Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ἐπίλογος

Ἤρθετε ἐσεῖς οἱ μεγάλοι μας πολιτικοὶ νὰ μᾶς λευτερώσετε, ὅταν σηκώσαμεν τὴν ἐπανάστασιν μόνοι μας κι᾿ ἀγωνιζόμαστε τῆς πρῶτες χρονιὲς μὲ τοὺς σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικοὺς – φαίνεται ὁ ἀγώνας ἐκεῖνος κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς καὶ ἡ ἀδερφοσύνη ὁποῦ ῾χαμεν ἀναμεταξύ μας. Ὅταν κοπιάσετε ἐσεῖς, μᾶς γυμνάσετε τὴν διχόνοια, μᾶς φέρατε τῆς φατρίες καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀγαθά· καὶ κακοβάλετε τὸ δυστυχησμένο ἀθῶον ἔθνος. Πρωτόηφερες τὴν διχόνοιαν ἐσύ, Κύριε Μαυροκορδᾶτε, κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ ἄλλοι καπεταναῖγοι πῆγαν ὀπίσου εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλους ἤθελες μὲ τοὺς νόμους σου νὰ τοὺς σκοτώσης. Θὰ σκότωνες τὸν Καραϊσκάκη· ποῦ θὰ τὸν εὕρισκε ἡ πατρίδα, ὅταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος ἔρχεσαι ἐσύ, κύριε Κωλέτη· θὰ σκότωνες τὸν Δυσσέα – καὶ ὕστερα δὲν γλύτωσε ἀπὸ σένα· ποὺ θὰ τὸν εὑρίσκαμεν μ᾿ ἕναν τεσκερὲ νὰ διώξη δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, ὁποῦ ῾ταν περισσότεροι ἄλλοι εἰς τὸ Γριπονήσι καὶ Ρωπὸ κι᾿ ἀλλοῦ, καὶ πρόσμεναν κι᾿ αὐτείνη τὴν δύναμιν ν᾿ ἀφανίσουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα, κι᾿ αὐτὸ τοὺς νέκρωσε ὅλα τους τὰ σκέδια; Ἂν ἦταν κακοὶ στρατιωτικοὶ ἐκεῖνοι κ᾿ ἐσεῖς καλοὶ πολιτικοί, τοὺς κάνετε κι᾿ αὐτοὺς κι᾿ ὅλο τὸ στρατιωτικὸν καλὸ καὶ μὲ πειθαρχίαν. Ἂν ἤσουνε ἐσύ, κύριε Μεταξά, καλός, ἔκανες τὸν Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ἦταν καλὸς πατριώτης, ἀλλὰ οἱ δικές σου συβουλὲς ὅλο σὲ ἐφύλιους πολέμους τὸν κινούσανε καὶ σὲ μεγάλη διχόνοια μὲ τοὺς πατριῶτες του· καὶ κάποτε τὸν γύριζες μὲ τὸ ἕνα κόμμα καὶ κάποτε μὲ τὸ ἄλλο. Καὶ χύνονταν τόσα ἀθώα αἵματα. Θυμήσου τὸν Κανέλλο Ντεληγιάννη, ὁποῦ πιάστη μὲ τὸν Κολιόπουλον καὶ μὲ τοὺς Κολοκοτρωναίους – πρώτη διαίρεση καὶ φατρία, ὁποῦ δὲν τὸ ξέραμεν αὐτὸ τὸ φροῦτο καὶ τότε τὸ μάθαμεν. Ἦρθα ἐγὼ εἰς τὴν Πελοπόννησον· ἔφυγα ἀπὸ τὸν Δυσσέα καὶ ἦρθα εἰς τὸν Κολοκοτρώνη κ᾿ ἐσένα, ὁποῦ ἤσασταν εἰς τὰ πράματα, εἰς τὸ Ἐκτελεστικὸν Σώμα· καὶ μοῦ εἴπετε νὰ ῾ρθω κ᾿ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου βοήθεια ἐδική σας καὶ δὲν θέλησα – πόσα αἵματα χύθηκαν τότε; Θυμήσου ὅταν βήκατε εἰς τὸ Ἄργος νὰ διαλύσετε τὴν Βουλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ νὰ τοὺς πάρετε καὶ τὰ πραχτικά, στάθηκα συνφώνως μὲ τὸν Ζαχαρόπουλον καὶ τοὺς ῾περασπιστήκαμεν καὶ κρύψαμεν καὶ τὰ πραχτικά. Κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας. Θυμήσου αὐτὸ τί ἔβγαλε. Στάθηκες τοῦ λόγου σου καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι ὁ Πετρόμπεγης πήγαμεν εἰς τὴν Τροπολιτζὰ -πόσοι τάφοι ἐκεῖ ἄνοιξαν; Τελειώνοντας ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ τὴν λαφυραγώγησαν καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι, πήγαμεν εἰς τὰ Τρίκκαλα. Καὶ χάλασα αὐτό σας τὸ σκέδιο κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας, γιατί ἤθα κάνετε μίαν μεγάλη ἑτοιμασίαν ἀναντίον τῶν βουλευτῶν καὶ τοῦ Κουντουργιώτη. Ἀφοῦ ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὴν συντροφιά σας, ὅταν ματαπήγαμεν μὲ τὴν Κυβέρνησιν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἦταν οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι᾿ ὁ Πετρόμπεγης κι᾿ ἄλλοι, πόσοι τάφοι πάλε ἄνοιξαν; Καὶ σᾶς βγάλαμεν ὅλους ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, καὶ τὴν πῆρε ἡ Κυβέρνηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κατεβήκαμεν εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ ἦρθαν ἀναντίον μας ὅλοι αὐτεῖνοι – πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τοῦ Ἄργους τὸν κάμπο καὶ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ἀπόξω; Καὶ πήραμεν τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τὰ κάστρα.

Ὕστερα πιάσετε κομπανία μὲ Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι᾿ ἄλλους πολλοὺς – πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ὕστερα εἰς τὴν Τροπολιτζά, εἰς τὰ χωριά, ὁποῦ χάθηκε κι᾿ ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης; Ἦρθα εἰς τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔμπασα τοὺς Καρατασσαίους καὶ Γκούρα εἰς τὸν Μωριά. Καὶ πῆγαν εἰς τὸν Ἁγιώργη τῆς Κόρθος, ὁποῦ τὸν βαστήγετε, κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ ἀλλοῦ – πόσοι τάφοι ἄνοιξαν σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ὁποῦ τοὺς πιάσαμεν ὅλους αὐτοὺς καὶ τοὺς πῆγαν εἰς τὴν Ὕδρα ρέστο; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Ρωμαίγους, ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους; Ὕστερα εἰς Παλαμήδι, Ἀνάπλι, Ἄργος, Κρανίδι διὰ τῆς ἐκλογὲς τῆς Συνέλεψης τί ἔγινε, τί ἔπαθε « ἡ πατρίδα, καὶ εἰς Κόρθο κι᾿ ἄλλα μέρη ὦσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Κυβερνήτης; ῾Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ρεθίζετε ἐσεῖς οἱ μεγαλοκέφαλοι καὶ ἦτον μὲ τὴν πατρίδα. Τὸν ἀγαποῦσε ὅλος ὁ λαὸς καὶ δυὸ χρόνια κυβέρνησε καλά. Ὕστερα περιλάβετε ἐσεῖς τὸν Κυβερνήτη – πόσοι τάφοι ἔγιναν εἰς Σπάρτη καὶ Μεσσηνία, εἰς Πόρον κι᾿ ἀλλοῦ καὶ ποῦ κατάντησε ἡ κυβέρνησή του; Ὕστερα πιάστη μὲ τοὺς Μαυρομιχαλαίγους. Σᾶς ἔλεγαν ἄνθρωποι γνωστικοὶ νὰ κλίνετε κ᾿ ἐσεῖς τὴν θέλησή σας, καθὼς συγκατάνευε κ᾿ ὁ Κυβερνήτης, ν᾿ ἀγαπηθῆ μ᾿ αὐτούς· δὲν στάθη τρόπος. Καὶ χάθη κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα διατιμήθη.

Σκοτώνοντας ὁ Κυβερνήτης, πόσοι ἄνθρωποι χάθηκαν εἰς τ᾿ Ἄργος ἐξ αἰτίας σας καὶ πόσοι σὲ ὅλο τὸ διάστημα ὁποῦ γυρίσαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι; Εἰς τ᾿ Ἄργος ὕστερα γύρευε ἡ συντροφιά σας νὰ χτυπήσουν τοὺς Γάλλους – στρατέματα τῆς Συμμαχίας! Αὐτεῖνοι μὲ δύναμη καὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα κ᾿ ἐμεῖς μὲ χωρὶς φουσέκια ἠθέλαμεν νὰ τοὺς σκοτώσουμεν! Κι᾿ ἀναντιώθηκα ἐγὼ ἐκεῖ καὶ κιντύνεψα· καὶ κρυφίως ἔφυγα· καὶ ὕστερα εἰς τὸ κονάκι τοῦ Χατζηχρήστου ἦρθαν ὁ Κριτζώτης, ὁ Νότης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ μίλησα ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν καὶ ρίχτηκαν ἀπάνου εἰς τοὺς ἀρχηγούς τους, ὁποῦ ‘χᾶν ὁρκιστῆ νὰ βαρέσουν τοὺς Γάλλους νὰ τραβηχτοῦν αὐτεῖνοι. Δὲν ἦρθαν οἱ φίλοι σας μόνοι τους εἰς τὸ Κιόσκι τοῦ Ἀναπλιοῦ κι᾿ Ἀγροκήπιον; Κ᾿ ἐγὼ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ ‘σύχασα τοὺς γκενεραλαίγους τοὺς Γάλλους, ὁποῦ ῾ρεθίστηκαν κ᾿ ἔλεγαν ὅτ᾿ εἶναι γενικὸν κίνημα καὶ ἦταν ἀναντίον γενικῶς τῆς πατρίδας. Κι᾿ ὡς ἀδύνατοι οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι᾿ ὁ Τζαβέλας καὶ οἱ ἄλλοι φύγαν ὀπίσου εὐτύς, ἀφοῦ μάθαν ὅτι δὲν ἔχουν ἄλλους συντρόφους· κ᾿ ἔμεινε αὐτὸ διὰ τὴν ὥρα. Καὶ ὕστερα ὁ Τζόκρης, ὁ Κριτζώτης κι᾿ ἄλλοι θέλησαν νὰ κάμουν αὐτείνη τὴν γενναιότητα εἰς τ᾿ Ἄργος ἀναντίον τῶν Γάλλων καὶ πιάστη τὸ ντουφέκι. Δὲν σκοτώθηκαν περίτου ἀπὸ τρακόσοι ἄντρες κι᾿ ἀθώα γυναικόπαιδα; Καὶ γύρεψα τὴν ἄδεια ἐσᾶς τῶν κυβερνήτων καὶ ἦρθε κι᾿ ὁ Ρουᾶν, ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας, καὶ σᾶς εἶπε νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὴν αὐγὴ νὰ πάγω νὰ μιλήσω μὲ τοὺς γκενεραλαίους, ὁποῦ εἶχα εἰς τὴν φιλίαν τους, διὰ νὰ σβέση αὐτὸ τὸ κακόν, νὰ μὴν πάθη τόσος ἀθῶος κόσμος, καὶ δὲν θελήσετε – μόνον ὁ Κωλέτης ἦταν σύνφωνος μὲ τὴν γνώμη μου – καὶ τὸ δειλινὸ μ᾿ ἀφήσετε καὶ πῆγα, ὁποῦ ‘χὲ τελειώση τὸ κακόν· καὶ μιλήσαμεν τῶν γκενεραλαίγων κι᾿ ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν ἐγώ, ὁ Μῆτρο Ντεληγιώργης, ὁ Δανίλης Πανᾶς, ὁποῦ μᾶς στείλετε ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ πληρεξούσιοι κι᾿ ὅλοι οἱ πολίτες νὰ εἰποῦμεν τὴν μεγάλη λύπη ὁποῦ δοκιμάσετε ἀκούγοντας αὐτὸ τὸ δυστύχημα. Καὶ τοὺς καταπραγύναμεν καὶ σήκωσαν τὴν ἀγανάχτησίν τους, ὁποῦ ῾χαν γενικῶς εἰς τὸ Ἔθνος.

Πόσοι τάφοι ἄνοιξαν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ πῆγε ὁ Γρίβας καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι καὶ ποῦ τοὺς κατοίκισαν; Ἤμουν κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸν Ντεληγιώργη, μὲ τὸ σῶμα μας, πρωτύτερα ἐκεῖ – πῆγα καὶ μάζωξα τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὰ σπήλαια καὶ τοὺς ἤφερα καὶ κάναν τὸ ἐμπόριόν τους, ὁποῦ ἦταν τόσα ἀσκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τοὺς τίναζα μέσα εἰς τὸ παζάρι; Καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ἡσυχίαν καὶ τάξη οὔτε τοὺς μιστούς μας ὁλουνῶν ἐμᾶς δὲν μᾶς δώσετε! Δὲν πληρώσετε τὸν Ζέρβα κι᾿ ἀλλουνοὺς καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιούς του Ἔθνους εἰς τὴν Πρόνοια; Δὲν ἀφανίστη ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖ; Δὲν κόβαν τὸ νερὸ σήμερα ὁ ἕνας κι᾿ αὔριον ὁ ἄλλος καὶ πλερώνονταν καὶ τ᾿ ἄφιναν, ὁποῦ θὰ σκάζαμεν ὅλοι μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι; Τί ἔπαθε τὸ Μισολόγγι καὶ τ᾿ Ἀντελικὸ ἀπὸ τοὺς Γριβαίους; Τὸ ‘πάθε χερότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Ὅταν ἦρθε ὁ Βασιλέας, ποιὸς τοὺς ῾ρέθιζε τοὺς ἀγωνιστᾶς; Ἡ ἀφεντειά σας οἱ μεγάλοι πολιτικοί. Καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι. Καὶ τόσοι ἄλλοι χάθηκαν εἰς τὴν Πελοπόννησο, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Κρίτζαλης κι᾿ ἄλλοι, καὶ εἰς τὴν Σπάρτη κι᾿ ἀλλοῦ. Καὶ τόσοι εἰς τὰ τριάντα ἕξι, ὁποῦ χάθη τὸ ἄνθος τοῦ Ἔθνους. Καὶ τόσους ὁποῦ ἔκοψε ἡ τζελατίνα καὶ τόσοι ὁποῦ πέθαναν εἰς τῆς φυλακές. Καὶ τόσοι εἰς τῆς διάφορες ἐκλογὲς ἐσᾶς τῶν Ἐκλαμπρότατων πολιτικῶ μας. Σᾶς ἐρωτῶ, ἐσᾶς τοὺς Ἐκλαμπρότατους καὶ μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ἑλλάδος ἀρχὴ καὶ τέλος· ἂν ἤρθετε ἀπὸ καλωσύνη σας νὰ μᾶς φωτίσετε, νὰ μᾶς λευτερώσετε, διατὶ νὰ χυθοῦν αὐτὰ τὰ αἵματα ὁποῦ χύθηκαν καὶ ἡ πατρίδα νὰ εἶναι εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εἶναι ὡς τὴν σήμερον, καὶ νὰ γένη αὐτείνη ἡ δυστυχία γενικῶς εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους; Καὶ νὰ θέλουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ροῦσσοι, οἱ Ἀουστριακοὶ ἢ ἄλλο κράτος νὰ μᾶς κυβερνήσουν μὲ τὸ μέσον τὸ δικόν σας;

Ἡ ἀφεντειά σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, ἦστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἔχτοι κι᾿ ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ πράματα τῆς πατρίδας· ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιέταν τὸ δυστυχισμένο, τὸ ἀθῶον Ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ μπερμπάντες παντοῦ; Πότε συβουλέψετε τὸ στρατιωτικὸν πατριωτικῶς, κι᾿ αὐτὸ ἐβῆκε ἀπὸ τὰ καθήκοντά του καὶ δὲν σᾶς ἄκουσε; Μεγαλύτερον εἴχαμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον τὸν Κολοκοτρώνη· ὅπως τοῦ λέγετε ἔτζι ἔκανε· «πολέμα ὑπὲρ τῆς πατρίδος», πολέμαγε· «κάνε ἐφύλιους πολέμους», ἔκανε. Ἦταν ὁ Δυσσέας εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα· ἀπὸ τίνος συβουλῆ ἐπέταξε τὸ ντουφέκι κ᾿ ἔβαλε τὸ καλαμάρι κ᾿ ἔγινε πολιτικὸς καὶ φατριαστὴς ὁ στρατιωτικός; Ἀπὸ δική σας. Ἔστειλε ὁ κύριος Κωλέτης εἰς τὸν Δυσσέα τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν γενναῖον καὶ τίμιον Παλάσκα. Ὁ Δυσσέας τοὺς σκότωσε, ἀλλὰ ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ τοὺς ἔστειλε – ἢ ἐκεῖνοι σκότωσαν τὸν Δυσσέα, ἢ ὁ Δυσσέας αὐτούς, ὄφελος τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς τοῦ ἦταν. ‘Υστερα σκότωσε καὶ τὸν Δυσσέα.

Εἶπα τὰ πατρικά σας αἰστήματα καὶ τὸν πατριωτισμὸν ὁποῦ δείξετε ὅλοι σας, ὁποῦ κοπιάσετε νὰ μᾶς λευτερώσετε. Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ ἀγῶνες σας. Εἴχαμεν τόσα σπίτια σημαντικὰ καὶ εἰς τὴν Ρούμελη καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ νησιά, ὁποῦ πραματικῶς θυσιάσαν διὰ τὴν πατρίδα. Ποῦ εἶναι τώρα; Χάθηκαν τὰ περισσότερα. Τὰ παιδιά μας καὶ πολλοὶ ὁποῦ ζοῦνε ἀπὸ αὐτοὺς στραβώνουν μυῖγες μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῆς ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν ἀπόξω ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοὶ ἀρχηγοί, τόσοι νοικοκυραῖοι – τὰ παιδιά τους κι᾿ ὅσοι ζοῦνε λένε «ψωμάκι» οἱ περισσότεροι, καὶ πούν᾿ τό; Ἐσάς σας τιμήσαμεν, σᾶς δοξάσαμεν, σᾶς κάμαμεν Ἐκλαμπρότατους, ἀντιπρόσωπους εἰς τὰ δυνατὰ ἔθνη. Καὶ πληρώνεστε χοντροὺς μιστούς. Ὅτι σας κάμαμεν σημαντικοὺς καὶ βέβαια θέλετε καὶ καλοὺς μιστοὺς νὰ ζήσετε. Ἐνῶ ἐμεῖς καὶ πρῶτα καὶ τώρα ζοῦμεν ὅπως μπορέσωμεν – ὅμως οἱ Ἐκλαμπρότητές σας δὲν θέλομεν νὰ κακοπορέψετε· κι᾿ ἄν σας ἰδοῦμεν δυστυχεῖς λυπώμαστε κ᾿ εὐτὺς θαν᾿ ἀναπάψωμε τὰ δεινά σας. Κι᾿ ὡς τίμιοι ἄνθρωποι αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωμεν διὰ ν᾿ ἀναστήσωμεν στύλους εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπὸ ἀνθρώπους ἄξιους νὰ τὴν βοηθοῦν, καθὼς κάνουν ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐμεῖς αὐτὸ ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ ἀκολουθοῦμεν εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σας· ἡ Ἐκλαμπρότη σας τί κάμετε ῾σ ἐμᾶς;

Ὅταν θὰ ῾ρχονταν ὁ Βασιλέας ἀπὸ τὴν Μπαυαρία, δὲν ἔπρεπε, ἂν ἤσασταν καλοὶ ποιμένες, νὰ συναχτῆτε ὅλοι ἐσεῖς, ὁποῦ μας κυβερνάγετε, καὶ νὰ συνάξετε κι᾿ ἄλλους προκρίτους, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε· «Ὅ,τι διχόνοιαν ἔχομεν ἀναμεταξύ μας τὸ ῾να τὸ κόμμα μὲ τ᾿ ἄλλο (ὁποῦ ἡ καλωσύνη σας μᾶς κάμετε κόμματα· καὶ νὰ εἰπῆτε), τώρα ἔρχεται διαδοχικὸς βασιλέας καὶ πρέπει νὰ μονοιάσουμεν ἀναμεταξύ μας, νὰ μᾶς εὕρῃ μονοιασμένους, νὰ μᾶς εὕρῃ ἔθνος κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας καὶ τοιούτως νὰ μᾶς διατηρήση καὶ μὲ τοιούτους νόμους νὰ μᾶς κυβερνήση». Καὶ νὰ εἰπῆτε ὁλουνῶν τῶν ὀπλαρχηγών· «Νὰ πάρετε τ᾿ ἀσκέρια σας καὶ νὰ τοποθετηθῆτε ῾σ ἐκεῖνο, ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος· καὶ νὰ παίρνετε τὸ ψωμί σας καὶ ν᾿ ἀφήσετε ἥσυχούς τους πολίτες νὰ κάνουν τὸ ἔργον τους, νὰ εἴμαστε ὅλοι καθεὶς εἰς τὴν θέσιν του ὦσο ὁποῦ νὰ ῾ρθῇ ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία νὰ μᾶς εὕρῃ τοιούτους. Καὶ θὰ τοὺς μιλήσουμεν διὰ τὰ δίκια γενικῶς καὶ πολίτων καὶ στρατιωτικῶν». Ἂν κάνετε αὐτό, ποιὸς θ᾿ ἀντίτεινε, Ἐκλαμπρότατοι; Ἐσεῖς νὰ συστηθῆτε! Κι᾿ ἀποδείξατε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία τί θερία ἤσασταν κι᾿ ὅτι ἡ ἀρετή σας καὶ τὰ πλούτη σας βάστηξαν αὐτὸ ὁποῦ ἔγινε βασίλειον. Βάλετε τὸν ὑπουργὸν Ζωγράφο τῶν Στρατιωτικῶν τότε κ᾿ ἔφκειασε μίαν προκήρυξη κ᾿ ἔλεγε ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ κάτου ὡς τὸν μικρότερον στρατιωτικὸν εἶναι ὅλοι λησταὶ καὶ μπερμπάντες. Δὲν ἐβάλετε κι᾿ αὐτὸ εἰς τὴν προκήρυξη· ὅ,τι ἔκανε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ ποιῶν σκέδια ἦταν; Ἦταν τοῦ Μεταξά, ἦταν τοῦ Ζαΐμη, τοῦ Ντεληγιάννη κι᾿ ἀλλουνῶν. Ὅ,τι ἔκαναν οἱ ναυτικοὶ ἦταν τῶν ἀνωτέρων τους πολιτικών· ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἄλλοι ἦταν τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου. Κι᾿ ὅ,τι λάφυρα ἔκανε τὸ ῾να τὸ κόμμα καὶ σκοτωμοὺς τοῦ ἀλλουνοῦ τοῦ ἀδύνατου, τὰ ῾κάνε κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ κόμματος γύμνωνε τοὺς κατοίκους. Κι᾿ ὅποιος δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούση τὴν συβουλή σας καὶ τὴν διαταγή σας, Ἐκλαμπρότατοι, καὶ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ λυπάταν τοὺς ὁμογενεῖς του, τοὺς συναγωνιστᾶς τοῦ τοὺς κατοίκους καὶ δὲν εἶχε αὐτείνη τὴν ψυχὴ νὰ τοὺς γυμνώση καὶ νὰ τοὺς πάρη τὴν χαψιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους, νὰ πεθάνουν αὐτεῖνοι καὶ ἡ φαμελιά τους, αὐτὸν δὲν τὸν λέγετε τίμιον τὸν τοιοῦτον, ἀλλὰ τὸν λέγετε ἀνάξιον καὶ ἄναντρον.

Ἡ ἀφεντιά σου ὁ ἴδιος, κύριε Μεταξά, μᾶς εἶπες αὐτὸ τοῦ Μήτρου Ντεληγιώργη κ᾿ ἐμένα ὅταν σας δείξαμεν τὰ εὐκαριστήρια τοῦ Ἐπιθεωρητῆ εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἡ δική μας ἡ διαγωὴ ἔδωσε παράδειμα καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ σώματα, ὁποῦ ῾ταν τόσα σὲ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ εἰς τὴν πολιτεία· κι᾿ ἀφοῦ ὡς μέλη τῆς Κυβερνήσεώς σου εἴπαμεν διὰ τὴν μεγάλην εὐταξίαν τῶν ἀνθρώπω μας, ὁποῦ τοὺς ξεποδαριάζαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ προφυλάγαμεν τοὺς κατοίκους χώρα καὶ χωριά, καὶ σοῦ εἴπαμεν αὐτὸ διὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ εὐκολύνετε τοὺς πενήντα φοίνικες, ὁποῦ ἀποφασίστηκαν γενικῶς σὲ ὅλα τὰ σώματα εἰς τὸν κάθε ἄνθρωπον, καὶ νὰ μᾶς στείλετε κ᾿ ἐμᾶς σὲ μίαν ἐπαρχίαν, ἡ ἀπάντησή σου ποιὰ ἦταν; Ὅτ᾿ ἤμασταν ἀνάξιοι καὶ δὲν γυμνώσαμεν κ᾿ ἐμεῖς καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι! Μ᾿ ἐφτακόσιους τόσους ἀνθρώπους δὲν ἦταν ἀξιότη, ἦταν ἀναξιότη! Καὶ δὲν μᾶς δώσετε ἐμᾶς τῶν ἀνάξιων ὅ,τι ἐδώσετε εἰς τοὺς φίλους σας. Μᾶς στείλετε εἰς τὸ Μυστρά· κ᾿ ἔστειλε κι᾿ ὁ κύριος Μαυροκορδάτος τὸν Κοντογιάννη ἐκεῖ, κ᾿ ἐμᾶς μας παράγγειλε θὰ μᾶς πλερώση ἀπὸ ἄλλο μέρος, ὡς ὑπουργὸς τότε τῆς Οἰκονομίας. Ὅταν τοῦ ζητήσαμεν, μᾶς εἶπε σώθηκαν ὅλα· καὶ πλερώσαμεν ἐξ ἰδίων μας τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ Ντεληγιώργη τοῦ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὰ λάβη ἀπὸ τὸ Μισολόγγι κ᾿ ἐμένα μου δόθηκαν ὑποθήκη οἱ Μύλοι τοῦ Γράδου ν᾿ ἀποπλερωθῶ ἀπὸ ἐκεῖ· κι᾿ ὡς τὴν σήμερον δὲν ἔλαβα τίποτας ὄξω ἀπὸ τέσσερες χιλιάδες δραχμὲς ὁποῦ ἔλαβα ὅταν μπῆκε ὁ Μαυροκορδᾶτος πρωτοϋπουργὸς καὶ ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας παύοντας ἡ Συνέλεψη. Καὶ τότε δι᾿ αὐτὸ ἔβαλες τὸν τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξᾶ, καὶ ξιστόριζε τῆς κατάχρησες τοῦ Μαυροκορδάτου. Ὅταν ἔπαψε αὐτὸς καὶ μπῆκε ὁ Κωλέτης καὶ ἡ Ἐκλαμπρότη σου εἰς τὴν Οἰκονομίαν, ἔλεγε ὁ ἀγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ὅτ᾿ ἤμασταν ῾γγισμένοι· «Ἀφάνισε τὸ ταμεῖον καὶ ὁ Μακρυγιάννης». Καὶ σᾶς ἔκαμα τὴν ἀπάντησιν εἰς τὸν τύπον πὼς ἦταν αὐτὲς καὶ ποὺ τῆς ἔδωσα – σὲ χρέος τῆς Μεταβολής· κ᾿ ἔβαλα ἐξ ἰδίων μου κι᾿ ἄλλες χίλιες πεντακόσες καὶ πλέρωσα. Ὅτ᾿ ἡ Ἐκλαμπρότη σου μόνον εἴκοσι πέντε δραχμὲς θυσίασες εἰς αὐτείνη τὴν μεταβολή, κι᾿ ὅσοι ἄνθρωποι ἀγωνίζοντάν σου ἔλεγα νὰ τοὺς βάλης νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμὶ καὶ μὲ τὰ «σήμερα, ταχιά» – ἐνταυτῶ ἐγὼ τοὺς ζωοτρόφιζα.1

Ἡ προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου ἦταν ὅτι ὁ Βασιλέας κι᾿ ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ ἰδοῦνε ὅτι ὅλος ὁ ἀγώνας καὶ οἱ θυσίες ἔγιναν ἀπό σας τοὺς πολιτικούς, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι θερία. Κι᾿ ἀπὸ τὸν ζῆλο σας τὸν μεγάλο πρὸς τὴν πατρίδα ὑποφέρνεταν αὐτὰ τὰ θερία ὦσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν αὐτοὶ ὡς λησταὶ καὶ οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ὡς σωτῆρες ν᾿ ἀνταμειφτῆτε. Καὶ διὰ νὰ δυναμώσετε τὴν προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου τί κάμετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς; Πόσον ῾ρεθισμόν ἀναντίον τοῦ Βασιλέως καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας! ῾Ρεθίσετε τὰ στρατέματα, ὁποῦ ἦταν χωρὶς ἀξιωματικοὺς εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἰς τὰ χωριά, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξετε κι᾿ ὄντως θερία κατὰ τὴν προκήρυξή σας. Καὶ ἦρθαν τὰ στρατέματα ὡς ἀπόξω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ τότε οἱ Μπαβαρέζοι μὲ τὸ ταχτικόν τους ἔστειλαν εἰς τοὺς Τούρκους ξυπόλυτους καὶ γυμνούς· καὶ βάλαν Τοῦρκον ἀρχηγόν· καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι διὰ νὰ στερεωθοῦν τὰ γραφόμενα τῆς προκήρυξής σας.

Οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ἤσασταν ἅγιοι εἰς τὸν Ἀγώνα καὶ λευτερώσετε τὴν πατρίδα, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι λησταὶ καὶ θερία ἀνήμερα! Καὶ πῶς ὑποφέρετε μ᾿ αὐτούς; Ἦταν τὰ πατριωτικά σας αἰστήματα καὶ οἱ γενναῖες σας θυσίες πρὸς ὄφελον αὐτῆς τῆς πατρίδας! Αὐτὸ ἐφάνη κι᾿ ἀπὸ τὸν διορισμὸν εἰς τὰ τάματα τῶν συντρόφωνέ σας. Καὶ πῆγα κ᾿ ἔβαλα μὲ δάκρυα εἰς τὸν Ἀϊντὲκ αὐτὰ ὑπόψει του καὶ σὲ τί θὰ καταντήσωμεν ὅταν ἀδικῆται τὸ δίκιον. Καὶ τὰ χάλασε ὅλα αὐτά. Μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέως, ὅταν παρουσιάστηκα. Καὶ μπῆκε σὲ συμπάθειον ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Τότε μὲ βάλετε ῾στὴν ὀργὴ τῆς Ἀντιβασιλείας. Τότε ἔφυγα καὶ ἦρθα ἐδὼ· καὶ ἦρθε κι᾿ ὁ Ψύλλας καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια ὡς ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτ᾿ ἤμαστε ὅλοι λησταί. Τότε ἐστείλετε ἄνθρωπον νὰ μὲ ῾ρεθίση καὶ τὸν πλάκωσα μὲ τὸ δαυλί. Κι᾿ ὁ Κωλέτης μό ῾στειλε τὸν Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Κ᾿ ἔπαθαν τόσοι ἀγωνισταί. Καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὴν τζελατίνα κι᾿ ἀπὸ τὸ ντουφέκι. Ἀπὸ αὐτόν σας τὸν πατριωτισμὸν καὶ θυσίες μπήκετε σὲ σημαντικὲς θέσες, γίνετε πρέσβες μὲ χοντροὺς μιστοὺς καὶ μὲ πλῆθος σταυρούς. Ὅποτέ σας λένε οἱ ξένοι σας φίλοι ντύνεστε τὸ πουκάμισο τῆς ἀρετής· κλαῖτε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἀγωνιστᾶς καθὼς κλαίγει ἡ φώκια τὸν πνιμένον – εἶναι τὰ δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τὸν πνιμένον καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει.

Εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ δυὸ χιλιάδες ἱππικό του Κιουτάγια καὶ μὲ πλῆθος πεζικὸν σκοτώθηκαν Ἕλληνες ἑφτακόσοι ἢ ὀχτακόσοι· σὲ μιὰ ἐκλογὴ τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ Σπάρτη οἱ σκοτωμοὶ πέρασαν αὐτὸν τὸν ἀριθμόν. Καὶ οἱ κάτοικοι καταφανίστηκαν κι᾿ ἀπὸ κατάστασιν κι᾿ ἀπὸ ζωντανὰ κι᾿ ἀπὸ δενδροφυτεῖες. Ασε τοῦ Κωλέτη – οὔτε γράφονται, οὔτε θέλουν γραφτοῦνε οἱ προκοπές του. Ὅμως αὐτὸς δικαιολογέται, ὅτι ἡ ἐδική σου ἡ συντροφιά, κύριε Μαυροκορδᾶτε, ἄνοιξε αὐτείνη τὴν στράτα. Καὶ πόσοι χάθηκαν καὶ χάνονται ὡς τὴν σήμερον καὶ πόσοι θὰ χαθοῦμεν ἀκόμα κ᾿ ἐμεῖς δὲν ξέρομεν. Ὅτι τὰ φῶτα κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς φαίνεται ὡς τὴν σήμερον ὁλουνῶν.

Δείξατε τί πατριωτισμὸν καὶ τί ἐθνικὰ φρονήματα εἴχετε κ᾿ ἐσεῖς καὶ οἱ συντρόφοι σας, οἱ ρήτορές σας οἱ φιλελεύτεροι, οἱ φόρτζα Σεπτεβριανοὶ καὶ Συνταματικοί, ὁποῦ ἄφριζαν εἰς τὸ βῆμα κ᾿ ἐνθουσιάζαν γενικῶς τοὺς Ἕλληνες – μὲ λόγια παχιὰ καὶ μ᾿ ἀσκιὰ μ᾿ ἀγέρα. Τώρα αὐτεῖνοι οἱ ρήτορες, οἱ φιλελεύτεροι, εἶναι ὅλοι σήμερον βουλευταὶ μ᾿ ἔλεος τῆς Αὐλῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν. Τί κάνουν σήμερα αὐτεῖνοι; Ὅ,τι κάμετε κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἀρχηγοί τους. Ἤσασταν πρῶτα φιλελεύτεροι; Εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦτο, ὁποῦ ῾ναι ὁ Χρηστίδης ὑπουργός, ὁποῦ ῾ναι ὁ Γιωργαντᾶς ὁ γνωστός, ὁποῦ ῾ναι τέλος πάντων τὸ χτεσινὸ παιδὶ ὁ Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, ἀρνηθήκετε ὅλα ὅσα κάμετε· ὅσα εἴπετέ σας βάλαν καὶ τὰ γλύψετε σὰ νὰ μὴν τὰ εἴπετε, καὶ τότε κάμαν ἔλεος καὶ σᾶς βγάλαν βουλευτάς· καὶ λάβετε τὴν διαταγὴ κι᾿ ὁδηγίες τοῦ Ντεληγιάννη καὶ πᾶτε πρέσβες οἱ Ἐκλαμπρότητές σας. Καὶ οἱ ρήτορές σας ρητορεύουν εἰς τὸ βῆμα κι᾿ ὅ,τι νομοσκέδια δίνουν οἱ ὑπουργοί, «σοί, Κύριε». Τέτοιοι εἶστε ἐσεῖς, τέτοιοι εἶναι κ᾿ οἱ ὀπαδοί σας. Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε εἰς τὴν πατρίδα ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς κάτι ἤσασταν· κ᾿ εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸν Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ «Γκρανσινιόρη». Ὅσο ἔλεπαν τὸ τζαμὶ εἰς τὴν Βγιέννα σκιάζονταν κ᾿ ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγη καὶ παραμέσα καὶ φκειάση κι᾿ ἄλλα τζαμιά. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβον κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρον. Κι᾿ ὅταν βήκαν μιὰ χούφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίση τζαμιά, ὅτι θὰ πέσουν κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ δι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξη μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς ὁποῦ δὲν ἀφήσετε κανένα κουσούρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ὁποῦ εἴμαστε.

Ἐγὼ εἶμαι στενός τους φίλος, αὐτὸ τοὺς εἶναι γνωστόν. Τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔχω καὶ κουμπάρο καὶ σύντροφο σὲ μίαν μεταβολή, τὸν Κωλέτη κουμπάρο, τὸ Μαυροκορδάτο τὸ ἴδιον – στενὸς φίλος ἀπὸ ἐξαρχῆς μ᾿ ὅλους. Δὲν τοὺς τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ὀχτρός. Ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπραξαν γράφω. Καὶ λέγω εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς φίλους τους· ἂν φανταστοῦν ὅτι γράφω παραμικρὸν ψέμα, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ τὸ ἀναιρέσουνε καὶ νὰ εἰποῦνε κ᾿ ἐγὼ ὅ,τι ἔκαμα. Μπορῶ ὡς ἄνθρωπος, κι᾿ ἀγράμματος κι᾿ ἁπλός, νὰ ῾καμα περισσότερα, καὶ δὲν τὸ αἰστάνομαι ἢ δὲν μπορῶ νὰ δικάσω τοῦ λόγου μου μόνος μου. Κάθε ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτὸ τοῦ κάνει τὸν συνήγορον, ἀλλὰ ἄλλες παρατήρησες θὰ κάμη ἡ κατηγορία. Οἱ ἀναγνῶστες τηρᾶτε καὶ τοὺς τύπους ἀρχὴ καὶ τέλος, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾ναι καὶ φίλοι τους κι᾿ ἄλλα λένε κι᾿ ἄλλα κρύβουν· ὅτι ἔχουν τὴν φιλίαν τους καὶ τὴν ἀνάγκη τους, ὅτι εἶναι πάντοτες σημαντικοὶ ἄνθρωποι καὶ μπαίνουν σὲ σημαντικὲς θέσες. Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἰδιώτης καὶ κηπουργὸς κ᾿ ἔγραψα αὐτὰ χωρὶς πάθος διὰ νὰ φαίνωνται, νὰ μὴν κατηγοριέται ἡ πατρίδα. Ἐσεῖς λοιπόν, ἀναγνῶστες, κι᾿ ὅλοι οἱ πατριῶτες, ὁποῦ θὰ ζήσετε ἐδῶ, νὰ γένετε προσεχτικοὶ κριταὶ καὶ νὰ κρίνετε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα.

Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερον εἰς τὰ χέρια τους, ὅσοι μας κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τὸ ῾χουν σὲ δόξα, τὸ ῾χουν σὲ τιμή, τὸ ῾χουν σὲ ἰκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπῆς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ εἰς τὴν πατρίδα.2 Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοί της κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας.

Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγὼ μοναχός, τὰ λέγει ὅλο τὸ κοινὸ καὶ οἱ ῾φημερίδες. Κι᾿ ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγη τὸ δίκιον. Διὰ ῾κεῖνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω· ἤμουν φτωχὸς κ᾿ ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι᾿ ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος, ὁποῦ μας χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ σὲ τούτην τὴν κοινωνίαν ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα μου. Κι᾿ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμη νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ᾿ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα – ἕνα πράμα μόνον μὲ παρακίνησε κ᾿ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι᾿ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγὼ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι᾿ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἰκανότη.3
ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Καὶ τὸν μιστόν, τὸ τρίτο, μοῦ ῾κοψε ὁ φίλος μου Ρόδιος· καὶ κάνα παιδὶ τῶν ἀγωνιστῶν δὲν πλερώνει εἰς τοὺς Εὐέλπιδες, ἐγὼ πλερώνω.

2. Λένε τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Κορφιωτάκη· «Ὁ ἀδερφός σου ἔφαγε τόσα ἐθνικὰ ὑποστατικὰ καὶ χρήματα τοῦ Ἔθνους· διατί νὰ δώση τῆς χήρας τώρα τὸ Ἔθνος καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα; – Ἦταν ἄξιος καὶ τὰ πῆρε ὅλα αὐτά, λέγει, κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀξιότη τοῦ αὐτείνη τὸν ἔβαλε κι᾿ ὁ Βασιλέας δυὸ βολὲς ὑπουργόν, μίαν εἰς τὴν Οἰκονομίαν (καὶ διόρθωσε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ εἶχε κάμη καὶ πῆρε κι᾿ ἄλλα) – τώρα δι᾿ αὐτὰ πλερῶστε καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα!» Κάνει τὸ νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὁ ὑπουργὸς ὁ τωρινός της Οἰκονομίας. Πουλεῖ κι᾿ αὐτὸς τὸ σμυρίδι ἕντεκα δραχμὲς τὸ καντάρι· τοῦ δίνουν δεκάξι· «Τό ῾δωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ὁ Μπάλμπης, ὁποῦ ἦταν ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, τὸν συναδερφόν του τὸν Γιωργαντᾶ Νοταρᾶ, ὑπουργὸν τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοῦ ζητεῖ τὰ ὅσα ἔχει κατακρατήση τοῦ Ἔθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι᾿ ἂν δὲν τὰ δώσης, τοῦ λέγει, δὲν συνεδριάζομεν μαζί· ἀπαρατιῶμαι». Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Εἶναι δεχτῆ ἡ ἀπαραίτησή σου». Κι᾿ ἀπαρατήθη. Κι᾿ ἄλλα κι᾿ ἄλλα πλῆθος τοιούτα.

3. Ἐπειδήτις ὁλοένα λέγω κατάχρησες, μὴ στοχάζεστε ὅτι ἔχω πάθος εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ψάξετε τὶς ῾φημερίδες, τηρᾶτε καὶ τὰ πραχτικὰ τῶν Βουλῶν, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾ναι τέτοιες Βουλὲς ὁποῦ ῾περασπίζονται τὴν κλεψιὰ καὶ ῾διοτέλεια καὶ πολεμοῦνε τὴν δικαιοσύνη· καὶ μ᾿ ὅλον αὐτὸ θὰ ἰδῆτε ἂν ἀληθινὰ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω. Εἶπα σὲ πολλὰ μέρη, λέγω καὶ τώρα· ἐγὼ τὰ ῾γραψα αὐτὰ ὅλα κι᾿ ὅποιος ἀπ᾿ ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι᾿ ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψη κι᾿ ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν. Ὅμως δὲν ἔχει κανένας τὸ δικαίωμα νὰ γράψη οὔτε ὑπέρ μου, οὔτε κατὰ ἂν δὲν διαβάση πρῶτα ὅλο τοῦτο ἀρχὴ καὶ τέλος κι᾿ ὅλα μου τ᾿ ἀποδειχτικᾶ καὶ τὰ χαρτιά μου – καὶ τότε ἂς γράψη ὅ,τι ὁ Θεὸς τὸν φωτίση. Κι᾿ ὅταν τὰ διαβάση, τότε ἂς κάμη τὴν παρατήρησή του, ὄχι πρωτύτερα. Κ᾿ ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας.

Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 4

Δημοτικὴ ἐκλογὴ ἐν Ἀθήναις. - Σύστασις σώματος ἐθνοφυλάκων ὑπὸ τὸν Μακρυγιάννην. - Εἰσβολὴ τῶν ἐν Τουρκίᾳ προσφύγων ἀνταρτῶν εἰς Φθιώτιδα. - Καταδίωξις αὐτῶν. - Διάλυσις τοῦ σώματος τῶν ἐθνοφυλάκων. - Κακὴ κατάστασις τοῦ Κράτους. - Ἐξακολούθησις τῶν πατριωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μακρυγιάννη. - Μυστικὴ πρὸς τοῦτο ἕνωσις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Ἀλ. Μαυροκορδάτου καὶ Ἀ. Μεταξᾶ. - Διαίρεσις αὐτῶν. - Ματαίωσις τοῦ κινήματος. - Τὰ κατὰ Πατσίφικον. - Ὑπουργικὴ μεταβολή. - Ἀναχώρησις τοῦ Βασιλέως εἰς Βαυαρίαν. - Δημοτικαὶ καὶ βουλευτικαὶ ἐκλογαί. - Πολιτικὴ ἕνωσης Μαυροκορδάτου καὶ Μεταξᾶ διὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Διορισμὸς αὐτῶν ὡς πρεσβευτῶν. - Νόμος ἐν τῇ Βουλῇ περὶ ἀπονομῆς συντάξεως εἰς τὴν χήραν Κορφιωτάκη. - Ἀπόρριψις αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Γερουσίας.

Τὸ νέον ὑπουργεῖον ἔστειλε νὰ πάμεν νὰ παρουσιαστοῦμεν ἐγώ, ὁ Ζαχαρίτζας κι᾿ ὁ Βλάχος. Πήγαμεν. Μᾶς εἶπαν ὅτι τὸ κόμμα τῆς πεσμένης κυβερνήσεως εἰς τὴν πρωτεύουσα εἶναι ἀσυνείθητοι ἄνθρωποι καὶ νὰ δώσουμεν τὸν λόγον τῆς τιμῆς μας, ἂν θέλωμεν, νὰ ρωτήσουμεν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους μας, ἂν εἶναι σύνφωνοι, νὰ κάμωμεν νέαν ἐκλογὴ πρώτου παρέδρου, νὰ χρησιμέψη διὰ δήμαρχος. Ὅτι αὐτὸς ὁ δήμαρχος μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ ἀφάνισαν τὸν τόπον. Καὶ νὰ συνάξωμεν κ᾿ ἑκατὸ πολίτες ὡς ἐθνοφύλακας. Κι᾿ ἀρχηγὸς ῾σ αὐτοὺς νὰ εἶμαι ἐγώ. Ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ εἶπαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅτ᾿ εἶναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε ἡ Κυβέρνηση νὰ γένη ἡ ἐκλογή. Τὴν κερδέσαμεν ἐμεῖς. Ἔκαμα καὶ τοὺς ἑκατὸ ἐθνοφύλακας. Μὲ τὴν μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εἰς τὰ χρέη τους. Κόπηκαν οἱ κλεψὲς εἰς τὴν πρωτεύουσα κι᾿ ὅλες οἱ ἀταξίες. Φκαριστημένη ἡ Κυβέρνηση, τὸ Φρουραρχεῖο κι᾿ ὅλες οἱ ἀρχὲς κι᾿ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὴν ῾πηρεσία μας.
Μαθαίνομεν μπῆκαν εἰς τὸ Κράτος ὁ Παπακώστας, ὁ Βελέτζας, ὁ Μπαλατζός, οἱ Κοντογιανναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Τουρκιά. Μπῆκαν μὲ μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δὲν κάναν. Πῆγαν ἀναντίον τους μὲ μεγάλη δύναμη τῆς Κυβέρνησης ὁ Γαρδικιώτης κι᾿ ὁ Μαμούρης κι᾿ ἄλλοι ταχτικοὶ κι᾿ ἄταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ἡμέρες. Ἔπεσε ἡ διχόνοια ἀναμεταξὺ τοὺς τῶν ἀντάρτων καὶ πῆγαν πίσου εἰς τὴν Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο καὶ πληγώθηκαν. Κ᾿ ἔπαθαν οἱ ἐπαρχίες ἀπὸ τὰ βασιλικὰ στρατέματα, ὁποῦ ἀφανίστηκαν οἱ δυστυχισμένοι κάτοικοι. Καὶ οἱ χάψες τοῦ Κράτους ξαναγιόμωσαν ὀπίσου καὶ εἶναι γιομάτες ὡς τὴν σήμερον. Καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βασιλικῶν στρατεμάτων θησαύρισαν. Οἱ ῾φημερίδες ξιστορίζουν ὅλα αὐτὰ ἀρχὴ καὶ τέλος.
Ἀφοῦ διαλύθηκαν αὐτεῖνοι καὶ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους, τότε διαλεῖ ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐθνοφυλακῆς, τοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο νοικοκυραῖοι καὶ τίμιοι ἄνθρωποι. Διαλώντας αὐτεῖνοι, τὴν ἄλλη βραδειὰ κλέψαν ἕνα σπίτι καὶ πῆραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι᾿ ἄνοιξε πίσου τὸ συνειθισμένο ἐμπόριον τῆς κλεψᾶς. Ξέκλησαν καὶ τὴν ἐκλογή. Καὶ ἡ δημοτικὴ ἀρχὴ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τῆς ὡς ἀγαναχτισμένοι ἀπὸ αὐτὸ – ἄξηναν οἱ κατάχρησές τους. Ἡ Κυβέρνηση προσωρινῶς μετακόμισε τὰ πατριωτικὰ τῆς αἰστήματα εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους – ὁποῦ μας γύρεψε καὶ πήγαμεν ὁ Βλάχος, ὁ Ζαχαρίτζας κ᾿ ἐγὼ καὶ μᾶς εἶπεν ὅτι ἐπιθυμάγει νὰ γυρίση μὲ τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Στάθη ῾σ αὐτὸν τὸ νοῦ λίγον καιρὸν καὶ πάλε γύρισε εἰς τὸ στοιχεῖον της. Παίρνει τὸν Καλλεφουρνὰ ὑπουργὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ τῆς Παιδείας, ὅτι καὶ παιδεία μεγάλη ἔχει κ᾿ ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος εἶναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μὴ λυπεῖσαι ὅτι δὲν εἶχες ὡς τώρα σύντροφο εἰς τὴν παιδεία καὶ θὰ κιντύνευε ἡ Ἑλλὰς χωρὶς φῶτα – γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ᾿ ἔγινε τῆς Παιδείας ὑπουργός! Κ᾿ ἐσὺ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θὰ ἰδῆς δοξολογίαν ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς ἐκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνὰ Ἀθηναῖον!1 Ἄν μας ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήση εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη. Αὐτὰ λείπουν ἀπ᾿ ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Τῆς πρόσοδες τῆς πατρίδας τῆς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, σὲ ῾πηρεσίαν νὰ μποῦμεν, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. Ἀγοράζομεν πρόσοδες, τῆς τρῶμεν ὅλες. Χρωστοῦν εἰς τὸ Ταμεῖον δεκοχτῶ ῾κατομμύρια ὁ ἕνας κι᾿ ὁ ἄλλος· ὁ Μιχαλάκης Γιατρὸς πεντακόσες χιλιάδες, ὁ Τζοῦχλος τρακόσες, ὁ Γιωργάκης Νοταρᾶς τρακόσες πενήντα – ὅλο τέτοιγοι χρωστοῦνε αὐτά. Ὁ κεντρικὸς ταμίας ὁ Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν ἀπὸ τὸ ταμείον· κι᾿ ἀκόμα δὲν κυτάχτηκαν πόσα θὰ λείψουν ἀκόμα. Τὸ ἴδιο ντογάνες κι᾿ ἄλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τὰ πράματα καὶ τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νὰ κάνη τὰ χρέη τοῦ πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταὶ οἱ περισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν τοὺς δίνομεν ἀπὸ – κάνουν ἐπέβασιν εἰς τὰ πράματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμεν ἐμεῖς μ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνὸν ὁποῦ τρέχομεν νὰ τζακιστοῦμεν.
Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἀνακατωμὸς τῆς Εὐρώπης, ἔπρεπε νὰ εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς σὲ μίαν κατάστασιν νὰ βασταχτοῦμεν, νὰ μή μας πλακώση κάνας κίντυνος, ἢ καὶ ἂν εἶναι ἁρμόδιος καιρὸς καὶ κινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι δυνατοί, καὶ κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς – κι᾿ αὐτὰ χρειάζονται νά ῾χωμεν κι᾿ ὀλίγα μέσα, νὰ βασταχτῆ ἡ πειθαρχία, νὰ μὴν κινηθοῦμεν καὶ γυμνώσουμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς ἀτιμήσουμεν, καὶ τότε εἶναι χερότερα· ἀντὶς νὰ φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν καὶ τὰ μάτια. Εἶχα τὴν ἐταιρίαν, τὴν ἐνέργαγα μυστικῶς κ᾿ ἔστελνα παντοῦ χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν οἱ μεγάλοι· ὅτι μὲ κιντύνεψαν ὅλοι ποιὸς ὀλίγο, ποιὸς πολύ. Εἶδα ὅτι εἰς αὐτείνη τὴν περίστασιν δὲν μπορῶ μόνος μου νὰ κάμω τίποτας· συλλογίστηκα νὰ βάλω καὶ τὸν Μεταξᾶ καὶ τὸν Μαυροκορδάτο. Πῆγα τοὺς ἀντάμωσα, τοὺς εἴπα· «Νὰ μοῦ δώσετε τὸν λόγον τῆς τιμῆς σας – κάτι θὰ σᾶς εἰπῶ». Ὑποσκέθηκαν. Τότε τοὺς ξηγήθηκα ὅλα. Τοὺς εἶπα καὶ τὰ ἔνγραφα ὁποῦ ἔχω· τοὺς τὰ ῾δειξα, ὅμως νὰ μὴν τὰ διαβάσουν καὶ ἰδοῦνε τὰ ἄτομα· καὶ εἶμαι ὁρκισμένος εἰς αὐτὸ νὰ τά ῾χω μυστικά. Κι᾿ ὅταν εἶναι καιρός, στέλνουν ἀπὸ ῾ναν ἄνθρωπον κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ συσταίνομεν μίαν ῾πιτροπή. Ἔκαμα κ᾿ ἕναν ὅρκον νὰ καταγράφωνται οἱ ἄνθρωποι ὅ,τι μπορῆ ὁ καθένας. Τοὺς εἶπα, ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγροικιῶνται ἔξω μὲ τοὺς ὁμογενεῖς μας κ᾿ ἐγὼ νά ῾χω τὸν ὀργανισμὸν τοῦ Κράτους. Ἔγραψα ἕξι χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα ἐγὼ διὰ νὰ ἐλκύζωνται οἱ ἄνθρωποι. Τοὺς εἶπα χρειάζονται ἔξοδα, ὁποῦ θ᾿ ἀγροικιώμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἔξω καὶ μέσα εἰς τὸ Κράτος. Μὲ χωρὶς ἔξοδα δουλειὰ δὲν γένεται. Μοῦ λένε· «Δὲν ἔχομεν ἐμεῖς. – Πουλῶ, τοὺς λέγω, ἕνα σπίτι ὁποῦ ῾χω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κάμωμεν τὴν δουλειά μας, μὲ τὴν συνφωνίαν ὅσοι γράφουν χρήματα – λεπτὸ δὲν ἔχει νὰ πιάση κανένας μας εἰς τὸ χέρι· ὅταν εἶναι καιρός, νὰ γένη μία ῾πιτροπή νὰ ξοδιάζη. Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι θὰ κάνω, θὰ σᾶς ρωτῶ κ᾿ ἐσεῖς θὰ μὲ ρωτᾶτε». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Καὶ σὲ ἄλλην ἐταιρίαν νὰ μὴν ἔμπωμεν, ἀλλὰ νά ῾χωμεν τὴν δική μας. Μοναχὰ νὰ ξέρωμεν τί κάνουν οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν κάμουν κανένα ἄγουρο κίνημα – νὰ τοὺς ἀποκόβωμεν, νὰ μὴν πάθη ἡ πατρίδα ἀπὸ τῆς ἀνοησίες μας.2
Μείναμεν σύνφωνοι σὲ ὅλα αὐτά. Τὸ σπίτι μου, ὁποῦ εἶχα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἄξιζε τριάντα χιλιάδες δραχμές· τὸ πουλῶ πέντε κι᾿ ὀχτακόσες. Ἔστειλα ἀνθρώπους ἐκ νέου παντοῦ κι᾿ ὀργάνισα ὅλο τὸ Κράτος. Ὅ,τι ἔκανα τοὺς τὸ ῾λεγα, ὅμως τὸν ὅρκον μὲ τῆς ὑπογραφὲς τὸν βάσταγα καὶ τὸν βαστῶ ἐγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Τοῦ Γαρδικιώτη κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς ἔλεγα ἄλλα, ὄχι ὅμως ν᾿ ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους, μόνον νὰ μὴν προδινώμαστε· κι᾿ ἂν δώση ὁ Θεὸς κάνα καλό, ὅλοι σὲ μίαν στράτα ἀνταμωνόμαστε. Κ᾿ ἔλεγα ὁλουνῶν νὰ ῾νεργούμεν τὴν ἕνωσιν καὶ νά ῾χωμεν ὁμόνοια πατριωτική. Ἕλκυσα καὶ τὸν Βασιλέα ῾σ αὐτά, ὄχι ὅμως νὰ ξέρη καὶ τὸν ὀργανισμόν μας. Ἤφερα τὸν Χατζηχρῆστο καὶ Γαρδικιώτη σὲ συμπάθεια διὰ αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς ῾γκολπωθή ὁ Βασιλέας εἰς αὐτὲς τῆς περίστασες. Θέλησε ὕστερα ὁ Βασιλέας νὰ κάμη αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἀντιστράτηγους κ᾿ ἐμένα ῾πασπιστή του. Στέλνει τὸν Χατζηχρῆστο ὁ Γαρδικιώτης νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω. Μοῦ εἶπε αὐτὸ ὁ Χατζηχρῆστος, ὅτι τοῦ τὸ εἶχε εἰπῆ ὁ Βασιλέας δυὸ τρεῖς μῆνες πρωτύτερα. Πῆγα εἰς τὸν Γαρδικιώτη μαζὶ μὲ τὸν Χατζηχρῆστο. Μοῦ λέγει αὐτό. Τοῦ λέγω· «Εὐκαριστῶ τὸν Βασιλέα εἰς τὴν τιμὴ ὁποῦ μου κάνει· εἶμαι ἀστενῆς, δὲν μπορῶ νὰ ῾περετήσω». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ, δὲν δέχτηκα. Μοῦ λέγει· «Θὰ τὸ δεχτῆς νὰ σηκώσης κάθε ὑποψίαν ἀπὸ πάνου σου, ὅτι εἶπαν τοῦ Βασιλέως ὅτι κάτι νεργᾶνε ὁ Μαυροκορδάτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κ᾿ ἔχουν ἐσέναν ὡς ἀρχηγόν. – Τοῦ λέγω, δὲν ἔχομεν κάναν κακὸν σκοπὸν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι. Καὶ ἴσα ἴσα δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον ὁποῦ μου εἶπες δὲν δέχομαι τίποτας ὡς ὕποπτος· καὶ νὰ μάθη ὁ Βασιλέας νὰ μὴ σκιάζεται ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του γιὰ νὰ τοὺς βαίνη σὲ θέσες. Ἔτζι ἔκανε ὁ Καλλεφουρνᾶς, τὸν ἔσκιαζε, καὶ τὸ᾿ ‘δῶσε δυὸ ὑπουργεῖα. Καὶ δὲν δέχομαι». Δέχτη ὁ Μεταξᾶς τὴν ἀντιστρατηγία· ὁ Μαυροκορδάτος δὲν δέχτη, ὅτι δὲν ἦταν τοῦ ἐπαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ὅτι δὲν δέχτηκα. Καὶ πάλε εἶμαι, καθὼς ἤμουν, χωρὶς τὴν βασιλικὴ εὔνοια.
Τὸ μυστήριον ὁποῦ ῾χαμεν ἀναμεταξύ μας θέλησαν ὕστερα νὰ τὸ κάμουν κοινὸ μὲ τὰ σκέδια ἀλλουνῶν. Πᾶνε καὶ μπαίνουν εἰς τὴν ἐταιρία τοῦ Τζαβέλα καὶ ῾σ ἄλλες τοιοῦτες. Μιλοῦσαν μ᾿ ἀνάξιους ἀνθρώπους – πήγαιναν καὶ τὰ πρόδιναν εἰς τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν πρέσβυ τῆς Τουρκιᾶς. Παίρνει τὸν Τζαβέλα ὁ Βασιλέας τὸν κάνει ὑπουργὸν πίσου, ἀφοῦ τοῦ μαρτύρησε αὐτά. Κάνουν μία ῾πιτροπή ἀπὸ δεκάξι ἄτομα καὶ βάνουν τέσσερους γραμματείαν ῾σ τὰ ἐσωτερκά, τέσσερους ῾σ τὰ οἰκονομικά, ταμίες, κι᾿ ἄλλα τέτοια χωρὶς νὰ ξέρω ἐγὼ τίποτας ἀπὸ αὐτά. Σὰν τὸ ῾μαθα, πῆγα καὶ τοὺς μίλησα καμόσα. Τοὺς εἶπα εἰς τὸ στερνό· «Νὰ διαλύσετε αὐτείνη τὴν ‘πιτροπή, ὅτι τὸ ῾μαθαν» ὅλοι κ᾿ ἐγὼ δὲν εἶμαι σύνφωνος. Ὅταν ἔρθη ὁ καιρός, θὰ μποῦνε ‘πιτροπὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ δώσουν τὰ χρήματά τους, νὰ βλέπουν ποὺ ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι τὴν διάλυσαν. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν ἤξεραν τὸν κατάλογον τῶν ἀνθρώπων ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ἐταιρίαν καὶ τί ποσότη χρήματα ἔγραφε ὁ καθείς. Ὁ εὐλογημένος λαὸς ἔγραψε ὡς διακόσες χιλιάδες δραχμές. Πῆγαν καὶ μπῆκαν εἰς τῆς λάσπες τῶν ἐταιριῶν, ὁποῦ ῾κάνε ὁ Τζαβέλας κι᾿ ἄλλοι, καὶ χτύπησαν ὅλοι οἱ τύποι αὐτά· κ᾿ ἔπαθαν καὶ οἱ ὁμογενεῖς μας ἔξω εἰς τὴν Τουρκιά, χωρὶς νὰ τοὺς κάμωμεν μικρὴ ὠφέλεια. Πάντοτες τοὺς βαίνομεν εἰς κιντύνους καὶ χάνονται ἀδίκως καὶ παραλόγως ἄνθρωποι.
Τὴν ἐπιτροπὴ τὰ δεκαέξι ἄτομα κι᾿ ὅ,τι κάναν τὰ ῾μαθε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ Πρέσβες· καὶ δικαίως κατηγοροῦσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπισώρεψαν ὅλα ὅσα κακὰ ἔκαμαν οἱ ἐταιρίες. Κι᾿ ὡς συνένοχοι αὐτεῖνοι οἱ δυό τους βάζαν εἰς τῆς ῾φημερίδες καὶ τοὺς ἔλεγαν τουρκολάτρες. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ὅλα δὲν πάθαινε ἄλλος, μόνον οἱ ἀθῶοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ ἡ δυστυχισμένη πατρίδα. Ὅτι ἔχουν ἕνα σύστημα· τὰ σκέδια τους καὶ τὰ μυστήρια τους βαίνουν τοὺς νέους νὰ τὰ ἐκτελοῦν.3 Ὁ Μαυροκορδᾶτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς ὁποῦ ἦταν προσωρινῶς φίλοι, πάλε μετανοήσανε καὶ εἶναι πολὺ ὀχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθὼς κ᾿ ἐγώ, δὲν μπορέσαμεν νὰ τοὺς φιλιώσουμεν. Φαίνεται ἀπὸ αὐτὸ ὅτι τὰ σαμάρια ὁποῦ ῾χουν φκειασμένα φοβᾶται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ μὴ σαμαρώση τὰ γουμάρια ὁ ἕνας καὶ χάση ὁ ἄλλος· αὐτὸ εἶναι κι᾿ ὄχι ἄλλο. Τὸ κακὸν εἶναι ὅτι πλήγωσε ἡ ράχη ὅλων τῶν γουμαριῶν σαμαρώνοντας αὐτεῖνοι καὶ φορτώνοντας ὅλο λιθάρια...4 Ἐμεῖς ὡς ἀδύνατοι οὔτε καλὸ μποροῦμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, οὔτε κακό. Ἀναμεταξύ σας πάθετε ὅλα αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι πάθαμεν ἐμεῖς καὶ παθαίνομεν εἶναι ἔργα δικά σας καὶ τῶν ὀπαδῶ σας. Ὅμως καὶ σᾶς ὁ Θεὸς δέ σας ἀφίνει. Ξέχωσαν τὸν Κωλέτη ἄλυωτον διὰ νὰ ἰδῇ τῆς πράξες του τῆς καλὲς ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν πατρίδα του, ὅταν κυβερνοῦσε μὲ τόση ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἔφερε ῾σ αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν. Πέθανε αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα του κιντυνεύει ἀπὸ τῆς καλές του πράξες. Εἶχε συνάξη ὅλους τοὺς κακούργους τῆς κοινωνίας ἀπ᾿ οὖλες της τάξες καὶ τοὺς βόηθαγε μὲ τὰ πλούτη τῆς πατρίδος καὶ μὲ τῆς θέσες· καὶ ξεμάκρυνε καὶ κατάτρεξε ὅλους τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Κ᾿ ἔλαβαν αὐτεῖνοι τὴν κυβέρνησιν τοῦ Κράτους· καὶ ἡ ἴδια ἡ συντροφιὰ τοὺς εἶναι κι᾿ ὡς σήμερον, ὅτι ἄφησε ἐκεῖνος διαθήκη εἰς τὸν Βασιλέα νὰ μὴν ἀλλάξη σύστημα· καὶ ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἀκούγοντας ἕναν τέτοιον σημαντικὸν κυβερνήτη –τὸν βάφτισε καὶ μεγαλόγνωσον – δὲν ἔφυγε οὔτε τρίχα ἀπὸ τὰ πατριωτικὰ αἰστήματα τοῦ μεγαλόγνωσου καὶ τῆς συντροφιᾶς του.
Μίαν Λαμπρὴ καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι τοῦ Κωλέτη καὶ τοῦ Τζαβέλα, κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὸ μπαγιράκι τοῦ Κυργιακοῦ πῆγαν κι᾿ ἀλιμούργιαξαν τὸ σπίτι ἑνοῦ Ὁβραίου ξένου, ὀνομαζόμενου Πατζίφικου, καὶ τὸ καταχάλασαν· καὶ κιντύνεψαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τρόμαξαν νὰ σωθοῦνε. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔλαβε καμμίαν πρόνοια. Ἀναφέρθη πολλάκις ὁ Ὁβραῖος καὶ μποροῦσαν τὸ πολὺ μὲ δεκαπέντε ὡς εἴκοσι χιλιάδες δραχμὲς νὰ σβέσουνε αὐτὸ τὸ κακό. Ὅσες φορὲς ἀναφέρθη, τίποτας δὲν ἔκαμαν. Ἦταν καὶ σούντιτος Ἄγγλος. Ἀναφέρθη ὁ πρέσβυς του, κι᾿ αὐτὸς δὲν εἰσακούστη. Ἦταν κι᾿ ἄλλα παράπονα τῆς Ἀγγλίας, κανένας δὲν τοὺς ἔδινε ἀκρόασιν. Ὁ Κωλέτης εἶχε τὸν Φίλιππα καὶ τὸν Γκιζότη βοηθούς· κι᾿ ὁ Πισκατόρης τὸν δυνάμωνε εἰς τῆς ὄρεξές του. Γίνεται ἡ μεταβολὴ ῾στὴ Γαλλία – πέθανε κι᾿ ὁ Κωλέτης πρωτύτερα – τότε ὁ Πάλμεστρον ἑτοιμάζει ἕναν σημαντικὸν στόλο μὲ βατζέλα, μὲ φεργάδες, μὲ μπρίκια καὶ μὲ στρατέματα κι᾿ ὁ Πάρκερ ναύαρχος κ᾿ ἔρχονται εἰς τὸν Περαία κι᾿ Ἀμπελάκι καὶ μᾶς κάνουν στενὸν μπλόκο μὲ τὸν λόγον ὅτι ζημιώσαμεν τὸν Ὁβραῖον καὶ τὸν Φίνλεϋ – Ἄγγλος κάτοικος εἰς τὴν Ἀθήνα, ῾διοχτήτης καὶ σύβουλος ἐπαρχιακός· τοῦ πῆραν ἕναν τόπον πλησίον εἰς τὸ Παλάτι καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀποζημιώση τὸ δημόσιον. Καὶ παίρνουν ὅλα τὰ ἐθνικὰ πλοῖα καὶ τὰ ἐμπορικά· κι᾿ ἀφανίζουν τὸ ἐμπόριον γενικῶς καὶ τοὺς δυστυχισμένους τοὺς νησιῶτες. Βάσταξε ὁ μπλόκος μπαίνοντας ὁ Γενάρης τὰ 1850 ὡς τὸν Μάρτιον5. Καὶ μᾶς ἔφκειασαν ὅλους νοικοκυραίους. Καὶ φοβέριζαν σήμερα θὰ κινηθοῦν διὰ τὴν πρωτεύουσα κι᾿ αὔριο θὰ κινηθοῦν. Τὸ κόμμα τὸ Ἀγγλικὸν ἀδύνατο· νέκρωσε ἀπὸ τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων. Κ᾿ ἑνώθη ὅλο τὸ ἔθνος ἀναντίον τους. Διόρισε κ᾿ ἐμένα ἡ Κυβέρνηση ἀρχηγὸν τῶν Ἀθηναίων. Ἐγὼ εἶπα νά ῾χωμεν φρόνησιν καὶ γνώση, ὅτ᾿ εἶναι μία δύναμη μεγάλη κ᾿ ἐμεῖς μικροί· καὶ νὰ μὴ χαθοῦμεν. Κι᾿ ὁ Θεός, ὁποῦ μας γλύτωσε τόσες φορές, μᾶς ἔσωσε καὶ τότε.6
Ὁ Βασιλέας μπαίνοντας ὁ Ἄγουστος τὰ 1850 πῆγε διὰ τὴν ὑγείαν του εἰς τὴν Μπαυαρία. Ἄφησε ὑπουργεῖον τὸν Κριεζῆ πρῶτον ὑπουργὸν καὶ τοῦ Ναυτικοῦ, τὸν Νοταρᾶ Γιωργαντᾶ τοῦ Ἐσωτερκοῦ, Χρηστίδη τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ντεληγιάννη τοῦ Ἐξωτερκοῦ, Μήλιο τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ ὁ Πάικος τῆς Δικαιοσύνης καὶ ὁ Κορφιωτάκης τῆς Παιδείας καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ – ὕστερα τὸν σκότωσαν ἀντίπαλοί του Σπαρτιάτες.7 Ὁ Γαρδικιώτης αὐλάρχης, σταυλάρχης, ῾πασπιστής, ἀρχηγὸς κι᾿ ἄλλα. Ἡ Βασίλισσά μας τὴν ἄφησε ὁ Βασιλέας εἰς τὸ ποδάρι του νὰ κυβερνάγη ὦσο νὰ γυρίση ἡ Μεγαλειότητά του.
Ἄρχισαν οἱ δημοτικὲς ἐκλογές. Ἡ Κυβέρνηση ἔφκειασε ἕναν κατάλογον κ᾿ ἔβαλε δημοτικοὺς συβούλους, παρέδρους καὶ δήμαρχον ἐκείνους ὁποῦ ῾θελε – τῆς μπιστοσύνης της. Κ᾿ ἔγινε ὅλο τὸ σῶμα ἀπὸ αὐτοὺς ὁποῦ διορίσαν. Ἔφκειασαν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοὺς βουλευτᾶς ἀπὸ ῾δω, τὴν πρωτεύουσα, κι᾿ ἀπ᾿ οὖλο τὸ Κράτος – ὅποιους ἤθελε ἡ Κυβέρνηση ἐκεῖνοι βήκαν. Ἔστειλε ἡ Κυβέρνηση τὸν Μεταξᾶ πρέσβυ εἰς τὴν Κωσταντινόπολη καὶ τὸν Μαυροκορδάτο εἰς τὴν Γαλλία. Πρὶν τοὺς διορίσουνε ἦταν σὲ μεγάλη διχόνοιαν ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος ἐξ αἰτίας τῶν Ἀγγλικῶν πραμάτων καὶ τὰ κόμματά τους σὲ σύνχυσιν· τὸ ἕνα μέρος βάργε τ᾿ ἄλλο εἰς τοὺς τύπους καὶ εἰς τῆς συναστροφές.
Ἔβλεπε κάθε τίμιος ἄνθρωπος τὴν ἄχλια κατάστασιν τῆς πατρίδας του, ἔβλεπα κ᾿ ἐγὼ ὁ μικρότερος ὅλα μας τὰ πράματα παραλυμένα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν κι᾿ ἀπ᾿ οὖλες της ἀρχές· ὄξω εἰς τὸ Κράτος κλεψὲς κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες. Εἶπα πὼς ἂν πήξουν αὐτὰ τὰ δυὸ κόμματα ῾σ ἕνα, ἴσως καὶ γένη κάνα καλό. Ἐκείνους τοὺς δυό, Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξά, τοὺς εἶχε ἡ Κυβέρνηση κι᾿ ὁ Βασιλέας καὶ οἱ αὐλικοὶ σὲ μεγάλη ὀργὴ καὶ καταξοχὴ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ τοὺς συντρόφους του. Τότε πάσκισα μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ τοὺς ἕνωσα νὰ μπορέσουν νὰ κάμουν κανένα καλὸ ῾σ αὐτείνη τὴν πολύπαθη πατρίδα, ὁποῦ βλέπουν ποὺ κατάντησε καὶ θὰ χαθῆ. Κ᾿ ἑνώθηκαν μυστικά.
Ἀφοῦ ἦταν νὰ γένουν οἱ νέες ἐκλογὲς τῶν βουλευτῶν ἐνέργησα νὰ μποῦνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα οἱ δυό, Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, κι᾿ ὁ Βλάχος μὲ τὸν Καλλεφουρνά, νὰ πάψωμεν κάθε κίντυνο τῆς πολιτείας. Ἤθελε κι᾿ ὁ Σκοῦφος κι᾿ ἄλλοι νὰ μποῦνε βουλευταί. Τὸ ῾μαθε τὸ Παλάτι καὶ ἡ Κυβέρνηση, μὲ παραξήησαν, ὅτι ἐγὼ ἐργάζομαι δι᾿ ἐκείνους καὶ εἶναι πολιτικοὶ σκοποί· κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Καὶ μπῆκα σὲ μία μεγάλη ὀργὴ ἀπὸ αὐτοὺς ὅλους. Παρουσιάστηκα, τοὺς μίλησα· «Αὐτείνη εἶναι ἡ γνώμη μου, τοὺς εἶπα, καὶ ῾σ αὐτείνη στέκω διὰ νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα εἰς τὴν πολιτεία». Τότε διορίζουν τὸν Μαυροκορδάτο νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι· καὶ τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ῾δω, ν᾿ ἀνεμείνη καὶ τόπος νὰ μπῆ κι᾿ ὁ Σκοῦφος, ὅτ᾿ εἶναι ἀναγκαῖος καὶ εἰς τὸ Παλάτι καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Ὅτι οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι χρειάζονται πολὺ τὴν σήμερον.
Μίαν ἡμέρα δυὸ ὧρες δὲν ἦταν ὁποῦ μιλήσαμεν μὲ τὸν Μεταξᾶ ὁ Μιχαὴλ Σκινᾶς κ᾿ ἐγώ, καὶ μᾶς ἔλεγε αὐτείνη τὴν ἄχλιαν κατάστασιν ὁποῦ εἴμαστε καὶ θὰ χαθούμεν· καὶ μὲ κάθε τρόπον νὰ ἑνωθοῦμεν μὲ πατριωτισμόν· καὶ νὰ δείξουν κι᾿ αὐτεῖνοι φρόνηση εἰς τὴν Βουλὴ κ᾿ ἐμεῖς – πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι μου ἔρχονται καὶ μοῦ λένε, ὁ Μεταξᾶς δέχτη νὰ πάγη πρέσβυς εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Πῆγα εἰς τὸ κονάκι του, τὸ βρίσκω γιομάτο ἀπὸ ἀβδέλλες τῆς πατρίδας ὁποῦ τὸν χαίρονταν. Ἀφοῦ φύγαν οἱ ἄνθρωποι, μ᾿ εἶδε ὁποῦ ἤμουν πικραμένός· μου λέγει· «Δέχτηκα διὰ νὰ σώσω τοὺς φίλους μας». Τοῦ εἶπα κ᾿ ἐγὼ· «Καλὰ ἔκαμες» – τί μποροῦσα νὰ τοῦ εἰπῶ; Ὕστερα διόρισαν καὶ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ δέχτη. Αὐτὸς εἶχε δίκιον, ὅτι δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ ζήση. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς παίρνει μιστὸν αὐτὸς καὶ τὰ δυό του παιδιὰ περίτου ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ δὲν ξοδιάζει τῆς μισές. Πάγει αὐτός, παίρνει καὶ τὸ παιδὶ τοῦ πρώτον γραμματέα – κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ θὰ σώση τὴν πατρίδα. Καὶ εἰς τῆς Βουλὲς κι᾿ ὄξω ἄφησαν τὰ κόμματά τους χωρὶς κεφάλι· καὶ τὰ μαντριὰ τοὺς τ᾿ ἄφησαν οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες γιομάτα λύκους νηστικοὺς καὶ τρῶνε τὰ δυστυχισμένα τὰ πρόβατα. Οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες, οἱ βουλευταὶ τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ τῆς Ἀθήνας, πᾶνε πρέσβες κι᾿ ἀπὸ ῾κει θὰ βουλεύωνται τὰ δίκια αὐτεινῶν τῶν ἐπαρχιῶν. Ὡς αὐτοῦ εἶχαν τὴν φιλοτιμίαν τους καὶ τὰ πατριωτικὰ τοὺς αἰστήματα. Ἀπὸ ῾κει θὰ προσέξουν καὶ διὰ τοὺς φίλους τους, ἐκεῖνα τὰ γομάρια ὁποῦ τοὺς ἐπιστήριξαν καὶ τοὺς φκειάσαν Ἐκλαμπρότατους καὶ πρέσβες τώρα μὲ χοντροὺς μιστούς. Ὅμως αὐτοὺς τίποτας ἀπὸ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔγνοιασε. Πῆραν τῆς οἰκογένειές τους καὶ πᾶνε.
Παρουσιάστη νομοσκέδιον εἰς τὴν Βουλὴ ὑπὲρ τῆς γυναικὸς τοῦ Κορφιωτάκη καὶ δέχτη ἡ Βουλὴ νὰ παίρνη τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα. Ποιοὺς ἀγῶνες εἶχε ὁ Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε τὴν πατρίδα; Ὅταν μπῆκε ῾στὴν ῾πηρεσία τοῦ Κράτους πῆρε τόσα ὑποστατικὰ καὶ χρήματα. Ἔχει μόνον ἑφτὰ χιλιάδες ρίζες ἐλιὲς καὶ τόσα χρήματα εἰς τὸν τόκον. Αὐτὰ τὰ εἶπαν παντοῦ κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός του κι᾿ ἄλλοι συγγενεῖς του καὶ οἱ συνπολίτες του, ὁποῦ ἡ κατάστασή του διαβαίνει τῆς διακόσες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Τοῦ Νικήτα τοῦ Τουρκοφάγου ἡ φαμελιὰ δὲν παίρνει ἕνα λεπτό, τοῦ Δυσσέα σαράντα ὀχτὼ δραχμές· ἄλλων πολλῶν ἀγωνιστῶν οἱ γυναῖκες δὲν παίρνουν τίποτας – ἄλλες διακονεύουν κι᾿ ἄλλες στανικῶς δίνουν τὴν τιμή τους.8
Τὸν Γενάριον μήνα ἀπάνου κάτου ἤφερε νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, διὰ τὴν σύνταξη τῆς Κορφιωτάκαινας, ὁποῦ ἡ Βουλὴ παραδέχτη νὰ λαβαίνη τρακόσες δραχμὲς κατὰ μήνα. Εἰς τὴν Γερουσίαν τὸ γκρέμισαν οἱ ἀξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτες μ᾿ αὐτὸν τὸν πατριωτισμὸν ἐστάθηκαν καὶ στέκονται ὡς σήμερον. Ὅλα τὰ ταξίματα τῶν ὑπουργῶν κι᾿ ἄλλα παρόμοια τὰ καταφρόνεσαν καὶ τὰ καταφρονοῦν. Κι᾿ ὁ Γεώργιος Ψύλλας εἶναι πάντοτες τὸ ἀγαθὸ τέκνο τῆς πατρίδας, ὁποῦ μιλεῖ φρονίμως καὶ πατριωτικῶς εἰς τὸ δίκιον καὶ λέγει τὴν γνώμη τοῦ ἐλεύτερα.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Κι᾿ ὁ Γιαννάκος Κυργιακὸς – τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ – ῾πασπιστής τοῦ ὑπουργοῦ.
2. Καθὼς καὶ θὰ τὸ παθαίναμεν ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους, ὁποῦ θέλαν νὰ κινηθοῦνε νὰ πᾶνε νὰ πάρουν τὴν Κωσταντινόπολη.
3. Αὐτὸ τὸ σύστημα εἶχε κι᾿ ὁ μακαρίτης ὁ Λόντος. Τὸν καιρὸν τῆς κυβερνήσεώς του κι᾿ αὐτεινοῦ τοῦ φάνηκαν οἱ ἀρετές του. Ὁ μακαρίτης αὐτὸς ἔπεσε σὲ μεγάλον χρέος, ὅτι δὲν ἔβαινε ποτὲς πήχη εἰς τὰ πράματά του. Ἕνας ἄνθρωπος, μόνος του, ἔπαιρνε τὸν μιστὸν τοῦ ὑποστρατήγου, ὁποῦ νὰ ζήση καλά· ὅτι φαμελιὰ δὲν εἶχε. Ἐκεῖνο ὁποῦ φάνη, ἐμπῆκε σὲ μιὰ μεγάλη ποσότη χρέος. Ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ἀπὸ ἄλλο – μίαν αὐγὴ εὑρέθη σκοτωμένος, ὅλο του τὸ κεφάλι σκόρπιον καὶ ἡ πιστιόλα του ἄδεια. Αὐτὸ μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει – μόνος του σκοτώθη, ἄλλος τὸν σκότωσε. Ζοῦσε κι᾿ ὁ Κωλέτης τότε. Δὲν ἄφηναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες καὶ μὲ παράταξιν. Αὐτὸ τὸ φιλονίκησαν καμόσες ἡμέρες, κι᾿ ἀφοῦ δὲν ἄφιναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παράταξιν τὸν μπαλσάμωσαν καὶ τὸν πῆραν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Βοστίτζα, τὴν πατρίδα του. Κι᾿ ὡς τὴν σήμερον εἶναι ἄθαφτος εἰς τὴν κάσσα.
4. Ἐνταῦθα φαίνονται ἀπεσπασμένα φύλλα τινὰ τοῦ χειρογράφου.
5. «Σὲ ὀλίγον καιρὸν ἦρθε ὁ Πάκερ μὲ ὅλο τὸ στόλο του, ὁ ναύαρχος τῆς Ἀγγλίας, καὶ μᾶς μπλοκάρισε καμπόσον καιρόν. Τότε μὲ διόρισαν ἀρχηγὸ κ᾿ ἑνώθηκα μὲ ὅλους τοὺς Ἀθηναίους· καὶ πῆγα καὶ μίλησα τοῦ ἀξιοσέβαστου Γκενερὰλ Τζούρτζη καὶ τὸν περικάλεσα μὲ δάκρυα νὰ πάη νὰ μιλήση τοῦ Πάκερ. Τότε ὁ Γκενεράλης πῆγε καὶ μίλησε. Ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση μοῦ ἔστειλαν τὸν Γαρδικιώτη καὶ μοῦ εἴπανε νὰ βαρέσω ντουφέκι. Τοὺς εἶπα, ντουφέκι δὲν βαρῶ, ὅτι ὅσα κανόνια ἔχει ὁ Πάκερ, δὲν ἔχομε ντουφέκια ἐμεῖς. Καὶ τότε ἤτανε ἐταιρία νὰ τὸν σκοτώσουνε».
6. Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης, ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς, στέλνει νὰ φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη. Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του ὅτι ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους φόνους τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές, πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται, πόσες μείναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿ ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν, οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους ἤθελαν· καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῆ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους του φίλους. Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο του τὸν τάφο.
7. Κάνουν ἀνάκρισες ὡς τὴν σήμερον. Λένε ὅτι τὸν σκότωσαν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. Ἀκόμα οἱ ἀνάκρισες δὲν τελείωσαν.
8. Τέτοιοι Τοῦρκοι νά ῾τρωγαν αὐγά, δὲν ἔβγαινε ἡ κόττα πουλιὰ – τέτοιοι πολιτικοὶ ὁποῦ εἴσαστε, φέρατε τὴν πατρίδα σ᾿ αὐτείνη τὴν κατάσταση.

Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 3

Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ νέου πρωθυπουργοῦ. - Κακὴ κατάστασις τῆς δημοσίας ἀσφαλείας ἐν Ἀθήναις. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως περὶ τῆς τάξεως. - Ἀποκάλυψις συνωμοσίας κατὰ τοῦ Συντάγματος. - Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 25 Μαρτίου 1845. - Ἀνάκρισις κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη ὡς ἐκφρασθέντος κατὰ τοῦ στρατοῦ. - Νέαι καταδρομαὶ κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀπόπειρα δολοφονίας κατ᾿ αὐτοῦ. - Πατριωτικαὶ ἐνέργειαι. - Παραίτησις τοῦ ὑπουργοῦ Ἀ. Μεταξᾶ. - Δυσαρέσκειαι στρατιωτικαὶ κατὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἔκδοσις ἐφημερίδος ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Μακρυγιάννη. - Νέα δολοφονικὴ σκευωρία κατ᾿ αὐτοῦ. - Προοίμια βουλευτικῶν ἐκλογῶν. - Ἕνωσις Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου. - Ἀντιπολίτευσις στρατιωτικῶν κατὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἀπόπειρα τοῦ Κωλέτη πρὸς ἔλκυσιν τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀνταρσία τοῦ Θ. Γρίβα ἐν Ἀκαρνανίᾳ, τοῦ Ἰ. Φαρμάκη ἐν Ναυπακτίᾳ, τοῦ Ν. Κριεζώτη ἐν Χαλκίδι, τοῦ Παπακώστα, Βελέτζα κ.λπ. ἐν Φθιώτιδι καὶ καταστολὴ αὐτῶν. - Ἐκλογαί. - Ἐπέμβασις τῆς Κυβερνήσεως εἰς αὐτάς. - Ἐπικράτησις αὐτῆς. - Μνησικακία τοῦ Κωλέτη κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐξόργισις αὐτοῦ. - Συμφιλίωσις. - Θάνατος τοῦ Κωλέτη. - Ἀνάρρησις τοῦ Κίτσου Τζαβέλλα εἰς τὴν πρωθυπουργίαν. - Παράτολμοι ἐνέργειαι πρὸς ἐξέγερσιν τῶν ὑποδούλων ἐν Τουρκίᾳ ὁμογενῶν. - Φρόνιμος διαγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη. - Μακρὰ συνέντευξις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Σχηματισμὸς ὑπουργείου ὑπὸ τὸν Γ. Κουντουριώτην.

Τελείωσαν οἱ ἐκλογές. Βῆκε ὁ Κωλέτης. Ὅτ᾿ ἦταν καὶ ἡ προσπάθειά μας αὐτείνη. Βήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευταὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ Καλλεφουρνᾶς κι ὁ Βλάχος. Εἶπε ὁ Πρωτοϋπουργὸς νὰ κάμη κ᾿ ἐμένα γερουσιαστὴ καὶ ῾πασπιστὴ τοῦ Βασιλέως. Τοῦ εἴπα· «Ἐγὼ φκαριστιῶμαι ὁποῦ μπήκετε εἰς τὰ πράματα καὶ λείψαμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ δὲν θέλω τίποτας. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μὴν εἶμαι. – Ὄχι, ἀγαπητέ μου, μοῦ λέγει, πρέπει νὰ μπῆς καθὼς μιλήσαμεν καὶ μὲ τὸν Γαρδικιώτη, νὰ τηράξωμεν κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὴν περίσταση συνφώνως καὶ τὰ ἔξω. Καὶ πρέπει νὰ εἶσαι εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ῾πασπιστής. Καὶ θὰ σοῦ δώσω καὶ τὸν Μεγαλόσταυρον. – Τοῦ λέγω, ἀπὸ αὐτὰ δὲν θέλω τίποτας, οὔτε ἡ ὑγεία μου μοῦ τὸ συχωρεῖ διὰ ῾πηρεσίες. Καὶ σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου, ὁποῦ μοῦ τοὺς ἔδωσαν τὰ ντουφέκια τῶν Τούρκων καὶ δὲν μοῦ τοὺς παίρνει κανένας κι᾿ οὔτε ξεκολλᾶνε ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὅσο νὰ πάγω εἰς τὸν τάφο. Ὅμως ἕνα σὲ περικαλὼ· εἰς τὴν πρωτεύουσα ἐδῶ νὰ βάλης ἕναν τίμιο δοικητή, ἕναν ἀστυνόμον τοιοῦτον, ἕναν ἀγρονόμον διὰ νὰ φυλᾶν τὴν τάξη. Ὅτ᾿ εἶναι καὶ ξένοι ἄνθρωποι καὶ θὰ κατηγοριέσαι ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου. Καὶ νὰ βάλης καὶ δυὸ ἀρχηγοὺς τῆς ἐθνοφυλακῆς εἰς τὰ Ντερβένια καὶ εἰς τὸν δρόμον τῆς Χαλκίδος ν᾿ ἀραδίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐλεύτερα, νὰ μὴν τοὺς γυμνώνουν καὶ κατηγοριέται ἡ πατρίδα καὶ ἐσύ· καὶ θὰ μᾶς λένε θερία ὁ ξένος κόσμος. Ὅτι τώρα εἶναι οἱ Βουλὲς καὶ θ᾿ ἀραδίζουν πολὺς κόσμος. Βάλε ἀρχηγοὺς ἀξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε ἀπὸ τὸν Ρωπὸ τὸν Σκουρτανιώτη ὁποῦ ῾ναι φίλος σου, κατὰ τῆς Φήβας τὸν δρόμον τὸν Κριεκούκη, ὁποῦ ῾ναι κι᾿ αὐτὸς φίλος σου καὶ ντόπιοι καὶ οἱ δυό. Τὸ ἴδιον κᾶμε καὶ σὲ ὅλον τὸ Κράτος νὰ σβέση ἡ διχόνοια καὶ νὰ ἑνωθῆ πίσου τὸ Ἔθνος, νὰ μὴν εἴμαστε εἰς αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν καὶ νὰ σκοτώνωνται ἄνθρωποι κάθε ὀλίγον· εἴμαστε λίγοι καὶ νὰ μὴν χαθοῦμεν ἀδίκως. – Μοῦ λέγει, σὲ εὐκαριστῶ, ἀγαπητέ, διὰ τὴν πρότασίν σου· εἶναι πατριωτικὴ καὶ θὰ τὴν ἀκολουθήσω. Εἶναι χρέος μου». Καὶ σύναξε σὲ ὀλίγον καιρὸν καὶ τρογύρισε τὴν πρωτεύουσα μὲ τοὺς πλέον μπερμπάντες. Κι᾿ ἀστυνόμο – ἔβγαλε ἕναν ἀπὸ τὴν φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακὸ τὸν λένε. Κι᾿ ὁ δήμαρχος κι᾿ αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος ὁ Κυργιακὸς φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· καὶ τοιοῦτο καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον· ὅτι τραβηχτήκαμεν οἱ ἄλλοι ἀπὸ μέσα, ὂσ᾿ εἴχαμεν συνείθησιν. Δὲν κόταγε ἄνθρωπος νὰ περπατήση τὴν νύχτα εἰς τοὺς δρόμους. Τοιοῦτοι ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ κλήτορες. Καὶ γίνονταν οἱ μεγαλύτερες κλεψὲς κι᾿ ἀτιμίες· καὶ σκότωμα τὴν νύχτα τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι δὲν ἦταν μ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶχαν καὶ κατάστασιν. Ἀπὸ τὸν Περαία ὡς ἐδῶ γύμνωναν τοὺς ἐμπόρους καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμουν τὴν δουλειὰ τοὺς μόνοι τους, νὰ πᾶνε ἀπάνου καὶ κάτου χωρὶς συντροφιά. Κι᾿ ὅποτε ἔρχονταν χρήματα τοῦ ταμείου ἔπρεπε νὰ τὰ συντροφέψουν μὲ δύναμη εἰς τὴν Οἰκονομία ἀπὸ τὸν Περαία. Καὶ σκότωσαν καὶ γύμνωσαν τόσους ἀνθρώπους.1
Ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ φίλοι του, ὁποῦ γύρευαν νὰ σκοτωθοῦν οἱ κάτοικοι, ὅμως νὰ βγοῦν αὐτεῖνοι βουλευταί, δὲν ἐβῆκε οὔτε αὐτός, οὔτε ἐκεῖνοι. Βήκαν καμόσοι μὲ τὸν Μεταξά· τὸν ἀκολούθησαν πίσου κι᾿ ἀπὸ τοὺς παλιούς του φίλους· καὶ τὸ κόμμα τὸ περισσότερόν του Μαυροκορδάτου μ᾿ αὐτόν. Καὶ οἱ φίλοι του ὁποῦ γύρισαν καὶ οἱ ἄλλοι ἦταν περισσότερον τὸ χατίρι τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Οἰκονομίας κι᾿ ὄχι τοῦ Μεταξά. Ὅτι τὰ σκυλιὰ ὅταν τὰ μαθαίνουν εἰς τὸ χασαπαρειὸ οἱ πιστικοί, μένουν πλέον εἰς αὐτό· ὅσο ψωμὶ νὰ ξοδιάση ὁ τζοπάνης, ῾στὸ μαντρὶ δὲν πηγαίνουν ἄλλη φορᾶ νὰ φυλάξουν πρόβατα, νὰ μὴν τὰ φάγη ὁ λύκος. Καὶ πρέπει ὁ τζοπάνης νά ῾χη γνώση ὅταν πηγαίνη πράματα εἰς τὸν χασάπη, τὰ σκυλιὰ νὰ μὴν τὰ παίρνη μαζί του, ὅτι γνωρίζουν τὸν χασάπη τότε καὶ θέλουν νὰ τρῶνε κοιλιὲς κι᾿ ἄντερα. Τὸ λοιπὸν συνάχτηκαν ὅλα τὰ σκυλιά, οἱ φίλοι του Μεταξᾶ καὶ τῶν ἀλλουνῶν, ὅταν τὸν εἶδαν εἰς τὸ χασαπαρειὸ τῆς Οἰκονομίας, κι᾿ αὐτὸς παντύχαινε μὲ τὰ σωστά του ὅτ᾿ εἶναι πλέον δικά του καὶ τὰ τάγιζε κομμάτια. Κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀντιπολεμὴ τὸν Κωλέτη. Κι᾿ ὄντως συνάχτη ἕνα μεγάλο μέρος καὶ εἶχαν τὴν πολυψηφίαν. Ὅμως ἀνόγητα κινήματα κακὸ ἔβγαλαν κι᾿ ὄχι καλό. Ἀφοῦ ἔβλεπε αὐτὰ ὁ Κωλέτης καὶ τὴν καταισκύνη ὁποῦ τὸ ῾καναν εἰς τῆς Βουλές, μὲ πλατειὰ καρδιὰ τραβοῦσε αὐτὰ καμόσον καιρόν. Τράβησε πίσου τοὺς φίλους του Μεταξᾶ καὶ τὸν ἄφησε μ᾿ ὀλίγους – εἶχε καὶ τὸν Βασιλέα βοηθὸν – κι᾿ ἔτζι δυνάμωσε. Εἶχε ἔρθη κι᾿ ὁ φίλος του Μεταξᾶ ὁ Γρίβας ἀπὸ τὸ Μισίρι. Τὸν δέχτη ὁ Μεταξᾶς καὶ οἱ συντρόφοι του κι᾿ ὁ Φιλήμονας μὲ τόσα ἐγκώμια, στεφάνια ἀσημένια, σὲ κάδρα τύπωμα κι᾿ ἄλλα πολλά. Ἀφοῦ ἀπόλαψε ὅλα αὐτά, πάγει μὲ τὸν Κωλέτη αὐτός, ὁ Κριτζώτης κι᾿ ἄλλοι. Τότε ἔβλεπες, ἦταν μία χαρὰ ἡ πρωτεύουσα – κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς ἑνωμένος – καὶ κλεψὲς κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες πλῆθος. Πγιάσαν κάτι ξένους σημαντικοὺς καὶ τοὺς γύμνωσαν. Ἦρθε καὶ μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Σμύρνη μὲ μεγάλη κατάστασιν καὶ δυὸ κορίτζα νὰ τὰ παντρέψη εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ μείνη ἐδῶ, νὰ φκειάση σπίτι καὶ ν᾿ ἀγοράση χτήματα. Πῆγαν μίαν βραδειά της πῆραν καὶ τὰ χρήματα καὶ τὰ τζιβαϊρκά της καὶ τ᾿ ἀσήμια της κι᾿ ὅλα της τὰ πράματα. Καὶ διακόνευαν καὶ ζοῦσαν. Ὅθεν μίλησαν, δικαιοσύνη δὲν εἶδαν. Τότε κατάντησαν νὰ γένουν ἄτιμες νὰ τρῶνε ψωμί.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τῆς κακῆς συντροφιᾶς δὲν εἶχε συμμεθέξη εἰς αὐτὰ τότε, εἶχε τραβηχτή, ἀλλὰ ἡ συντροφιὰ εἶχε πίστη εἰς αὐτόν· ἔρχεται καὶ μοῦ ξηγέται αὐτὰ ὁποῦ κάνουν αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, δολοφονίες, κλεψὲς κι᾿ ἄλλα. Μοῦ λέγει νὰ μὴ μαθευτῆ αὐτὸς καὶ κιντυνεύει εἰς τὴν ζωή του – νὰ τοῦ δώσω ἕναν πιστόν μου ἄνθρωπον νὰ πᾶνε σὲ μέρος νὰ τοῦ δείξη ὅλα τ᾿ ἀντικλείδια καὶ τῆς κλεψές· καὶ τὰ χρήματα τῆς γυναικὸς καὶ τ᾿ ἀσήμια της κι᾿ ὅλο της τὸ βίον καὶ ξένα ρωλόγια κι᾿ ἄλλα τά ῾χουν ῾σ ἕνα νησὶ σὲ μίαν τρύπα. Ἐγὼ ἤμουν ἁπλὸς πολίτης, καμμίαν ἐξουσίαν δὲν εἴχα· νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ δοικητῆ, εἶναι σύντροφός του ἀστυνόμου· τοῦ Μεταξά, εἶχα πολὺν καιρὸ ὁποῦ δὲν τοῦ ἔκρινα, οὔτε μὸ ῾κρινε. Τὸ λοιπὸν ἀποφάσισα νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ Βασιλέως, νὰ δώση ἕναν ἄνθρωπον κι᾿ ἂς ὑπάγη νὰ ἰδῆ αὐτά. Ἀφοῦ τὰ εἶπα τῆς Μεγαλειότης του, μοῦ λέγει· «Μπορεῖς αὐτὰ νὰ τ᾿ ἀποδείξης εἰς τὸ κριτήριον; – Τοῦ λέγω, τί ἔχει αὐτὸ ὁποῦ σου λέγω ἐγὼ μὲ τὸ κριτήριον; Δῶσε ἕναν ἄνθρωπον πιστόν σου νὰ πάγη μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον νὰ ἰδοῦνε· κι᾿ ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅλα αὐτά, νὰ πάρης μέτρα, ὅτι πηγαίνει ἡ κοινωνία κακά· ἔγινε ρουμάνι ἡ πρωτεύουσά σου καὶ δὲν μποροῦνε νὰ κινηθοῦν οἱ ἄνθρωποι διὰ τῆς δουλειές τους». Μοῦ λέγει τὸ ἴδιον, νὰ τ᾿ ἀποδείξω εἰς τὸ κριτήριον. Τοῦ λέγω· «Δὲν ἔχω καμμίαν δουλειὰ μὲ τὰ κριτήρια. Ἐμένα μὲ κιντυνεύουν καθημένον εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀνακατώνωμαι εἰς κριτήρια. – Μοῦ λέγει, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶσαι ἑνωμένος μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν μου. – Τοῦ λέγω, δὲν συνείθισα νὰ ἀπατῶ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ὄχι τὴν Μεγαλειότη σου. Δὲν εἶμαι σύνφωνος μ᾿ αὐτόν. – Σὲ διατάττω ἐγὼ νὰ εἶσαι σύνφωνος! – Τοῦ λέγω δὲν μ᾿ ἔχεις σκλάβον ἡ Μεγαλειότη σου· ὑπήκογον μ᾿ ἔχεις». Σὰν τοῦ εἶπα αὐτό, βαρυθύμωσε πολύ. Τοῦ λέγω· «Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παλεθύρι, Μεγαλειότατε; – Τὸ βλέπω, μοῦ λέγει. – ῾Σ ἐκεῖνο τὸ παλεθύρι νὰ εἶναι τρακόσοι, τετρακόσοι ὑπήκοοί σου, οἱ πλέον τίμιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί, ἐκεῖνοι ὁποῦ σου διατηροῦν τὸν θρόνο σου, καὶ νὰ εἶναι ὁ Κωλέτης μ᾿ ἕναν μὲ δυὸ μόνον φίλους του ἀπὸ ῾κείνους τοὺς μπερμπάντες ἢ Κλεομένη, ἢ Σοφιανόπουλον, ἢ ἄλλον τοιοῦτον, κ᾿ ἕνας μόνον ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τοῦ εἰπή· «Ρίξε αὐτοὺς ὅλους τους τίμιους ἀνθρώπους κάτου, εἰδὲ θὰ πέσω ἐγώ», ἔχει τέτοια ψυχή, ὁποῦ ρίχνει ὅλους ἐκείνους κάτου νὰ σκοτωθοῦν διὰ νὰ γλυτώση ἕναν μπερμπάντη. Γιὰ χατίρι αὐτεινῶν τῶν μπερμπάντων εἶναι ἕτοιμος νὰ χαλάση κάθε τίμιον ἄνθρωπον, κάθε ἠθική, τὸ Ταμεῖον, τὸ ἱερὸν Κράτος σου ὅλο καὶ νὰ μὴν ἀφήση κανένα γερὸν πράμα καὶ τίμιον. Καὶ μὲ τοὺς τοιούτους τήρα σὲ τί ἄχλιαν κατάστασιν εἶναι ἡ ἴδια σου πρωτεύουσα». Μοῦ λέγει ῾σ ἀπάντηση καὶ πάλε νὰ εἶμ᾿ ἑνωμένος. Τοῦ λέγω· «Ὡς κυβέρνησή σου ὑποτάζομαι, ὡς ἄτομον δὲν θέλω νὰ ῾νεργήση τὴν θέλησή του ῾σ ἐκεῖνο ὁποῦ δὲν εἶναι δίκιον». Τὸ ῾καμα τὸ σκήμα κ᾿ ἔφυγα. Μαθαίνει αὐτὰ ὁ Κωλέτης, ἄρχισε νὰ λαβαίνη μέτρα ἀναντίον μου κακά. Συχνὰ ἔλεγε τοῦ Βασιλέα διὰ νὰ τὸν ἀποκοιμίση, κι᾿ ἄν μου κάμη τίποτας, νὰ εἶναι προϊδεασμένος. Τοῦ ἔλεγε· «Αὐτὸς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ὅμως ἁπλὸς κι᾿ ὅ,τι τοῦ λένε τὰ πιστεύει· ποτὲ δὲν ἡσυχάζει· καὶ εἶναι ἐπικίντυνος πολύ». Σὲ λίγον καιρὸν γίνονται κι᾿ ἄλλες κλεψὲς ἀπὸ τὸν ἀστυνόμον καὶ τοὺς κλητῆρες τοῦ – μπαίνουν σὲ ἀνάκρισιν ἀπὸ τὸν ῾σαγγελέα καὶ μαρτυροῦνε τὰ νέα κλεψιμιὰ καὶ τὰ παλιά· μπαίνουν ὁ ἀστυνόμος εἰς τὴν χάψη καὶ οἱ κλήτορες. Ὡς τὴν σήμερον εἶναι χάψη εἰς τὸ μπουντρούμι τῆς Χαλκίδος κι᾿ ἀπὸ χρήματα καὶ τζιβαϊρκὰ οἱ ἄνθρωποι ὡς τὴν σήμερον δὲν πῆραν τίποτας – ἀσήμαντα πράματα πῆραν, τ᾿ ἄλλα τὰ ῾φαγαν ὅλα αὐτεῖνοι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι. Μὲ χιλιάδες μέσα τρόμαξαν νὰ λευτερώσουν τὸν σύντροφόν τους ἀστυνόμο Γιαννάκον Κυργιακὸν διὰ τὴν τιμή τους, ὅτι τοὺς ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι ὀμπρὸς κι᾿ ὅλες οἱ ῾φημερίδες. Καὶ μὲ πολὺν καιρὸν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν χάψη.
Βάλθηκαν νὰ χαλάσουν τὸ Σύνταμα. Φκειάνουν μίαν ἐταιρίαν πρώτα· ῾σ ἕναν καιρὸν νὰ σκοτώσουν ὅλους τους Σεπτεβριανούς, ὅσοι δὲν βουλλώθηκαν μὲ τὴν βούλλα τους. Τὸν ὅρκον τὸν εἶχε ὁ συνταματάρχης Γιώργη Ζέρβας Σουλιώτης εἰς τὴν κασσέλλα του· κατηχοῦσαν μ᾿ αὐτὸν καὶ πάλε τὸν ἔβαιναν μέσα. Ἦταν κ᾿ ἕνας μ᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν παντύχαιναν δικό τους· κι᾿ ἀφοῦ ἔμαθε αὐτά, βῆκε ἔξω μίαν ἡμέραν ὁ συνταματάρχης, ὁ ἄνθρωπος ἔκλεψε τὸν ὅρκον αὐτὸν καὶ τὸν πῆγε τοῦ Γιάννη Κώστα κι᾿ αὐτὸς τὸν ἤφερε ἐμένα. Σύναξα τοὺς Σεπτεβριανοὺς Κριτζώτη κι᾿ ἄλλους καὶ τὸν εἶδαν. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἔστειλα καὶ τοῦ Μεταξᾶ καὶ ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου, ὅτ᾿ εἴχαμεν ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς Συνέλεψης νὰ κρίνη ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀφοῦ τὸν εἶδε τὸν ὅρκον τρόμαξε. Καὶ τότε τοῦ λέγω· «Ἐπειδήτις εἴχαμεν τέτοια ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια παθαίνομεν αὐτά, καὶ θὰ μᾶς φᾶνε καὶ τὰ κεφάλια μας· κι᾿ ἂς ἑνωθοῦμε ὀπίσου, ἴσως καὶ σωθοῦμεν. Τὸν Καλλέργη κι᾿ ἄλλους τοὺς ἔκαμαν ἐξορίαν, ἐμᾶς θὰ μᾶς φᾶνε». Κ᾿ ἑνωθήκαμεν πίσου τὸν Μάρτιον μήνα τὸ 1845.
Διατάττει ὁ Κωλέτης εἰς τὸ τόξον τῆς γιορτῆς τῆς 25 Μαρτίου νὰ μὴν βάλουν τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Συντάματος. Καὶ πηγαίνοντας ὁ Βασιλέας εἰς τὴν ἐκκλησιὰ κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἀξιωματικοί, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ – εἶχε δυὸ συντροφιὲς κάμη, μίαν μὲ τὸν Γιαννάκο τὸν Κυργιακὸ κι᾿ ἄλλη μ᾿ ἄλλους τοιούτους: ἡ μία κομπανία νὰ εἰπῆ «κάτου τὸ Σύνταμα», ἡ ἄλλη νὰ εἰπῆ «κάτου τὸ Ὑπουργεῖον», καὶ τότε νὰ βάλη τὴν στρατιωτικὴ δύναμιν νὰ πελεκήση ἐμᾶς. Αὐτὸ τὸ ῾μαθα ἐγὼ ἀπὸ φίλον στενόν· καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ σκέδιον ῾νεργούσε κι᾿ αὐτός· τοὺς ἔκανε τὸν φίλον. Τότε μαθαίνοντας αὐτό, ἀντάμωσα τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ὅλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι᾿ ἄλλους πολλοὺς καὶ τοὺς εἶπα αὐτὸ τὸ σκέδιον· καὶ τοὺς εἶπα ῾κείνη τὴν ἡμέρα νὰ μὴν πᾶμε κανένας εἰς τὴν ἐκκλησίαν· κι᾿ ἂν ἰδοῦμεν τίποτας νὰ συναχτοῦμεν ὅλοι ῾σ ἕνα μέρος καὶ νὰ συνάξωμεν καὶ τὸν λαόν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεόν. Μείναν σύνφωνοι ὅλοι νὰ συναχτοῦνε εἰς τὸ σπίτι μου ὡς παράμερον μέρος. Τὸ κόμμα τοῦ Μαυροκορδάτου ἦταν κι᾿ αὐτὸ πολὺ φοβιμένο, ὡς ἀγαναχτισμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν εἰς τὴν κυβέρνησή τους, καὶ δὲν ἤξεραν τί τρέχει. Ἐγὼ ἤμουν γγισμένος μ᾿ αὐτούς, ὄχι ὅμως νὰ θέλω καὶ τὸ κακό τους. Στέλνει ὁ Μαυροκορδάτος τὸν Κοντογιάννη κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου. Τοῦ εἶπε· «Σύρε ἀντάμωσε τὸν Μακρυγιάννη κι᾿ ἂν εἶναι κανένα κακόν, θὰ σοῦ τὸ εἰπῆ, ὅτι αὐτὸς δὲν μπαίνει μέσα εἰς αὐτά». Ἦρθε κι᾿ ὁ Σπυρομήλιος κι᾿ ἄλλοι. Τοὺς εἶπα τὰ τρέχοντα καὶ τοὺς εἶπα τί ἀποφασίσαμεν· κι᾿ ἂν τύχη τίποτας ποὺ θὰ συναχτοῦμεν. Τότε μαθαίνει αὐτὰ ὁ Κωλέτης, στέλνει τὸν Γαρδικιώτη, πήγαμεν ἐκεῖ. Μοῦ λέγει· «Τ᾿ εἶναι αὐτὲς οἱ ὑποψίες ὁποῦ βάνεις τῶν ἀνθρώπων χωρὶς νὰ ὑπάρχουν; Καὶ πρέπει ὅλοι νὰ πᾶτε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποῦ θὰ πάγη κι᾿ ὁ Βασιλέας. – Τοῦ λέγω, δὲν πάμεν πουθενά· κι᾿ ὅ,τι ἐργάζεστε τὰ ἐργάζεστε μ᾿ ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ λένε τῶν ἀνθρώπων». Φύγαμεν μὲ τὸν Γαρδικιώτη. Τοῦ λέγω· «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπατεώνας καὶ ξένη κρεατούρα. Ἐσὺ πρέπει νὰ μιλήσης τοῦ Βασιλέως καὶ νά ῾χης τὸν νοῦ σου». Τότε ὁ Κωλέτης σὰν εἶδε αὐτά, διάταξε τὸν δοικητὴ κ᾿ ἔβαλε τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Συντάματος εἰς τὸ τόξον καὶ μίλησε τῆς συντροφιᾶς τους νὰ νεκρώσουνε αὐτὸ τὸ σκέδιον. Δὲν πῆγε κανένας ἀπ᾿ ὅσους μιλήσαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, οὔτε βήκαμεν ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Ἄρχισε ὁ Κωλέτης νὰ λαβαίνη μέτρα ἀναντίον μου καὶ νὰ στέλνη νὰ μὲ μπλοκάρη τὴν νύχτα μ᾿ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας2 διὰ νὰ μὲ κακοσυσταίνη ὅτ᾿ εἶμαι ἄγριον θερίον τῆς κοινωνίας καὶ πρέπει νὰ λείψω ἀπὸ ῾δω, νὰ ἡσυχάση αὐτείνη ἡ κοινωνία.3
Εἰς τὸ κατάστημα ὁποῦ συνάζονταν οἱ Βουλὲς εἶχαν βάλη μπαρούτι κρυφίως ἀπὸ κάτου νὰ τοὺς ἀναποδογυρίσουν, ὅταν συναχτοῦν. Αὐτὸ μαθεύτηκε, ἔγινε ἕνα μεγάλο πατριντί. Ἐγὼ ἤμουν ἀστενής· πῆγα εἰς τοῦ Κριτζώτη τὸ κονάκι. Συνάχτηκαν πολλοὶ ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, πιάστη ἡ ὁμιλία αὐτείνη. Ἐγὼ τοὺς εἶπα πρέπει νὰ προσέχουν ἐκεῖνοι ὁποῦ φυλᾶνε βάρδιες καὶ νὰ μὴν γένωνται παρόμοια. Αὐτὸ εἶπα. Φιλονίκησαν καμπόσο. Σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα. ῾Ρεθίζουν τὸ ταχτικὸν ὅτι τοὺς ἀτίμησα καὶ θέλει ὁ στρατὸς ῾κανοποίηση ἀπὸ ῾μένα. Τὸ Φρουραρχεῖον μὲ προσκάλεσε νὰ μὲ ξετάξη –σύντροφός τους κι᾿ ὁ φρούραρχος – καὶ τρόμαξα νὰ ξεμπερδέψω ἀπὸ τὴν ἄδικη κατηγορίαν.
Ἀπὸ τότε ὁποῦ ἔπεσε ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἡ φατρία τοῦ ἔπεσε ὅλως διόλου καὶ ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ἀγγλίας καὶ ἡ δύναμη τῆς Ἀγγλικῆς πρεσβείας. Ἐλαμπρύνθη ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του κι᾿ ὅλες οἱ ξεκλησμένες παντιέρες καὶ οἱ σαβοῦρες τοῦ τόπου. Κι᾿ ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας ἦταν τὸ πᾶν καὶ κοντὰ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Καὶ ἦταν τὸ «λύσε» καὶ τὸ «δέσε» καὶ γενικὸς συβουλάτορας σὲ ὅλα ὁ κύριος Πισκατόρης· κι᾿ ἀδελφὸς στενός του πρώτου ὑπουργοῦ Κωλέτη. Κι᾿ ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας καὶ ἡ κυβέρνησή του ἐκεῖνο γένονταν. Κι᾿ ὅλος ὁ ἀγώνας τους, τόρα ὁποῦ ἔλαβαν ἐπιρροὴ καὶ τὰ μέσα ἐδῶ, εἶναι διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργον. Μάσαν κι᾿ ὅλους τους μπερμπάντες δικούς μας καὶ ξένους κι᾿ ἀγωνίζονται εἰς αὐτὸ τὸ ἀντικείμενον μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ ποιοὶ ἐργάζονται εἰς αὐτό; Μεγάλοι ἄντρες, βασιλέας πλούσιος ἀπὸ σοφία, ἀπὸ κατάστασιν, ἀπὸ ὑπηκόγους. Καὶ τί ἀγωνίζεται αὐτός; Ν᾿ ἀλλάξη τὴν θρησκείαν ἑνοῦ ξεψυχησμένου καὶ μικρούτζικου ἔθνους – νὰ πάρη μισὸ δράμι νερὸν νὰ τὸ ρίξη εἰς τὴν θάλασσα νὰ τὴν γλυκάνη, νὰ πγῆ νερὸ αὐτός. Μεγάλε βασιλέα, δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔργα ἑνοῦ ἀνώτερου βασιλέα, τοῦ Θεοῦ. Θέλει αὐτὸς ν᾿ ἀκούγη δοξολογίαν ξεχωριστῆ ἀπὸ τὴν δική σου. Θέλει κάθε ἔθνος κατὰ τὴν θρησκείαν του νὰ τὸν σέβεται, νὰ τὸν λατρεύη καὶ νὰ τὸν δοξάζη. Οἱ ψεῦτες καὶ οἱ κόλακες, ὁποῦ σας κάνουν ὅλους ἐσᾶς τοὺς βασιλεῖς μὲ τὴν γλυκὴ τοὺς γλώσσα καὶ χάνετε τὴν δικαιοσύνη σας καὶ γίνεστε ἐπίορκοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ δοξολογᾶτε τὸν διάβολον, αὐτεῖνοι δὲν πιστεύουν Θεόν. Δὲν δουλεύουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καὶ σκοτώνονται δι᾿ αὐτά. Ἐκεῖνοι θέλουν νά ῾χουν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τῆς θρησκείας, καὶ τότε λέγεστε κ᾿ ἐσεῖς δίκαιοι βασιλεῖς, ἐπίτροποι τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοὺς ἀφίνετε ἐλεύτερους εἰς τὰ αἰστήματά τους. Καὶ ζῆτε δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους σας κι᾿ ὄχι ἀπὸ τοὺς τεμπέληδες. Ὄχι νὰ κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας, καὶ νὰ καταγένεσαι ν᾿ ἀλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνίαν. Ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κυρίεψε τοὺς ἔκαιγε εἰς τοὺς φούρνους, τοὺς ἔκοβε γλῶσσες, τοὺς παλούκωνε ν᾿ ἀλλάξουν τὴν θρησκείαν τους καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτας. Τώρα ὁ Θεός, ὁ δίκιος καὶ παντοδύναμος, ὁποῦ ὁρίζει κ᾿ ἐσένα, ἀνάστησε αὐτεῖνο τὸ μικρὸ ἔθνος καὶ θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως κι᾿ ἀνατολικῶς, καθὼς οἱ ἐδικοί σου ὑπήκοοι τὸν δοξάζουν δυτικῶς. Κ᾿ ἐσὺ ὁ μεγάλος χριστιανὸς δυτικὸς βασιλέας, ὁ ἐπίτροπος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν λαόν σου, πρέπει νὰ προσέχης νά ῾χη αὐτὸς ὁ λαὸς ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ νὰ τὸν παρακινῆς νὰ δοξάζη τὸν Θεὸν κατὰ τὴν θρησκείαν του· κ᾿ ἐσέναν καὶ τὴν πατρίδα του νὰ σᾶς σέβεται, κι᾿ ὄχι νὰ χάνης τῆς βασιλικές σου στιμὲς καὶ τῆς πολυτίμητες· νὰ ὁδηγῆς τὸν «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (ὁποῦ δὲν ἤξερε πὼς βάνουν τὴν πέτρα εἰς τὸ ντουφέκι καὶ τὸν ὀνόμασες καὶ γκενεράλη· ὅτι οἱ Μεγαλειότες σας ὅλους τους τοιούτους τοὺς τιμᾶτε καὶ δοξάζετε, ὅτι αὐτεῖνοι ἐκτελοῦν τὴν θέλησή σας), καὶ καταγίνεται νὰ γυρίση ἀπὸ τὴν θρησκεία τοὺς τοὺς ἀπογόνους τῶν παλιῶν Ἑλλήνων, τὰ παιδιὰ τοῦ Ρήγα, τοῦ Μάρκο Μπότζαρη, τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Δυσσέα, τοῦ Διάκου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Νικήτα, τοῦ Κυργιακούλη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη, τῶν Ὑψηλάντων κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν, ὁποῦ θυσιάσαν καὶ τὴν ζωή τους καὶ τὴν κατάστασίν τους δι᾿ αὐτείνη τὴν ὀρθόδοξη θρησκεία καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Ἡ Μεγαλειότη σου μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ξέρης αὐτά· ὁ Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι του δὲν τὰ ξέρουν; Ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ ὀπαδοί του δὲν τὰ ξέρουν; Καὶ οἱ ἄλλες φατρίες δὲν τὰ ξέρουν, νὰ σᾶς εἰποῦνε, τῆς Μεγαλειότης σας καὶ τῆς συντροφιᾶς σας, ὄτι· «Αὐτὸ δὲν γένεται εἰς τὴν θρησκεία μας καὶ εἰς τὴν πατρίδα μας, ὅτι αὐτείνη ἡ θρησκεία κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα εἶναι δική μας καὶ μᾶς τίμησε κιόλα καὶ μᾶς γιόμισε δόξες, σταυροὺς καὶ μᾶς ἔδωκε βαρυοὺς μιστοὺς καὶ ἔκαμεν Ἐκλαμπρότατους καὶ μᾶς τιμάει καὶ μᾶς σέβεται, ὁποῦ ἤμαστε πρῶτα τουρκοκόπελα καὶ τώρα ἐγίναμεν τοιοῦτοι». Ἂν εἶναι τοιοῦτοι αὐτεῖνοι ὅλοι, προδότες τῆς θρησκείας τους κι᾿ ὅλων τῶν τίμιων ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ὁ Βασιλέας μας διατὶ ἀμελεῖ ἀπάνου εἰς αὐτό; Ὅταν δέχτη νὰ ῾ρθῆ νὰ βασιλέψη κι᾿ ὁρκίστη ὅτι θὰ βασιλέψη καὶ θὰ δοικήση Ἕλληνες ὀρθόδοξους χριστιανοὺς καὶ θὰ τοὺς διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση καὶ συνταματικῶς θὰ κυβερνάγη – ὅλα αὐτὰ ἡ Μεγαλειότης τοῦ διατὶ τὰ ἀμέλησε καὶ τὰ τζαλαπάτησε;
Μάθαινα ἀπὸ ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἀναντίον τῆς θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου. Πάγω εἰς τὸν κουμπάρο μου τὸν Κωλέτη, τὸν παίρνω σὲ μίαν κάμαρη, τοῦ λέγω πὼς ἦρθε εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οἱ ἄλλοι γιατροὶ ὁποῦ ῾ρθαν φέραν κι᾿ ἀπὸ ῾να γλυστήρι καὶ γιατρικὰ καὶ τήραγαν τοὺς ἀστενείς· «Ἐσύ, τοῦ εἶπα, οὔτε αὐτὰ ἤφερες, οὔτε ἀστενεῖς κύταξες. Ἐτιμήθης, δοξάστης ἀπὸ τὴν πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα· –δὲν μᾶς ἀφίνεις πλέον ἥσυχους νὰ ζήσουμεν ἐδῶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα μὲ τὴν θρησκεία μας, ἀλλά μας τζαλαπατᾶς καὶ μᾶς διαιρεῖς;» Ἀφοῦ τοῦ εἶπα πολλά, τοῦ λέγω· «Γνωρίζομεν τῆς ἐνέργειες τῆς μυστικὲς τῶν ξένων ὁποῦ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκεία μας – θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν! Σοῦ εἶπα καὶ εἰς Ἄργος, ὅταν γύρισες μὲ τὸν Ἀγουστίνο καὶ γέλαγες ἐμᾶς τοὺς ἄλλους· τὸ κεφάλι τοῦ Καποδίστρια ἔγινε μία τρύπα κ᾿ ἐσένα θὰ γένη καυκιά. Τότε, ὅταν ῾σ ἀπάτησαν εἰς τὰ νιτερέσια σου καὶ θὰ σὲ σκότωναν, γύρισες μ᾿ ἐμᾶς καὶ τρομάξαμεν νὰ σὲ σώσωμεν καὶ νὰ σωθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς, ὅσοι μείναμεν. Τώρα θὰ γένης κομμάτια ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ ἐργάζεσαι ἐσὺ μὲ τοὺς ὅμοιούς σου κι᾿ ἀφίνεις καὶ τοὺς ξένους κ᾿ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκείαν μας». Ἦρθε κ᾿ ἔγινε κατακίτρινος καὶ πέρασε καμπόσο διάστημα νὰ μοῦ δώση ἀπάντησιν. Μοῦ λέγει· «Ἡ Κυβέρνηση πρέπει νὰ λάβη μέτρα διὰ ῾σένα. – Τοῦ εἶπα, κουσούρι νὰ μὴν κάμης ἐσὺ καὶ ἡ Κυβέρνησή σου!» Σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα. Τότε ἔστειλε στρατιῶτες, τὴν νύχτα, μοῦ τρογύριζαν τὸ σπίτι. Ὅτι καθὼς ἐγίναμεν κουμπάροι τοὺς εἶχε σηκώση· σὰν εἶδε ὁποῦ δὲν ἀπόλαψε τίποτας ἀπὸ τὴν κουμπαριά του, ἔβαλε ἐκ νέγου στρατιῶτες καὶ φίλους τοῦ πιστοὺς κι᾿ ἀφοῦ μὲ φύλαγαν, ἔρχονταν καὶ πέτρες εἰς τὸ σπίτι μου διὰ νὰ βγῶ νὰ τοὺς μιλήσω, νὰ κάμουν τὸν κακό τους σκοπόν. Αὐτὸ τὸ πετροβόλησμα τὸ ἀκολουθοῦσαν πάντοτες. Μίλησα τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Στρατιωτικοῦ Τζαβέλα, τοῦ κάκου. Τὸ ῾βαλα εἰς τὴν ῾φημερίδα. Ἔρχονταν πάντοτες ἄνθρωποι καὶ μὸ ῾λεγαν νὰ φυλαχτῶ, ὅτι θὰ μὲ σκοτώσουνε. Μίαν ἡμέρα ἔρχεται ὁ ὑποστράτηγος Γιατράκος· ἦταν κι᾿ ὁ Μαμούρης ὀμπροστά· μου ῾χε παραγγείλη κι᾿ ἄλλες φορές· αὐτὸς ἦταν μ᾿ αὐτούς, ὅμως ὡς συναγωνιστῆ τὸν εἶχα καὶ εἰς τὸν ὅρκον πρωτύτερα. Μοῦ λέγει ὀμπρὸς εἰς τὸ Μαμούρη ὄτι· «Σου παράγγειλα τόσες φορὲς θὰ σὲ σκοτώσουν χωρὶς ἄλλο καὶ θ᾿ ἀφήσης τόση φαμελιὰ εἰς τοὺς πέντε δρόμους. Σοῦ εἶπα νὰ ῾νωθής μ᾿ αὐτούς, καθὼς ἑνωθήκαμεν ὅλοι· ἐσὺ δὲν θέλεις. Σὰν δὲν θέλης, φυλάξου, ὅτι θὰ σὲ σκοτώσουν. Ἔχεις πολλοὺς ὀχτρούς. – Τοῦ λέγω, ὀχτροὺς ἂν τοὺς ἔκαμα, δὲν λυπῶμαι, ὅτι κακὸ κανενοῦ δὲν ἔκαμα διὰ τὸ νιτερέσιόν μου. Ὅταν μου πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἄς μου κάμουν». Εἶχε κάμη μεγάλη κάψη· καὶ οἱ κόρυζες καὶ τὰ κουνούπια μας ἀφάνισαν κλεισμένους ὅλους μέσα· καὶ μ᾿ ἀρρώστησε ὅλη μου ἡ φαμελιά.
Μίαν ἡμέρα καθόμουν εἰς τὴν κρεββάτα· ἦταν κι᾿ ἄλλοι ἄνθρωποι, καὶ μιλούσαμεν. Ἀπόξω τὰ τείχη τοῦ περιβολιοῦ μου πέρναγαν δυὸ ἄνθρωποι, καὶ καταπάταγαν τὸν τόπον. Λέγει ἕνας· «Αὐτεῖνοι δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι». Καὶ πιάσαμεν πάλε τὴν ὁμιλίαν. Τὸ βράδυ ἦρθαν ἐναδυὸ φίλοι εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ὁ δήμαρχος τῶν Μεγάρων. Φάγαμεν ψωμί. Ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν εἰς τὴν ταράτζα· καὶ εἶχα καὶ δυὸ τρεῖς δικούς μου. Τὴν νύχτα σηκώθηκα· ἀπὸ μέσα τὸ περιβόλι μου, εἰς τ᾿ ἀγκωνάρι τοῦ σπιτιοῦ μου φύλαγαν ἄνθρωποι, μὸ ῾δωσαν ἕνα ντουφέκι – πέρασε ἀπὸ τὸ μπλέφαρό μου· δὲν μὲ πῆρε. Ρίχτηκα ἐγὼ πῆρα τὸ ντουφέκι μου, ἔρριξα· ἔρριξαν κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν ἔξω ἀναντίον αὐτεινῶν. Πῆραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ἦταν καὶ τ᾿ Ἁλώνια – ἀνακατεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι, συντρόφοι τοὺς αὐτεινῶν, ἔλπιζαν ὅτι μὲ σκότωσαν· εἴπαν· «Τρόμαξε νὰ βγῆ ὄξω ἡ νύφη, ὁποῦ κοπιάζαμεν τόσον καιρό». Αὐτὸ τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τ᾿ Ἁλώνια, δὲν γνώρισαν τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν ἡμέρα ἦρθε ὁ ἀστυνόμος, ὁ μοίραρχος – τῆς συντροφιᾶς τους – νὰ ξετάσουνε. Δὲν θέλησα νὰ τοὺς μιλήσω τίποτας.
Τότε ἔφκειασα μίαν ἔκθεσιν εἰς τὸν τύπον, ἔβαλα καὶ τὴν κόπια τοῦ ὅρκου, ὁποῦ θὰ σκότωναν τοὺς Σεπτεβριανούς, καὶ τ᾿ ἄλλα ὅλα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέα καμπόσα καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Στρατιωτικοῦ. Τοὺς εἶπα, εἰς τὸ ἑξῆς τόμως ἰδῶ ἄνθρωπον ὁποῦ νὰ μὲ φυλάγη, θὰ ρίξω νὰ τὸν σκοτώσω. Τότε μὲ προσκαλεῖ ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ βάνουν ἀνακριτᾶς καὶ μ᾿ ἀνάκρεναν τόσες ἡμέρες. Προσκάλεσα κι᾿ ὅσους ἦταν εἰς τὸ σπίτι μου μάρτυρες. Ὁ Γιατράκος ἀρνήθη ὅλως διόλου, ὁποῦ τὸν ἄκουσε κι᾿ ὁ Μαμούρης, ὁ Χατζηχρῆστος κι᾿ ἄλλοι τόσοι ἀξιωματικοί. Τὸν φώναξε ὁ Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ κ᾿ ἔγινε ἐπίορκος. Σὲ λίγον καιρὸν ἔφκειασαν τοῦ ἀδελφοῦ του τὸ κεφάλι εἰς τὴν πατρίδα τοῦ σκαφίδα, τὸν δολοφόνησαν τὴν νύχτα. Τότε βάργε τὸ κεφάλι του ὁ ὑποστράτηγος.
Οἱ Βουλὲς κι᾿ ὅλες οἱ ῾φημερίδες θέλανε ἡ Κυβέρνηση ν᾿ ἀποδείξη τοὺς αἴτιους τῆς ἐταιρίας ὁποῦ ῾ναι ἀναντίον τῶν Σεπτεβριανῶν καὶ τοῦ Συντάματος. Ἔβαλαν ῾πιτροπή οἱ Βουλὲς νὰ συναγροικιέται μὲ τὴν Κυβέρνησιν περὶ αὐτῆς τῆς ἐταιρίας. Ὁ Κωλέτης ἀντὶς διὰ τὸν συνταματάρχη Ζέρβα, ὁποῦ ῾χε τὸν ὅρκον, τὸ ἔρριξε εἰς ἕναν Ἀντώνη Πατέρα λοχαγό. Τὸν φαρμάκωσαν κι᾿ αὐτόν, πέθανε. Καὶ γύρα γύρα, σήμερα ταχιά, σὰν εἶδε ὅτι τὸ πράμα χοντραίνει, γύρισε καὶ καμόσους ἀπὸ τὴν ῾πιτροπή βουλευτὲς καὶ γερουσιαστὲς κ᾿ ἔμεινε ὡς τὴν σήμερον νεκρὸ καὶ παγωμένο.
Ἐγώ, ἀφοῦ ἔγινε ἡ μεταβολὴ τῆς Τρίτης Σεπτεβρίου καὶ κατατρέχτηκα ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς, Μεταξά, Μαυροκορδάτο, Κωλέτη καὶ συντροφιές τους, ἀκολουθοῦσα νὰ ῾νεργάω τὸν ὅρκον διὰ τὰ ἔξω· κ᾿ ἔστελνα τίμιους ἀνθρώπους καὶ κατηχούσαν· καὶ σύσταιναν καὶ ῾πιτροπές. Κι᾿ ἀγροικιώμουν παντοῦ μέσα κ᾿ ἔξω. Καὶ μὸ ῾στελναν κ᾿ ἐμένα ἀνθρώπους καὶ γράμματα. Ἦρθε ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Γουργαροσερβία στελμένος ῾σ ἐμένα καὶ εἰς τὸν Χατζηχρῆστο καὶ τὸν Κωλέτη, ἐπειδὴ ἦταν εἰς τὰ πράματα καὶ εἶχε κι᾿ αὐτὸς αὐτείνη τὴν ἰδέα καὶ τὴν μίλησε καὶ εἰς τὸ βῆμα τῆς Συνελέψεως. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾στελνα ἔξω, ὡς φαίνεται, κανένας εἶχε φίλον κι ἕναν σημαντικὸν Τοῦρκον – ἦταν ἀναντίος τοῦ Σουλτάνου. Σὰν ἔγινε ἡ μεταβολὴ τῆς Τρίτης Σεπτεβρίου κ᾿ ἔμαθε ὁ Τοῦρκος αὐτὸς ὅτι ῾νέργησα κ᾿ ἐγὼ κατὰ δύναμιν, ὑποπτεύτηκε νὰ μὴν κινηθοῦμεν μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ καὶ διὰ ἔξω ἀναντίον τους. Βρίσκει ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος ἕναν φρόνιμον Ρωμιὸν καὶ τὸν ὁρκίζει καὶ τοῦ δίνει τὰ μέσα καὶ τοῦ λέγει νὰ ῾ρθῆ νὰ μ᾿ ἀνταμώση. Μοῦ λέγει· «Ὁ τάδε Τοῦρκος μ᾿ ἔστειλε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω – νὰ μὴν ξέρη ἄλλος κανένας, ὅτι προδίνεται καὶ χάνεται. Μοῦ εἶπε νὰ σοῦ εἰπῶ, ἂν ἔχετε σκοπὸν νὰ κινηθῆτε ὅποτε εἶναι καιρός, νὰ βάλωμεν ἕνα καβούλι νὰ μᾶς φυλάξετε τιμὴ καὶ κατάστασνι καὶ νά ῾χωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ ἴδια δικιώματα· κι᾿ αὐτός σας βρίσκεται μὲ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπους». Ἔκατζε ῾δω καπόσες ἡμέρες. Τοῦ λέγω μίαν ἡμέραν· «Νὰ πᾶς νὰ εἰπῆς αὐτὰ τοῦ Κωλέτη». Τὸν ἔπιασε τρομάρα τὸν ἄνθρωπον. «Δὲν πηγαίνω, μοῦ λέγει, εἰς αὐτόν, ὅτι χανόμαστε. –Του λέγω, νὰ πᾶς καθὼς θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ, ὅτι θέλω νὰ μάθω τί φρονεῖ αὐτὸς διὰ τὰ ἔξω· νὰ τὸν ὁρκίσης καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς «ἕνας Τοῦρκος μ᾿ ἔστειλε» – οὔτε τ᾿ ὄνομά του, οὔτε τὴν πατρίδα του· καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς ὅσα μου εἶπες ἐμένα. «Καὶ μ᾿ ἔστειλε, νὰ τοῦ εἰπῆς, ῾σ ἐσένα καὶ εἰς τὸν Μακρυγιάννη, κι᾿ ὅποτε εἶναι καιρὸς ἀγροικιέστε ἐσεῖς οἱ δυὸ μ᾿ ἐμένα κ᾿ ἐγὼ μ᾿ αὐτόν». Καὶ τοῦ εἴπα· «Νὰ μὴν τοῦ εἰπῆς ὅτι μ᾿ ἀντάμωσες ἐμένα καὶ μοῦ μίλησες, ἀλλὰ πρωτοπῆγες εἰς αὐτόν». Πῆγε τὸν ἀντάμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγη τὸ βράδυ, τοῦ λέγει αὐτὰ κι᾿ ὅτι τὸν ἔστειλε ὁ Τοῦρκος ῾σ αὐτὸν καὶ ῾σ ἐμένα. Τοῦ λέγει ὁ Κωλέτης· «Νὰ μὴν πῆγες εἰς αὐτόν; – Ὄχι. Πρῶτα ἦρθα εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σου, ἔτζι εἶμαι διαταμένος. – Μὴν πᾶς ῾σ αὐτὸν τὸν μπερμπάντη. Αὐτὸς εἶναι εἰς τὴν ὀργὴ τοῦ Βασιλέως, ὅτι ἀπάτησε τὸν λαὸν καὶ τοὺς ὅρκισε καὶ τοὺς πῆρε τῆς ὑπογραφὲς τοὺς κ᾿ ἔκαμε αὐτὸ τὸ μπερμπάντικο πράμα. Καὶ μ᾿ αὐτὸ ὁποῦ ῾καμεν θὰ λάβη τὰ ῾πίχειρα τῆς κακίας του». Τὸν ὁρκίζει νὰ μή μου εἰπῆ ἐμένα παρόμοιον, οὔτε ἀλλουνοῦ αὐτό. Τοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔχει ῾νεργήση καὶ μ᾿ ἄλλους σημαντικοὺς κι᾿ ὅποτε εἶναι καιρός, «ἔχομεν ὅλες της ἑτοιμασίες καὶ θὰ λευτερώσουμεν ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη». Πῆγαν ἄνθρωποι πολλοί – του εἶπε νὰ γυρίση τὴν ἄλλη ῾μερα νὰ τοῦ μιλήση ἀκόμα. Τὸν ἄνθρωπο τὸν στένεψε νὰ μάθη τ᾿ ὄνομα τοῦ Τούρκου. Ἔρχεταί μου λέγει αὐτά, καταλυπημένος διατὶ νὰ τὸν στείλω ἐκεῖ, καὶ μπορεῖ νὰ προδοθῆ. Τοῦ λέγω· «Αὐτὰ ἤθελα νὰ μάθω ἐγώ. Σήκου νὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου καὶ νὰ μὴ ματαπατᾶς εἰς αὐτόν». Τοῦ εἶπα τί νὰ μιλήση καὶ τοῦ Τούρκου. Καὶ πάγει κι᾿ αὐτὸς εἰς τὴν δουλειά του· καὶ δὲν τὸν ματάειδε ὁ Κωλέτης. Καὶ βήκα κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀπάτη, ὁποῦ νόμιζα κάτι μπορεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ αὐτὸν διὰ τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς σκλαβωμένους.
Ἀφοῦ κι᾿ ὁ Μεταξᾶς τὸν γνώρισε καλά, ἀπαρατήθη. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι εἰς τὴν Οἰκονομίαν ὅσο ἐστάθη ἔκαμεν τὰ χρέη τοῦ πολλὰ τίμια καὶ πατριωτικά· κι᾿ ὠφέλησε τὸ δημόσιο κι᾿ ἄφησε καὶ καμόσα χρήματα εἰς τὸ ταμεῖον. Καὶ βγαίνοντας αὐτός, τὰ πάστρεψε ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά. Πῆρε μὲ τὸ μέρος τοῦ πολλοὺς βουλευτᾶς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ῾διοτελείς ὅλους, Κριτζώτη, Γριβαίους, Παπακώστα κ᾿ ἐπίλοιπους κ᾿ ἔκαμεν διὰ ῾νεργείας αὐτεινῶν τοὺς κακούς του σκοποὺς – ὠφελήθηκαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Κι᾿ ἀφοῦ τοὺς καταλάσπωσε, τοὺς δίνει μίαν κλωτζά. Καὶ τοὺς κατατρέχει ὅλους. Τότε κι᾿ αὐτεῖνοι θέλησαν νὰ δείξουν τὰ πατριωτικὰ τοὺς αἰστήματα εἰς τὴν Βουλὴ – γύρισαν μὲ τὴν ἀντιπολίτεψιν. Ὁ Κωλέτης εἶχε κάμη ὅλα του τὰ θελήματα εἰς τὴν Βουλὴ καὶ τότε ὁποῦ δὲν τοὺς εἶχε ἀνάγκη τοὺς κυνήγησε. Καὶ γίναμεν συντρόφοι. Ὅταν ἦταν μ᾿ αὐτὸν μὲ κατάτρεχαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι. Τώρα μὸ ῾λεγαν· «Πῶς τὸν γνώρισες ἐσὺ κ᾿ ἐμεῖς ἀπατηθήκαμεν; – Κ᾿ ἐσεῖς, τοὺς εἶπα, τὸν γνωρίζεταν καλύτερα ἀπὸ ῾μένα, ὅμως ἡ ῾διοτέλεια τὰ ῾κάνε αὐτά».
῾Νέργησα κ᾿ ἔγιναν συντρομηταὶ εἰσὲ ὅλο τὸ Κράτος καὶ κάμαμεν μίαν ἐφημερίδα «Ἐθνοκρατία» καὶ βαρούγαμεν μὲ φρονιμάδα τὰ κακά. Αὐτείνη ἡ ῾φημερίδα πείραζε τὸν Κωλέτη καὶ συντροφιά του διατὶ μιλοῦσε μὲ ἠθικὴ κ᾿ ἔλεγε τὰ σφάλματά τους. Ἦταν τρεῖς καλοὶ νέοι καὶ μὲ μεγάλη ἀρετὴ ὁποῦ γράφαν κ᾿ ἐγὼ ἤμουν ταμίας.
Ἕνα βράδυ, τὴ νύχτα, νὰ ἕνας ἄνθρωπος βαλμένος νὰ μὲ δολοφονήση. Ἤξερε τὴν ὥρα αὐτείνη, ὁποῦ καθόμουν μόνος μου εἰς τὴν κάμαρά μου, παράμερη. Εἶχε κι᾿ ἄλλους τέσσερους ἀνθρώπους· δυὸ ἄφησε εἰς τὴν αὐλόπορτα, δυὸ ἤφερε ἀπάνου εἰς τὴν ἄλλη πόρτα κι᾿ αὐτὸς μπῆκε μέσα. Εἶχαν καὶ τὰ διαβατήρια τους βγαλμένα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πρωτύτερα. Μπῆκε μέσα, εἶδε τοὺς ἀνθρώπους, μοῦ λέγει· «Ἔβγα ῾στὴν σάλλα, κάτι θὰ σοῦ μιλήσω μυστικά. – Τοῦ λέγω, μίλησέ μου ἐδῶ. – Ὄχι, λέγει, ἔξω. – Σύρε, τοῦ λέγω, εἰς τὴν σάλλα κ᾿ ἔρχομαι». Μπῆκε εἰς τὴν σάλλα. Οἱ ἄνθρωποί μου ἔτρωγαν ψωμὶ κάτου εἰς τὸ ὑπόγειον κλεισμένοι ὅλοι, ὅτ᾿ ἦταν κρύο πολύ. Τότε τοὺς λέγω νὰ ῾ρθουν ἀπάνου. Ἐγὼ πῆρα τὸ μαχαίρι μου καὶ τὸ εἶχα ἀπὸ κάτου εἰς τὴν καπότα μου· καὶ πῆγα κ᾿ ἔκατζα κοντά του, εἰς τὰ δεξιά του. Τοῦ λέγω· «Τί ὁρίζεις, ἀδελφέ; Ἄλλη βολὰ εἰς τὸ σπίτι μου δὲν ἐκόπιασες. – Ἦρθα κι᾿ ἄλλη βολά, μοῦ λέγει, μὲ τὸν ἀρχηγό μου τὸν Γρίβα. – Τί θέλεις τώρα τὴ νύχτα; – Θέλω, λέγει, ὠρέ, τὰ δίκια μου! – Τί δίκια ζητεῖς ἀπὸ ῾μένα; Βασιλέας εἶμ᾿ ἐγώ, Κυβέρνηση εἶμαι, Βουλὲς εἶμαι; Ὁ ἀρχηγός, ὁποῦ εἶσαι, εἶναι Γενικὸς Ἐπιθεωρητής, εἶναι βουλευτής. Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἰδιώτης κατατρεμένος· κάθομαι εἰς τὸ σπίτι μου. – Ἀπὸ ῾σένα θέλω τὰ δίκια μου!» Εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν μπῆκαν καὶ οἱ ἄνθρωποί μου μέσα. Τότε ἄρχισε νὰ χάνη τὴν γενναιότητα. Τοῦ εἶπα· «Πήγαινε εἰς τὴν δουλειά σου καὶ νὰ μὴ ματαρθῆς ἐδῶ». Βγαίνοντας ἔξω, εἴδαμεν καὶ τοὺς συντρόφους του ἀρματωμένους. Αὐτὸ τὸ πράμα τὸ εἶπα κι᾿ ἀλλουνῶν, κ᾿ ἕνας φίλος μου εἶπε ὅτ᾿ εἶχαν βγάλη καὶ τὰ διαβατήρια τους πρὸ ἡμερῶν – ἦταν εἰς τὴν ἀστυνομίαν ὅταν τὰ ῾βγαλαν. Οὔτε πῆγαν πουθενά. Κι᾿ ὅταν πῆγαν εἰς τὴν πατρίδα τους τὸ καυκήθηκαν αὐτό, ἔμαθα, μ᾿ ὅλον ὁποῦ δὲν πέτυχαν τὸν σκοπόν τους.
Ἀφοῦ ὁ Κωλέτης ἔκαμεν τὴν δουλειάν του καθὼς ἤθελε μὲ τῆς Βουλές, τότε τοὺς διάλυσε γιὰ νὰ ῾νεργήση νὰ γένουν νέες. Τότε ὁ Κριτζώτης, Γρίβας, Παπακώστας, Μαμούρης κι᾿ ἄλλοι ἑνώνονται μὲ τὸν Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδᾶτο καὶ γίνονται ἕνα. Μοῦ λένε κ᾿ ἐμένα νὰ ἑνωθῶ. Τοὺς λέγω δὲν θέλω μήτε ὑπέρ, μήτε κατά. Ὅταν ἰδῶ πράματα πατριωτικὰ καὶ φρόνιμα, εἶμαι μαζί τους, εἰδὲ δὲν εἴμαι· «Καὶ δὲν εἶμαι καὶ προδότης νὰ σᾶς προδίνω», εἶπα τοῦ Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου. Ὁ Κωλέτης, σὰν φύγαν αὐτεῖνοι, μοῦ στέλνει τὸν Γαρδικιώτη νὰ πάγω, μὲ θέλει. Σηκώθηκα πῆγα. «Ἀγαπητὲ κουμπάρε, τόσον καιρὸν ἐδῶ πλησίον σου καὶ νὰ μὴν ἔρθης νὰ σὲ ἰδῶ; – Τοῦ λέγω, ἔχεις πολλὲς δουλειὲς καὶ δὲν σὲ βαρύνω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν παρουσίαν μου. Τί μὲ θέλεις; – Σὲ θέλω νὰ σὲ ἰδῶ». Τοῦ λέγει ὁ Γαρδικιώτης· «Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι κουμπάρος μας, νὰ ἔμπη τώρα εἰς τῆς ἐκλογὲς τῆς νέες βουλευτὴς αὐτὸς κι᾿ ὁ Βλάχος, νὰ ῾μπης κ᾿ ἐσὺ κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς. Καὶ νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι. – Ἀγαπητὲ Γαρδικιώτη, ὁ Μακρυγιάννης νὰ ῾μπη βουλευτής; Ἐγὼ τὸν ἔχω νὰ τὸν κάμω γερουσιαστή! Ἐγὼ θὰ τὸν κάμω ἀρχηγὸ τῆς Ἐθνοφυλακῆς, θὰ τὸν κάμω ῾πασπιστή τοῦ Βασιλέως – ὅσα μιλήσαμεν οἱ τρεῖς ὅταν ὁρκιστήκαμεν· κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὸν καιρόν, νὰ τηράξωμεν διὰ τὰ ἔξω, ν᾿ ἀξήνωμεν τὴν πατρίδα μας. Ὁ Μακρυγιάννης ἔφκειασε αὐτὸ τὸ τραπέζι, ὁποῦ καθόμαστε, καὶ μᾶς σύναξε ὅλους· κι᾿ ἀφοῦ τὸ ῾στρωσε, σηκώθη κ᾿ ἔφυγε καὶ μᾶς ἄφησε μοναχούς. Ἐγὼ τοῦ εἶχα τὸν Μεγαλόσταυρον ἕτοιμο. «Ὁ Μακρυγιάννης (λένε τοῦ Βασιλέα, λένε ἐμέναν) κάνει νέους ὅρκους καὶ παίρνει ὑπογραφές». Ἐγὼ λέγω τοῦ Βασιλέα· «Ψέματα, Μεγαλειότατε». Ὁ «Μακρυγιάννης τώρα εἰς τῆς νέες Βουλὲς πρέπει νὰ συντρέξη τὴν Κυβέρνησιν νὰ μποῦνε ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ διορίσω κ᾿ ἐγώ, διὰ ν᾿ ἀκούγεται καὶ εἰς τοὺς ἔξω ἀνθρώπους ὅτι ὁ Κωλέτης εἶναι μὲ τὸ μέρος του...4 καὶ τὸν ὑπολήπτονται οἱ Ἕλληνες. Ὁ Μακρυγιάννης πρέπει εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶναι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Κυβερνήσεως. – Κύριε Κωλέτη, στάσου νὰ σοῦ μιλήσω κ᾿ ἐγώ. – Σ᾿ ἀκούω, ἀγαπητέ. – Δὲν ἦρθα μόνος μου ἐδὼ· ἔστειλες τὸν Γαρδικιώτη καὶ μὲ φώναξες: Οὔτε βουλευτὴς θέλω, οὔτε γερουσιαστής, οὔτε ἀρχηγός, οὔτε ῾πασπιστής, οὔτε σταυρὸ – οὔτε ἐσύ μου τὰ δίνεις, οὔτε ἐγὼ τὰ φαντάζομαι. Ὑπογραφὲς κι᾿ ὅρκους νέους ὁποῦ μου λὲς δὲν ἔκαμα καὶ κανένας ἀπό σας δὲν θέλω νὰ ἔχη ἐσπλαχνία ῾σ ἐμένα. Ὁμιλίες καὶ συνωμοσίες εἶχα κάμη νέες, νὰ βάλω ἐσέναν ῾στὰ πράματα καὶ τοὺς φίλους σου, ὁποῦ εἴσαστε ὡς τὴν σήμερον. Εἰς αὐτείνη τὴν συνωμοσίαν ἔβαλα καὶ τὸν ἴδιον Βασιλέα, νὰ σὲ βάλη εἰς τὰ πράματα, ὁποῦ εἶσαι. Ἂν ἔστρωσα τὸ τραπέζι καὶ κάθεστε καὶ τρῶτε ἐσεῖς, ἂν ἔφαγα καμμίαν χαψιά, νὰ σᾶς πλερώσω τὸ κόστος. Συντροφιὰ δὲν θέλω ἂν δὲν ἰδῶ νὰ κυβερνάγη ἡ ἀρετὴ κι᾿ ὁ πατριωτισμός. Τί μὲ γυρεύεις σύντροφον; Ἐσὺ στέλνεις ἕνα λόχο καὶ κάποτε δυὸ καὶ μὲ τρογυρίζεις ὡς νὰ «ἤμουν ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος, διὰ νὰ μὲ δείχνης εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν Βασιλέα ὅτ᾿ εἶμαι τοιοῦτος κ᾿ ἐσὺ προσέχεις διὰ ῾μένα τὸν κακὸν ἄνθρωπον, διὰ ν᾿ ἀσφαλίσης τὸ Κράτος καὶ τὸν Βασιλέα ἀπὸ ῾να ληστή. Πόσες ληστεῖες εἶδες ἀπὸ ῾μένα κι᾿ ἀπ᾿ ὅσους ὁδηγοῦσα ὅταν ἤσουνε εἰς τὰ πράματα, εἰς τὴν Ἐπανάστασιν; Τότε ὁποῦ ἤμουν νέος καὶ χωρὶς γυναίκα καὶ παιδιά, ἤμουν φρόνιμος· τώρα ὁποῦ γέρασα καὶ εἶμαι φορτωμένος τόσον κόσμο φαμελιά, τρελλάθηκα; Θὰ κάτζω εἰς τὸ σπίτι μου· οὔτε τὴν Κυβέρνησιν βοηθῶ, οὔτε εἶμαι ἀναντίος της. Κι᾿ αὐτείνη τὴν ὑποψίαν ὁποῦ ῾χεις, τώρα ὁποῦ τραβήχτη ὁ Κριτζώτης καὶ οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν ἑνωθῶ μ᾿ ἐκείνους, δὲν ἑνώνομαι, ὅτ᾿ εἶναι ἐγωιστὲς καὶ δὲν κάνουν δουλειὰ πατριωτική». Καὶ σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα.
Ὁ Κριτζώτης, Γρίβας, Μαμούρης, Παπακώστας κι᾿ ἄλλοι ἑνώθηκαν μὲ τὸν Μεταξά, Μαυροκορδάτο κι᾿ ἄλλους καὶ πᾶνε διὰ τῆς νέες ἐκλογὲς νὰ κάμουν δύναμιν νὰ ῾ρθούνε ἀναντίον τῆς Κυβέρνησης. Καὶ συνομίλησαν νὰ γένη μίαν ἡμέρα κίνημα παντοῦ, ὥστε ἡ Κυβέρνηση νὰ μὴν μπορῆ νὰ προφτάση. Δὲν ἦταν πατριωτικὴ ἡ καρδιά τους. Πῆγε ὁ Γρίβας εἰς τὴν Βόνιτζα, σήκωσε τὴν σημαία. Τὸν πλάκωσαν χωρὶς νὰ ρίξη ντουφέκι, τὸν ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσα. Ἂν δὲν τὸν σώναν οἱ Ἄγγλοι, ἦταν χαμένος. Πῆγε εἰς τὴν Ἁγιομαύρα μὲ καμμίαν ὀγδοηνταριὰ ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χε, ἔκατζε καμόσες ἡμέρες κι᾿ ἀπὸ ῾κει πῆγε εἰς τὴν Πρέβεζα κι᾿ ἀπὸ ῾κει ῾στὰ Γιάννενα. Τελειώνοντας αὐτός, σηκώνεται ὁ Φαρμάκης μ᾿ ἄλλους εἰς τὸν Ἔπαχτον. Παίρνει ὁ Μαμούρης τοῦ Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου τριάντα πέντε χιλιάδες δραχμές, ὁποῦ σύναξαν συνεισφορὰ διὰ νὰ βοηθήσουνε αὐτὸ τὸ κίνημα, τοὺς γέλασε καὶ γύρισε μὲ τὴν Κυβέρνησιν. Πῆγε καὶ σκοτώνεταν μὲ τοὺς συντρόφους του, τὸν Φαρμάκη καὶ τοὺς ἄλλους. Γύμνωσε κι᾿ ἕνα χωριόν, κεφαλοχώρι τοῦ Κράβαρι, ὁποῦ ἦταν ὁ Φαρμάκης μέσα καὶ τ᾿ ἄφησε κ᾿ ἔφυε· μπῆκε ὁ Μαμούρης μὲ τὸ φουσσάτο τῆς Κυβέρνησης, δὲν τοὺς ἄφησαν οὔτε στάχτη. Καταπολέμησαν τὸν Φαρμάκη, τὸν νίκησαν. Τὸν ἔπιασαν μ᾿ ἄλλους καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι. Σηκώνεται ὁ Κριτζώτης εἰς τὴν Χαλκίδα. Πάγει ὁ Γαρδικιώτης μ᾿ ὅλη τὴν δύναμη, πολεμοῦν. Κόβει τὸ κανόνι τὸ χέρι τοῦ Κριτζώτη. Σώθη εἰς τὴν Χιόν. Ρήμαξε τὸ Γριπονήσι τὸ φουσσάτο κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς Γαρδικιώτης. Καὶ σκοτώθη τόσος κόσμος. Σηκώνεται ὁ Παπακώστας, Κοντογιανναῖγοι, Μπαλατζός, Βελέτζας κι᾿ ἄλλοι πολλοί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάμουν τίποτας. Πᾶνε εἰς τὴν Τουρκιά. Καταφανίστηκαν κι᾿ αὐτεῖνοι κι᾿ ὁ τόπος. Οἱ πολιτικοὶ ἀρχηγοὶ τοὺς ἐδῶ νεκρωμένοι· μὲ δόλο τὸ ἕνα μέρος μὲ τ᾿ ἄλλο ῾μονοιασμένοι, μὲ τὰ χείλη κι᾿ ὄχι μὲ τὴν καρδιά· ἄλλα ῾νεργούσε τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τὸ ἄλλο ἄλλα. Ὅσοι σηκώθηκαν ἔπαθαν κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ δυστυχισμένοι, κι᾿ ὁ τόπος ῾σ ἄχλιαν κατάστασιν.
Ὅταν σηκώθηκε ὁ Βελέτζας μὲ τοὺς ἄλλους, ηὗρα κ᾿ ἐγὼ τὸν διάβολό μου. Ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου ὁ Τζαβέλας εἶπε ὅτι τοῦ ἔδωσα τὰ μέσα καὶ τὸν ἔβγαλα ἔξω κι᾿ ὅτι καὶ τοῦ Κριτζώτη τοῦ ἔστειλα ἀνθρώπους· κι᾿ ἂν ἀνακατώθηκα εἰς αὐτὰ ὅλα, εἶμαι ἄτιμος ἄνθρωπος. Μὲ φύλαξε ὁ Θεὸς καὶ μὲ φώτισε, ὅτι ἔβλεπα τὴν συντροφιὰ τοὺς ὁλουνῶν, καὶ στρατιωτικῶν καὶ πολιτικῶν, καὶ τὴν ῾λικρίνειάν τους, καὶ δὲν ἀνακατώθηκα. Καὶ τρόμαξα νὰ σωθῶ ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἀδικίαν. Ὅτι μὲ διαβάλαν καὶ εἰς τὸν Βασιλέα.
Ὁ Κωλέτης ἄρχισε νὰ κάμη τῆς ἐκλογές. Ἂν δὲν εἶχαν οἱ συντρόφοι τοῦ ψήφους πολλοὺς κατὰ τὸν νόμον, γιόμιζαν τῆς κάλπες αὐτοὶ καὶ τῆς Κυβέρνησης τὰ ὄργανα. Παντοῦ εἰς τὸ Κράτος γίνηκαν σκοτωμοὶ κι᾿ ἀφανισμὸς τῶν κατοίκων. Ὁ Κωλέτης πῆρε ὅλες της ἐκλογές, κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος οὔτε εἰς τῆς ἑκατὸ μία. Ἔχει ὅμως τὴν δόξαν ὁ Μαυροκορδάτος ὅτι ῾σ τῆς πρῶτες ἐκλογὲς ἔδειξε αὐτὸς μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ τὸ παράδειμα. Βῆκε κι᾿ ὁ Κωλέτης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευτὴς κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸν Καλλεφουρνά, τὸν Βρυζάκη καὶ Πετράκη, ἀνθρώπους τῆς μπιστοσύνης του. Τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος Μεταξάς, Βλάχος, Ζαχαρίτζας, Σκουρτανιώτης ἀπέτυχαν. Ἐγὼ καθόμουν εἰς τὸ σπίτι μου, δὲν ἀνακατώθηκα οὔτε ῾στό ῾να τὸ μέρος, οὔτε ῾στ᾿ ἄλλο. Ἀφοῦ ὁ Κωλέτης κιντύνεψε τὸν Κριτζώτη κι᾿ ἀλλουνοὺς καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρίδα τους, ὁποῦ ῾χυσαν τὸ αἷμα τοὺς εἰς τους κιντύνους της, καὶ πᾶνε εἰς τοὺς Τούρκους νὰ βροῦνε ἄσυλο, ἦρθε καὶ ἡ ἀράδα ἡ δική μου νὰ μὲ βγάλη ἀπὸ τὰ μάτια του. Κάνει συβούλιον μὲ τοὺς φίλους του πὼς νὰ μπορέσουν νὰ μὲ συλλάβουν τὴν νύχτα. Ἔρχονταν καὶ μὲ φύλαγαν νὰ βροῦνε καιρό. Φίλοι ἦρθαν μου εἶπαν ὅτι μιλοῦσε αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος αὐτὰ ῾σ ἑνοῦ Δεσπότη φίλου του τὸ σπίτι, ὁποῦ ὀϊντίζει κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ ἅγιου ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ μ᾿ ἐκεινοῦ. Ἦρθαν κι᾿ ἄλλοι, ὁποῦ ἄκουσαν τὰ ἴδια μέσα-εἰς τὴν Γραμματείαν. Εἶδα καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ μὲ τρογύριζαν ἐκ νέου νὰ μοῦ κάμουν αὐτείνη τὴν τιμή. Ἄλλοι μὲ βιάζαν νὰ φύγω νὰ σωθῶ. Ἐγὼ τοὺς ἔλεγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου δὲν μπορῶ νὰ φύγω κι᾿ ὅ,τι μ᾿ εὕρῃ νὰ μ᾿ εὕρῃ ἐδῶ. Τότε κάθομαι καὶ φκειάνω μίαν ἔκθεσιν κ᾿ ἔλεγα πὼς μὲ ζήτησε ὁ Κωλέτης τόσες φορὲς καὶ τί ἦταν οἱ σκοποί του, τί δουλεύει διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, πὼς πιάστηκα μ᾿ αὐτόν, πὼς ἔστειλε εἰς τὸ ὑστερνὸ τὸ Γαρδικιώτη καὶ πῆγα ἐκεῖ· κι᾿ ὅ,τι μου εἶπε κι᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπα. Τὸ ῾φκειασα αὐτό, τὸ ῾δωσα ἑνοῦ φίλου μου· τοῦ εἶπα, ἂν κλειστῶ εἰς τὸ σπίτι μου –μὲ βιάσουν αὐτεῖνοι, ἢ μὲ διώξουν, ἢ μὲ σκοτώσουνε – αὐτὸς εὐτὺς νὰ τὸ δώση εἰς τοὺς τύπους· καὶ τοὺς ὅρκιζα ὅλους νὰ τὸ βάλουν. Ἔσασα τ᾿ ἅρματά μου ὅλα, μίλησα καὶ πέντ᾿ ἕξι παιδιῶν νὰ ῾τοιμαστούν νὰ τὸ βροντήσουμεν ὦσο νὰ λυώσουμεν. Ἕτοιμοι αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι· «Πεθαίνομεν, μοῦ λένε, ὅποτε θέλεις!».
Τότε ἔκρινα εὔλογον νὰ πάγω νὰ τοὺς μιλήσω πρῶτα ἐκεινῶν. Πῆγα εἰς τὸν Γαρδικιώτη, ὁποῦ ἦταν παρὼν ὅταν μίλησα τοῦ Κωλέτη, ὁποῦ ῾ρθε ὁ Γαρδικιώτης καὶ μὲ πῆγε. Δὲν τὸν ηὗρα τὸ Γαρδικιώτη. Εἶχε πάγη εἰς τὴν Κόρθο νὰ συβιβάση τὰ ὀτζάκια τῶν Νοταράδων, ὅτι τρώγονταν. Πῆγα εἰς τὸν Παλαμήδη· ἦταν ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Τοῦ εἶπα ὅσα μου κάνει ὁ ἀφέντης του κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ νὰ τὰ εἰπῆ τοῦ Βασιλέα ὅλα κι᾿ ἐκεινοῦ τοῦ μπερμπάντη. Μοῦ εἶπε ὅτι πάγει καὶ μιλεῖ, ὅμως τὴν ἔκθεση νὰ μὴν τὴ δώσω εἰς τὸν τύπον. Πῆγε καὶ μίλησε. Συχρόνως ἦρθε κι᾿ ὁ Γαρδικιώτης. Τοῦ μίλησα κι᾿ αὐτεινοῦ. Τὸ δειλινὸ βλέπω τὸν κουμπάρο μου τὸν Κωλέτη κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ κάνει χιλιάδες τζιριμόνιες· κι᾿ ἔκατζε περίτου ἀπὸ τέσσερες ὧρες. Οὔτε καταδέχτηκα νὰ τοῦ μιλήσω δι᾿ αὐτά, οὔτε μοῦ μίλησε· ἀλλά μου εἶπε πρέπει νὰ ἑτοιμαζώμαστε διὰ ἔξω – ὅσα εἴχαμε μιλημένα πρὸ καιροῦ. Ὅτι ἔστειλε τὰ μέσα τοῦ Γκιουλέκα καὶ πολεμάγει εἰς τὴν Ἀρβανιτιὰ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσουμεν νὰ χαθῆ. Μοῦ εἶπε αὐτὰ κ᾿ ἔφυγε. Μοῦ σήκωσε καὶ τὸν μπλόκον.
Σὲ δυὸ τρεῖς ἡμέρες τὸν κολλάγει ἕνας νεφρίτης καὶ γύριζε καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα. Τοῦ βαστήχτη τὸ κάτουρό του. Μαζώχτηκαν ὅλοι οἱ γιατροί. Πῆγε κι᾿ ὁ Βασιλέας τόσες φορές. Τὸν ἔκαμε κι᾿ ἀντιστράτηγον. Εἶδε ὁποῦ θὰ πεθάνη, συβούλεψε τὸν Βασιλέα νὰ μὴν ἀλλάξη τὸ σύστημά του – καὶ τὸ βαστάγει ὡς τὴν σήμερον. Μπῆκε ὁ Τζαβέλας πρωτοϋπουργός. Τὸν ἔκαμαν βουλευτή, ἢ νὰ εἰπῶ καλύτερα ἔγινε μόνος του μὲ τὴν βοήθεια τῆς συντροφιᾶς του· γιόμωσαν τῆς κάλπες ψήφους. Κ᾿ ἔδειξε κι᾿ αὐτὸς ἀρετὴ καὶ δείχνει σὰν τὸν μακαρίτη κατὰ τῆς ὁδηγίες ὁποῦ ἄφησε εἰς τὸν πεθαμό του – δὲν ἀλλάξαμεν οὔτε γιώτα. Καὶ κυβερνιώμαστε καὶ τώρα καθὼς πρῶτα καὶ χερότερα. Καὶ σὲ ὅλες της τάξες ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη καὶ κάτου καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ Βουλὲς καὶ παντοῦ εἰς τὸ Κράτος δὲν γνωρίζει τὸ σκυλὶ τὸν ἀφέντη του. Κλεψὲς ῾στὰ ταμεῖα καὶ ῾στὰ ῾σοδήματα, ληστεῖες. Ἡ ἀρετή, ἡ ἀλήθεια, ὁ πατριωτισμὸς ἐχάθηκαν. Ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτὰ τὸν κιντυνεύουν, κι᾿ ὅθεν ψεύτης καὶ κατρεγάρης καὶ κλέφτης, ἢ ντόπιος ἢ ξένος, ἐκεῖνος ἔχει τὴν τύχη του.
Τὸν Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξᾶ καὶ συντρόφους τοὺς κατατρέχουν ἐπειδήτις ἦταν ἀντιπολιτευόμενοι κ᾿ ἔγιναν αὐτὰ τὰ κινήματα ἔξω, χωρὶς νὰ βγάλουν κι᾿ αὐτεῖνοι κάνα πατριωτικὸν ἀποτέλεσμα· ὅτι ποτὲς δὲν στοχάστηκαν πατριωτικῶς καὶ νὰ εἶναι σύνφωνα καὶ τὰ δυὸ μέρη, ἀλλὰ ἄλλα ἔκανε τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἄλλα τὸ ἄλλο· καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχασαν, ὁποῦ τοὺς ἄκουγαν, καὶ ἡ πατρίδα ἔπαθε τόσα κακά.
Εἶχε ἔρθη ἕνας ἀξιωματικὸς – εἶχε ἀγωνιστὴ ἐδῶ καὶ εἶχε πάγη εἰς τὴν Σερβογουργαρίαν· ἦταν ἀπὸ ῾κεῖνα τὰ μέρη – τὸν ἔστειλαν ἀπὸ ῾κει ἔμποροι κι᾿ ἄλλοι νὰ ῾ρθῆ εἰς τὸν Χατζηχρῆστον καὶ ῾σ ἐμένα νὰ μᾶς εἰπῆ ἐκεινῶν τὴν κατάστασιν καὶ τὴν ἑτοιμασίαν τους καὶ νὰ τοῦ εἰποῦμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ ἐδὼ· λέγοντας αὐτὰ τοῦ Χατζηχρήστου – δὲν εἶχε ἔρθη ἀκόμα ῾σ ἐμέναν – αὐτὸς ὁ εὐλογημένος, ἄκακος ἄνθρωπος κι᾿ ὡς ῾πασπιστής τοῦ Βασιλέως, τοῦ τὸ εἶπε· τὸ εἶπε καὶ τοῦ Γαρδικιώτη. Ὕστερά μου τὸ εἶπαν κ᾿ ἐμένα. Τοῦ λέγω τοῦ Χατζηχρήστου νὰ πάη νὰ εἰπῆ τοῦ Βασιλέα ὅτι ἐγὼ δὲν ἀνακατώνομαι εἰς αὐτὰ – πρέπει νὰ τὰ ξέρη πρῶτα ἡ Μεγαλειότης του· ὅτι καὶ τὰ καλὰ εἶναι δικά του καὶ τὰ κακά. Τὸ εἶπαν αὐτὸ τοῦ Βασιλέα καὶ τοῦ ἄρεσε. Τότε πῆρα τὸν Χατζηχρῆστο καὶ πήγαμεν εἰς τὸν Γαρδικιώτη καὶ τοῦ εἶπα, αὐτὰ θέλουν μυστικότη καὶ νὰ ῾νεργούνε ἄνθρωποι μὲ συνείθησιν καὶ πολὺ μυστικοί, ὅτι κιντυνεύομεν ἀπὸ τοὺς δυνατούς. «Κι᾿ ἂν θέλετε, ν᾿ ἀγροικιέσαι ἐσύ, Γαρδικιώτη, κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος κ᾿ ἐγὼ· καὶ τὸν Βασιλέα νὰ τὸν ἔχωμεν πολὺ φυλαμένον». Τοῦ ἄρεσε κι᾿ αὐτεινοῦ. Τὸ εἶπε καὶ τῆς Μεγαλειότης του καὶ τ᾿ ἄρεσε. Τότε πηγαίνω καὶ τοῦ λέγω· «Αὐτὰ θέλουν καὶ ἱκανοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰ πράματα καὶ καταξοχὴ εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦ Πολέμου. Ὁ Τζαβέλας δὲν εἶναι ἄξιος εἰς αὐτά». (Κι᾿ ὅταν ζοῦσε ὁ Κωλέτης καὶ ὕστερα αὐτὸς ἔστειλαν προξένους παντοῦ ἀνίκανούς τους περισσότερους. Ὁ Τζαβέλας εἶχε κάμη μίαν ἐταιρίαν μὲ τὸν Τισαμενόν, Βέικον, Χατζηπέτρο κι᾿ ἄλλους καὶ γελούγαν τοὺς ἀνθρώπους ἔξω ὅτι θὰ κινηθοῦν ἀναντίον τῆς Τουρκιάς· καὶ συνάχτηκαν τόσα χρήματα παντοῦ – τὰ ῾φεραν αὐτεινῶν καὶ τὰ ῾φαγαν ὅλα χωρὶς νὰ χρησιμέψουν πουθενά. Καὶ τότε πιάστηκαν ἀναμεταξύ τους καὶ τὰ ῾βαλαν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς τύπους καὶ τὸ ῾μαθε κι᾿ ὅλη ἡ Εὐρώπη· καὶ ἡ Τουρκιὰ πειράχτη πολύ· κ᾿ ἔπαθαν τόσοι χριστιανοί. Τί κάνει ὁ Θεός! Καίγεται τὸ σπίτι τοῦ Τζαβέλα κι᾿ ὅλο του τὸ πράμα. Κόντεψαν νὰ καγοῦνε κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα. Μὲ μίαν μπουνάτζα ἔλυωσε ὅλο αὐτὸ μόνον· καὶ κολλητὰ τοῦ ἦταν σπίτια μὲ τζατμάδες κι᾿ ἄλλα καρσὶ καὶ δὲν πειράχτη τίποτας ἀλλουνοῦ, ὁποῦ ἂν ἦταν ὀλίγος ἀγέρας, καθὼς ἦταν εἰς τὸ κέντρο τοῦ παζαριοῦ, θὰ κιντύνευε ἡ περισσότερη πολιτεία). Εἶπα τοῦ Γαρδικιώτη ὅτι ὁ Τζαβέλας δὲν κάνει εἰς τὸ ὑπουργεῖον καὶ ἦταν καλὸ νὰ βάλη ὁ Βασιλέας τὸν Μεταξᾶ ὑπουργὸ τοῦ Πολέμου. Ὅτι καὶ εἰς τὰ σαράντα ὁποῦ μπῆκε ὁ Μαυροκορδάτος κ᾿ ἔβαλε αὐτὸν ὑπουργὸν τοῦ Πολέμου, ἐφέρθη τιμίως ὅσον καιρὸν ἔκαμε, καθὼς καὶ εἰς τὴν Οἰκονομίαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ τὴν λέμε. «Ποῦ θέλει νὰ τοὺς ξέρη, μοῦ λέγει, αὐτοὺς ὁ Βασιλέας; (Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξά). – Τοῦ λέγω, διατί; – Ὅτ᾿ εἶναι ἀντιπολιτευόμενοι. – Κ᾿ ἐσένα, τοῦ λέγω, νὰ σ᾿ ἀφήση ὁ Βασιλέας χωρὶς μιστὸν κ᾿ ἐμένα – δὲν γενόμαστε ἔθνος ἔτζι, τοῦ λέγω. Καὶ κατατρέχετε κ᾿ ἐμένα ὁποῦ εἶμαι φίλος αὐτεινῶν. Ὅσα ἔκαμεν ὁ Κωλέτης καὶ τοῦτοι ὁποῦ εἶναι τώρα εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ κάμαν ἐκεῖνοι. Πὲς τοῦ Βασιλέως τὴν γνώμη μου. Πρέπει νὰ ἑνωθῆ μ᾿ ὅλους τους τίμιους ἀνθρώπους».
Ὅταν ἔγινε ἡ Δημοκρατία τῆς Γαλλίας καὶ πῆραν φωτιὰ κι᾿ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης, ἄρχισαν κ᾿ ἐδῶ τὰ κόμματα καὶ οἱ φατρίες καὶ καταξοχὴ τὸ παρτίδο τοῦ Κωλέτη καὶ τουτουνῶν ὁποῦ μας κυβερνοῦν, οἱ ἄνθρωποι τῆς διαθήκης τοῦ Κωλέτη. Αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς δημοκρατίας δὲν τὸ θέλαμεν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι, ὅτι τὸ γευτήκαμεν κι᾿ αὐτό. Πῆραν μπούγιον οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ, γύρευαν αὐτὸ τὸ σύστημα· ῾νεργούσαν ἀπάνου εἰς αὐτὸ καὶ νὰ κινηθοῦνε νὰ πᾶνε νὰ πάρουν καὶ τὴν Κωσταντινόπολη. Ἔρχονταν πολλοὶ τοιοῦτοι εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μὲ ζητούγαν κ᾿ ἐμένα σύντροφόν τους νὰ συνπράξωμεν. Τοὺς ἔλεγα· «Αὐτὸ τὸ σύστημα, ὁποῦ τὸ ῾χαμεν καὶ πρῶτα, τί καρπόν μας ἤφερε καὶ ποὺ καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει νὰ περιμένωμεν, νὰ ἰδοῦμεν αὐτείνη ἡ φωτιὰ τῆς Εὐρώπης ποὺ θὰ καταντήση, καὶ τότε νὰ τηράξωμεν καὶ διὰ τὰ ἔξω· νὰ κάμη ἡ Κυβέρνηση ἀμνηστείαν, νὰ μποῦνε μέσα οἱ ἀγωνισταὶ ὁποῦ ῾ναι εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ νὰ βγάλωμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀγωνιστᾶς ἀπὸ τῆς φυλακές, ὁποῦ ῾ναι γιομάτα ἀπὸ αὐτοὺς ὅλα τὰ μπουντρούμια τοῦ Κράτους, καὶ τότε γένονται αὐτὰ μὲ τὸν καιρόν τους – νὰ μὴν χάσουμεν κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ ῾χομεν». ῾Σ αὐτὰ ὁποῦ τοὺς ἔλεγα αὐτεῖνοι μο᾿ ῾λεγαν· «Ἔχασες κ᾿ ἐσὺ τὸν ἐθνισμό σου, ἔγινες ἕνα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ εἶσαι ἀντιπατριώτης. – Τοὺς λέγω, σάν μου λέτε αὐτό, κοπιάστε βάλτε τὰ μέσα ὅλα, ὁποῦ χρειάζεται τὸ κίνημα αὐτεῖνο, νὰ κινηθοῦμεν. Ἔχετε τὰ μέσα; –Βάνουμεν, μοῦ λένε, ἕνα σπίτι, ὁποῦ ῾χει ἕνας ὁποῦ ῾ναι ῾σ τὴν ἐταιρίαν· τὸ πουλοῦμεν καὶ κάνομεν τὰ μέσα. – Πόσο ἀξίζει αὐτὸ τὸ σπίτι; – Δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. – Γένεται κίνημα μὲ δεκαπέντε χιλιάδες;» Καὶ τί ἄνθρωποι μό᾿ λεγαν αὐτά; Ἄνθρωποι προκομμένοι. Τότε ἀπολπίστηκα καὶ εἶπα εἶναι ὀργὴ Θεοῦ νὰ χαθοῦμεν. Πάγω εἰς τὸ κονάκι τοῦ Μεταξᾶ καὶ εἶπα νὰ στείλη νὰ ῾ρθῆ κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, ὅτι κάτ᾿ ἔχω νὰ τοὺς μιλήσω καὶ τῶν δυωνῶν. Ἦρθε ὁ Μαυροκορδάτος. Τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἡ πατρίδα χάνεται – τί κάνετε σίγρι; Αὐτείνη εἶναι ἡ πατρίδα ὁποῦ ῾ρθετε νέοι κι᾿ ἀγωνιστήκετε καὶ γεράσετε; Αὐτείνη ἔγινε γῆς Μαδιάμ! Διατὶ χαθήκαμεν ὅλοι ἐμεῖς; Μόνον διὰ νὰ δοξαστῆτε ἐσεῖς οἱ μεγάλοι πολιτικοί μας. Πάντοτές σας ἔχομε κεφαλὲς εἰς τὰ πράματα τῆς πατρίδος κι᾿ ἀπολάψετε ἐκεῖνο ὁποῦ ἀγωνίζεται κάθε σημαντικὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀπολάψη, δόξα καὶ τιμή. Αὐτὰ τ᾿ ἀπολάψετε. Ὅμως σὰν χαθῆ ἡ πατρίδα, ποῦ θὰ ζήσετε κ᾿ ἐσεῖς κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι; Καὶ καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν τρέλλα μας χάνεται· θὰ κινηθοῦν οἱ τρελλοὶ ἄνθρωποι καὶ θὰ μᾶς εἰποῦνε· Κοπιάστε κ᾿ ἐσεῖς ὀμπρός». Νὰ μὴν πάμεν, μᾶς σκοτώνουν, ἢ θὰ μᾶς εἰποῦνε τουρκολάτρες· νὰ πᾶμεν ἐμεῖς μ᾿ ἄσπρα μουστάκια κοντὰ εἰς αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀνοησία μας ὁλουνῶν νὰ χαθῇ ἡ πατρίδα, δὲν εἶναι ἁμαρτία; Δὲν θὰ εἰποῦνε οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδοῦνε αὐτό, δὲν θὰ εἰποῦνε· «Αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν εἶχε ἀνθρώπους τέλειους καὶ χάθηκαν ἀδίκως;» Τότε δὲν θὰ κατηγορηθῆτε ἐσεῖς πρῶτα κ᾿ ἐμεῖς ὕστερα; – Μοῦ λένε, τὸ βλέπουμεν. Τί νὰ κάμωμεν ὁποῦ τῶν ἀνθρώπων τὰ κεφάλια ἄναψαν ὁλουνῶν; – Ἐμεῖς σὰν θέλομεν τὰ σβένομεν καὶ ἡσυχάζουν. – Πῶς; μοῦ λένε. – Ἐσύ, Μαυροκορδᾶτο, νὰ στείλῃς νὰ φωνάξῃς τὸν τάδε, τὸν τάδε (καμμιὰ δεκαριά), ἐσύ, Μεταξᾶ, τὸ ἴδιο κ᾿ ἐγὼ τὸ ἴδιο καὶ κάθε τίμιος πατριώτης. Καὶ νὰ μιλοῦμεν ὅλοι μίαν γλώσσα, νὰ τοὺς παρηγοροῦμεν καὶ νὰ τοὺς λέμε· «Ἑτοιμαζόσαστε ὁλοένα, ὅμως χρειάζεται μυστικότη ὦσο νὰ ἑτοιμαστοῦμεν καὶ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὴν Εὐρώπη πὼς θ᾿ ἀποκαταντήσουν αὐτὰ τὰ κινήματά της». Κ᾿ ἔτζι ἀκολουθήσαμεν. Κ᾿ ἔσβυσε ἡ μεγάλη φωτιὰ ἡ ἀνόητη, ὁποῦ ῾ρθε εἰς τὸ κεφάλι μας.
Παραγγέλνω τοῦ Βασιλέως μὲ τὸν Χατζηχρῆστο· «Ὁ ἀγέρας ὁποῦ φυσάγει» εἰς τὴν Εὐρώπη (πὲς τοῦ Βασιλέως) ἀναποδογύρισε βατζέλα. Ἐμεῖς εἴμαστε μισὴ φελούκα· καὶ θὰ μᾶς πάρη αὐτὸς ὁ κακὸς ἀγέρας καὶ δὲν θὰ ἰδοῦμεν ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κοιμῶνται οἱ τίμιοι ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Βασιλέας». Πῆγε τοῦ τὰ εἶπε. Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Σύρε πὲς τοῦ Μακρυγιάννη νὰ ῾ρθῆ ἐδῶ». Ἐγὼ εἶχα νὰ πάγω νὰ παρουσιαστὼ ἀπὸ τὸν καιρὸ ὁποῦ πῆγα καὶ τοῦ μίλησα διὰ τῆς ληστεῖες ὁποῦ γένονταν εἰς τὴν πρωτεύουσα, ὁποῦ μου εἶπε νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν του καὶ δὲν δέχτηκα· καὶ ἤμουν εἰς τὴν ὀργή του. Παρουσιάστηκα εἰς τὴν Μεγαλειότη τοῦ κατὰ τὴν διαταγήν του. Μοῦ λέγει· «Τί θὰ μοῦ εἰπῆς; – Ὅ,τι ἰδέα εἶχα κ᾿ ἐγὼ ὡς πολίτης σου τὴν παράγγειλα μὲ τὸν ῾πασπιστή σου. – Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα; –Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια; – Ἐγώ, μοῦ λέγει, ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες. – Τοῦ λέγω, ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς ἡ Μεγαλειότη σου; – Ἀλήθειά» μου λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστὰ εἰς τὸν « Βασιλέα τῆς πατρίδος μου. Τοῦ λέγω· «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια. (Τοῦ εἶπα)· Θυμᾶσαι πόσον καιρὸν ἔχω νὰ παρουσιαστὼ μπροστά σου; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ μου εἶπες νὰ εἶμαι σύνφωνος μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν σου καὶ σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι, ὅτ᾿ εἶναι δόλιος. Τί σου εἶπα; Θὰ σοῦ χαλάση τὸ Κράτος σου, θ᾿ ἀφανίση τὸ Ταμεῖον, θὰ σὲ τρογυρίση μὲ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ κιντυνέψωμε. Ὅλα τὰ ἔκαμεν αὐτὰ καὶ εἶναι τὰ ὡς τὴν σήμερον. Αὐτὸς πάγει εἰς τὴν δουλειά του, ὅμως τὴν φωτιὰ τὴν κακὴ τὴν ἄφησε εἰς τὸ κράτος σου. – Μοῦ λέγει, μὴν τὸν καταριέσαι. – Δὲν μπορῶ καὶ νὰ τὸν συχωρέσω, ὅτι ῾σ ἄλλη πατρίδα δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ ζήσω μ᾿ εἴκοσι ψυχές. Εἶναι καιρὸς νὰ τρογυριστὴς μὲ τοὺς τίμιους ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς μπιστευτῆς, νὰ διορθώσης τὰ ἐσωτερκά σου, τὰ κριτήριά σου, ὁποῦ ἀφανίστη ὁ κόσμος, γενικῶς τὸ κράτος σου. Αὐτεῖνοι ὁποῦ κυβερνοῦνε εἶναι τὸ σύστημα τῆς Γαλλίας, ὁποῦ ῾χε ὁ Κωλέτης. Ἔπεσε αὐτό· κάμαν δημοκρατία. Τοῦτο ἐπιθυμοῦν κι᾿ αὐτεῖνοι ἐδῶ. Σὰν γένη αὐτό, δὲν θὰ εἶσαι βασιλέας ἡ Μεγαλειότη σου. Τοὺς ἔπιασες τόσα πολεμοφόδια καὶ φέρνουν τόση ἀνησυχία εἰς τὸ κράτος σου. Φαίνονται ποιοὶ τὰ κάνουν αὐτά. Ὅμως εἶναι ἀδύνατοι καὶ δὲν μποροῦν νὰ φέρουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεώς τους. Ὅτι ὅλοι οἱ τίμιοι ἄνθρωποι δὲν θέλομεν αὐτό. Νὰ κάμης καὶ γενικὴν ἀμνηστείαν, νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι. Κι᾿ ἄν σου ἔφταιξε κανένας, οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι συχωροῦν τοὺς μικρούς, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ὁ αἴτιος ἦταν ὁ Κωλέτης. Ὅτι τοὺς ἔκλεισε ἀπὸ τὰ δίκια τους, καθώς μου ἔκαμεν κ᾿ ἐμένα τὸ ἴδιο καὶ ἤθα χανόμουν ἀδίκως. Καὶ νὰ πάρης καὶ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξᾶ ῾σ αὐτὲς τῆς περίστασες. Διατί, Μεγαλειότατε, δὲν τοὺς δίνεις κι᾿ αὐτοὺς νὰ ζήσουνε ἀπὸ τὸν ἀγώνα τους; Αὐτὸ φέρνει ὅλον αὐτὸν τὸν ῾ρεθισμόν. – Μοῦ εἶπε, νὰ τοὺς μιλήσης ἂν θέλουν. – Τοῦ εἶπα, νὰ γένῃ ἕνας νόμος διὰ τοὺς παλιοὺς ἀγῶνες τους. Καὶ νὰ τοὺς φωνάξῃς νὰ τοὺς ἑνώσῃς· καὶ νὰ τοὺς μιλήσης – ῾σ αὐτὲς τῆς περίστασες νὰ τρογυριστῆς μ᾿ ἀνθρώπους ἱκανούς». Λέγοντάς του αὐτὰ κι᾿ ἄλλα τέτοια πλῆθος, μὲ βάσταξε περίτου ἀπὸ τέσσερες ὧρες. Τὸ βράδυ τοὺς φώναξε καὶ τὸν Μεταξᾶ καὶ τὸν Μαυροκορδάτο. Δὲν δέχτηκαν. Εἶχαν δίκιον. Ἤθελαν νὰ κυβερνήσουν μὲ τὸ ἴδιον σύστημα. Διόρισε ὕστερα τὸν Κουντουργιώτη πρώτον ὑπουργὸν κ᾿ ἔκαμεν ὑπουργεῖον.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Τὸν καιρὸν τοῦ Κυβερνήτη ὅσον καιρὸν στάθηκα εἰς τὴν Ἐκτελεστικὴ δύναμη, 27 μῆνες, ἀπὸ τὴν Μοθώνη καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τῆς Πελοπόννησος ἕνας στρατιώτης κι᾿ ὁ ἀγωγιάτης ἤφερναν τὰ χρήματα εἰς τὸ ταμεῖον τῆς Κυβέρνησης. Οἱ Ἕλληνες εἶναι εὐλογημένο ἔθνος ὅταν τοὺς κυβερνάη ἡ ῾λικρίνεια.
2. Ὁ Τζαβέλας μόνον εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀγωνιστῆ νὰ μὴν ἰδῆ μὲ τὰ μάτια του καὶ χῆρες κι᾿ ὀρφανά. Κ᾿ ἐπειδήτις εἶναι μισὸς ἄνθρωπος εἰς τ᾿ ἀνάστημα, τοῦ φαίνεται ὅτ᾿ εἶναι ὁ πλέον ψηλότερος κι᾿ ἀπάνου εἰς τὸ κυπαρίσσι· καὶ τηράγει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κάτου ὡς μυῖγες. Ἀγριοκυτάγει καὶ κακοσυσταίνει κ᾿ ἐμένα πολύ. Ὁ πνιμένος βροχὴ δὲ φοβᾶται. Εἶναι κι᾿ αὐτὸς παιδὶ τοῦ Κωλέτη.
3. Πρῶτα θέλησε νὰ μοῦ βαφτίση ἕνα παιδί. Μοῦ τὸ εἶχε ζητήση πρὶν μπῆ εἰς τὰ πράματα· καὶ μοῦ εἶχε δώση ὁ Θεὸς δυὸ μαζί. Σὰν τοῦ τὸ εἶχα τάξη ὅταν ἤμαστε φίλοι, μοῦ τὸ ζήτησε· τοῦ εἶπα νὰ κοπιάση νὰ τὸ βαφτίση μ᾿ ἄλλους δυὸ εἰς τὸ κάθε παιδὶ – αὐτὸς καὶ ὁ Γαρδικιώτης κι᾿ ὁ Γκόσσος τὸ ἔνα· ὁ Χατζηχρῆστος, ὁ Παπακώστας κι᾿ ὁ Γιάννη Κώστας τὸ ἄλλο· ἡ Ἁγία Τριάδα εἰς τὸ καθένα. Ἔκαμα ἑτοιμασίες καὶ ἦρθε καὶ ἡ Ἐκλαμπρότης του μὲ πρέσβες καὶ πρεσβίνες. Τοὺς δέχτηκα, φάγαμεν, ἔπιαμεν. Εἶχα κι᾿ ὅλους τους σημαντικοὺς καλεσμένους. Αὐτὸς εἶχε τ᾿ ὄνομά του καὶ πῆγε εἰς τὸ σπίτι του, ὅτ᾿ εἶχε ἀνθρώπους. Οἱ ἄλλοι ὅλοι μείναν κ᾿ εὐθυμήσαμεν.
4. Μιὰ λέξη δυσανάγνωστη.