Πρέσβες, τὸν Λάγυνς, τὸν Πισκατόρη καὶ Πρόκενς. Σὰ μ᾿ εἶδαν μὲ τὸν Μεταξᾶ δὲν μὸ ῾πιασαν ὁμιλίαν. Ἀρχινοῦνε ὅλοι αὐτεῖνοι – ἦρθε κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος· τὴν γλώσσα δὲν τὴν καταλάβαινα. Βλέπω τὸν καϊμένον τὸν Μεταξᾶ εἰς τῆς ὁμιλίες τοῦ λυπημένον πολὺ καὶ θύμωνε. Μετὰ πολὺ τοῦ λέγω· «Τί τρέχει; – Δὲν τοὺς ἀρέσουν καμπόσα πράματα. Δὲν εἶναι τῆς ἀρεσιᾶς τους καὶ θὰ παρατηθῶ, δὲν ὑποφέρνω πλέον». Καὶ τραβήχτη ἀπὸ ῾μέναν καὶ πῆγε κ᾿ ἔπιασαν ὀπίσου τὴν φιλονικίαν. Ὕστερα τραβγιῶνται καὶ πᾶνε οἱ μισοὶ ῾στὴν ἄλλη κάμαρη μὲ τοὺς Πρέσβες κ᾿ οἱ μισοὶ μείναν ἐκεῖ καὶ φιλονικοῦσαν. Τοὺς λέγω αὐτεινών· «Ἐτοῦτο τὸ Σύνταμα ὁποῦ ἀποχτήσαμεν δὲν εἶναι ἀνθρώπινον ἔργον, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ ἀποφάσισε νὰ λευτερώση αὐτὸ τὸ δυστυχισμένον ἔθνος ἀπὸ τῆς ἀδικίες τῶν ἐγωιστῶν. Ἐγὼ ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι πρέπει νὰ κάμωμεν τὴν Συνέλεψή μας ἐλεύτερη – ἐκεῖνο ὁποῦ εἶναι συνφέρον εἰς τὴν πατρίδα μας. Καὶ ξένες γνῶμες πλέον δὲν θ᾿ ἀκούσωμεν ὅτι δὲν θὰ ξαναπέσωμεν εἰς τὸν χαμόν. Κι᾿ ἂν φαντάζεστε ὁποῦ ῾στε δυνατοὶ ἐσεῖς οἱ μεγάλοι πολιτικοὶ κ᾿ ἐμεῖς ἀδύνατοι, θὰ κάμωμεν τὸ χρέος μας κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι· κι᾿ ἂν χαθοῦμεν, ἂς χαθοῦμεν. Ὅτι μας ἔφαγαν πλέον οἱ ξένοι ὡς γλάροι. Καὶ καλύτερα βάλτε τὴν θέλησή σας εἰς ἐνέργεια μίαν ὥρα ἀρχύτερα νὰ μποῦμεν σὲ καλὸν δρόμον». Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα. Πῆγα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μεταξᾶ κ᾿ ἔκατζα καὶ τὸν περίμενα. Ἦρθε αὐτὸς θυμωμένος. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἀπαρατήθη· δὲν μπόρεσε ν᾿ ἀνθέξη εἰς τῆς ἀντενέργειες τῶν ἀλλουνῶν.
Τὸ Σύνταμα εἰς τὴν Συνέλεψη προβόδεψε σὲ ὅλα ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα. Τότε οἱ καλοθεληταὶ τοῦ Βασιλέως τυπώνουν εἰς τὸ κεφάλι του νὰ κάμη προσταφαίρεσες εἰς τὸ Σύνταμα· καὶ τοῦ κάνουν καὶ νέον σκέδιον. Τοῦ Βασιλέα τοῦ πουλοῦσαν δούλεψη οἱ ξένοι κι᾿ αὐτείνη ἡ συντροφιά. Ὄξω εἰς τὸ Κράτος διαδόθηκε ὅτι ὁ Βασιλέας θὰ χαλάση τὸ Σύνταμα – ὁποῦ δὲν θὰ ῾μενε ποδάρι οὔτε ἀπὸ τὸν Βασιλέα, οὔτε ἀπὸ αὐτεινοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Κι᾿ ἐμεῖς χαμπέρι δὲν εἴχαμεν! Ἐγὼ πρῶτος, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχα μάθη τίποτας ἀπὸ ῾δω. Ἀπὸ τῆς ἐπαρχίες μὸ ῾γραφαν ὄτι· «Αὐτοῦ κάτι θὰ γένη κ᾿ ἐσὺ δὲν μᾶς γράφεις· κι᾿ ἂν εἶναι ἀνάγκη, νὰ ῾ρθωμεν μὲ δύναμη». Ἐγὼ τοὺς ἔλεγα δὲν εἶναι τίποτας. Κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος αὐτεινῶν κουβαλιώνταν εἰς τὴν πρωτεύουσα· καὶ τοὺς ἔλεγαν οἱ ἐπίβουλοι· «Μὴν εἰπῆτε τοῦ Μακρυγιάννη τίποτας, ὅτι τὸν ἀγόρασε ὁ Βασιλέας καὶ πῆρε τόσα χρήματα». Ἀφοῦ ἔβαλα περιέργεια ἔμαθα αὐτό, τὴν προσταφαίρεση τοῦ Συντάματος καὶ τὸ νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι καὶ πάγω εἰς τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· « Τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ κάνεις, Βασιλέα; Πῶς ἀπατήθης; Μία τρίχα νὰ πειραχτῆ κιντυνεύεις καὶ ἡ Μεγαλειότη σου καὶ τὸ Κράτος κι᾿ ὅλοι. Αὐτὰ εἶναι σκέδια φατριαστικὰ διὰ νὰ σὲ βάλουν εἰς αὐτὸ τὸ παιγνίδι, νὰ σ᾿ ἐκθέσουν. Νὰ τὸ τραβήσης πίσου, τοῦ λέγω, καὶ νὰ παρατηθῆς ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἰδέα. – Δὲν μπορῶ, μοῦ λέγει, ἔγινε τώρα· δὲν μπορῶ νὰ κάμω ἀλλοιῶς». Πάσκισα πολύ, δὲν στάθη τρόπος. Ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐπιμένει εἰς τὴν γνώμη του, τοῦ λέγω· «Σὰν θὰ κάμης προσταφαίρεση εἰς τὸ Σύνταμα, ἐγὼ δὲν εἶμαι μὲ τὴν Μεγαλειότη σου. Ὅτι μ᾿ αὐτείνη τὴν προσταφαίρεση ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι τῆς μεταβολῆς εἶναι σὲ ριζικόν. Εἶμαι ἕνας κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ αὐτούς. Σοῦ ἔδωσα τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου, ὅταν παρουσιάστηκα καὶ σοῦ μίλησα πὼς ἔγινε αὐτείνη ἡ μεταβολή· καὶ σοῦ εἶπα αὐτὸ ὁποῦ ὑπόγραψες νὰ τὸ βαστάξης κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι ὑπηκόοι σου πεθαίνομεν εἰς τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ σου διὰ τὸ νύχι τῆς Μεγαλειότης σου. Ἦταν κι᾿ ὁ Γαρδικιώτης παρὼν τότε ὁποῦ σου εἶπα αὐτά. Τώρα δὲν εἶμαι μαζί σου· καὶ σοῦ τὸ λέγω πρωτύτερα νὰ μὴν λὲς ὅτι σ᾿ ἀπάτησα καὶ νὰ μὲ λὲς ἄτιμον κι᾿ ἄπιστον». Μοῦ λέγει ἡ Μεγαλειότης του· «Εἶσαι ὁρκισμένος στρατιωτικὸς καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀναντίος μου. – Εἶμαι ὡς στρατιώτης ὁρκισμένος, ὅμως εἶμαι κ᾿ Ἕλληνας καὶ θέλω νὰ ζήσωμεν ἐγὼ καὶ οἱ πατριῶτες μου μὲ νόμους· καὶ δὲν σὲ ἀπατῶ. Ἡ γνώμη μου εἶναι αὐτείνη καὶ νὰ δώσουνε λόγο εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ συβούλεψαν νὰ κάμης αὐτὸ – ἐχάθη καὶ ἡ πατρίδα καὶ ἡ Μεγαλειότη σου!» Τότε ἀναστέναξε μεγάλως καὶ εἶπε· «Μὲ πῆραν εἰς τὸν λαιμό τους!» Ἐγὼ τὸν λυπήθηκα πολύ, τοῦ εἴπα· «Βασιλέα μου, ἔχεις καιρὸ νὰ τὸ χαλάσης αὐτὸ (καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια μου). Μή μας κιντυνεύεις καὶ κιντυνέψης κ᾿ ἐσύ». Δὲν στάθη τρόπος. Μοῦ εἶπε νὰ εἶμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Τοῦ εἶπα καὶ πάλε· «Δὲν μπορῶ νὰ σὲ γελάσω, δὲν εἶμαι». Κ᾿ ἔφυγα.
Ἦρθα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ ῾χα ὁρκισμένους διὰ νὰ εἴμαστε σύνφωνοι διὰ τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας μας. Τοὺς λέγω· «Αὔριο τὴν αὐγὴν νὰ συναχτῆτε ὅλοι ἐδῶ εἰς τὴν σάλλα μου καὶ θὰ φέρω ἕναν νὰ τοῦ μιλήσω· κι᾿ ὅταν φωνάξω ἐγὼ «φέρτε καφφέ», ἐσεῖς θὰ ξέρετε ὅτ᾿ εἶναι αὐτὸς καὶ θ᾿ ἀρχίσετε· «Τ᾿ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ θὰ γένουν προσταφαίρεσες τοῦ Συντάματος; Ἐδῶ θὰ λυώσουμεν ὅλοι μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾νεργούνε αὐτά! Ἔχομεν τόσους ἀνθρώπους καὶ θὰ λυώσουμεν ὅλοι! Καὶ θὰ βάλωμεν φωτιὰ νὰ γένη ἡ Ἀθήνα γῆς Μαδιάμ». Καὶ νὰ μὲ φωνάξετε κ᾿ ἐμένα καὶ μ᾿ ἀγανάχτηση, τοὺς εἶπα, νὰ μοῦ εἰπῆτε· «Κ᾿ ἐσὺ συνφώνησες κ᾿ ἔγινες ἕνα μ᾿ αὐτοὺς – κ᾿ ἐσὺ θὰ προκόψης κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ θέλουν νὰ κάμουν αὐτά!» Ἔστειλα καὶ ἦρθε ὁ Λάμπρο Νάκος, ὅτ᾿ εἶναι πολὺ ἀγαπημένος τοῦ Βασιλέα καὶ τὸν συβουλεύει πάντοτες καὶ τοῦ λέγει καὶ χαμπέρια. Ἦρθε κι᾿ ἀκούγει αὐτὰ καὶ τρόμαξε. Τοῦ λέγω· «Σύρε ῾πες τῆς Μεγαλειότης τοῦ ὅτ᾿ ἦρθες νὰ πιοῦμεν τὸν καφφὲ καὶ ἤμαστε οἱ δυό μας καὶ τί ἔλεγαν οἱ πληρεξούσιοι· καὶ τί μου εἶπαν κ᾿ ἐμένα». Καὶ τοῦ εἶπα νὰ πάγη καὶ ῾σ ἄλλες μεριὲς νὰ διαδώση αὐτό, ὅτ᾿ εἴμαστε χαμένοι· καὶ νὰ μιλήσουν κι᾿ αὐτεῖνοι τοῦ Βασιλέα. Ἀφοῦ πῆγε καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα του Βασιλέγα (καὶ συχρόνως τοῦ μίλησαν καὶ οἱ ἄλλοι), τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας τοῦ Νάκου· «Σύρε νὰ εἰπῆς τοῦ Μακρυγιάννη –ὅμως αὐτὰ ὁποῦ θὰ σοῦ εἰπῶ πρῶτα νὰ τὰ ξέρη ὁ Θεὸς κ᾿ ὕστερα ἐσὺ κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὁ Μακρυγιάννης, ὄχι ἄλλος· νὰ εἶναι μυστικὸν – νὰ τοῦ εἰπῆς νὰ μὴν ἀλλάξη γνώμη καὶ νὰ βαστήση τὴν ἡσυχία εἰς τὴν πρωτεύουσα καὶ εἰς τὴν Συνέλεψη – κι᾿ ἀπαρατιῶμαι ἀπ᾿ οὔλα· δὲν θὰ γένη οὔτε τρίχα προσταφαίρεση». Τότε βαστάξαμεν τὴν ἡσυχίαν ὂλ᾿ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι καὶ μέσα εἰς τὴν Συνέλεψη κι᾿ ἔξω εἰς τὴν πολιτεία. Κι᾿ ὅλοι οἱ πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν καὶ κάμαμεν μίαν μυστικὴ συνεδρίαση καὶ φιλονικήσαμεν πολλά. Ἦρθε ἡ Μεγαλειότης του εἰς τὴν Συνέλεψη μὲ μεγάλην παράταξιν καὶ παραδέχτη ὅλα του Συντάματος κ᾿ ὑπόγραψε.1 Σὰν ἔπεσα εἰς τὴν ὀργὴ καὶ τῶν ξένων καὶ τῶν μεγάλων πολιτικῶν μας συντρόφων τῶν Πρέσβεων, ὅτι δὲν ἤμουν σύνφωνος μὲ τῆς ὄρεξές τους καὶ φατρίες τους, ἐνέργησαν ὅλοι νὰ μὴ μὲ κάμη κ᾿ ἐμένα ὁ Βασιλέας ὑποστράτηγον· ἀλλὰ ὁ Βασιλέας ἐπίμενε κ᾿ εἶπε ὅτ᾿· «Εἶναι ἄδικο αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἀδικῶ». Καὶ μ᾿ ἔκαμεν. Μαθαίνοντας ἐγὼ τὴν διάθεσίν τους, εἶπα ὅτι δὲν θέλω προβιβασμό· καὶ στανικῶς τοῦ ὑπουργοῦ – μ᾿ ἔβγιασε κ᾿ ἔφκειασα τὰ χαραχτηριστικᾶ τοῦ ὑποστράτηγου. Πῆγα καὶ παρουσιάστηκα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ μ᾿ ἔκανε καὶ ῾πασπιστή του, ὅμως διὰ τῆς πληγὲς τοῦ σώματός μου, ὁποῦ εἶμαι πάντοτες ἀστενῆς, νὰ μὴν πάθω εἰς τὴν ῾πηρεσία, δι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἀφίνει. Τὸν εὐκαρίστησα κ᾿ ἔφυγα.

ΣHMEIΩΣH

1. Θυμηθῆτε τὸ χρυσὸ πουλὶ ὁποῦ ῾πιασα· ὁποῦ ῾ταν νυστασμένο εἰς τὸν πλάτανο καὶ τὸ ῾πιασα κι᾿ ἀφοῦ εἶδα τὰ παιδιὰ τό ῾κρυψα εἰς τὴν τζέπη μου. Καὶ γλύτωσε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίντυνο τὸ πουλί (ὁ Βασιλέας). Καὶ διάλυσε τὴν Συνέλεψη. Κ᾿ ἔδωσε τὸν Μεγαλόσταυρον τοῦ γερο Πανούτζου. Ἔκαμε καὶ τὸν Καλλέργη ῾πασπιστή του κ᾿ ὑποστράτηγο.