tag:blogger.com,1999:blog-19781147278068240742024-02-08T08:08:07.430-08:00ΑπομνημονεύματαΤου Στρατηγού, Ιωάννη Μακρυγιάννη (1794-1864)NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comBlogger27125tag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-71460047383546592122011-03-25T12:34:00.002-07:002011-03-25T12:36:05.925-07:00Ἐπίλογος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">Ἤρθετε ἐσεῖς οἱ μεγάλοι μας πολιτικοὶ νὰ μᾶς λευτερώσετε, ὅταν σηκώσαμεν τὴν ἐπανάστασιν μόνοι μας κι᾿ ἀγωνιζόμαστε τῆς πρῶτες χρονιὲς μὲ τοὺς σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικοὺς – φαίνεται ὁ ἀγώνας ἐκεῖνος κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς καὶ ἡ ἀδερφοσύνη ὁποῦ ῾χαμεν ἀναμεταξύ μας. Ὅταν κοπιάσετε ἐσεῖς, μᾶς γυμνάσετε τὴν διχόνοια, μᾶς φέρατε τῆς φατρίες καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀγαθά· καὶ κακοβάλετε τὸ δυστυχησμένο ἀθῶον ἔθνος. Πρωτόηφερες τὴν διχόνοιαν ἐσύ, Κύριε Μαυροκορδᾶτε, κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ ἄλλοι καπεταναῖγοι πῆγαν ὀπίσου εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλους ἤθελες μὲ τοὺς νόμους σου νὰ τοὺς σκοτώσης. Θὰ σκότωνες τὸν Καραϊσκάκη· ποῦ θὰ τὸν εὕρισκε ἡ πατρίδα, ὅταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος ἔρχεσαι ἐσύ, κύριε Κωλέτη· θὰ σκότωνες τὸν Δυσσέα – καὶ ὕστερα δὲν γλύτωσε ἀπὸ σένα· ποὺ θὰ τὸν εὑρίσκαμεν μ᾿ ἕναν τεσκερὲ νὰ διώξη δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, ὁποῦ ῾ταν περισσότεροι ἄλλοι εἰς τὸ Γριπονήσι καὶ Ρωπὸ κι᾿ ἀλλοῦ, καὶ πρόσμεναν κι᾿ αὐτείνη τὴν δύναμιν ν᾿ ἀφανίσουν ὅλη τὴν Ἑλλάδα, κι᾿ αὐτὸ τοὺς νέκρωσε ὅλα τους τὰ σκέδια; Ἂν ἦταν κακοὶ στρατιωτικοὶ ἐκεῖνοι κ᾿ ἐσεῖς καλοὶ πολιτικοί, τοὺς κάνετε κι᾿ αὐτοὺς κι᾿ ὅλο τὸ στρατιωτικὸν καλὸ καὶ μὲ πειθαρχίαν. Ἂν ἤσουνε ἐσύ, κύριε Μεταξά, καλός, ἔκανες τὸν Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ἦταν καλὸς πατριώτης, ἀλλὰ οἱ δικές σου συβουλὲς ὅλο σὲ ἐφύλιους πολέμους τὸν κινούσανε καὶ σὲ μεγάλη διχόνοια μὲ τοὺς πατριῶτες του· καὶ κάποτε τὸν γύριζες μὲ τὸ ἕνα κόμμα καὶ κάποτε μὲ τὸ ἄλλο. Καὶ χύνονταν τόσα ἀθώα αἵματα. Θυμήσου τὸν Κανέλλο Ντεληγιάννη, ὁποῦ πιάστη μὲ τὸν Κολιόπουλον καὶ μὲ τοὺς Κολοκοτρωναίους – πρώτη διαίρεση καὶ φατρία, ὁποῦ δὲν τὸ ξέραμεν αὐτὸ τὸ φροῦτο καὶ τότε τὸ μάθαμεν. Ἦρθα ἐγὼ εἰς τὴν Πελοπόννησον· ἔφυγα ἀπὸ τὸν Δυσσέα καὶ ἦρθα εἰς τὸν Κολοκοτρώνη κ᾿ ἐσένα, ὁποῦ ἤσασταν εἰς τὰ πράματα, εἰς τὸ Ἐκτελεστικὸν Σώμα· καὶ μοῦ εἴπετε νὰ ῾ρθω κ᾿ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου βοήθεια ἐδική σας καὶ δὲν θέλησα – πόσα αἵματα χύθηκαν τότε; Θυμήσου ὅταν βήκατε εἰς τὸ Ἄργος νὰ διαλύσετε τὴν Βουλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ νὰ τοὺς πάρετε καὶ τὰ πραχτικά, στάθηκα συνφώνως μὲ τὸν Ζαχαρόπουλον καὶ τοὺς ῾περασπιστήκαμεν καὶ κρύψαμεν καὶ τὰ πραχτικά. Κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας. Θυμήσου αὐτὸ τί ἔβγαλε. Στάθηκες τοῦ λόγου σου καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι ὁ Πετρόμπεγης πήγαμεν εἰς τὴν Τροπολιτζὰ -πόσοι τάφοι ἐκεῖ ἄνοιξαν; Τελειώνοντας ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ τὴν λαφυραγώγησαν καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι, πήγαμεν εἰς τὰ Τρίκκαλα. Καὶ χάλασα αὐτό σας τὸ σκέδιο κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή σας, γιατί ἤθα κάνετε μίαν μεγάλη ἑτοιμασίαν ἀναντίον τῶν βουλευτῶν καὶ τοῦ Κουντουργιώτη. Ἀφοῦ ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὴν συντροφιά σας, ὅταν ματαπήγαμεν μὲ τὴν Κυβέρνησιν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἦταν οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι᾿ ὁ Πετρόμπεγης κι᾿ ἄλλοι, πόσοι τάφοι πάλε ἄνοιξαν; Καὶ σᾶς βγάλαμεν ὅλους ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά, καὶ τὴν πῆρε ἡ Κυβέρνηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κατεβήκαμεν εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ ἦρθαν ἀναντίον μας ὅλοι αὐτεῖνοι – πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τοῦ Ἄργους τὸν κάμπο καὶ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ἀπόξω; Καὶ πήραμεν τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τὰ κάστρα.<br />
<br />
Ὕστερα πιάσετε κομπανία μὲ Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι᾿ ἄλλους πολλοὺς – πόσοι σκοτώθηκαν εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ὕστερα εἰς τὴν Τροπολιτζά, εἰς τὰ χωριά, ὁποῦ χάθηκε κι᾿ ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης; Ἦρθα εἰς τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔμπασα τοὺς Καρατασσαίους καὶ Γκούρα εἰς τὸν Μωριά. Καὶ πῆγαν εἰς τὸν Ἁγιώργη τῆς Κόρθος, ὁποῦ τὸν βαστήγετε, κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ ἀλλοῦ – πόσοι τάφοι ἄνοιξαν σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ὁποῦ τοὺς πιάσαμεν ὅλους αὐτοὺς καὶ τοὺς πῆγαν εἰς τὴν Ὕδρα ρέστο; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Ρωμαίγους, ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους; Ὕστερα εἰς Παλαμήδι, Ἀνάπλι, Ἄργος, Κρανίδι διὰ τῆς ἐκλογὲς τῆς Συνέλεψης τί ἔγινε, τί ἔπαθε « ἡ πατρίδα, καὶ εἰς Κόρθο κι᾿ ἄλλα μέρη ὦσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Κυβερνήτης; ῾Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ρεθίζετε ἐσεῖς οἱ μεγαλοκέφαλοι καὶ ἦτον μὲ τὴν πατρίδα. Τὸν ἀγαποῦσε ὅλος ὁ λαὸς καὶ δυὸ χρόνια κυβέρνησε καλά. Ὕστερα περιλάβετε ἐσεῖς τὸν Κυβερνήτη – πόσοι τάφοι ἔγιναν εἰς Σπάρτη καὶ Μεσσηνία, εἰς Πόρον κι᾿ ἀλλοῦ καὶ ποῦ κατάντησε ἡ κυβέρνησή του; Ὕστερα πιάστη μὲ τοὺς Μαυρομιχαλαίγους. Σᾶς ἔλεγαν ἄνθρωποι γνωστικοὶ νὰ κλίνετε κ᾿ ἐσεῖς τὴν θέλησή σας, καθὼς συγκατάνευε κ᾿ ὁ Κυβερνήτης, ν᾿ ἀγαπηθῆ μ᾿ αὐτούς· δὲν στάθη τρόπος. Καὶ χάθη κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα διατιμήθη.<br />
<br />
Σκοτώνοντας ὁ Κυβερνήτης, πόσοι ἄνθρωποι χάθηκαν εἰς τ᾿ Ἄργος ἐξ αἰτίας σας καὶ πόσοι σὲ ὅλο τὸ διάστημα ὁποῦ γυρίσαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι; Εἰς τ᾿ Ἄργος ὕστερα γύρευε ἡ συντροφιά σας νὰ χτυπήσουν τοὺς Γάλλους – στρατέματα τῆς Συμμαχίας! Αὐτεῖνοι μὲ δύναμη καὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα κ᾿ ἐμεῖς μὲ χωρὶς φουσέκια ἠθέλαμεν νὰ τοὺς σκοτώσουμεν! Κι᾿ ἀναντιώθηκα ἐγὼ ἐκεῖ καὶ κιντύνεψα· καὶ κρυφίως ἔφυγα· καὶ ὕστερα εἰς τὸ κονάκι τοῦ Χατζηχρήστου ἦρθαν ὁ Κριτζώτης, ὁ Νότης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ μίλησα ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν καὶ ρίχτηκαν ἀπάνου εἰς τοὺς ἀρχηγούς τους, ὁποῦ ‘χᾶν ὁρκιστῆ νὰ βαρέσουν τοὺς Γάλλους νὰ τραβηχτοῦν αὐτεῖνοι. Δὲν ἦρθαν οἱ φίλοι σας μόνοι τους εἰς τὸ Κιόσκι τοῦ Ἀναπλιοῦ κι᾿ Ἀγροκήπιον; Κ᾿ ἐγὼ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ ‘σύχασα τοὺς γκενεραλαίγους τοὺς Γάλλους, ὁποῦ ῾ρεθίστηκαν κ᾿ ἔλεγαν ὅτ᾿ εἶναι γενικὸν κίνημα καὶ ἦταν ἀναντίον γενικῶς τῆς πατρίδας. Κι᾿ ὡς ἀδύνατοι οἱ Κολοκοτρωναῖγοι κι᾿ ὁ Τζαβέλας καὶ οἱ ἄλλοι φύγαν ὀπίσου εὐτύς, ἀφοῦ μάθαν ὅτι δὲν ἔχουν ἄλλους συντρόφους· κ᾿ ἔμεινε αὐτὸ διὰ τὴν ὥρα. Καὶ ὕστερα ὁ Τζόκρης, ὁ Κριτζώτης κι᾿ ἄλλοι θέλησαν νὰ κάμουν αὐτείνη τὴν γενναιότητα εἰς τ᾿ Ἄργος ἀναντίον τῶν Γάλλων καὶ πιάστη τὸ ντουφέκι. Δὲν σκοτώθηκαν περίτου ἀπὸ τρακόσοι ἄντρες κι᾿ ἀθώα γυναικόπαιδα; Καὶ γύρεψα τὴν ἄδεια ἐσᾶς τῶν κυβερνήτων καὶ ἦρθε κι᾿ ὁ Ρουᾶν, ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας, καὶ σᾶς εἶπε νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὴν αὐγὴ νὰ πάγω νὰ μιλήσω μὲ τοὺς γκενεραλαίους, ὁποῦ εἶχα εἰς τὴν φιλίαν τους, διὰ νὰ σβέση αὐτὸ τὸ κακόν, νὰ μὴν πάθη τόσος ἀθῶος κόσμος, καὶ δὲν θελήσετε – μόνον ὁ Κωλέτης ἦταν σύνφωνος μὲ τὴν γνώμη μου – καὶ τὸ δειλινὸ μ᾿ ἀφήσετε καὶ πῆγα, ὁποῦ ‘χὲ τελειώση τὸ κακόν· καὶ μιλήσαμεν τῶν γκενεραλαίγων κι᾿ ὅλων τῶν ἀξιωματικῶν ἐγώ, ὁ Μῆτρο Ντεληγιώργης, ὁ Δανίλης Πανᾶς, ὁποῦ μᾶς στείλετε ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ πληρεξούσιοι κι᾿ ὅλοι οἱ πολίτες νὰ εἰποῦμεν τὴν μεγάλη λύπη ὁποῦ δοκιμάσετε ἀκούγοντας αὐτὸ τὸ δυστύχημα. Καὶ τοὺς καταπραγύναμεν καὶ σήκωσαν τὴν ἀγανάχτησίν τους, ὁποῦ ῾χαν γενικῶς εἰς τὸ Ἔθνος.<br />
<br />
Πόσοι τάφοι ἄνοιξαν εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ πῆγε ὁ Γρίβας καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι; Τί ἔπαθαν οἱ κάτοικοι καὶ ποῦ τοὺς κατοίκισαν; Ἤμουν κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸν Ντεληγιώργη, μὲ τὸ σῶμα μας, πρωτύτερα ἐκεῖ – πῆγα καὶ μάζωξα τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὰ σπήλαια καὶ τοὺς ἤφερα καὶ κάναν τὸ ἐμπόριόν τους, ὁποῦ ἦταν τόσα ἀσκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τοὺς τίναζα μέσα εἰς τὸ παζάρι; Καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ἡσυχίαν καὶ τάξη οὔτε τοὺς μιστούς μας ὁλουνῶν ἐμᾶς δὲν μᾶς δώσετε! Δὲν πληρώσετε τὸν Ζέρβα κι᾿ ἀλλουνοὺς καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιούς του Ἔθνους εἰς τὴν Πρόνοια; Δὲν ἀφανίστη ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖ; Δὲν κόβαν τὸ νερὸ σήμερα ὁ ἕνας κι᾿ αὔριον ὁ ἄλλος καὶ πλερώνονταν καὶ τ᾿ ἄφιναν, ὁποῦ θὰ σκάζαμεν ὅλοι μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι; Τί ἔπαθε τὸ Μισολόγγι καὶ τ᾿ Ἀντελικὸ ἀπὸ τοὺς Γριβαίους; Τὸ ‘πάθε χερότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους.<br />
<br />
Ὅταν ἦρθε ὁ Βασιλέας, ποιὸς τοὺς ῾ρέθιζε τοὺς ἀγωνιστᾶς; Ἡ ἀφεντειά σας οἱ μεγάλοι πολιτικοί. Καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι. Καὶ τόσοι ἄλλοι χάθηκαν εἰς τὴν Πελοπόννησο, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Κρίτζαλης κι᾿ ἄλλοι, καὶ εἰς τὴν Σπάρτη κι᾿ ἀλλοῦ. Καὶ τόσοι εἰς τὰ τριάντα ἕξι, ὁποῦ χάθη τὸ ἄνθος τοῦ Ἔθνους. Καὶ τόσους ὁποῦ ἔκοψε ἡ τζελατίνα καὶ τόσοι ὁποῦ πέθαναν εἰς τῆς φυλακές. Καὶ τόσοι εἰς τῆς διάφορες ἐκλογὲς ἐσᾶς τῶν Ἐκλαμπρότατων πολιτικῶ μας. Σᾶς ἐρωτῶ, ἐσᾶς τοὺς Ἐκλαμπρότατους καὶ μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ἑλλάδος ἀρχὴ καὶ τέλος· ἂν ἤρθετε ἀπὸ καλωσύνη σας νὰ μᾶς φωτίσετε, νὰ μᾶς λευτερώσετε, διατὶ νὰ χυθοῦν αὐτὰ τὰ αἵματα ὁποῦ χύθηκαν καὶ ἡ πατρίδα νὰ εἶναι εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εἶναι ὡς τὴν σήμερον, καὶ νὰ γένη αὐτείνη ἡ δυστυχία γενικῶς εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους; Καὶ νὰ θέλουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ροῦσσοι, οἱ Ἀουστριακοὶ ἢ ἄλλο κράτος νὰ μᾶς κυβερνήσουν μὲ τὸ μέσον τὸ δικόν σας;<br />
<br />
Ἡ ἀφεντειά σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, ἦστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἔχτοι κι᾿ ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ πράματα τῆς πατρίδας· ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιέταν τὸ δυστυχισμένο, τὸ ἀθῶον Ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ μπερμπάντες παντοῦ; Πότε συβουλέψετε τὸ στρατιωτικὸν πατριωτικῶς, κι᾿ αὐτὸ ἐβῆκε ἀπὸ τὰ καθήκοντά του καὶ δὲν σᾶς ἄκουσε; Μεγαλύτερον εἴχαμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον τὸν Κολοκοτρώνη· ὅπως τοῦ λέγετε ἔτζι ἔκανε· «πολέμα ὑπὲρ τῆς πατρίδος», πολέμαγε· «κάνε ἐφύλιους πολέμους», ἔκανε. Ἦταν ὁ Δυσσέας εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα· ἀπὸ τίνος συβουλῆ ἐπέταξε τὸ ντουφέκι κ᾿ ἔβαλε τὸ καλαμάρι κ᾿ ἔγινε πολιτικὸς καὶ φατριαστὴς ὁ στρατιωτικός; Ἀπὸ δική σας. Ἔστειλε ὁ κύριος Κωλέτης εἰς τὸν Δυσσέα τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν γενναῖον καὶ τίμιον Παλάσκα. Ὁ Δυσσέας τοὺς σκότωσε, ἀλλὰ ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ τοὺς ἔστειλε – ἢ ἐκεῖνοι σκότωσαν τὸν Δυσσέα, ἢ ὁ Δυσσέας αὐτούς, ὄφελος τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς τοῦ ἦταν. ‘Υστερα σκότωσε καὶ τὸν Δυσσέα.<br />
<br />
Εἶπα τὰ πατρικά σας αἰστήματα καὶ τὸν πατριωτισμὸν ὁποῦ δείξετε ὅλοι σας, ὁποῦ κοπιάσετε νὰ μᾶς λευτερώσετε. Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ ἀγῶνες σας. Εἴχαμεν τόσα σπίτια σημαντικὰ καὶ εἰς τὴν Ρούμελη καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ νησιά, ὁποῦ πραματικῶς θυσιάσαν διὰ τὴν πατρίδα. Ποῦ εἶναι τώρα; Χάθηκαν τὰ περισσότερα. Τὰ παιδιά μας καὶ πολλοὶ ὁποῦ ζοῦνε ἀπὸ αὐτοὺς στραβώνουν μυῖγες μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῆς ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν ἀπόξω ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοὶ ἀρχηγοί, τόσοι νοικοκυραῖοι – τὰ παιδιά τους κι᾿ ὅσοι ζοῦνε λένε «ψωμάκι» οἱ περισσότεροι, καὶ πούν᾿ τό; Ἐσάς σας τιμήσαμεν, σᾶς δοξάσαμεν, σᾶς κάμαμεν Ἐκλαμπρότατους, ἀντιπρόσωπους εἰς τὰ δυνατὰ ἔθνη. Καὶ πληρώνεστε χοντροὺς μιστούς. Ὅτι σας κάμαμεν σημαντικοὺς καὶ βέβαια θέλετε καὶ καλοὺς μιστοὺς νὰ ζήσετε. Ἐνῶ ἐμεῖς καὶ πρῶτα καὶ τώρα ζοῦμεν ὅπως μπορέσωμεν – ὅμως οἱ Ἐκλαμπρότητές σας δὲν θέλομεν νὰ κακοπορέψετε· κι᾿ ἄν σας ἰδοῦμεν δυστυχεῖς λυπώμαστε κ᾿ εὐτὺς θαν᾿ ἀναπάψωμε τὰ δεινά σας. Κι᾿ ὡς τίμιοι ἄνθρωποι αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωμεν διὰ ν᾿ ἀναστήσωμεν στύλους εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπὸ ἀνθρώπους ἄξιους νὰ τὴν βοηθοῦν, καθὼς κάνουν ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐμεῖς αὐτὸ ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ ἀκολουθοῦμεν εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σας· ἡ Ἐκλαμπρότη σας τί κάμετε ῾σ ἐμᾶς;<br />
<br />
Ὅταν θὰ ῾ρχονταν ὁ Βασιλέας ἀπὸ τὴν Μπαυαρία, δὲν ἔπρεπε, ἂν ἤσασταν καλοὶ ποιμένες, νὰ συναχτῆτε ὅλοι ἐσεῖς, ὁποῦ μας κυβερνάγετε, καὶ νὰ συνάξετε κι᾿ ἄλλους προκρίτους, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε· «Ὅ,τι διχόνοιαν ἔχομεν ἀναμεταξύ μας τὸ ῾να τὸ κόμμα μὲ τ᾿ ἄλλο (ὁποῦ ἡ καλωσύνη σας μᾶς κάμετε κόμματα· καὶ νὰ εἰπῆτε), τώρα ἔρχεται διαδοχικὸς βασιλέας καὶ πρέπει νὰ μονοιάσουμεν ἀναμεταξύ μας, νὰ μᾶς εὕρῃ μονοιασμένους, νὰ μᾶς εὕρῃ ἔθνος κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας καὶ τοιούτως νὰ μᾶς διατηρήση καὶ μὲ τοιούτους νόμους νὰ μᾶς κυβερνήση». Καὶ νὰ εἰπῆτε ὁλουνῶν τῶν ὀπλαρχηγών· «Νὰ πάρετε τ᾿ ἀσκέρια σας καὶ νὰ τοποθετηθῆτε ῾σ ἐκεῖνο, ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος· καὶ νὰ παίρνετε τὸ ψωμί σας καὶ ν᾿ ἀφήσετε ἥσυχούς τους πολίτες νὰ κάνουν τὸ ἔργον τους, νὰ εἴμαστε ὅλοι καθεὶς εἰς τὴν θέσιν του ὦσο ὁποῦ νὰ ῾ρθῇ ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία νὰ μᾶς εὕρῃ τοιούτους. Καὶ θὰ τοὺς μιλήσουμεν διὰ τὰ δίκια γενικῶς καὶ πολίτων καὶ στρατιωτικῶν». Ἂν κάνετε αὐτό, ποιὸς θ᾿ ἀντίτεινε, Ἐκλαμπρότατοι; Ἐσεῖς νὰ συστηθῆτε! Κι᾿ ἀποδείξατε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία τί θερία ἤσασταν κι᾿ ὅτι ἡ ἀρετή σας καὶ τὰ πλούτη σας βάστηξαν αὐτὸ ὁποῦ ἔγινε βασίλειον. Βάλετε τὸν ὑπουργὸν Ζωγράφο τῶν Στρατιωτικῶν τότε κ᾿ ἔφκειασε μίαν προκήρυξη κ᾿ ἔλεγε ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ κάτου ὡς τὸν μικρότερον στρατιωτικὸν εἶναι ὅλοι λησταὶ καὶ μπερμπάντες. Δὲν ἐβάλετε κι᾿ αὐτὸ εἰς τὴν προκήρυξη· ὅ,τι ἔκανε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ ποιῶν σκέδια ἦταν; Ἦταν τοῦ Μεταξά, ἦταν τοῦ Ζαΐμη, τοῦ Ντεληγιάννη κι᾿ ἀλλουνῶν. Ὅ,τι ἔκαναν οἱ ναυτικοὶ ἦταν τῶν ἀνωτέρων τους πολιτικών· ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἄλλοι ἦταν τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου. Κι᾿ ὅ,τι λάφυρα ἔκανε τὸ ῾να τὸ κόμμα καὶ σκοτωμοὺς τοῦ ἀλλουνοῦ τοῦ ἀδύνατου, τὰ ῾κάνε κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ κόμματος γύμνωνε τοὺς κατοίκους. Κι᾿ ὅποιος δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούση τὴν συβουλή σας καὶ τὴν διαταγή σας, Ἐκλαμπρότατοι, καὶ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ λυπάταν τοὺς ὁμογενεῖς του, τοὺς συναγωνιστᾶς τοῦ τοὺς κατοίκους καὶ δὲν εἶχε αὐτείνη τὴν ψυχὴ νὰ τοὺς γυμνώση καὶ νὰ τοὺς πάρη τὴν χαψιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους, νὰ πεθάνουν αὐτεῖνοι καὶ ἡ φαμελιά τους, αὐτὸν δὲν τὸν λέγετε τίμιον τὸν τοιοῦτον, ἀλλὰ τὸν λέγετε ἀνάξιον καὶ ἄναντρον.<br />
<br />
Ἡ ἀφεντιά σου ὁ ἴδιος, κύριε Μεταξά, μᾶς εἶπες αὐτὸ τοῦ Μήτρου Ντεληγιώργη κ᾿ ἐμένα ὅταν σας δείξαμεν τὰ εὐκαριστήρια τοῦ Ἐπιθεωρητῆ εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ἡ δική μας ἡ διαγωὴ ἔδωσε παράδειμα καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ σώματα, ὁποῦ ῾ταν τόσα σὲ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ εἰς τὴν πολιτεία· κι᾿ ἀφοῦ ὡς μέλη τῆς Κυβερνήσεώς σου εἴπαμεν διὰ τὴν μεγάλην εὐταξίαν τῶν ἀνθρώπω μας, ὁποῦ τοὺς ξεποδαριάζαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ προφυλάγαμεν τοὺς κατοίκους χώρα καὶ χωριά, καὶ σοῦ εἴπαμεν αὐτὸ διὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ εὐκολύνετε τοὺς πενήντα φοίνικες, ὁποῦ ἀποφασίστηκαν γενικῶς σὲ ὅλα τὰ σώματα εἰς τὸν κάθε ἄνθρωπον, καὶ νὰ μᾶς στείλετε κ᾿ ἐμᾶς σὲ μίαν ἐπαρχίαν, ἡ ἀπάντησή σου ποιὰ ἦταν; Ὅτ᾿ ἤμασταν ἀνάξιοι καὶ δὲν γυμνώσαμεν κ᾿ ἐμεῖς καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι! Μ᾿ ἐφτακόσιους τόσους ἀνθρώπους δὲν ἦταν ἀξιότη, ἦταν ἀναξιότη! Καὶ δὲν μᾶς δώσετε ἐμᾶς τῶν ἀνάξιων ὅ,τι ἐδώσετε εἰς τοὺς φίλους σας. Μᾶς στείλετε εἰς τὸ Μυστρά· κ᾿ ἔστειλε κι᾿ ὁ κύριος Μαυροκορδάτος τὸν Κοντογιάννη ἐκεῖ, κ᾿ ἐμᾶς μας παράγγειλε θὰ μᾶς πλερώση ἀπὸ ἄλλο μέρος, ὡς ὑπουργὸς τότε τῆς Οἰκονομίας. Ὅταν τοῦ ζητήσαμεν, μᾶς εἶπε σώθηκαν ὅλα· καὶ πλερώσαμεν ἐξ ἰδίων μας τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ Ντεληγιώργη τοῦ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὰ λάβη ἀπὸ τὸ Μισολόγγι κ᾿ ἐμένα μου δόθηκαν ὑποθήκη οἱ Μύλοι τοῦ Γράδου ν᾿ ἀποπλερωθῶ ἀπὸ ἐκεῖ· κι᾿ ὡς τὴν σήμερον δὲν ἔλαβα τίποτας ὄξω ἀπὸ τέσσερες χιλιάδες δραχμὲς ὁποῦ ἔλαβα ὅταν μπῆκε ὁ Μαυροκορδᾶτος πρωτοϋπουργὸς καὶ ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας παύοντας ἡ Συνέλεψη. Καὶ τότε δι᾿ αὐτὸ ἔβαλες τὸν τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξᾶ, καὶ ξιστόριζε τῆς κατάχρησες τοῦ Μαυροκορδάτου. Ὅταν ἔπαψε αὐτὸς καὶ μπῆκε ὁ Κωλέτης καὶ ἡ Ἐκλαμπρότη σου εἰς τὴν Οἰκονομίαν, ἔλεγε ὁ ἀγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ὅτ᾿ ἤμασταν ῾γγισμένοι· «Ἀφάνισε τὸ ταμεῖον καὶ ὁ Μακρυγιάννης». Καὶ σᾶς ἔκαμα τὴν ἀπάντησιν εἰς τὸν τύπον πὼς ἦταν αὐτὲς καὶ ποὺ τῆς ἔδωσα – σὲ χρέος τῆς Μεταβολής· κ᾿ ἔβαλα ἐξ ἰδίων μου κι᾿ ἄλλες χίλιες πεντακόσες καὶ πλέρωσα. Ὅτ᾿ ἡ Ἐκλαμπρότη σου μόνον εἴκοσι πέντε δραχμὲς θυσίασες εἰς αὐτείνη τὴν μεταβολή, κι᾿ ὅσοι ἄνθρωποι ἀγωνίζοντάν σου ἔλεγα νὰ τοὺς βάλης νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμὶ καὶ μὲ τὰ «σήμερα, ταχιά» – ἐνταυτῶ ἐγὼ τοὺς ζωοτρόφιζα.1<br />
<br />
Ἡ προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου ἦταν ὅτι ὁ Βασιλέας κι᾿ ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ ἰδοῦνε ὅτι ὅλος ὁ ἀγώνας καὶ οἱ θυσίες ἔγιναν ἀπό σας τοὺς πολιτικούς, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι θερία. Κι᾿ ἀπὸ τὸν ζῆλο σας τὸν μεγάλο πρὸς τὴν πατρίδα ὑποφέρνεταν αὐτὰ τὰ θερία ὦσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν αὐτοὶ ὡς λησταὶ καὶ οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ὡς σωτῆρες ν᾿ ἀνταμειφτῆτε. Καὶ διὰ νὰ δυναμώσετε τὴν προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου τί κάμετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς; Πόσον ῾ρεθισμόν ἀναντίον τοῦ Βασιλέως καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας! ῾Ρεθίσετε τὰ στρατέματα, ὁποῦ ἦταν χωρὶς ἀξιωματικοὺς εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἰς τὰ χωριά, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξετε κι᾿ ὄντως θερία κατὰ τὴν προκήρυξή σας. Καὶ ἦρθαν τὰ στρατέματα ὡς ἀπόξω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ τότε οἱ Μπαβαρέζοι μὲ τὸ ταχτικόν τους ἔστειλαν εἰς τοὺς Τούρκους ξυπόλυτους καὶ γυμνούς· καὶ βάλαν Τοῦρκον ἀρχηγόν· καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι διὰ νὰ στερεωθοῦν τὰ γραφόμενα τῆς προκήρυξής σας.<br />
<br />
Οἱ Ἐκλαμπρότητές σας ἤσασταν ἅγιοι εἰς τὸν Ἀγώνα καὶ λευτερώσετε τὴν πατρίδα, καὶ τὸ στρατιωτικὸν ὅλοι λησταὶ καὶ θερία ἀνήμερα! Καὶ πῶς ὑποφέρετε μ᾿ αὐτούς; Ἦταν τὰ πατριωτικά σας αἰστήματα καὶ οἱ γενναῖες σας θυσίες πρὸς ὄφελον αὐτῆς τῆς πατρίδας! Αὐτὸ ἐφάνη κι᾿ ἀπὸ τὸν διορισμὸν εἰς τὰ τάματα τῶν συντρόφωνέ σας. Καὶ πῆγα κ᾿ ἔβαλα μὲ δάκρυα εἰς τὸν Ἀϊντὲκ αὐτὰ ὑπόψει του καὶ σὲ τί θὰ καταντήσωμεν ὅταν ἀδικῆται τὸ δίκιον. Καὶ τὰ χάλασε ὅλα αὐτά. Μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέως, ὅταν παρουσιάστηκα. Καὶ μπῆκε σὲ συμπάθειον ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Τότε μὲ βάλετε ῾στὴν ὀργὴ τῆς Ἀντιβασιλείας. Τότε ἔφυγα καὶ ἦρθα ἐδὼ· καὶ ἦρθε κι᾿ ὁ Ψύλλας καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια ὡς ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτ᾿ ἤμαστε ὅλοι λησταί. Τότε ἐστείλετε ἄνθρωπον νὰ μὲ ῾ρεθίση καὶ τὸν πλάκωσα μὲ τὸ δαυλί. Κι᾿ ὁ Κωλέτης μό ῾στειλε τὸν Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Κ᾿ ἔπαθαν τόσοι ἀγωνισταί. Καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὴν τζελατίνα κι᾿ ἀπὸ τὸ ντουφέκι. Ἀπὸ αὐτόν σας τὸν πατριωτισμὸν καὶ θυσίες μπήκετε σὲ σημαντικὲς θέσες, γίνετε πρέσβες μὲ χοντροὺς μιστοὺς καὶ μὲ πλῆθος σταυρούς. Ὅποτέ σας λένε οἱ ξένοι σας φίλοι ντύνεστε τὸ πουκάμισο τῆς ἀρετής· κλαῖτε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἀγωνιστᾶς καθὼς κλαίγει ἡ φώκια τὸν πνιμένον – εἶναι τὰ δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τὸν πνιμένον καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει.<br />
<br />
Εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ δυὸ χιλιάδες ἱππικό του Κιουτάγια καὶ μὲ πλῆθος πεζικὸν σκοτώθηκαν Ἕλληνες ἑφτακόσοι ἢ ὀχτακόσοι· σὲ μιὰ ἐκλογὴ τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ Σπάρτη οἱ σκοτωμοὶ πέρασαν αὐτὸν τὸν ἀριθμόν. Καὶ οἱ κάτοικοι καταφανίστηκαν κι᾿ ἀπὸ κατάστασιν κι᾿ ἀπὸ ζωντανὰ κι᾿ ἀπὸ δενδροφυτεῖες. Ασε τοῦ Κωλέτη – οὔτε γράφονται, οὔτε θέλουν γραφτοῦνε οἱ προκοπές του. Ὅμως αὐτὸς δικαιολογέται, ὅτι ἡ ἐδική σου ἡ συντροφιά, κύριε Μαυροκορδᾶτε, ἄνοιξε αὐτείνη τὴν στράτα. Καὶ πόσοι χάθηκαν καὶ χάνονται ὡς τὴν σήμερον καὶ πόσοι θὰ χαθοῦμεν ἀκόμα κ᾿ ἐμεῖς δὲν ξέρομεν. Ὅτι τὰ φῶτα κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς φαίνεται ὡς τὴν σήμερον ὁλουνῶν.<br />
<br />
Δείξατε τί πατριωτισμὸν καὶ τί ἐθνικὰ φρονήματα εἴχετε κ᾿ ἐσεῖς καὶ οἱ συντρόφοι σας, οἱ ρήτορές σας οἱ φιλελεύτεροι, οἱ φόρτζα Σεπτεβριανοὶ καὶ Συνταματικοί, ὁποῦ ἄφριζαν εἰς τὸ βῆμα κ᾿ ἐνθουσιάζαν γενικῶς τοὺς Ἕλληνες – μὲ λόγια παχιὰ καὶ μ᾿ ἀσκιὰ μ᾿ ἀγέρα. Τώρα αὐτεῖνοι οἱ ρήτορες, οἱ φιλελεύτεροι, εἶναι ὅλοι σήμερον βουλευταὶ μ᾿ ἔλεος τῆς Αὐλῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν. Τί κάνουν σήμερα αὐτεῖνοι; Ὅ,τι κάμετε κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἀρχηγοί τους. Ἤσασταν πρῶτα φιλελεύτεροι; Εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦτο, ὁποῦ ῾ναι ὁ Χρηστίδης ὑπουργός, ὁποῦ ῾ναι ὁ Γιωργαντᾶς ὁ γνωστός, ὁποῦ ῾ναι τέλος πάντων τὸ χτεσινὸ παιδὶ ὁ Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, ἀρνηθήκετε ὅλα ὅσα κάμετε· ὅσα εἴπετέ σας βάλαν καὶ τὰ γλύψετε σὰ νὰ μὴν τὰ εἴπετε, καὶ τότε κάμαν ἔλεος καὶ σᾶς βγάλαν βουλευτάς· καὶ λάβετε τὴν διαταγὴ κι᾿ ὁδηγίες τοῦ Ντεληγιάννη καὶ πᾶτε πρέσβες οἱ Ἐκλαμπρότητές σας. Καὶ οἱ ρήτορές σας ρητορεύουν εἰς τὸ βῆμα κι᾿ ὅ,τι νομοσκέδια δίνουν οἱ ὑπουργοί, «σοί, Κύριε». Τέτοιοι εἶστε ἐσεῖς, τέτοιοι εἶναι κ᾿ οἱ ὀπαδοί σας. Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε εἰς τὴν πατρίδα ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς κάτι ἤσασταν· κ᾿ εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸν Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ «Γκρανσινιόρη». Ὅσο ἔλεπαν τὸ τζαμὶ εἰς τὴν Βγιέννα σκιάζονταν κ᾿ ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγη καὶ παραμέσα καὶ φκειάση κι᾿ ἄλλα τζαμιά. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβον κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρον. Κι᾿ ὅταν βήκαν μιὰ χούφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίση τζαμιά, ὅτι θὰ πέσουν κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ δι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξη μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς ὁποῦ δὲν ἀφήσετε κανένα κουσούρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ὁποῦ εἴμαστε.<br />
<br />
Ἐγὼ εἶμαι στενός τους φίλος, αὐτὸ τοὺς εἶναι γνωστόν. Τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔχω καὶ κουμπάρο καὶ σύντροφο σὲ μίαν μεταβολή, τὸν Κωλέτη κουμπάρο, τὸ Μαυροκορδάτο τὸ ἴδιον – στενὸς φίλος ἀπὸ ἐξαρχῆς μ᾿ ὅλους. Δὲν τοὺς τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ὀχτρός. Ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπραξαν γράφω. Καὶ λέγω εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς φίλους τους· ἂν φανταστοῦν ὅτι γράφω παραμικρὸν ψέμα, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ τὸ ἀναιρέσουνε καὶ νὰ εἰποῦνε κ᾿ ἐγὼ ὅ,τι ἔκαμα. Μπορῶ ὡς ἄνθρωπος, κι᾿ ἀγράμματος κι᾿ ἁπλός, νὰ ῾καμα περισσότερα, καὶ δὲν τὸ αἰστάνομαι ἢ δὲν μπορῶ νὰ δικάσω τοῦ λόγου μου μόνος μου. Κάθε ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτὸ τοῦ κάνει τὸν συνήγορον, ἀλλὰ ἄλλες παρατήρησες θὰ κάμη ἡ κατηγορία. Οἱ ἀναγνῶστες τηρᾶτε καὶ τοὺς τύπους ἀρχὴ καὶ τέλος, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾ναι καὶ φίλοι τους κι᾿ ἄλλα λένε κι᾿ ἄλλα κρύβουν· ὅτι ἔχουν τὴν φιλίαν τους καὶ τὴν ἀνάγκη τους, ὅτι εἶναι πάντοτες σημαντικοὶ ἄνθρωποι καὶ μπαίνουν σὲ σημαντικὲς θέσες. Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἰδιώτης καὶ κηπουργὸς κ᾿ ἔγραψα αὐτὰ χωρὶς πάθος διὰ νὰ φαίνωνται, νὰ μὴν κατηγοριέται ἡ πατρίδα. Ἐσεῖς λοιπόν, ἀναγνῶστες, κι᾿ ὅλοι οἱ πατριῶτες, ὁποῦ θὰ ζήσετε ἐδῶ, νὰ γένετε προσεχτικοὶ κριταὶ καὶ νὰ κρίνετε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα.<br />
<br />
Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερον εἰς τὰ χέρια τους, ὅσοι μας κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τὸ ῾χουν σὲ δόξα, τὸ ῾χουν σὲ τιμή, τὸ ῾χουν σὲ ἰκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπῆς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ εἰς τὴν πατρίδα.2 Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοί της κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας.<br />
<br />
Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγὼ μοναχός, τὰ λέγει ὅλο τὸ κοινὸ καὶ οἱ ῾φημερίδες. Κι᾿ ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγη τὸ δίκιον. Διὰ ῾κεῖνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω· ἤμουν φτωχὸς κ᾿ ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι᾿ ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος, ὁποῦ μας χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ σὲ τούτην τὴν κοινωνίαν ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα μου. Κι᾿ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμη νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ᾿ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα – ἕνα πράμα μόνον μὲ παρακίνησε κ᾿ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι᾿ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγὼ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι᾿ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἰκανότη.3<br />
ΣHMEIΩΣEIΣ<br />
<br />
1. Καὶ τὸν μιστόν, τὸ τρίτο, μοῦ ῾κοψε ὁ φίλος μου Ρόδιος· καὶ κάνα παιδὶ τῶν ἀγωνιστῶν δὲν πλερώνει εἰς τοὺς Εὐέλπιδες, ἐγὼ πλερώνω.<br />
<br />
2. Λένε τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Κορφιωτάκη· «Ὁ ἀδερφός σου ἔφαγε τόσα ἐθνικὰ ὑποστατικὰ καὶ χρήματα τοῦ Ἔθνους· διατί νὰ δώση τῆς χήρας τώρα τὸ Ἔθνος καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα; – Ἦταν ἄξιος καὶ τὰ πῆρε ὅλα αὐτά, λέγει, κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀξιότη τοῦ αὐτείνη τὸν ἔβαλε κι᾿ ὁ Βασιλέας δυὸ βολὲς ὑπουργόν, μίαν εἰς τὴν Οἰκονομίαν (καὶ διόρθωσε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ εἶχε κάμη καὶ πῆρε κι᾿ ἄλλα) – τώρα δι᾿ αὐτὰ πλερῶστε καὶ τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα!» Κάνει τὸ νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὁ ὑπουργὸς ὁ τωρινός της Οἰκονομίας. Πουλεῖ κι᾿ αὐτὸς τὸ σμυρίδι ἕντεκα δραχμὲς τὸ καντάρι· τοῦ δίνουν δεκάξι· «Τό ῾δωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ὁ Μπάλμπης, ὁποῦ ἦταν ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, τὸν συναδερφόν του τὸν Γιωργαντᾶ Νοταρᾶ, ὑπουργὸν τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοῦ ζητεῖ τὰ ὅσα ἔχει κατακρατήση τοῦ Ἔθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι᾿ ἂν δὲν τὰ δώσης, τοῦ λέγει, δὲν συνεδριάζομεν μαζί· ἀπαρατιῶμαι». Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Εἶναι δεχτῆ ἡ ἀπαραίτησή σου». Κι᾿ ἀπαρατήθη. Κι᾿ ἄλλα κι᾿ ἄλλα πλῆθος τοιούτα.<br />
<br />
3. Ἐπειδήτις ὁλοένα λέγω κατάχρησες, μὴ στοχάζεστε ὅτι ἔχω πάθος εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ψάξετε τὶς ῾φημερίδες, τηρᾶτε καὶ τὰ πραχτικὰ τῶν Βουλῶν, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾ναι τέτοιες Βουλὲς ὁποῦ ῾περασπίζονται τὴν κλεψιὰ καὶ ῾διοτέλεια καὶ πολεμοῦνε τὴν δικαιοσύνη· καὶ μ᾿ ὅλον αὐτὸ θὰ ἰδῆτε ἂν ἀληθινὰ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω. Εἶπα σὲ πολλὰ μέρη, λέγω καὶ τώρα· ἐγὼ τὰ ῾γραψα αὐτὰ ὅλα κι᾿ ὅποιος ἀπ᾿ ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι᾿ ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψη κι᾿ ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν. Ὅμως δὲν ἔχει κανένας τὸ δικαίωμα νὰ γράψη οὔτε ὑπέρ μου, οὔτε κατὰ ἂν δὲν διαβάση πρῶτα ὅλο τοῦτο ἀρχὴ καὶ τέλος κι᾿ ὅλα μου τ᾿ ἀποδειχτικᾶ καὶ τὰ χαρτιά μου – καὶ τότε ἂς γράψη ὅ,τι ὁ Θεὸς τὸν φωτίση. Κι᾿ ὅταν τὰ διαβάση, τότε ἂς κάμη τὴν παρατήρησή του, ὄχι πρωτύτερα. Κ᾿ ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-45858781580392143062011-03-25T12:34:00.000-07:002011-10-25T12:30:13.169-07:00Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 4<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Δημοτικὴ ἐκλογὴ ἐν Ἀθήναις. - Σύστασις σώματος ἐθνοφυλάκων ὑπὸ τὸν Μακρυγιάννην. - Εἰσβολὴ τῶν ἐν Τουρκίᾳ προσφύγων ἀνταρτῶν εἰς Φθιώτιδα. - Καταδίωξις αὐτῶν. - Διάλυσις τοῦ σώματος τῶν ἐθνοφυλάκων. - Κακὴ κατάστασις τοῦ Κράτους. - Ἐξακολούθησις τῶν πατριωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μακρυγιάννη. - Μυστικὴ πρὸς τοῦτο ἕνωσις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Ἀλ. Μαυροκορδάτου καὶ Ἀ. Μεταξᾶ. - Διαίρεσις αὐτῶν. - Ματαίωσις τοῦ κινήματος. - Τὰ κατὰ Πατσίφικον. - Ὑπουργικὴ μεταβολή. - Ἀναχώρησις τοῦ Βασιλέως εἰς Βαυαρίαν. - Δημοτικαὶ καὶ βουλευτικαὶ ἐκλογαί. - Πολιτικὴ ἕνωσης Μαυροκορδάτου καὶ Μεταξᾶ διὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Διορισμὸς αὐτῶν ὡς πρεσβευτῶν. - Νόμος ἐν τῇ Βουλῇ περὶ ἀπονομῆς συντάξεως εἰς τὴν χήραν Κορφιωτάκη. - Ἀπόρριψις αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Γερουσίας.</i><br />
<hr />
Τὸ νέον ὑπουργεῖον ἔστειλε νὰ πάμεν νὰ παρουσιαστοῦμεν ἐγώ, ὁ Ζαχαρίτζας κι᾿ ὁ Βλάχος. Πήγαμεν. Μᾶς εἶπαν ὅτι τὸ κόμμα τῆς πεσμένης κυβερνήσεως εἰς τὴν πρωτεύουσα εἶναι ἀσυνείθητοι ἄνθρωποι καὶ νὰ δώσουμεν τὸν λόγον τῆς τιμῆς μας, ἂν θέλωμεν, νὰ ρωτήσουμεν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους μας, ἂν εἶναι σύνφωνοι, νὰ κάμωμεν νέαν ἐκλογὴ πρώτου παρέδρου, νὰ χρησιμέψη διὰ δήμαρχος. Ὅτι αὐτὸς ὁ δήμαρχος μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ ἀφάνισαν τὸν τόπον. Καὶ νὰ συνάξωμεν κ᾿ ἑκατὸ πολίτες ὡς ἐθνοφύλακας. Κι᾿ ἀρχηγὸς ῾σ αὐτοὺς νὰ εἶμαι ἐγώ. Ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ εἶπαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅτ᾿ εἶναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε ἡ Κυβέρνηση νὰ γένη ἡ ἐκλογή. Τὴν κερδέσαμεν ἐμεῖς. Ἔκαμα καὶ τοὺς ἑκατὸ ἐθνοφύλακας. Μὲ τὴν μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εἰς τὰ χρέη τους. Κόπηκαν οἱ κλεψὲς εἰς τὴν πρωτεύουσα κι᾿ ὅλες οἱ ἀταξίες. Φκαριστημένη ἡ Κυβέρνηση, τὸ Φρουραρχεῖο κι᾿ ὅλες οἱ ἀρχὲς κι᾿ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὴν ῾πηρεσία μας.<br />
Μαθαίνομεν μπῆκαν εἰς τὸ Κράτος ὁ Παπακώστας, ὁ Βελέτζας, ὁ Μπαλατζός, οἱ Κοντογιανναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Τουρκιά. Μπῆκαν μὲ μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δὲν κάναν. Πῆγαν ἀναντίον τους μὲ μεγάλη δύναμη τῆς Κυβέρνησης ὁ Γαρδικιώτης κι᾿ ὁ Μαμούρης κι᾿ ἄλλοι ταχτικοὶ κι᾿ ἄταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ἡμέρες. Ἔπεσε ἡ διχόνοια ἀναμεταξὺ τοὺς τῶν ἀντάρτων καὶ πῆγαν πίσου εἰς τὴν Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο καὶ πληγώθηκαν. Κ᾿ ἔπαθαν οἱ ἐπαρχίες ἀπὸ τὰ βασιλικὰ στρατέματα, ὁποῦ ἀφανίστηκαν οἱ δυστυχισμένοι κάτοικοι. Καὶ οἱ χάψες τοῦ Κράτους ξαναγιόμωσαν ὀπίσου καὶ εἶναι γιομάτες ὡς τὴν σήμερον. Καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βασιλικῶν στρατεμάτων θησαύρισαν. Οἱ ῾φημερίδες ξιστορίζουν ὅλα αὐτὰ ἀρχὴ καὶ τέλος.<br />
Ἀφοῦ διαλύθηκαν αὐτεῖνοι καὶ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους, τότε διαλεῖ ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐθνοφυλακῆς, τοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο νοικοκυραῖοι καὶ τίμιοι ἄνθρωποι. Διαλώντας αὐτεῖνοι, τὴν ἄλλη βραδειὰ κλέψαν ἕνα σπίτι καὶ πῆραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι᾿ ἄνοιξε πίσου τὸ συνειθισμένο ἐμπόριον τῆς κλεψᾶς. Ξέκλησαν καὶ τὴν ἐκλογή. Καὶ ἡ δημοτικὴ ἀρχὴ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τῆς ὡς ἀγαναχτισμένοι ἀπὸ αὐτὸ – ἄξηναν οἱ κατάχρησές τους. Ἡ Κυβέρνηση προσωρινῶς μετακόμισε τὰ πατριωτικὰ τῆς αἰστήματα εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους – ὁποῦ μας γύρεψε καὶ πήγαμεν ὁ Βλάχος, ὁ Ζαχαρίτζας κ᾿ ἐγὼ καὶ μᾶς εἶπεν ὅτι ἐπιθυμάγει νὰ γυρίση μὲ τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Στάθη ῾σ αὐτὸν τὸ νοῦ λίγον καιρὸν καὶ πάλε γύρισε εἰς τὸ στοιχεῖον της. Παίρνει τὸν Καλλεφουρνὰ ὑπουργὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ τῆς Παιδείας, ὅτι καὶ παιδεία μεγάλη ἔχει κ᾿ ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος εἶναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μὴ λυπεῖσαι ὅτι δὲν εἶχες ὡς τώρα σύντροφο εἰς τὴν παιδεία καὶ θὰ κιντύνευε ἡ Ἑλλὰς χωρὶς φῶτα – γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ᾿ ἔγινε τῆς Παιδείας ὑπουργός! Κ᾿ ἐσὺ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θὰ ἰδῆς δοξολογίαν ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς ἐκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνὰ Ἀθηναῖον!1 Ἄν μας ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήση εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη. Αὐτὰ λείπουν ἀπ᾿ ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Τῆς πρόσοδες τῆς πατρίδας τῆς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, σὲ ῾πηρεσίαν νὰ μποῦμεν, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. Ἀγοράζομεν πρόσοδες, τῆς τρῶμεν ὅλες. Χρωστοῦν εἰς τὸ Ταμεῖον δεκοχτῶ ῾κατομμύρια ὁ ἕνας κι᾿ ὁ ἄλλος· ὁ Μιχαλάκης Γιατρὸς πεντακόσες χιλιάδες, ὁ Τζοῦχλος τρακόσες, ὁ Γιωργάκης Νοταρᾶς τρακόσες πενήντα – ὅλο τέτοιγοι χρωστοῦνε αὐτά. Ὁ κεντρικὸς ταμίας ὁ Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν ἀπὸ τὸ ταμείον· κι᾿ ἀκόμα δὲν κυτάχτηκαν πόσα θὰ λείψουν ἀκόμα. Τὸ ἴδιο ντογάνες κι᾿ ἄλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τὰ πράματα καὶ τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νὰ κάνη τὰ χρέη τοῦ πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταὶ οἱ περισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν τοὺς δίνομεν ἀπὸ – κάνουν ἐπέβασιν εἰς τὰ πράματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμεν ἐμεῖς μ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνὸν ὁποῦ τρέχομεν νὰ τζακιστοῦμεν.<br />
Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἀνακατωμὸς τῆς Εὐρώπης, ἔπρεπε νὰ εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς σὲ μίαν κατάστασιν νὰ βασταχτοῦμεν, νὰ μή μας πλακώση κάνας κίντυνος, ἢ καὶ ἂν εἶναι ἁρμόδιος καιρὸς καὶ κινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι δυνατοί, καὶ κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς – κι᾿ αὐτὰ χρειάζονται νά ῾χωμεν κι᾿ ὀλίγα μέσα, νὰ βασταχτῆ ἡ πειθαρχία, νὰ μὴν κινηθοῦμεν καὶ γυμνώσουμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς ἀτιμήσουμεν, καὶ τότε εἶναι χερότερα· ἀντὶς νὰ φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν καὶ τὰ μάτια. Εἶχα τὴν ἐταιρίαν, τὴν ἐνέργαγα μυστικῶς κ᾿ ἔστελνα παντοῦ χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν οἱ μεγάλοι· ὅτι μὲ κιντύνεψαν ὅλοι ποιὸς ὀλίγο, ποιὸς πολύ. Εἶδα ὅτι εἰς αὐτείνη τὴν περίστασιν δὲν μπορῶ μόνος μου νὰ κάμω τίποτας· συλλογίστηκα νὰ βάλω καὶ τὸν Μεταξᾶ καὶ τὸν Μαυροκορδάτο. Πῆγα τοὺς ἀντάμωσα, τοὺς εἴπα· «Νὰ μοῦ δώσετε τὸν λόγον τῆς τιμῆς σας – κάτι θὰ σᾶς εἰπῶ». Ὑποσκέθηκαν. Τότε τοὺς ξηγήθηκα ὅλα. Τοὺς εἶπα καὶ τὰ ἔνγραφα ὁποῦ ἔχω· τοὺς τὰ ῾δειξα, ὅμως νὰ μὴν τὰ διαβάσουν καὶ ἰδοῦνε τὰ ἄτομα· καὶ εἶμαι ὁρκισμένος εἰς αὐτὸ νὰ τά ῾χω μυστικά. Κι᾿ ὅταν εἶναι καιρός, στέλνουν ἀπὸ ῾ναν ἄνθρωπον κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ συσταίνομεν μίαν ῾πιτροπή. Ἔκαμα κ᾿ ἕναν ὅρκον νὰ καταγράφωνται οἱ ἄνθρωποι ὅ,τι μπορῆ ὁ καθένας. Τοὺς εἶπα, ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγροικιῶνται ἔξω μὲ τοὺς ὁμογενεῖς μας κ᾿ ἐγὼ νά ῾χω τὸν ὀργανισμὸν τοῦ Κράτους. Ἔγραψα ἕξι χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα ἐγὼ διὰ νὰ ἐλκύζωνται οἱ ἄνθρωποι. Τοὺς εἶπα χρειάζονται ἔξοδα, ὁποῦ θ᾿ ἀγροικιώμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἔξω καὶ μέσα εἰς τὸ Κράτος. Μὲ χωρὶς ἔξοδα δουλειὰ δὲν γένεται. Μοῦ λένε· «Δὲν ἔχομεν ἐμεῖς. – Πουλῶ, τοὺς λέγω, ἕνα σπίτι ὁποῦ ῾χω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κάμωμεν τὴν δουλειά μας, μὲ τὴν συνφωνίαν ὅσοι γράφουν χρήματα – λεπτὸ δὲν ἔχει νὰ πιάση κανένας μας εἰς τὸ χέρι· ὅταν εἶναι καιρός, νὰ γένη μία ῾πιτροπή νὰ ξοδιάζη. Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι θὰ κάνω, θὰ σᾶς ρωτῶ κ᾿ ἐσεῖς θὰ μὲ ρωτᾶτε». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Καὶ σὲ ἄλλην ἐταιρίαν νὰ μὴν ἔμπωμεν, ἀλλὰ νά ῾χωμεν τὴν δική μας. Μοναχὰ νὰ ξέρωμεν τί κάνουν οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν κάμουν κανένα ἄγουρο κίνημα – νὰ τοὺς ἀποκόβωμεν, νὰ μὴν πάθη ἡ πατρίδα ἀπὸ τῆς ἀνοησίες μας.2<br />
Μείναμεν σύνφωνοι σὲ ὅλα αὐτά. Τὸ σπίτι μου, ὁποῦ εἶχα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἄξιζε τριάντα χιλιάδες δραχμές· τὸ πουλῶ πέντε κι᾿ ὀχτακόσες. Ἔστειλα ἀνθρώπους ἐκ νέου παντοῦ κι᾿ ὀργάνισα ὅλο τὸ Κράτος. Ὅ,τι ἔκανα τοὺς τὸ ῾λεγα, ὅμως τὸν ὅρκον μὲ τῆς ὑπογραφὲς τὸν βάσταγα καὶ τὸν βαστῶ ἐγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Τοῦ Γαρδικιώτη κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς ἔλεγα ἄλλα, ὄχι ὅμως ν᾿ ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους, μόνον νὰ μὴν προδινώμαστε· κι᾿ ἂν δώση ὁ Θεὸς κάνα καλό, ὅλοι σὲ μίαν στράτα ἀνταμωνόμαστε. Κ᾿ ἔλεγα ὁλουνῶν νὰ ῾νεργούμεν τὴν ἕνωσιν καὶ νά ῾χωμεν ὁμόνοια πατριωτική. Ἕλκυσα καὶ τὸν Βασιλέα ῾σ αὐτά, ὄχι ὅμως νὰ ξέρη καὶ τὸν ὀργανισμόν μας. Ἤφερα τὸν Χατζηχρῆστο καὶ Γαρδικιώτη σὲ συμπάθεια διὰ αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς ῾γκολπωθή ὁ Βασιλέας εἰς αὐτὲς τῆς περίστασες. Θέλησε ὕστερα ὁ Βασιλέας νὰ κάμη αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἀντιστράτηγους κ᾿ ἐμένα ῾πασπιστή του. Στέλνει τὸν Χατζηχρῆστο ὁ Γαρδικιώτης νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω. Μοῦ εἶπε αὐτὸ ὁ Χατζηχρῆστος, ὅτι τοῦ τὸ εἶχε εἰπῆ ὁ Βασιλέας δυὸ τρεῖς μῆνες πρωτύτερα. Πῆγα εἰς τὸν Γαρδικιώτη μαζὶ μὲ τὸν Χατζηχρῆστο. Μοῦ λέγει αὐτό. Τοῦ λέγω· «Εὐκαριστῶ τὸν Βασιλέα εἰς τὴν τιμὴ ὁποῦ μου κάνει· εἶμαι ἀστενῆς, δὲν μπορῶ νὰ ῾περετήσω». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ, δὲν δέχτηκα. Μοῦ λέγει· «Θὰ τὸ δεχτῆς νὰ σηκώσης κάθε ὑποψίαν ἀπὸ πάνου σου, ὅτι εἶπαν τοῦ Βασιλέως ὅτι κάτι νεργᾶνε ὁ Μαυροκορδάτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κ᾿ ἔχουν ἐσέναν ὡς ἀρχηγόν. – Τοῦ λέγω, δὲν ἔχομεν κάναν κακὸν σκοπὸν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι. Καὶ ἴσα ἴσα δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον ὁποῦ μου εἶπες δὲν δέχομαι τίποτας ὡς ὕποπτος· καὶ νὰ μάθη ὁ Βασιλέας νὰ μὴ σκιάζεται ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του γιὰ νὰ τοὺς βαίνη σὲ θέσες. Ἔτζι ἔκανε ὁ Καλλεφουρνᾶς, τὸν ἔσκιαζε, καὶ τὸ᾿ ‘δῶσε δυὸ ὑπουργεῖα. Καὶ δὲν δέχομαι». Δέχτη ὁ Μεταξᾶς τὴν ἀντιστρατηγία· ὁ Μαυροκορδάτος δὲν δέχτη, ὅτι δὲν ἦταν τοῦ ἐπαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ὅτι δὲν δέχτηκα. Καὶ πάλε εἶμαι, καθὼς ἤμουν, χωρὶς τὴν βασιλικὴ εὔνοια.<br />
Τὸ μυστήριον ὁποῦ ῾χαμεν ἀναμεταξύ μας θέλησαν ὕστερα νὰ τὸ κάμουν κοινὸ μὲ τὰ σκέδια ἀλλουνῶν. Πᾶνε καὶ μπαίνουν εἰς τὴν ἐταιρία τοῦ Τζαβέλα καὶ ῾σ ἄλλες τοιοῦτες. Μιλοῦσαν μ᾿ ἀνάξιους ἀνθρώπους – πήγαιναν καὶ τὰ πρόδιναν εἰς τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν πρέσβυ τῆς Τουρκιᾶς. Παίρνει τὸν Τζαβέλα ὁ Βασιλέας τὸν κάνει ὑπουργὸν πίσου, ἀφοῦ τοῦ μαρτύρησε αὐτά. Κάνουν μία ῾πιτροπή ἀπὸ δεκάξι ἄτομα καὶ βάνουν τέσσερους γραμματείαν ῾σ τὰ ἐσωτερκά, τέσσερους ῾σ τὰ οἰκονομικά, ταμίες, κι᾿ ἄλλα τέτοια χωρὶς νὰ ξέρω ἐγὼ τίποτας ἀπὸ αὐτά. Σὰν τὸ ῾μαθα, πῆγα καὶ τοὺς μίλησα καμόσα. Τοὺς εἶπα εἰς τὸ στερνό· «Νὰ διαλύσετε αὐτείνη τὴν ‘πιτροπή, ὅτι τὸ ῾μαθαν» ὅλοι κ᾿ ἐγὼ δὲν εἶμαι σύνφωνος. Ὅταν ἔρθη ὁ καιρός, θὰ μποῦνε ‘πιτροπὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ δώσουν τὰ χρήματά τους, νὰ βλέπουν ποὺ ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι τὴν διάλυσαν. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν ἤξεραν τὸν κατάλογον τῶν ἀνθρώπων ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ἐταιρίαν καὶ τί ποσότη χρήματα ἔγραφε ὁ καθείς. Ὁ εὐλογημένος λαὸς ἔγραψε ὡς διακόσες χιλιάδες δραχμές. Πῆγαν καὶ μπῆκαν εἰς τῆς λάσπες τῶν ἐταιριῶν, ὁποῦ ῾κάνε ὁ Τζαβέλας κι᾿ ἄλλοι, καὶ χτύπησαν ὅλοι οἱ τύποι αὐτά· κ᾿ ἔπαθαν καὶ οἱ ὁμογενεῖς μας ἔξω εἰς τὴν Τουρκιά, χωρὶς νὰ τοὺς κάμωμεν μικρὴ ὠφέλεια. Πάντοτες τοὺς βαίνομεν εἰς κιντύνους καὶ χάνονται ἀδίκως καὶ παραλόγως ἄνθρωποι.<br />
Τὴν ἐπιτροπὴ τὰ δεκαέξι ἄτομα κι᾿ ὅ,τι κάναν τὰ ῾μαθε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ Πρέσβες· καὶ δικαίως κατηγοροῦσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπισώρεψαν ὅλα ὅσα κακὰ ἔκαμαν οἱ ἐταιρίες. Κι᾿ ὡς συνένοχοι αὐτεῖνοι οἱ δυό τους βάζαν εἰς τῆς ῾φημερίδες καὶ τοὺς ἔλεγαν τουρκολάτρες. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ὅλα δὲν πάθαινε ἄλλος, μόνον οἱ ἀθῶοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ ἡ δυστυχισμένη πατρίδα. Ὅτι ἔχουν ἕνα σύστημα· τὰ σκέδια τους καὶ τὰ μυστήρια τους βαίνουν τοὺς νέους νὰ τὰ ἐκτελοῦν.3 Ὁ Μαυροκορδᾶτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς ὁποῦ ἦταν προσωρινῶς φίλοι, πάλε μετανοήσανε καὶ εἶναι πολὺ ὀχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθὼς κ᾿ ἐγώ, δὲν μπορέσαμεν νὰ τοὺς φιλιώσουμεν. Φαίνεται ἀπὸ αὐτὸ ὅτι τὰ σαμάρια ὁποῦ ῾χουν φκειασμένα φοβᾶται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ μὴ σαμαρώση τὰ γουμάρια ὁ ἕνας καὶ χάση ὁ ἄλλος· αὐτὸ εἶναι κι᾿ ὄχι ἄλλο. Τὸ κακὸν εἶναι ὅτι πλήγωσε ἡ ράχη ὅλων τῶν γουμαριῶν σαμαρώνοντας αὐτεῖνοι καὶ φορτώνοντας ὅλο λιθάρια...4 Ἐμεῖς ὡς ἀδύνατοι οὔτε καλὸ μποροῦμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, οὔτε κακό. Ἀναμεταξύ σας πάθετε ὅλα αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι πάθαμεν ἐμεῖς καὶ παθαίνομεν εἶναι ἔργα δικά σας καὶ τῶν ὀπαδῶ σας. Ὅμως καὶ σᾶς ὁ Θεὸς δέ σας ἀφίνει. Ξέχωσαν τὸν Κωλέτη ἄλυωτον διὰ νὰ ἰδῇ τῆς πράξες του τῆς καλὲς ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν πατρίδα του, ὅταν κυβερνοῦσε μὲ τόση ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἔφερε ῾σ αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν. Πέθανε αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα του κιντυνεύει ἀπὸ τῆς καλές του πράξες. Εἶχε συνάξη ὅλους τοὺς κακούργους τῆς κοινωνίας ἀπ᾿ οὖλες της τάξες καὶ τοὺς βόηθαγε μὲ τὰ πλούτη τῆς πατρίδος καὶ μὲ τῆς θέσες· καὶ ξεμάκρυνε καὶ κατάτρεξε ὅλους τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Κ᾿ ἔλαβαν αὐτεῖνοι τὴν κυβέρνησιν τοῦ Κράτους· καὶ ἡ ἴδια ἡ συντροφιὰ τοὺς εἶναι κι᾿ ὡς σήμερον, ὅτι ἄφησε ἐκεῖνος διαθήκη εἰς τὸν Βασιλέα νὰ μὴν ἀλλάξη σύστημα· καὶ ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἀκούγοντας ἕναν τέτοιον σημαντικὸν κυβερνήτη –τὸν βάφτισε καὶ μεγαλόγνωσον – δὲν ἔφυγε οὔτε τρίχα ἀπὸ τὰ πατριωτικὰ αἰστήματα τοῦ μεγαλόγνωσου καὶ τῆς συντροφιᾶς του.<br />
Μίαν Λαμπρὴ καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι τοῦ Κωλέτη καὶ τοῦ Τζαβέλα, κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὸ μπαγιράκι τοῦ Κυργιακοῦ πῆγαν κι᾿ ἀλιμούργιαξαν τὸ σπίτι ἑνοῦ Ὁβραίου ξένου, ὀνομαζόμενου Πατζίφικου, καὶ τὸ καταχάλασαν· καὶ κιντύνεψαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τρόμαξαν νὰ σωθοῦνε. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔλαβε καμμίαν πρόνοια. Ἀναφέρθη πολλάκις ὁ Ὁβραῖος καὶ μποροῦσαν τὸ πολὺ μὲ δεκαπέντε ὡς εἴκοσι χιλιάδες δραχμὲς νὰ σβέσουνε αὐτὸ τὸ κακό. Ὅσες φορὲς ἀναφέρθη, τίποτας δὲν ἔκαμαν. Ἦταν καὶ σούντιτος Ἄγγλος. Ἀναφέρθη ὁ πρέσβυς του, κι᾿ αὐτὸς δὲν εἰσακούστη. Ἦταν κι᾿ ἄλλα παράπονα τῆς Ἀγγλίας, κανένας δὲν τοὺς ἔδινε ἀκρόασιν. Ὁ Κωλέτης εἶχε τὸν Φίλιππα καὶ τὸν Γκιζότη βοηθούς· κι᾿ ὁ Πισκατόρης τὸν δυνάμωνε εἰς τῆς ὄρεξές του. Γίνεται ἡ μεταβολὴ ῾στὴ Γαλλία – πέθανε κι᾿ ὁ Κωλέτης πρωτύτερα – τότε ὁ Πάλμεστρον ἑτοιμάζει ἕναν σημαντικὸν στόλο μὲ βατζέλα, μὲ φεργάδες, μὲ μπρίκια καὶ μὲ στρατέματα κι᾿ ὁ Πάρκερ ναύαρχος κ᾿ ἔρχονται εἰς τὸν Περαία κι᾿ Ἀμπελάκι καὶ μᾶς κάνουν στενὸν μπλόκο μὲ τὸν λόγον ὅτι ζημιώσαμεν τὸν Ὁβραῖον καὶ τὸν Φίνλεϋ – Ἄγγλος κάτοικος εἰς τὴν Ἀθήνα, ῾διοχτήτης καὶ σύβουλος ἐπαρχιακός· τοῦ πῆραν ἕναν τόπον πλησίον εἰς τὸ Παλάτι καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀποζημιώση τὸ δημόσιον. Καὶ παίρνουν ὅλα τὰ ἐθνικὰ πλοῖα καὶ τὰ ἐμπορικά· κι᾿ ἀφανίζουν τὸ ἐμπόριον γενικῶς καὶ τοὺς δυστυχισμένους τοὺς νησιῶτες. Βάσταξε ὁ μπλόκος μπαίνοντας ὁ Γενάρης τὰ 1850 ὡς τὸν Μάρτιον5. Καὶ μᾶς ἔφκειασαν ὅλους νοικοκυραίους. Καὶ φοβέριζαν σήμερα θὰ κινηθοῦν διὰ τὴν πρωτεύουσα κι᾿ αὔριο θὰ κινηθοῦν. Τὸ κόμμα τὸ Ἀγγλικὸν ἀδύνατο· νέκρωσε ἀπὸ τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων. Κ᾿ ἑνώθη ὅλο τὸ ἔθνος ἀναντίον τους. Διόρισε κ᾿ ἐμένα ἡ Κυβέρνηση ἀρχηγὸν τῶν Ἀθηναίων. Ἐγὼ εἶπα νά ῾χωμεν φρόνησιν καὶ γνώση, ὅτ᾿ εἶναι μία δύναμη μεγάλη κ᾿ ἐμεῖς μικροί· καὶ νὰ μὴ χαθοῦμεν. Κι᾿ ὁ Θεός, ὁποῦ μας γλύτωσε τόσες φορές, μᾶς ἔσωσε καὶ τότε.6<br />
Ὁ Βασιλέας μπαίνοντας ὁ Ἄγουστος τὰ 1850 πῆγε διὰ τὴν ὑγείαν του εἰς τὴν Μπαυαρία. Ἄφησε ὑπουργεῖον τὸν Κριεζῆ πρῶτον ὑπουργὸν καὶ τοῦ Ναυτικοῦ, τὸν Νοταρᾶ Γιωργαντᾶ τοῦ Ἐσωτερκοῦ, Χρηστίδη τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ντεληγιάννη τοῦ Ἐξωτερκοῦ, Μήλιο τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ ὁ Πάικος τῆς Δικαιοσύνης καὶ ὁ Κορφιωτάκης τῆς Παιδείας καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ – ὕστερα τὸν σκότωσαν ἀντίπαλοί του Σπαρτιάτες.7 Ὁ Γαρδικιώτης αὐλάρχης, σταυλάρχης, ῾πασπιστής, ἀρχηγὸς κι᾿ ἄλλα. Ἡ Βασίλισσά μας τὴν ἄφησε ὁ Βασιλέας εἰς τὸ ποδάρι του νὰ κυβερνάγη ὦσο νὰ γυρίση ἡ Μεγαλειότητά του.<br />
Ἄρχισαν οἱ δημοτικὲς ἐκλογές. Ἡ Κυβέρνηση ἔφκειασε ἕναν κατάλογον κ᾿ ἔβαλε δημοτικοὺς συβούλους, παρέδρους καὶ δήμαρχον ἐκείνους ὁποῦ ῾θελε – τῆς μπιστοσύνης της. Κ᾿ ἔγινε ὅλο τὸ σῶμα ἀπὸ αὐτοὺς ὁποῦ διορίσαν. Ἔφκειασαν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοὺς βουλευτᾶς ἀπὸ ῾δω, τὴν πρωτεύουσα, κι᾿ ἀπ᾿ οὖλο τὸ Κράτος – ὅποιους ἤθελε ἡ Κυβέρνηση ἐκεῖνοι βήκαν. Ἔστειλε ἡ Κυβέρνηση τὸν Μεταξᾶ πρέσβυ εἰς τὴν Κωσταντινόπολη καὶ τὸν Μαυροκορδάτο εἰς τὴν Γαλλία. Πρὶν τοὺς διορίσουνε ἦταν σὲ μεγάλη διχόνοιαν ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος ἐξ αἰτίας τῶν Ἀγγλικῶν πραμάτων καὶ τὰ κόμματά τους σὲ σύνχυσιν· τὸ ἕνα μέρος βάργε τ᾿ ἄλλο εἰς τοὺς τύπους καὶ εἰς τῆς συναστροφές.<br />
Ἔβλεπε κάθε τίμιος ἄνθρωπος τὴν ἄχλια κατάστασιν τῆς πατρίδας του, ἔβλεπα κ᾿ ἐγὼ ὁ μικρότερος ὅλα μας τὰ πράματα παραλυμένα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν κι᾿ ἀπ᾿ οὖλες της ἀρχές· ὄξω εἰς τὸ Κράτος κλεψὲς κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες. Εἶπα πὼς ἂν πήξουν αὐτὰ τὰ δυὸ κόμματα ῾σ ἕνα, ἴσως καὶ γένη κάνα καλό. Ἐκείνους τοὺς δυό, Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξά, τοὺς εἶχε ἡ Κυβέρνηση κι᾿ ὁ Βασιλέας καὶ οἱ αὐλικοὶ σὲ μεγάλη ὀργὴ καὶ καταξοχὴ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ τοὺς συντρόφους του. Τότε πάσκισα μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ τοὺς ἕνωσα νὰ μπορέσουν νὰ κάμουν κανένα καλὸ ῾σ αὐτείνη τὴν πολύπαθη πατρίδα, ὁποῦ βλέπουν ποὺ κατάντησε καὶ θὰ χαθῆ. Κ᾿ ἑνώθηκαν μυστικά.<br />
Ἀφοῦ ἦταν νὰ γένουν οἱ νέες ἐκλογὲς τῶν βουλευτῶν ἐνέργησα νὰ μποῦνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα οἱ δυό, Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, κι᾿ ὁ Βλάχος μὲ τὸν Καλλεφουρνά, νὰ πάψωμεν κάθε κίντυνο τῆς πολιτείας. Ἤθελε κι᾿ ὁ Σκοῦφος κι᾿ ἄλλοι νὰ μποῦνε βουλευταί. Τὸ ῾μαθε τὸ Παλάτι καὶ ἡ Κυβέρνηση, μὲ παραξήησαν, ὅτι ἐγὼ ἐργάζομαι δι᾿ ἐκείνους καὶ εἶναι πολιτικοὶ σκοποί· κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Καὶ μπῆκα σὲ μία μεγάλη ὀργὴ ἀπὸ αὐτοὺς ὅλους. Παρουσιάστηκα, τοὺς μίλησα· «Αὐτείνη εἶναι ἡ γνώμη μου, τοὺς εἶπα, καὶ ῾σ αὐτείνη στέκω διὰ νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα εἰς τὴν πολιτεία». Τότε διορίζουν τὸν Μαυροκορδάτο νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι· καὶ τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ῾δω, ν᾿ ἀνεμείνη καὶ τόπος νὰ μπῆ κι᾿ ὁ Σκοῦφος, ὅτ᾿ εἶναι ἀναγκαῖος καὶ εἰς τὸ Παλάτι καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Ὅτι οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι χρειάζονται πολὺ τὴν σήμερον.<br />
Μίαν ἡμέρα δυὸ ὧρες δὲν ἦταν ὁποῦ μιλήσαμεν μὲ τὸν Μεταξᾶ ὁ Μιχαὴλ Σκινᾶς κ᾿ ἐγώ, καὶ μᾶς ἔλεγε αὐτείνη τὴν ἄχλιαν κατάστασιν ὁποῦ εἴμαστε καὶ θὰ χαθούμεν· καὶ μὲ κάθε τρόπον νὰ ἑνωθοῦμεν μὲ πατριωτισμόν· καὶ νὰ δείξουν κι᾿ αὐτεῖνοι φρόνηση εἰς τὴν Βουλὴ κ᾿ ἐμεῖς – πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι μου ἔρχονται καὶ μοῦ λένε, ὁ Μεταξᾶς δέχτη νὰ πάγη πρέσβυς εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Πῆγα εἰς τὸ κονάκι του, τὸ βρίσκω γιομάτο ἀπὸ ἀβδέλλες τῆς πατρίδας ὁποῦ τὸν χαίρονταν. Ἀφοῦ φύγαν οἱ ἄνθρωποι, μ᾿ εἶδε ὁποῦ ἤμουν πικραμένός· μου λέγει· «Δέχτηκα διὰ νὰ σώσω τοὺς φίλους μας». Τοῦ εἶπα κ᾿ ἐγὼ· «Καλὰ ἔκαμες» – τί μποροῦσα νὰ τοῦ εἰπῶ; Ὕστερα διόρισαν καὶ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ δέχτη. Αὐτὸς εἶχε δίκιον, ὅτι δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ ζήση. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς παίρνει μιστὸν αὐτὸς καὶ τὰ δυό του παιδιὰ περίτου ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ δὲν ξοδιάζει τῆς μισές. Πάγει αὐτός, παίρνει καὶ τὸ παιδὶ τοῦ πρώτον γραμματέα – κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ θὰ σώση τὴν πατρίδα. Καὶ εἰς τῆς Βουλὲς κι᾿ ὄξω ἄφησαν τὰ κόμματά τους χωρὶς κεφάλι· καὶ τὰ μαντριὰ τοὺς τ᾿ ἄφησαν οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες γιομάτα λύκους νηστικοὺς καὶ τρῶνε τὰ δυστυχισμένα τὰ πρόβατα. Οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες, οἱ βουλευταὶ τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ τῆς Ἀθήνας, πᾶνε πρέσβες κι᾿ ἀπὸ ῾κει θὰ βουλεύωνται τὰ δίκια αὐτεινῶν τῶν ἐπαρχιῶν. Ὡς αὐτοῦ εἶχαν τὴν φιλοτιμίαν τους καὶ τὰ πατριωτικὰ τοὺς αἰστήματα. Ἀπὸ ῾κει θὰ προσέξουν καὶ διὰ τοὺς φίλους τους, ἐκεῖνα τὰ γομάρια ὁποῦ τοὺς ἐπιστήριξαν καὶ τοὺς φκειάσαν Ἐκλαμπρότατους καὶ πρέσβες τώρα μὲ χοντροὺς μιστούς. Ὅμως αὐτοὺς τίποτας ἀπὸ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔγνοιασε. Πῆραν τῆς οἰκογένειές τους καὶ πᾶνε.<br />
Παρουσιάστη νομοσκέδιον εἰς τὴν Βουλὴ ὑπὲρ τῆς γυναικὸς τοῦ Κορφιωτάκη καὶ δέχτη ἡ Βουλὴ νὰ παίρνη τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα. Ποιοὺς ἀγῶνες εἶχε ὁ Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε τὴν πατρίδα; Ὅταν μπῆκε ῾στὴν ῾πηρεσία τοῦ Κράτους πῆρε τόσα ὑποστατικὰ καὶ χρήματα. Ἔχει μόνον ἑφτὰ χιλιάδες ρίζες ἐλιὲς καὶ τόσα χρήματα εἰς τὸν τόκον. Αὐτὰ τὰ εἶπαν παντοῦ κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός του κι᾿ ἄλλοι συγγενεῖς του καὶ οἱ συνπολίτες του, ὁποῦ ἡ κατάστασή του διαβαίνει τῆς διακόσες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Τοῦ Νικήτα τοῦ Τουρκοφάγου ἡ φαμελιὰ δὲν παίρνει ἕνα λεπτό, τοῦ Δυσσέα σαράντα ὀχτὼ δραχμές· ἄλλων πολλῶν ἀγωνιστῶν οἱ γυναῖκες δὲν παίρνουν τίποτας – ἄλλες διακονεύουν κι᾿ ἄλλες στανικῶς δίνουν τὴν τιμή τους.8<br />
Τὸν Γενάριον μήνα ἀπάνου κάτου ἤφερε νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, διὰ τὴν σύνταξη τῆς Κορφιωτάκαινας, ὁποῦ ἡ Βουλὴ παραδέχτη νὰ λαβαίνη τρακόσες δραχμὲς κατὰ μήνα. Εἰς τὴν Γερουσίαν τὸ γκρέμισαν οἱ ἀξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτες μ᾿ αὐτὸν τὸν πατριωτισμὸν ἐστάθηκαν καὶ στέκονται ὡς σήμερον. Ὅλα τὰ ταξίματα τῶν ὑπουργῶν κι᾿ ἄλλα παρόμοια τὰ καταφρόνεσαν καὶ τὰ καταφρονοῦν. Κι᾿ ὁ Γεώργιος Ψύλλας εἶναι πάντοτες τὸ ἀγαθὸ τέκνο τῆς πατρίδας, ὁποῦ μιλεῖ φρονίμως καὶ πατριωτικῶς εἰς τὸ δίκιον καὶ λέγει τὴν γνώμη τοῦ ἐλεύτερα.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Κι᾿ ὁ Γιαννάκος Κυργιακὸς – τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ – ῾πασπιστής τοῦ ὑπουργοῦ.<br />
2. Καθὼς καὶ θὰ τὸ παθαίναμεν ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους, ὁποῦ θέλαν νὰ κινηθοῦνε νὰ πᾶνε νὰ πάρουν τὴν Κωσταντινόπολη.<br />
3. Αὐτὸ τὸ σύστημα εἶχε κι᾿ ὁ μακαρίτης ὁ Λόντος. Τὸν καιρὸν τῆς κυβερνήσεώς του κι᾿ αὐτεινοῦ τοῦ φάνηκαν οἱ ἀρετές του. Ὁ μακαρίτης αὐτὸς ἔπεσε σὲ μεγάλον χρέος, ὅτι δὲν ἔβαινε ποτὲς πήχη εἰς τὰ πράματά του. Ἕνας ἄνθρωπος, μόνος του, ἔπαιρνε τὸν μιστὸν τοῦ ὑποστρατήγου, ὁποῦ νὰ ζήση καλά· ὅτι φαμελιὰ δὲν εἶχε. Ἐκεῖνο ὁποῦ φάνη, ἐμπῆκε σὲ μιὰ μεγάλη ποσότη χρέος. Ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ἀπὸ ἄλλο – μίαν αὐγὴ εὑρέθη σκοτωμένος, ὅλο του τὸ κεφάλι σκόρπιον καὶ ἡ πιστιόλα του ἄδεια. Αὐτὸ μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει – μόνος του σκοτώθη, ἄλλος τὸν σκότωσε. Ζοῦσε κι᾿ ὁ Κωλέτης τότε. Δὲν ἄφηναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες καὶ μὲ παράταξιν. Αὐτὸ τὸ φιλονίκησαν καμόσες ἡμέρες, κι᾿ ἀφοῦ δὲν ἄφιναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παράταξιν τὸν μπαλσάμωσαν καὶ τὸν πῆραν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Βοστίτζα, τὴν πατρίδα του. Κι᾿ ὡς τὴν σήμερον εἶναι ἄθαφτος εἰς τὴν κάσσα.<br />
4. Ἐνταῦθα φαίνονται ἀπεσπασμένα φύλλα τινὰ τοῦ χειρογράφου.<br />
5. «Σὲ ὀλίγον καιρὸν ἦρθε ὁ Πάκερ μὲ ὅλο τὸ στόλο του, ὁ ναύαρχος τῆς Ἀγγλίας, καὶ μᾶς μπλοκάρισε καμπόσον καιρόν. Τότε μὲ διόρισαν ἀρχηγὸ κ᾿ ἑνώθηκα μὲ ὅλους τοὺς Ἀθηναίους· καὶ πῆγα καὶ μίλησα τοῦ ἀξιοσέβαστου Γκενερὰλ Τζούρτζη καὶ τὸν περικάλεσα μὲ δάκρυα νὰ πάη νὰ μιλήση τοῦ Πάκερ. Τότε ὁ Γκενεράλης πῆγε καὶ μίλησε. Ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση μοῦ ἔστειλαν τὸν Γαρδικιώτη καὶ μοῦ εἴπανε νὰ βαρέσω ντουφέκι. Τοὺς εἶπα, ντουφέκι δὲν βαρῶ, ὅτι ὅσα κανόνια ἔχει ὁ Πάκερ, δὲν ἔχομε ντουφέκια ἐμεῖς. Καὶ τότε ἤτανε ἐταιρία νὰ τὸν σκοτώσουνε».<br />
6. Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης, ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς, στέλνει νὰ φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη. Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του ὅτι ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους φόνους τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές, πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται, πόσες μείναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿ ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν, οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους ἤθελαν· καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῆ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους του φίλους. Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο του τὸν τάφο.<br />
7. Κάνουν ἀνάκρισες ὡς τὴν σήμερον. Λένε ὅτι τὸν σκότωσαν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. Ἀκόμα οἱ ἀνάκρισες δὲν τελείωσαν.<br />
8. Τέτοιοι Τοῦρκοι νά ῾τρωγαν αὐγά, δὲν ἔβγαινε ἡ κόττα πουλιὰ – τέτοιοι πολιτικοὶ ὁποῦ εἴσαστε, φέρατε τὴν πατρίδα σ᾿ αὐτείνη τὴν κατάσταση.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-31081724656977039812011-03-25T12:33:00.003-07:002011-10-25T12:19:38.521-07:00Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ νέου πρωθυπουργοῦ. - Κακὴ κατάστασις τῆς δημοσίας ἀσφαλείας ἐν Ἀθήναις. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως περὶ τῆς τάξεως. - Ἀποκάλυψις συνωμοσίας κατὰ τοῦ Συντάγματος. - Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 25 Μαρτίου 1845. - Ἀνάκρισις κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη ὡς ἐκφρασθέντος κατὰ τοῦ στρατοῦ. - Νέαι καταδρομαὶ κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀπόπειρα δολοφονίας κατ᾿ αὐτοῦ. - Πατριωτικαὶ ἐνέργειαι. - Παραίτησις τοῦ ὑπουργοῦ Ἀ. Μεταξᾶ. - Δυσαρέσκειαι στρατιωτικαὶ κατὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἔκδοσις ἐφημερίδος ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Μακρυγιάννη. - Νέα δολοφονικὴ σκευωρία κατ᾿ αὐτοῦ. - Προοίμια βουλευτικῶν ἐκλογῶν. - Ἕνωσις Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου. - Ἀντιπολίτευσις στρατιωτικῶν κατὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἀπόπειρα τοῦ Κωλέτη πρὸς ἔλκυσιν τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀνταρσία τοῦ Θ. Γρίβα ἐν Ἀκαρνανίᾳ, τοῦ Ἰ. Φαρμάκη ἐν Ναυπακτίᾳ, τοῦ Ν. Κριεζώτη ἐν Χαλκίδι, τοῦ Παπακώστα, Βελέτζα κ.λπ. ἐν Φθιώτιδι καὶ καταστολὴ αὐτῶν. - Ἐκλογαί. - Ἐπέμβασις τῆς Κυβερνήσεως εἰς αὐτάς. - Ἐπικράτησις αὐτῆς. - Μνησικακία τοῦ Κωλέτη κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐξόργισις αὐτοῦ. - Συμφιλίωσις. - Θάνατος τοῦ Κωλέτη. - Ἀνάρρησις τοῦ Κίτσου Τζαβέλλα εἰς τὴν πρωθυπουργίαν. - Παράτολμοι ἐνέργειαι πρὸς ἐξέγερσιν τῶν ὑποδούλων ἐν Τουρκίᾳ ὁμογενῶν. - Φρόνιμος διαγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη. - Μακρὰ συνέντευξις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Σχηματισμὸς ὑπουργείου ὑπὸ τὸν Γ. Κουντουριώτην.</i><br />
<hr />
Τελείωσαν οἱ ἐκλογές. Βῆκε ὁ Κωλέτης. Ὅτ᾿ ἦταν καὶ ἡ προσπάθειά μας αὐτείνη. Βήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευταὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ Καλλεφουρνᾶς κι ὁ Βλάχος. Εἶπε ὁ Πρωτοϋπουργὸς νὰ κάμη κ᾿ ἐμένα γερουσιαστὴ καὶ ῾πασπιστὴ τοῦ Βασιλέως. Τοῦ εἴπα· «Ἐγὼ φκαριστιῶμαι ὁποῦ μπήκετε εἰς τὰ πράματα καὶ λείψαμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ δὲν θέλω τίποτας. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μὴν εἶμαι. – Ὄχι, ἀγαπητέ μου, μοῦ λέγει, πρέπει νὰ μπῆς καθὼς μιλήσαμεν καὶ μὲ τὸν Γαρδικιώτη, νὰ τηράξωμεν κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὴν περίσταση συνφώνως καὶ τὰ ἔξω. Καὶ πρέπει νὰ εἶσαι εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ῾πασπιστής. Καὶ θὰ σοῦ δώσω καὶ τὸν Μεγαλόσταυρον. – Τοῦ λέγω, ἀπὸ αὐτὰ δὲν θέλω τίποτας, οὔτε ἡ ὑγεία μου μοῦ τὸ συχωρεῖ διὰ ῾πηρεσίες. Καὶ σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου, ὁποῦ μοῦ τοὺς ἔδωσαν τὰ ντουφέκια τῶν Τούρκων καὶ δὲν μοῦ τοὺς παίρνει κανένας κι᾿ οὔτε ξεκολλᾶνε ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὅσο νὰ πάγω εἰς τὸν τάφο. Ὅμως ἕνα σὲ περικαλὼ· εἰς τὴν πρωτεύουσα ἐδῶ νὰ βάλης ἕναν τίμιο δοικητή, ἕναν ἀστυνόμον τοιοῦτον, ἕναν ἀγρονόμον διὰ νὰ φυλᾶν τὴν τάξη. Ὅτ᾿ εἶναι καὶ ξένοι ἄνθρωποι καὶ θὰ κατηγοριέσαι ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου. Καὶ νὰ βάλης καὶ δυὸ ἀρχηγοὺς τῆς ἐθνοφυλακῆς εἰς τὰ Ντερβένια καὶ εἰς τὸν δρόμον τῆς Χαλκίδος ν᾿ ἀραδίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐλεύτερα, νὰ μὴν τοὺς γυμνώνουν καὶ κατηγοριέται ἡ πατρίδα καὶ ἐσύ· καὶ θὰ μᾶς λένε θερία ὁ ξένος κόσμος. Ὅτι τώρα εἶναι οἱ Βουλὲς καὶ θ᾿ ἀραδίζουν πολὺς κόσμος. Βάλε ἀρχηγοὺς ἀξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε ἀπὸ τὸν Ρωπὸ τὸν Σκουρτανιώτη ὁποῦ ῾ναι φίλος σου, κατὰ τῆς Φήβας τὸν δρόμον τὸν Κριεκούκη, ὁποῦ ῾ναι κι᾿ αὐτὸς φίλος σου καὶ ντόπιοι καὶ οἱ δυό. Τὸ ἴδιον κᾶμε καὶ σὲ ὅλον τὸ Κράτος νὰ σβέση ἡ διχόνοια καὶ νὰ ἑνωθῆ πίσου τὸ Ἔθνος, νὰ μὴν εἴμαστε εἰς αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν καὶ νὰ σκοτώνωνται ἄνθρωποι κάθε ὀλίγον· εἴμαστε λίγοι καὶ νὰ μὴν χαθοῦμεν ἀδίκως. – Μοῦ λέγει, σὲ εὐκαριστῶ, ἀγαπητέ, διὰ τὴν πρότασίν σου· εἶναι πατριωτικὴ καὶ θὰ τὴν ἀκολουθήσω. Εἶναι χρέος μου». Καὶ σύναξε σὲ ὀλίγον καιρὸν καὶ τρογύρισε τὴν πρωτεύουσα μὲ τοὺς πλέον μπερμπάντες. Κι᾿ ἀστυνόμο – ἔβγαλε ἕναν ἀπὸ τὴν φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακὸ τὸν λένε. Κι᾿ ὁ δήμαρχος κι᾿ αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος ὁ Κυργιακὸς φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· καὶ τοιοῦτο καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον· ὅτι τραβηχτήκαμεν οἱ ἄλλοι ἀπὸ μέσα, ὂσ᾿ εἴχαμεν συνείθησιν. Δὲν κόταγε ἄνθρωπος νὰ περπατήση τὴν νύχτα εἰς τοὺς δρόμους. Τοιοῦτοι ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ κλήτορες. Καὶ γίνονταν οἱ μεγαλύτερες κλεψὲς κι᾿ ἀτιμίες· καὶ σκότωμα τὴν νύχτα τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι δὲν ἦταν μ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶχαν καὶ κατάστασιν. Ἀπὸ τὸν Περαία ὡς ἐδῶ γύμνωναν τοὺς ἐμπόρους καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμουν τὴν δουλειὰ τοὺς μόνοι τους, νὰ πᾶνε ἀπάνου καὶ κάτου χωρὶς συντροφιά. Κι᾿ ὅποτε ἔρχονταν χρήματα τοῦ ταμείου ἔπρεπε νὰ τὰ συντροφέψουν μὲ δύναμη εἰς τὴν Οἰκονομία ἀπὸ τὸν Περαία. Καὶ σκότωσαν καὶ γύμνωσαν τόσους ἀνθρώπους.1<br />
Ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ φίλοι του, ὁποῦ γύρευαν νὰ σκοτωθοῦν οἱ κάτοικοι, ὅμως νὰ βγοῦν αὐτεῖνοι βουλευταί, δὲν ἐβῆκε οὔτε αὐτός, οὔτε ἐκεῖνοι. Βήκαν καμόσοι μὲ τὸν Μεταξά· τὸν ἀκολούθησαν πίσου κι᾿ ἀπὸ τοὺς παλιούς του φίλους· καὶ τὸ κόμμα τὸ περισσότερόν του Μαυροκορδάτου μ᾿ αὐτόν. Καὶ οἱ φίλοι του ὁποῦ γύρισαν καὶ οἱ ἄλλοι ἦταν περισσότερον τὸ χατίρι τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Οἰκονομίας κι᾿ ὄχι τοῦ Μεταξά. Ὅτι τὰ σκυλιὰ ὅταν τὰ μαθαίνουν εἰς τὸ χασαπαρειὸ οἱ πιστικοί, μένουν πλέον εἰς αὐτό· ὅσο ψωμὶ νὰ ξοδιάση ὁ τζοπάνης, ῾στὸ μαντρὶ δὲν πηγαίνουν ἄλλη φορᾶ νὰ φυλάξουν πρόβατα, νὰ μὴν τὰ φάγη ὁ λύκος. Καὶ πρέπει ὁ τζοπάνης νά ῾χη γνώση ὅταν πηγαίνη πράματα εἰς τὸν χασάπη, τὰ σκυλιὰ νὰ μὴν τὰ παίρνη μαζί του, ὅτι γνωρίζουν τὸν χασάπη τότε καὶ θέλουν νὰ τρῶνε κοιλιὲς κι᾿ ἄντερα. Τὸ λοιπὸν συνάχτηκαν ὅλα τὰ σκυλιά, οἱ φίλοι του Μεταξᾶ καὶ τῶν ἀλλουνῶν, ὅταν τὸν εἶδαν εἰς τὸ χασαπαρειὸ τῆς Οἰκονομίας, κι᾿ αὐτὸς παντύχαινε μὲ τὰ σωστά του ὅτ᾿ εἶναι πλέον δικά του καὶ τὰ τάγιζε κομμάτια. Κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀντιπολεμὴ τὸν Κωλέτη. Κι᾿ ὄντως συνάχτη ἕνα μεγάλο μέρος καὶ εἶχαν τὴν πολυψηφίαν. Ὅμως ἀνόγητα κινήματα κακὸ ἔβγαλαν κι᾿ ὄχι καλό. Ἀφοῦ ἔβλεπε αὐτὰ ὁ Κωλέτης καὶ τὴν καταισκύνη ὁποῦ τὸ ῾καναν εἰς τῆς Βουλές, μὲ πλατειὰ καρδιὰ τραβοῦσε αὐτὰ καμόσον καιρόν. Τράβησε πίσου τοὺς φίλους του Μεταξᾶ καὶ τὸν ἄφησε μ᾿ ὀλίγους – εἶχε καὶ τὸν Βασιλέα βοηθὸν – κι᾿ ἔτζι δυνάμωσε. Εἶχε ἔρθη κι᾿ ὁ φίλος του Μεταξᾶ ὁ Γρίβας ἀπὸ τὸ Μισίρι. Τὸν δέχτη ὁ Μεταξᾶς καὶ οἱ συντρόφοι του κι᾿ ὁ Φιλήμονας μὲ τόσα ἐγκώμια, στεφάνια ἀσημένια, σὲ κάδρα τύπωμα κι᾿ ἄλλα πολλά. Ἀφοῦ ἀπόλαψε ὅλα αὐτά, πάγει μὲ τὸν Κωλέτη αὐτός, ὁ Κριτζώτης κι᾿ ἄλλοι. Τότε ἔβλεπες, ἦταν μία χαρὰ ἡ πρωτεύουσα – κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς ἑνωμένος – καὶ κλεψὲς κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες πλῆθος. Πγιάσαν κάτι ξένους σημαντικοὺς καὶ τοὺς γύμνωσαν. Ἦρθε καὶ μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Σμύρνη μὲ μεγάλη κατάστασιν καὶ δυὸ κορίτζα νὰ τὰ παντρέψη εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ μείνη ἐδῶ, νὰ φκειάση σπίτι καὶ ν᾿ ἀγοράση χτήματα. Πῆγαν μίαν βραδειά της πῆραν καὶ τὰ χρήματα καὶ τὰ τζιβαϊρκά της καὶ τ᾿ ἀσήμια της κι᾿ ὅλα της τὰ πράματα. Καὶ διακόνευαν καὶ ζοῦσαν. Ὅθεν μίλησαν, δικαιοσύνη δὲν εἶδαν. Τότε κατάντησαν νὰ γένουν ἄτιμες νὰ τρῶνε ψωμί.<br />
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τῆς κακῆς συντροφιᾶς δὲν εἶχε συμμεθέξη εἰς αὐτὰ τότε, εἶχε τραβηχτή, ἀλλὰ ἡ συντροφιὰ εἶχε πίστη εἰς αὐτόν· ἔρχεται καὶ μοῦ ξηγέται αὐτὰ ὁποῦ κάνουν αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, δολοφονίες, κλεψὲς κι᾿ ἄλλα. Μοῦ λέγει νὰ μὴ μαθευτῆ αὐτὸς καὶ κιντυνεύει εἰς τὴν ζωή του – νὰ τοῦ δώσω ἕναν πιστόν μου ἄνθρωπον νὰ πᾶνε σὲ μέρος νὰ τοῦ δείξη ὅλα τ᾿ ἀντικλείδια καὶ τῆς κλεψές· καὶ τὰ χρήματα τῆς γυναικὸς καὶ τ᾿ ἀσήμια της κι᾿ ὅλο της τὸ βίον καὶ ξένα ρωλόγια κι᾿ ἄλλα τά ῾χουν ῾σ ἕνα νησὶ σὲ μίαν τρύπα. Ἐγὼ ἤμουν ἁπλὸς πολίτης, καμμίαν ἐξουσίαν δὲν εἴχα· νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ δοικητῆ, εἶναι σύντροφός του ἀστυνόμου· τοῦ Μεταξά, εἶχα πολὺν καιρὸ ὁποῦ δὲν τοῦ ἔκρινα, οὔτε μὸ ῾κρινε. Τὸ λοιπὸν ἀποφάσισα νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ Βασιλέως, νὰ δώση ἕναν ἄνθρωπον κι᾿ ἂς ὑπάγη νὰ ἰδῆ αὐτά. Ἀφοῦ τὰ εἶπα τῆς Μεγαλειότης του, μοῦ λέγει· «Μπορεῖς αὐτὰ νὰ τ᾿ ἀποδείξης εἰς τὸ κριτήριον; – Τοῦ λέγω, τί ἔχει αὐτὸ ὁποῦ σου λέγω ἐγὼ μὲ τὸ κριτήριον; Δῶσε ἕναν ἄνθρωπον πιστόν σου νὰ πάγη μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον νὰ ἰδοῦνε· κι᾿ ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅλα αὐτά, νὰ πάρης μέτρα, ὅτι πηγαίνει ἡ κοινωνία κακά· ἔγινε ρουμάνι ἡ πρωτεύουσά σου καὶ δὲν μποροῦνε νὰ κινηθοῦν οἱ ἄνθρωποι διὰ τῆς δουλειές τους». Μοῦ λέγει τὸ ἴδιον, νὰ τ᾿ ἀποδείξω εἰς τὸ κριτήριον. Τοῦ λέγω· «Δὲν ἔχω καμμίαν δουλειὰ μὲ τὰ κριτήρια. Ἐμένα μὲ κιντυνεύουν καθημένον εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀνακατώνωμαι εἰς κριτήρια. – Μοῦ λέγει, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶσαι ἑνωμένος μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν μου. – Τοῦ λέγω, δὲν συνείθισα νὰ ἀπατῶ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ὄχι τὴν Μεγαλειότη σου. Δὲν εἶμαι σύνφωνος μ᾿ αὐτόν. – Σὲ διατάττω ἐγὼ νὰ εἶσαι σύνφωνος! – Τοῦ λέγω δὲν μ᾿ ἔχεις σκλάβον ἡ Μεγαλειότη σου· ὑπήκογον μ᾿ ἔχεις». Σὰν τοῦ εἶπα αὐτό, βαρυθύμωσε πολύ. Τοῦ λέγω· «Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παλεθύρι, Μεγαλειότατε; – Τὸ βλέπω, μοῦ λέγει. – ῾Σ ἐκεῖνο τὸ παλεθύρι νὰ εἶναι τρακόσοι, τετρακόσοι ὑπήκοοί σου, οἱ πλέον τίμιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί, ἐκεῖνοι ὁποῦ σου διατηροῦν τὸν θρόνο σου, καὶ νὰ εἶναι ὁ Κωλέτης μ᾿ ἕναν μὲ δυὸ μόνον φίλους του ἀπὸ ῾κείνους τοὺς μπερμπάντες ἢ Κλεομένη, ἢ Σοφιανόπουλον, ἢ ἄλλον τοιοῦτον, κ᾿ ἕνας μόνον ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τοῦ εἰπή· «Ρίξε αὐτοὺς ὅλους τους τίμιους ἀνθρώπους κάτου, εἰδὲ θὰ πέσω ἐγώ», ἔχει τέτοια ψυχή, ὁποῦ ρίχνει ὅλους ἐκείνους κάτου νὰ σκοτωθοῦν διὰ νὰ γλυτώση ἕναν μπερμπάντη. Γιὰ χατίρι αὐτεινῶν τῶν μπερμπάντων εἶναι ἕτοιμος νὰ χαλάση κάθε τίμιον ἄνθρωπον, κάθε ἠθική, τὸ Ταμεῖον, τὸ ἱερὸν Κράτος σου ὅλο καὶ νὰ μὴν ἀφήση κανένα γερὸν πράμα καὶ τίμιον. Καὶ μὲ τοὺς τοιούτους τήρα σὲ τί ἄχλιαν κατάστασιν εἶναι ἡ ἴδια σου πρωτεύουσα». Μοῦ λέγει ῾σ ἀπάντηση καὶ πάλε νὰ εἶμ᾿ ἑνωμένος. Τοῦ λέγω· «Ὡς κυβέρνησή σου ὑποτάζομαι, ὡς ἄτομον δὲν θέλω νὰ ῾νεργήση τὴν θέλησή του ῾σ ἐκεῖνο ὁποῦ δὲν εἶναι δίκιον». Τὸ ῾καμα τὸ σκήμα κ᾿ ἔφυγα. Μαθαίνει αὐτὰ ὁ Κωλέτης, ἄρχισε νὰ λαβαίνη μέτρα ἀναντίον μου κακά. Συχνὰ ἔλεγε τοῦ Βασιλέα διὰ νὰ τὸν ἀποκοιμίση, κι᾿ ἄν μου κάμη τίποτας, νὰ εἶναι προϊδεασμένος. Τοῦ ἔλεγε· «Αὐτὸς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ὅμως ἁπλὸς κι᾿ ὅ,τι τοῦ λένε τὰ πιστεύει· ποτὲ δὲν ἡσυχάζει· καὶ εἶναι ἐπικίντυνος πολύ». Σὲ λίγον καιρὸν γίνονται κι᾿ ἄλλες κλεψὲς ἀπὸ τὸν ἀστυνόμον καὶ τοὺς κλητῆρες τοῦ – μπαίνουν σὲ ἀνάκρισιν ἀπὸ τὸν ῾σαγγελέα καὶ μαρτυροῦνε τὰ νέα κλεψιμιὰ καὶ τὰ παλιά· μπαίνουν ὁ ἀστυνόμος εἰς τὴν χάψη καὶ οἱ κλήτορες. Ὡς τὴν σήμερον εἶναι χάψη εἰς τὸ μπουντρούμι τῆς Χαλκίδος κι᾿ ἀπὸ χρήματα καὶ τζιβαϊρκὰ οἱ ἄνθρωποι ὡς τὴν σήμερον δὲν πῆραν τίποτας – ἀσήμαντα πράματα πῆραν, τ᾿ ἄλλα τὰ ῾φαγαν ὅλα αὐτεῖνοι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι. Μὲ χιλιάδες μέσα τρόμαξαν νὰ λευτερώσουν τὸν σύντροφόν τους ἀστυνόμο Γιαννάκον Κυργιακὸν διὰ τὴν τιμή τους, ὅτι τοὺς ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι ὀμπρὸς κι᾿ ὅλες οἱ ῾φημερίδες. Καὶ μὲ πολὺν καιρὸν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν χάψη.<br />
Βάλθηκαν νὰ χαλάσουν τὸ Σύνταμα. Φκειάνουν μίαν ἐταιρίαν πρώτα· ῾σ ἕναν καιρὸν νὰ σκοτώσουν ὅλους τους Σεπτεβριανούς, ὅσοι δὲν βουλλώθηκαν μὲ τὴν βούλλα τους. Τὸν ὅρκον τὸν εἶχε ὁ συνταματάρχης Γιώργη Ζέρβας Σουλιώτης εἰς τὴν κασσέλλα του· κατηχοῦσαν μ᾿ αὐτὸν καὶ πάλε τὸν ἔβαιναν μέσα. Ἦταν κ᾿ ἕνας μ᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν παντύχαιναν δικό τους· κι᾿ ἀφοῦ ἔμαθε αὐτά, βῆκε ἔξω μίαν ἡμέραν ὁ συνταματάρχης, ὁ ἄνθρωπος ἔκλεψε τὸν ὅρκον αὐτὸν καὶ τὸν πῆγε τοῦ Γιάννη Κώστα κι᾿ αὐτὸς τὸν ἤφερε ἐμένα. Σύναξα τοὺς Σεπτεβριανοὺς Κριτζώτη κι᾿ ἄλλους καὶ τὸν εἶδαν. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἔστειλα καὶ τοῦ Μεταξᾶ καὶ ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου, ὅτ᾿ εἴχαμεν ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς Συνέλεψης νὰ κρίνη ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀφοῦ τὸν εἶδε τὸν ὅρκον τρόμαξε. Καὶ τότε τοῦ λέγω· «Ἐπειδήτις εἴχαμεν τέτοια ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια παθαίνομεν αὐτά, καὶ θὰ μᾶς φᾶνε καὶ τὰ κεφάλια μας· κι᾿ ἂς ἑνωθοῦμε ὀπίσου, ἴσως καὶ σωθοῦμεν. Τὸν Καλλέργη κι᾿ ἄλλους τοὺς ἔκαμαν ἐξορίαν, ἐμᾶς θὰ μᾶς φᾶνε». Κ᾿ ἑνωθήκαμεν πίσου τὸν Μάρτιον μήνα τὸ 1845.<br />
Διατάττει ὁ Κωλέτης εἰς τὸ τόξον τῆς γιορτῆς τῆς 25 Μαρτίου νὰ μὴν βάλουν τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Συντάματος. Καὶ πηγαίνοντας ὁ Βασιλέας εἰς τὴν ἐκκλησιὰ κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἀξιωματικοί, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ – εἶχε δυὸ συντροφιὲς κάμη, μίαν μὲ τὸν Γιαννάκο τὸν Κυργιακὸ κι᾿ ἄλλη μ᾿ ἄλλους τοιούτους: ἡ μία κομπανία νὰ εἰπῆ «κάτου τὸ Σύνταμα», ἡ ἄλλη νὰ εἰπῆ «κάτου τὸ Ὑπουργεῖον», καὶ τότε νὰ βάλη τὴν στρατιωτικὴ δύναμιν νὰ πελεκήση ἐμᾶς. Αὐτὸ τὸ ῾μαθα ἐγὼ ἀπὸ φίλον στενόν· καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ σκέδιον ῾νεργούσε κι᾿ αὐτός· τοὺς ἔκανε τὸν φίλον. Τότε μαθαίνοντας αὐτό, ἀντάμωσα τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ὅλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι᾿ ἄλλους πολλοὺς καὶ τοὺς εἶπα αὐτὸ τὸ σκέδιον· καὶ τοὺς εἶπα ῾κείνη τὴν ἡμέρα νὰ μὴν πᾶμε κανένας εἰς τὴν ἐκκλησίαν· κι᾿ ἂν ἰδοῦμεν τίποτας νὰ συναχτοῦμεν ὅλοι ῾σ ἕνα μέρος καὶ νὰ συνάξωμεν καὶ τὸν λαόν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεόν. Μείναν σύνφωνοι ὅλοι νὰ συναχτοῦνε εἰς τὸ σπίτι μου ὡς παράμερον μέρος. Τὸ κόμμα τοῦ Μαυροκορδάτου ἦταν κι᾿ αὐτὸ πολὺ φοβιμένο, ὡς ἀγαναχτισμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν εἰς τὴν κυβέρνησή τους, καὶ δὲν ἤξεραν τί τρέχει. Ἐγὼ ἤμουν γγισμένος μ᾿ αὐτούς, ὄχι ὅμως νὰ θέλω καὶ τὸ κακό τους. Στέλνει ὁ Μαυροκορδάτος τὸν Κοντογιάννη κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου. Τοῦ εἶπε· «Σύρε ἀντάμωσε τὸν Μακρυγιάννη κι᾿ ἂν εἶναι κανένα κακόν, θὰ σοῦ τὸ εἰπῆ, ὅτι αὐτὸς δὲν μπαίνει μέσα εἰς αὐτά». Ἦρθε κι᾿ ὁ Σπυρομήλιος κι᾿ ἄλλοι. Τοὺς εἶπα τὰ τρέχοντα καὶ τοὺς εἶπα τί ἀποφασίσαμεν· κι᾿ ἂν τύχη τίποτας ποὺ θὰ συναχτοῦμεν. Τότε μαθαίνει αὐτὰ ὁ Κωλέτης, στέλνει τὸν Γαρδικιώτη, πήγαμεν ἐκεῖ. Μοῦ λέγει· «Τ᾿ εἶναι αὐτὲς οἱ ὑποψίες ὁποῦ βάνεις τῶν ἀνθρώπων χωρὶς νὰ ὑπάρχουν; Καὶ πρέπει ὅλοι νὰ πᾶτε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποῦ θὰ πάγη κι᾿ ὁ Βασιλέας. – Τοῦ λέγω, δὲν πάμεν πουθενά· κι᾿ ὅ,τι ἐργάζεστε τὰ ἐργάζεστε μ᾿ ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ λένε τῶν ἀνθρώπων». Φύγαμεν μὲ τὸν Γαρδικιώτη. Τοῦ λέγω· «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπατεώνας καὶ ξένη κρεατούρα. Ἐσὺ πρέπει νὰ μιλήσης τοῦ Βασιλέως καὶ νά ῾χης τὸν νοῦ σου». Τότε ὁ Κωλέτης σὰν εἶδε αὐτά, διάταξε τὸν δοικητὴ κ᾿ ἔβαλε τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Συντάματος εἰς τὸ τόξον καὶ μίλησε τῆς συντροφιᾶς τους νὰ νεκρώσουνε αὐτὸ τὸ σκέδιον. Δὲν πῆγε κανένας ἀπ᾿ ὅσους μιλήσαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, οὔτε βήκαμεν ἀπὸ τὰ σπίτια μας. Ἄρχισε ὁ Κωλέτης νὰ λαβαίνη μέτρα ἀναντίον μου καὶ νὰ στέλνη νὰ μὲ μπλοκάρη τὴν νύχτα μ᾿ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας2 διὰ νὰ μὲ κακοσυσταίνη ὅτ᾿ εἶμαι ἄγριον θερίον τῆς κοινωνίας καὶ πρέπει νὰ λείψω ἀπὸ ῾δω, νὰ ἡσυχάση αὐτείνη ἡ κοινωνία.3<br />
Εἰς τὸ κατάστημα ὁποῦ συνάζονταν οἱ Βουλὲς εἶχαν βάλη μπαρούτι κρυφίως ἀπὸ κάτου νὰ τοὺς ἀναποδογυρίσουν, ὅταν συναχτοῦν. Αὐτὸ μαθεύτηκε, ἔγινε ἕνα μεγάλο πατριντί. Ἐγὼ ἤμουν ἀστενής· πῆγα εἰς τοῦ Κριτζώτη τὸ κονάκι. Συνάχτηκαν πολλοὶ ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, πιάστη ἡ ὁμιλία αὐτείνη. Ἐγὼ τοὺς εἶπα πρέπει νὰ προσέχουν ἐκεῖνοι ὁποῦ φυλᾶνε βάρδιες καὶ νὰ μὴν γένωνται παρόμοια. Αὐτὸ εἶπα. Φιλονίκησαν καμπόσο. Σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα. ῾Ρεθίζουν τὸ ταχτικὸν ὅτι τοὺς ἀτίμησα καὶ θέλει ὁ στρατὸς ῾κανοποίηση ἀπὸ ῾μένα. Τὸ Φρουραρχεῖον μὲ προσκάλεσε νὰ μὲ ξετάξη –σύντροφός τους κι᾿ ὁ φρούραρχος – καὶ τρόμαξα νὰ ξεμπερδέψω ἀπὸ τὴν ἄδικη κατηγορίαν.<br />
Ἀπὸ τότε ὁποῦ ἔπεσε ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἡ φατρία τοῦ ἔπεσε ὅλως διόλου καὶ ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ἀγγλίας καὶ ἡ δύναμη τῆς Ἀγγλικῆς πρεσβείας. Ἐλαμπρύνθη ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του κι᾿ ὅλες οἱ ξεκλησμένες παντιέρες καὶ οἱ σαβοῦρες τοῦ τόπου. Κι᾿ ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας ἦταν τὸ πᾶν καὶ κοντὰ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Καὶ ἦταν τὸ «λύσε» καὶ τὸ «δέσε» καὶ γενικὸς συβουλάτορας σὲ ὅλα ὁ κύριος Πισκατόρης· κι᾿ ἀδελφὸς στενός του πρώτου ὑπουργοῦ Κωλέτη. Κι᾿ ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας καὶ ἡ κυβέρνησή του ἐκεῖνο γένονταν. Κι᾿ ὅλος ὁ ἀγώνας τους, τόρα ὁποῦ ἔλαβαν ἐπιρροὴ καὶ τὰ μέσα ἐδῶ, εἶναι διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργον. Μάσαν κι᾿ ὅλους τους μπερμπάντες δικούς μας καὶ ξένους κι᾿ ἀγωνίζονται εἰς αὐτὸ τὸ ἀντικείμενον μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ ποιοὶ ἐργάζονται εἰς αὐτό; Μεγάλοι ἄντρες, βασιλέας πλούσιος ἀπὸ σοφία, ἀπὸ κατάστασιν, ἀπὸ ὑπηκόγους. Καὶ τί ἀγωνίζεται αὐτός; Ν᾿ ἀλλάξη τὴν θρησκείαν ἑνοῦ ξεψυχησμένου καὶ μικρούτζικου ἔθνους – νὰ πάρη μισὸ δράμι νερὸν νὰ τὸ ρίξη εἰς τὴν θάλασσα νὰ τὴν γλυκάνη, νὰ πγῆ νερὸ αὐτός. Μεγάλε βασιλέα, δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔργα ἑνοῦ ἀνώτερου βασιλέα, τοῦ Θεοῦ. Θέλει αὐτὸς ν᾿ ἀκούγη δοξολογίαν ξεχωριστῆ ἀπὸ τὴν δική σου. Θέλει κάθε ἔθνος κατὰ τὴν θρησκείαν του νὰ τὸν σέβεται, νὰ τὸν λατρεύη καὶ νὰ τὸν δοξάζη. Οἱ ψεῦτες καὶ οἱ κόλακες, ὁποῦ σας κάνουν ὅλους ἐσᾶς τοὺς βασιλεῖς μὲ τὴν γλυκὴ τοὺς γλώσσα καὶ χάνετε τὴν δικαιοσύνη σας καὶ γίνεστε ἐπίορκοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ δοξολογᾶτε τὸν διάβολον, αὐτεῖνοι δὲν πιστεύουν Θεόν. Δὲν δουλεύουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καὶ σκοτώνονται δι᾿ αὐτά. Ἐκεῖνοι θέλουν νά ῾χουν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τῆς θρησκείας, καὶ τότε λέγεστε κ᾿ ἐσεῖς δίκαιοι βασιλεῖς, ἐπίτροποι τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοὺς ἀφίνετε ἐλεύτερους εἰς τὰ αἰστήματά τους. Καὶ ζῆτε δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους σας κι᾿ ὄχι ἀπὸ τοὺς τεμπέληδες. Ὄχι νὰ κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας, καὶ νὰ καταγένεσαι ν᾿ ἀλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνίαν. Ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κυρίεψε τοὺς ἔκαιγε εἰς τοὺς φούρνους, τοὺς ἔκοβε γλῶσσες, τοὺς παλούκωνε ν᾿ ἀλλάξουν τὴν θρησκείαν τους καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτας. Τώρα ὁ Θεός, ὁ δίκιος καὶ παντοδύναμος, ὁποῦ ὁρίζει κ᾿ ἐσένα, ἀνάστησε αὐτεῖνο τὸ μικρὸ ἔθνος καὶ θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως κι᾿ ἀνατολικῶς, καθὼς οἱ ἐδικοί σου ὑπήκοοι τὸν δοξάζουν δυτικῶς. Κ᾿ ἐσὺ ὁ μεγάλος χριστιανὸς δυτικὸς βασιλέας, ὁ ἐπίτροπος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν λαόν σου, πρέπει νὰ προσέχης νά ῾χη αὐτὸς ὁ λαὸς ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ νὰ τὸν παρακινῆς νὰ δοξάζη τὸν Θεὸν κατὰ τὴν θρησκείαν του· κ᾿ ἐσέναν καὶ τὴν πατρίδα του νὰ σᾶς σέβεται, κι᾿ ὄχι νὰ χάνης τῆς βασιλικές σου στιμὲς καὶ τῆς πολυτίμητες· νὰ ὁδηγῆς τὸν «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (ὁποῦ δὲν ἤξερε πὼς βάνουν τὴν πέτρα εἰς τὸ ντουφέκι καὶ τὸν ὀνόμασες καὶ γκενεράλη· ὅτι οἱ Μεγαλειότες σας ὅλους τους τοιούτους τοὺς τιμᾶτε καὶ δοξάζετε, ὅτι αὐτεῖνοι ἐκτελοῦν τὴν θέλησή σας), καὶ καταγίνεται νὰ γυρίση ἀπὸ τὴν θρησκεία τοὺς τοὺς ἀπογόνους τῶν παλιῶν Ἑλλήνων, τὰ παιδιὰ τοῦ Ρήγα, τοῦ Μάρκο Μπότζαρη, τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Δυσσέα, τοῦ Διάκου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Νικήτα, τοῦ Κυργιακούλη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη, τῶν Ὑψηλάντων κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν, ὁποῦ θυσιάσαν καὶ τὴν ζωή τους καὶ τὴν κατάστασίν τους δι᾿ αὐτείνη τὴν ὀρθόδοξη θρησκεία καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Ἡ Μεγαλειότη σου μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ξέρης αὐτά· ὁ Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι του δὲν τὰ ξέρουν; Ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ ὀπαδοί του δὲν τὰ ξέρουν; Καὶ οἱ ἄλλες φατρίες δὲν τὰ ξέρουν, νὰ σᾶς εἰποῦνε, τῆς Μεγαλειότης σας καὶ τῆς συντροφιᾶς σας, ὄτι· «Αὐτὸ δὲν γένεται εἰς τὴν θρησκεία μας καὶ εἰς τὴν πατρίδα μας, ὅτι αὐτείνη ἡ θρησκεία κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα εἶναι δική μας καὶ μᾶς τίμησε κιόλα καὶ μᾶς γιόμισε δόξες, σταυροὺς καὶ μᾶς ἔδωκε βαρυοὺς μιστοὺς καὶ ἔκαμεν Ἐκλαμπρότατους καὶ μᾶς τιμάει καὶ μᾶς σέβεται, ὁποῦ ἤμαστε πρῶτα τουρκοκόπελα καὶ τώρα ἐγίναμεν τοιοῦτοι». Ἂν εἶναι τοιοῦτοι αὐτεῖνοι ὅλοι, προδότες τῆς θρησκείας τους κι᾿ ὅλων τῶν τίμιων ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ὁ Βασιλέας μας διατὶ ἀμελεῖ ἀπάνου εἰς αὐτό; Ὅταν δέχτη νὰ ῾ρθῆ νὰ βασιλέψη κι᾿ ὁρκίστη ὅτι θὰ βασιλέψη καὶ θὰ δοικήση Ἕλληνες ὀρθόδοξους χριστιανοὺς καὶ θὰ τοὺς διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση καὶ συνταματικῶς θὰ κυβερνάγη – ὅλα αὐτὰ ἡ Μεγαλειότης τοῦ διατὶ τὰ ἀμέλησε καὶ τὰ τζαλαπάτησε;<br />
Μάθαινα ἀπὸ ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἀναντίον τῆς θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου. Πάγω εἰς τὸν κουμπάρο μου τὸν Κωλέτη, τὸν παίρνω σὲ μίαν κάμαρη, τοῦ λέγω πὼς ἦρθε εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οἱ ἄλλοι γιατροὶ ὁποῦ ῾ρθαν φέραν κι᾿ ἀπὸ ῾να γλυστήρι καὶ γιατρικὰ καὶ τήραγαν τοὺς ἀστενείς· «Ἐσύ, τοῦ εἶπα, οὔτε αὐτὰ ἤφερες, οὔτε ἀστενεῖς κύταξες. Ἐτιμήθης, δοξάστης ἀπὸ τὴν πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα· –δὲν μᾶς ἀφίνεις πλέον ἥσυχους νὰ ζήσουμεν ἐδῶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα μὲ τὴν θρησκεία μας, ἀλλά μας τζαλαπατᾶς καὶ μᾶς διαιρεῖς;» Ἀφοῦ τοῦ εἶπα πολλά, τοῦ λέγω· «Γνωρίζομεν τῆς ἐνέργειες τῆς μυστικὲς τῶν ξένων ὁποῦ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκεία μας – θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν! Σοῦ εἶπα καὶ εἰς Ἄργος, ὅταν γύρισες μὲ τὸν Ἀγουστίνο καὶ γέλαγες ἐμᾶς τοὺς ἄλλους· τὸ κεφάλι τοῦ Καποδίστρια ἔγινε μία τρύπα κ᾿ ἐσένα θὰ γένη καυκιά. Τότε, ὅταν ῾σ ἀπάτησαν εἰς τὰ νιτερέσια σου καὶ θὰ σὲ σκότωναν, γύρισες μ᾿ ἐμᾶς καὶ τρομάξαμεν νὰ σὲ σώσωμεν καὶ νὰ σωθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς, ὅσοι μείναμεν. Τώρα θὰ γένης κομμάτια ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ ἐργάζεσαι ἐσὺ μὲ τοὺς ὅμοιούς σου κι᾿ ἀφίνεις καὶ τοὺς ξένους κ᾿ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκείαν μας». Ἦρθε κ᾿ ἔγινε κατακίτρινος καὶ πέρασε καμπόσο διάστημα νὰ μοῦ δώση ἀπάντησιν. Μοῦ λέγει· «Ἡ Κυβέρνηση πρέπει νὰ λάβη μέτρα διὰ ῾σένα. – Τοῦ εἶπα, κουσούρι νὰ μὴν κάμης ἐσὺ καὶ ἡ Κυβέρνησή σου!» Σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα. Τότε ἔστειλε στρατιῶτες, τὴν νύχτα, μοῦ τρογύριζαν τὸ σπίτι. Ὅτι καθὼς ἐγίναμεν κουμπάροι τοὺς εἶχε σηκώση· σὰν εἶδε ὁποῦ δὲν ἀπόλαψε τίποτας ἀπὸ τὴν κουμπαριά του, ἔβαλε ἐκ νέγου στρατιῶτες καὶ φίλους τοῦ πιστοὺς κι᾿ ἀφοῦ μὲ φύλαγαν, ἔρχονταν καὶ πέτρες εἰς τὸ σπίτι μου διὰ νὰ βγῶ νὰ τοὺς μιλήσω, νὰ κάμουν τὸν κακό τους σκοπόν. Αὐτὸ τὸ πετροβόλησμα τὸ ἀκολουθοῦσαν πάντοτες. Μίλησα τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Στρατιωτικοῦ Τζαβέλα, τοῦ κάκου. Τὸ ῾βαλα εἰς τὴν ῾φημερίδα. Ἔρχονταν πάντοτες ἄνθρωποι καὶ μὸ ῾λεγαν νὰ φυλαχτῶ, ὅτι θὰ μὲ σκοτώσουνε. Μίαν ἡμέρα ἔρχεται ὁ ὑποστράτηγος Γιατράκος· ἦταν κι᾿ ὁ Μαμούρης ὀμπροστά· μου ῾χε παραγγείλη κι᾿ ἄλλες φορές· αὐτὸς ἦταν μ᾿ αὐτούς, ὅμως ὡς συναγωνιστῆ τὸν εἶχα καὶ εἰς τὸν ὅρκον πρωτύτερα. Μοῦ λέγει ὀμπρὸς εἰς τὸ Μαμούρη ὄτι· «Σου παράγγειλα τόσες φορὲς θὰ σὲ σκοτώσουν χωρὶς ἄλλο καὶ θ᾿ ἀφήσης τόση φαμελιὰ εἰς τοὺς πέντε δρόμους. Σοῦ εἶπα νὰ ῾νωθής μ᾿ αὐτούς, καθὼς ἑνωθήκαμεν ὅλοι· ἐσὺ δὲν θέλεις. Σὰν δὲν θέλης, φυλάξου, ὅτι θὰ σὲ σκοτώσουν. Ἔχεις πολλοὺς ὀχτρούς. – Τοῦ λέγω, ὀχτροὺς ἂν τοὺς ἔκαμα, δὲν λυπῶμαι, ὅτι κακὸ κανενοῦ δὲν ἔκαμα διὰ τὸ νιτερέσιόν μου. Ὅταν μου πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἄς μου κάμουν». Εἶχε κάμη μεγάλη κάψη· καὶ οἱ κόρυζες καὶ τὰ κουνούπια μας ἀφάνισαν κλεισμένους ὅλους μέσα· καὶ μ᾿ ἀρρώστησε ὅλη μου ἡ φαμελιά.<br />
Μίαν ἡμέρα καθόμουν εἰς τὴν κρεββάτα· ἦταν κι᾿ ἄλλοι ἄνθρωποι, καὶ μιλούσαμεν. Ἀπόξω τὰ τείχη τοῦ περιβολιοῦ μου πέρναγαν δυὸ ἄνθρωποι, καὶ καταπάταγαν τὸν τόπον. Λέγει ἕνας· «Αὐτεῖνοι δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι». Καὶ πιάσαμεν πάλε τὴν ὁμιλίαν. Τὸ βράδυ ἦρθαν ἐναδυὸ φίλοι εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ὁ δήμαρχος τῶν Μεγάρων. Φάγαμεν ψωμί. Ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν εἰς τὴν ταράτζα· καὶ εἶχα καὶ δυὸ τρεῖς δικούς μου. Τὴν νύχτα σηκώθηκα· ἀπὸ μέσα τὸ περιβόλι μου, εἰς τ᾿ ἀγκωνάρι τοῦ σπιτιοῦ μου φύλαγαν ἄνθρωποι, μὸ ῾δωσαν ἕνα ντουφέκι – πέρασε ἀπὸ τὸ μπλέφαρό μου· δὲν μὲ πῆρε. Ρίχτηκα ἐγὼ πῆρα τὸ ντουφέκι μου, ἔρριξα· ἔρριξαν κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν ἔξω ἀναντίον αὐτεινῶν. Πῆραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ἦταν καὶ τ᾿ Ἁλώνια – ἀνακατεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι, συντρόφοι τοὺς αὐτεινῶν, ἔλπιζαν ὅτι μὲ σκότωσαν· εἴπαν· «Τρόμαξε νὰ βγῆ ὄξω ἡ νύφη, ὁποῦ κοπιάζαμεν τόσον καιρό». Αὐτὸ τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τ᾿ Ἁλώνια, δὲν γνώρισαν τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν ἡμέρα ἦρθε ὁ ἀστυνόμος, ὁ μοίραρχος – τῆς συντροφιᾶς τους – νὰ ξετάσουνε. Δὲν θέλησα νὰ τοὺς μιλήσω τίποτας.<br />
Τότε ἔφκειασα μίαν ἔκθεσιν εἰς τὸν τύπον, ἔβαλα καὶ τὴν κόπια τοῦ ὅρκου, ὁποῦ θὰ σκότωναν τοὺς Σεπτεβριανούς, καὶ τ᾿ ἄλλα ὅλα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέα καμπόσα καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Στρατιωτικοῦ. Τοὺς εἶπα, εἰς τὸ ἑξῆς τόμως ἰδῶ ἄνθρωπον ὁποῦ νὰ μὲ φυλάγη, θὰ ρίξω νὰ τὸν σκοτώσω. Τότε μὲ προσκαλεῖ ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ βάνουν ἀνακριτᾶς καὶ μ᾿ ἀνάκρεναν τόσες ἡμέρες. Προσκάλεσα κι᾿ ὅσους ἦταν εἰς τὸ σπίτι μου μάρτυρες. Ὁ Γιατράκος ἀρνήθη ὅλως διόλου, ὁποῦ τὸν ἄκουσε κι᾿ ὁ Μαμούρης, ὁ Χατζηχρῆστος κι᾿ ἄλλοι τόσοι ἀξιωματικοί. Τὸν φώναξε ὁ Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ κ᾿ ἔγινε ἐπίορκος. Σὲ λίγον καιρὸν ἔφκειασαν τοῦ ἀδελφοῦ του τὸ κεφάλι εἰς τὴν πατρίδα τοῦ σκαφίδα, τὸν δολοφόνησαν τὴν νύχτα. Τότε βάργε τὸ κεφάλι του ὁ ὑποστράτηγος.<br />
Οἱ Βουλὲς κι᾿ ὅλες οἱ ῾φημερίδες θέλανε ἡ Κυβέρνηση ν᾿ ἀποδείξη τοὺς αἴτιους τῆς ἐταιρίας ὁποῦ ῾ναι ἀναντίον τῶν Σεπτεβριανῶν καὶ τοῦ Συντάματος. Ἔβαλαν ῾πιτροπή οἱ Βουλὲς νὰ συναγροικιέται μὲ τὴν Κυβέρνησιν περὶ αὐτῆς τῆς ἐταιρίας. Ὁ Κωλέτης ἀντὶς διὰ τὸν συνταματάρχη Ζέρβα, ὁποῦ ῾χε τὸν ὅρκον, τὸ ἔρριξε εἰς ἕναν Ἀντώνη Πατέρα λοχαγό. Τὸν φαρμάκωσαν κι᾿ αὐτόν, πέθανε. Καὶ γύρα γύρα, σήμερα ταχιά, σὰν εἶδε ὅτι τὸ πράμα χοντραίνει, γύρισε καὶ καμόσους ἀπὸ τὴν ῾πιτροπή βουλευτὲς καὶ γερουσιαστὲς κ᾿ ἔμεινε ὡς τὴν σήμερον νεκρὸ καὶ παγωμένο.<br />
Ἐγώ, ἀφοῦ ἔγινε ἡ μεταβολὴ τῆς Τρίτης Σεπτεβρίου καὶ κατατρέχτηκα ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς, Μεταξά, Μαυροκορδάτο, Κωλέτη καὶ συντροφιές τους, ἀκολουθοῦσα νὰ ῾νεργάω τὸν ὅρκον διὰ τὰ ἔξω· κ᾿ ἔστελνα τίμιους ἀνθρώπους καὶ κατηχούσαν· καὶ σύσταιναν καὶ ῾πιτροπές. Κι᾿ ἀγροικιώμουν παντοῦ μέσα κ᾿ ἔξω. Καὶ μὸ ῾στελναν κ᾿ ἐμένα ἀνθρώπους καὶ γράμματα. Ἦρθε ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Γουργαροσερβία στελμένος ῾σ ἐμένα καὶ εἰς τὸν Χατζηχρῆστο καὶ τὸν Κωλέτη, ἐπειδὴ ἦταν εἰς τὰ πράματα καὶ εἶχε κι᾿ αὐτὸς αὐτείνη τὴν ἰδέα καὶ τὴν μίλησε καὶ εἰς τὸ βῆμα τῆς Συνελέψεως. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾στελνα ἔξω, ὡς φαίνεται, κανένας εἶχε φίλον κι ἕναν σημαντικὸν Τοῦρκον – ἦταν ἀναντίος τοῦ Σουλτάνου. Σὰν ἔγινε ἡ μεταβολὴ τῆς Τρίτης Σεπτεβρίου κ᾿ ἔμαθε ὁ Τοῦρκος αὐτὸς ὅτι ῾νέργησα κ᾿ ἐγὼ κατὰ δύναμιν, ὑποπτεύτηκε νὰ μὴν κινηθοῦμεν μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ καὶ διὰ ἔξω ἀναντίον τους. Βρίσκει ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος ἕναν φρόνιμον Ρωμιὸν καὶ τὸν ὁρκίζει καὶ τοῦ δίνει τὰ μέσα καὶ τοῦ λέγει νὰ ῾ρθῆ νὰ μ᾿ ἀνταμώση. Μοῦ λέγει· «Ὁ τάδε Τοῦρκος μ᾿ ἔστειλε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω – νὰ μὴν ξέρη ἄλλος κανένας, ὅτι προδίνεται καὶ χάνεται. Μοῦ εἶπε νὰ σοῦ εἰπῶ, ἂν ἔχετε σκοπὸν νὰ κινηθῆτε ὅποτε εἶναι καιρός, νὰ βάλωμεν ἕνα καβούλι νὰ μᾶς φυλάξετε τιμὴ καὶ κατάστασνι καὶ νά ῾χωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ ἴδια δικιώματα· κι᾿ αὐτός σας βρίσκεται μὲ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπους». Ἔκατζε ῾δω καπόσες ἡμέρες. Τοῦ λέγω μίαν ἡμέραν· «Νὰ πᾶς νὰ εἰπῆς αὐτὰ τοῦ Κωλέτη». Τὸν ἔπιασε τρομάρα τὸν ἄνθρωπον. «Δὲν πηγαίνω, μοῦ λέγει, εἰς αὐτόν, ὅτι χανόμαστε. –Του λέγω, νὰ πᾶς καθὼς θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ, ὅτι θέλω νὰ μάθω τί φρονεῖ αὐτὸς διὰ τὰ ἔξω· νὰ τὸν ὁρκίσης καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς «ἕνας Τοῦρκος μ᾿ ἔστειλε» – οὔτε τ᾿ ὄνομά του, οὔτε τὴν πατρίδα του· καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς ὅσα μου εἶπες ἐμένα. «Καὶ μ᾿ ἔστειλε, νὰ τοῦ εἰπῆς, ῾σ ἐσένα καὶ εἰς τὸν Μακρυγιάννη, κι᾿ ὅποτε εἶναι καιρὸς ἀγροικιέστε ἐσεῖς οἱ δυὸ μ᾿ ἐμένα κ᾿ ἐγὼ μ᾿ αὐτόν». Καὶ τοῦ εἴπα· «Νὰ μὴν τοῦ εἰπῆς ὅτι μ᾿ ἀντάμωσες ἐμένα καὶ μοῦ μίλησες, ἀλλὰ πρωτοπῆγες εἰς αὐτόν». Πῆγε τὸν ἀντάμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγη τὸ βράδυ, τοῦ λέγει αὐτὰ κι᾿ ὅτι τὸν ἔστειλε ὁ Τοῦρκος ῾σ αὐτὸν καὶ ῾σ ἐμένα. Τοῦ λέγει ὁ Κωλέτης· «Νὰ μὴν πῆγες εἰς αὐτόν; – Ὄχι. Πρῶτα ἦρθα εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σου, ἔτζι εἶμαι διαταμένος. – Μὴν πᾶς ῾σ αὐτὸν τὸν μπερμπάντη. Αὐτὸς εἶναι εἰς τὴν ὀργὴ τοῦ Βασιλέως, ὅτι ἀπάτησε τὸν λαὸν καὶ τοὺς ὅρκισε καὶ τοὺς πῆρε τῆς ὑπογραφὲς τοὺς κ᾿ ἔκαμε αὐτὸ τὸ μπερμπάντικο πράμα. Καὶ μ᾿ αὐτὸ ὁποῦ ῾καμεν θὰ λάβη τὰ ῾πίχειρα τῆς κακίας του». Τὸν ὁρκίζει νὰ μή μου εἰπῆ ἐμένα παρόμοιον, οὔτε ἀλλουνοῦ αὐτό. Τοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔχει ῾νεργήση καὶ μ᾿ ἄλλους σημαντικοὺς κι᾿ ὅποτε εἶναι καιρός, «ἔχομεν ὅλες της ἑτοιμασίες καὶ θὰ λευτερώσουμεν ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη». Πῆγαν ἄνθρωποι πολλοί – του εἶπε νὰ γυρίση τὴν ἄλλη ῾μερα νὰ τοῦ μιλήση ἀκόμα. Τὸν ἄνθρωπο τὸν στένεψε νὰ μάθη τ᾿ ὄνομα τοῦ Τούρκου. Ἔρχεταί μου λέγει αὐτά, καταλυπημένος διατὶ νὰ τὸν στείλω ἐκεῖ, καὶ μπορεῖ νὰ προδοθῆ. Τοῦ λέγω· «Αὐτὰ ἤθελα νὰ μάθω ἐγώ. Σήκου νὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου καὶ νὰ μὴ ματαπατᾶς εἰς αὐτόν». Τοῦ εἶπα τί νὰ μιλήση καὶ τοῦ Τούρκου. Καὶ πάγει κι᾿ αὐτὸς εἰς τὴν δουλειά του· καὶ δὲν τὸν ματάειδε ὁ Κωλέτης. Καὶ βήκα κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀπάτη, ὁποῦ νόμιζα κάτι μπορεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ αὐτὸν διὰ τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς σκλαβωμένους.<br />
Ἀφοῦ κι᾿ ὁ Μεταξᾶς τὸν γνώρισε καλά, ἀπαρατήθη. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι εἰς τὴν Οἰκονομίαν ὅσο ἐστάθη ἔκαμεν τὰ χρέη τοῦ πολλὰ τίμια καὶ πατριωτικά· κι᾿ ὠφέλησε τὸ δημόσιο κι᾿ ἄφησε καὶ καμόσα χρήματα εἰς τὸ ταμεῖον. Καὶ βγαίνοντας αὐτός, τὰ πάστρεψε ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά. Πῆρε μὲ τὸ μέρος τοῦ πολλοὺς βουλευτᾶς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ῾διοτελείς ὅλους, Κριτζώτη, Γριβαίους, Παπακώστα κ᾿ ἐπίλοιπους κ᾿ ἔκαμεν διὰ ῾νεργείας αὐτεινῶν τοὺς κακούς του σκοποὺς – ὠφελήθηκαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Κι᾿ ἀφοῦ τοὺς καταλάσπωσε, τοὺς δίνει μίαν κλωτζά. Καὶ τοὺς κατατρέχει ὅλους. Τότε κι᾿ αὐτεῖνοι θέλησαν νὰ δείξουν τὰ πατριωτικὰ τοὺς αἰστήματα εἰς τὴν Βουλὴ – γύρισαν μὲ τὴν ἀντιπολίτεψιν. Ὁ Κωλέτης εἶχε κάμη ὅλα του τὰ θελήματα εἰς τὴν Βουλὴ καὶ τότε ὁποῦ δὲν τοὺς εἶχε ἀνάγκη τοὺς κυνήγησε. Καὶ γίναμεν συντρόφοι. Ὅταν ἦταν μ᾿ αὐτὸν μὲ κατάτρεχαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι. Τώρα μὸ ῾λεγαν· «Πῶς τὸν γνώρισες ἐσὺ κ᾿ ἐμεῖς ἀπατηθήκαμεν; – Κ᾿ ἐσεῖς, τοὺς εἶπα, τὸν γνωρίζεταν καλύτερα ἀπὸ ῾μένα, ὅμως ἡ ῾διοτέλεια τὰ ῾κάνε αὐτά».<br />
῾Νέργησα κ᾿ ἔγιναν συντρομηταὶ εἰσὲ ὅλο τὸ Κράτος καὶ κάμαμεν μίαν ἐφημερίδα «Ἐθνοκρατία» καὶ βαρούγαμεν μὲ φρονιμάδα τὰ κακά. Αὐτείνη ἡ ῾φημερίδα πείραζε τὸν Κωλέτη καὶ συντροφιά του διατὶ μιλοῦσε μὲ ἠθικὴ κ᾿ ἔλεγε τὰ σφάλματά τους. Ἦταν τρεῖς καλοὶ νέοι καὶ μὲ μεγάλη ἀρετὴ ὁποῦ γράφαν κ᾿ ἐγὼ ἤμουν ταμίας.<br />
Ἕνα βράδυ, τὴ νύχτα, νὰ ἕνας ἄνθρωπος βαλμένος νὰ μὲ δολοφονήση. Ἤξερε τὴν ὥρα αὐτείνη, ὁποῦ καθόμουν μόνος μου εἰς τὴν κάμαρά μου, παράμερη. Εἶχε κι᾿ ἄλλους τέσσερους ἀνθρώπους· δυὸ ἄφησε εἰς τὴν αὐλόπορτα, δυὸ ἤφερε ἀπάνου εἰς τὴν ἄλλη πόρτα κι᾿ αὐτὸς μπῆκε μέσα. Εἶχαν καὶ τὰ διαβατήρια τους βγαλμένα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πρωτύτερα. Μπῆκε μέσα, εἶδε τοὺς ἀνθρώπους, μοῦ λέγει· «Ἔβγα ῾στὴν σάλλα, κάτι θὰ σοῦ μιλήσω μυστικά. – Τοῦ λέγω, μίλησέ μου ἐδῶ. – Ὄχι, λέγει, ἔξω. – Σύρε, τοῦ λέγω, εἰς τὴν σάλλα κ᾿ ἔρχομαι». Μπῆκε εἰς τὴν σάλλα. Οἱ ἄνθρωποί μου ἔτρωγαν ψωμὶ κάτου εἰς τὸ ὑπόγειον κλεισμένοι ὅλοι, ὅτ᾿ ἦταν κρύο πολύ. Τότε τοὺς λέγω νὰ ῾ρθουν ἀπάνου. Ἐγὼ πῆρα τὸ μαχαίρι μου καὶ τὸ εἶχα ἀπὸ κάτου εἰς τὴν καπότα μου· καὶ πῆγα κ᾿ ἔκατζα κοντά του, εἰς τὰ δεξιά του. Τοῦ λέγω· «Τί ὁρίζεις, ἀδελφέ; Ἄλλη βολὰ εἰς τὸ σπίτι μου δὲν ἐκόπιασες. – Ἦρθα κι᾿ ἄλλη βολά, μοῦ λέγει, μὲ τὸν ἀρχηγό μου τὸν Γρίβα. – Τί θέλεις τώρα τὴ νύχτα; – Θέλω, λέγει, ὠρέ, τὰ δίκια μου! – Τί δίκια ζητεῖς ἀπὸ ῾μένα; Βασιλέας εἶμ᾿ ἐγώ, Κυβέρνηση εἶμαι, Βουλὲς εἶμαι; Ὁ ἀρχηγός, ὁποῦ εἶσαι, εἶναι Γενικὸς Ἐπιθεωρητής, εἶναι βουλευτής. Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἰδιώτης κατατρεμένος· κάθομαι εἰς τὸ σπίτι μου. – Ἀπὸ ῾σένα θέλω τὰ δίκια μου!» Εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν μπῆκαν καὶ οἱ ἄνθρωποί μου μέσα. Τότε ἄρχισε νὰ χάνη τὴν γενναιότητα. Τοῦ εἶπα· «Πήγαινε εἰς τὴν δουλειά σου καὶ νὰ μὴ ματαρθῆς ἐδῶ». Βγαίνοντας ἔξω, εἴδαμεν καὶ τοὺς συντρόφους του ἀρματωμένους. Αὐτὸ τὸ πράμα τὸ εἶπα κι᾿ ἀλλουνῶν, κ᾿ ἕνας φίλος μου εἶπε ὅτ᾿ εἶχαν βγάλη καὶ τὰ διαβατήρια τους πρὸ ἡμερῶν – ἦταν εἰς τὴν ἀστυνομίαν ὅταν τὰ ῾βγαλαν. Οὔτε πῆγαν πουθενά. Κι᾿ ὅταν πῆγαν εἰς τὴν πατρίδα τους τὸ καυκήθηκαν αὐτό, ἔμαθα, μ᾿ ὅλον ὁποῦ δὲν πέτυχαν τὸν σκοπόν τους.<br />
Ἀφοῦ ὁ Κωλέτης ἔκαμεν τὴν δουλειάν του καθὼς ἤθελε μὲ τῆς Βουλές, τότε τοὺς διάλυσε γιὰ νὰ ῾νεργήση νὰ γένουν νέες. Τότε ὁ Κριτζώτης, Γρίβας, Παπακώστας, Μαμούρης κι᾿ ἄλλοι ἑνώνονται μὲ τὸν Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδᾶτο καὶ γίνονται ἕνα. Μοῦ λένε κ᾿ ἐμένα νὰ ἑνωθῶ. Τοὺς λέγω δὲν θέλω μήτε ὑπέρ, μήτε κατά. Ὅταν ἰδῶ πράματα πατριωτικὰ καὶ φρόνιμα, εἶμαι μαζί τους, εἰδὲ δὲν εἴμαι· «Καὶ δὲν εἶμαι καὶ προδότης νὰ σᾶς προδίνω», εἶπα τοῦ Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου. Ὁ Κωλέτης, σὰν φύγαν αὐτεῖνοι, μοῦ στέλνει τὸν Γαρδικιώτη νὰ πάγω, μὲ θέλει. Σηκώθηκα πῆγα. «Ἀγαπητὲ κουμπάρε, τόσον καιρὸν ἐδῶ πλησίον σου καὶ νὰ μὴν ἔρθης νὰ σὲ ἰδῶ; – Τοῦ λέγω, ἔχεις πολλὲς δουλειὲς καὶ δὲν σὲ βαρύνω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν παρουσίαν μου. Τί μὲ θέλεις; – Σὲ θέλω νὰ σὲ ἰδῶ». Τοῦ λέγει ὁ Γαρδικιώτης· «Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι κουμπάρος μας, νὰ ἔμπη τώρα εἰς τῆς ἐκλογὲς τῆς νέες βουλευτὴς αὐτὸς κι᾿ ὁ Βλάχος, νὰ ῾μπης κ᾿ ἐσὺ κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς. Καὶ νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι. – Ἀγαπητὲ Γαρδικιώτη, ὁ Μακρυγιάννης νὰ ῾μπη βουλευτής; Ἐγὼ τὸν ἔχω νὰ τὸν κάμω γερουσιαστή! Ἐγὼ θὰ τὸν κάμω ἀρχηγὸ τῆς Ἐθνοφυλακῆς, θὰ τὸν κάμω ῾πασπιστή τοῦ Βασιλέως – ὅσα μιλήσαμεν οἱ τρεῖς ὅταν ὁρκιστήκαμεν· κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὸν καιρόν, νὰ τηράξωμεν διὰ τὰ ἔξω, ν᾿ ἀξήνωμεν τὴν πατρίδα μας. Ὁ Μακρυγιάννης ἔφκειασε αὐτὸ τὸ τραπέζι, ὁποῦ καθόμαστε, καὶ μᾶς σύναξε ὅλους· κι᾿ ἀφοῦ τὸ ῾στρωσε, σηκώθη κ᾿ ἔφυγε καὶ μᾶς ἄφησε μοναχούς. Ἐγὼ τοῦ εἶχα τὸν Μεγαλόσταυρον ἕτοιμο. «Ὁ Μακρυγιάννης (λένε τοῦ Βασιλέα, λένε ἐμέναν) κάνει νέους ὅρκους καὶ παίρνει ὑπογραφές». Ἐγὼ λέγω τοῦ Βασιλέα· «Ψέματα, Μεγαλειότατε». Ὁ «Μακρυγιάννης τώρα εἰς τῆς νέες Βουλὲς πρέπει νὰ συντρέξη τὴν Κυβέρνησιν νὰ μποῦνε ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ διορίσω κ᾿ ἐγώ, διὰ ν᾿ ἀκούγεται καὶ εἰς τοὺς ἔξω ἀνθρώπους ὅτι ὁ Κωλέτης εἶναι μὲ τὸ μέρος του...4 καὶ τὸν ὑπολήπτονται οἱ Ἕλληνες. Ὁ Μακρυγιάννης πρέπει εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶναι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Κυβερνήσεως. – Κύριε Κωλέτη, στάσου νὰ σοῦ μιλήσω κ᾿ ἐγώ. – Σ᾿ ἀκούω, ἀγαπητέ. – Δὲν ἦρθα μόνος μου ἐδὼ· ἔστειλες τὸν Γαρδικιώτη καὶ μὲ φώναξες: Οὔτε βουλευτὴς θέλω, οὔτε γερουσιαστής, οὔτε ἀρχηγός, οὔτε ῾πασπιστής, οὔτε σταυρὸ – οὔτε ἐσύ μου τὰ δίνεις, οὔτε ἐγὼ τὰ φαντάζομαι. Ὑπογραφὲς κι᾿ ὅρκους νέους ὁποῦ μου λὲς δὲν ἔκαμα καὶ κανένας ἀπό σας δὲν θέλω νὰ ἔχη ἐσπλαχνία ῾σ ἐμένα. Ὁμιλίες καὶ συνωμοσίες εἶχα κάμη νέες, νὰ βάλω ἐσέναν ῾στὰ πράματα καὶ τοὺς φίλους σου, ὁποῦ εἴσαστε ὡς τὴν σήμερον. Εἰς αὐτείνη τὴν συνωμοσίαν ἔβαλα καὶ τὸν ἴδιον Βασιλέα, νὰ σὲ βάλη εἰς τὰ πράματα, ὁποῦ εἶσαι. Ἂν ἔστρωσα τὸ τραπέζι καὶ κάθεστε καὶ τρῶτε ἐσεῖς, ἂν ἔφαγα καμμίαν χαψιά, νὰ σᾶς πλερώσω τὸ κόστος. Συντροφιὰ δὲν θέλω ἂν δὲν ἰδῶ νὰ κυβερνάγη ἡ ἀρετὴ κι᾿ ὁ πατριωτισμός. Τί μὲ γυρεύεις σύντροφον; Ἐσὺ στέλνεις ἕνα λόχο καὶ κάποτε δυὸ καὶ μὲ τρογυρίζεις ὡς νὰ «ἤμουν ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος, διὰ νὰ μὲ δείχνης εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν Βασιλέα ὅτ᾿ εἶμαι τοιοῦτος κ᾿ ἐσὺ προσέχεις διὰ ῾μένα τὸν κακὸν ἄνθρωπον, διὰ ν᾿ ἀσφαλίσης τὸ Κράτος καὶ τὸν Βασιλέα ἀπὸ ῾να ληστή. Πόσες ληστεῖες εἶδες ἀπὸ ῾μένα κι᾿ ἀπ᾿ ὅσους ὁδηγοῦσα ὅταν ἤσουνε εἰς τὰ πράματα, εἰς τὴν Ἐπανάστασιν; Τότε ὁποῦ ἤμουν νέος καὶ χωρὶς γυναίκα καὶ παιδιά, ἤμουν φρόνιμος· τώρα ὁποῦ γέρασα καὶ εἶμαι φορτωμένος τόσον κόσμο φαμελιά, τρελλάθηκα; Θὰ κάτζω εἰς τὸ σπίτι μου· οὔτε τὴν Κυβέρνησιν βοηθῶ, οὔτε εἶμαι ἀναντίος της. Κι᾿ αὐτείνη τὴν ὑποψίαν ὁποῦ ῾χεις, τώρα ὁποῦ τραβήχτη ὁ Κριτζώτης καὶ οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν ἑνωθῶ μ᾿ ἐκείνους, δὲν ἑνώνομαι, ὅτ᾿ εἶναι ἐγωιστὲς καὶ δὲν κάνουν δουλειὰ πατριωτική». Καὶ σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα.<br />
Ὁ Κριτζώτης, Γρίβας, Μαμούρης, Παπακώστας κι᾿ ἄλλοι ἑνώθηκαν μὲ τὸν Μεταξά, Μαυροκορδάτο κι᾿ ἄλλους καὶ πᾶνε διὰ τῆς νέες ἐκλογὲς νὰ κάμουν δύναμιν νὰ ῾ρθούνε ἀναντίον τῆς Κυβέρνησης. Καὶ συνομίλησαν νὰ γένη μίαν ἡμέρα κίνημα παντοῦ, ὥστε ἡ Κυβέρνηση νὰ μὴν μπορῆ νὰ προφτάση. Δὲν ἦταν πατριωτικὴ ἡ καρδιά τους. Πῆγε ὁ Γρίβας εἰς τὴν Βόνιτζα, σήκωσε τὴν σημαία. Τὸν πλάκωσαν χωρὶς νὰ ρίξη ντουφέκι, τὸν ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσα. Ἂν δὲν τὸν σώναν οἱ Ἄγγλοι, ἦταν χαμένος. Πῆγε εἰς τὴν Ἁγιομαύρα μὲ καμμίαν ὀγδοηνταριὰ ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χε, ἔκατζε καμόσες ἡμέρες κι᾿ ἀπὸ ῾κει πῆγε εἰς τὴν Πρέβεζα κι᾿ ἀπὸ ῾κει ῾στὰ Γιάννενα. Τελειώνοντας αὐτός, σηκώνεται ὁ Φαρμάκης μ᾿ ἄλλους εἰς τὸν Ἔπαχτον. Παίρνει ὁ Μαμούρης τοῦ Μεταξᾶ καὶ Μαυροκορδάτου τριάντα πέντε χιλιάδες δραχμές, ὁποῦ σύναξαν συνεισφορὰ διὰ νὰ βοηθήσουνε αὐτὸ τὸ κίνημα, τοὺς γέλασε καὶ γύρισε μὲ τὴν Κυβέρνησιν. Πῆγε καὶ σκοτώνεταν μὲ τοὺς συντρόφους του, τὸν Φαρμάκη καὶ τοὺς ἄλλους. Γύμνωσε κι᾿ ἕνα χωριόν, κεφαλοχώρι τοῦ Κράβαρι, ὁποῦ ἦταν ὁ Φαρμάκης μέσα καὶ τ᾿ ἄφησε κ᾿ ἔφυε· μπῆκε ὁ Μαμούρης μὲ τὸ φουσσάτο τῆς Κυβέρνησης, δὲν τοὺς ἄφησαν οὔτε στάχτη. Καταπολέμησαν τὸν Φαρμάκη, τὸν νίκησαν. Τὸν ἔπιασαν μ᾿ ἄλλους καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι. Σηκώνεται ὁ Κριτζώτης εἰς τὴν Χαλκίδα. Πάγει ὁ Γαρδικιώτης μ᾿ ὅλη τὴν δύναμη, πολεμοῦν. Κόβει τὸ κανόνι τὸ χέρι τοῦ Κριτζώτη. Σώθη εἰς τὴν Χιόν. Ρήμαξε τὸ Γριπονήσι τὸ φουσσάτο κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς Γαρδικιώτης. Καὶ σκοτώθη τόσος κόσμος. Σηκώνεται ὁ Παπακώστας, Κοντογιανναῖγοι, Μπαλατζός, Βελέτζας κι᾿ ἄλλοι πολλοί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάμουν τίποτας. Πᾶνε εἰς τὴν Τουρκιά. Καταφανίστηκαν κι᾿ αὐτεῖνοι κι᾿ ὁ τόπος. Οἱ πολιτικοὶ ἀρχηγοὶ τοὺς ἐδῶ νεκρωμένοι· μὲ δόλο τὸ ἕνα μέρος μὲ τ᾿ ἄλλο ῾μονοιασμένοι, μὲ τὰ χείλη κι᾿ ὄχι μὲ τὴν καρδιά· ἄλλα ῾νεργούσε τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τὸ ἄλλο ἄλλα. Ὅσοι σηκώθηκαν ἔπαθαν κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ δυστυχισμένοι, κι᾿ ὁ τόπος ῾σ ἄχλιαν κατάστασιν.<br />
Ὅταν σηκώθηκε ὁ Βελέτζας μὲ τοὺς ἄλλους, ηὗρα κ᾿ ἐγὼ τὸν διάβολό μου. Ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου ὁ Τζαβέλας εἶπε ὅτι τοῦ ἔδωσα τὰ μέσα καὶ τὸν ἔβγαλα ἔξω κι᾿ ὅτι καὶ τοῦ Κριτζώτη τοῦ ἔστειλα ἀνθρώπους· κι᾿ ἂν ἀνακατώθηκα εἰς αὐτὰ ὅλα, εἶμαι ἄτιμος ἄνθρωπος. Μὲ φύλαξε ὁ Θεὸς καὶ μὲ φώτισε, ὅτι ἔβλεπα τὴν συντροφιὰ τοὺς ὁλουνῶν, καὶ στρατιωτικῶν καὶ πολιτικῶν, καὶ τὴν ῾λικρίνειάν τους, καὶ δὲν ἀνακατώθηκα. Καὶ τρόμαξα νὰ σωθῶ ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἀδικίαν. Ὅτι μὲ διαβάλαν καὶ εἰς τὸν Βασιλέα.<br />
Ὁ Κωλέτης ἄρχισε νὰ κάμη τῆς ἐκλογές. Ἂν δὲν εἶχαν οἱ συντρόφοι τοῦ ψήφους πολλοὺς κατὰ τὸν νόμον, γιόμιζαν τῆς κάλπες αὐτοὶ καὶ τῆς Κυβέρνησης τὰ ὄργανα. Παντοῦ εἰς τὸ Κράτος γίνηκαν σκοτωμοὶ κι᾿ ἀφανισμὸς τῶν κατοίκων. Ὁ Κωλέτης πῆρε ὅλες της ἐκλογές, κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος οὔτε εἰς τῆς ἑκατὸ μία. Ἔχει ὅμως τὴν δόξαν ὁ Μαυροκορδάτος ὅτι ῾σ τῆς πρῶτες ἐκλογὲς ἔδειξε αὐτὸς μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ τὸ παράδειμα. Βῆκε κι᾿ ὁ Κωλέτης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευτὴς κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸν Καλλεφουρνά, τὸν Βρυζάκη καὶ Πετράκη, ἀνθρώπους τῆς μπιστοσύνης του. Τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος Μεταξάς, Βλάχος, Ζαχαρίτζας, Σκουρτανιώτης ἀπέτυχαν. Ἐγὼ καθόμουν εἰς τὸ σπίτι μου, δὲν ἀνακατώθηκα οὔτε ῾στό ῾να τὸ μέρος, οὔτε ῾στ᾿ ἄλλο. Ἀφοῦ ὁ Κωλέτης κιντύνεψε τὸν Κριτζώτη κι᾿ ἀλλουνοὺς καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρίδα τους, ὁποῦ ῾χυσαν τὸ αἷμα τοὺς εἰς τους κιντύνους της, καὶ πᾶνε εἰς τοὺς Τούρκους νὰ βροῦνε ἄσυλο, ἦρθε καὶ ἡ ἀράδα ἡ δική μου νὰ μὲ βγάλη ἀπὸ τὰ μάτια του. Κάνει συβούλιον μὲ τοὺς φίλους του πὼς νὰ μπορέσουν νὰ μὲ συλλάβουν τὴν νύχτα. Ἔρχονταν καὶ μὲ φύλαγαν νὰ βροῦνε καιρό. Φίλοι ἦρθαν μου εἶπαν ὅτι μιλοῦσε αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος αὐτὰ ῾σ ἑνοῦ Δεσπότη φίλου του τὸ σπίτι, ὁποῦ ὀϊντίζει κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ ἅγιου ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ μ᾿ ἐκεινοῦ. Ἦρθαν κι᾿ ἄλλοι, ὁποῦ ἄκουσαν τὰ ἴδια μέσα-εἰς τὴν Γραμματείαν. Εἶδα καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ μὲ τρογύριζαν ἐκ νέου νὰ μοῦ κάμουν αὐτείνη τὴν τιμή. Ἄλλοι μὲ βιάζαν νὰ φύγω νὰ σωθῶ. Ἐγὼ τοὺς ἔλεγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου δὲν μπορῶ νὰ φύγω κι᾿ ὅ,τι μ᾿ εὕρῃ νὰ μ᾿ εὕρῃ ἐδῶ. Τότε κάθομαι καὶ φκειάνω μίαν ἔκθεσιν κ᾿ ἔλεγα πὼς μὲ ζήτησε ὁ Κωλέτης τόσες φορὲς καὶ τί ἦταν οἱ σκοποί του, τί δουλεύει διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, πὼς πιάστηκα μ᾿ αὐτόν, πὼς ἔστειλε εἰς τὸ ὑστερνὸ τὸ Γαρδικιώτη καὶ πῆγα ἐκεῖ· κι᾿ ὅ,τι μου εἶπε κι᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπα. Τὸ ῾φκειασα αὐτό, τὸ ῾δωσα ἑνοῦ φίλου μου· τοῦ εἶπα, ἂν κλειστῶ εἰς τὸ σπίτι μου –μὲ βιάσουν αὐτεῖνοι, ἢ μὲ διώξουν, ἢ μὲ σκοτώσουνε – αὐτὸς εὐτὺς νὰ τὸ δώση εἰς τοὺς τύπους· καὶ τοὺς ὅρκιζα ὅλους νὰ τὸ βάλουν. Ἔσασα τ᾿ ἅρματά μου ὅλα, μίλησα καὶ πέντ᾿ ἕξι παιδιῶν νὰ ῾τοιμαστούν νὰ τὸ βροντήσουμεν ὦσο νὰ λυώσουμεν. Ἕτοιμοι αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι· «Πεθαίνομεν, μοῦ λένε, ὅποτε θέλεις!».<br />
Τότε ἔκρινα εὔλογον νὰ πάγω νὰ τοὺς μιλήσω πρῶτα ἐκεινῶν. Πῆγα εἰς τὸν Γαρδικιώτη, ὁποῦ ἦταν παρὼν ὅταν μίλησα τοῦ Κωλέτη, ὁποῦ ῾ρθε ὁ Γαρδικιώτης καὶ μὲ πῆγε. Δὲν τὸν ηὗρα τὸ Γαρδικιώτη. Εἶχε πάγη εἰς τὴν Κόρθο νὰ συβιβάση τὰ ὀτζάκια τῶν Νοταράδων, ὅτι τρώγονταν. Πῆγα εἰς τὸν Παλαμήδη· ἦταν ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Τοῦ εἶπα ὅσα μου κάνει ὁ ἀφέντης του κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ νὰ τὰ εἰπῆ τοῦ Βασιλέα ὅλα κι᾿ ἐκεινοῦ τοῦ μπερμπάντη. Μοῦ εἶπε ὅτι πάγει καὶ μιλεῖ, ὅμως τὴν ἔκθεση νὰ μὴν τὴ δώσω εἰς τὸν τύπον. Πῆγε καὶ μίλησε. Συχρόνως ἦρθε κι᾿ ὁ Γαρδικιώτης. Τοῦ μίλησα κι᾿ αὐτεινοῦ. Τὸ δειλινὸ βλέπω τὸν κουμπάρο μου τὸν Κωλέτη κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ κάνει χιλιάδες τζιριμόνιες· κι᾿ ἔκατζε περίτου ἀπὸ τέσσερες ὧρες. Οὔτε καταδέχτηκα νὰ τοῦ μιλήσω δι᾿ αὐτά, οὔτε μοῦ μίλησε· ἀλλά μου εἶπε πρέπει νὰ ἑτοιμαζώμαστε διὰ ἔξω – ὅσα εἴχαμε μιλημένα πρὸ καιροῦ. Ὅτι ἔστειλε τὰ μέσα τοῦ Γκιουλέκα καὶ πολεμάγει εἰς τὴν Ἀρβανιτιὰ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσουμεν νὰ χαθῆ. Μοῦ εἶπε αὐτὰ κ᾿ ἔφυγε. Μοῦ σήκωσε καὶ τὸν μπλόκον.<br />
Σὲ δυὸ τρεῖς ἡμέρες τὸν κολλάγει ἕνας νεφρίτης καὶ γύριζε καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα. Τοῦ βαστήχτη τὸ κάτουρό του. Μαζώχτηκαν ὅλοι οἱ γιατροί. Πῆγε κι᾿ ὁ Βασιλέας τόσες φορές. Τὸν ἔκαμε κι᾿ ἀντιστράτηγον. Εἶδε ὁποῦ θὰ πεθάνη, συβούλεψε τὸν Βασιλέα νὰ μὴν ἀλλάξη τὸ σύστημά του – καὶ τὸ βαστάγει ὡς τὴν σήμερον. Μπῆκε ὁ Τζαβέλας πρωτοϋπουργός. Τὸν ἔκαμαν βουλευτή, ἢ νὰ εἰπῶ καλύτερα ἔγινε μόνος του μὲ τὴν βοήθεια τῆς συντροφιᾶς του· γιόμωσαν τῆς κάλπες ψήφους. Κ᾿ ἔδειξε κι᾿ αὐτὸς ἀρετὴ καὶ δείχνει σὰν τὸν μακαρίτη κατὰ τῆς ὁδηγίες ὁποῦ ἄφησε εἰς τὸν πεθαμό του – δὲν ἀλλάξαμεν οὔτε γιώτα. Καὶ κυβερνιώμαστε καὶ τώρα καθὼς πρῶτα καὶ χερότερα. Καὶ σὲ ὅλες της τάξες ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη καὶ κάτου καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ Βουλὲς καὶ παντοῦ εἰς τὸ Κράτος δὲν γνωρίζει τὸ σκυλὶ τὸν ἀφέντη του. Κλεψὲς ῾στὰ ταμεῖα καὶ ῾στὰ ῾σοδήματα, ληστεῖες. Ἡ ἀρετή, ἡ ἀλήθεια, ὁ πατριωτισμὸς ἐχάθηκαν. Ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτὰ τὸν κιντυνεύουν, κι᾿ ὅθεν ψεύτης καὶ κατρεγάρης καὶ κλέφτης, ἢ ντόπιος ἢ ξένος, ἐκεῖνος ἔχει τὴν τύχη του.<br />
Τὸν Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξᾶ καὶ συντρόφους τοὺς κατατρέχουν ἐπειδήτις ἦταν ἀντιπολιτευόμενοι κ᾿ ἔγιναν αὐτὰ τὰ κινήματα ἔξω, χωρὶς νὰ βγάλουν κι᾿ αὐτεῖνοι κάνα πατριωτικὸν ἀποτέλεσμα· ὅτι ποτὲς δὲν στοχάστηκαν πατριωτικῶς καὶ νὰ εἶναι σύνφωνα καὶ τὰ δυὸ μέρη, ἀλλὰ ἄλλα ἔκανε τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἄλλα τὸ ἄλλο· καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχασαν, ὁποῦ τοὺς ἄκουγαν, καὶ ἡ πατρίδα ἔπαθε τόσα κακά.<br />
Εἶχε ἔρθη ἕνας ἀξιωματικὸς – εἶχε ἀγωνιστὴ ἐδῶ καὶ εἶχε πάγη εἰς τὴν Σερβογουργαρίαν· ἦταν ἀπὸ ῾κεῖνα τὰ μέρη – τὸν ἔστειλαν ἀπὸ ῾κει ἔμποροι κι᾿ ἄλλοι νὰ ῾ρθῆ εἰς τὸν Χατζηχρῆστον καὶ ῾σ ἐμένα νὰ μᾶς εἰπῆ ἐκεινῶν τὴν κατάστασιν καὶ τὴν ἑτοιμασίαν τους καὶ νὰ τοῦ εἰποῦμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ ἐδὼ· λέγοντας αὐτὰ τοῦ Χατζηχρήστου – δὲν εἶχε ἔρθη ἀκόμα ῾σ ἐμέναν – αὐτὸς ὁ εὐλογημένος, ἄκακος ἄνθρωπος κι᾿ ὡς ῾πασπιστής τοῦ Βασιλέως, τοῦ τὸ εἶπε· τὸ εἶπε καὶ τοῦ Γαρδικιώτη. Ὕστερά μου τὸ εἶπαν κ᾿ ἐμένα. Τοῦ λέγω τοῦ Χατζηχρήστου νὰ πάη νὰ εἰπῆ τοῦ Βασιλέα ὅτι ἐγὼ δὲν ἀνακατώνομαι εἰς αὐτὰ – πρέπει νὰ τὰ ξέρη πρῶτα ἡ Μεγαλειότης του· ὅτι καὶ τὰ καλὰ εἶναι δικά του καὶ τὰ κακά. Τὸ εἶπαν αὐτὸ τοῦ Βασιλέα καὶ τοῦ ἄρεσε. Τότε πῆρα τὸν Χατζηχρῆστο καὶ πήγαμεν εἰς τὸν Γαρδικιώτη καὶ τοῦ εἶπα, αὐτὰ θέλουν μυστικότη καὶ νὰ ῾νεργούνε ἄνθρωποι μὲ συνείθησιν καὶ πολὺ μυστικοί, ὅτι κιντυνεύομεν ἀπὸ τοὺς δυνατούς. «Κι᾿ ἂν θέλετε, ν᾿ ἀγροικιέσαι ἐσύ, Γαρδικιώτη, κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος κ᾿ ἐγὼ· καὶ τὸν Βασιλέα νὰ τὸν ἔχωμεν πολὺ φυλαμένον». Τοῦ ἄρεσε κι᾿ αὐτεινοῦ. Τὸ εἶπε καὶ τῆς Μεγαλειότης του καὶ τ᾿ ἄρεσε. Τότε πηγαίνω καὶ τοῦ λέγω· «Αὐτὰ θέλουν καὶ ἱκανοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰ πράματα καὶ καταξοχὴ εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦ Πολέμου. Ὁ Τζαβέλας δὲν εἶναι ἄξιος εἰς αὐτά». (Κι᾿ ὅταν ζοῦσε ὁ Κωλέτης καὶ ὕστερα αὐτὸς ἔστειλαν προξένους παντοῦ ἀνίκανούς τους περισσότερους. Ὁ Τζαβέλας εἶχε κάμη μίαν ἐταιρίαν μὲ τὸν Τισαμενόν, Βέικον, Χατζηπέτρο κι᾿ ἄλλους καὶ γελούγαν τοὺς ἀνθρώπους ἔξω ὅτι θὰ κινηθοῦν ἀναντίον τῆς Τουρκιάς· καὶ συνάχτηκαν τόσα χρήματα παντοῦ – τὰ ῾φεραν αὐτεινῶν καὶ τὰ ῾φαγαν ὅλα χωρὶς νὰ χρησιμέψουν πουθενά. Καὶ τότε πιάστηκαν ἀναμεταξύ τους καὶ τὰ ῾βαλαν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς τύπους καὶ τὸ ῾μαθε κι᾿ ὅλη ἡ Εὐρώπη· καὶ ἡ Τουρκιὰ πειράχτη πολύ· κ᾿ ἔπαθαν τόσοι χριστιανοί. Τί κάνει ὁ Θεός! Καίγεται τὸ σπίτι τοῦ Τζαβέλα κι᾿ ὅλο του τὸ πράμα. Κόντεψαν νὰ καγοῦνε κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα. Μὲ μίαν μπουνάτζα ἔλυωσε ὅλο αὐτὸ μόνον· καὶ κολλητὰ τοῦ ἦταν σπίτια μὲ τζατμάδες κι᾿ ἄλλα καρσὶ καὶ δὲν πειράχτη τίποτας ἀλλουνοῦ, ὁποῦ ἂν ἦταν ὀλίγος ἀγέρας, καθὼς ἦταν εἰς τὸ κέντρο τοῦ παζαριοῦ, θὰ κιντύνευε ἡ περισσότερη πολιτεία). Εἶπα τοῦ Γαρδικιώτη ὅτι ὁ Τζαβέλας δὲν κάνει εἰς τὸ ὑπουργεῖον καὶ ἦταν καλὸ νὰ βάλη ὁ Βασιλέας τὸν Μεταξᾶ ὑπουργὸ τοῦ Πολέμου. Ὅτι καὶ εἰς τὰ σαράντα ὁποῦ μπῆκε ὁ Μαυροκορδάτος κ᾿ ἔβαλε αὐτὸν ὑπουργὸν τοῦ Πολέμου, ἐφέρθη τιμίως ὅσον καιρὸν ἔκαμε, καθὼς καὶ εἰς τὴν Οἰκονομίαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ τὴν λέμε. «Ποῦ θέλει νὰ τοὺς ξέρη, μοῦ λέγει, αὐτοὺς ὁ Βασιλέας; (Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξά). – Τοῦ λέγω, διατί; – Ὅτ᾿ εἶναι ἀντιπολιτευόμενοι. – Κ᾿ ἐσένα, τοῦ λέγω, νὰ σ᾿ ἀφήση ὁ Βασιλέας χωρὶς μιστὸν κ᾿ ἐμένα – δὲν γενόμαστε ἔθνος ἔτζι, τοῦ λέγω. Καὶ κατατρέχετε κ᾿ ἐμένα ὁποῦ εἶμαι φίλος αὐτεινῶν. Ὅσα ἔκαμεν ὁ Κωλέτης καὶ τοῦτοι ὁποῦ εἶναι τώρα εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ κάμαν ἐκεῖνοι. Πὲς τοῦ Βασιλέως τὴν γνώμη μου. Πρέπει νὰ ἑνωθῆ μ᾿ ὅλους τους τίμιους ἀνθρώπους».<br />
Ὅταν ἔγινε ἡ Δημοκρατία τῆς Γαλλίας καὶ πῆραν φωτιὰ κι᾿ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης, ἄρχισαν κ᾿ ἐδῶ τὰ κόμματα καὶ οἱ φατρίες καὶ καταξοχὴ τὸ παρτίδο τοῦ Κωλέτη καὶ τουτουνῶν ὁποῦ μας κυβερνοῦν, οἱ ἄνθρωποι τῆς διαθήκης τοῦ Κωλέτη. Αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς δημοκρατίας δὲν τὸ θέλαμεν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι, ὅτι τὸ γευτήκαμεν κι᾿ αὐτό. Πῆραν μπούγιον οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ, γύρευαν αὐτὸ τὸ σύστημα· ῾νεργούσαν ἀπάνου εἰς αὐτὸ καὶ νὰ κινηθοῦνε νὰ πᾶνε νὰ πάρουν καὶ τὴν Κωσταντινόπολη. Ἔρχονταν πολλοὶ τοιοῦτοι εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μὲ ζητούγαν κ᾿ ἐμένα σύντροφόν τους νὰ συνπράξωμεν. Τοὺς ἔλεγα· «Αὐτὸ τὸ σύστημα, ὁποῦ τὸ ῾χαμεν καὶ πρῶτα, τί καρπόν μας ἤφερε καὶ ποὺ καταντήσαμεν φαίνεται. Πρέπει νὰ περιμένωμεν, νὰ ἰδοῦμεν αὐτείνη ἡ φωτιὰ τῆς Εὐρώπης ποὺ θὰ καταντήση, καὶ τότε νὰ τηράξωμεν καὶ διὰ τὰ ἔξω· νὰ κάμη ἡ Κυβέρνηση ἀμνηστείαν, νὰ μποῦνε μέσα οἱ ἀγωνισταὶ ὁποῦ ῾ναι εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ νὰ βγάλωμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀγωνιστᾶς ἀπὸ τῆς φυλακές, ὁποῦ ῾ναι γιομάτα ἀπὸ αὐτοὺς ὅλα τὰ μπουντρούμια τοῦ Κράτους, καὶ τότε γένονται αὐτὰ μὲ τὸν καιρόν τους – νὰ μὴν χάσουμεν κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ ῾χομεν». ῾Σ αὐτὰ ὁποῦ τοὺς ἔλεγα αὐτεῖνοι μο᾿ ῾λεγαν· «Ἔχασες κ᾿ ἐσὺ τὸν ἐθνισμό σου, ἔγινες ἕνα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ εἶσαι ἀντιπατριώτης. – Τοὺς λέγω, σάν μου λέτε αὐτό, κοπιάστε βάλτε τὰ μέσα ὅλα, ὁποῦ χρειάζεται τὸ κίνημα αὐτεῖνο, νὰ κινηθοῦμεν. Ἔχετε τὰ μέσα; –Βάνουμεν, μοῦ λένε, ἕνα σπίτι, ὁποῦ ῾χει ἕνας ὁποῦ ῾ναι ῾σ τὴν ἐταιρίαν· τὸ πουλοῦμεν καὶ κάνομεν τὰ μέσα. – Πόσο ἀξίζει αὐτὸ τὸ σπίτι; – Δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. – Γένεται κίνημα μὲ δεκαπέντε χιλιάδες;» Καὶ τί ἄνθρωποι μό᾿ λεγαν αὐτά; Ἄνθρωποι προκομμένοι. Τότε ἀπολπίστηκα καὶ εἶπα εἶναι ὀργὴ Θεοῦ νὰ χαθοῦμεν. Πάγω εἰς τὸ κονάκι τοῦ Μεταξᾶ καὶ εἶπα νὰ στείλη νὰ ῾ρθῆ κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, ὅτι κάτ᾿ ἔχω νὰ τοὺς μιλήσω καὶ τῶν δυωνῶν. Ἦρθε ὁ Μαυροκορδάτος. Τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἡ πατρίδα χάνεται – τί κάνετε σίγρι; Αὐτείνη εἶναι ἡ πατρίδα ὁποῦ ῾ρθετε νέοι κι᾿ ἀγωνιστήκετε καὶ γεράσετε; Αὐτείνη ἔγινε γῆς Μαδιάμ! Διατὶ χαθήκαμεν ὅλοι ἐμεῖς; Μόνον διὰ νὰ δοξαστῆτε ἐσεῖς οἱ μεγάλοι πολιτικοί μας. Πάντοτές σας ἔχομε κεφαλὲς εἰς τὰ πράματα τῆς πατρίδος κι᾿ ἀπολάψετε ἐκεῖνο ὁποῦ ἀγωνίζεται κάθε σημαντικὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀπολάψη, δόξα καὶ τιμή. Αὐτὰ τ᾿ ἀπολάψετε. Ὅμως σὰν χαθῆ ἡ πατρίδα, ποῦ θὰ ζήσετε κ᾿ ἐσεῖς κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι; Καὶ καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν τρέλλα μας χάνεται· θὰ κινηθοῦν οἱ τρελλοὶ ἄνθρωποι καὶ θὰ μᾶς εἰποῦνε· Κοπιάστε κ᾿ ἐσεῖς ὀμπρός». Νὰ μὴν πάμεν, μᾶς σκοτώνουν, ἢ θὰ μᾶς εἰποῦνε τουρκολάτρες· νὰ πᾶμεν ἐμεῖς μ᾿ ἄσπρα μουστάκια κοντὰ εἰς αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀνοησία μας ὁλουνῶν νὰ χαθῇ ἡ πατρίδα, δὲν εἶναι ἁμαρτία; Δὲν θὰ εἰποῦνε οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδοῦνε αὐτό, δὲν θὰ εἰποῦνε· «Αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν εἶχε ἀνθρώπους τέλειους καὶ χάθηκαν ἀδίκως;» Τότε δὲν θὰ κατηγορηθῆτε ἐσεῖς πρῶτα κ᾿ ἐμεῖς ὕστερα; – Μοῦ λένε, τὸ βλέπουμεν. Τί νὰ κάμωμεν ὁποῦ τῶν ἀνθρώπων τὰ κεφάλια ἄναψαν ὁλουνῶν; – Ἐμεῖς σὰν θέλομεν τὰ σβένομεν καὶ ἡσυχάζουν. – Πῶς; μοῦ λένε. – Ἐσύ, Μαυροκορδᾶτο, νὰ στείλῃς νὰ φωνάξῃς τὸν τάδε, τὸν τάδε (καμμιὰ δεκαριά), ἐσύ, Μεταξᾶ, τὸ ἴδιο κ᾿ ἐγὼ τὸ ἴδιο καὶ κάθε τίμιος πατριώτης. Καὶ νὰ μιλοῦμεν ὅλοι μίαν γλώσσα, νὰ τοὺς παρηγοροῦμεν καὶ νὰ τοὺς λέμε· «Ἑτοιμαζόσαστε ὁλοένα, ὅμως χρειάζεται μυστικότη ὦσο νὰ ἑτοιμαστοῦμεν καὶ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὴν Εὐρώπη πὼς θ᾿ ἀποκαταντήσουν αὐτὰ τὰ κινήματά της». Κ᾿ ἔτζι ἀκολουθήσαμεν. Κ᾿ ἔσβυσε ἡ μεγάλη φωτιὰ ἡ ἀνόητη, ὁποῦ ῾ρθε εἰς τὸ κεφάλι μας.<br />
Παραγγέλνω τοῦ Βασιλέως μὲ τὸν Χατζηχρῆστο· «Ὁ ἀγέρας ὁποῦ φυσάγει» εἰς τὴν Εὐρώπη (πὲς τοῦ Βασιλέως) ἀναποδογύρισε βατζέλα. Ἐμεῖς εἴμαστε μισὴ φελούκα· καὶ θὰ μᾶς πάρη αὐτὸς ὁ κακὸς ἀγέρας καὶ δὲν θὰ ἰδοῦμεν ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κοιμῶνται οἱ τίμιοι ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Βασιλέας». Πῆγε τοῦ τὰ εἶπε. Τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας· «Σύρε πὲς τοῦ Μακρυγιάννη νὰ ῾ρθῆ ἐδῶ». Ἐγὼ εἶχα νὰ πάγω νὰ παρουσιαστὼ ἀπὸ τὸν καιρὸ ὁποῦ πῆγα καὶ τοῦ μίλησα διὰ τῆς ληστεῖες ὁποῦ γένονταν εἰς τὴν πρωτεύουσα, ὁποῦ μου εἶπε νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν του καὶ δὲν δέχτηκα· καὶ ἤμουν εἰς τὴν ὀργή του. Παρουσιάστηκα εἰς τὴν Μεγαλειότη τοῦ κατὰ τὴν διαταγήν του. Μοῦ λέγει· «Τί θὰ μοῦ εἰπῆς; – Ὅ,τι ἰδέα εἶχα κ᾿ ἐγὼ ὡς πολίτης σου τὴν παράγγειλα μὲ τὸν ῾πασπιστή σου. – Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα; –Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια; – Ἐγώ, μοῦ λέγει, ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες. – Τοῦ λέγω, ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς ἡ Μεγαλειότη σου; – Ἀλήθειά» μου λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστὰ εἰς τὸν « Βασιλέα τῆς πατρίδος μου. Τοῦ λέγω· «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια. (Τοῦ εἶπα)· Θυμᾶσαι πόσον καιρὸν ἔχω νὰ παρουσιαστὼ μπροστά σου; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ μου εἶπες νὰ εἶμαι σύνφωνος μὲ τὸν πρωτοϋπουργόν σου καὶ σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι, ὅτ᾿ εἶναι δόλιος. Τί σου εἶπα; Θὰ σοῦ χαλάση τὸ Κράτος σου, θ᾿ ἀφανίση τὸ Ταμεῖον, θὰ σὲ τρογυρίση μὲ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ κιντυνέψωμε. Ὅλα τὰ ἔκαμεν αὐτὰ καὶ εἶναι τὰ ὡς τὴν σήμερον. Αὐτὸς πάγει εἰς τὴν δουλειά του, ὅμως τὴν φωτιὰ τὴν κακὴ τὴν ἄφησε εἰς τὸ κράτος σου. – Μοῦ λέγει, μὴν τὸν καταριέσαι. – Δὲν μπορῶ καὶ νὰ τὸν συχωρέσω, ὅτι ῾σ ἄλλη πατρίδα δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ ζήσω μ᾿ εἴκοσι ψυχές. Εἶναι καιρὸς νὰ τρογυριστὴς μὲ τοὺς τίμιους ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς μπιστευτῆς, νὰ διορθώσης τὰ ἐσωτερκά σου, τὰ κριτήριά σου, ὁποῦ ἀφανίστη ὁ κόσμος, γενικῶς τὸ κράτος σου. Αὐτεῖνοι ὁποῦ κυβερνοῦνε εἶναι τὸ σύστημα τῆς Γαλλίας, ὁποῦ ῾χε ὁ Κωλέτης. Ἔπεσε αὐτό· κάμαν δημοκρατία. Τοῦτο ἐπιθυμοῦν κι᾿ αὐτεῖνοι ἐδῶ. Σὰν γένη αὐτό, δὲν θὰ εἶσαι βασιλέας ἡ Μεγαλειότη σου. Τοὺς ἔπιασες τόσα πολεμοφόδια καὶ φέρνουν τόση ἀνησυχία εἰς τὸ κράτος σου. Φαίνονται ποιοὶ τὰ κάνουν αὐτά. Ὅμως εἶναι ἀδύνατοι καὶ δὲν μποροῦν νὰ φέρουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεώς τους. Ὅτι ὅλοι οἱ τίμιοι ἄνθρωποι δὲν θέλομεν αὐτό. Νὰ κάμης καὶ γενικὴν ἀμνηστείαν, νὰ ἑνωθοῦμεν ὅλοι. Κι᾿ ἄν σου ἔφταιξε κανένας, οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι συχωροῦν τοὺς μικρούς, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ὁ αἴτιος ἦταν ὁ Κωλέτης. Ὅτι τοὺς ἔκλεισε ἀπὸ τὰ δίκια τους, καθώς μου ἔκαμεν κ᾿ ἐμένα τὸ ἴδιο καὶ ἤθα χανόμουν ἀδίκως. Καὶ νὰ πάρης καὶ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξᾶ ῾σ αὐτὲς τῆς περίστασες. Διατί, Μεγαλειότατε, δὲν τοὺς δίνεις κι᾿ αὐτοὺς νὰ ζήσουνε ἀπὸ τὸν ἀγώνα τους; Αὐτὸ φέρνει ὅλον αὐτὸν τὸν ῾ρεθισμόν. – Μοῦ εἶπε, νὰ τοὺς μιλήσης ἂν θέλουν. – Τοῦ εἶπα, νὰ γένῃ ἕνας νόμος διὰ τοὺς παλιοὺς ἀγῶνες τους. Καὶ νὰ τοὺς φωνάξῃς νὰ τοὺς ἑνώσῃς· καὶ νὰ τοὺς μιλήσης – ῾σ αὐτὲς τῆς περίστασες νὰ τρογυριστῆς μ᾿ ἀνθρώπους ἱκανούς». Λέγοντάς του αὐτὰ κι᾿ ἄλλα τέτοια πλῆθος, μὲ βάσταξε περίτου ἀπὸ τέσσερες ὧρες. Τὸ βράδυ τοὺς φώναξε καὶ τὸν Μεταξᾶ καὶ τὸν Μαυροκορδάτο. Δὲν δέχτηκαν. Εἶχαν δίκιον. Ἤθελαν νὰ κυβερνήσουν μὲ τὸ ἴδιον σύστημα. Διόρισε ὕστερα τὸν Κουντουργιώτη πρώτον ὑπουργὸν κ᾿ ἔκαμεν ὑπουργεῖον.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Τὸν καιρὸν τοῦ Κυβερνήτη ὅσον καιρὸν στάθηκα εἰς τὴν Ἐκτελεστικὴ δύναμη, 27 μῆνες, ἀπὸ τὴν Μοθώνη καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τῆς Πελοπόννησος ἕνας στρατιώτης κι᾿ ὁ ἀγωγιάτης ἤφερναν τὰ χρήματα εἰς τὸ ταμεῖον τῆς Κυβέρνησης. Οἱ Ἕλληνες εἶναι εὐλογημένο ἔθνος ὅταν τοὺς κυβερνάη ἡ ῾λικρίνεια.<br />
2. Ὁ Τζαβέλας μόνον εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀγωνιστῆ νὰ μὴν ἰδῆ μὲ τὰ μάτια του καὶ χῆρες κι᾿ ὀρφανά. Κ᾿ ἐπειδήτις εἶναι μισὸς ἄνθρωπος εἰς τ᾿ ἀνάστημα, τοῦ φαίνεται ὅτ᾿ εἶναι ὁ πλέον ψηλότερος κι᾿ ἀπάνου εἰς τὸ κυπαρίσσι· καὶ τηράγει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κάτου ὡς μυῖγες. Ἀγριοκυτάγει καὶ κακοσυσταίνει κ᾿ ἐμένα πολύ. Ὁ πνιμένος βροχὴ δὲ φοβᾶται. Εἶναι κι᾿ αὐτὸς παιδὶ τοῦ Κωλέτη.<br />
3. Πρῶτα θέλησε νὰ μοῦ βαφτίση ἕνα παιδί. Μοῦ τὸ εἶχε ζητήση πρὶν μπῆ εἰς τὰ πράματα· καὶ μοῦ εἶχε δώση ὁ Θεὸς δυὸ μαζί. Σὰν τοῦ τὸ εἶχα τάξη ὅταν ἤμαστε φίλοι, μοῦ τὸ ζήτησε· τοῦ εἶπα νὰ κοπιάση νὰ τὸ βαφτίση μ᾿ ἄλλους δυὸ εἰς τὸ κάθε παιδὶ – αὐτὸς καὶ ὁ Γαρδικιώτης κι᾿ ὁ Γκόσσος τὸ ἔνα· ὁ Χατζηχρῆστος, ὁ Παπακώστας κι᾿ ὁ Γιάννη Κώστας τὸ ἄλλο· ἡ Ἁγία Τριάδα εἰς τὸ καθένα. Ἔκαμα ἑτοιμασίες καὶ ἦρθε καὶ ἡ Ἐκλαμπρότης του μὲ πρέσβες καὶ πρεσβίνες. Τοὺς δέχτηκα, φάγαμεν, ἔπιαμεν. Εἶχα κι᾿ ὅλους τους σημαντικοὺς καλεσμένους. Αὐτὸς εἶχε τ᾿ ὄνομά του καὶ πῆγε εἰς τὸ σπίτι του, ὅτ᾿ εἶχε ἀνθρώπους. Οἱ ἄλλοι ὅλοι μείναν κ᾿ εὐθυμήσαμεν.<br />
4. Μιὰ λέξη δυσανάγνωστη.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-89321859285925589092011-03-25T12:32:00.007-07:002011-10-25T12:20:03.263-07:00Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 2<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Παραίτησις τῆς Κυβερνήσεως Μεταξᾶ. - Σχηματισμὸς ὑπουργείου ὑπὸ τὸν Ἀ. Μαυροκορδᾶτον. - Αἱ πρῶται μετὰ τὴν Συνέλευσιν βουλευτικοὶ ἐκλογαί. - Κυβερνητικαὶ ἐπεμβάσεις. - Δυσάρεστος κατάατασις τοῦ Κράτους. - Καταδρομὴ τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὸ τοῦ Δημ. Καλλέργη. - Δημοσιογραφικὴ ἐπίθεσις κατ᾿ αὐτοῦ. - Ὀχλαγωγίαι κατὰ τὰς ἐκλογάς. - Τὰ κατὰ Στέφανον Βαλλιάνον. - Διασάλευσις τῆς τάξεως ἐν τῷ Κράτει. - Στάσις τοῦ Θεοδώρου Γρίβα ἐν Αἱτωλίᾳ. - Τὰ ἐν Δωρίδι. - Ἀπογοήτευσις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀποχὴ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ βουλευτικοῦ ἀγῶνος. - Μυστικὴ συνεννόησις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἐνίσχυσις τοῦ κόμματος τούτου. - Παρουσίασις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸ τοῦ Βασιλέως. - Καταγγελία κατὰ τῆς Κυβερνήσεως. - Ὀργὴ ταύτης κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐρεθισμὸς τῶν πνευμάτων. - Ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὲρ τῆς ἡσυχίας. - Συμπλοκὴ μεταξὺ λαοῦ καὶ στρατοῦ. - Κίνδυνος τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁ Βασιλεὺς μεταξὺ τοῦ λαοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης ἀντιπρόσωπος τοῦ λαοῦ παρὰ τῷ Βασιλεῖ. - Πέρας τῶν ἐκλογῶν. - Πτῶσις τοῦ Ὑπουργείου Μαυροκορδάτου. - Ἀνάρρησις τοῦ Ἰω. Κωλέτη ἐπὶ τὴν ἀρχήν.</i><br />
<hr />
Τοὺς συντρόφους μας καὶ παληκάρια τοὺς Σεπτεβριανοὺς διὰ συντρομῆς...1 τοὺς πῆραν ὅλους ὁ Μαυροκορδᾶτος καὶ ἡ γενεά, ὁ Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς καὶ οἱ ἄλλοι. Μιλοῦν μὲ τὸν Βασιλέα νὰ κάμη πρωτοϋπουργὸν τὸν Μαυροκορδάτο καὶ νὰ περιλάβη καὶ τὸν Κωλέτη. Ὁ Κωλέτης δὲν δέχτη – ἔχει αὐτὸς πατριωτισμὸν δι᾿ ἄλλη περίσταση· νὰ μπῆ κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος μὲ τὴν συντροφιά του, νὰ τζακιστῆ καθὼς τζακίστη ὁ Μεταξάς· τότε αὐτὸς ἀπόξω μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀρχινοῦν φατρίες ἀναντίον αὐτεινών· τζακίζονται κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ μπαίνει ὁ Κωλέτης κι᾿ ἀποδιορθώνει τὴν πατρίδα. Μπῆκε ὁ Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, τῆς Οἰκονομίας καὶ Ναυτικοῦ, ὁ Α. Λόντος τοῦ Ἐσωτερκοῦ, ὁ Ρόδιος τοῦ Στρατιωτικοῦ, ὁ Τρικούπης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, ὁ Λοντίδης τῆς Δικαιοσύνης. Ἀφοῦ ἐμπῆκε ἡ νέα κυβέρνηση ἀπὸ μίαν φατρία, ἄρχισαν οἱ ἄλλοι διὰ τὸ καλό της πατρίδος καὶ ῾ρέθιζαν τοὺς κατοίκους ἀναντίον της. Ἦταν καὶ καλοὶ πατριῶτες οἱ ἴδιοι αὐτεῖνοι ὁποῦ μπῆκαν, εἶχαν καὶ τοὺς ἄλλους ἀναντίους. Κι᾿ ἀφανίστη τὸ Κράτος χερότερα ἀπὸ ἄλλες φορές.2<br />
Μπαίνοντας εἰς τὰ πράματα ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ διάταξαν νὰ γένουν οἱ πρῶτες ἐκλογὲς τῶν βουλευτῶν τῆς πατρίδος διὰ νὰ στερεωθοῦν νόμοι πατρικοὶ καὶ νὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ δυστυχισμένη καὶ ματοκυλισμένη πατρίδα μὲ τὸν Βασιλέα της, νὰ σωθοῦν τὰ δεινά της. Νὰ ῾ρθουν ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἔθνους, τῆς μπιστοσύνης του καὶ τῆς ἐκλογῆς του, αὐτὸ ἡ Ἐκλαμπρότης του καὶ ἡ συντροφιά του δὲν τὸ θέλουν οὔτε αὐτεῖνοι, οὔτε ὁ Λάγυνς, οὔτε ὁ Πισκατόρης, οὔτε ὁ Πρόκενς, ἀλλὰ θέλουν κοπέλια τῆς συντροφιᾶς τοὺς διὰ νὰ προκόψουν τὴν πατρίδα. Κάνει ἡ Κυβέρνηση ἐπέβασες παντοῦ εἰς τὸ Κράτος καὶ χύθηκαν αἵματα κι᾿ ἀφανίστη ὁ κόσμος – κ᾿ ἔδωσε καὶ νέον παράδειγμα νέων ἐκλογῶν διὰ ν᾿ ἀκολουθοῦν καὶ οἱ ἄλλες μ᾿ αὐτὸν τὸν πατριωτισμὸν κι᾿ ἀρετή, διὰ νὰ λέπη ἡ πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρό τους. Καὶ κατακομμάτιασαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς διάγειραν· καὶ σκοτώνεται ἀδελφὸς μὲ τὸν ἀδελφὸν καὶ κυτάγεται ἕνας Ἕλληνας μὲ τὸν ἄλλον ὅπως κύταγαν τοὺς Τούρκους ὅταν τοὺς πολεμοῦσαν. Καὶ παντοῦ θέλει νὰ μπαίνη ἡ Ἐκλαμπρότης του ὁ κύριος Μαυροκορδάτος, ν᾿ ἀκούγεται εἰς τὴν Εὐρώπη ὅτ᾿ εἶναι μέγας καὶ πολύς· κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν πίνουν νερὸ νὰ ὀμώνουν εἰς τ᾿ ὄνομά του διὰ τὸ καλὸ ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν πατρίδα τοὺς αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του ἀρχὴ καὶ τέλος – ὁποῦ τὴν γύμνωσαν ἀπὸ ἠθική, ἀπὸ θρησκεία, ἀπὸ πατριωτισμόν. Κατατρέχουν ὅσους τά ῾χουν ὅλα αὐτὰ κι᾿ ἀδελφώνονται μὲ τὴν κακία, μὲ τὸν δόλο καὶ μὲ τὴν ἀπάτη.3<br />
Ὁ κύριος Μαυροκορδάτος ἂν μπόργε νὰ κατορθώση νὰ τὸν ἔκλεγε ὅλο τὸ Κράτος βουλευτή, ἦταν ἡ μεγαλύτερή του εὐκαρίστηση νὰ μάθουν ὁ ἔξω κόσμος τί μεγάλον ἄντρα ἀπόχτησε ἡ Ἑλλάς, πόση ἀρετὴ θυσιάζει – καὶ πρώτον ὑπουργὸ τὸν βάνουν καὶ γενικὸν βουλευτὴ (κι᾿ ἀπαρατιώντας αὐτὸς διορίζει νὰ βάνουν οἱ κάτοικοι τοὺς φίλους της μπιστοσύνης τοῦ διὰ νά ῾χη τὰ κλειδιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ τῶν μέσα σπιτιῶν καὶ τῶν ἔξω μεγάλων σπιτιῶν. Ὅτι αὐτὸ τὸ παράδειμα τὸ ῾δωσε κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας εἰς τὴν Συνέλεψη τοῦ Ἄργους· ἐνήργησε μὲ τοὺς διοικητᾶς του καὶ μὲ τοὺς ὁμόφρονάς του κι᾿ ἔγινε ἀπὸ τὸ περισσότερον μέρος τοῦ Κράτους πληρεξούσιος. Κι᾿ ὁ κύριος Μαυροκορδάτος δὲν θέλει ν᾿ ἀφήση αὐτὸ τὸ δικαίωμα – δὲν θέλει νὰ ξεφορτώση τὸ σαμάρι ἀπὸ τὰ γαϊδούρια, ὁποῦ ῾ρθε νὰ τὰ λευτερώση αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του). Τέλος πάντων διατάττει νὰ γένουν οἱ ἐκλογὲς παντοῦ – κι᾿ ὅσα θυσιαστοῦν κι᾿ ὅσοι ἄνθρωποι σκοτωθοῦν σὲ ὅλο τὸ Κράτος, δὲν πειράζει· αὐτὸ ὁποῦ εἶπε αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, αὐτὸ νὰ γένη! Γράφει κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Λοντίδης Πατρινὸς εἰς τὴν Πάτρα τῶν ὁμοφρόνων του, τῶν φίλωνέ του, καὶ τοῦ λέγει· «Σκοτῶστε, χαψῶστε, ὅ,τι βίγια μπορῆτε νὰ κάμετε κάμετε, ὅμως ἐμένα νὰ μὲ βγάλετε βουλευτή σας χωρὶς ἄλλο». Ποιοὺς νὰ σκοτώσουν; Τοὺς συνπολίτες οἱ συνπολίτες! Πιάστη τὸ γράμμα αὐτό, τὸ ἤφεραν ἐδὼ· τὰ ῾μαθε κι᾿ ὁ Βασιλέας ὅλα αὐτά. Καὶ καθεμερινῶς ἔρχονται οἱ κάτοικοι καὶ σκούζουν καὶ φωνάζουν δι᾿ αὐτείνη τὴν ἄνομην ἐπέβασιν σὲ ὅλο τὸ Κράτος, ὁποῦ ἀνοίχτηκαν κι᾿ ἀνοίγονται ὁλοένα νέοι τάφοι τῶν ἀθώων Ἑλλήνων. Καὶ διὰ νὰ προκόψουν τὴν πατρίδα καὶ νὰ σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι σὰν τὰ σκυλιὰ σὲ ὅλο τὸ Κράτος καὶ νὰ τοὺς κομματιάσουνε καὶ νὰ τοὺς βάλουν σὲ μεγάλη διχόνοιαν κι᾿ ἀντιζηλία, ἔκαμαν πλῆθος ἀξιωματικοὺς καὶ μέρασαν χιλιάδες ἀριστεῖα – καὶ τότε ἔπεσε ἡ μεγαλύτερη διχόνοια ἀναμεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὅτι οἱ καλύτεροι, ὁποῦ ῾χουν καὶ δικαιώματα, ἀδικιώνται· ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν ἔχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Καὶ γεννήθη ἡ διχόνοια· καὶ ξέκλησαν τοὺς κατοίκους σὲ ὅλο τὸ Κράτος κι᾿ ἀφάνισαν καὶ τῆς ῾διοχτησίες, κόβοντας τὰ δέντρα ἕνας του ἄλλου καὶ τ᾿ ἀμπέλια τους καὶ σκοτώνοντας τὰ μεγάλα τους ζῶα καὶ ρημάζοντας τὰ γιδοπρόβατα. Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικοὺς – κι᾿ ἂς κατακομματιάζωμεν τοὺς συνπολίτες μας κι᾿ ἂς τοὺς δίνωμεν ἀσκιὰ γιομάτα ἀγέρα κι᾿ ἂς τοὺς κάνωμεν καὶ σκοτώνωνται. Ἐμεῖς λέμε· «Ἔχομεν ἐπιρροή, ἔχομεν προκοπή, μᾶς ἀγαποῦνε οἱ ἄνθρωποι».<br />
Ὁ Βασιλέας κάνει σίγρι ὁποῦ γένονται αὐτὰ τὰ κακὰ εἰς τὸ κράτος του. Φαίνεται καὶ ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἀδικήθη ἀπὸ ῾μας καὶ δὲν ἀποφασίζει νὰ προφυλάξη αὐτὸ ὁποῦ τὸν μπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ νὰ κυβερνήση μὲ τὸν φόβον ἐκεινοῦ, ὁποῦ διορίζει βασιλεῖς ν᾿ ἀναστήνουν τὰ κράτη τους καὶ νὰ προικίζουν τοὺς ὑπηκόγους τοὺς ἠθικὴ κι᾿ ἀρετὴ καὶ νά ῾χουν τὴν σέβαση εἰς τὴν πατρίδα τους καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τοὺς – τότε καὶ οἱ βασιλεῖς κι᾿ ὁ λαὸς ἔχουν τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ γένεται κοινωνία ἀνθρώπινη. Τί τοῦ ἔκαμεν τῆς Μεγαλειότης τοῦ αὐτὸ τὸ ἔθνος; Τί κακὸ εἶδε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο; ῾Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα ἕντεκα ῾κατομμύρια, ὅτι τ᾿ ἄλλα τὰ κλέβουν ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς μπιστεύεται καὶ βάνει καὶ τὸ κυβερνοῦν. Παίρνει ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἕνα ῾κατομμύριον, κι᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα τά ῾χει εἰς τὸ χέρι του κι᾿ ὅπου θέλη κι᾿ ὅποιον θέλη τοῦ δίνει καὶ τὸν ἀναστήνει, ἢ ἔχει δικαίωμα ἢ ὄχι. Τοῦ εἶπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας τῶν συμπολίτων τοῦ τῶν Μπαυαρέζων, ὁποῦ μας γύμνωσαν, κι᾿ ὅταν φεύγαν μ᾿ ὅλη τὴν εὐγένειαν τοὺς μπαρκαρίσαμεν χωρὶς νὰ θυμηθοῦμεν τί μας ἔκαμαν τόσο καιρὸν ὁποῦ μας κυβερνοῦσαν ὡς εἵλωτες – τὸ ἴδιον κι᾿ ὅσους μπιστεύεται ἡ Μεγαλειότης του εἰς τὴν κυβέρνησή του καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τῆς πατρίδος. Πικράθη διὰ τὸ ἄρθρο τῆς θρησκείας; Τῆς Μεγαλειότης του δὲν τῆς ἔβαλε θέλησιν τὸ Ἔθνος, τοῦ εἶπε νὰ μείνη εἰς τὴν θρησκείαν τοῦ – ὁ διάδοχός του νὰ βαφτιστῆ, νὰ οἰκειωθῆ μ᾿ αὐτὸ τὸ ἔθνος, ὁποῦ ἔχυσε ποταμοὺς αἵματα ὅσο νὰ βγῆ ἀπὸ τοῦ λιονταργιοῦ τὸ στόμα. Διατὶ νὰ χύσωμεν τὸ λοιπὸν τόσο αἷμα; Διατὶ νὰ γιομώση ἡ Τουρκιὰ σκλάβους; Διατὶ νὰ τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο νὰ καθόμαστε μ᾿ ἐκεῖνον τὸν βασιλέα ὁποῦ ῾χαμεν – καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμή μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκείαν μας, κι᾿ ὄχι τοιούτως ὁποῦ καταντήσαμεν. Ἔφκειασε καὶ παλάτι ἡ Μεγαλειότης του, καὶ ναὸν τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ἐπιθυμίαν οὔτε νὰ φκειάση, οὔτε νὰ ἰδῆ μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ πηγαίνει τῆς ἐπίσημες ἡμέρες μὲ τοὺς Πρέσβες κι᾿ ἄλλους ξένους σὲ ἕνα καλύβι. Εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ μὴν εἶναι ἐκκλησία ἀναλόγως μὲ τὴν τιμὴν τῶν ὑπηκόγων του, λούσσα καὶ πολυτέλειες –περάσαμεν τὴν Εὐρώπη. Ὅταν ἦταν ἡ Εὐρώπη εἰς τὴν δική μας κατάστασιν, εἶχε αὐτὴ τέτοιες πολυτέλειες, εἶχε θέατρα; Ἐμᾶς μας ἔκαμαν οἱ κυβέρνησές του καὶ μᾶς κάνουν ὁλοένα θέατρο καὶ ἦταν περιττὸ τὸ ἄλλο. Σὰν τὸ θέλετε κι᾿ αὐτό, καλὸ εἶναι.4<br />
Ὁ Θεός, ὁποῦ μας ἔδωσε αὐτὸ τὸ μικρὸ βασίλειον, μπορεῖ νὰ μᾶς δώση καὶ τρανό. Καὶ τότε αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ βασιλέψη. Ἐγὼ τόση τύχη ἔχω – σολντάτος εἶμαι. Ἂν δὲν μὲ πέθανε τὸ ντουφέκι τοῦ Τούρκου, θὰ μὲ πεθάνη τὸ σκαλιστήρι. Ὅμως ἐγὼ δὲν ξέρω κολακεῖες καὶ πάντοτες τοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ τοῦ τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα, ὁποῦ βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένη ἕτοιμον τὸ βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια – ἐγὼ ῾μπρος ῾σ ἐκείνους εἲμ᾿ ἕνας ψύλλος. Ὅμως ἔκαμα κ᾿ ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δυὸ ποδάρια, τζακίστη τὸ ἕνα, εἶχα δυὸ χέρια, ἔχω ἔνα· τὴν κοιλιά μου τρύπια, τὸ κεφάλι μὲ δυὸ τρύπες. Τὸ λοιπόν, ἂν θέλωμεν τὸ λίγον νὰ γένη μεγάλον, πρέπει νὰ λατρεύωμεν Θεόν, ν᾿ ἀγαπᾶμε πατρίδα· νά ῾χωμεν ἀρετή· τὰ παιδιά μας νὰ τὰ μαθαίνωμεν γράμματα κ᾿ ἠθική. Αὐτό μου κόβει τὸ κεφάλι μου καὶ λέω. Κι᾿ ὁ Βασιλέας νά ῾χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι᾿ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἀλλάργα ἀπὸ τοὺς γλυκόγλωσσους, τοὺς κόλακες, καὶ νὰ μὴν τοὺς δίνη καὶ πολυτρῶνε καὶ σκάσουν ἀπὸ τὴν πολυφαγιά, ἐνῶ οἱ ἀγωνισταὶ μένουν γυμνοὶ καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας. Ὅποιος δουλεύει θέλει τὸ μεριάτικόν του. Καὶ νὰ εἶναι δίκια ἡ Μεγαλειότης τοῦ ῾σ ἐκεῖνο ὁποῦ τοῦ μπιστεύτηκε ὁ Θεός. Κ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ ὁρκίστη κ᾿ ὑπόγραψε τώρα νὰ μὴ μετανογάη, ὅτ᾿ εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ. Τώρα, ὁποῦ ῾ναι ἔργα τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του, καὶ χρήματα ξοδιάζομεν ἄδικα καὶ σταυροὺς καὶ χιλιάδες ἀριστεῖα μεράζομεν· κι᾿ οὔτε δάση ἔμειναν ῾στὸ περισσότερόν του κράτος, οὔτε ζωντανά· καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ χύνεται, πάγει ποταμός. Κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ σκοτώνονται εἶναι οἱ καλύτεροι ὑπήκοοι τῆς Μεγαλειότης του καὶ θὰ τοὺς χρειαστῆ μίαν ἡμέρα κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα, καὶ ποῦ θὰ τοὺς εὕρουν; Τοὺς Τούρκους τοὺς ἔχομεν γειτόνους πάντοτες – τότε χάνομεν καὶ τὸ μικρό, ὄχι νὰ ῾βρωμεν καὶ τρανό.<br />
Τὸ Σεπτεβριανὸν στοιχεῖον κι᾿ ὁ πολιτικὸς ἀρχηγός, ὁ Μεταξάς, ἀπόστασε· καὶ οἱ συντρόφοι μας δραπέτεψαν καὶ πᾶνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ὅτι τὸ σκυλὶ ὁποῦ εἶναι μαθημένο εἰς τὸ χασαπλειὸ δὲν φυλάγει ποτὲ πρόβατα). Ὅτι ὁ ἀρχηγὸς μετανόησε δι᾿ αὐτείνη τὴν γενναιότητα καὶ πατριωτισμὸν ὁποῦ ῾δειξε – καὶ τὰ παληκάρια σκόρπισαν. Ἡ πατρίδα πλέον στερεώθη, ἀφοῦ ἔγινε πρωτοϋπουργὸς ὁ Μαυροκορδάτος. Καὶ τώρα μὲ τὴν μεγάλη συντρομὴ τῶν Πρέσβεων καὶ τοῦ Βασιλέως ὅποιος δὲν πηγαίνη μὲ τὴν θέληση αὐτεινοῦ καὶ τῆς συντροφιᾶς τοῦ πρέπει νὰ τὸν κατατρέξουν. Ἀφοῦ ὅλες αὐτὲς τῆς συντροφιὲς τῆς δοκίμασα, δὲν μ᾿ ἄρεσε κι᾿ αὐτείνη· ὅτ᾿ ἴσως καὶ εἶναι καλὴ κ᾿ ἐγὼ κακός. Πάσκισαν νὰ μὲ γυρίσουνε, δὲν θέλησα. Ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ ὁρκίστηκα καὶ κιντύνεψα δι᾿ αὐτά, τώρα βλέπω ὅτι νεκρώνουν. Τότε ἄρχισαν νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ καταξοχὴ ὁ συναδελφός μου Καλλέργης, ὁ συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον – ἀφοῦ βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμὲς ὅταν ἦταν ὁ Μεταξᾶς εἰς τὰ πράματα, ἀπαρατιώντας αὐτὸς καὶ μπαίνοντας ὁ Μαυροκορδάτος, ἔγινε κόμμα Ἀγγλικὸν καὶ Γαλλικὸν καὶ σὲ ὅλες της παντιέρες καταγραμμένος. Ἀφοῦ εἶναι παντοδύναμος ῾στὸ στρατιωτικό, ἔβαλε τὸν συνπολίτη τοῦ τὸν Ἀντωνιάδη τῆς «Ἀθηνᾶς» κι᾿ ὡς ψυχραμένη αὐτείνη ὅλη ἡ συντροφιὰ μ᾿ ἐμένα, ὅτι δὲν τοὺς ἄφησα τότε εἰς τὴν Συνέλεψη νὰ παίξουν τὸν ἄσο τους, (ὁποῦ ῾βριζαν τοὺς πληρεξούσιους καὶ πιάστη ὁ Καλλέργης μὲ τὸν Κριτζώτη καὶ Γρίβα καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα θὰ κάναν θόρυβο εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ σύναξα ἀνθρώπους καὶ τοὺς χάλασα ὅλα αὐτὰ τὰ σκέδια καὶ ματαμπῆκε ἡ τάξη. Κ᾿ ὕστερα διὰ τὴν προσταφαίρεση τοῦ Συντάματος, ὁποῦ ἀπάτησαν τὸν Βασιλέα, νὰ χαθῆ κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα, καὶ τοῦ ξηγήθηκα τὴν ἀλήθεια τί ἔτρεχε καὶ τὸ ῾νοιωσε κι᾿ ὁ ἴδιος κ᾿ ὑπόγραψε τὸ Σύνταμα κατὰ τὴν θέληση τῶν πληρεξουσίων), ἔβαλε τὸν Ἀντωνιάδη καὶ τὸν Ζυγομαλὰ τὸν Σεπτεβριανὸν μὲ τοὺς τύπους τους καὶ λένε ὄτι· «Αὐτὸ ὁποῦ ῾καμε ὁ Μακρυγιάννης εἰς τὴν Συνέλεψη, καὶ σύναξε ἀνθρώπους κ᾿ εἶχε ὁρκίση καὶ τόσους πληρεξούσιους νὰ εἶναι μία γνώμη, ἦταν ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ Βασιλέως – καθὼς κι᾿ ὁ πρωτινὸς ὅρκος ὁποῦ ῾καμε ἦταν κι᾿ αὐτὸς ἀναντίον του». Τότε βιάστηκα κ᾿ ἔβαλα τὸν ὅρκον εἰς τὸν τύπον, χωρὶς τῆς ὑπογραφές, καὶ ξιστορίζω ὅλα αὐτά, πότε ὅρκισα τὸν Καλλέργη καὶ τοὺς ἄλλους ὅσους εἶχα ὁρκισμένους σὲ ὅλο τὸ Κράτος, καθὼς καὶ τοὺς πληρεξούσιος.5<br />
Τότε ῾νεργούνε αὐτεῖνοι κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς καὶ γένονται αἱ ἐκλογὲς εἰς τὴν ἐκκλησία μ᾿ ἕναν θόρυβον μεγάλον· καὶ καταπετζοκόπηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὕστερα κάνουν μία ὀχλαγωγία τεχνική· πᾶνε ὁ κόσμος εἰς τὸ Παλάτι, πᾶνε κι᾿ αὐτεῖνοι μὲ τὰ φουσσάτα τους καὶ καταφάνισαν τοὺς κατοίκους. Σὰν ἔβλεπα ὅτ᾿ ἦταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δὲν ἀνακατώθηκα ποτὲ πουθενά, νὰ μὴ δώσω αἰτία καὶ πάθῃ ἡ πατρίδα, ὁποῦ γύρευαν πρόφαση νὰ γένῃ ξένη ἐπέβαση, καὶ νὰ μὴν πάθω κ᾿ ἐγὼ ἀδίκως. Ἀφοῦ ὅμως εἶδα ὅτι χάνονται ἀδίκως οἱ ἄνθρωποι, πῆγα εἰς τὴν Πλάκα· ἦταν συνασμένοι πλῆθος λαὸς νὰ πᾶνε νὰ χτυπηθοῦν μ᾿ αὐτούς, ὁποὺ τοὺς ἔκαμαν τὴν ἀπιστία καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς αὐτὸ τὸ παιγνίδι καὶ ὕστερα τοὺς βαροῦσαν οἱ ἴδιγοι. Μαθαίνοντας αὐτείνη τὴν ἑτοιμασίαν, πῆγα μίλησα πολλὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅτι θὰ σκοτωθοῦν ἀδίκως καὶ θὰ κιντυνέψουν καὶ τὴν πατρίδα τους· καὶ μὲ πολλὰ μιλώντας τῶν ἀνθρώπων, δάκρυσαν τὰ μάτια μου. Μπῆκαν σὲ συμπάθεια οἱ ἄνθρωποι κι᾿ ἄφησαν τὰ ὅπλα τους κ᾿ ἡσυχάσανε. Αὐτεινῶν ὁποῦ τοὺς ῾ρέθιζαν τὸ σκέδιόν τους ἦταν ὅτι θὰ πήγαινα κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ, νὰ μὲ κομπρεμετάρουν καὶ νὰ μὲ τελειώσῃ ἡ δικαιοσύνη τους. Καὶ μ᾿ αὐτὸ ὅμως ὁποῦ ἔκαμα πάλε τὸν διάβολόν μου ηὗρα. Κινάγει τὸ βράδυ ὁ ἀρχηγὸς Καλλέργης μὲ τὴν καβαλλαρία του κι᾿ ἄλλους καὶ μὲ μπλοκάρουν εἰς τὸ σπίτι μου. Κάθισαν ὡς τὰ μεσάνυχτα καὶ φύγαν. Καὶ κάθε νύχτα ἔρχονταν καὶ μὲ μπλοκάραν διὰ νὰ δίνουν δούλεψες εἰς τὸν Βασιλέα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ σκάνταλο τῆς ἀνησυχίας.<br />
Ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ κόμμα, τῆς Φιλορθόδοξης Ἐταιρίας, ἕνας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος εἶχε κάμη μίαν ἐταιρίαν διὰ τὴν μεγάλην ἰδέαν, τὰ ἔξω, καὶ βάνει ὅλους τους σουρτούκηδες· καὶ τοὺς γέλαγε καὶ τοὺς ἔλεγε ἔχει καράβια, ὅπλα, τζεπχανέδες πλῆθος καὶ στρατέματα καὶ πεντακόσες χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔπαιρνε χρήματα, τά ῾τρωγε. Ὕστερα πήγαινε καὶ τοὺς πρόδινε ὅλους εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ τὸν Βασιλέα. Μὲ τοιοῦτον ἄνθρωπον καὶ μὲ τοιούτα μέσα θέλουν νὰ κάμουν κίνημα διὰ τὴν μεγάλη ἰδέα, νὰ πᾶνε εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ἀνθρώπους – τοὺς ρωτούσαν· «Ποιοὶ εἶναι οἱ ἀρχηγοί;» Τοὺς ἔλεγαν πολλοὺς καὶ τὸ Μακρυγιάννη, ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ἦταν μὲ γνώση, μὲ πατριωτισμὸν κι᾿ ἀγαποῦσαν τὸ καλό της πατρίδας. Τοὺς σουρτούκηδες τοὺς γέλαγε ὁ Βαλλιάνος μ᾿ ἀσκιὰ γιομάτα ἀγέρα κι᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἔπαιρνε χρήματα ὅπου εὕρισκε κι᾿ ἀπάταγε πολλούς. Κ᾿ ἔλεγε ὕστερα εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ εἰς τὸν Βασιλέα αὐτὰ τὰ μυστήρια. Τὸν εἶδα ῾θουσιασμένον πρὶν τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου, τὸν ἤφερα εἰς τὸ σπίτι μου· τοῦ εἶπα ὅτι ὅποιος φαντάζεται νὰ κάμῃ καλὸ εἰς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ συλλογέται ὅτι νὰ κιντυνέψῃ ἕνα σπίτι τὸ ματαφκειάνομεν – εἶναι πατρίδα· κ᾿ ἔχομεν καὶ δυνατοὺς ὀχτροὺς κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι. Τότε τοῦ εἶπα τὴν δική μου ἐταιρία, τὸν ὅρκισα καὶ τοῦ πῆρα καὶ τὴν ὑπογραφή του· καὶ τοῦ εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὲ ρωτάγῃ, νὰ συνβουλευώμαστε· καὶ νὰ μὴν κάνη τίποτας μόνος του. Αὐτὸς πῆγε κι᾿ ἔβαλε κι᾿ ἄλλους καὶ τοὺς εἶπε καὶ πῆγαν κι᾿ ὅρκιζαν ἐξ ὀνόματός μου, χωρὶς ἐγὼ νὰ ξέρω. Ἀφοῦ μὲ κατάτρεχε ἡ Κυβέρνηση, ὁ Χρηστίδης, καὶ μ᾿ ἔκριναν εἰς τὸ κριτήριον, ἔρχεται μίαν ἡμέρα ἕνας ἄνθρωπος ἐπίτηδες μ᾿ ἕνα γράμμα καὶ μοῦ λέγει· «Κατὰ ὁποῦ μοῦ εἶπε ὁ Βαλλιάνος διὰ λόγου σου πῆγα ἐκεῖ, πῆγα ἐκεῖ κι ὅρκισα ἐν ὀνόματί σου αὐτοὺς ὅλους». Τότε ξέσχισα τὸ γράμμα, ἔδιωξα καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ἀνταμώθηκα καὶ μὲ τὸν Βαλλιάνο καὶ τοῦ εἶπα ὅσα μπόρεσα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν πιάνη τ᾿ ὄνομά μου. Ἔτσι διαλύθη ἡ Συνέλεψη, χωρὶς νὰ συλλογιστῇ αὐτὸς καὶ ἡ συντροφιά του, νὰ ὑπομείνωμεν νὰ συναχτοῦνε οἱ Βουλὲς καὶ μίαν περίοδο κι᾿ ἄλλη καὶ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὰ ἐξωτερκά, καὶ τότε ὁ Κύριος γένεται ὁδηγός, αὐτὸς πηγαίνει ὁλοῦθε, ῾νεργάγει καὶ ἡ συντροφιά του, ἄνθρωποι μὲ ἰδέα, καὶ ῾ρεθίζουν τοὺς ἀνθρώπους – κ᾿ ἕτοιμοι νὰ κινηθούν· ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ χωρὶς καμμίαν ἑτοιμασία «σύρτε ὄξω κ᾿ ἐκεῖ σας προφτάνω» – μὲ πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ᾿ ὄνομά μου. Τότε ἕνας ὁρκισμένος μου φέρνει ἕναν ὅρκον τους. Τὸν δείχνω τοῦ Ζυγομαλᾶ, ὡς σύντροφός μου Σεπτεβριανός, νὰ συβουλευτοῦμε νὰ μὴν γένῃ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ κιντυνέψη ἡ πατρίδα. Τότε αὐτὸς τὸν βάνει εἰς τὸν τύπον τὸν ὅρκον τους. Μίλησα κ᾿ ἐγὼ τῶν ἀνθρώπων νὰ νεκρώσῃ αὐτὸ τὸ ἀνόητο κίνημα. Τότε βάνουν τὸν ἄνθρωπον ὁποῦ μό ῾δωσε τὸν ὅρκον ἢ νὰ μὲ δολοφονήσῃ, ἢ νὰ μὲ φαρμακώσῃ. Ἦρθε αὐτὸς εἰς τὸ σπίτι μου, δὲν μπόρεσε νὰ μοῦ κάνει τίποτας.6<br />
Ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση τοῦ Μαυροκορδάτου δυνάμωσε παντοῦ εἰς τὸ Κράτος τὸ κόμμα της μὲ χρήματα, ἄρχισε εἰς τὴν Σπάρτη ὁ ἐφύλιος πόλεμος· καὶ εἰς τὴν Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου ἀπὸ πεντακόσοι. Ἄρχισε τὸ ἴδιο καὶ εἰς τὴν Ρούμελη. Τότε ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ κουμπανία μιλοῦν μὲ τὸν Γρίβα νὰ πάγη εἰς τὸ Ξερόμερον νὰ κάμη τῆς βουλευτικὲς ἐκλογὲς καὶ ν᾿ ἀνοίξη ἐφύλιον πόλεμον. Τὸ ῾δωσαν καὶ τὰ μέσα κ᾿ ἕναν πιστόν τους ἄνθρωπον, πῆγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιὰ ἀνθρώπους· δὲν ῾μπόρεσε νὰ κάμη ἄλλους, ὅτι δὲν τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ τόπος. Διάταξε ἡ Κυβέρνηση τὸν Σωτήρη Στράτο καὶ τὸν πῆρε ὀμπρὸς καὶ τὸν ἤφερε εἰς τ᾿ Ἀπόκορο εἰς τὸν Ἀβαρίκο καὶ τὸν ἔκλεισε· καὶ ἤθα τὸν ἔπιανε. Ὁ Βασιλέας ἔχοντας συμπάθειαν εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ καταξοχὴ εἰς τὸν Γαρδικιώτη, ἔστειλε τὸν Τζαβέλα καὶ τὸν ἔσωσε· καὶ μπῆκε ῾σ ἕνα Γαλλικὸν πλοῖον. Τὸν ζήτησε ἡ Κυβέρνηση, τὸ Γαλλικὸ δὲν τὸν ἔδωσε καὶ τὸν πῆγε εἰς τὸ Μισίρι. Τώρα θυμήθη ὁ Μεταξᾶς τί εἶχε καὶ τὸ ῾χασε ἀπὸ τὴν ἀνοησία του καὶ γυρεύει ἀπὸ τὸν Γρίβα νὰ ματααναστηθῆ. Πέταξε τὸ πουλί, τὸ ῾πιασαν ἄλλοι ὁποῦ δὲν τὸ εἶχαν!<br />
Ἀφοῦ εἶδα τὸν πατριωτισμὸν καὶ τοῦ Μεταξᾶ κι᾿ ὁλουνῶν αὐτεινῶν, ὁποῦ θέλει καθένας νὰ δοξολογάγη θεοὺς δικούς του κι᾿ ὄχι νὰ ὠφελήση τὴν πατρίδα τοῦ – γομάρια εἶναι οἱ Ἕλληνες, αὐτεῖνοι τά ῾χουν φκειασμένα τὰ σαμάρια καὶ τοὺς σαμαρώνουν – τότε τραβήχτηκα ὅλως διόλου. Καὶ δι᾿ αὐτὸ μὲ ἀγκυλώνουν. Ἡ ἐπέβαση τῆς Κυβέρνησης ῾στὴς ἐκλογὲς σὲ ὅλο τὸ Κράτος ἄναψε παντοῦ φωτιά· καὶ εἰς τὸ Λιδορίκι τὴν πατρίδα μου ἔστειλε τόσα ἀσκέρια· καὶ καταφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὰ ζωντανά τους· κ᾿ ἔγινε ὁ τόπος ἄνου κάτου. Κι᾿ ἂν πιάνεταν ντουφέκι, θὰ γίνεταν θρῆνος, ὅτ᾿ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι του ντουφεκιοῦ. Ὁ Θεὸς ἐφύλαξε καὶ φώτισε τοὺς τίμιους ἀνθρώπους καὶ καταπράγυναν τό ῾να μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο. Στείλαν ἀνθρώπους μ᾿ ἀναφορὲς ἐδῶ ῾σ ἐμένα, τῆς πήγαινα εἰς τὴν Κυβέρνησιν, δὲν μποροῦσα νὰ κάμω τίποτας. Ματαήρθαν ἄνθρωποι τρίτως· πῆγα καὶ παρουσιάστηκα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ ξιστόρησα ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ πάθος τῆς Κυβέρνησης. Τοῦ εἶπα αὐτὰ ὅλα της Ρούμελης καὶ τῆς Πελοπόννησος· καὶ τοῦ Λοντίδη τοῦ ὑπουργοῦ τῆς προκοπές. Εἶχα κ᾿ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Πάτρα ὁποῦ μὸ ῾γραφαν αὐτά. Τὸ ῾ξερε καὶ ἡ Μεγαλειότης του, ὅτι τὸ ῾στειλαν οἱ ἀρχὲς ἀπὸ ῾κει.<br />
Ἄρχισαν καὶ μαζώνονταν ὅσοι βουλευταὶ βήκαν ἀπὸ λίγες ἐπαρχίες. Ὁ Μαυροκορδάτος κι᾿ ὁ Καλλέργης ἤθελαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα βουλευταὶ διὰ ν᾿ ἀκουστὴ εἰς τὴν Εὐρώπη πόση δύναμη κ᾿ ἐπιρροὴ ἔχουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἄρχισαν κ᾿ ἐδῶ νὰ κάνουν ὅ,τι κάναν καὶ ῾στὸ ἄλλο τὸ Κράτος· καὶ κατακομμάτιασαν τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς τάγιζαν ὑπόσκεσες καὶ τοὺς τάζαν πλῆθος ἀγαθά. Εἰς τὸ σπίτι μου πρὸ ἡμερῶν ἦρθαν καὶ πολίτες κι᾿ ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ μοῦ εἴπαν· «Ποιοὺς θέλεις συντρόφους νὰ τραβήσουμεν νὰ βγῆτε βουλευταί; – Τοὺς λέγω, ὅποιος δώση ψῆφο ῾σ ἐμένα νὰ εἶναι ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πέση τὸ χέρι του! Δὲν ματαμπαίνω ἐγὼ εἰς τὰ πολιτικά, νὰ δουλεύω τιμίως καὶ νὰ μὲ θεατρίζουν μὲ τῆς ῾φημερίδες ὅτι ἀγοράστηκα ἀπὸ τοὺς ξένους». Αὐτεῖνοι θέλαν, ἐγὼ δὲν δέχτηκα καὶ φύγαν.<br />
Ὁ Κωλέτης ἦταν γυμνὸς ὅλως διόλου ἀπὸ δύναμη· τὸν ἄφησαν καὶ οἱ Γριβαῖγοι κι᾿ ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὅλοι οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ὁποῦ ἤμασταν εἰς τὴν Συνέλεψη. Τότε ἀνταμωθήκαμεν οἱ δυό μας καὶ μιλήσαμεν. Μοῦ λέγει· «Δὲν ἔχω συντρόφους· μ᾿ ἀφήσετε ἀπὸ τὴν Συνέλεψη. – Τοῦ λέγω, ἐγώ σου κάνω συντρόφους μὲ τὴν συνφωνίαν νὰ μοῦ ὁρκιστῆς νὰ μὴν εἶσαι προσκολλημένος σὲ ξένους. Κι᾿ ἀφοῦ σου κάμω τοὺς συντρόφους νὰ ἔμπης καὶ εἰς τὰ πράματα καὶ νὰ ῾νεργήσης φρόνιμα διὰ τὴν πατρίδα σου καὶ νὰ λὲς τὴν ἀλήθεια εἰς τὸν Βασιλέα. Καὶ νὰ ῾τοιμάζωμεν λίγο λίγο τὰ μέσα· κι᾿ ὅταν ἰδοῦμεν ἁρμόδιον τὸν καιρόν, νὰ τηράξωμεν τὴν ἄξηση τῆς πατρίδας φρόνιμα καὶ μυστικὰ κι᾿ ὄχι σὰν τὸ Βαλλιάνο κι᾿ ἄλλους. Νὰ μοῦ δώσης τὸν ὅρκον σου δι᾿ αὐτὰ κ᾿ ἐγὼ σάζω τ᾿ ἄλλα». Ὁρκιζόμαστε οἱ δυὸ ῾σ αὐτά. Ἤμουν ῾γγισμένος μὲ τὸν Μεταξᾶ – ἴσως αὐτὸς ὁ διάβολος τώρα ὁποῦ γέρασε γένη ἄνθρωπος. Πῆγα ἀντάμωσα τὸν Γαρδικιώτη, τοῦ μίλησα πολλά, τὸν πῆγα κι᾿ ὁρκιστήκαμε κ᾿ οἱ τρεῖς. Συνφωνήσαμε τὰ ἴδια. Θέλουν αὐτεῖνοι νὰ ῾μπω κ᾿ ἐγὼ ῾πασπιστής τοῦ Βασιλέως νὰ μ᾿ ἔχουν βοηθόν. Ἐγὼ τοὺς εἶπα εἶμαι ἀστενής, δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω αὐτὲς τῆς ῾πηρεσίες. Μὲ βιάσαν νὰ ἔμπω διὰ ἕνα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ᾿ εἰς αὐτό. Πῆγα καὶ τὸν Κριτζώτη, Μαμούρη κι᾿ ἄλλους. Δυναμωθήκαμεν.<br />
Τότε πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ εἶπα διὰ τοὺς Λιδορικιῶτες καὶ διὰ ὅλο τὸ Κράτος καὶ «θὰ κάμουν τὰ ἴδια εἰς τὴν Ἀθήνα· καὶ θὰ πάθη καὶ ἡ Μεγαλειότη σου καὶ ἡ πολιτεία αὐτείνη, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀναμμένος καὶ κατακομματιασμένος». Φοβήθη πολὺ ἡ Μεγαλειότης τού· μου λέγει· «Νὰ πᾶς νὰ μιλήσης μὲ τὸν Μαυροκορδάτο. –Του λέγω, πῆγα πολλάκις καὶ δὲν μὸ ῾δωσε ἀκρόασιν καὶ δὲν ματαπάγω». Τότε ἔφυγα ἐγώ. Ἔστειλε καὶ μίλησε τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ εἶπε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ νὰ μὲ φωνάξη νὰ μοῦ μιλήση νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα. Μὲ φώναξε ὁ Μαυροκορδάτος, τοῦ εἶπα ὅσα εἶπα τοῦ Βασιλέα ἀναντίον του κι᾿ ὅλης της συντροφιᾶς του· «κι᾿ ἂν κάμετε εἰς τὴν Ἀθήνα ὅ,τι κάματε καὶ κάνετε ὄξω εἰς τὸ Κράτος, εἶν᾿ ἐλπίδες ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ὑπάρξωμε ἐμεῖς πενήντα φορὲς κ᾿ ἐσεῖς μία· καὶ ὁ αἴτιος ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεόν». Κ᾿ ἔφυγα. Ὅταν πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα τοῦ εἶπα νὰ τὸ γκρεμίση αὐτὸ τὸ ὑπουργεῖον, ὅτι θὰ τὸν χάση. Πῆγα τὰ 1844 Ἀγούστου 2. Μαθαίνει ὁ Λόντος ὅλα αὐτὰ ὁποῦ μίλησα τοῦ Βασιλέα καὶ Μαυροκορδάτου – ἦταν εἰς τὸ σπίτι του κι᾿ ὁ Κολιόπουλος, ὁ Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ – λέγει ὁ Λόντος ὁ ὑπουργός· «Ὁ κερατὰς ὁ Μακρυγιάννης αὐτὸς ἀνακατώνει ὅλα αὐτὰ κάθε καιρό. Αὔριο θὰ τοῦ κόψω τὸ κεφάλι του. Καὶ τὴν Ἀθήνα θὰ τὴν κάμω στάχτη, ὅτ᾿ ἔχω στρατέματα ταχτικὰ κι᾿ ἄταχτα, πεζούρα καὶ καβαλλαρία». Τὸ βράδυ στέλνει καὶ μὲ μπλοκάρει. Τὴν αὐγὴ στέλνει ὁ Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ὁ Κολιόπουλος κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ – ὅτ᾿ ἦταν συνασμένοι νέοι βουλευταὶ καὶ γερουσιασταὶ – καὶ μοῦ λένε τί ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ὑπουργὸν Λόντο· «κ᾿ ἐδῶ, καθὼς ἀκούσαμεν, θὰ γένη θόρυβος καὶ κιντυνεύομεν ὅλοι· κι᾿ ὡς ἄνθρωπος ἐδῶ τοῦ τόπου νὰ πάρης τὰ μέτρα σου δι᾿ αὐτά, ὅτι κιντυνεύεις κ᾿ ἐσὺ ἀτομικῶς ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ φαίνεται». Τοὺς εἶπα ἐγὼ μίλησα τοῦ Βασιλέως καὶ τῆς Κυβέρνησης· καὶ μὲ βιάσαν ὅλοι νὰ πάγω πίσου εἰς τὸν Βασιλέα νὰ μιλήσω κι᾿ αὐτά. Τοὺς εἶπα νὰ πάμεν καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς δυὸ τρεῖς. Ἐκρίθη εὔλογον νὰ πάγω μόνος μου. Πῆγα εἰς τὸ σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες ἀπὸ τὸ παζάρι – τοὺς στείλαν ὁποῦ ἦταν συνασμένοι ὅλοι οἱ κάτοικοι εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη. Ἄρχισε ἡ ψηφοφορία καὶ ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας δὲν τοὺς ἄφινε ἐλεύτερους νὰ κάμουν ὅποιους θέλαν. Τότε ἀντάμωσα τὸ παιδὶ τοῦ Μιαούλη, ὁποῦ ῾ναι εἰς τὸν Βασιλέα, καὶ τοῦ εἶπα τί μίλησε ὁ Λόντος, τί μου εἶπε ὁ Κολιόπουλος καὶ οἱ ἄλλοι· καὶ ἤθα πάγαινα εἰς τὴν Μεγαλειότη του, ἀλλὰ ὁ λαὸς ἔστειλε καὶ μὲ ζητάγει. Καὶ σήμερα θὰ γένουν ὅλα ὅσα εἶπα τοῦ Βασιλέως – κι᾿ αὐτὸς κιντυνεύει καὶ ἡ πατρίδα. Τοῦ παράγγειλα νὰ γκρεμίση αὐτὸ τὸ ὑπουργεῖον καὶ νὰ βάλη τὸν Κωλέτη μ᾿ ὅποιους ἄλλους συβιβαστή· «καὶ νὰ μιλήσης τῆς Μεγαλειότης του καὶ νὰ μοῦ φέρης ἀπάντησιν εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη».<br />
Πῆγα ἐγὼ εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη· ἦταν ὁ λαὸς συνασμένος, γιομάτα ὅλα τὰ σοκάκια· Τοὺς λέγω· «Τί μὲ θέλετε, ἀδελφοί; – Νὰ λάβης πολίτες εἰς τὸ χέρι σου ἀπὸ ῾μας καὶ νὰ σταθῆς ἐδῶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὴν ἀσφάλειάν μας». Τοὺς ἔβαλα κ᾿ ἐγὼ μίαν μικρὴ ὁμιλίαν, τοὺς εἶπα πολλά, ὄτι· «Ἡ ἀρετὴ κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς καὶ ἡ φρονιμάδα κάνουν τὴν πατρίδα νὰ ὑπάρξη καὶ νὰ εὐτυχήση. Ἡ κακία καὶ ἡ ῾διοτέλεια χάνουν τὴν πατρίδα· καὶ τὴν χάνουν καὶ ζημιώνονται ὅσοι μένουν ζωντανοί. Τὸ λοιπὸν φωνάζετε ἐμένα νὰ σταθῶ εἰς τὴν εὐταξίαν σας; Ἂν ἔχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια, θὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ ἔργα σας καὶ θὰ σᾶς φωτίση εἰς τὸ καλὸ καὶ θὰ σᾶς σώση, αὐτὸς ὁποῦ σας ἔσωσε ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, αὐτὸς ὁποῦ σας ἀνάστησε καὶ κάμετε τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου· κ᾿ ἐπιστάτησε μόνος του τόσους μῆνες καὶ δὲν μάτωσε μύτη σὲ ὅλο τὸ Κράτος. Παρακαλέστε τὸν Θεὸν καὶ τώρα νὰ κάμη τὸ ἔλεός του ῾σ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ φέρη καὶ τώρα τὴν εὐλογίαν του. Ἐγὼ ἕνα μπαστούνι ἔχω εἰς τὸ χέρι μου – ἂν ἡ ἀφεντειά σας δὲν ἔχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοιαν, τί νὰ σᾶς κάμω κ᾿ ἐγώ;» Μοῦ λένε γενικῶς μὲ μίαν φωνή· «Ὅ,τι μας εἰπῆς ἐσὺ ὅλοι θ᾿ ἀκολουθήσωμεν! – Κ᾿ ἐγὼ ἄν σας ἀπατήσω, ἂς δώσω λόγον εἰς τὸν Θεόν! Ἐγὼ δὲν γνωρίζω φατρίες καὶ νὰ μὲ θεωρῆ ἄλλος φίλο του κι᾿ ἄλλος ὀχτρό. Γενικῶς ὅλους σας σᾶς θεωρῶ ἀδελφούς, ὅτι μὲ διορίζετε ὅλοι καὶ πρέπει νὰ μὴν εἶμαι ἀναντίος κανενού. Καὶ νὰ δίνετε τοὺς ψήφους σας ἐλεύτερους, ὅθεν θελήση κάθε ἕνας. Ἐμένα (καθὼς εἶχα μιλήση) μή μου δίνετε». Μείναμεν σύνφωνοι ῾σ αὐτό. Πῆρα πολίτες καὶ τὸν Γιάννη Κώστα μὲ καμπόσους ἀξιωματικούς. ῾Στὴν ἴδια στιμή μου στέλνει καὶ ἡ Μεγαλειότης του ὅτι νὰ βαστήξω τὴν ἡσυχίαν· καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τὸ γκρέμισα καὶ ἤφερα τὸν Κωλέτη νὰ κάμη ὑπουργεῖον.<br />
Ἄρχισε ἡ ψηφοφορία μὲ τὴν μεγαλύτερη ῾λικρίνειαν καὶ φόβον τοῦ Θεοῦ, καθὼς πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μεταλάβουν. Τὸ παλιὸ ὑπουργεῖον δὲν ἔπεσε ἀκόμα, ῾νεργούσε ὅσο ὁ Κωλέτης νὰ μιλήση μ᾿ ἀνθρώπους νὰ κάμη ὑπουργεῖον. Ξακολούθησε ἡ ψηφοφορία ὡς τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ μεσημέρι μ᾿ αὐτείνη τὴν ἡσυχίαν. Τότε στέλνει τὸ παλιὸ ὑπουργεῖον τὸν μοίραρχο τῆς πρωτεύουσας – σύντροφος αὐτεινῶν – καὶ τὸν Καλλέργη καὶ κάνουν ἐπέβασιν· κι᾿ ἀνακάτωσαν ὅλους τους ἀνθρώπους. Οἱ πολίτες ρίχτηκαν ἀπάνου τους καὶ τοὺς καταδιάλυσαν· καὶ γύρευαν νὰ κομματιάσουν καὶ τὸν μοίραρχον. Τότε ἔπεσα ἐγὼ εἰς τὸν λαὸν καὶ τοὺς πῆρα τὸν μοίραρχον καὶ τὸν ἔβαλα εἰς τὴν ἐκκλησία καὶ τὸν ἔσωσα. Τότε αὐτός, ὁ ἀφιλότιμος ἄνθρωπος, βγαίνει ἀπὸ τὴν πίσου πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ πάγει εἰς τὸν στρατώνα, ὁποῦ ῾ναι πλησίον τῆς ἐκκλησίας, καὶ παίρνει δύναμιν κ᾿ ἔρχεται ἄξαφνα καὶ φωνάζει· «Πῦρ!» Καὶ ρίχνουν μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους· καὶ σκότωσαν δυὸ τρεῖς. Τότε ὁρμοῦν ὁ λαὸς κι᾿ ἀνακατώθηκαν μὲ τοὺς χωροφύλακες. Ρίχνονται καὶ πεντέξι χωροφύλακες ἀπάνου μου μὲ τῆς μπαγυοννέτες. Ἐγὼ τήραγα νὰ ἡσυχάσω τὸν λαόν, κι᾿ αὐτεῖνοι ἄξαφνά μου ρίχτηκαν νὰ μὲ σκοτώσουνε. Κόντεψαν νὰ μὲ τρυπήσουνε σὰν μπακακάκι – ὁ Θεὸς μὲ γλύτωσε. Βλέποντας αὐτὸ ὁ λαός, τοὺς πιάσαν καὶ γύρευαν νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ἔπεσα, ἂν καὶ χτυπημένος ῾στ᾿ ἀχαμνὰ ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς χωροφύλακες, καὶ περικάλεσα τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οἱ δήμιοί της Κυβερνήσεως. Μοῦ φεύγει κι᾿ ὁ Γιάννη Κώστας· ῾σ ἐκεῖνον τὸν θόρυβο τὸν πῆραν οἱ ἄνθρωποί του ὀμπρὸς νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν κίντυνον. Ἐγὼ ἤμουν τυλιμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἤξερα τί γίνεταν. Τότε εἶδες μίαν ὁρμὴ τοῦ λαοῦ ἀναντίον τῆς ἐξουσίας! Ἔβγαλαν ξύλα, πέτρες ἀπὸ τ᾿ ἀργαστήρια καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρός. Τότε ἔρχονται ἀναντίον μου μὲ δόλο ἄνθρωποι ἀγορασμένοι μὲ τὰ μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα εἰς τὸν λαόν, ὁποῦ ἤμουν τυλιμένος νὰ τοὺς ἡσυχάζω, νὰ μὲ δολοφονήσουνε. Ἐκεῖ ὁποῦ θέλησε νὰ μὲ βαρέση ἕνας, τὸν εἶδαν ἄνθρωποι καὶ τὸν σκότωσαν. Τότε ὁ λαὸς φωνάζει νὰ πᾶνε νὰ πάρουν τὰ ὄπλα τοὺς νὰ σκοτώσουν τοὺς αἴτιους, Μαυροκορδᾶτο καὶ συντροφιά. Μὲ δάκρυα περικαλῶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν κάνουν αὐτὸ τὸ κίνημα, ὅτι χάνεται ἡ πατρίδα, θὰ γένη ξένη ἐπέβαση. Ὁ λαὸς ἀναμμένος δὲν κόβει τὴν θέλησίν του. Τοὺς βάνω ἕνα λόγο καὶ ν᾿ ἀκολουθήσουν ὅλοι μαζί μου. Τράβησα ἐγὼ ὀμπρός, διὰ νὰ τοὺς ἡσυχάσω ἀπὸ τὴν ὁρμή τους, καὶ τοὺς παίρνω κ᾿ ἔρχομαι εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ἀνοίγω τὰ βαρέλια μὲ τὸ κρασὶ καὶ τοὺς λέγω νὰ πιοῦν. Ἀφοῦ κάναμεν αὐτό, ἔστειλα εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ βγῇ νὰ ῾συχάσῃ τὸν λαόν.<br />
Ἀφοῦ ξεθύμαναν οἱ ἄνθρωποι, τοὺς πῆρα καὶ κατεβήκαμεν πίσου εἰς τὴν ἐκκλησία (ὅτ᾿ ἦταν ἄνθρωποι μέσα κλεισμένοι, ὁποῦ φύλαγαν τὴν ῾πιτροπὴ καὶ τὶς κάλπες). Ἐκεῖ ἦρθε καὶ ἡ Μεγαλειότης του μὲ τοὺς ῾πασπιστάς του. Μὲ ρώτησε πὼς ἔγινε τὸ πράμα καὶ τοῦ ξηγήθηκα ὅλα τὰ τρέχοντα. Τότε μου εἶπε νὰ βαστήξω τὴν εὐταξία καὶ νὰ διοριστῆ μία ῾πιτροπὴ νὰ πάγη εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παιδευτοῦνε οἱ αἴτιοι. Τοῦ κάμαμεν τὸ «ζήτω» κ᾿ ἔφυγε. Εἶχε κι᾿ ὁ Καλλέργης κονάκι ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ ῾νεργάγῃ νὰ γένωνται οἱ ἐκλογὲς ὑπὲρ αὐτῶν. Θέλησε νὰ βγῇ εἰς τὸ μπαλκόνι, τὸν εἶδε ὁ κόσμος, ρίχτηκαν νὰ μποῦνε μέσα. Τρόμαξα νὰ τοὺς ἡσυχάσω· καὶ τοῦ ἔκαμαν τὸ ...7 καὶ τόσες αἰσχρὲς βρισές. Ὅτι χτύπησε τοὺς πολίτες μ᾿ ἀπιστιά, ὅταν τοὺς ῾ρέθισαν οἱ ἴδιοι αὐτεῖνοι καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι, καὶ ὕστερα τοὺς χτύπησαν μ᾿ ἀπιστιὰ καὶ πάθαν τόσοι ἄνθρωποι ἀδίκως.<br />
Νύχτωσε. Ἔκλεισα τῆς κάλπες, ἔβαλα κι᾿ ἀνθρώπους. Μίλησα τῶν ἀνθρώπων αὔριο τὴν αὐγὴ νὰ συναχτοῦνε νὰ τηράξωμεν τὴν ψηφοφορία καὶ νὰ κάμωμεν καὶ τὴν ῾πιτροπή νὰ πάγη εἰς τὸν βασιλέα. Ξημέρωσε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα. Πῆγα κάτου εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἄνοιξαν οἱ κάλπες. Τότε λέγω ὅλων τῶν ἀνθρώπων· «Διορίστε τὴν ῾πιτροπή ὅποιους θέλετε κι᾿ ὅσους νὰ πᾶνε εἰς τὸν Βασιλέα». Μοῦ λέγει ὁ λαός· «Νὰ τοὺς διορίσης ἐσὺ ὅποιους θελήσης· δώδεκα ἀνθρώπους θέλομεν μ᾿ ἐσένα». Διόρισα ἕξι ἀπὸ τὸ ἕνα κόμμα κι᾿ ἕξι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι θέλησαν συνφώνως ἐμένα μόνον νὰ πάγω εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ πάρω τὴν εὐκαρίστησιν ἀπ᾿ ὅλον τὸν λαὸν διὰ τὴν παρουσίαν του, ὁποῦ τοὺς τίμησε· καὶ διὰ ὅσα ἔγιναν ἂς βάλη τὴν δικαιοσύνην του. Πῆγα εἰς τὴν Μεγαλειότη του, τοῦ εἶπα αὐτά. Μοῦ εἶπε τῆς εὐκαρίστησες τῆς μεγάλες ὁποῦ ῾χει ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους τοῦ ὅλους καὶ νὰ εἰπῶ ὅτι διορίστη ὁ Κωλέτης πρωτοϋπουργὸς κι᾿ ὁ Μεταξᾶς τῆς Οἰκονομίας κι᾿ ὁ Τζαβέλας τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ μπαίνουν καὶ οἱ ἄλλοι. Πῆγα εἶπα εἰς τὸν λαὸν ὅλα αὐτὰ κ᾿ εὐκαριστήθη. Κι᾿ ἀκολούθησε τὴν ψηφοφορία. Τελείωσε ἡ ἡμέρα αὐτείνη τῆς ψηφοφορίας, κλείσαμεν τῆς κάλπες. Πῆγα τὸ βράδυ εἰς τὸν Κωλέτη, τὸν νέον μου φίλον, νὰ τὸν συχαριαστῶ ὁποῦ ἄνθισαν οἱ λόγοι μου διὰ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ τὸν εὐκήθηκα, σηκώθηκα νὰ φύγω ὅτ᾿ ἤμουν ἀστενής. Ἐκεῖ ὁποῦ κατέβαινα, εἰς τὸν κάτου πάτο, τήραξα διὰ τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ ῾χα μαζί μου νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦνε· τηράγω δι᾿ αὐτοὺς καὶ βρίσκω μέσα τὸν Γενοβέλη μοίραρχον, ὁποῦ ῾φερε ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ εἰς τὴν πρωτεύουσα. Δὲν τοῦ μίλησα τίποτας. Ηὔρα τοὺς ἀνθρώπους ἔξω ῾στὴν πόρτα καὶ πήγαμεν εἰς τὸ σπίτι. Τὸν Γενοβέλη τὸν ζήταγε ὁ λαὸς μὲ τὸ κερὶ νὰ τὸν κομματιάση, κι᾿ ὁ νέος πρωτοϋπουργὸς τὸν φύλαγε εἰς τὸ σπίτι του. Τότε κάνω τὸν κουτὸ καὶ μὲ τὸν νέον φίλον μου, ὅτι δὲν ξέρω τίποτα – κι᾿ ἂν μιλοῦσα χανόμουν, ὅτι θὰ ῾λεγαν ὅτι κι᾿ ὄντως ἐγὼ εἶμαι τὸ σκάνταλο σὲ ὅλα αὐτὰ κι᾿ ἀνακατώνω τὸν κόσμον.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Παρελείφθη λέξις τις ὑπὸ τοῦ συγγραφέως.<br />
2. Κοντὰ ἑφτὰ μῆνες καὶ περισσότερον ὁποῦ τελειώσαμεν τὸ Σύνταμα, καὶ χωρὶς νὰ εἴχαμεν κυβέρνηση καὶ μὲ τόσες ἀντενέργειες καὶ φατρίες καὶ ξένους σκοποὺς καὶ τῶν δικῶ μας, μύτη δὲν μάτωσε κανενού, κόττα δὲν κλέφτηκε, ἄνθρωπος δὲν διατιμήθη εἰς ὅλο τὸ Κράτος. Τηρᾶτε τῆς ἐποχῆς τοὺς τύπους, μ᾿ ὅλον ὁποῦ εἶναι καὶ κομματιασμένες κι᾿ αὐτές, καὶ φαίνεται ἡ ἀλήθεια. Τότε κυβερνοῦσε ὁ ἴδιος Θεός, ὅτι εἶδε τοὺς ἄνθρωπους εἰς μετάνοιαν κι᾿ ἀποσταμένους ἀπὸ τὴν κακία καὶ γύρισαν ὀπίσου εἰς τὸν Θεὸν κ᾿ ἔπεσαν εἰς μετάνοια. Τότε κι᾿ αὐτὸς ἔκαμεν τὸ ἔλεός του κ᾿ ἔδωσε τὴν ὁμόνοια σὲ ὅλο τὸ Κράτος.<br />
3. Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, οὔτε δόξες θέλω, οὔτε τῆς ζητῶ – οὔτε μου δίνουν. Καὶ διὰ ῾κεῖνο τραβήχτηκα καὶ σκαλίζω τὸν κῆπο μου ὅταν εἶναι γερός, εἰδὲ φυλάγω τὸ στρῶμα μου. Τοῦ ἀναθέματος νὰ εἶμαι ἂν ἔχω ῾διοτέλεια διὰ ὅσους μιλῶ ἐδῶ μέσα. Ἡ πατρίδα, ἡ θρησκεία, ἡ ἠθικὴ εἰς τὴν κοινωνία εἶναι τὸ πλέον ἀγαπημένον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν τίμιον. Εἰς αὐτείνη τὴν κοινωνία θὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου καὶ δὲν μοῦ μένει ἐλπίδα καὶ φωνάζω. Καὶ δι᾿ αὐτὸ γράφω ἀπελέκητα γράμματα, ὄχι ὅμως νὰ λείπη ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀλήθεια.<br />
4. Τρελλάθηκαν καὶ οἱ γερόντοι μὲ τῆς θεατρίνες κ᾿ ἔχασαν τὰ μυαλά τους καὶ δανείζονται καὶ πλερώνουν· καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ μαθηταὶ οἱ περισσότεροι πουλοῦνε τὰ βιβλία τους καὶ μένουν χωρὶς βιβλία· καὶ γίνηκαν καὶ θὰ γένουν κι᾿ αὐτεῖνοι θεατρίνοι. Γίνηκε καὶ τοῦ Ἀναστάση Λιδορίκη τὸ παιδὶ θεατρίνος. Σὰν πάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του, εἰς τὸ Λιδορίκι, ἂς σπουδάξῃ καὶ τοὺς πατριῶτες του τὰ φῶτα. Οἱ γονέοι τους τρῶνε ψωμὶ καὶ κρεμμύδι καὶ τοὺς δίνουν τὰ ἔξοδα νὰ ῾ρθουν εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ μάθουν γράμματα εἰς τὸ Γυμνάσιον καὶ τὸ Πανεπιστήμιον, κ᾿ ἔρχονται κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν Ἑλλάδα κι᾿ ἀπόξω διὰ νὰ προκόψουν κι᾿ αὐτὰ τέτοια προκοπὴ λαβαίνουν.<br />
5. Μὲ κατηγοράγει συνχρόνως ὁ πειρατὴς τῆς Γραμπούσας Ἀντωνιάδης, ἡ ξένη κρεατούρα, ὅτι καὶ τὰ κάδρα ὁποῦ ἔφκειασα δὲν ἔχουν ἔννοια, ὅτ᾿ εἶμαι ἀγράμματος<br />
6. Εἶχα ἕναν σύντροφο εἰς τὸ σπίτι μου, γενναῖον παληκάρι· τὸν πῆρε αὐτὸς μίαν ἡμέρα εἰς τὸ σπίτι του νὰ τὸν τρατάρῃ καὶ τὸν φαρμάκωσε. Τὸ καλὸ ἦταν ὁποῦ ξέρασε πολὺ καὶ οἱ γιατροὶ τὸν πρόφτασαν. Κ᾿ ἔκαμε τόσον καιρὸ ἀστενής. Τότε ὁ σύντροφος τοῦ Βαλλιάνου Φιλήμονας βάνει εἰς τὸν τύπον του τόσα ἀναντίον μου – ὅτι δὲν ἄφησα τοὺς ἀνθρώπους νὰ πᾶνε νὰ χαθοῦν καὶ νὰ κιντυνέψῃ καὶ ἡ πατρίδα! Ὁρίστε πατριωτισμὸν ἀπὸ πατριῶτες!<br />
7. Μιὰ λέξη δυσανάγνωστη, ἴσως γιούχα.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-54427025989450441742011-03-25T12:32:00.001-07:002011-10-25T12:20:17.940-07:00Βιβλίον Δ'. 1843-1851. κεφ. 1<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἔναρξις τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Ἀθήναις Α´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Ξενικαὶ ραδιουργίαι ἐν τῇ Συνελεύσει. - Ἀντίδρασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ψευδὴς φήμη κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Λόγος αὐτοῦ ἐν τῇ Συνελεύσει. - Διάψευσις τῆς φήμης. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ματαίωσις αὐτῆς. - Κομματικαὶ διαιρέσεις ἐν τῇ Συνελεύσει. - Αὐτόχθονες καὶ ἑτερόχθονες. - Συζήτησις περὶ θρησκείας. - Ὁ Δημήτριος Καλλέργης φρούραρχος τῆς Συνελεύσεως. - Ἐκλογὴ τεσσάρων ἀντιπροέδρων, - Συζήτησις περὶ μιᾶς ἢ δυὸ Βουλῶν. - Διαγωγὴ τῆς φρουρᾶς τῆς Συνελεύσεως. - Ἐρεθισμὸς τῶν πνευμάτων. - Παρέμβασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμφιλίωσις τῶν ἀντιφερομένων. - Διαφέρουσα συνέντευξις τοῦ Κωλέτη μετὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Τὰ πρὸ τῆς παραιτήσεως τοῦ Μεταξᾶ. - Σπουδαία συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Βασιλέως. - Γνώμη αὐτοῦ περὶ ἀνάγκης μεταβολῶν ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Συντάγματος. - Ἀντιρρήσεις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ματαίωσις τοῦ πράγματος. - Τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνελεύσεως. - Ὁ Μακρυγιάννης προβιβάζεται ὑποστράτηγος.</i><br />
<hr />
Ἄνοιξε ἡ Συνέλεψη κι᾿ ἄρχισε τῆς ἐργασίες της. Ὅλοι οἱ Πρέσβες μέσα ὁ Λάγυνης μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρεσβείας του, ὁ Πισκατόρης, ὁ Πρόκενς τῆς Ἀούστριας καὶ οἱ ἄλλοι μὲ τοὺς ὀπαδούς τους. ῾Ρεθίζουν αὐτοὶ τοὺς πληρεξουσίους καὶ δὲν τοὺς ἀφίνουν ἤσυχους· καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴν Συνέλεψη τοὺς ἔχουν ἕτοιμον τὸ τραπέζι, τὸ βράδυ, λαμπρό, καὶ σιαμπάνιες κι᾿ ἄλλα πιοτά. Εἶναι ἀλήθεια, τῆς Ρουσσίας ὁ πρέσβυς ἢ ἄλλος ἀπὸ τὴν ρούσσικη πρεσβεία δὲν ζύγωσε εἰς τὴν Συνέλεψη ὅσο ὁποῦ διαλύθη. Ἀφοῦ μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρὰ πράματα εἰς τὴν Συνέλεψη, ἔλεπες ἀπὸ αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοὺς πολλοὶ φέρναν τὴν Συνέλεψη ἄνου κάτου. Τότε μιλῶ μὲ τὸν Κριτζώτη, μὲ τὸν Γρίβα, μὲ τὸν Ἴσκο κι᾿ ἄλλους, τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἂν θέλωμεν νὰ κάμωμεν νόμους στέρεους διὰ τὴν πατρίδα μας καὶ μὲ ἡσυχία, πρῶτο νὰ εἰποῦμε τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Πολέμου νὰ μὴν κάμη καμμιὰ βαθμολογία ὅσο νὰ τελειώση ἡ Συνέλεψη. Τότε νὰ διοριστῆ μία ἐπιτροπὴ νὰ δικιώση τοὺς ἀνθρώπους, ἐκείνους ὁποῦ τοὺς ἀνήκει. Τώρα νὰ μείνη, νὰ μὴν πέσουμε σὲ διχόνοια καὶ φατριαστούμεν· καὶ δὲν θὰ γένουν κι᾿ ἄνθρωποι τοῦ Ἀγώνος· θὰ βάλη ὁ καθεὶς τοὺς κόλακάς του καὶ θὰ κάμωμεν ὅ,τι κάμαμεν ὡς τώρα· καὶ θὰ διαιρεθοῦμεν. Πρῶτο νὰ κάμωμεν αὐτό. Δεύτερον, νὰ σᾶς εἰπὼ· ὁ Καλλέργης τὸν διόρισε ἡ Κυβέρνηση ἀρχηγὸν ὅλων τῶν στρατεμάτων τῆς πρωτεύουσας. Ἐμεῖς νὰ κάμωμεν μίαν φρουρὰ τῆς Συνελέψεως ἀπὸ τὴν Ρούμελη, ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ἀπὸ τὴν Σπάρτη, ἀπὸ τὰ νησιά· νὰ εἶναι πολίτες καὶ στρατιωτικοὶ χίλιοι, δυὸ χιλιάδες, νὰ γένη μία δύναμη ἐθνικὴ κι᾿ ἀνεξάρτητη, νὰ μὴν ῾πηρεάζεται ἡ Συνέλεψη ἀπὸ καμμιὰ φατρία, οὔτε ἀπὸ ντόπιους, οὔτε ἀπὸ ξένους. Καὶ μὴ στοχάζεστε ὅτι θέλω νὰ μπῶ ἀρχηγός· βάλτε ὅποιον θέλετε. Ἐγὼ εἶμαι σύνφωνος καὶ τὸν βοηθάγω καὶ μ᾿ Ἀθηναίους, ἂν θελήση. Ὅμως αὐτὸ νὰ γένη, ὅτι εἶναι πολὺ ἀναγκαῖον νὰ εἶναι δυναμωμένη ἡ Συνέλεψη. Δὲν θέλησε κανένας ν᾿ ἀκούση τίποτας ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ τοὺς εἶπα. Τὸ ῾μαθε ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου κ᾿ ἔστειλε καὶ μὲ φώναξε καὶ μοῦ εἶπε αὐτὰ νὰ μὴ ματᾶ τὰ εἰπῶ καὶ ῾ρεθίζονται οἱ πληρεξούσιοι. Ἄρχισε τῆς βαθμολογίες καὶ δὲν ἄφησε κανέναν παραλυμένον ὁποῦ νὰ μὴν τὸν βαθμολογήση ἀπὸ τοὺς φίλους του κι᾿ αὐτεινῶν, ὁποῦ τοὺς μιλοῦσα πατριωτικά. Τότε ἄρχισαν οἱ διχόνοιες. Τότες, σὰν εἶδαν ὁποῦ τοὺς ἔλεγα αὐτὰ διὰ νὰ κάμωμεν πατριωτικὰ πράματα, καμπόσοι ἀπὸ αὐτούς, κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς σύνφωνος, ἤθελαν νὰ κάμουν ταραχὲς κι᾿ ἀναρχίες εἰς τὴν πρωτεύουσα. Ὁ κόσμος ὅλος μ᾿ ὑπολήπτετον, μ᾿ ἀγαποῦσαν, ὅτι τοὺς μιλοῦσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἤθελα τὴν ἀσφάλειά τους καὶ χάλαγα τὰ σκέδια ἐκεινῶν καὶ τὴν κακή τους θέληση. Τότε αὐτεῖνοι, διὰ νὰ μὲ κατηγορήσουνε εἰς τὸ κοινό, βάνουν εἰς τὸν τύπο ὅτι ὁ Μακρυγιάννης πῆρε εἰκοσιπέντε χιλιάδες δραχμές, ὁ Μακρυγιάννης πῆρε ἕνα κάρρο χρήματα ἀσημένιες ταμπακέλλες, ἀπὸ τοὺς ξένους. Βλέπω αὐτά, μιλῶ εἰς τὴν Συνέλεψη ὁ ῾σαγγελέας νὰ πιάση τὸν τυπογράφο νὰ ἰδοῦμεν ποιὸς μὸ ῾δωσε αὐτὰ τὰ πλούτη. Μίλησαν τοῦ ῾σαγγελέως – κι᾿ αὐτὸς σύντροφος αὐτεινῶν. Ἔβαλαν εἰς τὸν τύπο ὅτ᾿ ἦταν ψέματα ὅλα. Πῆγα εἰς τὴν Μεγαλειότη τοῦ τὸν Βασιλέα μας. Μοῦ εἶπε ὄτι· «Εἶχες ἕναν ὅρκο μὲ ὑπογραφές; – Εἶχα, τοῦ λέγω. – Νὰ μοῦ τὸν δώσης νὰ ἰδῶ τοὺς ἀνθρώπους. – Τί τοὺς θέλεις νὰ τοὺς ἰδῆς; – Νὰ τοὺς ξέρω, νὰ τοὺς βάλω εἰς ῾πηρεσία. – Δὲν τὸν δίνω τὸν ὅρκον. Ἐκεῖνοι ὁποῦ μὲ μπιστεύτηκαν καὶ μὸ ῾δωσαν τὴν ὑπογραφὴ τοὺς ἤξεραν ὅτι δὲν θὰ τῆς δώσω ἀλλουνοῦ – τότε εἶμαι ἄτιμος ἄνθρωπος». Κ᾿ ἔφυγα.<br />
Ἀφοῦ οἱ ξένοι κι᾿ ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοὺς μάθαν ὁποῦ ὀργάνιζα τόσα χρόνια τὸ Κράτος κι᾿ ὅρκιζα τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔδενα μὲ ὑπογραφές, τοὺς κακοφάνη πολὺ – διατὶ δὲν βάργα τὰ τούμπανα νὰ τὸ μάθουν, νὰ μὲ βάλουν εἰς τὴν τζελατίνα! Ἔμεινε μυστικὸν καὶ τὸ ἀνασπάστηκαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ δὲν ἔμεινε καμμιὰ ἐπαρχία, ὅτι σὲ ὅλες ἦταν ἄνθρωποι ὁρκισμένοι· κι᾿ ἔγεινε μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ – καὶ δι᾿ αὐτὸ πικραίνεται τώρα ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του, ὅτι δὲν ἦταν σὰν τὸ δικό του σύνταμα, νὰ χυθοῦν τόσα αἵματα καὶ ν᾿ ἀφανιστοῦν οἱ κάτοικοι. Καὶ βαίνουν τώρα εἰς τὸν τύπον ὅτι ἀγοράστηκα μὲ κάρρα γιομάτα χρήματα, ὁποῦ δὲν τά ῾χει κι᾿ ὁ Βασιλέας τόσα χρήματα· καὶ ἂν ξέρω παρόμοιον, τοῦ Θεοῦ ψυχῆ νὰ μὴ δώσω. Νὰ γένω προδότης τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου, ὁποῦ ἀφάνισα τὸ σπίτι μου κι᾿ ἄφησα δυστυχισμένα τὰ παιδιά μου τόσα χρόνια – καὶ θὰ γένω προδότης τώρα καὶ πουλημένος!<br />
Ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ μοῦ κάμουν τίποτας μ᾿ αὐτά, σκεδιάζουν νὰ γένη μία ὀχλαγωγία τὴν νύχτα καὶ νὰ πάγω ἐγὼ νὰ τὴν σβέσω, νὰ μὲ δολοφονήσουν. Μίαν ἡμέρα ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λέγει· «Θέλω κάτι θὰ σοῦ εἰπῶ· ὁρκίσου νὰ μὴ μὲ προδώσῃς καὶ χάνομαι». Ὁρκίστηκα. Μοῦ λέγει· «Εἶσαι τίμιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ χαθῆς. Τοῦτες τῆς ἡμέρες θὰ γένη μία ὀχλαγωγία, θὰ γένη τὴν νύχτα· καὶ θὰ πᾶς νὰ τὴν ἡσυχάσῃς· καὶ εἴμαστε πέντε πλερωμένοι νὰ σὲ δολοφονήσωμεν. Εἶμαι κ᾿ ἕνας ἐγώ. Οὔτε τοὺς ἀνθρώπους σου προδίνω, οὔτε ἐκείνους ὁποῦ μας βάλαν. Τοῦτον μόνον σου λέγω· ἂν γένη νύχτα εἴτε καὶ ἡμέρα, νὰ μὴν πᾶς, ὅτι θὰ χαθῆς, καὶ μοῦ κακοφαίνεται». Ἐγὼ τὸ πῆρα ὡς παραμύθι. Σὲ ἕξι ἡμέρες ῾νεργούνε τοῦ Ράλλη, τοῦ πρωτοϋπουργοῦ περὶ τῆς μεταβολῆς, καὶ τοῦ κάνουν μπλόκο· μαζώχτη ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοῦ ἀφάνισαν τὸ σπίτι ἀπόξω πετάγοντας πέτρες τὴν νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν νὰ πάγω νὰ σβέσω τὸ κακό. Δὲν πῆγα. Μοῦ παράγγειλαν πολλὲς φορές, δὲν πῆγα. Λυπήθηκα τὸν ἄνθρωπον κι᾿ ἔστειλα τὸν Γιάννη Κώστα, καὶ τὸν ἔσωσε. Καὶ τὸν ἔχω φίλο ὡς σήμερα.<br />
Οἱ μεγάλοι μας οἱ πολιτικοὶ δὲν ἐπιθυμοῦν ποτὲς τὴν ἡσυχίαν, κι᾿ ὅλο πατριωτισμὸν μὲ τὰ χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εἰς τὴν Συνέλεψη νὰ κομματιάσουνε τὸ Ἔθνος. Τὸ ῾καμαν αὐτόχτονας κι᾿ ἐτερόχτονας. Καὶ μία διχόνοια, ὁποῦ τηράγει ὁ ἕνας χριστιανὸς τὸν ἄλλον, οἱ μέσα μὲ τοὺς ἔξω, ὡς Τούρκους ὅταν τοὺς πολεμούσαμεν. Αὐτὰ ἦταν ἔργα τοῦ κυρίου Κωλέτη καὶ τῶν ἀλλουνῶν – συνοημένοι καὶ μὲ τὸν Παλαμήδη καὶ μ᾿ ἄλλους. Ἦταν αὐτὰ σκέδια τῶν ξένων διὰ νὰ μᾶς λευτερώσουνε, καὶ καταξοχὴ τῶν εὐεργέτων μας Ἄγγλων· εἶχαν τόσα στρατέματα εἰς τοὺς Κορφοὺς ἕτοιμα καὶ γύρευαν ὅλο τοιοῦτες διαίρεσες, νὰ πιαστοῦμεν ἀναμεταξύ μας, νὰ ῾ρθουν νὰ μᾶς λευτερώσουν μὲ τὰ στρατέματά τους κι᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν Βασιλέα. Κι᾿ ἄλλα λένε ἐκεινοῦ, ἄλλα ἐμάς· καὶ μὲ τὴν παραμικρὴ τρέλλα ἀναμεταξὺ τοὺς νὰ κάμουν ἀπόβαση. Ἐνήργησαν πρῶτα μὲ τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας – ἐκόπηκαν ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων· τοῦ κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν πανψηφεῖ. Καὶ φαρμακώθηκαν ὅλοι. Ὁ Καλλέργης, ὁποῦ ἦταν ἀρχηγὸς εἰς τὰ πάντα μὲ τὴν συντρομὴ τῶν Πρέσβεων – πῆρε καὶ καμμιὰ ὀγδοηνταριὰ χιλιάδες δραχμὲς ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση – γύρισε μὲ τοὺς ξένους κι᾿ ἀστόχησε τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου. Γύρισε αὐτὸς κι᾿ ὁ Λόντος κι᾿ ἄλλοι. Συχνὲς συναστροφὲς καὶ τραπέζια. Θέλουν νὰ τὸν βάλουν καὶ φρούραρχον τῆς Συνέλεψης – καὶ διὰ νὰ ῾πιτύχουν αὐτὸ ἀφανίστηκαν εἰς τὰ τραπέζια οἱ Πρέσβες κάνοντας τῶν πληρεξουσίων. Μίαν ἡμέρα ὁ φίλος του Καλλέργη καὶ τῶν Πρέσβεων ὁ Πετζάλης, πληρεξούσιος ἀπὸ τὴν Χαλκίδα, σύντροφος τοῦ Κριτζώτη, κάνει ἕναν λόγον εἰς τὸ βῆμα καὶ προτείνει ὅτι ὅποια συζήτηση εἶναι εἰς τὴν Συνέλεψη διὰ τὰ πράματα τὰ γενικὰ νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ψηφοφορία· εἰς τὰ προσωπικὰ ζητήματα νὰ εἶναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν ὅλοι τὴν πρότασή του. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πάλε κάνει ἕναν λόγον κι᾿ ἐγκωμιάζει τὸν Καλλέργη διὰ τῆς ἀρετές του καὶ τῆς ῾πηρεσίες τοῦ πρὸς τὴν πατρίδα, καὶ δι᾿ αὐτὰ ὅλα νὰ τὸν διορίσουνε φρούραρχον τῆς Συνελέψεως. Παραδέχτη κι᾿ ἔγινε. Ὁ Γρίβας, ὁ Κριτζώτης καὶ οἱ ἄλλοι στρατιωτικοὶ κολακεύονταν ἀπὸ τὸν Καλλέργη καὶ ἦταν ἀναντίοι ἐμένα. Καὶ διὰ ῾κεῖνο δὲν δέχτη κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ὅσα τοὺς μίλησα διὰ νὰ κάμωμεν φρουρὰ ἐθνικὴ ἀπ᾿ οὖλο τὸ κράτος. Κι᾿ αὐτὸ ἔμαθε ἡ Κυβέρνηση κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργή της.<br />
Ὁ γέρο Πανοῦτζος Νοταρᾶς, ἀξιοσέβαστος ἄνθρωπος, ἦταν Πρόεδρος τῆς Συνελέψεως· καὶ πάντοτες εἰς τῆς Συνέλεψες ἦταν πρόεδρος. Τότε ἦταν νεώτερος κ᾿ ἔκανε αὐτὰ τὰ χρέη· τώρα τὸν φορτώθηκαν τὰ γερατειὰ καὶ δὲν μπορεῖ. Ζητοῦνε αὐτείνη τὴν θέση πολλοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ – κι᾿ ὁ Γρίβας κι᾿ ὁ Κριτζώτης· καὶ θέλουν καὶ τὴν συντρομὴ τοῦ Καλλέργη, ὅτι κι᾿ αὐτεῖνοι βόηθησαν κ᾿ ἔγινε φρούραρχος. Τὴν θέλει τὴν θέσιν τοῦ προέδρου ὁ Κωλέτης, ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Λόντος, ὁ Μεταξάς, ὁ Παλαμήδης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ τοιοῦτοι. Ἐγώ, ὅταν πρωτοσυνάχτηκαν οἱ πληρεξούσιοι ἐδῶ, ἦταν καὶ πολλοὶ ἀπὸ ῾κεῖνους ὁποῦ ῾χα εἰς τὸν ὄρκον· αὐτεινοὺς κι᾿ ἄλλους ὁποῦ τοὺς εἶχα ῾μπιστοσύνη, τοὺς σύναζα καὶ τρώγαμεν εἰς τὸ σπίτι μου· καὶ τοὺς μιλοῦσα πατριωτικὰ καὶ φρόνιμα – «τώρα εἶναι εἰς τὸ χέρι τῶν ἀγαθῶν πατριώτων, νὰ ῾μαστε σύνφωνοι, νὰ κάμωμεν πατριωτικὰ πράματα». Ἔφκειασα κ᾿ ἕναν νέον ὅρκον καὶ τὸν ὑπόγραψαν καμμιὰ εἰκοσιπενταριά· καὶ ἤμαστε σύνφωνοι. Τότε διὰ τὸν πρόεδρον ὅσοι εἶχαν αὐτείνη τὴν ἐπιθυμίαν ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου νὰ τοὺς συντρέξω. Στοχάστηκα, νὰ βγάλωμεν τὸν Πρόεδρο τὸν γέρο Νοταρὰ κι᾿ ἀτιμία κι᾿ ἄδικον· νὰ μείνη, δὲν ἀξίζει. Νὰ μπῆ ἕνας, θὰ φέρωμεν διχόνοιες – νὰ μποῦνε τέσσεροι ἀντιπρόεδροι καὶ οἱ καλύτεροι· κι᾿ ἔχοντας αὐτεῖνοι τὴν φιλία τῶν ξένων, νὰ μὴ γένωνται ἀντενέργειες ἀπὸ αὐτοὺς καὶ διγαίρεσες ἀναμεταξύ μας. Ἔκρινα εὔλογον νὰ μπῆ ὁ Μεταξάς, ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Λόντος κι᾿ ὁ Κωλέτης, δυὸ Σεπτεβριανοὶ καὶ οἱ ἄλλοι δυο· καὶ νὰ μείνη κι᾿ ὁ Πανοῦτζος εἰς τὴν θέση του. Μίλησα μὲ καμπόσους ἀπὸ τοὺς φίλους μου, τοὺς ἄρεσε αὐτό. Σηκώθηκα τὴν αὐγὴ πῆγα εἰς τὸν Πρωτοϋπουργὸ Μεταξά· τοὺς ηὗρα αὐτοὺς ὅλους καταλυπημένους, ὅτι ἔμαθαν αὐτεινῆς τῆς θέσης βήκαν πολλοὶ μουστερῆδες καὶ δὲν θὰ ῾πιτύχη κανένας ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Τοὺς εἶπα τὴν γνώμη μου νὰ γένουν οἱ τέσσεροι καὶ νὰ μείνη κι᾿ ὁ Πανοῦτζος. Κι᾿ ἂν τὸ δέχωνται, νὰ μοῦ δώσουνε καὶ τὸν λόγον τῆς τιμῆς τους ὅτι θὰ ἑνωθοῦν καὶ οἱ τέσσεροι καὶ θὰ τηρᾶνε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος μας κι᾿ ὄχι τὰ ξένα. «Αὐτὸ γένεται, μοῦ εἴπαν· ὅμως δὲν θὰ ῾πιτύχωμεν, ὅτι διαίρεσαν τοὺς πληρεξουσίους ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Γρίβας καὶ οἱ ἄλλοι. – Ἐγὼ τὸ παίρνω ἀπάνου μου, τοὺς εἶπα, καὶ θὰ μιλήσω φανερὰ καὶ θὰ προτείνω τὰ ῾νόματά σας· κ᾿ ἐσεῖς εἰς τὴν Συνέλεψη, ἀφοῦ μιλήσω ἐγὼ πρῶτα, νὰ ὑποσκεθῆτε ὅτ᾿ εἶστε κ᾿ οἱ τέσσεροι μονοιασμένοι». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό, καὶ σηκωθήκαμεν καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Συνέλεψη. Ζήτησα ὁ πρῶτος τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Πρόεδρο καὶ λέγω· «Συναδελφοὶ κύριοι πληρεξούσιοι! Ὁ ἀξιοσέβαστος Πρόεδρος πάντοτες ῾στὸν καιρὸ τῆς ἐπανάστασής μας διὰ τῆς ἀρετὲς τοῦ ἐτιμήθη ἀπὸ τὴν πατρίδα μ᾿ αὐτείνη τὴν θέση τοῦ Προέδρου· ἀλλὰ τότε ἦταν νεώτερος καὶ ὑπόφερνε τοὺς κόπους· τώρα εἶναι πολὺ γέρων καὶ ἡ θέση αὐτείνη θέλει ἐργασία. Διὰ τοῦτο προτείνω νὰ μείνη εἰς τὴν θέση του, ἀλλὰ νὰ γένουν καὶ τέσσεροι ἀντιπροέδροι. Κρίνω εὔλογον – λέγω τὴν γνώμη μου – νὰ μποῦν οἱ κύριοι Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Μεταξᾶς καὶ ὁ Λόντος». Τότε σηκώνεται ὁ Πετζάλης καὶ μ᾿ ἀντιπολεμεῖ· ὅτ᾿ εἶχε νιτερέσιον μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ῾νεργοῦσαν μυστικὴ τὴν ψηφοφορία. Καὶ εἶπε ὅτι αὐτὰ εἶναι πρόσωπα κι᾿ ἀποφασίστη νὰ εἶναι μυστικὴ ἡ ψηφοφορία. Τότε πῆρα τὸν λόγο πίσου καὶ τοῦ ἀντιμίλησα. Εἴπα· «Ὁ κύριος Πετζάλης τὸ ἔκαμε· «δάσκαλε ὁποῦ δίδαχες καὶ νόμον δὲν ἐβάσταγες». Μόνος του ἔκαμε τὸν νόμον καὶ μόνος του τὸν πάτησε. Ἐχτὲς μὲ τὴν πρόταση διὰ τὸν διορισμὸ τοῦ κυρίου Καλλέργη φρουράρχου τῆς Συνελέψεως, ὄνομα προσώπου ἦταν κι᾿ ἐκεῖνο καθὼς ἐτοῦτα. Θὰ τὸν χτυποῦσα ἐχτές, ὅμως νὰ μὴν εἰπῆτε ὅτ᾿ εἶμαι ἀντίζηλός του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Ἔχει ἕνα προτέρημα ὁ Κύριος Πετζάλης, ὅτι εἶναι διπρόσωπος. Ὅποτε εἶναι πατριωτικὰ ζητήματα βγαίνει ἔξω καὶ πίνει τὸ τζιγάρο του· κι᾿ ὅταν εἶναι φατριαστικὰ καὶ συνφέροντά του ἔρχεται καὶ κάνει νόμους – καὶ τοὺς χαλάγει μόνος του, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς φυλάξουν οἱ ἄλλοι». Τότε μίλησαν ὁ Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης καὶ Λόντος πολλὰ διὰ τὴν ἕνωσή τους χάριν τῆς πατρίδος. Πήραμεν τὴν πολυψηφία· καὶ διορίστηκαν καὶ οἱ τέσσεροι· κι᾿ ὁ Πανοῦτζος ἔμεινε εἰς τὴν θέση του. Ὀχτὼ ἡμέρες κάμαν μονοιασμένοι, καὶ ὕστερα πῆρε καθεὶς τὸν δρόμο του καὶ τὴν φατρία του· καὶ κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αὐτὸ λυπήθηκα πολύ. Διὰ νὰ τοὺς ἑνώσω πίσου κάνω ἕνα τραπέζι καὶ τοὺς παίρνω ὅλους καὶ τοὺς πληρεξούσιους ὁποῦ ἦταν μαζί μου. Φάγαμεν· εἰς τὸ τραπέζι ἀπάνου μὲ ἤθελε ὁ καθένας μὲ τὸ μέρος του. Καὶ τοὺς ἄφησα ὅλους· καὶ τοὺς ἔπιασα ὀχτρούς. Καὶ ηὗρα τὸν διάβολό μου.<br />
Ὁ Παλαμήδης, ὁ Κριτζώτης, ὁ Γρίβας, Πετζάλης κι᾿ ἄλλοι προκομμένοι τράβαγαν ἕνα κόμμα· ἤθελαν νὰ γένη μία Βουλή, ὄχι Γερουσία. Κι᾿ αὐτὸ δὲν τὸ ῾καναν μὲ ῾λικρίνεια, ἀλλὰ νὰ γένη ἀναρχία. Εἶχαν καὶ μὲ τὸ μέρος τοὺς ὡς τριάντα ψήφους ἀπάνου κάτου. Πῆγα μίαν ἡμέρα εἰς τὸν Βασιλέα, μὲ ρώτησε τί γνώμη εἶμαι διὰ τῆς Βουλές. Τοῦ εἶπα μία νὰ γένη, ὅτ᾿ εἶναι φτωχὸ τὸ ἔθνος καὶ δὲν ὑποφέρνει ἔξοδα. Μοῦ εἶπε τὰ αἴτια ὁποῦ δὲν μποροῦμεν νὰ κάμωμεν μὲ μία. Εἶχα ρωτήση καὶ γνωστικοὺς κι᾿ ἀδιάφορους ἀνθρώπους καὶ μοῦ εἶπαν κι᾿ αὐτεῖνοι τὰ ἴδια. Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι δὲν τὰ γνωρίζομεν αὐτά. Τότε λέγω τοῦ Βασιλέα ἂν γένουν δυό, παραπάνου ἀπὸ δεκαπέντε γερουσιασταὶ νὰ μὴν γένουν. Ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἔμεινε ὡς τοὺς εἰκοσιέναν τὸ πολύ. Ηὔρα κι᾿ ἄλλους ἀδιάφορους, μίλησα δι᾿ αὐτό, μοῦ εἶπαν εἶναι καλό. Ἔκαμα μίαν ἔκθεσιν, τὴν ἔβαλα εἰς τὸν τύπο καὶ εἶπα τὴν γνώμην μου. Ἔμεινε διὰ τὸ παρὸν αὐτό, ὅτ᾿ ἦταν ἄλλα ζητήματα.<br />
Ἀφοῦ Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνᾶς καὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν λίγους συντρόφους κ᾿ ἐγὼ γγίχτηκα καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, μόνον μὲ τὸ Μεταξᾶ μιλοῦσα καὶ ἤμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλῶ καὶ μὲ τὸν Κριτζώτη κι᾿ ἄλλους νὰ πηγαίνωμεν σύνφωνοι ὅλοι πατριωτικῶς καὶ νὰ μπορέσουμεν νὰ λάβωμεν τὴν πολυψηφία νὰ τράμεν τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Ἦταν ἕνα ζήτημα μία ἡμέρα, μίλησα. Ἐκεῖ πήραμεν ἑκατὸν ὀγδοήντα ψήφους· πήραμεν τὴν πολυψηφία. Ἀκολουθήσαμεν αὐτὸ καμπόσες ἡμέρες, καὶ πάλε αὐτεῖνοι τὸ χάλασαν. Τραβήχτηκα κι᾿ ἀπὸ αὐτούς.<br />
Ἀφοῦ ὁ Καλλέργης ἔλαβε τὴν φρουραρχίαν τῆς Συνέλεψης καὶ οἱ Ἀντιπρόεδροι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν δρόμο τους, καταξοχὴ Μαυροκορδάτος, Λόντος καὶ Κωλέτης – ἦταν παιδιὰ τῶν ξένων καὶ πολὺ κολάκευαν καὶ τὸν Βασιλέα – παράλυσαν τὴν Συνέλεψη. Μπαίναν ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἀκροατήριον, ὁδηγοῦσαν τοὺς πληρεξούσιους καὶ τοὺς κατακομμάτιαζαν. Ἀφοῦ τοὺς ἀνακάτωναν αὐτεῖνοι, μπῆκαν καὶ οἱ ἀξιωματικοί του Καλλέργη κι᾿ ἀρχίσανε νὰ βρίζουν τοὺς πληρεξούσιους καὶ νὰ τοὺς κάνουν φοβερισμοὺς πολλούς. Κάτι θέλησε νὰ κρίνη ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Γρίβας κι᾿ ἄλλοι, ρίχτη ἀπάνου τοὺς ὁ φίλος τους ὁ Καλλέργης κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Πῆγα ἐκεῖ, τρόμαξα νὰ τοὺς ξεχωρίσω· ὅμως πολὺ ἀναμμένοι ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντρόφοι του οἱ ἀξιωματικοί. Ἄλλη φορᾶ διάλυσε ὁ Πρόεδρος τὴν Συνέλεψη καὶ φύγαμεν ὅλοι ἀγαναχτισμένοι. Τὴν ἄλλη ἡμέρα θά ῾χαμεν καυγά. Ἐλέπετε ἕνα θόρυβο – ἀνακατώθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι, ἄλλοι ὑπὲρ κι᾿ ἄλλοι κατά. Τὸ βράδυ ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, περνώντας τὰ μεσάνυχτα, ὅσο νὰ φύγουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ σπίτι μου· κάνα δυὸ ὧρες νὰ φέξη, ἐκεῖ ὁποῦ κοιμώμουν, ἀκούω νὰ μοῦ λένε· «Σήκου, τί κοιμᾶσαι; Ὅτι δὲν εἶστε καλά· κιντυνεύετε!» Ξύπνησα. Εἶπα ἡ ὑποψία μου δίνει αὐτὲς τῆς παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε τὸ ἴδιον. Πάλε κοιμήθηκα. ῾Στὸ τρίτο μου δίνει ἕναν χτύπον, ἔτζι μου ῾ρθε, μοῦ λέγει· «Σήκου!» Τότε σηκώθηκα, φώναξα τὰ παιδιά, τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ ῾χα, τοὺς λέγω· «Ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ νὰ πᾶτε νὰ εἰπῆτε τῶν ῾πιτρόπων τῶν ἐκκλησιῶν νὰ εἰποῦνε τῶν πολιτῶν καθεὶς εἰς τὴν ἐνορία του νὰ μὴν πᾶνε κανένας εἰς τὰ χτήματά τους ἢ ῾σ ἄλλη τους δουλειά· νὰ κάτζουν εἰς τὰ σπίτια τους μὲ τ᾿ ἅρματά τους ὅλοι – νὰ μὴ βγῆ κανένας ἔξω μ᾿ ὅπλα ὅσο νὰ σᾶς μιλήσω ἐγὼ τί νὰ κάμετε». Στέλνω ἄλλους εἰς τοὺς πρωτοσιναφιτζῆδες νὰ μιλήση καθένας εἰς τὸ σινάφι του νὰ μὴν ἀνοίξουν τ᾿ ἀργαστήρια, μόνον τῆς πόρτες· νά ῾χουν τ᾿ ἅρματά τους. Στέλνω ἄλλους εἰς τὸν Γρίβα καὶ ῾σ ἄλλους νὰ συναχτοῦν ξημερώνοντας εἰς τοῦ Κριτζώτη τὸ κονάκι ὅσο νὰ πάγω κ᾿ ἐγώ. Πῆγαν οἱ ἄνθρωποι παντοῦ καὶ μίλησαν· κι᾿ ἀκολούθησαν ὅ,τι τοὺς παράγγειλα.<br />
Τὴν αὐγὴ πῆγα ῾στοῦ Κριτζώτη· συνάχτηκαν ὅλοι. Ἄρχισε ὁ Γρίβας μὲ τὸν Κριτζώτη νὰ μοῦ μιλοῦν ἀναντίον τοῦ Καλλέργη κι᾿ ἀξιωματικῶν του. Τότε τοὺς λέγω· «Τί σας εἶπα ἐγὼ διὰ νὰ μὴν πάθωμεν αὐτά; Σᾶς εἶπα νὰ κάμωμεν τὴν φρουρὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ νὰ βάλετε ὅποιον θέλετε ἀπό σας ἀρχηγόν. Ἐσεῖς ὑποπτευτήκετε νὰ μὴν μπῶ ἐγώ, τὸ εἴπετε τοῦ Λόντου καὶ Καλλέργη καὶ τῶν ἀλλουνῶν καὶ μὲ πῆραν ῾στὴν ὀργή τους. Καὶ γέλασαν κ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἔκαμαν τὸν Καλλέργη παντοδύναμον· τὸ ῾δωσαν καὶ τοῦ δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινῶς – κάνει τώρα ὅ,τι θέλει. –Μου λένε, ἐμεῖς σὲ πήραμεν εἰς τὸν λαιμό μας. – Ἐμένα πήρετε εἰς τὸν λαιμό σας; Πήρετε τὴν πατρίδα γενικῶς καὶ τοῦ λόγου σας· καὶ ποὺ θὰ καταντήσουμεν ὁ Θεὸς τὸ ξέρει». Τότε τοὺς εἶπα τὸ σκέδιο ὁποῦ ἔκαμα· καὶ παράγγειλα καὶ τοῦ Γιάννη Κώστα κι᾿ ἄλλων ἀξιωματικῶν νὰ συνάξουν ὅσους στρατιῶτες εἶναι εἰς τὴν πρωτεύουσα καὶ φερμένοι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ κράτος, νά ῾χουν τὰ σπαθιά τους καὶ τῆς πιστιόλες τοὺς κρυμμένες, καὶ νὰ μαζωχτοῦν εἰς τὴν Συνέλεψη ὁποῦ εἶναι ἡ βάρδια καὶ καμμιὰ ῾κοσαριά νὰ πιάσουν ἄξαφνα τὰ σπίτια τοῦ Καρατάσιου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μεταξά, τοῦ Λόντου, ὅσα σπίτια εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Συνέλεψη. Καὶ νὰ εἶναι μυστικὸ αὐτό, ἀπὸ ῾νας δυὸ ἀξιωματικοὶ νὰ τὸ ξέρουν – ὁ καθένας τὸ σπίτι ὁποῦ θὰ πιάση. Τοὺς εἶπα καὶ στέκονταν ὅλοι καθένας εἰς τὸ μέρος του. Εἶπα ὅλα αὐτὰ αὐτεινῶν καὶ νὰ πάρουν καὶ οἱ ἄνθρωποί τους ὁλουνῶν τὰ σπαθιά τους καὶ πιστιόλες τους καὶ νὰ εἶναι ὅλοι ἀπόξω· κι᾿ ὅταν μποῦμεν εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ δώση αἰτία ὁ Καλλέργης μὲ τοὺς συντρόφους του, ἄξαφνα οἱ δικοί μας νὰ ριχτοῦνε εἰς τὴν βάρδια νὰ τοὺς πάρουν τὰ ὅπλα τους καὶ τότε νὰ πιάση κι᾿ ὁ καθεὶς τὰ διορισμένα σπίτια· τοὺς ἄρεσε τὸ σκέδιόν μου. Τοὺς εἶπα νὰ πᾶμε ὅλοι εἰς τὸ Μεταξᾶ καὶ νὰ φωνάξη τὸν Μαυροκορδάτο, τὸν Κωλέτη, τὸν Λόντο, τὸν Καλλέργη κι᾿ ἀπὸ καμμιὰ δεκαριὰ πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος καὶ νησιῶν καὶ νὰ μιλήσουμε μ᾿ αὐτούς· κι᾿ ἂν δὲν συναγροικηθοῦμεν, ὁ Θεὸς ἂς τοὺς τὸ πλερώση. Μείναν σύνφωνοι καὶ εἰς αὐτό. «Ποιὸς θὰ κρίνη, τοὺς εἶπα, αὐτά; – νὰ φαίνεται ὅτ᾿ ἔχομεν γνώση, νὰ μή μας παίρνουν διὰ ζῶα». Μοῦ εἶπαν ἐγὼ νὰ κρίνω. Σηκωθήκαμε ὅλοι πήγαμε ῾στὸ Μεταξά. Τοῦ εἶπα κ᾿ ἔστειλε καὶ σύναξε ὅλους αὐτούς. «Ἀδελφοί, τοὺς εἶπα, ἐμεῖς συναχτήκαμεν νὰ κάμωμεν ἐλεύτερη Συνέλεψη καὶ φρόνιμη καὶ πατριωτική, ὄχι φατριαστικὴ καὶ μὲ ξένες θέλησες. Ἂν εἰς τὸ ἑξῆς ἐσεῖς οἱ Ἀντιπρόεδροι βάλετε τὴν Συνέλεψη σὲ τάξη, καὶ οἱ ἀκροαταὶ νὰ μὴν μπαίνη κανένας μέσα κι᾿ ὁ κύριος Καλλέργης νὰ βγάλη ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀξιωματικούς, ὁποῦ διατίμησαν τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς πατρίδος καὶ βήκαν ἀπὸ τὰ χρέη τοὺς τὰ στρατιωτικά, καὶ νὰ μὴ ματακολουθήσουν παρόμοια καὶ διατιμιώμαστε ἀπὸ τοὺς ξένους ἀνθρώπους, ὁποῦ ῾ναι τόσοι ἀκροαταί, κι᾿ ἀπ᾿ οὔλους τους φρόνιμους – καὶ διατιμιώμαστε κι᾿ ἐμεῖς καὶ ἡ πατρίδα μας θὰ ζημιωθῆ. Κι᾿ ἂν δὲν γένουν αὐτά, ἐμεῖς τραβιώμαστε, καὶ ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεὸν κι᾿ ὁ ἀθῶος ἂς προσκαλεστῆ τὴν βοήθειά του νὰ μπῆ τὸ δίκιον εἰς τὸν τόπο του. Καὶ νὰ δειχτοῦμεν μὲ γενναιότητα ἀναμεταξύ μας». Ἀποκρίνεται ὁ γενναῖος Καλλέργης, ὁ Σεπτεβριανός, ὁ σύντροφός μου ὁ ὁρκισμένος, καὶ μοῦ λέγει· «Ἔμαθα ὅτι ὅπλισες ἀνθρώπους καὶ μέρασες καὶ πολεμοφόδια, καὶ θὰ πάρωμεν μέτρα εἰς αὐτό». Τοῦ λέγει ὁ Γρίβας· «Εἶναι ψέματα» αὐτὰ καὶ συκοφαντίες ἀναντίον τοῦ Μακρυγιάννη». Τοῦ λέγω ἐγὼ· «Εἶναι ἀληθινὰ αὐτὰ ὁποῦ μου εἶπες, κι᾿ ὁ Γρίβας δὲν σοῦ λέγει τὴν ἀλήθεια. – Διατὶ τὰ ῾καμες; μοῦ λέγει. – Τὰ ῾καμα ὅτι εἶδα τὸ φέρσιμο τὸ δικό σου καὶ τῶν συντρόφωνέ σου εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ κατάλαβα τὴν θέλησή σας. Τὴν Ἀθήνα δὲν τὴν καῖτε καὶ ν᾿ ἀλιμουργιαχτὴ δὲν ἀφίνω ἐγώ. Ὅτ᾿ ἦρθα νέος ἐδῶ, εἰς τὰ 1822, καὶ εἶμαι γέροντας τώρα. Καὶ ἤμουν μόνος μου ὅταν ἦρθα, καὶ τώρα ἔχω σπίτια καὶ φαμελιά. Κι᾿ ὅλους τους Ἀθηναίους τους θεωρῶ καλύτερα ἀπὸ τὰ παιδιά μου κι᾿ ἀπὸ τὸ σπίτι μου· ὅτι μ᾿ εἶχαν ἀρχηγόν τους εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος καὶ σκοτωνόμαστε μαζὶ καὶ πληγωνόμαστε. Αὐτό σου εἶναι γνωστό· τὸ εἶδες εἰς Περαία, ὁποῦ πλέγαμε εἰς τὸ νερὸ καὶ εἰς τοὺς πάγους μ᾿ αὐτούς. Μέσα τὸν κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια καὶ κολυμπούγαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα ἀνάμεσα τῶν Τούρκων τὰ πόστα. Κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἤσαστε εἰς τὰ ψηλώματα. Φαίνονται ὡς τὴν σήμερον ποὺ εἶναι τὰ πόστα μας. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ μείναμεν οἱ μισοὶ κι᾿ ὅσοι μείναμεν ὅλοι σάπιοι. Δι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὅτι καὶ τώρα μ᾿ ἔχουν οἱ Ἀθηναῖγοι πρόεδρο τοῦ Συβουλίου καὶ μ᾿ ἔκαμαν καὶ τώρα πάλε ἀρχηγόν τους καὶ πληρεξούσιόν τους, θὰ φυλάξω αὐτοὺς πρῶτα καὶ τὰ σπίτια τους καὶ γενικῶς τὴν πατρίδα μου, ὅταν βλέπω ῾διοτέλεια. Κι᾿ ἂν κάμετε ὅσα μιλήσαμεν· οἱ Ἀντιπρόεδροι νὰ βάλουν τὴν τάξη εἰς τὴν Συνέλεψη κ᾿ ἐσὺ νὰ βγάλης τοὺς ἀξιωματικοὺς πρὸς ῾κανοποίησιν τῶν πληρεξουσίων, εἴμαστε φίλοι κι᾿ ἀδελφοὶ ὅπως πρώτα· εἰδὲ κάμετε ὅ,τι μπορῆτε ἐσεῖς, κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάμωμεν ὅ,τι μπορέσωμεν». Τότε μίλησαν κ᾿ οἱ ἄλλοι. Καὶ ὑποσκέθηκαν αὐτά. Καὶ τὰ ῾νέργησαν. Καὶ ἦταν ἡ καλὴ ἁρμονία ἀναμεταξύ μας. Καὶ ξαναενώσαμεν τὴν φιλία μας.<br />
Εἶδαν οἱ ξένοι καὶ οἱ φίλοι τους ὅτι ἀπέτυχαν κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὅτι τοὺς πείραξε πολὺ τὸ σαράντα ἄρθρο διὰ τὴν θρησκείαν καὶ ἡ βάφτιση τοῦ διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ἕνας του ἀλλουνοῦ. Ἐγὼ ἀπόταν ἔγινε ἡ μεταβολὴ μὲ προσκαλοῦσαν οἱ Πρέσβες νὰ φάμεν καὶ νὰ μιλήσωμεν – οὔτε ματαπάτησα ὡς τὴν σήμερον, οὔτε θέλω πατήση μ᾿ ὅλον ὁποῦ τοὺς εἶχα φίλους καὶ τοὺς ἔκαμα τόσες φορὲς τραπέζια. Ἂν θέλουν αὐτεῖνοι νά ῾χουν τὸ δικό τους σπίτι, θέλομεν κ᾿ ἐμεῖς νὰ φκειάσωμεν τὸ δικό μας. Τώρα ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Λόντος, ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντροφιὲς τοὺς ἑνώθηκαν μὲ τοὺς Ἄγγλους, μὲ τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς ἄλλους κι᾿ ὡς δυσαρεστημένοι ἀπὸ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ ταμπουρώνονται ἀναμεταξύ τους καὶ τάζουν καὶ τοῦ Βασιλέα λαγοὺς μὲ πετραχήλια – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ τοῦ θέλη κανένας τὸ καλόν του. Οὔτε οἱ ξένοι του θέλουν τὸ καλό, οὔτε οἱ συντρόφοι τους, ἀλλὰ τοῦ λένε λόγια της ὄρεξής του κι᾿ ἐλπίζει ὁποῦ τοὺς ἔχει φίλους. Καὶ τὸν ἀσκουντοῦνε ὁλημέρα εἰς τὸν γκρεμνόν. Καὶ κακοσυσταίνουν τοὺς Σεπτεβριανούς, ὅσοι μείναν καὶ δὲν πῆγαν εἰς τὴν βούλλα τους· αὐτοὺς ὅλους τοὺς κακοσυσταίνουν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ αὐλικοὺς καὶ τοὺς κάνουν ὕποπτους καὶ περισσότερον τὸν Μεταξᾶ – τὸν γύμνωσαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς φίλους του πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Ὅτι κι᾿ αὐτὸς ἀπὸ τὰ δυό του ποδάρια τό ῾να τ᾿ ἄφησε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ ἀδρασκελάγει – οὔτε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει μὲ τὰ σωστά του, οὔτε εἰς τὸν Βασιλέα. Ὅταν τραβάγῃ τό ῾να του ποδάρι νὰ πάγῃ εἰς τὸ ἕνα μέρος, τ᾿ ἄλλο ἀνεμένει εἰς τ᾿ ἄλλο μέρος· κ᾿ ἔτζι πουθενὰ δὲν πηγαίνει νὰ δώση τὸν λόγον τῆς πίστεως, τί πιστεύει ἀληθινά. Κανένα μέρος ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν ξέρει ὡς τὴν σήμερον ποὺ τρέχει. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τῶν ἀνθρώπων τῆς καρδιές· καὶ οἱ ἄνθρωποι – γνωρίζει ἕνας του ἄλλου τὰ χείλη κι᾿ ὄχι τὴν καρδιά. Ὅποιος βρίσκει κάνα ηὕρεμα καὶ δὲν ξέρει τί ἀξίζει – ὅποιος τ᾿ ἀγοράση αὐτὸ ξέρει τὴν τιμήν του. Δι᾿ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ εἴκοσι πέντε δραχμὲς ξόδιασε ὁ κύριος Μεταξάς. Εἶχα νὰ στείλω ἕναν ἄνθρωπο νὰ πάγη ὁποῦ ῾ταν ἀνάγκη καὶ τὸ ῾ταξα τρακόσες δραχμὲς καὶ μὸ ῾λειπαν πενήντα· καὶ μὸ ῾δωσε αὐτὸς τῆς εἴκοσι πέντε. Αὐτείνη τὴν θυσία ἔκαμεν· καὶ τοῦ δώσαμεν ἕτοιμες καὶ τιμὲς καὶ δόξες καὶ τῆς μουτζώνει· καὶ τῆς ἀφίνει καὶ παίρνει ἄλλον δρόμον. Καὶ κιντυνεύομεν κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι Σεπτεβριανοὶ ἀπὸ τὸν χαραχτήρα αὐτεινοῦ.<br />
Μίαν ἡμέρα πῆγα εἰς τὸν Κωλέτη νὰ τὸν ἰδῶ, ὅτι ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν εἶχα πάγη. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ φίλοι του· κι᾿ ὁ Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μοῦ εἶπε ὁ κύριος Κωλέτης νὰ ἑνωθοῦμεν. Τοῦ εἶπα· «Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ κάμαμεν καὶ δὲν τελεσφόρησε. Ξέρω τὴν καρδιά σου διατὶ θέλεις τὴν ἕνωσή μας. Τὰ εἴπαμεν πολλὲς φορές. Ἐγὼ θέλω τοῦ σπιτιοῦ μας τὰ κεραμίδια νὰ σάσουμεν, νὰ μὴν τρέχουν καὶ πέση τὸ σπίτι μας καὶ μᾶς πλακώση. Τὰ ξένα τὰ σπίτια τά ῾χουν καλὰ σκεπασμένα οἱ νοικοκυραῖοι τους καὶ δὲν παίρνει ὁ ἀγέρας τὰ κεραμίδια τοὺς ὅσο σφοδρὸς καὶ νὰ εἶναι. Τοῦ δικοῦ μας τοῦ σπιτιοῦ τὰ κεραμίδια λίγος ἄνεμος νὰ φυσήξη δὲν ἀφίνει κανένα. Καὶ ἔχει καὶ κάτι μαστόρους – παίρνουν τὰ κεραμίδια καὶ σκεπάζουν τὰ ξένα σπίτια». Ζύγωσε ἡ ὥρα νὰ πάμεν εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ μείναμεν σύνφωνοι νὰ κολλήσωμεν εἰς τὸ δωμάτιον, διαλώντας ἡ Συνέλεψη, νὰ μιλήσωμεν ὁ Κωλέτης, ὁ Κουντουργιώτης κι᾿ ἐγώ. Εἰς τὴν Συνέλεψη πῆγαν οἱ ὁμιλίες τοὺς αὐτεινῶν μὲ τὸν Μεταξᾶ πολὺ ξεμακρυσμένες. Διαλύθη ἡ Συνέλεψή· μου εἶπαν νὰ πάγω ἀπάνου. Τοὺς εἴπα· «Σύρτε κ᾿ ἔρχομαι». Πῆγαν αὐτεῖνοι ἀπάνου. Πῆρα ἐγὼ τὸν Μεταξᾶ καὶ πήγαμεν. Ηὕραμεν ἀπάνου καὶ τοὺς Πρέσβες, τὸν Λάγυνς, τὸν Πισκατόρη καὶ Πρόκενς. Σὰ μ᾿ εἶδαν μὲ τὸν Μεταξᾶ δὲν μὸ ῾πιασαν ὁμιλίαν. Ἀρχινοῦνε ὅλοι αὐτεῖνοι – ἦρθε κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος· τὴν γλώσσα δὲν τὴν καταλάβαινα. Βλέπω τὸν καϊμένον τὸν Μεταξᾶ εἰς τῆς ὁμιλίες τοῦ λυπημένον πολὺ καὶ θύμωνε. Μετὰ πολὺ τοῦ λέγω· «Τί τρέχει; – Δὲν τοὺς ἀρέσουν καμπόσα πράματα. Δὲν εἶναι τῆς ἀρεσιᾶς τους καὶ θὰ παρατηθῶ, δὲν ὑποφέρνω πλέον». Καὶ τραβήχτη ἀπὸ ῾μέναν καὶ πῆγε κ᾿ ἔπιασαν ὀπίσου τὴν φιλονικίαν. Ὕστερα τραβγιῶνται καὶ πᾶνε οἱ μισοὶ ῾στὴν ἄλλη κάμαρη μὲ τοὺς Πρέσβες κ᾿ οἱ μισοὶ μείναν ἐκεῖ καὶ φιλονικοῦσαν. Τοὺς λέγω αὐτεινών· «Ἐτοῦτο τὸ Σύνταμα ὁποῦ ἀποχτήσαμεν δὲν εἶναι ἀνθρώπινον ἔργον, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ ἀποφάσισε νὰ λευτερώση αὐτὸ τὸ δυστυχισμένον ἔθνος ἀπὸ τῆς ἀδικίες τῶν ἐγωιστῶν. Ἐγὼ ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι πρέπει νὰ κάμωμεν τὴν Συνέλεψή μας ἐλεύτερη – ἐκεῖνο ὁποῦ εἶναι συνφέρον εἰς τὴν πατρίδα μας. Καὶ ξένες γνῶμες πλέον δὲν θ᾿ ἀκούσωμεν ὅτι δὲν θὰ ξαναπέσωμεν εἰς τὸν χαμόν. Κι᾿ ἂν φαντάζεστε ὁποῦ ῾στε δυνατοὶ ἐσεῖς οἱ μεγάλοι πολιτικοὶ κ᾿ ἐμεῖς ἀδύνατοι, θὰ κάμωμεν τὸ χρέος μας κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι· κι᾿ ἂν χαθοῦμεν, ἂς χαθοῦμεν. Ὅτι μας ἔφαγαν πλέον οἱ ξένοι ὡς γλάροι. Καὶ καλύτερα βάλτε τὴν θέλησή σας εἰς ἐνέργεια μίαν ὥρα ἀρχύτερα νὰ μποῦμεν σὲ καλὸν δρόμον». Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα. Πῆγα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μεταξᾶ κ᾿ ἔκατζα καὶ τὸν περίμενα. Ἦρθε αὐτὸς θυμωμένος. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἀπαρατήθη· δὲν μπόρεσε ν᾿ ἀνθέξη εἰς τῆς ἀντενέργειες τῶν ἀλλουνῶν.<br />
Τὸ Σύνταμα εἰς τὴν Συνέλεψη προβόδεψε σὲ ὅλα ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα. Τότε οἱ καλοθεληταὶ τοῦ Βασιλέως τυπώνουν εἰς τὸ κεφάλι του νὰ κάμη προσταφαίρεσες εἰς τὸ Σύνταμα· καὶ τοῦ κάνουν καὶ νέον σκέδιον. Τοῦ Βασιλέα τοῦ πουλοῦσαν δούλεψη οἱ ξένοι κι᾿ αὐτείνη ἡ συντροφιά. Ὄξω εἰς τὸ Κράτος διαδόθηκε ὅτι ὁ Βασιλέας θὰ χαλάση τὸ Σύνταμα – ὁποῦ δὲν θὰ ῾μενε ποδάρι οὔτε ἀπὸ τὸν Βασιλέα, οὔτε ἀπὸ αὐτεινοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Κι᾿ ἐμεῖς χαμπέρι δὲν εἴχαμεν! Ἐγὼ πρῶτος, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχα μάθη τίποτας ἀπὸ ῾δω. Ἀπὸ τῆς ἐπαρχίες μὸ ῾γραφαν ὄτι· «Αὐτοῦ κάτι θὰ γένη κ᾿ ἐσὺ δὲν μᾶς γράφεις· κι᾿ ἂν εἶναι ἀνάγκη, νὰ ῾ρθωμεν μὲ δύναμη». Ἐγὼ τοὺς ἔλεγα δὲν εἶναι τίποτας. Κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος αὐτεινῶν κουβαλιώνταν εἰς τὴν πρωτεύουσα· καὶ τοὺς ἔλεγαν οἱ ἐπίβουλοι· «Μὴν εἰπῆτε τοῦ Μακρυγιάννη τίποτας, ὅτι τὸν ἀγόρασε ὁ Βασιλέας καὶ πῆρε τόσα χρήματα». Ἀφοῦ ἔβαλα περιέργεια ἔμαθα αὐτό, τὴν προσταφαίρεση τοῦ Συντάματος καὶ τὸ νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι καὶ πάγω εἰς τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· « Τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ κάνεις, Βασιλέα; Πῶς ἀπατήθης; Μία τρίχα νὰ πειραχτῆ κιντυνεύεις καὶ ἡ Μεγαλειότη σου καὶ τὸ Κράτος κι᾿ ὅλοι. Αὐτὰ εἶναι σκέδια φατριαστικὰ διὰ νὰ σὲ βάλουν εἰς αὐτὸ τὸ παιγνίδι, νὰ σ᾿ ἐκθέσουν. Νὰ τὸ τραβήσης πίσου, τοῦ λέγω, καὶ νὰ παρατηθῆς ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἰδέα. – Δὲν μπορῶ, μοῦ λέγει, ἔγινε τώρα· δὲν μπορῶ νὰ κάμω ἀλλοιῶς». Πάσκισα πολύ, δὲν στάθη τρόπος. Ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐπιμένει εἰς τὴν γνώμη του, τοῦ λέγω· «Σὰν θὰ κάμης προσταφαίρεση εἰς τὸ Σύνταμα, ἐγὼ δὲν εἶμαι μὲ τὴν Μεγαλειότη σου. Ὅτι μ᾿ αὐτείνη τὴν προσταφαίρεση ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι τῆς μεταβολῆς εἶναι σὲ ριζικόν. Εἶμαι ἕνας κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ αὐτούς. Σοῦ ἔδωσα τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου, ὅταν παρουσιάστηκα καὶ σοῦ μίλησα πὼς ἔγινε αὐτείνη ἡ μεταβολή· καὶ σοῦ εἶπα αὐτὸ ὁποῦ ὑπόγραψες νὰ τὸ βαστάξης κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι ὑπηκόοι σου πεθαίνομεν εἰς τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ σου διὰ τὸ νύχι τῆς Μεγαλειότης σου. Ἦταν κι᾿ ὁ Γαρδικιώτης παρὼν τότε ὁποῦ σου εἶπα αὐτά. Τώρα δὲν εἶμαι μαζί σου· καὶ σοῦ τὸ λέγω πρωτύτερα νὰ μὴν λὲς ὅτι σ᾿ ἀπάτησα καὶ νὰ μὲ λὲς ἄτιμον κι᾿ ἄπιστον». Μοῦ λέγει ἡ Μεγαλειότης του· «Εἶσαι ὁρκισμένος στρατιωτικὸς καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀναντίος μου. – Εἶμαι ὡς στρατιώτης ὁρκισμένος, ὅμως εἶμαι κ᾿ Ἕλληνας καὶ θέλω νὰ ζήσωμεν ἐγὼ καὶ οἱ πατριῶτες μου μὲ νόμους· καὶ δὲν σὲ ἀπατῶ. Ἡ γνώμη μου εἶναι αὐτείνη καὶ νὰ δώσουνε λόγο εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ συβούλεψαν νὰ κάμης αὐτὸ – ἐχάθη καὶ ἡ πατρίδα καὶ ἡ Μεγαλειότη σου!» Τότε ἀναστέναξε μεγάλως καὶ εἶπε· «Μὲ πῆραν εἰς τὸν λαιμό τους!» Ἐγὼ τὸν λυπήθηκα πολύ, τοῦ εἴπα· «Βασιλέα μου, ἔχεις καιρὸ νὰ τὸ χαλάσης αὐτὸ (καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια μου). Μή μας κιντυνεύεις καὶ κιντυνέψης κ᾿ ἐσύ». Δὲν στάθη τρόπος. Μοῦ εἶπε νὰ εἶμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Τοῦ εἶπα καὶ πάλε· «Δὲν μπορῶ νὰ σὲ γελάσω, δὲν εἶμαι». Κ᾿ ἔφυγα.<br />
Ἦρθα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ ῾χα ὁρκισμένους διὰ νὰ εἴμαστε σύνφωνοι διὰ τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας μας. Τοὺς λέγω· «Αὔριο τὴν αὐγὴν νὰ συναχτῆτε ὅλοι ἐδῶ εἰς τὴν σάλλα μου καὶ θὰ φέρω ἕναν νὰ τοῦ μιλήσω· κι᾿ ὅταν φωνάξω ἐγὼ «φέρτε καφφέ», ἐσεῖς θὰ ξέρετε ὅτ᾿ εἶναι αὐτὸς καὶ θ᾿ ἀρχίσετε· «Τ᾿ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ θὰ γένουν προσταφαίρεσες τοῦ Συντάματος; Ἐδῶ θὰ λυώσουμεν ὅλοι μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾νεργούνε αὐτά! Ἔχομεν τόσους ἀνθρώπους καὶ θὰ λυώσουμεν ὅλοι! Καὶ θὰ βάλωμεν φωτιὰ νὰ γένη ἡ Ἀθήνα γῆς Μαδιάμ». Καὶ νὰ μὲ φωνάξετε κ᾿ ἐμένα καὶ μ᾿ ἀγανάχτηση, τοὺς εἶπα, νὰ μοῦ εἰπῆτε· «Κ᾿ ἐσὺ συνφώνησες κ᾿ ἔγινες ἕνα μ᾿ αὐτοὺς – κ᾿ ἐσὺ θὰ προκόψης κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ θέλουν νὰ κάμουν αὐτά!» Ἔστειλα καὶ ἦρθε ὁ Λάμπρο Νάκος, ὅτ᾿ εἶναι πολὺ ἀγαπημένος τοῦ Βασιλέα καὶ τὸν συβουλεύει πάντοτες καὶ τοῦ λέγει καὶ χαμπέρια. Ἦρθε κι᾿ ἀκούγει αὐτὰ καὶ τρόμαξε. Τοῦ λέγω· «Σύρε ῾πες τῆς Μεγαλειότης τοῦ ὅτ᾿ ἦρθες νὰ πιοῦμεν τὸν καφφὲ καὶ ἤμαστε οἱ δυό μας καὶ τί ἔλεγαν οἱ πληρεξούσιοι· καὶ τί μου εἶπαν κ᾿ ἐμένα». Καὶ τοῦ εἶπα νὰ πάγη καὶ ῾σ ἄλλες μεριὲς νὰ διαδώση αὐτό, ὅτ᾿ εἴμαστε χαμένοι· καὶ νὰ μιλήσουν κι᾿ αὐτεῖνοι τοῦ Βασιλέα. Ἀφοῦ πῆγε καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα του Βασιλέγα (καὶ συχρόνως τοῦ μίλησαν καὶ οἱ ἄλλοι), τοῦ λέγει ὁ Βασιλέας τοῦ Νάκου· «Σύρε νὰ εἰπῆς τοῦ Μακρυγιάννη –ὅμως αὐτὰ ὁποῦ θὰ σοῦ εἰπῶ πρῶτα νὰ τὰ ξέρη ὁ Θεὸς κ᾿ ὕστερα ἐσὺ κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὁ Μακρυγιάννης, ὄχι ἄλλος· νὰ εἶναι μυστικὸν – νὰ τοῦ εἰπῆς νὰ μὴν ἀλλάξη γνώμη καὶ νὰ βαστήση τὴν ἡσυχία εἰς τὴν πρωτεύουσα καὶ εἰς τὴν Συνέλεψη – κι᾿ ἀπαρατιῶμαι ἀπ᾿ οὔλα· δὲν θὰ γένη οὔτε τρίχα προσταφαίρεση». Τότε βαστάξαμεν τὴν ἡσυχίαν ὂλ᾿ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι καὶ μέσα εἰς τὴν Συνέλεψη κι᾿ ἔξω εἰς τὴν πολιτεία. Κι᾿ ὅλοι οἱ πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν καὶ κάμαμεν μίαν μυστικὴ συνεδρίαση καὶ φιλονικήσαμεν πολλά. Ἦρθε ἡ Μεγαλειότης του εἰς τὴν Συνέλεψη μὲ μεγάλην παράταξιν καὶ παραδέχτη ὅλα του Συντάματος κ᾿ ὑπόγραψε.1 Σὰν ἔπεσα εἰς τὴν ὀργὴ καὶ τῶν ξένων καὶ τῶν μεγάλων πολιτικῶν μας συντρόφων τῶν Πρέσβεων, ὅτι δὲν ἤμουν σύνφωνος μὲ τῆς ὄρεξές τους καὶ φατρίες τους, ἐνέργησαν ὅλοι νὰ μὴ μὲ κάμη κ᾿ ἐμένα ὁ Βασιλέας ὑποστράτηγον· ἀλλὰ ὁ Βασιλέας ἐπίμενε κ᾿ εἶπε ὅτ᾿· «Εἶναι ἄδικο αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἀδικῶ». Καὶ μ᾿ ἔκαμεν. Μαθαίνοντας ἐγὼ τὴν διάθεσίν τους, εἶπα ὅτι δὲν θέλω προβιβασμό· καὶ στανικῶς τοῦ ὑπουργοῦ – μ᾿ ἔβγιασε κ᾿ ἔφκειασα τὰ χαραχτηριστικᾶ τοῦ ὑποστράτηγου. Πῆγα καὶ παρουσιάστηκα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ μ᾿ ἔκανε καὶ ῾πασπιστή του, ὅμως διὰ τῆς πληγὲς τοῦ σώματός μου, ὁποῦ εἶμαι πάντοτες ἀστενῆς, νὰ μὴν πάθω εἰς τὴν ῾πηρεσία, δι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἀφίνει. Τὸν εὐκαρίστησα κ᾿ ἔφυγα.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣH</h2>
1. Θυμηθῆτε τὸ χρυσὸ πουλὶ ὁποῦ ῾πιασα· ὁποῦ ῾ταν νυστασμένο εἰς τὸν πλάτανο καὶ τὸ ῾πιασα κι᾿ ἀφοῦ εἶδα τὰ παιδιὰ τό ῾κρυψα εἰς τὴν τζέπη μου. Καὶ γλύτωσε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίντυνο τὸ πουλί (ὁ Βασιλέας). Καὶ διάλυσε τὴν Συνέλεψη. Κ᾿ ἔδωσε τὸν Μεγαλόσταυρον τοῦ γερο Πανούτζου. Ἔκαμε καὶ τὸν Καλλέργη ῾πασπιστή του κ᾿ ὑποστράτηγο.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-19148761404778457992011-03-25T12:31:00.001-07:002011-10-25T12:21:01.019-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 7<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Μύησις τοῦ Δημητρίου Καλλέργη εἰς τὴν συνωμοσίαν. - Μύησις Σπυρομήλιου. - Κατάστρωσις τοῦ σχεδίου τῆς ἐπαναστάσεως. - Ἀπιστία Δημητρίου Καλλιφρονᾶ. - Μεταμέλεια τοῦ Καλλέργη. - Ἀποκλεισμὸς τῆς οἰκίας τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὸ τῆς χωροφυλακῆς. - Ὑσταται ἀποφάσεις τῶν συνωμοτῶν. - Νυκτερινὴ ἐπίθεσις κατὰ τῆς οἰκίας τοῦ Μακρυγιάννη. - Δεινὴ θέσις αὐτοῦ. - Λοιδορίαι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῶν πολιορκούντων. - Προσευχὴ τοῦ Μακρυγιάννη. - Κατασκευὴ σημαίας. - Σύνταξις τῆς διαθήκης αὐτοῦ. - Προσφώνησις πρὸς τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὀλίγους ἐπαναστάτας. - Γενναία ἀπάντησις αὐτῶν. – Ἔλευσις τοῦ Γιαννηκώστα καὶ ἄλλων εἰς βοήθειαν τοῦ Μακρυγιάννη. - Πυροβολισμὸς κατ᾿ αὐτῶν ὑπὸ τῶν πολιορκούντων. - Θάνατος ἐνωμοτάρχου. - Ἐξακολούθησις τὸν ἀμοιβαίου πυροβολισμοῦ. - Ἀπιστία δημάρχου καὶ ἀστυνόμου. – Μετάβασις τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τὰ Ἀνάκτορα. – Ἀγόρευσις πρὸς τὸ πλῆθος. - Σύγκλησις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. - Καταρτισμὸς τοῦ καταλόγου τῶν νέων ὑπουργῶν ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὑπογραφὴ τοῦ Συντάγματος ὑπὸ τοῦ Βασιλέως. - Ἀγόρευσις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸ πλῆθος ὑπὲρ τῆς τάξεως. - Ἀναχώρησις τῶν Βαυαρῶν. - Παρουσίασις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Βασιλέα. - Προκήρυξις ἐκλογῶν πληρεξουσίων. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη ἀρχηγοῦ τῆς πολιτοφυλακῆς. - Διαίρεσις μεταξὺ τῶν τέως ἐπαναστατῶν. - Δημοσιογραφικὴ ἐπίθεσις κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ψυχρότης μεταξὺ τοῦ πρωθυπουργοῦ Μεταξᾶ καὶ τοῦ Μακρυγιάννη. - Κομματικαὶ διαιρέσεις. - Προσπάθεια τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς ἕνωσιν τῶν ἀρχηγῶν τῶν κομμάτων. - Τὰ κατὰ τὴν ἀποπομπὴν τοῦ Γενναίου Κολοκοτρώνη ὑπασπιστοῦ τοῦ Βασιλέως.</i><br />
<hr />
Μαθαίνοντας αὐτὸ ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιὰ ἔλαβαν ψυχή. Ὅμως ἐδῶ ἦταν ὁ Καλλέργης ἀρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ καὶ εἶχε κ᾿ ἐπιρρογὴ εἰς τὸ ταχτικὸν πεζικόν· ἦταν καὶ εἰς τὸ ταχτικὸν ἀρχηγὸς ὁ γενναῖος κι᾿ ἀγαθὸς Σκαρβέλης – γνωρισμένοι ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Φαβγέ, ὁποῦ ἤμουν κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸ ταχτικόν. Πάντοτες ἤμαστε φίλοι καὶ ξηγώμαστε τὰ αἰστήματά μας. Πάντοτες τὸν ηὗρα τίμιον στρατιωτικὸν κι᾿ ἀγαθὸν πατριώτη. Μίαν ἡμέρα τὸν Ἄγουστον μήνα τὰ 1843 ἀνταμώνω τὸν Καλλέργη εἰς τὸ παζάρι, τοῦ λέγω· Καϊμένε Καλλέργη, σὲ τόσους ἀγῶνες τῆς πατρίδας κιντυνέψαμεν καὶ ἤμαστε ὡς ἀδελφοί· τώρα οὔτε μὲ γνωρίζεις, οὔτε σὲ γνωρίζω. Ἐπιθυμοῦσα ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν μίαν ἡμέρα. – Μοῦ λέγει, τὸ δείλι ἔρχομαι εἰς τὸ σπίτι σου κι᾿ ἀνταμωνόμαστε». Σηκώθη καὶ ἦρθε. Μπήκαμεν εἰς ὁμιλία διὰ τὰ δεινά της πατρίδας. Τότε ἀγροικηθήκαμεν σὲ ὅλα· μείναμεν σύνφωνοι καὶ τὸν ὅρκισα. Ὅμως δὲν τὸ ῾δειξα τὸν ὅρκο μὲ τῆς ὑπογραφές, ὅτι ἔχει σκέσες ξένες. Μείναμεν σύνφωνοι νὰ μιλήση καὶ τοὺς Σπυρομήλιου ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν. Ἦρθε τὴν ἄλλη ἡμέρα, μιλήσαμεν καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν πατριώτη· ἦταν δοικητὴς εἰς τὸ Σκολεῖον τῶν Εὐελπίδων. Μείναμεν σύνφωνοι ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ Σκολείον. Μίλησα μὲ τὸν Καλλέργη, πήγαμεν εἰς τὸ Σκολεῖον καὶ ξηηθήκαμεν οἱ τρεῖς. Τοὺς πῆρα καὶ πήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα μείναμεν σύνφωνοι ν᾿ ἀνταμωθοῦμε εἰς τοῦ Μεταξᾶ καὶ μ᾿ ὅλους τους ἄλλους.<br />
Ἀφοῦ ἀνταμωθήκαμεν ὅλοι, ἐκρίθη εὔλογον νὰ μὴ μαζωνώμαστε πολλοὶ νὰ μιλοῦμεν, νὰ μὴν προδοθούμεν· νὰ εἶναι ὁ Μεταξάς, ὁ Καλλέργης κ᾿ ἐγὼ νὰ σκεδιάσωμεν πότε θὰ γένη τὸ κίνημα· κ᾿ ἐκρίναμεν εὔλογον καὶ οἱ τρεῖς νὰ κινηθοῦμεν τῆς δυὸ Σεπτεβρίου. Νὰ συνάξω ἐγὼ ἀνθρώπους εἰς τὸ σπίτι μου τὸ βράδυ καὶ ν᾿ ἀρχίσω τὸν ντουφεκισμόν· τότε νὰ βγῆ ὁ Καλλέργης μὲ τὸ ἱππικὸ κι᾿ ὁ Σκαρβέλης μὲ τὸ πεζικὸ πρὸς καταδίωξιν ἐμένα καὶ νὰ μπλοκάρωμεν συνχρόνως τὸ Παλάτι. Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτὸ καὶ νὰ ῾νεργήση καθένας τὰ χρέη του. Ἐγὼ πῆγα εἰς τὸ σπίτι μου, σύναξα πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ὅρκιζα, καθὼς καὶ τοὺς ῾πιτρόπους τῆς ἐκκλησίας – τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν νύχτα, ὁποῦ θ᾿ ἀκούσουνε τὸν ντουφεκισμόν, νὰ βαρέσουν τῆς καμπάνες νὰ πάρουν χαμπέρι οἱ πολίτες, νὰ ξυπνήσουνε.<br />
Εἶχα βάλη εἰς τὸν ὅρκον τὸν Καλλεφουρνά, ὅτι τὸν εἶχα στενὸν φίλον, κι᾿ αὐτὸς ἐπῆγε εἰς τὸν Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους καὶ εἶπε ὅτι τὸν ὅρκισα· καὶ πρόδωσε καὶ τῆς ὑπογραφές. Ἐγὼ ὅσους ἤξερα ὁποῦ δένουν συνφέροντα μὲ τοὺς ξένους καὶ μὲ τοὺς διαφταρμένους τοὺς ἐδικούς μας, ἢ πολιτικοὶ ἢ στρατιωτικοί, δὲν τοὺς ἔλεγα τὸν ὅρκον, μήτε τῆς ὑπογραφές· κάθε ἑνοῦ τὸ ῾λεγα τὸ κέφι του καὶ συνφέροντα τῆς μερίδας του καὶ ντόπιων καὶ ξένων. Χάρις εἰς τὴν γνώση τοῦ Μεταξᾶ μίλησε μὲ τὸν Καλλεφουρνὰ καὶ μ᾿ ὅσους ἄλλους εἶχε μιλήση ὁ Καλλεφουρνᾶς καὶ πρόφτασε αὐτὸ τὸ κακόν. Ἦρθαν καὶ ῾σ ἐμένα ἄλλοι καὶ μοῦ εἶπαν αὐτὸ τοῦ Καλλεφουρνά· τοὺς εἶπα κι᾿ αὐτεινῶν ἄλλα καὶ τοὺς ἡσύχασα νὰ μὴν μαθευτῆ τὸ μυστικὸν καὶ διακοποῦμεν. Ἀφοῦ μὲ πρόδωσε ὁ Καλλεφουρνᾶς, πρῶτος μου φίλος, ὁποῦ τὸν ἀνάστησα εἰς τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἐξ αἰτίας τοῦ διχονοιεύτηκα μὲ τοὺς σημαντικοὺς Ἀθηναίους διατὶ νὰ τὸν ῾περασπίζωμαι, τότε φοβώμουν νὰ βάλω κι᾿ ἄλλους σημαντικοὺς Ἀθηναίους. Τότε μιλῶ τοῦ Καλλεφουρνᾶ – ἔκανα ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτας· τοῦ λέγω· «Καμμιὰ ἡμέρα, ἂν μάθης καὶ κλειστῶ ἐγὼ μέσα, ἐσὺ νὰ ῾θουσιάζης τοὺς κατοίκους»· καὶ μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Ἔστειλα κι᾿ ἀνθρώπους ν᾿ ἀνάβουν φωτιὲς μεγάλες εἰς τὰ ψηλὰ μέρη, καθὼς καὶ εἰς τὸ κάστρο, νὰ ἐλπίζη ἡ ἐξουσία ὅτ᾿ εἶναι μεγάλες δύναμες.<br />
Ἔγιναν ὅλα αὐτά· τὰ ῾βαλα σὲ τάξη. Γιόμωσα τὸ περιβόλι μου ἀνθρώπους. Μετανογάει ὁ Καλλέργης κι᾿ ὅλο τὸ ταχτικό, οἱ ἀξιωματικοί, καὶ δὲν βαροῦνε. Τότε προδοθήκαμεν, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν ἀκόμα τί τρέχει ἡ ἐξουσία. Τότε οἱ συντρόφοι μου ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ πολιτικοὶ ἄλλος ἢ θὰ κρυφτῆ εἰς πρεσβεῖα κι᾿ ἄλλος θὰ φύγη μὲ καΐκι νὰ γλυτώση κι᾿ ὁ Μακρυγιάννης κι᾿ ὅλη του ἢ οἰκογένεια ἦταν εἰς τὸν χαμόν. Διάλυσα τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς περικάλεσα νὰ μὴ μὲ προδώσουν. Τὴν αὐγὴ μὲ πλάκωσε ὁ Τζῆνος μὲ πολλοὺς χωροφύλακες κι᾿ ἄλλους ἀπὸ τὰ τάματα τῶν Σπαρτιάτων· μὸ ῾ζωσαν τὸ σπίτι μου... Εἶχα ὁρκισμένον τὸν ἀρχηγὸν τῶν Σπαρτιάτων τὸν Πιερράκο, κι᾿ αὐτὸς τὴν ἀρετὴ τὴν εἶχε εἰς τὰ παπούτζα τοῦ – τύχη θέλουν αὐτεῖνοι κι᾿ ὄχι πατρίδα! Τὸ πρωὶ ἔρχεται ὁ Ζυγομαλᾶς εἰς τὸ σπίτι μου, εἰς τῆς δυό του μηνός, κι᾿ ὁ Ἀλέξαντρος Μετζέλος ὡς γιατροί, ὅτι ἔκαμα τὸν ἄρρωστον – ὁ Μιχαὴλ Τζῆνος κ᾿ οἱ ἄλλοι μου κρατοῦσαν τὸν μπλόκο – καὶ μ᾿ αὐτοὺς παράγγειλα τοῦ Μεταξᾶ καὶ Καλλέργη κι᾿ ἀλλουνῶν καὶ τοὺς ἔλεγα τὴν ἀπιστιὰ ὁποῦ μὸ ῾καμαν καὶ χάνομαι μ᾿ ὅλο μου τὸ σπίτι. Ἀφοῦ πῆγαν τόσοι ἄνθρωποι, ἀποφάσισαν νὰ βαρέσουμεν τὸ βράδυ ξημερώνοντας τρεῖς του μηνός.<br />
Αὐτὸ τὸ κίνημα τὸ ἤξεραν καὶ οἱ πρέσβες τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας καὶ Ρουσσίας· ὅμως τοὺς ἔλεγα αὐτεινῶν καὶ τῆς μερίδες τῶν δικῶνε μας ὁποῦ ἦταν μ᾿ αὐτούς, ὅτι δι᾿ αὐτοὺς δουλεύομεν. Ὁ Μεταξᾶς ἔδειξε χαραχτήρα, ἦταν ξεμακρυσμένος ἀπὸ τοὺς ξένους· στάθη καθὼς μιλήσαμεν, κατὰ τὸν ὅρκον μας. Τὸ βράδυ πάλε συνάζω ἀνθρώπους καὶ βάνω τὸ σκέδιον εἰς τὴν ἐνέργειαν. Ὁ Θεὸς στράβωσε τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν ἐνέκρωσε, ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη ὁποῦ εἶχε· κι᾿ ὁ Βασιλέας κι᾿ ὅλοι αὐτεῖνοι κοιμάτον. Συνάζονταν ἄνθρωποι μὲ τ᾿ ἅρματά τους κι᾿ ἔρχονταν εἰς τὸ περιβόλι μου καὶ εἰς τὸ σπίτι μου καὶ οἱ δραγάτες. Τότε πλάκωσε ὁ Τζῆνος μὲ πλῆθος χωροφύλακες πεζοὺς καὶ καβαλλαραίους κι᾿ ἄλλοι πολλοί, ὁ Σταῦρο Γρίβας καὶ δυὸ τάματα τῆς Σπάρτης, καὶ πιάνουν τὸ νοσοκομεῖον καὶ μὲ κλείνουν ἐμένα μέσα· καὶ πιάνουν γύρα τὸ σπίτι μου καὶ περιβόλι μου· καὶ μπῆκαν μέσα εἰς τὸ περιβόλι πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Ἀπὸ τοὺς δικούς μου ἄλλοι ἔφυγαν, ὅτ᾿ ἦταν ὀλίγοι, κι᾿ ἄλλους τοὺς ἔπιασαν. Καὶ μένω μ᾿ ἑφτὰ ἀνθρώπους καὶ τέσσερα παιδιὰ – ὅλοι αὐτεῖνοι ἤμαστε. Καὶ κυρίεψαν οἱ ἀναντίοι παντοῦ· κι᾿ ἄνοιξαν καὶ μασγάλια εἰς τὸν τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ ὡς τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου. Τότε ἀπολπίστηκα· καὶ ἤμουν χαμένος μ᾿ ὅλο μου τὸ σπίτι. Ἤθελαν ἡ ἐξουσία νὰ μᾶς ἔχουν κλεισμένους καὶ νὰ μὴ ρίξουν ἀναντίον μας ὅσο νὰ φέξη νὰ ῾ρθῆ ὁ ῾σαγγελέας. Κ᾿ ἑτοίμασαν καὶ τὸ στρατοδικεῖον νὰ μᾶς καταδικάσουνε μὲ τὸν νόμο. Καὶ εἶχαν ἐνενήντα διὰ τὴν τζελατίνα καὶ ῾στὴν κορφὴ ἐμένα.<br />
Τώρα, ἀναγνῶστες, νὰ σᾶς δείξω τί κάνει ὁ πανάγαθος Θεός· κι᾿ ἄν σας εἰπῶ τὸ παραμικρὸ ψέμα, αὐτός, ὁ δίκιος Θεός, νὰ μή μου πάρη τὴν ψυχή. Ἀφοῦ ἤμαστε κλεισμένοι, τὰ παιδιά μου καὶ ἡ φαμελιά μου εἶδαν τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους κι᾿ ἄρχισαν καὶ κλαίγαν πικρὰ καὶ φώναζαν· κι᾿ ἀκόμα ἕνα μωρὸ εἰς τὸ βυζὶ κ᾿ ἐκεῖνο κρέμασε τὸ κεφάλι του καὶ τὸ κύριεψε μιὰ μεγάλη λύπη. Βλέποντας αὐτὸ μὸ ῾δωσε μεγάλη λύπη καὶ χαμὸν τοῦ μυαλοῦ μου. Πρωτύτερα ὁ στοχασμός μου ἦταν αὐτός· νὰ βάλω φωτιὰ εἰς τὸν τζεμπιχανὲ νὰ χαθοῦμεν, ὅταν ἰδῶ καὶ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀντισταθῶ, καὶ νὰ καγοῦμεν ὅλοι νὰ μὴν μείνη σπορὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν μου, ὅτι θὰ τοὺς θεωροῦνε οἱ ἄλλοι ὡς εἵλωτες κι᾿ Ὁβραίους. Καὶ ἤμουν εἰς αὐτὸ τὸ σκέδιον. Τ᾿ ἀσκέρια τῆς ἐξουσίας μὲ βρισὲς ἄσκημες μὸ ῾λεγαν σὲ ὀλίγον μὲ τελειώνουν ἐμένα καὶ τοὺς ὀπαδούς μου. Τότε θύμωσα ἀπὸ τῆς ἄτιμες βρισὲς ὁποῦ μου κάναν κι᾿ ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ βήκα εἰς τὸ φῶρο καὶ τοὺς εἴπα· «Γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας, ὀπαδοὶ τῆς ἀδικίας κι᾿ ἀτιμίας!» Τότε αὐτεῖνοι μὲ διατίμησαν περισσότερον. Θύμωσα εἰς αὐτὸ κι᾿ ἀνοίγω τὴν αὐλόπορτα καὶ σηκώνω τὸ ντουφέκι νὰ ρίξω εἰς τὸ σωρό· τὸ ῾χα μὲ κομμάτια γιομίση κι᾿ ἂν ἔπαιρνε φωτιά, ἐκεῖνο ἦταν ὁ θάνατός μας κι᾿ ὁ χαμὸς ὁλουνῶνε μας μέσα εἰς τὸ σπίτι· ὅτ᾿ ἦταν ὁδηγημένοι νὰ πρωτορρίξωμεν ἐμεῖς, καὶ τότε ὡς ἀδύνατούς μας κυριεῦαν καὶ χανόμαστε. Τραβώντας τὸ σκάνταλο τοῦ ντουφεκιοῦ εἰς τὸ σωρό, ἕνα χέρι πιάνει τὴν ταμπάτζα. Τότε ἔκλεισα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα μέσα. Μοῦ λέγει ἡ φαμελιά μου· «Τί νὰ σοῦ εἰπῶ, ἀδελφέ, ὅ,τι νὰ μιλήση κανένας, παίρνεις τὰ χέρια σου σὰν τὴ γάτα μὲ τὰ νύχια καὶ τοῦ ρίχνεσαι ἀπάνου καὶ τοῦ βγάζεις τὰ μάτια· καὶ δὲν ἀκοῦς κανέναν. Τὸ ἔκαμες αὐτὸ εἰς τ᾿ Ἄργος μὲ τὸν Ἀγουστίνο, ὅμως εἶχες τὸ σπίτι σου γιομάτο ἀνθρώπους κι᾿ ὅλον τὸ μαχαλά. Τὸ ἴδιον κ᾿ ἐδῶ μὲ τὸν Ἀρμασπέρη, ὁποῦ σὲ εἶχε τόσες ἡμέρες κλεισμένον ὅσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας. Τώρα, χωρὶς ἀνθρώπους, τί ῾ναι αὐτὸ ὁποῦ ἔκαμες; Κ᾿ ἐσὺ τώρα χάνεσαι κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι· νὰ σὲ ἀναθεματίσουμεν δὲν βγαίνει τίποτας. Ὁ Θεὸς σχωρέση ἐσέναν κ᾿ ἐμᾶς». Τότε βλέποντας αὐτείνη τὴν δυστυχία τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τῆς φωνὲς καὶ δαρμούς τους, μοῦ ῾ρθε ἀπὸ αὐτὰ ὅλα μία πικρὴ λύπη καὶ μοῦ εἶπε ὁ λογισμός μου πῆρα ἀθώους ἀνθρώπους εἰς τὸ λαιμό μου κ᾿ ἔγινα εἰς τὴν φαμελιά μου Κάις. Τότε χάνεται ὅλως διόλου ὁ λογισμός μου· καὶ ῾στὸ μυαλό μου τί στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριὰ ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ὁποῦ ἔγινα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τῆς εἰκόνες καὶ κάνω τὴν προσευκή μου καὶ λέγω· «Κύριε, βλέπεις σὲ τί κατάστασιν ἔφτασα. Ὁ μόνος σωτήρας εἶναι ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ ἐσπλαχνία σου ῾σ ἐμᾶς ὁποῦ κιντυνεύομεν καὶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα». Τότε ἡ ἄπειρη ἐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγαθότης τού μου ῾δωσε φώτισιν καὶ θάρρος. Πιάνω καὶ φκειάνω μίαν σημαία καὶ γράφω· «Ἐθνικὴ Συνέλεψη, Σύνταμα». Λέγω· «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας τοῦ σηκώνεται ἡ σημαία τῆς πατρίδος!» Καὶ τὴν εἶχα ἕτοιμη. Τελειώνοντας αὐτό, ἔφκειασα τὴν διαθήκη μου (ὅτι ἄλλαξα ἰδέα τὸ νὰ καγοῦμεν ὅλοι· εἶπα μπορῶ νὰ βγῶ ἔξω νὰ σκοτωθῶ. Τὸ λοιπὸν σκοτώνομαι ἐγὼ καὶ μένουν αὐτεῖνοι οἱ ἀδύνατοι. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ εἶναι θερία). Φκειάνω τὴν διαθήκη μου κ᾿ ἔβαλα καὶ κηδεμόνας τίμιους ἀνθρώπους. Τότε τὴν διαθήκη τὴν δίνω τῆς γυναικός μου καὶ τῆς λέγω· «Πάρ᾿ τὸ αὐτὸ τὸ χαρτὶ καὶ βάλ᾿ τὸ σὲ μίαν πέτρα ἀπὸ κάτου νὰ εἶναι σίγουρο, νὰ μὴν κάψουν τὸ σπίτι καὶ καγή· κι᾿ ἂν πάθω ἐγώ, νὰ τὸ ῾χετε ἐσεῖς καὶ ν᾿ ἀκολουθήσετε καθὼς γράφω». Μὲ φωνὲς καὶ δαρμοὺς τὸ πῆρε ἡ φαμελιά μου ὅλη καὶ τὸ ἔκρυψαν. Τότε ἡσύχασε ἡ ψυχή μου καὶ τὸ σῶμα μου ἔλαβε ἄλλη ψύχωσιν. Ὅτι μ᾿ ἔτυπτε ἡ συνείθησή μου δι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀδύνατους καὶ μ᾿ αὐτό μου φάνηκε ὅτι τοὺς δίκιωσα. Τότε συγύρισα ὅλα μου τὰ ὅπλα, τὰ ῾βαλα εἰς τὴν θέσιν τους. Κατέβηκα μὲ τὴν σημαία κάτου εἰς τὸ σπίτι καὶ εἶδα τί ἄνθρωποι μείναν· καὶ μέτρησα ὅλους ἑφτὰ καὶ τέσσερα παιδιά. Τότε τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἔκαμα αὐτὸ τὸ κίνημα ὅτι ἀδικέσασταν ἐσεῖς οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅλο τὸ ἔθνος ἀπὸ τῆς Κυβέρνησές μας καὶ εἶπα ἴσως καὶ μ᾿ αὐτὸ σώνονταν τὰ δεινά μας ὁλουνῶν τῶν Ἑλλήνων. Δὲν ἦταν τυχερόν. Ἔχομεν ἀκόμα ἁμαρτίες νὰ μᾶς παιδέψουν. Ἐμεῖς, ὂσ᾿ εἴμαστε ἐδῶ, εἴμαστε τώρα ἀδύνατοι καὶ οἱ ἄλλοι ὁποῦ μας ἔχουν κλεισμένους πολλοί· νὰ μὴν χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς ἀδίκως ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀνοίξω τὴν πόρτα νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰς τὸ λαιμό μου νὰ χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς. Κ᾿ ἐγὼ μένω εἰς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάβανον ἔχω τὴν σημαία ὁποῦ ῾φκειασα· καὶ ῾σ αὐτείνη ἀπάνου θέλω νὰ πεθάνω ὑπὲρ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου». Τότε, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πατρίδας, μὲ δάκρυα καυτερὰ θυμῶμαι ἐκείνη τὴν βραδειὰ καὶ τὴν ἀπάντησιν αὐτεινῶν τῶν γενναίων ἀντρῶν καὶ τῶν ἀθώων παιδιών· «Δὲν ἤρθαμεν εἰς τὸν γάμο σου νὰ χαροῦμεν, ἤρθαμεν νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πεθάνης ἐσὺ μὲ τὴν σημαίαν τῆς πατρίδος μας καὶ θρησκείας μας. Ἐσὺ τὴν θέλεις σάβανο καὶ δὲν τὴν θέλομεν ἐμεῖς; Θέλομεν νὰ ζοῦμεν εἵλωτες τῶν Μπαυαρέζων κι᾿ ἀλλουνῶν ὅμοιών τους, ὁποῦ μας καταδικοῦνε; Δὲν μετρηθήκαμεν νὰ φύγωμεν ὅσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν νὰ πεθάνωμεν· καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὅ,τι ὁδηγίες θὰ μᾶς πῆς ν᾿ ἀκολουθήσωμεν». Τοὺς ἀγκάλιασα καὶ τοὺς φίλησα, τοὺς ἔδωσα κι᾿ ἀπὸ ῾να» κρασί. Δοξάσαμεν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ὁδήγησα εἰς τῆς πόρτες κι᾿ ἄλλες θέσες, ὅποτέ μας ριχτοῦνε νὰ πεθάνομεν.<br />
Ἴσως μου τοὺς ἔστειλες ἐσύ, Λεωνίδα, ὅτι μείναν ὅταν σκοτώθης· ὅτι οἱ γενναῖοι αὐτοὶ καθαροὶ ἀπογόνοι σου – κ᾿ ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου ὑπὲρ τῆς πατρίδος σας σκοτωθήκετε καὶ τῆς θρησκείας σας – κ᾿ ἐμεῖς ῾σ αὐτὸ ἑτοιμαζόμαστε. Ἡ ἀγαθότη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης, τοὺς μωροὺς κάνει σοφούς, τοὺς σοφοὺς μωρούς, τοὺς ἀντρείους δειλούς, τοὺς δειλοὺς ἀντρείους, διὰ νὰ δοξάζεται ὁ πλάστης τοῦ παντός. Ἐκεῖ ὁποῦ τελειώσαμεν αὐτὰ κι᾿ ἑτοιμαζόμαστε νὰ πεθάνωμεν ἕντεκα, ὁ Θεὸς στέλνει καὶ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον πατριώτη τὸν Γιάννη Κώστα μ᾿ ἄλλους πέντε· κι᾿ ἀπὸ μέσα ἀπὸ αὐτοὺς – ὁ Θεὸς τοὺς στραβώνει καὶ δὲν τοὺς βλέπουν. Καὶ τοὺς ἀνοίγω καὶ μπαίνουν αὐτὰ τὰ ἕξι λιοντάρια. Σὲ ὀλίγον μὸ ῾ρχεται κι᾿ ὁ γενναῖος Κυργιάκος Ἀργυροκαστρίτης μ᾿ ἄλλους ὀχτὼ πατριῶτες του ἀπὸ τὸν Περαία· ὅτι τὸν εἶχα εἰς τὸν ὅρκον καὶ τοῦ παράγγειλα· καὶ τὸ ἴδιον στράβωσε τοὺς ἀπατεῶνες ὁ Θεὸς – μπῆκαν κ᾿ αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι ἄντρες ἄβλαβοι, οἱ ἀπόγονοί του Πύρρου. Σὲ κάνα δυὸ ὧρες ἔρχονται καὶ οἱ γενναῖοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὁ Γιαννάκη Σούλιος μὲ τὸν ἀδελφόν του Δημητράκη καὶ γαμπρὸ τοῦ Γκίτζα κι᾿ ὁ Μελέτης Παπαδάμη Κουντουργιώτης μὲ εἰκοσιπέντε ἀνθρώπους, καὶ μὲ μεγάλον κίντυνον τῆς ζωῆς τοὺς αὐτεῖνοι ὅλοι σώθηκαν μέσα, ὅτι τοὺς εἶδαν τὰ στρατέματα αὐτούς· τότε ἄρχισε τὸ ντουφέκι ἀπὸ τοὺς ἀναντίους, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὅλοι, οἱ εἰκοσιπέντε, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ οὔλους τους ἀναντίους ρίχτηκαν ὡς λιοντάργια· τοὺς ρίχτηκαν ἀπάνου τοὺς οἱ ἀναντίοι ὅλοι. Ρίξαν καὶ σκότωσαν μόνον ἕναν νωματάρχη. Αὐτὸς μόνον ἐσκοτώθη εἰς τὸ Σύνταμα· ὅτι ὅσα ῾νεργάγει ἡ Θεία Πρόνοια ἔτζι γένονται. Τότε μπῆκαν ὅλοι μέσα κι᾿ ἀνάψαμεν τὸ ντουφέκι καὶ οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω. Ὅμως ἐμεῖς δὲν θέλαμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας, ὅτι ἦτον ἀδελφοί μας κι᾿ ἐκεῖνοι. Τότε ντουφεκισμοὺς ἐμεῖς κι᾿ ἐκεῖνοι, κι᾿ ἀρχίσαμεν ἐμείς· «Ζήτω τὸ Σύνταμα κ᾿ ἡ Ἐθνικὴ Συνέλεψη!» Ἄρχισαν ἀπὸ τὸ κάστρο ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χα ὁδηγήση καὶ οἱ φωτιὲς ἀπὸ τὰ βουνά. Τῆς καμπάνες πῆγε ὁ προδότης δήμαρχος Ἀνάργυρος Πετράκης κι᾿ ὁ ἀστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης καὶ οἱ ὀπαδοί τους καὶ δὲν ἄφησαν νὰ βαρέσουν. Μάλιστα ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου, εἰς τὸν καφφενέ μου, καὶ γύρευαν μὲ προδοσιά, ὡς φίλοι, νὰ μὲ βγάλουν ἔξω νὰ μιλήσωμεν, νὰ μὲ πιάσουν μ᾿ ἀπιστιὰ νὰ μὲ δώσουν εἰς τοὺς φίλους τους. Αὐτὸ τὸ σκέδιον τ᾿ ἀπέτυχαν. Τότε κινήθη καὶ τὸ ταχτικὸν καὶ ἱππικὸν μὲ τὸν Καλλέργη καὶ Σκαρβέλη, ἀκούγοντας τοὺς ντουφεκισμούς μας, καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι. Εὐτὺς κι᾿ ἐγὼ ἄφησα τὴν ἀναγκαία φρουρὰ καὶ πῆγα κι᾿ ἐγώ. Βγαίνοντας ἔξω μ᾿ ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ πολίτες. Ἦρθαν κι᾿ ἀπὸ τὰ χωριά, ὁποῦ τοὺς εἶχα παραγγείλη. Καὶ μᾶς πῆραν εἰς τὰ χέρια ὅλους ὁ λαός. Χάλευαν νὰ μποῦνε ἀπὸ τὰ παλεθύρια εἰς τὸ Παλάτι. Τότε τοὺς μίλησα νά ῾χουν τὴν μεγαλύτερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν· «Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς δώση ὁ Βασιλέας μας ἐκεῖνο ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὸ αἷμα μας καὶ θυσίες μας, ὁποῦ τὸ καταπάτησε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. Οἱ Δύναμες τὸν ὁδήγησαν νὰ μᾶς δώση σύνταμα, ὅταν τὸν ἀναγνώρισαν βασιλέα μας καὶ ἦρθε ἐδὼ· καὶ ὑποσκέθη· κι᾿ ὡς σήμερον δὲν τὸ ῾βαλε ῾σ ἐνέργεια. Νὰ τὸ βάλη τώρα καὶ εἶναι Βασιλέας μας. Καὶ νὰ μᾶς κυβερνάγη συνταματικῶς. Δι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, σηκωθήκαμεν καὶ κιντυνέψαμεν, κι᾿ ὄχι νὰ κάμωμεν ἀταξίες· οὔτε εἰς τὸ περιβόλι νὰ μὴν πλησιάση κανένας καὶ πειράξετε οὒτ᾿ ἕνα φύλλο».<br />
Σᾶς λέγω, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, ὅτι ὁ εὐλογημένος ὁ λαὸς τῆς πρωτεύουσας δὲν βήκαν ἔξω ἀπὸ τὸν γενναῖον πατριωτισμό τους κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀπερίγραφη ἀρετή τους οὔτε μίαν τρίχα. Πέφταν μαντήλια τῶν ἀνθρώπων, ταμπακέλλες ἀσημένιες κι᾿ ἄλλα ῾σ ἐκεῖνον τὸν πληθυσμὸν κ᾿ ἔβαιναν ντελάλη καὶ φώναζε, καὶ τὰ ῾διναν ἐκεινῶν ὁποῦ τά ῾χασαν. Τ᾿ ἀργαστήρια ὅλα ἄνοιξαν καὶ κάναν τὴν δουλειά τους, ὁ ῾σπράχτορας ὁ δημοτικός του πήγαιναν χρήματα οἱ κάτοικοι ἀπὸ φόρους καὶ σύναζε ἀπὸ τὸ μεσημέρι καὶ πέρα. Ἀφοῦ πήγαμεν εἰς τὸ Παλάτι, τότε κατεβήκαμε εἰς τὸ κατάστημα τοῦ Συβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καὶ τοὺς συνάξαμεν ὅλους μὲ τὴν μεγαλύτερη προθυμίαν καὶ πατριωτισμόν. Στείλαμεν κι᾿ ἀνθρώπους βάρδιες εἰς τοὺς ὑπουργοὺς καὶ σὲ ὅλους τους σημαντικοὺς καὶ εἰς τὴν Τράπεζα καὶ σὲ ὅλα τὰ καταστήματα καὶ πρόσεχαν. Συνάζοντας ὅλοι οἱ Σύβουλοι τῆς Ἐπικρατείας μιλήσαμεν νὰ γένουν νέοι ὑπουργοί. Τότε ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ συντρόφοι μας, μὲ διορίζουν ἐμένα νὰ ἐκλέξω τοὺς νέους ὑπουργούς. Τότε ἀφοῦ συβουλεύτηκα μ᾿ ὅλους, ἔκλεξα τὸν Μεταξᾶ πρωτοϋπουργὸν καὶ τοῦ Ἐξωτερκοῦ, τὸν Λόντο τοῦ Στρατιωτικοῦ, τὸν Κανάρη τοῦ Ναυτικοῦ, τὸν Μελὰ τῆς Δικαιοσύνης, τὸν Σκινὰ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, τὸν Μανσόλα τῆς Οἰκονομίας, τὸν Παλαμήδη τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Ὁ Μεταξᾶς ἤθελε κι᾿ ὁ Λόντος νὰ βάλω καὶ τὸν Ζωγράφο, ἐγὼ δὲν θέλησα ὅτ᾿ ἦταν εἰς τὴν ὀργὴ τῶν ἀνθρώπων· ὅτ᾿ εἶναι ἄξιος ἄνθρωπος καὶ σύντροφός μας, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅμως ῾στὸν κόσμο εἶπα νὰ μὴ βάλωμεν ὑπόνοιες καὶ οἱ ἀναντίοι τοὺς ῾ρεθίσουν. Αὐτὸ στοχάστηκα καὶ δὲν τὸ ἔκαμα. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ αὐτείνη. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς ἐπικράθη πολὺ ἀναντίον μου.<br />
Ἀφοῦ ἔγιναν οἱ νέοι ὑπουργοὶ καὶ τοὺς ἀναγνώρισαν κι᾿ ὅλοι οἱ Σύβουλοι τῆς Ἐπικρατείας, τότε οἱ νέοι ὑπουργοὶ ἔφκειασαν ἕνα ἔνγραφο διὰ τὸν Καλλέργη κ᾿ ἐμένα νὰ τὸ ὑπογράψη ὁ Βασιλέας δι᾿ ἀσφάλειά μας, ἕνα εὐκαριστήριον ὅτι βαστάξαμεν τὴν ἡσυχίαν. Τότε πῆγαν εἰς τὸν Βασιλέα νὰ ὑπογράψη τὸ Σύνταμα κι᾿ αὐτό. Ἦταν καὶ οἱ Πρέσβες τῶν Δυνάμεων εἰς τὸ Παλάτι· καὶ τὰ ὑπόγραψε ὅλα· καὶ τοῦ ἔγινε ἕνα μεγάλο «ζήτω» ἀπ᾿ οὔλους τους πολίτες τῆς πρωτεύουσας. Τότε μαζώχτη πολὺς λαὸς ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ νησιά. Διὰ νὰ μὴν γένη καμμιὰ ἀταξία τοὺς σύναξα ὅλους ἔξω εἰς τὸν κάμπο καὶ τοὺς βάvω ἕνα λόγο, πὼς σηκώσαμεν τὴν ἀπανάστασιν, πὼς ἤμαστε εἰς τὸν ἀγώνα ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοί της περισσότερες φορές· πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν· κ᾿ ἔγινε γῆς Μαδιὰμ ἡ πατρίδα μας· καὶ τίποτας δὲν κέρδησαν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀνοησία μας καὶ κακία μας, ἐμᾶς κ᾿ ἐκεινῶν ὁποῦ μας κυβερνοῦσαν ἀρχὴ καὶ τέλος· ὅλο ἐφύλιους πολέμους κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες κάναμεν. Καὶ χάθηκαν εἰς αὐτὰ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν Τούρκων· «Ἰδού, ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πάλε ἔκαμεν τὸ ἔλεός του καὶ μᾶς ἔφερε μόνος του τὸ ἀγαθό του δῶρο καὶ μᾶς προστάτεψε κ᾿ ἐμᾶς καὶ τὸν Βασιλέα μας, οὔτε αὐτὸς ν᾿ ἀγαναχτήση ἀναντίον μας, οὔτε ἐμεῖς εἰς τὸν Βασιλέα μας. Καὶ φώτισε καὶ τὰ δυὸ μέρη εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ζήσωμεν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ ὡς πατέρας μὲ τὰ παιδιά. Διώχνομεν αὔριον καὶ τοὺς Μπαυαρέζους. Καὶ νὰ εἴμαστε γενναῖοι εἰς αὐτούς, νὰ μὴν θυμηθῆ κανένας πάθος ἀπὸ ῾μας νὰ πειράξη κανέναν, ἢ τὸν διατιμήση ὅσο νὰ πᾶνε εἰς τὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ. Τώρα ἐσεῖς ὅλοι οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι νὰ πάγη ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι τοῦ ν᾿ ἀφήση τ᾿ ἅρματά του, καθὼς τ᾿ ἄφησα κ᾿ ἐγὼ καὶ βαστῶ εἰς τὸ χέρι μου τὸ μπαστούνι μου, ὁποῦ βλέπετε· καὶ πῆρα τὸ σκαλιστήρι μου κ᾿ ἐργάζομαι εἰς τὸν κῆπο μου καὶ εἰς τ᾿ ἀμπέλι μου κ᾿ ἐλιές μου, ὅτι ζυγώνει κι᾿ ὁ τρύγος. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς εἰπῶ, ἀδελφοί». Σὲ δυὸ ὧρες δὲν ἔμεινε κανένας ἀπὸ αὐτούς.<br />
Φέραμεν καὶ πλοῖα καὶ μπαρκαρίσαμεν ὅλους τους Μπαυαρέζους. Τοὺς πῆγα εἰς τὸν Περαία, ὁποῦ εἶχαν Ἕλληνες ἀδικήση, κατατρέξη, χτυπήση – τοὺς μεταχειρίζονταν χερότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Δὲν στάθη τρόπος νὰ θυμηθῆ κανένας Ἕλληνας παραμικρὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ κατατρέξουν κανέναν. Τοὺς μπαρκαρίσαμε ὅλους καὶ πᾶνε εἰς τὴν δουλειά τους.<br />
Εἰς τῆς τρεῖς ἡμέρες παρουσιάστηκα εἰς τὸν Βασιλέα. Εἶπα καὶ τοῦ Γαρδικιώτη νὰ εἶναι παρών· ὅτι παρουσιάστη πρωτύτερα ὁ Καλλέργης καὶ γονάτισε ὀμπρός του καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ τὸν συχωρέση δι᾿ αὐτὸ ὁποῦ ἔκαμεν. Πῆρα τὸν Γαρδικιώτη καὶ παρουσιάστηκα. Τοῦ λέγω· «Βασιλέα, παρουσιάζομαι ὀμπρός σου καὶ μ᾿ ἕναν τρόπον μὲ τύπτει ἡ συνείθησή μου καὶ μ᾿ ἄλλον μ᾿ ἀφίνει ἥσυχον». Μοῦ λέγει ἡ Μεγαλειότης του· «Πὼς μὲ τὸν ἕναν τρόπον σὲ τύπτει ἡ συνείθησή σου καὶ μὲ τὸν ἄλλο σ᾿ ἀφίνει ἥσυχο; – Θὰ σοῦ κάμω τὴν ἐξήγησιν. Αὐτὸς ὁ τόπος, ἡ πατρίδα μας, ὁποῦ βασιλεύεις, ἦταν πρῶτα ρουμάνι· ὅτ᾿ εἶχε γένη βάλτος τόσα χρόνια· κ᾿ ἔκαμεν πολλὰ ἄγρια δέντρα καὶ παλιοχόρταρα· κ᾿ ἕνα μέρος ἀπὸ ῾μας τοὺς ντόπιους κι᾿ ἀπὸ τὰ ἔξω μέρη πολλοὶ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι πῆραν τὰ τζαπιά, τὰ τζεκούρια, τὰ φκυάρια· κ᾿ ἔκοψαν ὅλες αὐτὲς τῆς ἀκαθαρσίες καὶ δούλεψαν αὐτὸν τὸν τόπο καὶ δίνει τώρα ῾σοδήματα, καρποὺς καὶ φροῦτα ἀξιόλογα. Ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀγωνίστηκαν, ἀπὸ μέσα κι᾿ ἀπ᾿ ὄξω, λίγοι ἦταν καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι· κι᾿ ὅσοι μείναν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς γκεζεροῦν ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ μέσα τὰ σοκάκια αὐτεινῆς τῆς πατρίδας τους· καὶ οἱ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν ἀγωνιστῶν διακονεύουν· καὶ οἱ νειες τοὺς πατοῦνε οἱ διαφταρμένοι τὴν τιμὴ τοὺς στανικῶς νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι ἀγωνιστήκαμεν –εἰς τὸν καρπὸν πολλοὶ πλάκωσαν· καὶ παίρνουν τὸ ξύλο καὶ βαροῦνε τοὺς ἀγωνιστᾶς».<br />
«Ποτὲς δικαιοσύνη δὲν εἴδαμεν – κι᾿ ὅλο συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ σκοτωμούς. Χάθηκαν δι᾿ αὐτὰ τὰ καλύτερα παληκάρια κι᾿ ἔπαθε καὶ παθαίνει ἡ πατρίδα ὅσα δὲν ἔπαθε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Δὲν μπορέσαμεν νὰ ἰδοῦμεν κυβέρνησιν ἀπὸ τοὺς δικούς μας, ἠφέραμεν τὸν Καποδίστρια – κι᾿ αὐτὸς ἀναμέρησε ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη· δυὸ χρόνια μας κυβέρνησε ἀγγελικῶς, ὕστερα, τ᾿ ἀδέλφια τοῦ φταίγαν, αὐτὸς δὲν ξέρω. Ἐσκοτώθη αὐτός, διατιμήθη ἡ πατρίδα καὶ διατιμιέται ὡς τὴν σήμερον, ὅτι σκοτώθη ὁ ἀρχηγός της. Καλά, αὐτὸς ἐσκοτώθη – ἁπλὸς Ἕλληνας, δὲν τὸν ζήτησε κανένας. Ἂν σκοτωθῆς ἡ Μεγαλειότη σου, εἶσαι βασιλέας, θὰ σὲ ζητήσουνε οἱ ἄλλοι οἱ βασιλείς· τότε διατὶ νὰ χάσουμεν ἐσένα τὸν Βασιλέα καὶ τὴν πατρίδα μας; Τέσσερες φορὲς σὲ γλύτωσα ἐγὼ ἀπὸ τὸν σκοτωμό, μποροῦσε κι᾿ ἄλλος πολίτης νὰ σὲ γλυτώση ἄλλες τόσες. Τέλος μποροῦσαν κακοὶ ἄνθρωποι νὰ ῾περισκύσουνε καὶ νὰ γένη τὸ μεγάλο κακὸ αὐτὸ καὶ νὰ χαθῆς καὶ νὰ χαθοῦμεν. Δὲν σοῦ εἶπα ἐγὼ τί ἀδικίες κάνουν τῶν ἀγωνιστῶν; Καὶ γιόμωσαν οἱ χάψες ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστᾶς ἀδίκως, ἀπὸ τῆς φατρίες τῶν δικῶνε μας καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας; Καὶ πέθαιναν οἱ ἀγωνισταὶ ἐδῶ μέσα τὰ παλιοκλήσια ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία κι᾿ ἀπὸ τὸν βαρὺ χειμώνα; Δὲν ἄφησα τὸν μιστόν μου, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾μαι κι᾿ ἐγὼ δυστυχής, νὰ μεραστῆ εἰς αὐτούς; Ὅτι καθεμερινῶς μὲ καταβασάνιζαν οἱ ἄνθρωποι γυρεύοντάς μου ἐλεημοσύνη. Καὶ τὸ ἔβαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ τὸ ἀκολουθήσουν κι᾿ ἄλλοι ὁποῦ ῾χουν κατάστασιν, ν᾿ ἀφήσουν κ᾿ ἐκεῖνοι τὸν μιστὸν τοὺς ὅσο νὰ λάβη μέτρα ἡ Ἀντιβασιλεία, νὰ δικιώση τοὺς ἀγωνιστᾶς. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἀθῶον κίνημα ὁποῦ ἔκαμα τὸ ἔκαμαν ἔγκλημα ὁ Κωλέτης καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία καὶ θὰ μὲ πήγαιναν εἰς τὸ Παλαμήδι, καὶ ἡ Μεγαλειότη σου μὲ γλύτωσες. Δὲν σοῦ εἶπα ὁ Ἀρμασπέρης τί ἔκαμεν ἐδῶ μὲ τοὺς ὀπαδούς του, ὁποῦ γύμνωσαν τὸ κράτος σου, καὶ σοῦ ῾στειλα κι᾿ ἀναφορὰ ὅταν ἤσουνε εἰς τὴν Μπαυαρία, καὶ τὸ ῾μαθε ὁ Ἀρμασπέρης καὶ μὲ κιντύνεψε καὶ ἤμουν ρέστο ὅσο ὁποῦ κόπιασες; Αὐτὲς κι᾿ ἄλλες πλῆθος ἀδικίγες ἐγένονταν καὶ γένονται. Καὶ ἡ ἀγανάχτηση ἦταν εἰς τὴν Μεγαλειότη σου. Τότε καμπόσοι ἄνθρωποι μιλήσαμεν κ᾿ ἔγινε αὐτό, νὰ δώσης ἐκεῖνο ὁποῦ ῾χες ὑποσκεθῆ ὅταν κόπιασες. Δόξαζε τὸν Θεὸν ὁποῦ ἔγινε μὲ τὴν εὐλογία του, καὶ δὲν σοῦ πειράχτη ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ περιβόλι σου. Φύλαξες τὰ βασιλικά σου δικαιώματα καὶ τὸ ἔθνος ἀπόχτησε τὰ δικά του. Βάστα τὸν βασιλικόν σου λόγο καὶ τὴν ὑπογραφή σου, κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι ἄνθρωποι πεθαίνομεν διὰ τὸ νύχι σου εἰς τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ σου! – Μοῦ εἶπε, ἐγὼ θέλω βαστάξη ὅλα ὅσα ὑποσκέθηκα κ᾿ ὑπόγραψα». Τὸν ἐχαιρέτησα κ᾿ ἔφυγα.<br />
Ἡ νέα κυβέρνηση διάταξε νὰ γένουν εἰς τὸ Κράτος οἱ ἐκλογὲς τῶν πληρεξουσίων κατὰ τὸν πληθυσμὸν κάθε ἐπαρχίας. Διόρισαν κ᾿ ἐμένα πανψηφεῖ ἀπὸ τὴν πατρίδα μου Λιδορίκι κι᾿ ἀπὸ ῾δω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Εἶχαν εὐκαρίστησιν καὶ οἱ Ἀρτηνοὶ ὁποῦ ῾ναι εἰς τὴ Πάτρα κι᾿ ἀλλοῦ νὰ μὲ κάμουν. Μαθαίνοντας ὅτι ἔγινα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη διόρισαν τὸ Μόστρα καὶ τοῦ εἶπαν ν᾿ ἀγροικέται καὶ μ᾿ ἐμένα, νὰ πηγαίνωμεν σύνφωνοι. Ἡ γνώμη τοῦ Μεταξᾶ ἦταν νὰ βάλωμεν καὶ τὸν Λεβίδη καὶ Φιλήμονα, τοὺς τυπογράφους του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα ἀθώα νὰ μὴν πειράξωμεν τοὺς Ἀθηναίους καὶ τοὺς ἀγαναχτήσωμεν – νὰ τοὺς ἔχωμεν βοηθοὺς σὲ κάνα περιστατικόν, ὅτι πίσου εἶναι τὰ δεινά μας. Ἔμεινε ἡ καρδιά του εἰς αὐτό. Μπῆκε ὁ Καλλεφουρνᾶς, ὁ Βλάχος, ὁ Βρυζάκης κ᾿ ἐγώ. Οἱ πολίτες τῆς πρωτεύουσας ὅλοι πρόσφεραν χρήματα νὰ φκειάσουν δυὸ σπαθιὰ τοῦ Καλλέργη κ᾿ ἐμένα. Ἐγὼ εἶπα ἂς φκειάσουν δυὸ σπαθιὰ καὶ νὰ γράψουν ὅλα τὰ ῾νόματα τῶν ἀξιωματικῶν ὁποῦ λάβαν μέρος εἰς τὴν μεταβολὴ καὶ νὰ τ᾿ ἀφιερώσουν σὲ μίαν ἐκκλησία. Συνάχτη καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον κ᾿ ἔκαμεν μίαν πράξη – ἤμουν ἐγὼ πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου – μὲ διόρισαν ἀρχηγόν τους, τῶν Ἀθηναίων, καὶ ὑποαρχηγοὺς τὸν Γιάννη Κώστα καὶ Καλλεφουρνά. Ἔγινε καὶ πράξη – εἰς τὸ σπίτι μου, ὁποῦ ἄρχισε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ κίνημα τοῦ Συντάματος, ῾σ ἐκείνη τὴν πιάτζα ὁποῦ ῾ναι μπροστὰ εἰς τὸ σπίτι μου καὶ Νοσοκομεῖον, νὰ γένη ἕνα τρόπαιον καὶ νὰ γραφτοῦν ὅλα τὰ ῾νόματα· καὶ νὰ λέγεται κι᾿ ὁ δρόμος αὐτὸς ὁδὸς Μακρυγιάννη. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ἂς ξοδιαστοῦν τὰ χρήματα ῾σ ἐκεῖνο τὸ τρόπαιον, ἢ ἂς γένη ἕνα ῾στὴν πιάτζα τοῦ Παλατιοῦ. Αὐτεῖνοι δὲν θέλησαν σὲ κάνα μέρος. Ἔφκειασαν ἕνα σπαθὶ τοῦ Καλλέργη, καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ χρήματα τὰ ῾φαγε ὁ Λεβίδης. Βοηθοῦσαν τὸν Καλλέργη ὅτ᾿ ἦταν τὸ σύστημά τους. Ἄρχισαν νὰ φατριάζωνται – τὰ παλιὰ συνειθισμένα. Τότε, σὰν δὲν θέλησα νὰ γένη ὁ Ζωγράφος ὑπουργός, διὰ τὰ αἴτια ὁποῦ σημείωσα, κι᾿ ὁ Λεβίδης κι᾿ ὁ Φιλήμονας πληρεξούσιοι τῶν Ἀθηνῶν, ἄρχισαν νὰ μὲ βαροῦν μὲ τοὺς τύπους τους. Πάγω μίαν ἡμέρα εἰς τὸν Μεταξά, ἦταν κι᾿ ὁ Καλλέργης, τοὺς λέγω· «Τί μὲ βαροῦνε ἀδίκως αὐτεῖνοι οἱ τύποι τῆς συντροφιᾶς μας;» Ὁ κύριος Μεταξάς μου ἀποκρίνεται θυμωμένος καὶ μοῦ λέγει· «Ὅποιος δὲν τοῦ ἀρέση ἂς κάμη ὅπως θέλη. – Τοῦ λέγω, αὐτὸν τὸν λόγο θὰ σοῦ τὸν ἔλεγα ἐγὼ ὁ στρατιωτικὸς καὶ νὰ τὸν χωνέψης ἐσὺ ὁ πολιτικός. Ἂς γένω ἐγὼ ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ ἐγώ. Τί στοχάζεσαι, κύριε Πρωτοϋπουργέ, ὅτι τελείωσαν τὰ δεινά μας καὶ ῾νεργάτε διχόνοιες; Πρέπει νά ῾χετε περισσότερη ἀρετὴ καὶ γνώση. Θὰ μᾶς κιντυνέψη ἐκεῖνος ὁποῦ πήγαμεν καὶ τὸν κλείσαμε μέσα εἰς τὸ παλάτι τοῦ κ᾿ ὑπόγραψε στανικῶς τὸ Σύνταμα. Θὰ μᾶς κιντυνέψουν δικοί μας ἀντίζηλοι, θὰ μᾶς κιντυνέψουν οἱ ξένοι – ὅτι τὸ Σύνταμα τὸ δικό μας εἶναι ξεβράκωτο – κι᾿ ἅς σας ποτίζουν σαμπάνιες τώρα καὶ συχνὰ τραπέζα ὁποῦ τρῶτε. Ἐγώ, καὶ μὲ προσκάλεσαν τόσες φορές, δὲν ζύγωσα εἰς κανέναν, οὔτε θὰ ζυγώσω ποτές. Τὸ δίχτυ ὁποῦ ῾ρριξα ἐγὼ κι᾿ ἀγωνιζόμουν τόσα χρόνια – τὸ ψάρι ὁποῦ ῾θελα τὸ ῾πιασα· δὲν ματαζυγώνω σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ξέρω πόση ἀρετὴ θυσιάζει καθένας διὰ τὴν πατρίδα μου καὶ πόση θὰ θυσιάση καὶ εἰς τὸ ἑξῆς. Αὐτὰ εἶναι ὅλα, κόντη μου, κι᾿ ἄλλη βολὰ δὲν ματαζυγώνω εἰς τὰ᾿ ἀρχοντικό σου». Τότε μετανόησε καὶ πῆρε τὴν συχώρεση· κ᾿ ἔμεινα εἰς τὴν φιλία μας μὲ τὴν ἴδια ῾λικρίνεια ὁποῦ εἶχα. Ὅμως τὸ πρόβατο εἶναι πρόβατο καὶ σὲ μαντρὶ ζῆ, καὶ τὸ γουρούνι πάντοτες γουρούνι καὶ εἰς τὰ ξένα σοκάκια γκεζεράγει.<br />
Ἦρθε κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, ὁποῦ ἦταν πρέσβυς εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Πῆγα τὸν εἶδα, ἦρθε καὶ εἰς τὸ σπίτι μου. Εἶναι εὐκαριστημένος πολὺ διὰ τὴν μεταβολὴ ὁποῦ ῾γινε. Ἦρθε κι᾿ ὁ Κωλέτης, ὁποῦ ἦταν πρέσβυς εἰς τὴ Γαλλία. Πῆγε εἰς τὸν Βασιλέα· ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου. Τοῦ εἴπα· Κύριε Κωλέτη, ἐξ ἀρχῆς ἤμασταν στενοὶ φίλοι. Ὕστερα μαλλώσαμεν διὰ τὴν πατρίδα μας. Ὅτι πόσα καλὰ καὶ κακὰ τῆς κάμαμεν τὰ γνωρίζεις καὶ τὰ γνωρίζω· καὶ δι᾿ αὐτὸ γγιχτήκαμεν. Τώρα ὁποῦ κόπιασες νὰ θυσιάσης ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, ὅτι ἠλικιώθης, καζάντησες καὶ δοξάστης ἀπὸ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Ἤσουνε σὲ ἕνα φωτισμένο ἔθνος τόσα χρόνια πρέσβυς, εἶδες πὼς διοικοῦν τὴν πατρίδα τοὺς ἐκείνοι· νὰ διοικήσης κι᾿ ἐσὺ συνφώνως μὲ τὸν Μεταξά, μὲ τὸν Μαυροκορδάτο κι᾿ ἄλλους νὰ γένωμεν κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας. Πάψετε εἰς τὸ ἑξῆς τῆς διχόνοιες ἀναμεταξύ σας καὶ νὰ μονοιάσωμεν ὅλοι. Τοῦτο ὁποῦ ῾γινε, τὸ Σύνταμα, δὲν εἶναι ἔργο οὔτε τοῦ Μεταξά, οὔτε ἐμένα, οὔτε τῶν ἀλλουνῶν, εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ· ἐλυπήθη αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο ἔθνος, ὁποῦ ῾χυσε τόσα αἵματα ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ συντάματα. Δὲν εἶναι τοῦτο τὸ Σύνταμα σὰν τὰ δικά μας, ὁποῦ χάνονταν τόσοι ἄνθρωποι καὶ γυμνώνονταν οἱ κάτοικοι ἀπὸ πλούτη καὶ τιμή. Ἐκεῖνα ἦταν δικά μας συντάματα· τοῦτο εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μάτωσε μύτη, οὔτε πειράχτη κανένας ἄνθρωπος σὲ ὅλο τὸ Κράτος. Συνακουστῆτε ὅλοι νὰ κάμωμεν φρόνιμη Συνέλεψη, νὰ σωθοῦν τὰ δεινά της πατρίδος καὶ τοῦ Βασιλέα μας. Κᾶμε πράματα καλὰ νὰ σὲ συχωρᾶνε οἱ πατριῶτες σου· ἂν κάμης κακά, θὰ χ… εἰς τὸ μνῆμα σου – καὶ εἰς τὸ δικό μου, ἂν κάμω κακά». Ὑποσκέθη ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εἶναι καθαρὸς πατριώτης κ᾿ ἐπιθυμάγει τὴν ἕνωση καὶ μὲ τὸ Μεταξᾶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους.<br />
Οἱ νέοι κυβερνῆται μας ἄρχισαν νὰ διαιροῦνται κι᾿ ἀπὸ τὰ δικά τους αἰστήματα κι᾿ ἀπὸ τῶν ξένων τὴν ἀρετὴ καὶ νιτερέσια τους. Τὰ τραπέζια ὁποῦ κάνουν οἱ πρέσβες τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας καὶ οἱ ἄλλοι καὶ τὰ καθεμερινὰ προσκαλέσματα ῾στοὺς πληρεξούσιους – ἕνας τους ἀφίνει, ὁ ἄλλος τοὺς προσμένει – αὐτὰ τὰ τραπέζια πολὺ γλύκαναν τοὺς συντρόφους μας καὶ καταξοχὴ τὸν Λόντο καὶ Καλλέργη. Κι᾿ ὁ Παλαμήδης πολὺ ἀχαραχτήριστος κι᾿ αὐτός· στάθη τὸ σκάνταλο σὲ ὅλους. Καὶ εἰς τὸ Κράτος δὲν γράφει νὰ γένωνται οἱ ἐκλογὲς κατὰ τὸν πληθυσμὸν τοῦ κάθε μέρους. Ἀφοῦ ἦρθε ὁ φίλος του ὁ Κωλέτης καὶ ἡ θέληση τοῦ Πισκατόρη – ἄλλαξαν τὰ μυαλά του καὶ γράφει εἰς τὸ Κράτος «κάμετε καὶ μία καὶ δυὸ καὶ τρεῖς ἐκλογές». Κι᾿ αὐτὰ εἶναι μπερμπάντικα πράματα. Θέλει αὐτὸ τὸ Σύνταμα νὰ τὸ καταπατήση μὲ τῆς συβουλὲς τοῦ παλιοῦ του φίλου Κωλέτη, σὰν ἐκεῖνα τὰ συντάματα τὰ περασμένα, ὁποῦ ἀφανίζονταν ὅλος ὁ τόπος. Καὶ τοῦτοι οἱ δυὸ ὁποῦ ῾ρθαν τώρα, Κωλέτης καὶ Μαυροκορδάτος, ῾σ ἐμᾶς κάνουν τὸν φίλο κι᾿ ἀπόξω μὲ τοὺς ντόπιους φίλους του καὶ μὲ τοὺς Πρέσβες ῾νεργούνε νὰ κάμουν κόμματα καὶ φατρίες – αὐτὰ μαθαίνομεν. Καὶ εἶπα τοῦ Μεταξᾶ κι᾿ ἀλλουνῶν νὰ ῾μπη κι᾿ ὁ Κωλέτης εἰς τὴν Κυβέρνηση κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος καὶ μὲ χίλιες προσπάθειες τρόμαξαν νὰ δεχτοῦνε. Ἄρχισαν νὰ ὑποκινοῦν συχνὲς ὀχλαγωγίες, νὰ διατιμοῦν τοὺς παλιοὺς ὑπουργοὺς καὶ πηγαίνω καθεμερινῶς καὶ διαλῶ αὐτὸ μὲ λόγια πατριωτικά. Καὶ οἱ εὐλογημένοι οἱ πολίτες τῆς πρωτεύουσας, ἀφοῦ ἀκοῦνε πατριωτικὲς συβουλές, μ᾿ ἀκοῦνε καὶ διαλυῶνται.<br />
Ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης ῾ρέθισε τοὺς στρατιωτικοὺς κι᾿ ἄλλους πολλοὺς μ᾿ ἐπίβουλον σκοπόν. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ῾μαθε ἡ Κυβέρνηση καὶ μίλησε μὲ τὸν Βασιλέα δι᾿ αὐτόν. Καὶ τὸν ἀπόβαλε ὁ Βασιλέας ὁποῦ τὸν εἶχε ῾πασπιστή. Ζήτησε ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸν ἔκαμεν ἐξορία διὰ τὴν Μπαυαρία, κι᾿ ὅσο νὰ κατεβῆ κάτου εἰς τὸν Περαία συντροφιασμένος μὲ τὸν Τζαβέλα, ὑποκίνησαν τὸν λαὸν οἱ ἀνόητοι καὶ κόντεψαν νὰ τοὺς σκοτώσουν εἰς τὸν δρόμον καὶ τοὺς δυό. Καὶ εἶχαν ἑτοιμάση ἀνθρώπους καὶ εἰς τὸν Περαία, κι᾿ ἐκεῖ πάθαν τὰ ἴδια. Καὶ γύρισαν ὀπίσου· καὶ κρυφίως εἰς τοὺς Τρεῖς Πύργους μπαρκαρίστη ὁ Γενναῖος κι᾿ ἐσώθη. Ἐγὼ ἤμουν ἀστενής· μαθαίνοντας αὐτὰ μίλησα φρόνιμα σὲ πολλούς· «δὲν εἶναι καλὴ ἡ ὀχλαγωγία· σήμερα τὸ κάνουν αὐτεινῶν κι᾿ αὔριο θὰ τὸ πάθωμεν ἐμεῖς». Ἤθα κάμουν ἐξορία καὶ τὸν Γαρδικιώτη, καὶ τὸν πῆρα ἀπάνου μου καὶ δὲν ἄφησα νὰ τοῦ κάμουν τίποτας.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-33313013933129882292011-03-25T12:30:00.001-07:002011-10-25T12:20:46.061-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 6<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἡ περὶ τοῦ συντάγματος συνωμοσία. - Ἔναρξις καὶ τρόπος μυήσεως συνωμοτῶν ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Παρασκευὴ πρακτικοῦ ὁρκωμοσίας τῶν μυουμένων. - Συστηματικὴ διάδοσις τῆς ἰδέας καθ᾿ ἅπαν τὸ κράτος. - Μύησις τοῦ Μαυροκορδάτου. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ. - Ὑποψίαι τῆς κυβερνήσεως κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐπιτήρησις αὐτοῦ. - Διατριβὴ αὐτοῦ κατὰ τοῦ ὑπουργοῦ Δημ. Χρηστίδου. - Εἰσαγωγὴ αὐτοῦ εἰς δίκην. - Μύησις τοῦ Ἀνδρέου Μεταξᾶ. - Γνωριμία τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Γάλλου περιηγητοῦ Malherbe. - Ἐχθρικοὶ διαθέσεις τῆς Τουρκίας κατὰ τῆς Ἑλλάδος. - Διαγωγὴ τοῦ ἀνακτοβούλου Γκρὰφ πρὸς χήραν ἀγωνιστοῦ. - Ἔντασις τῶν ὑπὲρ τῆς συνωμοσίας ἐνεργειῶν. - Διαγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὰ διάφορα πολιτικὰ κόμματα. - Θαυμαστὴ διαφύλαξις τοῦ μυστικοῦ της συνωμοσίας. - Ὄνειρον τοῦ Μακρυγιάννη. - Κίνδυνος ἀποκαλύψεως τῆς συνωμοσίας. - Πρόωρος ἀπόφασις τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν αὐτῆς περὶ ἐνάρξεως τοῦ κινήματος. - Ἀντίστασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Προδοσία τοῦ μυστικοῦ. - Ἀποσόβησις τοῦ κινδύνου. - Ἀναβολὴ τοῦ κινήματος. - Ἕτερον ὄνειρον τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀνακάλυψις τῆς συνωμοσίας. - Ἀποσόβησις καὶ πάλιν τοῦ κινδύνου.</i><br />
<hr />
Φκειάνοντας τὰ κάδρα τοῦ πολέμου ἔρχονταν ἀγωνισταὶ καὶ μὸ ῾λεγαν· «Τ᾿ εἶναι αὐτὰ τὰ κάδρα;» Τοὺς ἔλεγα· «Ὁ τάδες ὁ πόλεμος, ὁ τάδες, ὁποῦ ἀγωνιζόσασταν ἐσεῖς καὶ πληγωνόσαστε διὰ νὰ ἰδῆτε τὴν πατρίδα σας ἐλεύτερη». Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν καὶ τῆς πέτρες· καὶ ὕστερα ἄλλος κουβάλαγε χώματα, ἄλλος πέτρες, ἄλλος ἔκανε χωράφι. Ἄλλος ἀναστέναζε κι᾿ ἄλλος ἔκλαιγε. Τοῦ ἔλεγα τοῦ κάθε ἑνοῦ· «Μὴν κλαῖς καὶ εἶναι τρόπος νὰ γελάσης ἐσὺ καὶ γενικῶς ἡ πατρίδα». Τὸν ἔπαιρνα εἰς τὸ σπίτι τρώγαμεν. Τότε τοῦ ἔλεγα· «Νὰ σοῦ μιλήσω φοβῶμαι ἀπὸ τὴν τζελατίνα τῶν Μπαυαρέζων, μὲ κόβουν». Τὸν ὅρκιζα, τοῦ ἔλεγα πὼς νὰ ἑνωθοῦμεν· νὰ μιλῇ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον καὶ νὰ ὁρκίζωνται κ᾿ αὐτεῖνοι. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ὤρκισα ῾σ οὖλο τὸ κράτος· κι᾿ ὅλο ποτίζονταν αὐτό. Κι᾿ ὁ Θεὸς τὸ εὐδοκιμοῦσε χωρὶς νὰ βγῆ κάνας προδότης, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία εἶχε ξερὲς ὑποψίες. Κι᾿ ἀλλουνοῦ τοῦ ἔλεγα πὼς φροντίζομεν διὰ τὰ ἔξω, κι᾿ ἀλλουνοῦ διὰ τὰ μέσα, νὰ γένουν νόμοι κ᾿ Ἐθνικὴ Συνέλεψη. Κι᾿ ὅποιος ἤθελε τὰ ἔξω αὐτὸν τὸν ψύχωνα διὰ ἐκεῖνο. Τοιούτως ἀκολούθησα ὡς τὰ 1840.<br />
Τότε συλλογίστηκα νὰ φκειάσω ἕναν ὅρκον νὰ τὸν ὑπογράφωμεν, ἐπειδήτις καὶ εἶδα ἄλλος ἦταν Κυβερνητικός, ἄλλος Συνταματικός, ἄλλος Ἄγγλος, ἄλλος Γάλλος, ἄλλος Ροῦσσος καὶ τὰ ἑξῆς. Ἔπαιρνα ἀπὸ κάθε πολιτεία ἕνα-δυὸ τρεῖς Συνταματικοὺς κι᾿ ἄλλους τόσους Κυβερνητικοὺς καὶ τοὺς ἔνωνα· κ᾿ ἐκεῖνοι ἕνωναν τοὺς συμπολίτες τους. Ὁ ὅρκος ἤταν· «Νὰ μὴν εἴμαστε οὔτε Συνταματικοί, οὔτε Κυβερνητικοί, οὔτε σὲ ξένη δοξασία Ἄγγλοι, Γάλλοι, Ροῦσσοι. Νὰ τοὺς σεβώμαστε αὐτοὺς ὅλους διὰ τὴν εὐεργεσίαν τους – καὶ νὰ μᾶς ἀφήσουν ἥσυχους ἐμᾶς καὶ τὸν Βασιλέα μας».1 Μὲ τῆς ὑπογραφὲς ἐπῆρα ἀνθρώπους ἀπ᾿ οὖλο τὸ κράτος κι᾿ ὁ καθεὶς ἀπὸ ἐκείνους κατήχαγε κι᾿ αὐτός. Ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν δευτέρα τάξη, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Τὴν πρώτη τάξη ὁποῦ φοβώμουν, ὅτι ἦταν μπερδεμένοι μὲ τοὺς ξένους, τοὺς ὅρκιζα τὸν ἴδιον ὅρκον, ὅμως χωρὶς ὑπογραφή· καὶ ἤμασταν οἱ δυό, ὄχι ἄλλος παρών. Οἱ ὁπλαρχηγοί, οἱ πρῶτοι, πήγαινε ὁ καθεὶς εἰς τὴν πατρίδα του καὶ κατήχαγε τοὺς συνπολίτες του, ὁποῦ ῾χε ῾μπιστοσύνη. Καὶ τοιούτως ὀργανίστη ὅλο τὸ κράτος. Ἀφοῦ ὁ Μαυροκορδάτος ἀπαρατήθη κ᾿ ἔδειξε φιλελεύτερα αἰστήματα, τὸν μπιστεύτηκα καὶ τὸ ῾δειξα τὸ σκέδιον, χωρὶς ὑπογραφή, καὶ τὸν ὅρκισα νὰ μὴν μὲ προδώση· τὸν ρώτησα ἂν εἶναι καλό, νὰ βαίνω ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ὑπογράφω. Τοῦ εἶπα ὅτι δὲν ἀρχίνησα ἀκόμα. Ὁρκίστη νὰ φάγη τὰ παιδιὰ τοῦ ἂν τὸ προδώση κι᾿ ἂν δὲν εἶναι Ἕλληνας κι᾿ ὄχι ῾σ ἄλλη δοξασία ξένη. Τότε διατάχτη ὁ Μαυροκορδάτος νὰ πάγη πρέσβυς εἰς Κωσταντινόπολη. Τοῦ εἶπα νὰ πάγη πρῶτα ν᾿ ἀνταμώση τὸν Βασιλέα πρὶν φύγη καὶ νὰ τοῦ εἰπῆ τὴν ἄχλια κατάστασιν τῆς πατρίδος – κι᾿ αὐτὸς πηγαίνει μὲ εὐκαρίστησίν του ἐκεῖ ὅπου διατάχτη. Μοῦ τὸ ὑποσκέθη καὶ ὕστερα μετάνοιωσε. Τοῦ εἴπα· «Οἱ πατριῶτες σου μένουν πολλοὶ νηστικοὶ κ᾿ ἐσένα σὸ ῾καμαν συνεισφορὰ τόσες χιλιάδες δραχμές· καὶ πάλε πλερώνεσαι καλὰ ἐκεῖ ὁποῦ πᾶς – καὶ ἡ πατρίδα δυστυχεῖ· καὶ δὲν πηγαίνεις νὰ μιλήσης; Πῆγα μίλησα ἐγὼ· νὰ πᾶς καὶ τοῦ λόγου σου, ὕστερα νὰ πάγη κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ἄλλοι πατριῶτες νὰ σώσουμεν τὴν πατρίδα». Πῆγε καὶ μίλησε πολλά. Καὶ πῆγαν κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Πηγαίνοντας πάλε κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸν Βασιλέα τοῦ μίλησα τὴν ἄχλια κατάστασιν καὶ τῆς μεγάλες κατάχρησες τῶν ὑπαλλήλων – κι᾿ ὅλο τὸ κράτος τὸ ρήμαξαν. Αὐτὸ μαθαίνοντας οἱ ὑπουργοὶ καὶ καταξοχὴ ὁ Χρηστίδης ἄρχισε νὰ μὲ πειράζη. Μοῦ βάνει κατασκόπους εἰς τὸ σπίτι μου νὰ μαθαίνη τί κάνω καὶ ποιὸς μπαίνει. Αὐτὸ βλέποντας ἐγώ, ἔφκειασα μίαν ἔκθεσιν καὶ τὴν ἔβαλα εἰς τὸν τύπον. Τότε ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει ν᾿ ἀναιρέσω ὅσα ἔγραψα. Τοῦ εἶπα ὅτι θὰ προσθέσω ἀκόμα κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀναιρέσω· ὅτι ἡ πατρίδα θέλει ἀρετὴ κι᾿ ὄχι κατασκόπους. Μὲ φοβέρισε πολύ. Γύρεψαν νὰ μὲ κρίνουν εἰς τὸ Στρατιωτικὸν Δικαστήριον. Τοὺς εἴπα· «Τὴν ἔκθεσιν τὴν ἔκαμα ὅταν σκάλιζα τὸν κῆπο μου ὡς γιωργός, δὲν τὴν ἔκαμα ὡς στρατιωτικός». Ζήτησα καὶ κρίθηκα εἰς τὸ πολιτικὸν δικαστήριον. Ἦταν μαζί μου δεκαπέντε συνηγόροι κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ ῾σαγγελέας. Καὶ τὸ δικαστήριον γιομάτο ἔξω καὶ μέσα. Καὶ οἱ περισσότεροι ἀκροαταὶ κλαίγαν, ὅταν μὲ ῾περασπίζονταν οἱ συνηγόροι. Μίλησα καὶ μόνος μου. Τότε αὐτεῖνοι ὅλοι φαρμακώθηκαν διατὶ δὲν μὲ καταδίκασαν. Σὲ ὀλίγον καιρὸν ῾νεργούνε καὶ φέρνουν κλέφτες ἀπόξω τὸ σπίτι μου εἰς τῆς Κολῶνες τοῦ Ὀλυμπίου Διός, κι᾿ ἀρχίνησαν τοὺς ντουφεκισμούς. Καὶ εἶπαν ὅτι τοὺς ἤφερα ἐγώ. Κ᾿ ἐγὼ ἂν ἤξερα ἀπὸ αὐτὸ τίποτας, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος. Χάρη εἰς τὸν Βασιλέα – ἔμαθε τὸ δίκιον καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ γλύτωσα.<br />
Εἶδα ὅτι ἡ Κυβέρνησή μας ἔφυγε ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη. Τότε ἔπρεπε ὁ κάθε ἀγωνιστὴς νὰ προσέχη διὰ τὴν πατρίδα του καὶ τοῦ λόγου του νὰ μὴν κυβερνιέται μὲ τὸ «ἔτζι θέλω». Ἀφοῦ κατήχησα ὅλο τὸ κράτος μὲ τῆς ὑπογραφές, ἔκρινα εὔλογον νὰ βάλω καὶ πολιτικοὺς εἰς τὴν πρωτεύουσα. Κανένας ἄλλος δὲν ἦταν νὰ εἶχα ῾μπιστοσύνη – ὁ Μεταξᾶς, ὅτι ἔδειξε καὶ χαραχτήρα εἰς τὴν προεδρία τοῦ Μαυροκορδάτου. Τότε ὁρκιζόμαστε ὅτι νὰ κάμωμεν Ἐθνικὴ Συνέλεψη καὶ Σύνταμα, νὰ διοικιώμαστε τοιούτως. Κι᾿ ἂν ὁ Βασιλέας ὑπογράψη, νὰ ἤμαστε ὑπέρ του, ἂν δὲν ὑπογράψη, νὰ τοῦ εἴμαστε ἀναντίοι, ὅτι τότε θὰ μᾶς σκοτώση. Σὲ αὐτὰ ὅλα μείναμεν σύνφωνοι μὲ τὸν Μεταξᾶ κ᾿ ἔδειξε μεγάλον πατριωτισμὸν καὶ πολλὴ ἐμπιστοσύνη ῾σ ἐμένα – χωρὶς ἐγὼ νὰ τοῦ εἰπῶ ὅτι ῾νεργούσα καὶ πρωτύτερα κι᾿ ὅτι γράφω κι᾿ ἀνθρώπους, ὅτι ἔχει ξένες σκέσες καὶ δὲν ξέρω τί μπορεῖ νὰ γένη. Τοῦ εἶπα νὰ μιλῆ, νὰ συνδένεται καὶ μὲ τοὺς πολιτικούς τους τίμιους, ὁποῦ ῾ναι ἐδῶ εἰς πρωτεύουσα, καὶ μιλῶ κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅσους γνωρίζω. Καὶ τοὺς ὅρκιζα καὶ τοὺς ἔστελνα τοῦ Μεταξά. Τὰ πράματα τῆς πατρίδος πήγαιναν εἰς γκάγκραινα. Τηρᾶτε ὅλες της ῾φημερίδες – μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾ναι καὶ καμπόσες παθητικὲς καὶ φατριαστικές, ἀλλὰ εἶναι καὶ τίμιες – κι᾿ ἀρχὴ ὡς τέλος βλέπετε τὴν ἄχλιάν μας κατάστασιν. Ὅτι ἡ δυστυχὴς πατρίδα ποτὲ δὲν εἶδε πατρικὴ Κυβέρνησιν διὰ νὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας καὶ διὰ νὰ μὴν χάσουνε κι᾿ αὐτὸν τὸν Βασιλέα οἱ ξένες κρεατοῦρες. Κάθε εὐαίστητος πατριώτης ἔπρεπε νὰ προσέχη, ὅτι ὁ χαμὸς αὐτεινοῦ θὰ ἦταν καὶ χαμὸς τῆς πατρίδος.<br />
Εἰς τὰ 1842 οἱ Τοῦρκοι ὁδηγημένοι ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς ἤθελαν νὰ κινηθοῦν ἀναντίον μας μὲ μεγάλες ἑτοιμασίες, ὅτι δὲν ἐκλίναμεν εἰς τὴν συνθήκη τοῦ Ζωγράφου· κι᾿ ἄλλες τοιοῦτες πρόφασες. Οἱ πρέσβες φέρναν τὸν κατακλυσμὸν διὰ τὸν χαμό μας· κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ μας κυβερνοῦσαν ξεψυχησμένοι, Μπαυαρέζοι Γκράφης, Ἔς, Σπὶς κι᾿ ἄλλοι τοιοῦτοι, κι᾿ ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ Βλαχόπουλος ὑποστράτηγος μὲ τὴν ἴδια γενναιότητα, Ὅλοι αὐτεῖνοι, Ἀντιβασιλεῖς καὶ ὑπουργοὶ ξεψύχησαν. Ἀφοῦ εἶδα αὐτό, πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τοὺς Ἀντιβασιλεῖς καὶ ὑπουργοὺς καὶ τοὺς μίλησα. Καὶ στείλαν κανόνια, ἀσκέρι, κι᾿ ἄλλες πολλὲς ἑτοιμασίες εἰς τὰ σύνορα. Ὅταν εἶδαν αὐτὰ οἱ Πρέσβες εἶπαν τῶν Τούρκων νὰ γυρίσουν ὀπίσου, τὸ ἴδιον κ᾿ ἐμᾶς, νὰ μὴν ἀνοίξη δυστύχημα.<br />
Εἰς τὸν Ἀντιβασιλέα τὸν Γκράφη πῆγε μία ἡμέρα ἑνοῦ πρωταγωνιστῆ ἡ γυναίκα κ᾿ ἔκλαιγε τὴν γύμνειά της, τὴν πείνα της, τὴν δική της καὶ τῶν ἀρφανῶν της. Ὁ Ἀντιβασιλέας ὁ Γκράφης ὅταν ἄκουγε δικαιώματα, δὲν «εἶχε τὸ ταμεῖον». Πῆγε ἡ γυναίκα χίλιες φορὲς καὶ τὴν περίπαιζε. Ὕστερα σὲ πεθαμένον ἄνθρωπον ἔκαμε τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ τῆς ἔδωσε τὴν ἀνταμοιβὴ – ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ ἀντρός της καὶ συγγενῶν της – κι᾿ ἀγόρασε παπούτζια· καὶ πῆρε καὶ τὸν ναῦλον της καὶ πῆρε τ᾿ ἀρφανά της καὶ πάει εἰς τὴν δυστυχίαν της. Δυστυχισμένη Ἑλλάς, δυστυχισμένοι Ἕλληνες! Ἀναθεματισμένοι κυβερνῆτες, ὁποῦ μας κυβέρνησαν ἀρχὴ ὡς τέλος! Ἂν πίστευε Θεὸν αὐτός, ἔφτανε ἡ ἠθική του αὐτοῦ; Αὐτὸ μαθαίνοντας ἐγὼ – πήγαινε ὁ Ἀντιβασιλέας ὁ Γκράφης μ᾿ ἕνα ἄτι νὰ κάμῃ τὸ μπάνιο του. Εἶδα τὸν Γκράφη ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν θάλασσα. Ἐγὼ ἐκεῖ σκάλιζα· καὶ ἤξερα τὴν ἠθική του, ὁπό ῾καμεν τὴν ἐπιθυμίαν του – χαζιρεύτηκα νὰ τὸν πιάσω νὰ τοῦ κόψω τὸ κεφάλι του νὰ τὸ βάλω μέσα εἰς τὸν κ… του. Συλλογίστηκα ὅτι θὰ δικιωθοῦν οἱ ἄλλοι ὅμοιοί του καὶ θὰ μᾶς κακοσυστήσουν. Περικαλέστηκα τὸν Θεὸν νὰ τὸν διώξω μὲ σάπια λεμόνια αὐτὸν καὶ τὸν Ἒς καὶ Σπὶ κι᾿ ἄλλους. (Κι᾿ ὄντως ὁ Θεὸς ὁ δίκιος – τοὺς μπαρκαρίσαμεν ὅλους καὶ χωρὶς νὰ μολύνῃ τὰ χέρια του κανένας Ἕλληνας, διὰ νὰ τοὺς ἀποδείξωμεν ὅτι ὄχι ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτεῖνοι καὶ οἱ συντρόφοι τους, ὁποῦ τοὺς ῾περασπίζονται, εἶναι κι᾿ ὄντως θερία, ἄνθρωποι χωρὶς ἠθικὴ καὶ πίστη, καὶ κρίμα ῾στὰ φῶτα τους· ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα κι᾿ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπον· καὶ διὰ νὰ τοὺς δείξωμεν ποιῶν ἀπογόνοι εἴμαστε, τί μοννέδα χρυσὴ ἔλαβαν αὐτεῖνοι ἀπὸ ῾κείνους τοὺς προγόνους μας καὶ τὴν ἔχουν ὡς τὴν σήμερον καὶ μ᾿ αὐτείνη ζοῦν, καὶ τί κάλπικον δάνειον δώσαν ἐμᾶς τῶν ἀπογόνων τους, ὁποῦ κατατρέχουν ὀχτακόσιες χιλιάδες Ἕλληνες καὶ δὲν τοὺς ἀφίνουν νὰ ζήσουν κι᾿ αὐτεῖνοι ἥσυχοι εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἄλλων κρατῶν.<br />
Εἰς τὰ 1843 ὁ Κωλέτης ἀπὸ τὰ Παρίσια μοῦ συσταίνει ἕναν σημαντικὸν Γάλλον περιηγητή, μύ ῾γραφε προκομμένον πολύ, ῾στορικόν, θέλει νὰ μαθαίνῃ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ νὰ γνωρίζεται μὲ τοὺς ἀγωνιστές· κι᾿ ἄλλα πλῆθος προτερήματα μὸ ῾γραφε. Ἦταν δυὸ αὐτεῖνοι συντροφεμένοι κ᾿ ἕνας διερμηνέας τους. Τὸν μεγάλον ἄντρα αὐτὸν τὸν ἔλεγαν Μαλέρμπη. Ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου, δὲν μ᾿ ηὕρανε· καὶ κατέβηκαν εἰς τὸν κῆπο μου ὁποῦ ἐργαζόμουν· καὶ ἤμουν ἀποσταμένος καὶ καθόμουν νὰ ξεκουραστῶ. Ἔρχονται μὲ ρωτᾶνε διὰ τὸν Μακρυγιάννη. Τοὺς λέγω· «Ἐγὼ εἶμαι». Μοῦ λέγει ὁ διερμηνέας τους· «Μὲ γελᾶς. – Τοῦ λέγω, σὰ σὲ γελάγω, σύρτε νὰ τὸν βρῆτε». Τότε ἀφοῦ τοὺς εἶπα «εἶμαι ἐγώ» – ἦταν κ᾿ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ τοὺς εἴπανε καὶ τοὺς βεβαίωσαν – τότε μοῦ δίνουν τὸ γράμμα. Ἀφοῦ τὸ διάβασα τὸ γράμμα, μοῦ λέγει αὐτὸς ὁ σοφὸς ἄντρας ὄτι· «Δὲν ἔλπιζα νὰ βρῶ σὲ τοιούτη κατάστασιν ἕναν ἀγωνιστῆ τῆς Ἑλλάδος. – Τοῦ λέγω· καλὰ τὸν ηὖρες ἢ ἀχαμνά; – Ὄχι νὰ εἶναι ῾σ αὐτείνη τὴν ἀχλιότη. – Τοῦ λέγω· οἱ εὐεργέτες μας οἱ Εὐρωπαῖγοι ἔτζι θέλησαν νὰ μᾶς κάμουν ἐμᾶς τοὺς ἀγωνιστάς· ὅμως τοὺς φίλους τους καὶ κόλακές τους τοὺς εὐτύχησαν πολλὰ καλά. Οἱ τίμιοι θέλουν νὰ ζήσουν κι᾿ αὐτεῖνοι εἰς τὴν ματοκυλισμένη τους γῆς· κι᾿ ἀγωνίζονται καὶ κοπιάζουν νὰ ὑπάρξουν κι᾿ αὐτεῖνοι εἰς τὴν κοινωνία ὅσο ἔχουν τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα τους καὶ εἶναι ζωντανοί. Ὅταν πεθάνῃ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτας. Μ᾿ ὅλον τοῦτο τώρα, ὁποῦ ζοῦμεν, ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες εὐκαριστοῦμεν τοὺς Φιλέλληνας εἰς τὸν κόπον ὁποῦ ἔλαβαν διὰ νὰ μᾶς σκηματίσουν κ᾿ ἐμᾶς ἔθνος, ὁποῦ ἤμαστε τόσους αἰῶνες ῾σ ἑνοῦ λιονταργιοῦ τὰ νύχια. – Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁποῦ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα ῾σ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη. – Διὰ τοῦτο εἶπα κ᾿ ἐγὼ ὅτι εὐκαριστοῦμεν τοὺς ξένους προστάτες μας, ὅτι εἴδαμεν τὴν διάθεσίν τους εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιον· ὅτι δὲν τοὺς δίνομεν χέρι οἱ Ἕλληνες, ὅτι δὲν κάνομεν τὴν ὄρεξή τους, καὶ μᾶς κατατρέχουν καὶ αὐτεῖνοι καὶ οἱ ἐδικοί μας ὁποῦ μας κυβερνοῦν τοιούτως κατὰ τῆς συνβουλὲς τῶν πρέσβεων κι᾿ ἀδικοῦνε ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀγωνιστάς· καὶ σκάβομεν καὶ ταλαιπωριώμαστε· κι᾿ ἄλλοι δὲν ὑποφέρνουν τὴν καταφρόνεση καὶ πᾶνε σὲ κακὲς στράτες. Καὶ τοὺς πιάνουν αὐτεῖνοι ὁποῦ ῾χουν τὴν ἐξουσία καὶ τοὺς κρένουν μὲ τὸν νόμο τὸν δικόν τους· καὶ βάνουν τὸ κοπίδι, ὁποῦ μας ἔστειλαν οἱ φωτισμένοι καὶ ἥμεροι ἄνθρωποι τῆς Εὐρώπης, καὶ κόβουν ἐμᾶς τοὺς ἄγριους Ἕλληνας. Καὶ εἶναι τόσοι κομμένοι, κι᾿ ὅλα τὰ μπουντρούμια τῷ Βενετζάνων καὶ οἱ χάψες γιομάτες. Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτεῖνοι ὁποῦ σκοτώνονται καὶ εἶναι χαψωμένοι; Ὅλο οἱ ἀγωνισταί· ὅλο ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ βάστηξαν τὴν θρησκεία τοὺς τόσους αἰῶνες μὲ τοὺς Τούρκους – καὶ τοὺς κάναν τόσα μαρτύρια καὶ τὴν βάστηξαν· καὶ λευτέρωσαν καὶ τὴν πατρίδα τοὺς αὐτεῖνοι μὲ τὴν θρησκεία τους, ὁποῦ ἦταν πεντακόσιοι Τοῦρκοι εἰς τὸν ἀριθμὸν κι᾿ αὐτεῖνοι ἕνας καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου καὶ τὴν μάθησιν οἱ περισσότεροι καὶ τ᾿ ἅρματά τους δεμένα μὲ σκοινιά. Καὶ ἡ πίστη εἰς τὸν Θεὸν –λευτέρωσαν τὴν πατρίδα τους. Καὶ οἱ φίλοι ἐσᾶς τῶν ξένων δικοί μας κυβερνῆται, ὁποῦ μας κυβερνοῦν, θέλουν νὰ τὴν ξανασκλαβώσουν. Ὅμως ἀπὸ τοῦτο ὁποῦ ἀκούγω κι᾿ ἀπὸ τὴν εὐγενείαν σας, τοῦ κάκου κοπιάζει ἡ Εὐρώπη, ὁποῦ ἐπιστηρίζει τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους. Ὅσο νὰ καταστρέψη τὴν ἀρετή, δὲν σώνεται· ὅτι χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον. Καὶ πράμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁποῦ τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραγνία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες. Ἡ εὐγενεία σου ἀπαρατιέσαι ἀπὸ τὴν θρησκείαν σου; Κι᾿ ἂν γυρίσω ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι, πῶς θὰ μᾶς θεωρήσης τίμιους ἀνθρώπους ἐσὺ ὁ τίμιος; Καὶ τί ἔχεις ἐσὺ διὰ ῾μένα τί δοξάζω ἐγώ; Καὶ διατὶ νὰ φροντίζω ἐγὼ διὰ σένα τί δοξάζεις; Ὁ Θεὸς ἂς θεωρήση τοῦ κάθε ἑνοῦ τὴν γνώμη, εἶναι φροντίδα αὐτεινοῦ. Σὲ παρακαλῶ, ἕνα παρόμοιον νὰ μὴν τὸ εἰπῆς ἀλλουνοῦ Ἕλληνα, ὅτι θὰ βλαφτῆς. Ἐμένα ὁποῦ μου τὸ εἶπες σου ῾δωσα τὴν ἀπάντηση· κι᾿ ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆς δὲν σ᾿ ἀκούγω, ἀλλὰ κι᾿ ὁ Θεὸς ὁ δικός σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, δὲν σαλεύει τὸ μάτι μου! Νὰ μὴν τὸ εἰπῆς ἀλλουνοῦ κι᾿ ἀντέσης!» Ἄρχισε νὰ κατηγοράγη τὸν βασιλέα του Φίλιππα. «Ἐγώ, τοῦ εἶπα, ῾σ αὐτὸ δὲν ἐπεβαίνω, διὰ βασιλεῖς. Τὸν δικό μου τὸν Βασιλέα τὸν σέβομαι καὶ ὑποτάζομαι, ὅτ᾿ εἶναι βασιλέας μου». Τοὺς εἶπα νὰ ῾ρθούνε νὰ φᾶμε ψωμί. Πῆρα τὸν Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους πολιτικοὺς κι᾿ ἀγωνιστὰς καὶ φάγαμεν. Μοῦ γύρεψε νὰ τοῦ φκειάσω καὶ μία ἔκθεσιν τοῦ ἀγῶνος μου. Εἶχα κάμη μίαν ἔκθεσιν διὰ τὸν Βασιλέα τότε καὶ εἶχα τὴν κόπια καὶ τὴν ἔδωσα. Ἤθελε κ᾿ Ἑλληνικὰ τραγούδια. Τοῦ ἔφκειασα πεντέξι. Ἀφοῦ φάγαμεν ψωμί, τὸ ῾δωσα συστατικὰ εἰς τοὺς φίλους μου σὲ ὅλο τὸ κράτος νὰ τὸν δεχτοῦνε φιλικῶς. Τοῦ εἶπα καὶ πάλε νὰ μὴ ματαειπὴ σὲ κανέναν περὶ θρησκείας. Αὐτὸς ἦρθε ὡς κατηχητής. Πῆγε εἰς τῆς ἐπαρχίες κι᾿ ἄρχισε πάλε τὴν κατήχησίν του καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς τῆς ῾φημερίδες. Κι᾿ ἂν δὲν σωφρονίζεταν καὶ ξαναμιλοῦσε διὰ θρησκεία, θὰ ῾μεναν τὰ κόκκαλά του εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τότε θὰ ῾λεγαν θερία τοὺς Ἕλληνες – διατὶ δὲν θέλουν ν᾿ ἀλλάξουν τὴν θρησκείαν τους.<br />
Ἔστειλα ἐπίτηδες ἀνθρώπους πιστοὺς εἰς τὴν Ρούμελη καὶ Πελοπόννησο καὶ νησιὰ καὶ ἀλλοῦ σὲ ὅσους εἶχα ὁρκισμένους καὶ τοὺς εἶπα νὰ ἐνώνωνται ὅσον ἠμποροῦνε· καὶ νὰ πάψουνε οἱ διχόνοιες ἀναμεταξύ τους (καὶ εἰς τὸν ὅρκον ὁποῦ τοὺς ἔδινα ὁ πρῶτος λόγος ἦταν ἢγ ἕνωση)· καὶ νὰ περικαλοῦνε τὸν Θεὸν διὰ νὰ κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς ἑνώση καὶ νὰ σώση τὴν πατρίδα μας καὶ θρησκεία μας, ὅτι ἡ λευτεριά μας ἀπόδιωξε ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐγίναμεν Σόδομα καὶ Γόμαρα. Εἶχα κι᾿ ἀνθρώπους ὁρκισμένους καὶ ἤξερα τί γένεταν εἰς τὸν ἴδιον Βασιλέα, ὅσα σκέδια τὸν ὁδηγοῦσαν οἱ ἀπατεῶνες καὶ κάθε κρυμμένον δόλον τους. Τότε μαθαίνοντας αὐτὰ ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους μὲ μυστικὸν τρόπον τὰ διαδίναμεν εἰς τοὺς τύπους καὶ τὰ ῾βρισκαν ὀμπροστὰ τοὺς ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ σκεδιάζαν· καὶ δὲν ἤξεραν πούθε βγαίνουν. Λέγω εἰς τοὺς ἀναγνῶστες τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Θεοῦ· τόσα χρόνια κατηχοῦσα τὸ κράτος ὅλο καὶ προδότης δὲν ἐφάνη οὔτε πλούσιος, οὔτε φτωχός. Συγγενεῖς ἦταν αὐτεινῶν μέσα, ὁποῦ ἔπαιρναν τὰ μυστικά τους καὶ μοῦ τὰ ῾λεγαν καὶ τότε ἔστελνα ἐπίτηδες ἀνθρώπους εἰς Ρούμελη καὶ Πελοπόννησο καὶ νησιά. Εἶχαν νὰ κάμουν καὶ κινήματα διὰ τὸ ἔξω – ξένες ὁδηγίες καὶ κακοὶ σκοποὶ νὰ μᾶς γελάσουνε μὲ τέτοιες πρόφασες· καὶ ξέροντας αὐτὰ τὰ μυστήρια τοὺς πῆρα τοὺς τουρκοκαπεταναίους ὁποῦ κάθονταν εἰς τὸ κράτος – ὁποῦ θέλαν μ᾿ αὐτοὺς κι᾿ ἄλλους τοιούτους νὰ κάμουν τοὺς κακούς τους σκοποὺς διὰ τὰ ἔξω – τοὺς πῆρα καὶ τοὺς ὅρκισα· καὶ τοὺς πῆρα καὶ τῆς ὑπογραφὲς τους· καὶ τοὺς ξηγήθηκα τοὺς κακοὺς σκοποὺς ἐκεινῶν. Καὶ τοιούτως τοὺς ἀντικόβαμεν. Κι᾿ ἄλλα ἔλεγα τῆς φατρίας τῆς Ρούσσικης (ὅτ᾿ εἶμαι μ᾿ αὐτούς), ἄλλα τῆς Ἀγγλικῆς κι᾿ ἄλλα τῆς Γαλλικῆς.<br />
Τὰ κακὰ ἄξαιναν εἰς τὸ κράτος. Πολλὲς κατάχρησες γένονταν. Τότε γύρεψαν καὶ οἱ δανεισταί μας τὸ χρεώλυτρο· καὶ οἱ Πρέσβες μας βιάσαν πολύ. Κι᾿ ἔγινε ῾κονομία εἰς τὸ πολιτικό μας καὶ στρατιωτικὸ καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τῆς παλαβομάρας μας. Τὸ μυστήριον ὕστερα ἔπεσε ῾σ ἀνθρώπους κακούς, ἀλλὰ ἡ σωτηρία ἦταν ὁποῦ δὲν ξέραν τὸν ὀργανισμὸν καὶ τῆς ὑπογραφὲς καὶ τοὺς συντρόφους μας. Ὅτι πάντοτες εἶχα ὑποψίαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ κάνουν τὴν τύχη τους μὲ τοὺς ξένους καὶ κάθε ἕναν τὸν κουβέντιαζα κατὰ τὴν φατρίαν τοῦ κ᾿ ἐπιθυμιά του. Ἄλλος ἤθελε νὰ διώξωμεν τὸν Βασιλέα, ἄλλος νὰ τὸν σκοτώσωμεν· ἐγὼ κι᾿ ὅσοι ἦταν τίμιοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὁρκισμένοι μιλούσαμεν μὲ φρονιμάδα καὶ θέλαμεν μὲ γνώση κ᾿ ἕνωση νὰ κάμωμεν Ἐθνικὴ Συνέλεψη καὶ νὰ γένουν νόμοι ἐθνικοί· κι᾿ ὁ Ὄθωνας βασιλέας νὰ εἶναι, ἂν τοὺς ὑπογράψη, κ᾿ ἔτσι νὰ σωθοῦνε τὰ δεινὰ ὁποῦ ἔπαθε ἡ πατρίδα μας κι᾿ ἀπὸ ῾μας τοὺς ἀγωνιστᾶς σκοτώθηκαν περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, σκοτώθηκαν κι᾿ ἀφάνισαν τὴν πατρίδα τοὺς διὰ τὰ θελήματα τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μεταξᾶ καὶ συντροφιές τους. Αὐτεῖνοι ὅλοι πάντοτες καὶ τώρα ἤξεραν τὰ συνφέροντά τους καὶ δι᾿ αὐτὰ κουβέντιαζε καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τοὺς ξένους τους συντρόφους του. Οἱ νοικοκυραῖοι ἤξεραν τὴν πατρίδα τοὺς μοναχὰ πὼς νὰ ὑπάρξη. Δι᾿ αὐτὸ οἱ Πρέσβες καὶ οἱ ἄλλοι οἱ φίλοι τους δὲν ἤξεραν τίποτας, αὐτεῖνοι ὁποῦ ψάχουν εἰς τὸν πάτο τῆς θάλασσας καὶ βρίσκουν τὸ βελόνι.2 Κι᾿ ἑνώθη ὅλο τὸ κράτος μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν φώτισίν του· κ᾿ ἐγκολπώθη γενικῶς ἡ πατρίδα αὐτὸ τὸ θεῖον ἔργον τὴν τρίτη Σεπτεβρίου, ὁποῦ θέλω τὴν ξεστορήση.<br />
Τὴν εἶχα τὴν ἰδέα αὐτείνη εἰς τὸ νοῦ μου καὶ μὸ ῾γινε μιὰ ὑποκοντρία· κι᾿ ὅλο ἡ ψυχή μου ἦταν εἰς αὐτὸ νύχτα καὶ ἡμέρα, ἀφοῦ ἔβλεπα τὴν κακὴ κυβέρνησιν καὶ τὸν κίντυνον τῆς πατρίδας. Μίαν βραδειὰ – ὅτι ἔχω ἕνα σύστημα· θέλω ἕναν φίλο εἰς τὸ σπίτι μου νὰ τρῶμε ψωμὶ μαζὶ – εἶχα εἰπῆ ἑνοῦ ἀγωνιστῆ νὰ ῾ρθῆ νὰ φάμεν· ὁποῦ τρώγοντας κάναμεν πολλὲς ὁμιλίες. Στοχαζόμουν νὰ τὸν βάλω καὶ εἰς τὸν ὅρκον, ὅτ᾿ ἦταν ἄξιος καὶ εἶχε κ᾿ ἐπιρρογή, κι᾿ ὅλο ἀποκοβόμουν χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῶ τὸ μυστήριον. Ἐκεῖ ὁποῦ κουβεντιάζαμέν μου λέγει ὄτι· «Εἶχα ὑποψίαν ἀπὸ ῾ναν ἄνθρωπον ὅτι θὰ μὲ σκοτώση καὶ πῆρα κ᾿ ἕναν ἄλλον καὶ τὸν σκοτώσαμεν· καὶ διὰ νὰ μὴ μὲ προδώση αὐτὸς ὁποῦ μὲ βόηθησε, φαρμάκωσα κ᾿ ἐκεῖνον». Τότε τοῦ μίλησα καμπόσα, ὅμως τὸν σιχάθηκα, κι᾿ ἀποφάσισα νὰ μὴν τοῦ εἰπῶ τίποτας διὰ τὸ μυστικόν. Φέραμεν τὸν λόγον διὰ τὸν Καΐρη ὅτι ἀθέισε (καὶ τοιοῦτος εἶναι ὡς τὴν σήμερον). Ἐγὼ μιλοῦσα ἀπελπισμένα πὼς ἕνας σοφός, γερωμένος ἄνθρωπος εἶπε αὐτό· καὶ πικραινόμουν εἰς αὐτὸ πολύ. Εἰς τὴν φιλονικία βλέπω τὸν φίλον νὰ μοῦ ῾περασπίζεται τὸν Καΐρη καὶ νὰ εἶναι μὲ τὸ φρόνημά του. Μοῦ λέγει· «Ὅλα μπόσικα· καὶ πὼς ὁ Θεὸς θὰ πήγαινε σὲ μίαν γυναίκα καὶ νὰ μείνη ἐννιὰ μῆνες εἰς τὴν κοιλιά της;» Ἦταν κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ὁποῦ μας ἄκουγαν. Τοῦ λέγω· «Τοῦτα τοῦ Θεοῦ τὰ ποιήματα καὶ τὴν τάξη τὴν βλέπεις· εἶναι διὰ νὰ θαμαίνεται ὁ καθείς; – Μοῦ λέγει, ναί. – ῾Μπρος ῾σ αὐτὰ εἶναι τὸ μικρότερον αὐτό, ὁποῦ σκοτώνεις τὸ νοῦ σου διὰ νὰ πιστέψης ἐσὺ ὁ μωρὸς ἄνθρωπος. Θέλησε ὁ Θεὸς νὰ γένη διὰ νὰ δοξάζωμεν οἱ ἄνθρωποι τὰ μεγάλα του κατορθώματα καὶ τὴν παντοδυναμία του· καὶ διὰ νὰ γένη αὐτὸ «εἶπε» κ᾿ ἔγινε, λόγον εἶπε κι᾿ ὄχι ἀνθρώπινον ἔργον. Τέτοια μυαλά, τοῦ εἶπα, σὰν τὰ δικά σου ἔχει κι᾿ ὁ Καΐρης. Καὶ διὰ νὰ φρονῆς τοιούτως διὰ ῾κεῖνο τρῶς τοὺς ἀνθρώπους διὰ μικρὴ ὑποψίαν». Δὲν ματάρθε εἰς τὸ σπίτι μου. Ἔκοψα τὴν σκέση του καὶ δὲν τὸν πλησίαζα.<br />
Μίαν βραδειὰ ἔκανα τὴν προσευκή μου, λυπημένος πολὺ διὰ τὴν κατάστασιν τῆς πατρίδος, κ᾿ ἔπεσα καὶ κοιμήθηκα. Βλέπω εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι ἀπὸ πάνου τὸ σπίτι μου ἦταν ἕνα πλῆθος περιστέρια κ᾿ ἕνα ὄρνιον τὰ κυνηγοῦσε καὶ τὰ ῾τρωγε· κι᾿ ἄλλα τὰ ξεκλοῦσε καὶ τὰ πέταγε κάτου. Αὐτὸ βλέποντας συνάχτηκαν πλῆθος ἄνθρωποι καὶ μοῦ φώναζαν· «Μακρυγιάννη, βάρε αὐτὸ τὸ ὄρνιον ὁποῦ καταφάνισε τὰ περιστέρια!» Τοὺς ἔλεγα· «Εἶναι πολὺ ψηλά, τί νὰ τοῦ κάμω;» Ἀλλοῦ ὕστερα παίρνει τὸ ὄρνιον ἕνα περιστέρι εἰς τὰ νύχια του καὶ κατεβαίνει κάτου· καὶ ἦταν ἕνας γκρεμνὸς καὶ εἰς τὰ χείλια τοῦ γκρεμνοῦ κάθεταν καὶ τὸ ῾τρωγε. Τότε ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος μὲ φωνάζουν νὰ πάγω νὰ τὸ πιάσω. Τοὺς λέγω· «Νὰ πάγω νὰ τὸ πιάσω μου βγάζει τὰ μάτια μὲ τὰ νύχια του». Τοὺς εἶπα κ᾿ ἔφκειασαν ἕνα μεγάλο παλούκι καὶ τὸ ῾μπηξαν εἰς τὴν γή· καὶ τοὺς εἶπα καὶ μὸ ῾φεραν καὶ μίαν χοντρὴ τριχιὰ καὶ τὴν ἔβαλα καὶ τὴν πέρασα εἰς τὸ παλούκι καὶ τὴν ἔδεσα καλά· καὶ τότε ἔδωσα τὴ μία ἄκρη ἑνοῦ ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ τὴν ἄλλη τὴν ἄκρη τὴν πῆρα ἐγὼ καὶ τοὺς εἴπα· «Τώρα ὁποῦ τρώγει τὸ περιστέρι, ἔχει τὸ νοῦ τοῦ ἐκεῖ νὰ πάμεν νὰ τοῦ δέσουμεν τὰ ποδάρια του μὲ τὴν τριχιά· τὸ παλούκι θὰ τὸ βαστήση». Τοῦ περάσαμεν τῆς ἄκρες του σκοινιοῦ, τὸ δέσαμεν χωρὶς νὰ μᾶς νοιώση. Ἀφοῦ τελείωσε αὐτὸ τὸ περιστέρι, κάνει νὰ πάρη φτερὸν κρεμάστη κάτου μὲ τὸ κεφάλι καὶ βαροῦσε τὰ φτερά του. Τότε ξύπνησα· καὶ εἶπα θὰ δέσουμεν τὸν Βασιλέα μὲ νόμους. Αὐτὸ τὸ ὄνειρον τὸ εἶδα πρὶν τὴν τρίτη Σεπτεβρίου ὡς πέντε μῆνες.<br />
Βλέπω μίαν ἄλλη νύχτα, ὡς τέσσερες μῆνες πρωτύτερα ἀπὸ τὴν τρίτη Σεπτεβρίου, ὅτι ὁ Δεσπότης Ἀττικῆς μ᾿ ὅλον τὸν λαὸν θὰ ῾κάνε μίαν δοξολογίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ συνάζονταν πλῆθος λαγὸς ἀπὸ παντοῦ. Ἀφοῦ συνάχτη ὅλος ὁ λαὸς μὲ τὸν Δεσπότη ἐκεῖ, παρουσιάζεται ἕνα χαντάκι μπροστά τους. Κάνει νὰ περάσει πρῶτος ὁ Δεσπότης, τοῦ πέφτει τὸ ρωλόγι του καὶ γένεται κομμάτια· καὶ χάλασαν ὅλες οἱ ὄπερες. Τὸ πῆρε ὁ ἀδελφός του Δεσπότη, πολεμοῦσε νὰ τὸ φκειάση, δὲν μποροῦσε. Τοῦ λέγω· «Δό᾿ μοῦ τό, κὺρ Γιώργη, νὰ τὸ φκειάσω ἐγώ. – Μοῦ λέγει, ποῦ ξέρεις ἐσύ; – Μ᾿ ἔμαθε ὁ μάστορας, τοῦ λέγω, τώρα». Τὸ πῆρα καὶ τὸ ῾φκειασα καθὼς ἦταν. Καὶ ξύπνησα. Τὴν αὐγὴ πῆρα τὸ σκαλιστήρι μου, πῆγα εἰς τὸ περιβόλι μου καὶ δούλευα· κι᾿ ἀπόστασα καὶ καθόμουνε καὶ συλλογώμουν ὅλα αὐτά. Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθὸς δεσπότης Μπουντουνίτζας – ἔρχεται πάντοτες· μὲ ξεμολογάει ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειάν μου – ἐγὼ ἤμουν συλλογισμένος. Μοῦ λέγει· «Τί εἶσαι ἔτζι, τέκνο μου; – Ἀπόστασα, τοῦ λέγω. Καὶ τοῦ ξηγῶμαι τὸ ὄνειρον. Μοῦ λέγει· «Κάτι ἐργάζεσαι νὰ κάμης καὶ θὰ τὸ εὐλογήση ὁ Θεός· καὶ ῾σ αὐτὸ μέσα συμμετέχεται καὶ ἡ θρησκεία· καὶ θὰ στερεωθή· καὶ θὰ γένης ὁ αἴτιος ἐσύ. – Τοῦ λέγω, τί ἄξιος εἶμ᾿ ἐγὼ διὰ τὴν θρησκεία; Ἔργον δικό σας εἶναι αὐτό. – Μοῦ λέγει, τὸ ὄνειρον αὐτὸ δείχνει». Κι᾿ ὄντως, δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Εἶχα κατηχήση κι᾿ ἀπὸ τὸ γερατεῖον διαλεμένους, ἀπὸ μοναστήρια κι᾿ ἀλλοῦ, νὰ μὴν εἶναι διαφερμένοι μὲ τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, ὁποῦ ῾χουν ξένες σκέσες, καὶ προδοθοῦμεν.3<br />
Τὸ μυστικὸν πάγαινε πολὺ κακὰ καὶ θὰ προδόνεταν ἐξ αἰτίας – ἀφοῦ μιλήσαμε μὲ τὸν Μεταξᾶ νὰ κατηχοῦμεν τίμιους πολιτικοὺς κι᾿ ἄλλους, αὐτὸς ἔβαλε καὶ τὸν Ἀντρέα Λόντο εἰς αὐτό· κι᾿ αὐτὸς ἔχει ἀδυναμία πολλὴ εἰς τοὺς νέους· καὶ τοὺς νέους δὲν τοὺς ἀδικῶ ὅτι εἶναι κακοί, ἀλλὰ εἶναι πολὺ ῾θουσιασμένοι, καὶ τὸ μυστικὸν γένεται κοινόν, καὶ τότε ἂν θά...4 τὰ φρύδια, βγαίνουν τὰ μάτια. Κι᾿ ἀλήθεια κοντέψαμεν νὰ τὰ βγάλωμεν. Αὐτεῖνοι συνάζονται, ὁ Μεταξάς, ὁ Λόντος, ὁ Ζωγράφος καὶ οἱ ἄλλοι καὶ σκεδιάζουν καὶ βρίσκουν κ᾿ ἕναν ἀνθυπολοχαγὸν νὰ βαρέσουμεν ντουφέκι εἰς τὴν Ἀθήνα – μ᾿ ἑνοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ δύναμη κ᾿ ἐπιρρογή! Καὶ μέσα εἰς τὴν Ἀθήνα ἦταν πλῆθος στρατέματα ταχτικὰ κι᾿ ἄταχτα καὶ τὸ ἱππικὸ καὶ πολλοὶ χωροφύλακες. Καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ ταχτικοῦ κι᾿ ἄταχτου καὶ οἱ ἄλλοι σημαντικοὶ στρατιωτικοὶ δὲν ξέραν τίποτας. Τότε ἡ Κυβέρνηση μ᾿ αὐτεινοὺς ὅλους θ᾿ ἀφάνιζαν κ᾿ ἐμᾶς τοὺς ῾νεργητάς κι᾿ ὅλη ἡ πολιτεία θὰ γένεταν γῆς Μαδιάμ. Τὴν ἄλλη ῾μέρα στείλαν καὶ πῆγα κι᾿ ἀνταμωθήκαμε· καὶ μοῦ λένε αὐτό. Τοὺς λέγω ὅλα αὐτά· «κ᾿ ἐγὼ δὲν μπαίνω εἰς αὐτό, ὅτ᾿ εἴμαστε χαμένοι· καὶ θὰ μᾶς ἀναθεματοῦν ὁ κόσμος. Καὶ ἡ πατρίδα χάνεται διὰ πολὺν καιρό». Ἀφοῦ τοὺς πολέμησα τὴν ἰδέα τους, δὲν στάθη τρόπος νὰ ῾περισκύσω, ἀλλὰ μὲ πείραξαν εἰς τὴν φιλοτιμία μου, μὲ εἶπαν καὶ δειλό. Τότε τοὺς λέγω· «Δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον κλίνω· καὶ νὰ ἔχετε εἰς τὸν λαιμό σας πρῶτα του λόγου σας καὶ τὴν πολιτεία κι᾿ ὅλους τους ἀθώους, ὁποῦ θὰ χαθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς στραβῆς σας ἰδέας, καὶ ὕστερα ἐμένα. Στρέγω, τοὺς εἶπα στανικῶς μὲ μίαν παρατήρησιν, νὰ βαστήξετε νὰ στείλω τοῦ Κριτζώτη, ὁποῦ τὸν ἔχω ὁρκισμένον, νὰ μπορέση νὰ ῾ρθῆ μὲ καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀνθρώπους ν᾿ ἀνθέξωμεν». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Στέλνω ἐπίτηδες ἄνθρωπον διὰ νυχτὸς εἰς τὴν Χαλκίδα καὶ τοῦ μίλησε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ῾ρθῆ. Ὁ ὑπολοχαγὸς ὁ φίλος τους τὸ λέγει ἀλλουνοῦ φίλου του κ᾿ ἐκεῖνος τὸ εἶπε ἀλλουνοῦ. Καὶ ἡ σωτηρία μας ἦταν ὅτι αὐτὸς τὸ εἶπε τοῦ Γενναίου Κολοκοτρώνη ῾πασπιστή τοῦ Βασιλέως, κι᾿ αὐτός, φίλος του Μεταξά, πῆγε καὶ τοῦ τὸ εἶπε. Καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Μεταξᾶς ἔκαμεν ὅτι δὲν ἐνέχεται ῾σ αὐτὰ καὶ εἶπε τοῦ Γενναίου νὰ μείνη μυστικὸ ὅσο νὰ μάθωμεν τί τρέχει. Κ᾿ ἔτζι ἔμεινε. Πάγω τὴν ἄλλη ῾μέρα καὶ τοὺς βρίσκω ὅλους πεθαμένους. Καὶ μοῦ λὲν αὐτό· καὶ χάλευαν ποὺ νὰ σωθοῦνε. Τότε τοὺς λέγω· «Πῆρα καὶ τὸν Κριτζώτη εἰς τὸν λαιμό μου». Καὶ τοῦ στέλνω ἐπίτηδες πάλε ἄνθρωπον καὶ τοῦ λέγει αὐτά· καὶ διὰ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σύναζε νὰ εἰπῆ ὅτι λησταὶ βήκαν νὰ συνάξουν κι᾿ ἄλλους ἀπὸ ῾δω καὶ νὰ βγοῦνε νὰ ταράξουν τὴν Τουρκιά. Ἀκολούθησε...5 καὶ τὸ βάλαμεν εἰς τὸν τύπο καὶ σιωπήθη.6 Τότε οἱ φίλοι ὅλοι πάγωσαν καὶ γύρευαν τόπο νὰ τρυπώσουν. Κι᾿ ἄφησαν παγωμένα τὰ σκέδια τους.<br />
Βλέπω πάλε εἰς τὸν ὕπνο μου ἕνα βράδυ ὅτι ἦρθε ὁ Κριτζώτης εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ γυρεύει ἐμένα νὰ πάγω ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν, ὅτ᾿ ἦταν μία μεγάλη στέρνα, νὰ βγάλωμεν νερὸ οἱ δυό μας νὰ ποτίσουμεν ἕναν μεγάλον τόπο. Ἀφοῦ πῆγα ἐκεῖ, ἄφησε τὴν στέρνα κ᾿ ἔφυγε κατὰ τὸν τόπο του καβάλλα. Ἐγὼ ῾στ᾿ ἄλογο πήγαινα τρέχοντας νὰ τὸν σώσω. Μὴν ξέροντας τὸν δρόμον μου παρουσιάζεται ἕνας βαθὺς γκρεμνὸς καὶ εἰς τὸν πάτο ἦταν πλῆθος νερὸ μαῦρο. Ἐγὼ καθὼς πήγαινα μ᾿ ὁρμή, πᾶνε καὶ τὰ τέσσερα ποδάρια τοῦ ἀλόγου ῾στὰ χείλια τοῦ γκρεμνοῦ κ᾿ εὐτὺς ὁποῦ εἶδα αὐτὸ τράβησα τὸν χαλινὸν καὶ στέκεται σούζα τὸ ἄλογον καὶ μὲ τὸ ῾να μοῦ τὸ ποδάρι ἔφκειασα ἕνα χαράκωμα εἰς τὸν γκρεμνὸν καὶ ὕστερα μὲ τ᾿ ἄλλο μου ποδάρι ἔφκειασα κι᾿ ἄλλο καὶ στάθηκα· κ᾿ ἔβαλα τῆς πλάτες μου κι᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ ἀλόγου, τοῦ ἔδωσα μία καὶ τὸ κόλλησα ἀπάνου. Καὶ τὸ καβαλλίκεψα τρέχοντας νὰ σώσω τὸν Κριτζώτη νὰ τὸν γυρίσω ὀπίσου. Ἐκεῖ ὁποῦ πάγαινα τρέχοντάς μου παρουσιάζεται ἕνας πολὺ μεγάλος πλάτανος καὶ εἶχε ἕναν κλῶνο πολὺ μεγάλον κι᾿ ἀπάνου ἦταν ἕνα χρυσὸ πουλί. Τόσο τὸ ζήλεψα! Στάθηκα νὰ τὸ κάμω σίγρι· καὶ στάθηκα ἀρκετά. Θὰ πέρναγα ἀπὸ κάτου τὸν κλῶνο ὁποῦ ῾ταν τὸ πουλί. Ζύγωσα κοντά του· αὐτὸ εἶχε τὸ κεφάλι του εἰς τὰ φτερά του καὶ κοιμάταν. Ἔρριξα τὸ χέρι μου καὶ τὸ ῾πιασα. Τοῦ ἔλεγα· «Τέτοιο ὄμορφο πουλὶ καὶ ἤσουν νυστασμένο καὶ σ᾿ ἔπιασα!» Καὶ τὸ λιμπίζομουν καὶ τὸ λυπώμουν. Τὸ βαστοῦσα εἰς τὸ χέρι μου κ᾿ ἔτρεχα διὰ τὸν Κριτζώτη. Ἐκεῖ μου παρουσιάζεται ἕνας μ᾿ ἕνα κάρρο καὶ εἶχε καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ μέσα. Σὰν εἶδα τὰ παιδιά· «θὰ μοῦ γυρέψουν τὸ πουλί» εἶπα καὶ τὸ ῾κρυψα εἰς τὴν τζέπη μου. Καὶ μ᾿ αὐτὸ ξύπνησα. Τὸ πρωὶ πῆγα εἰς τοὺς φίλους μου Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους καὶ τοὺς ηὗρα πεθαμένους κι᾿ ἄλυωτους. Τοὺς λέγω· «Κάμετε κουράγιο καὶ ῾νεργάτε μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ κερδέσουμε. Τοὺς λέγω τὸ ὄνειρο κι᾿ ὅτι ὁ Βασιλέας καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ τοὺς τυφλώνει ὁ Θεὸς καὶ κοιμώνται· καὶ τὸν Βασιλέα τὸν ἔπιασα καὶ τὸν ἔχω εἰς τὴν τζέπη. Αὐτεῖνοι εἶναι ἄπιστοι καὶ δὲν πιστεύουν.<br />
Εἶχα καὶ τὸν Θοδωράκη Γρίβα εἰς τὸν ὅρκον, τὸν ὅρκισα μαζὶ μὲ τὸν Κριτζώτη, καὶ πῆγε εἰς τὴν πατρίδα του, εἰς τὸ Ξερόμερο, πῆγε φαντασμένα, ἀνόγητα καὶ μαθεύτηκε εἰς τὴς ἀρχές. Ὁ Μῆτρο...7 ἦταν σὲ ὅλη τὴν Ἀκαρνανία ἀρχηγὸς τοῦ μεταβατικοῦ μὲ μίαν μεγάλην δύναμιν· ἔμαθε ὅλα τὰ σκέδια τοῦ Γρίβα καὶ τῶν φίλωνέ του καὶ τῆς ἑτοιμασίες κι᾿ ἀπὸ δῶ ὅσοι ῾νεργούσαν καὶ τὸν Κώστα Μπότζαρη εἰς τὸ Μισολόγγι κι᾿ ἄλλους καὶ ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν καὶ ἦρθε μόνος του νὰ τὰ εἰπῇ ὅλα αὐτὰ νὰ πάρουν μέτρα. Τότε αὐτὸ μαθαίνοντας ἐμεῖς νεκρώσαμεν ὅλοι, ὅτι χαθήκαμεν. Ἡ Θεία Πρόνοια τί κάνει! Τὸν ἀνταμώνω εἰς τὸ παζάρι· τοῦ εἴπα· «Πῆγα χαλεύοντάς σε εἰς τὸ κονάκι σου νὰ σὲ ἰδῶ· δὲν σ᾿ ηὗρα». Ψέματα τοῦ εἶπα διὰ τὸ κονάκι του· εἶχε λίγη ὥρα ὁποῦ ῾ρθε. Ἦταν κάνα δυὸ ὧρες νὰ νυχτώση· τοῦ εἶπα νὰ πάμεν εἰς τὸ σπίτι μου νὰ φάμεν. Μοῦ λέγει· «Δὲν ἔρχομαι, ὅτι θὰ πάγω νὰ παρουσιαστὼ πρῶτα». Ἐγὼ αὐτὸ δὲν ἤθελα· τὸν χρειαζόμουν ἐγὼ πρῶτα. Τέλος τὸν ἔβιασα καὶ τὸν πῆρα καὶ ἦρθε καὶ φάγαμεν. Σηκωθήκαμεν ἀπὸ τὸ τραπέζι, κάτζαμεν σὲ μίαν κάμαρη· ἀρχίσαμεν οἱ δυό μας μὲ τὰ φροῦτα τὸ κρασί. Ἐγὼ τὸ ῾πινα νερωμένο, ὅτ᾿ εἶμ᾿ ἀστενής. Τὸ βάλαμεν καλὰ εἰς τὸ κέφι. Ὡς τὰ μεσάνυχτα κοντὰ ἄρχισα νὰ τὸν ρωτάγω διὰ χαμπέρια ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν. Μοῦ λέγει αὐτὰ ὁποῦ σημείωσα· «καὶ θὰ τὰ εἰπῆ ὅπου ἀνήκει· ὅτι κιντυνεύομεν». Τότε ἀφοῦ ἔμαθα ὅλα αὐτὰ λύθηκαν τὰ κόκκαλά μου ὅλα. Γιομίζω δυὸ κοῦπες κρασί, τοῦ λέγω· «Νὰ τὸ πιοῦμεν εἰς συχώριον ἐκεινῶν ὁποῦ σκοτώθηκαν διὰ τὴν πατρίδα παράγωρα κι᾿ ἄφησαν χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά· οἱ γριὲς τῶν σκοτωμένων διακονεύουν, οἱ νιὲς – στανικῶς τοὺς πατοῦνε τὴν τιμή τους· ὅσοι ἀγωνισταὶ μείναν, οἱ περισσότεροι νηστικοὶ καὶ δυστυχισμένοι, μὴν ὑποφέρνοντας τὴν δυστυχίαν πᾶνε λησταὶ καὶ τοὺς πιάνει ἡ δικαιοσύνη μὲ τὴν δύναμή της, βάνει τὴν τζελατίνα καὶ τοὺς κόβει. Καὶ γιομάτες οἱ φυλακὲς τοῦ Κράτους. Πιε, τοῦ λέγω, εἶναι διὰ τὴν τζελατίνα καὶ παλούκι τῶν ἀγωνιστῶν, ἐκεινῶν ὁποῦ τοὺς ἀδικοῦνε καὶ χάθηκαν, τὸ ἄνθος τῆς πατρίδος! Καὶ θὰ τοὺς χρειαστῆ μία ἡμέρα καὶ ἡ πατρίδα κι᾿ ὁ Βασιλέας. Θυμήσου τί τραβήσαμεν κ᾿ ἐμεῖς οἱ δυό. Δὲν ἀδίκησαν ἐσένα, ὅταν γύρευαν νὰ σὲ βάλουν ὑποταματάρχη εἰς τὴν ὁδηγίαν τοῦ Κουτζονίκα καὶ μάλλωσα δι᾿ αὐτὸ καὶ διὰ ἄλλους μὲ τὸν Ἁγιντὲκ καὶ μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας; Καὶ μᾶς ἔστειλαν ῾πιτροπή ἐσένα κ᾿ ἐμένα νὰ ὀργανίσουμε τοὺς ἀγωνιστάς – καὶ νὰ τοὺς δώσουμε μιστὸν δώδεκα γρόσια; Τί θὰ τὸ ῾κάνε αὐτὸ τὸ μισὸ τάλλαρο ἐκεῖνος ὁ καταπληγωμένος ἀγωνιστής· αὐτὸς νὰ ντυθῆ, ἡ γυναίκα ἢ τὰ παιδιά του ἢ οἱ γέροι οἱ γονέοι του; Διὰ τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ καὶ διὰ ῾κείνους ὁποῦ θυσιάσαν τὸ ἐδικό τους εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος, καὶ ἦτον νοικοκυραῖοι καὶ τώρα εἶναι διακονιαραῖοι, δὲν ἔχει ψωμὶ ἡ πατρίδα δι᾿ αὐτοὺς ὅλους, εἶναι φτωχή, καὶ διὰ τὸν Ἀρμασπέρη ἔχει, ὁποῦ ῾ρθε ψωργιασμένος κόντης κ᾿ ἔφυγε μ᾿ ἕνα μιλλιούνι τάλλαρα κι᾿ ἀγόρασε εἰς τὴν πατρίδα του ἕναν τόπον καὶ τὸν ἔβγαλε Ἑλλὰς καὶ μουτζώνει ἐμᾶς τοὺς ἀνόητους Ἕλληνες αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Μπαυαρέζοι καὶ οἱ φίλοι τους οἱ ἐδικοί μας; Ποῦ ῾ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, ποὺ εἶναι οἱ πρόσοδοι, ποὺ ῾ναι οἱ καλύτερες γές, ποὺ ῾ναι οἱ μύλοι, ποὺ ῾ναι τ᾿ ἀργαστήρια τῶν Τούρκων καὶ σπίτια, ποὺ εἶναι τὰ περιβόλια καὶ οἱ σταφιδότοποι; Ποιὸς τά ῾χει παρμένα; Ὁ Ἀρμασπέρης μὲ τοὺς ἄλλους Μπαυαρέζους ἔδιναν τῶν δικῶν μας τῶν χαραμοταϊσμένων αὐτὰ ὅλα καὶ τοὺς στράβωναν, κι᾿ αὐτεῖνοι πῆραν τὰ χρήματα καὶ τὰ παίρνουν ὁλοένα. Ποιοὺς θὰ ἐπιστηρίξης ἐδῶ ὁποῦ ῾ρθες καὶ ποιοὺς θὰ προδώσης; Ποῦ τὸ τζάκισες αὐτὸ τὸ χέρι; – ῾Στὸ Μισολόγγι, μοῦ λέγει. – Ποῦ τὸ τζάκισα ἐγὼ αὐτό; – ῾Σ τοὺς Μύλους τοῦ Ἀναπλιοῦ. –Διατί τὰ τζακίσαμεν; – Διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδος. – Ποὺ ῾ναι ἡ λευτεριὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη; Σήκου ἀπάνου! Τὸν παίρνω καὶ πάμεν καὶ τὸν ὁρκίζω. Τοῦ παρουσιάζω καὶ τὸν ὅρκον καὶ τὸν διάβασε· καὶ τὸν ὑπόγραψε ὁ ἀγαθὸς καὶ γενναῖος πατριώτης.<br />
Τότε τοῦ εἶπα νὰ κάμη τὸν ἄρρωστον καὶ νὰ μὴν πάγη πουθενὰ νὰ παρουσιαστῆ. Κι᾿ ἂν παρουσιαστή, νὰ εἰπῆ ἄλλα. Καὶ τοῦ ξηγήθηκα ὅλα τὰ τρέχοντα. Εἴχαμεν κι᾿ ἄλλη φορᾶ ἀγροικηθῆ καὶ δι᾿ ἄλλα τῆς πατρίδας καὶ δὲν προδοθήκαμεν, καθὼς καὶ διὰ τοῦ Παλαμηδιοῦ ὁποῦ σημειώνω. Ὕστερα τὸν κακομεταχειρίστη ὁ Ἀρμασπέρης καὶ τὸν εἶχε ρέστο· καὶ μάλλωσα δι᾿ αὐτὸν μὲ τὸν Ἀρμασπέρη καὶ τὸν ἀπόλυσε. Καὶ στάθη ὡς τίμιος κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης σὲ ὅσα ὁρκιστήκαμεν καὶ μιλήσαμεν. Καὶ τοῦ εἶπα κ᾿ ἔφυγε· καὶ τὸ ῾δωσα γράμμα κι᾿ ἀγροικήθη μ᾿ ὅλους αὐτούς. Κι᾿ ἀπὸ τότε μας βόηθησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον· ὅτ᾿ εἴμαστε καὶ στενοὶ φίλοι ἐξ ἀρχῆς.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Αὐτὸν τὸν ὅρκον θέλετε τὸν ἰδῆτε ἐδῶ καὶ τῆς ὑπογραφὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ φαίνεται ἡ βαρύτητα τοῦ κάθε ἑνοῦ ὁποῦ ῾χει εἰς τὴν πατρίδα του.<br />
2. Ὕστερα εἶδαν τὸν ὅρκον ὁποῦ ῾βαλα εἰς τὸν τύπον, ὁποῦ λέγει νὰ μὴν εἴμαστε οὔτε Συνταματικοί, οὔτε Κυβερνητικοί, οὔτε σὲ καμμιὰ ἄλλη ξένη δοξασία, οὔτε Ἄγγλοι, οὔτε Γάλλοι, οὔτε Ρούσσοι· νὰ τοὺς σεβώμαστε αὐτοὺς ὡς εὐεργέτες μας, ἀλλὰ μόνον μ᾿ Ἑλληνικοὺς νόμους νὰ κυβερνιώμαστε. Διὰ τοῦτο δὲν τοὺς ἀρέσω τώρα καὶ μὲ κατατρέχουν ὅλες οἱ φατρίες.<br />
3. Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Συνέλεψη ἔστειλα καὶ ἦρθαν ἀπ᾿ ὅλο τὸ Κράτος γερωμένοι καὶ τοὺς σύναξα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ φκειάσαμεν διάφορα ἔνγραφα διὰ τὴν Συνέλεψη. Ἔκαμα κ᾿ ἐγὼ μίαν πρότασιν καὶ πρῶτος μίλησα διὰ τὴν θρησκεία· καὶ πῆραν τὴν γνώμη μου κι᾿ ἄλλοι ἀγαθοὶ πατριῶτες πληρεξούσιοι· κ᾿ ἔγινε δεκτὸ πανψηφεῖ. Πάσκισαν ἀναντίον μας ἄλλοι, τοῦ κάκου κοπιάσαν ὅλοι. Καὶ καταφαρμακώθηκαν.<br />
4. Μία ἢ δυὸ λέξεις φθαρμένες.<br />
5. Μία ἢ δυὸ λέξεις φθαρμένες.<br />
6. Μία ἢ δυὸ λέξεις φθαρμένες.<br />
7. Μία λέξη φθαρμένη, Ντεληγιώργης, βεβαίως.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-76977598184878291872011-03-25T12:29:00.002-07:002011-10-25T12:21:32.326-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 5<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Τὰ ἀπὸ τοῦ 1840. - Ἀναδρομικὴ εἰς τὰ ἀπὸ τοῦ 1824 συνωμοτικά. - Συνωμοσία ὑπὲρ ἀπελευθερώσεως τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας. - Τὰ κατὰ τὸν Ἱλαρίωνα Καράτζογλουν. - Ἰστορικαὶ ἀποκαλύψεις Λουκᾶ Λεονταρίδου. - Ῥωσσικαὶ ἐνέργειαι ἐν Ἑλλάδι. - Καὶ πάλιν ἡ Φιλορθόδοξος Ἐταιρία. - Πρόοδος τῆς ὑπὲρ τῆς Θεσσαλίας κ.λπ. συνωμοσίας. - Ἀπιστία Τσάμη Καρατάσσου. - Ἐκστρατεία Μακεδόνων εἰς Ἅγιον Ὄρος. - Σύλληψις Ἱλαρίωνος Καρατζόγλου. - Ἀπόλυσις καὶ θάνατος αὐτοῦ. - Ἀποτυχία τοῦ κινήματος. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι ὑπὲρ τῆς Κρήτης. - Ἀγγλικαὶ ἀντιδράσεις. - Ματαίωσις τοῦ κινήματος. - Ἔριδες ἐν τῷ Δημοτικῷ Συμβουλίῳ Ἀθηναίων. - Ὑποψίαι τῆς κυβερνήσεως κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Παρουσίασις αὐτοῦ πρὸς τὸν Βασιλέα. - Τὰ κατὰ τὸν Ἰωάννην Βελέτζαν.</i><br />
<hr />
Τὰ 1844 τὸν Σεπτέμβριον μήνα πῆγα εἰς τὴν Τῆνο νὰ προσκυνήσω. Ἔκαμα εἰς τὴν χάρη της εἰκοσιτρεῖς ἡμέρες καὶ πῆρα καὶ τὸ ἴδιον καὶ τὸ ἔφερα ἐδῶ. Καὶ θὰ σημειώσω ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τότε ὡς τὴν σήμερον, 10 Ὀκτωβρίου 1844. Αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε ἐδῶ δὲν μποροῦσα νὰ τὰ γράφω μὲ τ᾿ ἄλλο, ὅτι κιντύνευα τὴν ζωή μου. Καὶ τὰ σημείωνα καὶ εἶχα ἕναν τενεκὲ καὶ τὰ ῾βαινα μέσα καὶ τά ῾χωνα. Καὶ τώρα ὁποῦ ῾φερα τὸ ἴδιον θέλω τὰ γράψη ἐδῶ καθὼς ἔτρεξαν τὰ πράματα.<br />
Ὅταν ἤμουν εἰς τὴ Νύδρα καὶ τῆς δυὸ φορές, ὁποῦ τὴν φοβέριζαν οἱ Τοῦρκοι, ἤτανε κι᾿ ὁ Καρατάσιος ἐκεῖ καὶ ἤμουνε φιλιωμένος μὲ τοὺς ἀξιωματικούς του καὶ καταξοχὴ μὲ τὸν Βελέτζα καὶ μ᾿ ἕνα γενναῖον παληκάρι – τὸ εἶχε ὁ Καρατάσιος πολὺ ἀγαπημένον – τὸν ἔλεγαν Λαρίων Καράτζογλον, ἡ πατρίδα του ἀπὸ τὴν Καβάλλα, τοῦ Μεμεταλῆ τὴν πατρίδα· φιλελεύτερος καὶ πολὺ γενναῖος ἄντρας. Τὸν εἶχα φίλον στενώτερον ἀπὸ ἀδελφόν, καὶ εἰς τὴ Νύδρα αὐτεινοῦ καὶ τοῦ Βελέτζα τοὺς ξήγαγα τὰ αἰστήματά μου καὶ πάντοτε τοὺς ηὗρα πρόθυμους αὐτοὺς τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ὅλους τους ἀξιωματικούς του Καρατάσιου, καθὼς καὶ τὸν ἴδιον αὐτὸν τὸν μακαρίτη καὶ τὸν γενναῖον Γάτζο. Κι᾿ ὡς σύνφωνοι εἰς τὰ πατριωτικὰ αἰστήματα ὁρκιστήκαμεν νὰ βαστάξωμεν τὸν δρόμον μας μὲ τὴν Κυβέρνησιν νὰ γένουν νόμοι, ν᾿ ἀποκατασταθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος. Καὶ βαστήσαμεν τὸν ὅρκο μας ὅταν κιντύνευαν οἱ νόμοι ἀπὸ τὴν μάχαιρα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν στρατιωτικῶν καὶ πολιτικῶν ὁποῦ ξηγήθηκα. Κι᾿ ὡς σύνφωνοι μὲ τὸν Καρατάσιον κι᾿ ἄλλους τοῦ ἀξιωματικούς, ἦρθα τότε ἐδῶ εἰς Ἀθήνα καὶ τοὺς ἔμπασα εἰς τὴν Πελοπόννησο αὐτοὺς ὅλους καὶ τὸν Γκούρα καὶ διαλύσαμεν τὰ δεινὰ τῆς πατρίδος.<br />
Ὅταν ἦρθε ὁ Κυβερνήτης, ὁποῦ ὀργάνισε τὰ στρατέματα, ἀδικήθηκαν πολλοὶ ἀγωνισταί, ἀδικήθη κι᾿ ὁ Λαρίων. Γύρευε νὰ πάγη κλέφτης· τὸν συβούλεψα νὰ πάγη εἰς τὴν πατρίδα του νὰ μπορέση νά ῾χη ἀνθρώπους ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του καὶ νὰ ἰδοῦμεν, ὅποτε εἶναι ἁρμόδιος καιρός, νὰ τηράξουμεν ὅλοι οἱ Ἕλληνες μυστικῶς νὰ λευτερώσουμεν καὶ τ᾿ ἄλλα μέρη τῆς Τουρκιᾶς ὁποῦ ῾ναι εἰς τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου, καὶ νὰ ῾νεργήσουμεν τὸν ὅρκον τῆς Ἐταιρίας. Ὁρκιστήκαμεν εἰς αὐτὸ νὰ μὴν προδοθοῦμεν καὶ ν᾿ ἀγροικιώμαστε καὶ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὴν θέλησιν τοῦ Καποδίστρια τί λευτεριὰ θέλει τῶν Ἑλλήνων. Ὅτ᾿ εἴδαμεν ὁποῦ χάλασε τὸ Βουλευτικὸν καὶ τοὺς νόμους, ὁποῦ ηὖρε κι᾿ ὁρκίστη εἰς αὐτοὺς – κ᾿ ἔγινε ἐπίορκος καὶ τοὺς χάλασε. Βάλαμεν σινιάλο «φουσέκι» νὰ μοῦ λέγῃ ὅταν θὰ μοῦ στέλνη ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὸν γνωρίζω ὅτ᾿ εἶναι δικός του, κ᾿ ἐγὼ «ντουφέκι». Πῆγε ὁ Λαρίων εἰς τὸ Ὄρος καὶ πάσκισε καὶ μπῆκε καπετάνος εἰς τὰ Μαντεμοχώρια· καὶ ἦταν ἀρκετὸν καιρὸν ἐκεῖ. Καθὼς ὁποῦ ἤμαστε ὁρκισμένοι, ἄρχισε καὶ κατηχοῦσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ μεγάλη μυστικότη· καὶ πήγαινε προβοδεύοντας πολύ. Ὅρκισα ἐγὼ καὶ τὸν Βασίλη Ἀθανασίου· ἦταν ἀρχηγὸς τῆς καβαλλαρίας εἰς τὴν Κρήτη καὶ ἦρθε εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ τὸν στεφάνωσα· ἦταν κι᾿ αὐτὸς Μακεδόνας. Μίλησα ὕστερα τοῦ Ἁγιντὲκ καὶ τὸν ἔκαμεν μοίραρχον. Πολλὰ τίμιος ἄνθρωπος καὶ γενναίος· κι᾿ ἀγροικιώταν κι᾿ αὐτὸς μὲ τὸν Λαρίων, ὅτι ἦταν εἰς τὴν Λαμίαν. Ἦταν κι᾿ ὁ Βελέτζας ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη· κι᾿ ἀγροικιώμουν καὶ μ᾿ αὐτόν. Γενναῖον παληκάρι ὁ Βελέτζας· τὸν κατάτρεξαν τόσες φορὲς καὶ τὸν φυλάκωσαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τράβησα κ᾿ ἐγὼ τόσα δεινὰ κ᾿ ἔξοδα ὅσο νὰ σωθῇ. Ὅτι οἱ Μπαυαρέζοι καὶ οἱ ὀπαδοί τους Ἕλληνες θέλαν νὰ μᾶς φᾶνε κι᾿ ὁ Θεός μας γλύτωσε ἀπὸ τοὺς κακούς τους σκοπούς. Καὶ πασκίζαμεν ἔξω καὶ μέσα μὲ τρόπον καὶ κατηχούσαμεν τοὺς ἀνθρώπους ἴσως καὶ κινηθοῦμεν διὰ τὰ ἔξω καὶ λευτερωθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ μέσα καὶ κάμωμεν νόμους στέρεους καὶ διοικηθοῦμεν ὡς ἄνθρωποι· ὅτι μᾶς κυβερνοῦν οἱ ἀνθρωποφάγοι μὲ τὸ «ἔτζι θέλω»· καὶ κρίμα ῾σ τὰ αἵματα καὶ θυσίες ὁποῦ κάμαμεν. Ὁ κόσμος δυστύχησε. Κι᾿ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν αὐτεινῶν ἀπολπίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ῾στὰ 1836.<sup><a href="http://users.uoa.gr/%7Enektar/history/tributes/makriyannis/c05.htm#01">1</a></sup><br />
Ἀφοῦ εἴδαμεν τὴν διάθεσιν τῶν πολιτικῶν μας εἰς τὴν προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου – καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία τὴν ἔβαλε ῾σ ἐνέργεια κι᾿ ὅλους τους ἀγωνιστᾶς τοὺς ἔστειλε ξυπόλυτους καὶ γυμνοὺς εἰς τοὺς Τούρκους καὶ βάλαν τὸν Ταφίλη Μπούζη ἀρχηγόν, καθὼς δι᾿ αὐτὸ ξηγήθηκα, τότε ἀγροικήθηκα μὲ τὸν Λαρίων. Μὸ ῾στειλε ἕναν καλόγερον, μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔχει μίαν δύναμη ἐκεῖ, ὅμως χρειάζεται κι᾿ ἀπὸ ῾δω δύναμη κι᾿ ὁμόνοια καὶ καλῆ κυβέρνεια διὰ τὰ ἔξω, νὰ μὴν πάρωμεν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ λαιμό μας. Τοῦ παράγγειλα νὰ κατηχῆ ἀνθρώπους ἐκεῖ μὲ φρόνησιν κι᾿ ἀκολουθῶ κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ τὸ ἴδιον. Ἔρχονταν ἄνθρωποι ἐδῶ, τοὺς ἔπαιρνα εἰς τὸ σπίτι μου, μιλούσαμεν τὴν δυστυχίαν τῆς πατρίδος καὶ τοὺς ἑτοίμαζα διὰ τὰ ἔξω. Καὶ κατηχοῦσα ὅλο τὸ κράτος, ὅποτε εἶναι καιρὸς νὰ κινηθοῦμεν. Μίαν φορᾶ τὰ ἔξω τὰ ῾νεργούσαν οἱ Κατακουζηναῖγοι μὲ τὸν συμπέθερό τους τὸν Ἀρμασπέρη ὄχι πρὸς ὄφελον τῆς πατρίδος. ῾Νεργήσαμεν καὶ χάλασε αὐτό, ἔφυγε κι᾿ ὁ Ἀρμασπέρης ἀπὸ ῾δω καὶ οἱ Κατακουζηναῖγοι καὶ νέκρωσε ὅλως διόλου. Ὁρκιστήκαμεν ὕστερα μὲ τὸν Τζάμη Καρατάσιον, ὡς ἀπόξω αὐτός, νὰ γένη τὸ κίνημα ῾ληνικόν κι᾿ ὄχι διὰ ξένους –ὅσο μποροῦμεν νὰ τοὺς πάψωμεν τοὺς ξένους καὶ νὰ τηράμεν τὴν δουλειά μας. Σηκώθη ὁ Τζάμης πῆγε ὡς τὸ Σαλωνίκι, μίλησε ἐκεῖ, στάθη καμπόσον καιρόν, γύρισέ μου εἶπε τὰ τρέχοντα.<br />
Ἐδῶ εἰς Ἀθήνα ἦρθε ἕνας πρωτοεταιρίστας Λουκᾶς Λιονταρίδης, προκομμένος ἄνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τὸν ρώτησα διὰ τὸν πατέρα τῆς λευτεριᾶς μας, τὸν μακαρίτη Ρήγα Βελεστίνο, πὼς προδόθη. Μοῦ εἶπε πολλά. Ἀφοῦ τὸν πρόδωσαν καὶ σκοτώθη, τότε ὁ Σουλτάνος πρόσταξε τὸν μακαρίτη Πατριάρχη καὶ τὸ ῾δωσε ὅ,τι κατήχησες τὸ ῾χαν δώση, ὁποῦ ἦταν τοῦ Ρήγα, καὶ τοῦ εἶπε ν᾿ ἀφορίση αὐτὸν καὶ τοὺς ὀπαδούς του. Τότε ὁ ἀγαθὸς Πατριάρχης περίλαβεν αὐτὸς τὴν Ἐταιρία διὰ νὰ μὴν σβέση καὶ τὴν ξακολούθησε καὶ κατηχοῦσε· κ᾿ ἔστειλε καὶ πιστὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν Ρουσσία· κ᾿ ἐκεῖ ἦταν κι᾿ ὁ Λιονταρίδης, πιστός του φίλος, τοῦ Πατριάρχη· καὶ ἦταν ἀξιωματικός της Ρουσσίας. Καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ πάγη εἰς τὸ Ὄρος ὁ Λιονταρίδης, ὁποῦ ἦταν κι᾿ ὁ Πατριάρχης ἐκεῖ σιργούνι, ν᾿ ἀνταμωθοῦν. Ἔτζι πῆρε τὴν ἄδεια καὶ πῆγε εἰς Ὄρος. Ἀφοῦ ἀνταμώθηκαν μὲ τὸν Πατριάρχη, τὸν κατήχησε καὶ τὸν χεροτόνησε καὶ καλόγερο· καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγει εἰς τὴν Ρουσσίαν ν᾿ ἀπαρατηθῆ ἀπὸ τὴν δούλεψη καὶ νὰ μιλήση μὲ τὸν Καποδίστρια καὶ νὰ περάση εἰς Βλαχιὰ νὰ πάρη μοναστήρια μὲ νοίκι καὶ νὰ κατηχήση κι᾿ ὅσους μπορέση· καὶ νὰ συνάξη κι᾿ ὅ,τι χρήματα μπορέση διὰ νὰ χρησιμέψουν διὰ τὴν πατρίδα. Πῆγε εἰς τὴν Ρουσσία ἀπαρατήθη, μίλησε καὶ μὲ τὸν Καποδίστρια καὶ εἰς τὴν Βλαχιὰ κατήχησε πολλοὺς καὶ τὸν Μιχάλβοντα καὶ πῆρε καὶ μοναστήρια καὶ σύναξε κι᾿ ὡς τρία μιλλιούνια γρόσια. Τοῦ ἀποκρίθη ὁ Πατριάρχης νὰ τά ῾χη ἐκεῖ ὅσο νὰ χρειαστοῦνε. Ὁ μακαρίτης ὁ Ναπολέων ὁ αὐτοκράτορας τῆς Γαλλίας, τὸ καύκημα τοῦ κόσμου, διὰ μέσον τοῦ πρέσβυ τοῦ τότε Σεμπαστιάνη γράφει τοῦ Πατριάρχη εἰς Κωσταντινόπολη καὶ τοῦ λέγει νὰ στείλη νὰ κατηχήση παντοῦ τοὺς χριστιανούς, νὰ εἶναι ἑτοιμασμένοι, κι᾿ ὅταν νὰ εἶναι καιρὸς ὁποῦ θὰ κινηθῆ, νὰ χτυπήσουν κι᾿ αὐτείνοι· καὶ εἶναι δικό τους ἀπὸ Κωσταντινόπολη καὶ κάτου, Γουργαριά, Σερβία, Θεσσαλομακεδονία, Ντουράτζο, Αὐλώνα καὶ ὁλόγυρα αὐτὰ τὰ μέρη, Ρούμελη, Πελοπόννησο καὶ τὰ νησιά. Τοῦ ἀποκρίθη ὁ Πατριάρχης ὅτι ξακολουθεῖ ἀπὸ καιρὸ ὅ,τι τοῦ γράφει. Κι᾿ ἔστειλε καὶ κατηχοῦσαν. Ἡ κακὴ τύχη, ἀπότυχε ὁ μακαρίτης ὁ Ναπολέων καὶ νεκρώσανε κι᾿ αὐτά. Αὐτὸ τὸ σκέδιον τὸ ἤξερε κι᾿ ὁ Καποδίστριας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Ὅταν λευτερώθη τοῦτο τὸ ὀλίγον μέρος τῆς Ἑλλάδος, ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Ρουσσίας ἤξερε τὸ σκέδιον κ᾿ ἔβαλε τὸν Καποδίστρια νὰ ῾νεργήση εἰς τοὺς Ἕλληνες νὰ τὸν κάμουν κυβερνήτη τους – καὶ τότε τρῶνε καὶ τὸ ὀλίγον τὸ δικό μας καὶ τὸ πολύ. Ἔγραψε ἐδῶ εἰς τοὺς Ἕλληνες ὁ Καποδίστριας καὶ τελείωσε ὁ σκοπός του. Τότε γράφει ἀπὸ τὰ Παρίσια τοῦ Λιονταρίδη ὅτι πάγει κυβερνήτης καὶ ῾στὸ γράμμα του εἶχε κ᾿ ἕνα γράμμα τοῦ μινίστρου τοῦ Ἐξωτερκοῦ τῆς Ρουσσίας καὶ τοῦ ῾λεγε νὰ τοῦ τὸ δώση κι᾿ ὅ,τι τοῦ εἰπῆ ν᾿ ἀκολουθήση. Τότε λέγει ὁ μινίστρος τοῦ Λιονταρίδη ὄτι· «Ἡ θέληση τοῦ Βασιλέως μας εἶναι ὅσα χρήματα ἔχεις συνασμένα νὰ τὰ πάρης καὶ νὰ πᾶς σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς Τουρκιᾶς καὶ νὰ κατηχήσης τοὺς χριστιανοὺς ὑπὲρ τῆς Ρουσσίας» καὶ νὰ ξοδιάση κι᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα δι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον – καὶ τότε κι᾿ αὐτοὺς νὰ λευτερώση ἡ Ρουσσία κ᾿ ἐμᾶς. Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ ἀγαθὸς Λιονταρίδης ἀποκρίνεται τοῦ ὑπουργοῦ· «Δὲν εἶμαι ὁρκισμένος δι᾿ αὐτό, εἶμαι νὰ λευτερωθῆ καὶ νὰ γένη δικόν της βασίλειον ἡ Ἑλλάδα». Τότε τὸν κρατοῦνε ἐκεῖ πολιτικὸν ρέστο· τοῦ πῆραν καὶ τὰ χρήματα. Καὶ στάθη ρέστο ὅσο ὁποῦ σκοτώθη ὁ Καποδίστριας. Τότε ἀπολπίστη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἡ Ρουσσία.<br />
Τότε ὁ Λιονταρίδης ἔβαλε σημαντικοὺς ἀνθρώπους καὶ μίλησαν ὅτι μετανόησε κι᾿ ἐκτελεῖ ὅ,τι θέλουν. Καὶ τὸν ἔστειλαν νὰ ῾ρθῆ ἐδῶ νὰ δουλέψη διὰ τὴν λευτεριά μας. Ἀφοῦ ἦρθε ἐδῶ, τοὺς παράγγειλε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς δουλέψη καὶ στείλαν τὸν ἅγιον Οἰκονόμον, παιδὶ τῆς Ρουσσίας, κι᾿ ἕνα Ἀνατόλιον ἀρχιμαντρίτη· κι᾿ ὁ Οἰκονόμος ἐργάζεται εἰς τὰ πολιτικὰ ὑπὲρ τῆς Ρουσσίας κι᾿ ὁ Ἀνατόλιος εἰς τὰ στρατιωτικά. Καὶ ηὗραν καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Κυβερνήτη μας ὀνομαζόμενους Κυβερνητικούς. Κι᾿ ὁ ἀδελφός του Καποδίστρια Τζορτζέτος κι᾿ ὅλοι αὐτεῖνοι φκειάναν πρὸ καιροῦ τὴν Φιλορθόδοξο Ἐταιρία μέσα κι᾿ ἔξω εἰς τὴν Τουρκιὰ κ᾿ εἶχαν καὶ χρήματα καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν. Καὶ προδόθηκαν. Ὁ Ἀνατόλιος ἔφκειασε ἕνα σπίτι καὶ περιβόλι πλησίον εἰς τῆς κολῶνες τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς κ᾿ ἔχει καὶ χρήματα ρούσσικα καὶ εἶναι κι᾿ αὐτὸς παιδὶ τῆς Ρουσσίας· καὶ ηὖρε τοὺς συντρόφους του κι᾿ ἐργάζονται ὅλοι μαζὶ πὼς νὰ λευτερώσουνε τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ ὁ Μιχάλβοντας εἶναι βαλμένος ἀπὸ τὴν Ρουσσία νὰ ῾νεργάη ὅ,τι μπορῆ διὰ νὰ γένη ἀφέντης τῆς Θεσσαλομακεδονίας. Καὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀνατόλιου μαζώνονται πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ κ᾿ ἐργάζονται δι᾿ αὐτά. Ἔχει κ᾿ ἕναν σεκρετάριον ὁ Βόντας, τὸν λένε Φορμάνο, καὶ τὸν ἔδωσε τοῦ Ἀνατόλιου καὶ κατηχοῦν τοὺς στρατιωτικοὺς νὰ κάμουν μίαν δύναμη διὰ τὴν Θεσσαλομακεδονίαν· κι᾿ ὅποτε κάμουν αὐτὴν τὴν δύναμη νὰ κινηθοῦν. Καὶ λευτερώνοντας αὐτὰ τὰ μέρη νὰ γένη ἡγεμόνας ὁ Βόντας ὅσο ἡ Ρουσσία νὰ στείλει τὸν βασιλέα τὸν καθαυτό.<br />
Θέλαν κ᾿ ἕναν στρατιωτικὸν ἀρχηγὸν διὰ τὸ κίνημα. Οἱ στρατιῶτες ὁποῦ κατηχοῦσαν ἦταν φίλοι μου καὶ πρόβαλαν ἐμένα· καὶ μοῦ εἶπαν αὐτὸ οἱ στρατιῶτες. Ἐγὼ τοὺς εἶπα, ὅταν θέλη ἡ Κυβέρνηση νὰ γένη αὐτὸ τὸ κίνημα, ἂς διορίση κι᾿ ὅποιον ἀρχηγὸν θέλη. Ἔλεγα ὅτ᾿ εἶναι τῆς πατρίδας κινήματα. Τότε ὁ Λιονταρίδης ηὖρε τὴν ἀλήθεια, πὼς εἶναι ἀπὸ τὸν Φορμάνο· ὅτι τοῦ βάφτισε ἕνα παιδὶ καὶ τὸ ῾δειξε καὶ πολλὴ φιλία· καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε φώτισα τοὺς στρατιωτικούς. Καὶ χαλάσαμεν ὅλα αὐτὰ τὰ σκέδια. Τότε σηκώνεται ὁ Ἀνατόλιος, σὰν χάλασε τὸ σκέδιον τοὺς ἐδῶ, πηγαίνει εἰς τὸ Ὄρος, παίρνει καὶ χρήματα μαζί του καὶ πηγαίνει κι᾿ ἀνταμώνει τὸν Λαρίων, ὁποῦ ῾χε καπετανλίκι εἰς τὸ Ὄρος καὶ Μαντεμοχώρια, καὶ τὸν ὁρκίζει. Πρὶν πάγη μάθαμεν τὸν σκοπόν του· ὅτι ἦταν ἄνθρωπος πατριώτης καὶ μᾶς τὸ εἶπε. Ἀφοῦ ὅρκισε τὸν Λαρίων, τότε βγάζει καὶ τοῦ δίνει κι᾿ ἕνα δίπλωμα ρούσσικον – ὅποιος θὰ εἶναι ἀρχηγὸς ἔχει γκενεράλη βαθμόν. Τοῦ τάζει συνχρόνως καὶ μία ποσότη χρήματα καὶ νὰ κατηχήση τοὺς ἀνθρώπους· καὶ νὰ συνάζη καὶ ὑπογραφὲς ἀπὸ τοὺς κατοίκους ὑπὲρ τῆς Ρουσσίας. Τότε στείλαμεν ἄνθρωπο εἰς τὸν Λαρίων νά ῾χη τὸν νοῦ του. Τοῦ μίλησαν καὶ πιστοὶ καλογέροι καὶ τράβησε χέρι ὁ Λαρίων.<br />
Τότε ὁ Ἀνατόλιος γράφει εἰς τὸν πρέσβυ τῆς Ρουσσίας εἰς τὴν Κωσταντινόπολη ἀναντίον τοῦ Λαρίων. Τὸν κατατρέχει τὸν Λαρίων ὁ πρέσβυς καὶ φεύγει καὶ πηγαίνει εἰς τὸν Μεμεταλὴ εἰς τὸ Μισίρι· τὸν εἶχε πατριώτη. Τοῦ λέγει ὂλ᾿ αὐτά, κι᾿ ὁ Μεμεταλὴς θέλει νὰ γένη ἀλλοῦ τὸ κίνημα διὰ λογαριασμό του. Τὸ ῾δωσε γράμματα σὲ Τούρκους καὶ Ρωμαίγους Κρητικοὺς καὶ τὸν ἔστειλε εἰς Κρήτη – κ᾿ ἐκεῖ νὰ στείλη στρατέματα ὁ Μεμεταλὴς κι᾿ ὁδηγὸς ὁ Λαρίων, νὰ γένη τὸ κίνημα. Πέθανε ὁ Σουλτάνος· πῆρε τὸν στόλο του ὁ Μεμεταλής, περηφανεύτηκε, ἀστόχησε τὸν Λαρίων. Τότε ἦρθε ἐδῶ καὶ μοῦ εἶπε ὅσα τράβησε. Εἶδα καὶ τὰ γράμματα τοῦ Μεμεταλῆ.<sup><a href="http://users.uoa.gr/%7Enektar/history/tributes/makriyannis/c05.htm#02">2</a></sup><br />
Ἀφοῦ φυλάκωσαν τὸν ἀδελφόν του Καποδίστρια<sup><a href="http://users.uoa.gr/%7Enektar/history/tributes/makriyannis/c05.htm#03">3</a></sup> κι᾿ ἄλλους διὰ τὴν Φιλορθόδοξον Ἐταιρίαν, μέσα εἰς τὴν χάψη ὁποῦ ἦταν αὐτὸς ἦταν κι᾿ ὁ Καμπούρογλος ὀνομαζόμενος καὶ τὸν κατήχησε ὁ ἀδελφός του Καποδίστρια καὶ τὸν μπιστεύτηκε· καὶ τὸ ῾δωσε τὴν κατήχησιν κι᾿ ἔνγραφα. Τότε αὐτὰ τὰ ἔνγραφα ὁ Καμπούρογλός μου παράγγειλε νὰ πάγω εἰς τὴν χάψη νὰ μοῦ τὰ δώση νὰ τὰ δώσω τοῦ Βασιλέα. Τοῦ παράγγειλα ὅτι ῾στὰ τοιοῦτα δὲν ἀνακατεύομαι· καὶ τὰ ῾δωσε τοῦ Φαρμακίδη καὶ τὰ ῾δωσε. Καὶ τότε ἀπὸ αὐτὰ κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλους ἀπὸ μέσα τὸ κράτος κι᾿ ἀπόξω τὴν Τουρκιὰ ἐμαθεύτη ἡ Φιλορθόδοξο Ἐταιρία πόσο προβοδεύει καὶ τί ἀρετὴ ἔχει. Οἱ ἀσυνείθητοι διὰ νὰ κάμη ὁ καθεὶς τοὺς σκοποὺς τοῦ ἄλλος βγάνει τὴν θρησκεία ὀμπρός, ἄλλος τὴν πατρίδα – κι᾿ ὅσο θέλουν καὶ σέβονται οἱ τοιοῦτοι αὐτὰ τὰ γερά, τόσο καλὸ νά ῾χουν.<br />
Βγαίνουν οἱ ἄλλοι πάλι· «Νόμους συνταματικοὺς πρέπει νά ῾χωμεν νὰ πᾶμε ῾μπρος». Φτάνει πλέον ὁ δόλος καὶ ἡ ἀπάτη! Κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι μας καταντήσετε μ᾿ αὐτὰ σὰν τὴν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Θυμηθῆτε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι᾿ ὅσα φαντάζεστε κι᾿ ὀργανίζετε διὰ νὰ ὑποστηρίζετε τὴν κακία κι᾿ ἀσωτεία τῶν συντρόφω σας καὶ ῾νεργάτε τὴν ἀδικία καὶ βοηθὸν ἔχετε εἰς αὐτὸν τὸν διάβολον, ὁ δίκιος ὁ Θεὸς ὅλες αὐτὲς τῆς προσπάθειες θὰ σᾶς τῆς χαλάση ῾σ ἕνα μινοῦτο. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐσεῖς, εἶναι Θεὸς καὶ σᾶς βαστάγει ἴσως καὶ πλησιάσετε ὀλίγον νὰ ἰδῆτε σήμερα εἴμαστε ἐδῶ τιμημένοι καὶ τρογυρισμένοι μ᾿ ἀγαθὰ καὶ πολλοὺς κόλακες κι᾿ αὔριον τοὺς ἀφίνετε ὅλους αὐτοὺς πίσου καὶ παίρνετε ἐννιὰ πῆχες πανί, καθὼς τὸ παίρνει κι᾿ ὁ μικρότερος φτωχός, καὶ πηγαίνετε ἐκεῖ ὁποῦ δὲν ματαφαίνεστε· κ᾿ ἐκεῖ θ᾿ ἀκοῦτε ὅ,τι δὲν κάμετε. Χορτάσαμεν πλέον λευτερία συνταματικὴ ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ Γάλλους κι᾿ ὀρθοδοξία ρούσσικη μὲ τὴν Φιλορθόδοξο Ἐταιρία αὐτεινῶν τῶν ὁμοθρήσκων μας Ρούσσων. Πόσοι Ἕλληνες θυσιάστηκαν δι᾿ αὐτοὺς ὡς χριστιανοὶ κι᾿ ὡς ὁμόθρησκοι καὶ τί ἀνταμοιβὴ κάνουν τώρα αὐτεῖνοι ῾σ ἐμᾶς; Ἐμεῖς κάμαμεν κι᾿ ὄντως κατὰ δύναμη τὸ χρέος μας ῾σ αὐτοὺς ὡς Ἕλληνες καὶ χριστιανοί· αὐτεῖνοι κάνουν ῾σ ἐμᾶς τὴν ἀνταμοιβὴ ὡς Ροῦσσοι. Τέλος πάντων καὶ ῾σ τὰ τρία μιλέτια μένομε πολὺ εὐκαριστημένοι, ὅτ᾿ εἴδαμεν ἀπότ᾿ ἐσᾶς τὴν λευτεριά μας, τὴν τιμή μας, τὴν θρησκεία μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ σέβεστε κ᾿ ἐπιθυμήσατε νὰ μᾶς βάλετε κ᾿ ἐμᾶς εἰς τὴν κοινωνία τοῦ κόσμου, ὁποῦ ἤμαστε χαμένοι τόσον καιρὸν καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ἐθνῶν. Καὶ παραδοθήκαμεν εἰς τὴν τιμὴ ἐσᾶς τῶν ὁμοθρήσκων μας Ρούσσων καὶ Ἄγγλων καὶ Γάλλων νὰ μᾶς σώσετε – κ᾿ ἐσεῖς οἱ φιλάνθρωποί της πρῶτες χρονιὲς πιάνατε ἕνα ἀθῶον παιδί, ἕνα ἀρφανό, ὁποῦ γύρευε ἡ τυραγνία νὰ τοῦ πάρη τὴν ζωή του καὶ τὴν τιμή του καὶ θρησκεία του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐσώθη· καὶ οἱ τρεῖς ἐσεῖς τὸ κιντυνεύετε νὰ τὸ πάτε πάλε εἰς τὴν δικαιοσύνη τοῦ τύραγνου· καὶ δίνεταν δύναμη αὐτεινοῦ τοῦ τύραγνου, ὁποῦ τὸν τρέμετε ἐσεῖς, κι᾿ αὐτὸ τὸ παιδάκι σας ἔδωσε νὰ καταλάβετε ὅτι κατὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Γκρανσινιόρη δὲν εἶναι καὶ ἡ δύναμή του. Δὲν στοχαστήκετε ὅταν ῾φοδιάζετε τὰ κάστρα τοῦ Γκρανσινιόρη τῆς πρῶτες χρονιές, ὅτ᾿ ἦταν δύναμη Θεοῦ νὰ λευτερωθῆ; Τί φαντάζεστε, ὅτι μας βοηθήσετε, ἤ μας μολύνετε καὶ μᾶς ἀφανίσετε; Ξίκι νὰ γίνεταν ἀπὸ ῾μας ἦταν καλύτερα καὶ τὸ καλό σας καὶ τὸ κακό σας! Εὐγνωμονοῦμεν οἱ Ἕλληνες γενικῶς τοὺς φιλανθρώπους ὑποκόγους σας, ἔχομεν χάριτες εἰς αὐτοὺς τοὺς εὐεργέτες μας – καμμιὰ χάρη ῾σ ἐσᾶς τῆς ἀνεμοδοῦρες, τῆς διαφταρμένες μηχανὲς δὲν ἔχομεν! Οἱ τίμιοι ἄνθρωποι νὰ μὴν σᾶς ἀκούσουνε! Οὔτε τὸ καλό σας θέλουν νὰ τοὺς κάμετε. Ἅς σας εὐγνωμονήσουνε ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς δώσετε τὰ δάνεια καὶ τὰ ῾φκειασαν λούσια καὶ πολυτέλειες κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Ἐκεινῶν ἐκάμετε καλὸ μὲ τὰ δάνειά σας, τοῦ Ἀρμασπέρη, τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ καὶ συντροφιές τους. Καὶ πάλε ὅσα σας λέγω δὲν ἐλπίζω νὰ τὰ κατορθώσετε, ὅτι ἂν εἴσαστε ἐσεῖς ἄδικοι κι᾿ ἀνθρωποφάγοι καὶ ῾περασπισταί τῆς κακίας, εἶναι Θεὸς δίκιος, ἀληθινός, δυνατός. Θυμηθῆτε ὅτι αὐτά σας γράφει ἕνας μικρὸς Ἕλληνας· ὅτι λίγον μὲ μέλει ἐμένα ἀπότ᾿ ἐσᾶς ἢ δυνατοὶ εἴσαστε ἢ ἀδύνατοι. Ἀγαθοὶ ὅταν εἴσαστε καὶ δίκιοι, εἴσαστε καὶ δυνατοί· τότε ἐγώ σας σέβομαι καὶ σᾶς προσκυνῶ, ἀλλοιῶς δὲν θέλω σας ξέρη, οὔτε νὰ σᾶς ἀκούσω! Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα ἡ πατρίδα κλονίζεται, ἀπὸ τῆς ὁδηγίες τῆς πατρικὲς τῶν Πρέσβεων καὶ δικῶ μας ξενολάτρων.<br />
Τότε συνομιλήσαμεν καμπόσοι νὰ καταβάλωμεν χρήματα, κόπους, ζωὴ νὰ γένη κάνα κίνημα εἰς τὴν Θεσσαλίαν καὶ Μακεδονίαν. Κάμαμεν πλῆθος ἑτοιμασίες κι᾿ ἀγροικηθήκαμεν μὲ τοὺς ἔξω· καὶ κατηχούσαμεν παντοῦ. Καὶ συνάζαμεν ἀνθρώπους – πουλοῦσαν τὰ γραμμάτιά τους, ὅ,τι κι᾿ ἂν εἶχαν. Τοὺς στέλναμεν εἰς Ταλάντι, Λαμίαν, Ξεροχώρι κι᾿ ἀλλοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ βγοῦνε ἔξω μίαν ἡμέρα. Καὶ τὸ πράμα πήγαινε μυστικὸν καὶ ῾νεργέταν μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ καταφανιστήκαμεν εἰς τὰ ἔξοδα. Εἴχαμεν καὶ τὸν Τζάμη Καρατάσιον εἰς τὸ μυστικόν. Τότε ὁ Τζάμης τὸ πρόδωσε τοῦ Σούτζου αὐλάρχη κ᾿ ἐκεῖνος τὸ εἶπε τοῦ Βασιλέα. Ἐμεῖς δὲν ἠξέραμεν αὐτό. Στέλναμεν τοὺς ἀνθρώπους ντυμένους – πρόσμεναν τὸν Τζάμη, ἐκεῖνος μας γέλαγε· δὲν ἔβγαινε ἔξω. Ὅτι μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ μίληγε μυστικῶς ἔτζι τὸν ὁδηγοῦσαν. Γύριζαν πίσου οἱ ἄνθρωποι ξυπόλυτοι καὶ γυμνοί – τους ξεκονομούσαμεν πάλε ἐμεῖς. Αὐτὸ τὸ ῾καμεν ἀρκετὲς φορές. Τὸν βιάσαμεν χωρὶς ἄλλο νὰ βγῆ, εἰδὲ νὰ τραβήση χέρι. Ὑποσκέθηκε ὅτι βγαίνει. Τότε μιλεῖ καὶ τὸν διατάζουν καὶ πῆγε εἰς Ἀνάπλι. Τότε εἴπαμεν νὰ πάψωμεν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κίνημα, νὰ μὴν προδοθοῦμεν καὶ πάρωμεν τοὺς ἀδελφούς μας εἰς τὸν λαιμό μας. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν διάθεσιν νὰ κινηθοῦν. Ἐγὼ τραβήχτηκα. Ἦρθε ὁ Δόσιος κι᾿ ὁ Δαμιανός, ὁποῦ ἦταν μὲ τὸν Τζάμη, κι᾿ ἄλλοι καὶ μὲ περικάλεσαν νὰ μὴν τραβήσω χέρι, ὅμως νὰ μπῶ κ᾿ ἐπιτροπή. Ἐμπήκα ἐγώ, ὁ Δόσιος, ὁ Δαμιανός, ὁ Ναούμης. Τότε στείλαμεν μίαν ποσότη πολεμοφόδια μὲ δυὸ γολέττες διὰ τὸ Ὄρος. Οἱ κεφαλὲς ἐκεινῶν ποὺ πῆγαν μαζὶ ἄταχτοι κι᾿ ἀκατάστατοι. Πῆγε κι᾿ ὁ καϊμένος ὁ Λαρίων τοὺς ἀντάμωσε – τὸν πρόδωσαν εἰς τοὺς Τούρκους κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἴδιους (ὅτ᾿ ἦταν τοῦ Τζάμη ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Λαρίων ἦταν γγισμένος μὲ τὸν Τζάμη). Τὸν ἔπιασαν, τὸν πῆγαν εἰς τὸ Μπάνιον εἰς Κωνσταντινόπολη. Μίλησα μὲ τοὺς πρέσβες τῆς Γαλλίας κι᾿ Ἀγγλίας – ὅτι τοὺς γέλαγα καὶ τοὺς ἔλεγα τοῦ κάθε ἑνοῦ· «Δουλεύομεν καὶ κινιώμαστε διά σας», κ᾿ ἐμεῖς τηράγαμεν τὸν σκοπὸν τῆς πατρίδος μας· – καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔγραψαν οἱ Πρέσβες εἰς Κωσταντινόπολη κ᾿ ἔβγαλαν τὸν Λαρίων. Ὕστερα οἱ Ροῦσσοι διὰ τὴν ἀπάτη ὁποῦ ἔκαμεν τοῦ Ἀνατόλιου, ὁποῦ τὸν ὅρκισε εἰς τὸ Ὄρος, ῾νέργησαν καὶ τὸν σκότωσαν οἱ Τοῦρκοι ὕστερα ὁποῦ ῾φυε ἀπὸ τὸ Μπάνιο. Καὶ χάσαμεν ἕναν γενναῖον ἄντρα.<br />
Τότε κινήθη καὶ ἡ Κρήτη. Εἶχα ἀγροικηθῆ μὲ τὸν Πατερόπουλο κι᾿ ἄλλους Κρητικοὺς – εἶχαν κ᾿ ἐπιτροπὴ κάμη ἐδὼ· κ᾿ ἐκεῖ στείλαν διευτυντᾶς τοὺς ἀδελφοὺς Χαιρέτηδες. Μοῦ εἶπε ἡ ῾πιτροπή νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ εἰς Κρήτη. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι ῾νεργούμεν δι᾿ ἀπάνου καὶ εἶναι τὸ ἴδιον. Καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ κατηχοῦμεν τοὺς λέμεν ποιὸς θέλει διὰ τὴν Θεσσαλομακεδονία, νὰ τὸν στέλνωμεν ἐκεῖ, καὶ ποιὸς διὰ Κρήτη. Ἔπιασα τὸν Ἀντώνη Κριεζή, τὸν καλὸν πατριώτη, ὁποῦ ἦταν ὑπουργὸς τοῦ Ναυτικοῦ, τὸν ὅρκισα καὶ τοῦ εἶπα αὐτό· καὶ διάταξε τοὺς δικούς μας θαλασσινοὺς νὰ μὴν πειράξουν ὅσα πλοῖα βρίσκουν μ᾿ ἀνθρώπους ὁποῦ θὰ πηγαίνουν ἢ διὰ Ὄρος ἢ διὰ Κρήτη· καὶ δὲν τοὺς πείραζε κανένας. Κι᾿ ὅλο στέλναμεν παντοῦ. Τότε κι᾿ ὁ Τζάμης ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ ἔφυγε ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, ἦρθε ῾σ ἕνα μέρος, ναυλώσαμεν πλοῖον, τοῦ δώσαμεν κι᾿ ἀνθρώπους καὶ τ᾿ ἀναγκαῖα, πῆγε καμπόσο διάστημα, εἶδε ἕνα πλοῖον βασιλικὸν δικό μας, πῆρε καμμιὰ δεκαπενταργιὰ ἀνθρώπους σὲ μίαν φελούκα κ᾿ ἔφυγε καὶ βῆκε εἰς τὴν Ζαγορά. Τότε οἱ ἄλλοι μείναν μόνοι τους –γύρισαν ὀπίσου. Τοὺς στείλαμεν εἰς τὴν Κρήτη. Ἀκέφαλοι οἱ ἄνθρωποι – οἱ ἀρχηγοὶ τοὺς ἀκατάστατοι καὶ διχόνοια γιομάτοι. (Πῆγαν καὶ εἰς Ὄρος ὀλίγοι κι᾿ ἀμόνοιαστοι. Τοὺς διῶξαν οἱ καλογέροι. Καὶ πήγανε καὶ Τοῦρκοι εἰς τὸ Ὄρος). Τότε ὅλους αὐτοὺς τοὺς στείλαμεν εἰς Κρήτη· καὶ γράψαμεν τοῦ Τζάμη, Βελέτζα κι᾿ ἀλλουνῶν νὰ περάσουνε ὅλοι εἰς Κρήτη. Καὶ μίλησα καὶ μὲ πολλοὺς νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ ὕστερα κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ἀξιωματικοὶ μὲ δύναμη. Ἤμαστε σύνφωνοι μὲ τὴν ῾πιτροπή τῆς Κρήτης, ὅταν πάρη τέλος αὐτὸ νὰ μᾶς δώσουνε τρεῖς χιλιάδες Κρητικοὺς καὶ μ᾿ ὅσα πλοῖα θὰ εἶναι ἕτοιμα κι᾿ ὅλους τους ξένους ὁποῦ θὰ εἴμαστε ἐκεῖ, εἰς Κρήτη, νὰ μεραστοῦμεν νὰ ἔβγωμεν ἔξω εἰς Θεσσαλομακεδονία. Μιλήσαμε καὶ μὲ τοὺς Σαμίους νὰ βαρέσουνε συνχρόνως κ᾿ ἐκεῖ. Τότε τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Κρήτης, ὁποῦ ἦταν ἐδῶ, μυστικῶς ἔγιναν Ἄγγλοι. Τοὺς λέγαμεν νὰ δώσουνε τὰ μέσα νὰ στείλωμεν περίτου ἀπὸ χίλιους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Ρούμελη, ὁποῦ βαστοῦσα τοὺς ἀξιωματικοὺς ἐδῶ δι᾿ αὐτό, δὲν θέλαν. Μὸ ῾λεγαν εἶναι Κρητικοὶ κι᾿ ὅσοι ξένοι ῾πήγαν ἀρκετοί. Ὅταν τοὺς χάλασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ γράφαν αὐτὸ ἐδῶ, τότε γύρευαν δύναμη· τότε συνάξαμεν καμμιὰ πεντακοσιαριὰ ἀνθρώπους μὲ τὸν Γιάννη Κώστα – νὰ τὸν στείλωμεν εἰς Κρήτη. Κομπρεμεταρίστη εἰς αὐτὸ κι᾿ ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση. Ἤθελαν καὶ καράβια· ἀγόρασαν πεντέξι ἐφτά· ηὗραν κι᾿ ἕναν ναύαρχον Νυδραῖον, Μπούτη τὸν λένε. Αὐτὸς εἶχε τὴν φαμελιά του εἰς τὴν Σάμο, καὶ τὸ ἤφερνε γύρα· καὶ πρόδινε ὅλα αὐτὰ εἰς τὸν πρέσβυ τῆς Τουρκιᾶς – καὶ τὸ ῾φερνε γύρα. Τότε ἑτοίμασαν τοὺς Τούρκους οἱ Ἄγγλοι· γύρευαν ν᾿ ἀγοράσουνε καὶ τοὺς Χαιρέτηδες. Αὐτεῖνοι στάθηκαν τίμιοι πατριῶτες καὶ δὲν θέλησαν. Οἱ ἄλλοι, τὸ μέρος τούτης τῆς ἐπιτροπῆς, ὁποῦ ῾ταν εἰς Κρήτη, ὁ Χάλης κι᾿ ἄλλοι, γύρισαν μὲ τοὺς Ἄγγλους. Τότε ἔπεσαν εἰς διχόνοια τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο. Οἱ Τοῦρκοι δυνάμωναν μὲ τὴν συντρομὴ τῶν Ἄγγλων. Αὐτεῖνοι ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πιτυχαίνουν τὸν σκοπόν τους, νὰ κάμουν τὴν Κρήτη σὰν τὰ Ἐφτάνησα, – ἡ φατρία τοὺς ἦταν ἀδύνατη καὶ μποροῦσαν νὰ κερδέσουνε οἱ Ἕλληνες – ἔβαλαν τὴν συνειθισμένη τοὺς ἀρετή· ἄλλα ἔλεγαν τῶν Ἑλλήνων καὶ τοὺς Τούρκους τοὺς βιάζαν· καὶ πῆγε ὁ στόλος τους εἰς Κρήτη. Τέλος τὴν ξεψύχησαν τὴν δυστυχισμένη Κρήτη – δὲν εἶχαν οὔτε ψωμί, οὔτε ἄλλα ἀναγκαῖα. Τότε ὁ Μπούτης κόπιασε καὶ μπαρκάρησε τὸν Γιάννη Κώστα μὲ τοὺς ἀνθρώπους του. Τὸ ῾φερνε καὶ μ᾿ αὐτοὺς γύρα τῆς Σπέτζες. Πῆραν τοὺς Χαιρέτηδες κι᾿ ὅλους τους στρατιωτικούς, ξένους καὶ ντόπιους, οἱ φιλάνθρωποι Ἄγγλοι καὶ τοὺς ἔβγαλαν μὲ τὰ καράβια τους εἰς τὴν Αἴγινα. Κι᾿ ὅταν ἦρθαν εἰς τὴν Αἴγινα, τότε κίνησε τὸ Μπούτη νὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ ἀδελφὴ τῶν Ἄγγλων ἐπιτροπή, ὁποῦ ἦταν ἐδῶ, Ἀντωνιάδηδες, Μισαήλης κι᾿ ἄλλοι. Πῆγαν ὡς τὰ Βάτικα.<br />
῾Σ τὸν ἴδιον καιρὸν ἦρθε κι᾿ ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁποῦ ἦταν πρέσβυς εἰς τὴν Ἀγγλία. Πῆγα ὡς φίλος του τὸν ἀντάμωσα, τοῦ εἴπα· «Καὶ τὰ καλὰ ὀπὸ ῾καμες εἰς τὴν Ἑλλάδα τὰ ξέρομεν καὶ τὰ κακά. Τώρα ἔχομεν ἀνάγκη νὰ εἰπῆς τοῦ Βασιλέα τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἄχλια κατάστασιν τῆς πατρίδος καὶ νὰ τὸν συβουλέψης πατρικῶς νὰ σωθοῦνε τὰ δεινὰ μας· καὶ νὰ μὴν τηράξης Συνταματικοὺς καὶ Κυβερνητικούς· νὰ μᾶς ἑνώσης ὅλους νὰ πάμεν ὀμπρός· καὶ νὰ πάρης ὅλα τὰ κόμματα νὰ κυβερνήσης· κι᾿ ἂν δὲν ἀκουστῆς εἰς τὸ δίκιον, νὰ παρατηθῆς καὶ σὲ διατηροῦμεν ἐμεῖς». Μίλησε μὲ τὸν Βασιλέα καὶ πῆρε ὑπουργοὺς τὸν Μεταξά, τὸν Βαλέττα, τὸν Μελά. Πρόσταξαν ἐμένα καὶ μὸ ῾δωσαν τὴν «Ἀμαλία» καὶ πῆγα εἰς τὰ Βάτικα, ὁποῦ ἦταν ὁ ναύαρχος τῆς Κρήτης, ὁ Γιάννη Κώστας μὲ τὸ στράτεμα κι᾿ ὁ Τζάμης (ὅτι τοῦ παραγγείλαμεν νὰ ῾ρθῆ διὰ τὴν Κρήτη καὶ ἦρθε). Τοὺς εἶπα ὅτι τὸ κίνημα τῆς Κρήτης ἐχάθη καὶ τοὺς πῆρα καὶ τοὺς ἤφερα εἰς τὴν Αἴγινα κι᾿ ἀπὸ ῾κει διάλυσα αὐτοὺς καὶ τοὺς Κρῆτες τὸν καθέναν ὅθεν ἤθελε μὲ τ᾿ ἅρματά του. Εἰς τὴν Αἴγινα ἔμαθα ὅτι ἀπαρατήθη ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ συντρόφοι του. Μπῆκε ὁ Χρηστίδης, ὁ Γιακωβάκης, ὁ Κριεζής, ὁ Βλαχόπουλος. Τότε νὰ φυλάξω τὴν ὑπόσκεσή μου ἐγὼ κι᾿ ἄλλοι πατριῶτες κάνομεν συνεισφορὰ καὶ γένονται περίτου ἀπὸ σαράντα χιλιάδες δραχμές. Τὸ Δημοτικὸν Συβούλιον ἦταν σὲ διχόνοια· ἔστειλαν ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν Αἴγινα νὰ ῾ρθω γλήγορα, ὅτ᾿ ἤμουν κ᾿ ἐγὼ μέλος. Μιλῶ αὐτὸ τοῦ ὑπουργοῦ Χρηστίδη καὶ μὲ παρακαλεῖ νὰ τοὺς ἑνώσω. Ξοδιάζω, κάνω ἕνα τραπέζι, παίρνω ὅλους τους συβούλους, παρέδρους καὶ παλιὸν δήμαρχον καὶ καινούριον, τοὺς μόνοιασα –φιλήθηκαν. Γύρευαν νὰ μὲ κάμουν πρόεδρον τοῦ Συβουλίου. Κάτζαμεν νὰ φάμεν ψωμί, ἀφοῦ ἑνωθήκαμεν. Πηγαίνουν καὶ λένε ὅτι ὅλοι οἱ σύβουλοι εἶναι ῾στὸν Μακρυγιάννη καὶ θὰ κάμουν ἀπανάστασιν. Κι᾿ ἀνακατώνονται πεζούρα, καβαλλαρία. Κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Χρηστίδης δὲν τὸν ἄφισε ὁ φόβος νὰ εἰπῆ ὅτι τὰ ἤξερε αὐτά. Τότε σηκώνομαι καὶ πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα. Ἀφοῦ τοῦ ξηήθηκα διὰ τὸ τραπέζι, τοῦ μίλησα καὶ διὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γύρισαν ἀπὸ τὴν Κρήτη· τοῦ σύστησα τὴν καλή τους διαγωὴ καὶ ὑποταγὴ ὂσ᾿ ἦταν εἰς τὴν Αἴγινα. Μίλησα καὶ τὴν δυστυχία τοῦ Νικήτα, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Αἴγινα ρέστο καὶ χωρὶς μιστόν· καὶ νὰ τὸν λευτερώσει, ὅτι ἐγὼ τὸν γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ δὲν ἐνέχεται σ᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπαν. Ὅτι πάντοτε ἦταν εἰς τὸ σπίτι μου νύχτα καὶ ἡμέρα κ᾿ ἕνα παρόμοιον δὲν μοῦ εἶπε. Κι᾿ ἀφοῦ τὸ ῾καμα πολὺ ριτζά, μοῦ ὑποσκέθη καὶ τὸν ἔβγαλε εὐτὺς καὶ τὸ ῾δωσε κι᾿ ὅλους του τοὺς μιστούς. Τότε τοῦ εἴπα· «Δὲν φοβήθης νὰ μή σου κάμω ἀπιστιὰ ὅταν ἦταν περίτου ἀπὸ χίλιους τρακόσους ἀνθρώπους, στεργιανοὶ καὶ θαλασσινοί, καὶ καράβια κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα του πολέμου καὶ θὰ σοῦ κάμω μὲ τὸ δημοτικὸν συνβούλιον; Δὲν μ᾿ ἀφίνουν κ᾿ ἐμένα νὰ ζήσω ἥσυχος; Μὲ τὰ παιδιὰ τῶν σκολειῶν θὰ κάμω ἀπανάστασιν; Μὲ τὰ κάδρα θὰ φέρω σύνταμα; Τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν θὰ πάρω; Μὲ τὸ συνβούλιον ἀπανάσταση; Τὸν μιστόν μου ἀφίνω διὰ τοὺς φτωχοὺς ἀγωνιστᾶς, μ᾿ ὅλον ὁποῦ κ᾿ ἐγὼ εἶμαι φτωχός, ὅμως αὐτεῖνοι πεθαίνουν τῆς πείνας. Καὶ δι᾿ αὐτὸ πάλε μὲ ὑποπτεύθηκαν. Διὰ τὴν ἡσυχίαν τῆς πατρίδος, ὁποῦ ῾ναι θρόνος σου, κάνω ὅλα αὐτά. (Κι᾿ ἄλλα τοιαῦτα πλῆθος. Αὐτεῖνοι γύρευαν νὰ μὲ φυλακώσουνε εἰς τὸ Παλαμήδι). Ἐγώ, Βασιλέα μου, ἔχω ὁρκιστῆ διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδος μου καὶ τράβησα τόσα δεινά· καὶ εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας παιδεμοὺς καὶ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια. Πῆγαν νὰ μᾶς κρεμάσουν καὶ γλύτωσα μόνον ἐγώ. Καὶ τράβησα ὅλα αὐτὰ διὰ νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικὸν τῆς Ἐταιρίας, ὁποῦ ἤμουν μέσα. Ἔχασα τὰ ὀλίγα μου ὑποστατικὰ καὶ σπίτι μου καὶ μικρή μου κατάσταση. Πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου· τὴν κατάστασή μου καὶ ὑγείαν μου τά ῾χασα. Ἀναντίον μου κατηγορία δι᾿ ὅσους διοίκησα δὲν φαίνεται. Τότε ἤμουν γνωστικὸς καὶ καλὸς ἐγὼ κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ ὑπομείναμεν διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος τόσα δεινά· τώρα κάθε ὀλίγον μας κατηγοροῦν καὶ μᾶς ὑποπτεύονται. Αὐτείνη τὴ λευτεριὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ῾μπιστεύεσαι τὴν κυβέρνησίν σου ἐγὼ δὲν τὴν ὑποφέρνω καὶ νὰ μοῦ δώσης τὴν ἄδεια νὰ πουλήσω ὅ,τι ἔχω καὶ νὰ πάγω ὅθεν μπορέσω μὲ τὴν φαμελιά μου νὰ ζήσω». Ἡ Μεγαλειότης του μὲ παρηγόρησε· ὅμως τὸν Τζῆνο κι᾿ ἄλλους τοὺς πίστευε καὶ σὲ κακὴ εὔνοια πάντοτες ἤμουν. Ἄλλοι γύρευαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἐγὼ τὸν γλύτωνα· τοῦ κάκου.<sup><a href="http://users.uoa.gr/%7Enektar/history/tributes/makriyannis/c05.htm#04">4</a></sup><br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=1978114727806824074" name="01"></a>1. Ξηγήθηκα πὼς ἔγινε ἡ ἀνταρσία τῆς Ἀκαρνανίας σὲ τοῦτο. Ἀφοῦ πῆγα κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν τετραρχίαν μου, παρατήρησα κι᾿ ὅλες της θέσες ὀπὸ ῾γιναν πολέμοι, καὶ σημάδεψα ὅλες αὐτὲς τῆς θέσες κι᾿ ὅσες ἄλλες ἤξερα· κ᾿ ἔρχοντας ἐδῶ εἰς Ἀθήνα πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκειάση σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲν γνώριζα τὴν γλώσσα του. Ἔφκειασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κ᾿ ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κ᾿ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστῆ, Παναγιώτη Ζωγράφον τὸν ἔλεγαν· ἔφερα αὐτὸν καὶ μιλήσαμεν καὶ συνφωνήσαμεν τὸ κάθε κάδρο τὴν τιμήν του· κ᾿ ἔστειλα κ᾿ ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα εἰς τὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι᾿ αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸν ζωγράφο καὶ βγαίναμεν εἰς τοὺς λόφους καὶ τὸ ῾λεγα· «Ἔτζι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτζι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτζι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος». Εἰς τὸ πρῶτο κάδρο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτορας καὶ ἡ Ἑλλὰς ἁλυσωμένη· καὶ τὴν κυτάγει ὁ Παντοκράτορας καὶ τῆς λέγει· «Ἑλλάς, Ἑλλάς! Διὰ τὰ αἵματα καὶ θυσίες τῶν Ἑλλήνων καὶ Φιλελλήνων σὲ ἐσπλαχνίζομαι καὶ φωτίζω τὰ τρία δυνατὰ Ἔθνη νὰ σοῦ τιναχτοῦν οἱ ἅλυσοι ὁποῦ ῾χες τόσους αἰῶνες εἰς τὰ ποδάρια σου· καὶ σὲ καταστήνω βασίλειον, νὰ βασιλεύεσαι ἀπὸ τὸν Ὄθωνα κι᾿ Ἀμαλία». Καὶ τῆς τινάζει τοὺς ἅλυσους ἀπὸ τὰ ποδάρια· καὶ τὴν παίρνει ὁ Παντοκράτορας καὶ τῆς βάνει εἰς τὸ δεξιὸν κι᾿ ἀριστερὸν τὸν Βασιλέα καὶ Βασίλισσα Ὄθωνα κι᾿ Ἀμαλία· κι᾿ ὁ Παντοκράτορας ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ κάδρου. Κι᾿ ὁ ἄγγελός του τοὺς στεφανώνει. ῾Σ ἄλλο μέρος τοῦ κάδρου εἶναι οἱ τρεῖς βασιλεῖς τῶν Δυνάμεων· κι᾿ ὁ ἄγγελος στεφανώνει κι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεις· κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τὸ γερατεῖον γονατιστὸν κάνουν μίαν δοξολογίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ λένε· «Δοξασμένος νὰ εἶσαι, Κύριέ μου, διὰ τὴν νεκρανάστασιν ὀπὸ ῾καμες. Ζήτω τὰ τρία δυνατὰ ἔθνη καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτεινῶν! Ζήτω ἡ πατρίδα μας, ὁ Βασιλέας μας καὶ ἡ Βασίλισσά μας!» Εἰς τ᾿ ἄλλο κάδρο εἶναι ἡ Κωσταντινόπολη ζωγραφισμένη καὶ ἡ θέση της. Εἶναι ὁ πρῶτος Σουλτάνος, ὁποῦ τὴν κυρίεψε, ζωγραφισμένος κι᾿ ὁ θρόνος του, ὁποῦ κάθεται καὶ πίνει τὸ ναργιλέ του· καὶ οἱ σωματοφύλακές του καὶ οἱ ῾πασπισταί τοῦ γύρα· καὶ οἱ πρόκριτοι καὶ τὸ γερατεῖον, ὁποῦ τοῦ προσφέρνουν τὰ δῶρα καὶ τὰ κλειδιά, τοῦ Σουλτάνου. Αὐτὸς τοὺς λέγει διὰ μέσον ἑνοῦ ῾πασπιστοῦ· «Δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ προσφέρουν δῶρα καὶ κλειδιά· τοὺς κυρίεψα μὲ τὸ σπαθί μου (καὶ τοὺς δείχνει τὸ σπαθὶ καὶ τοὺς λέγει)· Μὲ τὸ σπαθί μου κυρίεψα αὐτούς· καὶ τὰ δῶρα τους καὶ κλειδιὰ δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ τὰ προσφέρουν αὐτεῖνοι». Καὶ προστάζει καὶ τοὺς βάνουν εἰς τὸν ζυγόν, εἰς τὴν τυραγνίαν. Τότε ἀφοῦ εἶδαν αὐτοὺς εἰς τὸν ζυγὸν ἕνα μέρος πῆρε τὰ βουνά. Λέγει ὁ ῾πασπιστής εἰς τὸν Σουλτάνο· «Καλά, ἔβαλες αὐτοὺς εἰς τὸν ζυγόν· οἱ ἄλλοι πῆραν τὰ βουνά». Τότε ἀφοῦ τοὺς εἶδε ὁ Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ πολεμοῦν μὲ τὴν μαγιὰ τῆς λευτεριᾶς (ὁποῦ τὴν βάστηξαν ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ τόσους αἰῶνες εἰς τὰ βουνὰ κ᾿ ἐρημιὲς νὰ μὴν χαθῆ, καὶ σκότωναν οἱ τύραγνοι καὶ οἱ τουρκοκοτζαμπασῆδες ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ γένονταν δέκα. Καὶ εἶχαν συντρόφους ὅλοι αὐτεῖνοι τ᾿ ἄγρια θεριὰ καὶ φείδια, ὁποῦ συνκατοικούσανε μαζί, καὶ προστάτη μόνον τὸν Θεόν. Καὶ τροφὴ εἶχαν τὸ κρέας τῶν τύραγνων Ρωμαίγων, ὅσοι ἦσαν σύνφωνοι μὲ τοὺς Τούρκους, καὶ Τούρκων καὶ τὸ αἷμα τοὺς κρασί). Τότε εἰς ἕνα μέρος εἶναι ἡ Ἑλλὰς ἁλυσωμένη καὶ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ βουνὰ τρεῖς μὲ τὰ ὅπλα τους καὶ γκεζεροῦν τῆς πολιτεῖες καὶ λένε τῶν ἀνθρώπων· «Ἐμᾶς μας τρώγει ἡ γύμνια καὶ ἡ ταλαιπωρία τόσους αἰῶνες δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα – δὲν τὴν βλέπετε ὁποῦ εἶναι ἁλυσωμένη καὶ καταφρονεμένη· τὰ παράσημά της πεταμένα· καὶ σεῖς ἀκόμα σίγρι κάνετε; Ὡς πότε, τουρκοραγιάδες, ὡς πότε νὰ σᾶς βυζαίνουν οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοὺς κοτζαμπασῆδες καὶ τουρκοκαπεταναῖγοι;» Ἀφοῦ αὐτεῖνοι οἱ τρεῖς ῾θουσιάσαν τοὺς πολίτες, φαίνεται ὁ Ρήγας Βελεστίνος, τὸ ἀγαθὸ παιδὶ τῆς πατρίδας, καὶ βαστάγει ἕνα σακκουλάκι μὲ τὸν σπόρο τῆς λευτεριᾶς καὶ σπέρνει αὐτὸν τὸν σπόρον. Τὸ τρίτο κάδρο εἶναι ὁ πόλεμος τοῦ Διάκου εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας κι᾿ αὐτὸς παλουκωμένος κι᾿ ὁ Δεσπότης Σαλώνων καὶ οἱ ἄλλοι. Τὸ τέταρτο εἶναι τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, ἡ Ἄμπλανη καὶ τοῦ Σαλώνου τὰ μέρη. Τὸ πέφτο εἶναι τὰ Βασιλικά, ὁ χαλασμὸς τοῦ Μπαγιράνπασια. Τὸ ἕκτον εἶναι ἡ Λαγκάδα. Τὸ ἑφτὰ εἶναι ἡ Τροπολιτζὰ καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολέμοι. Τὸ ὀχτὼ εἶναι ἡ Ἄρτα, τὸ Σούλι καὶ ἡ Σπλάντζα. Τὸ ἐννιὰ εἶναι τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, ὁποῦ τὸ πῆραν οἱ Ἀθηναῖγοι μὲ ρισάλτο. Τὸ δέκα εἶναι τὰ Ντερβένια, Κόρθο, Ντερβενάκι, Ἄργος, Παλαμήδι καὶ Ἀνάπλι. Τὸ ἕντεκα Νύδρα, Σπέτζες, Ψαρά, Γαλαξείδι· γράφονται ναυάρχοι, μπουρλοτιέροι, νοικοκυραίγοι· τί καράβια τούρκικα ἔκαψαν ὁ καθείς. Τὸ δώδεκα οἱ Παλιοβαρίνοι, Σφαχτηρία, Νιόκαστρον. Τὸ δεκατρία ἡ Δυτικὴ Ἑλλάς, κέντρο Βόνιτζα, Πούντα, Πρέβεζα, πολέμοι ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀπὸ Γιάννενα καὶ κάτου. Τὸ δεκατέσσερο ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, κέντρο ἡ Φήβα· ὅλοι οἱ σημαντικοὶ αὐτεινοῦ τοῦ μέρους στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἀπὸ ῾κοσιτέσσερα χωριὰ γραμμένοι· ὕστερα ὁ Ὑψηλάντης μὲ τὶς χιλιαρχίες καὶ Τούρκους ὁποῦ πολέμησε. Τὸ δεκαπέντε οἱ Μύλοι τοῦ Ἀναπλιοῦ καθὼς ἔγινε ὁ πόλεμος. Τὸ δεκάξι Μισολόγγι, Κλείσοβα, Βασιλάδι, ὁποῦ κάηκαν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τ᾿ ἄλλα μέρη. Τὸ δεκαφτὰ Ἀράχωβα, μοναστήρι, οἱ δυὸ πύργοι μὲ τὰ κεφάλια τῶν Τούρκων. Δεκοχτῶ Περαίας, Δράκος, Μουνιχία, Πασσαλιμάνι, Μετόχι, Μποστάνια κι᾿ ὅλα τὰ ταμπούρια. Δεκαεννιὰ Τρεῖς Πύργοι, τὰ ἕντεκα ταμπούρια, τὰ τρία τὰ μπροστινά, τὸ τυφλό, ὁποῦ χαλάστηκαν οἱ Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλοι· ῾στὸ ρέμα ζωγραφισμένος ἐγώ, ὁποῦ τοὺς δείχνω νὰ γένη ἐκεῖ τὸ ταμπούρι, νὰ μὴν πιάσουνε τὸ ρέμα οἱ Τοῦρκοι (καὶ δὲν θέλησαν). Εἴκοσι τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, ὅλες οἱ θέσες ἀπόξω, ὁποῦ μας πολιορκοῦσε ὁ Κιτάγιας, Χρυσοσπηλιώτισσα, ἡ θέση ὁποῦ σκοτώθη ὁ Γκούρας κι᾿ ὅλες οἱ θέσες μὲ τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ὁ Φαβιὲς καὶ ταχτικό. Εἰκοσιένα ἡ Κρήτη καὶ ἡ Σάμο, ὁποῦ χύθη τόσο αἷμα (καὶ ἡ ἀσπλαχνία τῶν δυνατῶν τους ἄφησε πίσου εἰς τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου). Εἰκοσιδύο ἡ Καλιακούδα, Καρπενήσι, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Μάρκος. Εἰκοσιτρία εἶναι ἡ ναμαχία τῶν τριῶν στόλων, τὸ Νιόκαστρον, οἱ Ἀβαρίνοι, τὸ νησί, λιμάνι, τὰ τούρκικα καράβια καὶ τῶν Δυνάμεων. Εἰκοσιτέσσερα ἡ Ἑλλὰς κρατεῖ στέφανο εἰς τὸ χέρι της καὶ στεφανώνει ὅλους τοὺς Φιλέλληνας· καὶ εἶναι γραμμένα ὅλα τους τὰ ὀνόματα ζωντανῶν καὶ σκοτωμένων, ὅσοι ἦρθαν εἰς τὴν πατρίδα κι᾿ ἀγωνίστηκαν. Εἰκοσιπέντε ἡ Ἑλλὰς ξαπλωμένη καὶ ξεπλέγει τὰ μαλλιά της κι᾿ ὁ Ἀρμασπέρης τῆς βγάνει μὲ τὸ χέρι του ματωμένο τὴν καρδιά της. (Αὐτὸ τὸ κάδρο τό ῾μαθε αὐτὸς καὶ μὲ κατάτρεχε· καὶ διὰ νὰ μὴν ἀκολουθήσῃ τίποτας ἦρθαν φίλοι εἰς τὸ σπίτι μου – καὶ σύνφωνος κι᾿ ὁ Ζωγράφος, ὅτι θὰ τὸν παίδευαν καὶ χωρὶς νὰ ἤμουν ἐκεῖ τὸ ῾καψαν νὰ μὴν φανῇ εἰς τὸ φως· κ᾿ ὑποσκέθη νὰ μοῦ τὸ ματαφκειάσῃ καὶ δὲν τὸ ῾φκειασε). Εἰκοσιέξι κάδρο δικό μου. Σὲ ὅλα τὰ κάδρα αὐτά, ὁποῦ ῾δωσα τῶν πρέσβεων καὶ τοῦ Βασιλέως, ὁποῦ χάθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν μπερμπάντη τὸν Ἡσαΐα, ἦταν ζωγραφισμένες οἱ θέσες καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν Τούρκων καὶ Ρωμαίγων γραμμένα ἀπὸ κάτου· καὶ ἡ κάθε θέση σημειωμένη μὲ νούμερο καὶ ὕστερα γραμμένο ἀπὸ κάτου εἰς τὸ κάδρο τ᾿ ὄνομά της μὲ τὸ νούμερον. Κ᾿ ἔλεγαν ὅλα· «Στοχασμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἔγιναν 25 εἰκόνες μὲ ἴδια του ἔξοδα καὶ κόπους πρὸς εὐκαρίστησιν τῶν πατριωτῶν καὶ τῶν εὐεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης».<br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=1978114727806824074" name="02"></a>2. Πρωτύτερα πολὺν καιρὸν καὶ πρὶν ὁ Μεμεταλὴς νὰ πάρῃ τὸν στόλο τοῦ Σουλτάνου εἶχε ἔρθει ἐδῶ ὁ Κωνσταντῖνος Τοσίτσας καὶ μοῦ εἶπε καμπόσα κι᾿ ὅτι μὲ θυμᾶται ὁ Μπραΐμης ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Νιόκαστρου. Μιλήσαμεν καὶ γιὰ τὰ ἔξω τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας, νὰ μπορέσουμεν νὰ κάμωμεν τίποτας. Εἶχε σκοπὸν νὰ πάγη εἰς τὴν μητέρα του εἰς τὴ Λαμίαν. Τοῦ εἶπα ὅτι σὰν γυρίση ὀπίσου μιλοῦμεν δι᾿ αὐτό. Τοῦ ἔκαμαν ἀντενέργειες εἰς τὴν Λαμίαν καὶ θὰ τὸν ἔπιανε ἡ Κυβέρνηση· καὶ τοῦ στείλαμεν κ᾿ ἔφυγε κρυφίως.<br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=1978114727806824074" name="03"></a>3. Ὕστερα τὸν ἔκαμαν ἐξορία εἰς τὸ Μισίρι κ᾿ ἐκεῖ ἀπέθανε.<br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=1978114727806824074" name="04"></a>4. Εἶχε ἔρθη εἰς τὴν Ἀθήνα μυστικῶς ὁ Βελέτζας καὶ δὲν ἤμουν ἐδῶ – ἤμουν εἰς Βάτικα ἀκόμα – καὶ μ᾿ ἄφησε ἕναν ἄνθρωπο καὶ μοῦ εἶπε, ἂν ὑπόσκεται ὁ Βασιλέας ὅτι δὲν πηγαίνει χάψη, νὰ τοῦ στείλω νὰ ῾ρθῆ. Μοῦ ὑποσκέθη ὁ Βασιλέας καὶ τὸ ῾στειλα καὶ ἦρθε. Καὶ τὸν εἶχα δεκαφτὰ ἡμέρες κρυμμένον εἰς τὸ σπίτι μου. Τὸν ἕντυσα καὶ κρυφίως τὸν ἔστειλα εἰς τὸ Τζιρίγον. Τί ἔκαμεν ἔξω, πὼς κινήθη, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἱστορικόν του. Αὐτεῖνοι εἶχαν γυμνώση ἕναν πλούσιον Βλάχο, κ᾿ ἔπιασαν δεκαπέντε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς φυλάκωσαν, καὶ χωρὶς νὰ μοῦ εἰποῦνε αὐτὸ νὰ ξέρω. Κι᾿ ὅσο νὰ γλυτώσω αὐτοὺς καὶ τὸν Βελέτζα (ὕστερά του ἔστειλα καὶ ἦρθε) ἐγὼ δὲν ξέρω τί ξόδιασα καὶ τί τράβησα νὰ μὴν εἰποῦνε τὴν ἀποστασία ληστεία.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-23050149077317083752011-03-25T12:29:00.000-07:002011-10-25T12:21:44.072-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 4<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Δυσάρεστος κατάστασις τῶν ἀγωνιστῶν. - Συνάντησις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ ὑπουργοῦ τοῦ Πολέμου Σμάλτς. - Ἐπίσκεψις τοῦ Μακρυγιάννη παρὰ τῷ Βασιλεῖ. - Θερμὴ συνηγορία αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν ἀγωνιστῶν. - Κρίσεις τοῦ Μακρυγιάννη περὶ τῆς ἱστορίας τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. - Τὰ ἱστορικὰ συγγράμματα τοῦ Ἀλεξάνδρου Σούτσου, Διονυσίου Σουρμελῆ, Κάρπου Παπαδοπούλου, Ἀμβροσίου Φραντζῆ, Χριστοφόρου Περραιβοῦ. - Τὰ κατὰ τὴν ματαίωσιν τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τῷ 1839. - Κατασκευὴ ἱστορικῶν εἰκόνων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Γεῦμα αὐτοῦ πρὸς τοὺς πρεσβευτὰς καὶ προσφορὰ τῶν εἰκόνων. - Τὰ κατὰ Ἡσαΐαν. - Ὑποψίαι κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη ἐπὶ συνταγματικοῖς φρονήμασι. - Δευτέρα παρέκβασις περὶ τοῦ Ἀμβροσίου Φραντζῆ. - Σκέψεις περὶ τῆς ἠθικῆς καταστάσεως τῆς κοινωνίας. - Τὰ κατὰ Θεόφιλον Καΐρην. - Ἀνακάλυψις τῆς Φιλορθοδόξου Ἐταιρείας. - Ἡ μετὰ τῆς Τουρκίας ἐμπορικὴ συνθήκη καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Ζωγράφος. - Νέαι ὑποψίαι κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη.</i><br />
<hr />
Ὁ Ἀρμασμπέρης διὰ ῾μένα ἄφησε κακὲς σύστασες εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοὺς ὀπαδούς του, ὁποῦ ἄφησε ἐδῶ καὶ εἰς τὸ Παλάτι, πάντοτες νὰ μὲ κατατρέχουν. Καὶ τὴν παραγγελίαν τοῦ τὴν ξακολουθοῦν ὅλοι. Ἄνοιξαν οἱ πληγὲς τοῦ σώματος μου· καὶ εἶχα ἐννιὰ γιατροὺς πέντε μήνους καὶ μ᾿ ἀποφάσισαν εἰς τὸν θάνατον. Γύρεψα ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ χρωστάει ἡ Κυβέρνησις νὰ μοῦ δώσουν νὰ ξεκονομηθῶ· δὲν στάθη τρόπος. Μόνον μίαν χάρη μό ῾καμαν· μάθαν ὅτι πέθανα καὶ κάμαν τὴ μουσικὴ ἕτοιμη νὰ μὲ χώσουνε μὲ παράταξιν. Ὅταν στείλαν καὶ τοὺς εἴπανε ὅτι ζῶ ἀκόμα, πικράθηκαν πολύ. Εἶδα αὐτεινῶν τὴν ἀρετὴ καὶ τῶν συνπολιτῶν μου τὴν λύπη· καὶ γιόμοζαν τὰ σουκάκια νὰ μάθουν πὼς εἶμαι.<br />
Ἀφοῦ μίλησα τοῦ Βασιλέα διὰ τὸν Λασσάνη, τῆς μεγάλες κατάχρησες ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, κι᾿ ἀφάνισε τὴν πατρίδα, καὶ τοῦ Σπυρομήλιου τὸ ῾δωσε τὴν Λιβαδόστρατα εἰς τὴν Φήβα κι᾿ ἄλλα, τὸν ἔβγαλε τὸν Λασσάνη ἀπὸ τὴν ῾Κονομίαν καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν Λογιστικὴ ῾πιτροπή μὲ βαρειὸν μιστὸν νὰ διορθώση τῆς κατάχρησες, αὐτὸς τῆς δικές του καὶ τῶν φίλωνε του· – καὶ οἱ ἀγωνισταὶ καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ παιδιά τους, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ θυσιάσαν τὸ δικόν τους ῾στὰ δεινὰ τῆς πατρίδος ἂς γκεζεροῦν εἰς τοὺς δρόμους ξυπόλυτοι καὶ ταλαιπωρεμένοι κι ἂς λένε «ψωμάκι». Οἱ ἀκαθαρσίες τῆς Κωσταντινόπολης καὶ τῆς Εὐρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλῆθος. Αὐτεῖνοι ἀφεντάδες μας κ᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους. Πῆραν τὰ καλύτερα ὑποστατικά, τῆς καλύτερες θέσες τοὺς σπιτότοπους, ῾στὰ ὑπουργεῖα βαρειοὺς μιστούς· δανείζουν τὰ χρήματά τους δυὸ καὶ τρία τὰ ἑκατὸ τὸν μήνα, παίρνουν ὑποθῆκες – ῾σ ἕνα χρόνο καὶ λιγώτερον κάνει δέκα τὸ παίρνει ἔνα· γίνηκαν ὅλοι ῾διοχτήτες. Κριταὶ αὐτεῖνοι, ἀφεντάδες αὐτείνοι· ὅπου νὰ πᾶνε οἱ Ἕλληνες ὅλο ξυλιὲς τρῶνε. Ἡ φτώχεια ἄξηνε· λίγον φταίξιμο νὰ κάμη ὁ ἀγωνιστής, χάψη ἄλλος ἐπὶ ζωγής, ἄλλος κόψιμον μὲ τὴν τζελατίνα. Ὅλο τέτοιες καλωσύνες ἔχομεν. Γιόμωσαν οἱ χάψες τοῦ κράτους. Καὶ θησαύρισαν οἱ κριταί μας καὶ οἱ ἀβοκάτοι μας. Τὸ κράτος ἔτσι πάγει πολλὰ ὀμπρός!<br />
Μίαν ἡμέρα πέρναγε ὁ Ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου ὁ Σμάλτζης· δὲν εἶχα τὴ νιφόρμα μου – δὲν τὸν χαιρέτησα. Εὐτὺς μὲ προσκαλεῖ καὶ μοῦ λέγει διατὶ δὲν ἔχω τὴ νιφόρμα μου καὶ δὲν τὸν χαιρέτησα. Τοῦ λέγω· «Σκαλίζω τὸν κῆπο μου νὰ γένουν λάχανα νὰ φάγω μὲ τὰ παιδιά μου καὶ μὲ τόσες φαμελιὲς τῶν σκοτωμένων ὁποῦ ῾ναι εἰς τὸ σπίτι μου. Οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ ἀγωνίστηκαν, δὲν τοὺς δώσετε οὔτε ἕνα ἀριστείον· ἐνταυτῶ ὅσοι ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς κιντύνους ὅλους τους δικιώσετε – βαθμούς, μιστοὺς πλουσιοπάροχους! Κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ ἀγωνίστηκαν περπατοῦνε εἰς τὸν ἕναν καὶ εἰς τὸν ἄλλον νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Ἔχω καμπόσους τοιούτους εἰς τὸ σπίτι μου, κύριε Ὑπουργέ, ὁποῦ τοὺς θρέφω νὰ μὴν πᾶνε διὰ ψωμὶ σὲ κακὲς στράτες καὶ τοὺς βάλετε εἰς τοὺς νόμους καὶ τοὺς κόψη ἡ τζελατίνα – θὰ τοὺς χρειαστοῦμεν καμμίαν βολά· δι᾿ αὐτὸ σκαλίζω καὶ δὲν βάνω νιφόρμα, ὅτι κορνιαχτίζεται ἀπὸ τὸ σκαλιστήρι. Κι᾿ ὅταν βγαίνω μὲ χωρὶς νιφόρμα, κι᾿ ὁ Βασιλέας νὰ εἶναι δὲν τὸν χαιρετῶ – οὔτε τὸν καταφρονῶ». Ἀφοῦ τοῦ εἶπα πολλά, τὸν ἔβαλα σὲ συμπάθειον καὶ πῆγε καὶ μίλησε τοῦ Βασιλέως καὶ μερεμέτησε καμπόσους ἀγωνιστᾶς – καὶ πάλε περισσότερους βάλαν μὴν ἔχοντας δικαιώματα· καὶ πάλε ἄφησαν τόσα λιοντάρια· καὶ σ᾿ ἔπαιρνε ἡ νίλα νὰ τοὺς βλέπης. Τότε σηκώθηκα πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ μίλησα. Μοῦ λέγει· «Τοὺς δίκιωσα» καὶ τραβγέται. Τότε τὸν πιάνω πίσω. Ἀγανάχτησε ἀναντίον μου. Ματὰ τὸν πιάνω, καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια μου, καὶ τοῦ λέγω· «Εἶμαι ἄτιμος στρατιωτικὸς ἂν σὲ ἀπατὼ· εἶναι καλύτεροι πολλοὶ ἀπὸ ῾μένα, Βασιλέα!» Τότε σὰν μ᾿ εἶδε ὁποῦ ῾κλαψα, μπῆκε σὲ συμπάθεια καὶ ἦρθε καὶ μοῦ μίλησε. Μοῦ εἶπε· «Τὸ λοιπὸν μ᾿ ἀπάτησαν! – Ἒτζ᾿ εἶναι, Βασιλέα μου, καὶ θέλει τοὺς ἰδῆς». Τὴν ἄλλη ἡμέρα τοὺς εἶπα καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι καὶ τοὺς εἶδε· τοὺς ἐσπλαχνίστη καὶ τοὺς δίκιωσε. Ὅτι ξύσαν τὸ μητρῶον καὶ βάναν ἀνθρώπους χωρὶς δικιώματα εἰς τοὺς βαθμούς. Ὅποτε βρῆ τὴν ἀλήθεια ὁ Βασιλέας, ἔχει δικαιοσύνη – ποῦ ἀφίνει ἡ ἀκαθαρσία τῆς ἀνθρωπότης;<br />
Αὐτεῖνοι ὁποῦ καταφάνισαν τὴν πατρίδα βάνουν τοὺς δούλους τους καὶ κόλακές τους, ἐκείνους ὁποῦ ῾χουν ἴσια τὴν ἀρετὴ κι᾿ ἀγῶνες, καὶ τοὺς ἐγκωμιάζουν εἰς τῆς ῾φημερίδες κάθε ὀλίγον καὶ φκειάνουν καὶ ῾στορίες. Φκειάνει μίαν ἱστορία ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Σοῦτζος εἰς τὸ Γαλλικὸν καὶ λέγει σωτῆρες τῆς Ἑλλάδος τοὺς φίλους του. Βάνει κι᾿ ὁ Κωλέτης τὸν Σουρμελή, στενὸν φίλον τοῦ Γκούρα καὶ τῆς φατρίας τους, καὶ φκειάνει ῾στορίαν καὶ κατηγοράγει ἀσυστόλως τὸν Δυσσέα, τὸν ὀχτρὸ τοῦ Κωλέτη, κ᾿ ἐγκωμιάζει πολὺ τὸν Γκούρα καὶ τοὺς φίλους του. Μὲ τέτοια ἀρετὴ γένεται ῾στορία; Νὰ μὴν τοῦ εἰπῆς καὶ τὰ καλά του καὶ τὰ κακὰ τοῦ κάθε ἑνοῦ, ἀλλὰ παθητικῶς; Ρωτᾶτε πότε ἦρθε αὐτὸς ἀπὸ τὴν Κωσταντινόπολη, ποιοὺς εἶχε φατρία, τί διαγωγὴ ἔχει δείξη. Εἰς τοῦ κάστρου τῆς πολιορκίες, ἂν οἱ φίλοι του ἔκαμαν ἕνα, τὸ κάνει πενήντα· ὅ,τι κάναν ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν εἶναι τῆς φατρίας του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωνέψη, «τὸ ῾καμαν οἱ ἡμέτεροι» λέγει. Οἱ φίλοι του ῾στοριογράφου ἔχουν ὄνομα, ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν εἶναι τῆς φατρίας του δὲν ἔχουν ὄνομα. Εἰς τοὺς «ἡμετέρους» βάνει τοὺς συντρόφους του καὶ τοὺς δίνει μερίδιον, ἢ τὸ δίνει ὅλο ἐκεινῶν ὀπὸ ῾χουν τὸ ὄνομα – γένονται καὶ «ἡμέτεροι». Ἀφοῦ λέγει διὰ τὸν Δυσσέα πλῆθος ψευτιές, τὸν κατηγορεῖ καὶ διὰ τὸ χτίσιμο τοῦ παππᾶ. Πὲς καὶ τὰ αἴτια, ῾στοριογράφο, καὶ τὸ κοινὸ εἶναι κριτὴς ἢ ὑπὲρ εἴτε κατά. Ἕνας ὁποῦ γένεται προδότης εἰς τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀφανίζει τόσα παληκάρια – καὶ τὸν γενναῖον ἀγωνιστῆ Σκουρτανιώτη τὸν Θανάση μὲ σαράντα ἀνθρώπους ποιὸς τὸν πρόδωσε εἰς τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς κάψαν ὅλους σὲ μίαν ἐκκλησιά; Κι᾿ ἄλλες πλῆθος προδοσιές; Κατηγορᾶς τὸν Δυσσέα ὡς ἄναντρον. Δώδεκα χιλιάδες Τούρκους μὲ λίγη δύναμη τοὺς πολέμησε εἰς τὸ Δαδὶ καὶ κιντύνεψε· καὶ ὕστερα μ᾿ ἕναν τεσκερὲ τοῦ τοὺς ἔδιωξε καὶ λευτέρωσε τὴν πατρίδα, ὁποῦ κιντύνευε νὰ χαθῆ.<br />
Βλέποντας αὐτοὺς τοὺς δυὸ μεγάλους πολιτικούς, Μαυροκορδάτο καὶ Κωλέτη, ὅτι ὁ ἕνας ηὖρε τὸν πατριώτη τοῦ Σοῦτζο κ᾿ ἐγκωμιάζει αὐτὸν καὶ τὴν συντροφιά του, ὁ ἄλλος τὸν Σουρμελή, τότε ὁ τρίτος πολιτικὸς τῆς Ἑλλάδος ὁ Μεταξᾶς ηὖρε κι᾿ αὐτὸς τὸν δικόν του, ηὖρε τὸν Κάρπον ὁποῦ ῾ρθε ἀπὸ τὴν Ρουσσίαν τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς ἀπανάστασής μας, ἦρθε εἰς τὸν Δυσσέα καὶ τὸν γύμναζε ἀρετὴ ρούσσικη, ἀγαθότη, σεμνότη, πατριωτισμὸν τοιοῦτον. Ἀπὸ τότε ὁποῦ ῾ρθε αὐτὸς ὁ σεβάσμιος παππᾶς ἀπὸ τὴν Ρουσσία κ᾿ ἔμεινε πλησίον τοῦ Δυσσέως, ἄρχισε αὐτὸς νὰ κατατρέχη τοὺς συντρόφους τοῦ στρατιωτικοὺς καὶ νὰ μὴν ἔχη πίστη, ἀλλὰ μεγάλη ὑποψία, νὰ μὴν ἔχη μάτια νὰ τοὺς δή, οὔτε αὐτοὶ τὸν Δυσσέα. Διαίρεση καὶ εἰς τοὺς προκρίτους τῆς Λιβαδειᾶς καὶ κατοίκους. Ὅταν ἤθελε ὁ Δυσσέας νὰ βάλη ῾σ ἐνέργεια τὴν παιδεία δι᾿ αὐτοὺς κατὰ συνβουλὴ τοῦ Κάρπου, ἕτοιμος αὐτὸς ὁ ἅγιος Καρπὸς τῆς Ρουσσίας, πήγαινε ὡς λυσσιασμένο σκυλὶ κι᾿ ἀφάνιζε τοὺς κατοίκους κατὰ διαταγὴ τοῦ Δυσσέως. Ἕναν προεστὸν τοῦ Ταλαντιοῦ Ἀλέξαντρον ὁ Κάρπος ἔσπειρε τὸν κακὸν καρπὸν εἰς τὸ κεφάλι τοῦ Δυσσέα ἀναντίον τοῦ Ἀλεξάντρου κ᾿ ἔλαβε διαταγὴ καὶ πῆγε καὶ σκότωσε μ᾿ ἄλλους μαζὶ τὸν προεστὸ τοῦ Ταλαντιοῦ. Καὶ μ᾿ αὐτὲς τῆς μεγάλες δούλεψες ὁ ἅγιος Κάρπος ἔκοψε τὰ γένια του, ἀρνήθη τὸν ὅρκον του, ἔγινε λοχαγὸς τοῦ ταχτικοῦ, ἔγινε καὶ ῾στοριογράφος τοῦ Μεταξᾶ, τοῦ τρίτου πολιτικοῦ τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ρόδιου καὶ συντροφιᾶς, κ᾿ ἐγκωμιάζει τὸν Δυσσέα μὲ τρόπον νὰ κλέβη τῶν ἀλλουνῶν ἀγῶνες καὶ θυσίες. Ὥστε ὅποιος δὲν εἶναι εἰς τὴν σημαία τοῦ Μαυροκορδάτου φατριαστὴς κι᾿ Ἀγγλιστής, Κωλέτη καὶ Γαλλιστής, Μεταξᾶ καὶ Ρουσσιστὴς καὶ εἶναι Ἕλληνας διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του, αὐτὰ παθαίνει· ὅποιος ἔτρεξε καὶ τρέχει εἰς τὸ καλό, αὐτεῖνες οἱ συντροφιὲς καὶ οἱ ῾στοριογράφοι τοὺς τοὺς πλακώνουν νὰ μὴν φαίνωνται πουθενά· θέλουν τοὺς ἀγῶνες τους νὰ παραστήνουν δικά τους κατορθώματα κι᾿ ἀρετὴ δική τους, καὶ τὴν δική τους ἀρετὴ τὴν δίνουν ἐκεινῶν, ὅτι τὴν βλέπουν ὅτι δὲν εἶναι καλὴ κι᾿ ὠφέλιμη – ὅταν τὴν κάνουν τὴν γκολπώνονται, κι᾿ ὅταν βρωμάγη τὴν σιχαίνονται, καὶ τὴν βρῶμα τὴν ἀποδίνουν ἀλλουνῶν.<br />
Ἔβαλε κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης τὸν Πρωτοσύγκελλο Ἀρκαδιᾶς καὶ τὸν ἐγκωμιάζει πόσον ἡρωγισμὸν ἔδειξε εἰς τὴν ἐπανάστασή μας. Μίαν παρατήρηση κάνω τοῦ Πρωτοσύγκελλου ῾στοριογράφου ὀνομαζομένου Φραντζῆ· λέγει διὰ τοὺς Ρουμελιῶτες πολλὰ ἀναντίον τοὺς εἰς τὸν ἀγώνα καὶ εἰς τὸν ἐφύλιον πόλεμον. Θὰ βρεθοῦν ἄλλοι προκομμένοι ῾στοριογράφοι ν᾿ ἀποδείξουν αὐτὰ καὶ τὸν αἴτιον τῆς φατρίας, καὶ τότε τὸ κοινὸ πληροφοριέται τὴν ἀλήθεια. Ὡς πατριώτης Ρουμελιώτης κι᾿ αὐτόφτης ξηγήθηκα τὰ αἴτια, ὅταν διατάχτηκα ἀναντίον τοῦ ἐφύλιου πολέμου, καὶ δὲν τὰ ῾παναλαβαίνω.<br />
Ἔφκειασε μιὰ ἱστορία κι᾿ ὁ Περραιβὸς κ᾿ ἐγκωμιάζει τοὺς Σουλιῶτες, τοῦ λόγου του καὶ τὴ συντροφιά του. Λέγει διὰ ῾μένα, ὅταν ἤρθαμεν εἰς τὸν Ἀνάλατον ὑπὲρ τῶν πολιορκημένων τῶν Ἀθηνῶν, ὅτι τοὺς ἔσφαλα ἐγώ. Ἔχει δίκιον ὁ Περραιβός· μ᾿ ἐννιὰ χιλιάδες ἀσκέρι αὐτεῖνοι εἰς τὸν Φαληρέα, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, κι᾿ ἄφησαν ὅλες τους τῆς θέσες καὶ κανόνια καὶ νερὸ καὶ τὰ πῆραν οἱ Τοῦρκοι. Τώρα ἐγκωμιάζεται αὐτὸς ὁ ἴδιος.1<br />
Καὶ διὰ τῆς εἰκονογραφίες ὁποῦ ἄρχισα ἀπὸ τὰ 1836 καὶ εἰς τὰ 1839 τῆς τελείωσα –διατὶ τῆς ἔφκειασα; Ν᾿ ἀποδείξω αὐτεινῶν τῆς ψευτιὲς καὶ χαμέρπειές τους κατὰ δύναμιν· καὶ τοῦ Κάρπου νὰ τ᾿ ἀποδείξω ψέμα ἐκεῖνο ὁποῦ λέγει εἰς τὸ ῾στορικόν του, ὅτι πῆρα τὸ πῦρ καὶ τὸ σίδερον καὶ πῆγα ἀναντίον τῶν Πελοποννησίων. Ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸν Δυσσέα – ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ Δυσσέα καὶ αὐτεινοῦ, ὁποῦ γύμναζε τὸν Δυσσέα ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὴν Ρουσσίαν – πῆγα εἰς τὸ Βουλευτικὸν σῶμα καὶ στάθηκα μ᾿ αὐτὸ καὶ γλυτώσαμεν εἰς τ᾿ Ἄργος τ᾿ ἀρχεῖα τοῦ Βουλευτικοῦ καὶ ὕστερα ἔμεινα σύνφωνος μὲ τὸ Βουλευτικὸν καὶ τοὺς πολεμήσαμεν εἰς Τροπολιτζὰ κι᾿ ὁλοῦθεν ὅλους αὐτῆς τῆς συντροφιᾶς καὶ δυνάμωσαν οἱ νόμοι. Κι᾿ ὁ κουρεμένος Κάρπος λέγει ὅτι πῆρα τὸ πῦρ καὶ τὸ σίδερον! Καὶ εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοὺ τὸ ἴδιο, κρύβει τὴν ἀλήθεια καὶ λέγει ὅτ᾿ ἤμουν μὲ δεκαπέντε ἀνθρώπους. Εἰς τ᾿ ἀποδειχτικὸν τοῦ Μεταξά, ὁποῦ θὰ ἰδῆτε ἐδῶ, φαίνεται δεκαπέντε ἦταν ἢ τρακόσοι ἢ λιγώτεροι. Μ᾿ ὅλον ὁποῦ λέγει κι᾿ ὁ Μεταξᾶς ὅτι ὡς ἀρχηγὸς ἦταν ὁ Ὑψηλάντης. Ὅταν ἰδῆτε εἰς τὰ πρωτόκολλα τοῦ Στρατιωτικοῦ διαταγὴ νὰ μὲ διατάττη νὰ πάγω εἰς τὴν ὁδηγίαν τοῦ Ὑψηλάντη εἰς τοὺς Μύλους ἢ ἐκεινοῦ ὅτ᾿ ἔχει διαταγὴ νὰ λάβη ἐμένα εἶμαι ψεύτης ἐγὼ· εἰδὲ εἶναι αὐτεῖνοι ὅλοι. Μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ Μεταξᾶς νὰ μ᾿ ἀλλάξη τ᾿ ἀποδειχτικόν, ὅμως νὰ τὸν βγάλω ψεύτη δὲν τ᾿ ἄλλαξα. Νὰ κυτάξη ὅποιος ἔχει περιέργεια κι᾿ ἀνφιβολία τὰ πρωτόκολλα. Ὡς διὰ τ᾿ ἀντραγαθήματα τοῦ Κάρπου εἰς τοὺς Μύλους, τοῦ κάνουν τὴν ἀπάντησιν εἰς τὴν ῾φημερίδα ἄλλοι καὶ φαίνεται πόσο συμμέθεξε.<br />
Τὸν Μάρτιον μήνα τὰ 1839 – ἡ Κυβέρνηση ἀποφάσισε νὰ γένεται μιὰ ἐθνικὴ γιορτή· καὶ τὴν ἀποφάσισε νὰ γένεται κάθε χρόνο τοῦ Βαγγελισμοῦ καὶ νὰ γιορτάζῃ ἐκείνη τὴν ἡμέρα γενικῶς τὸ κράτος – ἡ Κυβέρνηση, κι ὁ γλάρος Γλαράκης εἰς τὰ πράματα τῆς Γραμματείας τους Ἐσωτερικοῦ ὡς κρεατούρα ρούσσικη, αὐτὲς οἱ γιορτὲς δὲν τοὺς δίνουν χέρι ν᾿ ἀκούγωνται καὶ θέλησαν ἐκείνη τὴν χρονιὰ καὶ τὴν ἔσβυσαν· δὲν ἄφησαν νὰ γένη τίποτας. Καμπόσοι ἄνθρωποι κι᾿ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σκολειοῦ, τοῦ Γυμνάσιου, θέλησαν νὰ κάμουν ἕνα μνημόσυνον ὅσων σκοτώθηκαν. Προσκάλεσαν πολλούς, προσκάλεσαν κ᾿ ἐμένα. Ἡ ἐξουσία βγάζει ἀναντίον μου ὅτι θὰ κάμω ἐπανάσταση καὶ θὰ σκοτώσω ἐκείνους ὁποῦ ἔγιναν αἴτιγοι νὰ χαλάσῃ ἡ γιορτὴ καὶ μὲ χιλιάδες τρόπους σώθηκα.<br />
Εἶχα φκειάση καὶ τὶς εἰκονογραφίες· θέλησα νὰ δοθοῦν εἰς τὸν τύπον κ᾿ ἔγειναν πλῆθος συντρομηταὶ ἀπόξω τὸ Κράτος κι᾿ ἀπὸ μέσα κι᾿ ἀπὸ τὰ Ἐφτάνησα.2 Εἶχα δυὸ ζωγράφους ὁποῦ δούλευαν ἀπὸ τὰ 1836 ὡς τὰ 1839· τοὺς εἶχα μυστικῶς καὶ τοὺς πλέρωνα καὶ τοὺς φαγοπότιζα κ᾿ ἔφκειασαν 125 εἰκονογραφίες. Καὶ ἔκαμα ἕνα τραπέζι μεγάλο· καὶ πῆρα εἰς τὸ τραπέζι τοὺς πρέσβες τῶν εὐεργέτων μας Δυνάμεων καὶ τοὺς φιλέλληνας τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ τοὺς αὐλικοὺς καὶ ὑπουργοὺς καὶ δικούς μας σημαντικούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς, ὡς διακόσιους πενήντα ἀνθρώπους· ἦταν σὲ ὅλο τὸ σπίτι ὁποῦ τρώγαν. Ἀφοῦ ἀρχίσαμεν τὰ γιομάτα, ἔπια ὑπὲρ τῶν εὐεργέτων μας Δυνάμεων, τοῦ Βασιλέα μας καὶ Βασίλισσάς μας καὶ τῆς πατρίδος. Τελειώνοντας τὸ τραπέζι, τότε ἔβγαλα τῆς εἰκονογραφίες καὶ τὶς θεώρησαν. Ἔστειλα εἴκοσι πέντε εἰκονογραφίες τοῦ Βασιλέως κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλες τόσες τοῦ Ἄγγλου τοῦ Πρέσβυ, τοῦ Γάλλου καὶ τοῦ Ρούσσου, ἀφοῦ πρῶτα τὶς θεώρησαν εἰς τὸ σπίτι μου οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅσοι ἄλλοι ἦταν εἰς τὸ τραπέζι καὶ παρατήρησαν τὶς θέσες ὅθεν ἔγινε ὁ κάθε πόλεμος καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς Ἕλληνες καὶ Τούρκους.<br />
Ἀφοῦ χτύπησα εἰς τὸν τύπον τῆς ἱστορίες τῶν ἀσυνείδητων, τότε πειράχτηκαν πολλοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί. Τότε βρίσκω κ᾿ ἕναν, Ἡσαΐαν τὸν ἔλεγαν, ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Καποδίστρια· τὸν εἶχε δάσκαλον ὁ Κυβερνήτης εἰς τ᾿ Ἀναπλιοὺ τὸ σκολείον. Αὐτὸν τὸν ἀγαθὸν Ἡσαΐα ἐγὼ δὲν τὸν γνώριζά· μοῦ τὸν σύστησαν φίλοι. Ἔρχεται ὁ Σαΐγιας εἰς τὸ σπίτι μου καὶ συνφωνοῦμεν νὰ τοῦ δώσω τῆς εἰκονογραφίες νὰ πάῃ εἰς Παρίσια νὰ τῆς τυπώσῃ. Ἀφοῦ συνφωνήσαμεν, πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ εἶπα αὐτὸ καὶ τὸν περικάλεσα καὶ μὸ ῾δωσε τῆς 25 εἰκονογραφίες ὁποῦ τοῦ εἶχα δώση (αὐτὲς κι᾿ ὅσες ἔδωσα τῶν Πρέσβεων τῆς εἶχα ζωγραφίση εἰς χαρτὶ μεγάλο στράτζο). Μοῦ τά ῾δωσε ὁ Βασιλέας, τά ῾δωσα τοῦ Σαΐα. Πῆγε εἰς τὴν Πάτρα καὶ μοῦ στέλνει ἕνα κάδρο καὶ ἦταν ἕνα πουλὶ ζωγραφισμένο κ᾿ ἔλεγε ῾στό ῾να ποδάρι «Σύνταμα» καὶ εἰς τ᾿ ἄλλο «Κοστιτουτζιόν». Τὸ στέλνει ἐδῶ εἰς Ἀθήνα ῾σ ἐμένα μὲ τρόπον νὰ τὸ πιάση ἡ Κυβέρνηση κι᾿ ὁ ὑπουργὸς τοῦ Στρατιωτικοῦ Μπαυαρέζος Σμάλτζης κι᾿ ὁ Ἕλληνας τοῦ Ἐσωτερκοῦ ὑπουργὸς Γλαράκης. Τότε δυὸ ὑπουργοί, ἕνας Μπαυαρέζος κ᾿ ἕνας Ἕλληνας μὲ ρούσσικον πατριωτισμόν, θέλουν νὰ παλουκώσουνε τὸν Μακρυγιάννη ὅτι ἔχει τὸ σύνταμα καὶ θὰ μολύνη τὴν Ἑλλάδα, ὁποῦ ὁ Καποδίστριας τράβησε τόσους κόπους καὶ θυσιάστη νὰ ξαλείψη τὸ σύνταμα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ διάλυσε καὶ τὸ Βουλευτικὸν σῶμα, ἔγινε κ᾿ ἐπίορκος ὅσο νὰ κατορθώση τῆς ὑπόσκεσες ὁποῦ ὑποσκέθη εἰς τοὺς ἀνθρωποφάγους τῆς Εὐρώπης διὰ νὰ μὴν εἶναι εἰς τὴν πατρίδα του τέτοια λοιμικὴ καὶ κολλήση κι᾿ αὐτοὺς ὅλους. Ὁ Μπαυαρέζος ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου εἶχε κι᾿ ὄντως συνείθησιν καὶ τὸν ἔτυπτε· πληροφόρεσε ὕστερα τὸν Βασιλέα ὅτι τέτοια λοιμικὴ δὲν ὑπάρχει. Ὁ Γλαράκης φαρμακώθη τότε. Καὶ γλύτωσε ὁ δυστυχισμένος Μακρυγιάννης ἀπὸ τὸ παλούκι τοῦ γλάρου Γλαράκη. Δι᾿ αὐτὸ καὶ διὰ τὴν γιορτή, ὁποῦ τὰ παιδιὰ τοῦ σκολειοῦ κι᾿ ἄλλοι θέλησαν νὰ κάμουν καὶ προσκάλεσαν κ᾿ ἐμένα, ἔκαμα μεγάλο ἔγκλημα.<br />
Τότε τὰ κάδρα ὁ Σαΐας τὰ πῆρε κι᾿ ἀντὶ νὰ πάγη εἰς Παρίσια κατὰ τὴν συνφωνίαν μας, ὁποῦ ἔγραφα εἰς Παρίσια εἰς τὸν Φαβιὲ κι᾿ ἄλλους ἀγωνιστὰς Φιλέλληνες καὶ θὰ τὰ τύπωναν, πῆγε εἰς Βενετιά· καὶ πῆρε ὕλη ἀπὸ τὰ δικά μου κάδρα κ᾿ ἔβγαλε μίαν προκήρυξιν – ἔγινε πλαστογράφος κατὰ τὴν θέλησιν καὶ ὁδηγίαν τῶν φίλωνέ του – καὶ εἰς τὴν προκήρυξή του ἔλεγε ὅτι ἡ πρώτη προκήρυξη τῶν εἴκοσι πέντε εἰκονογραφιῶν τοῦ Μακρυγιάννη – ἀντάμωσε καὶ μίλησε καὶ μ᾿ ἄλλους ἀγωνιστὰς καὶ θὰ τυπώση νέες εἰκονογραφίες μὲ τῆς ἰδέες ἐκεινῶν, καὶ προσκαλοῦσε νὰ γένουν συντρομηταὶ δι᾿ αὐτές. Ὁ Θεὸς ὁ δίκιος τὸ ῾κοψε τὴν ζωή· καὶ κατὰ τὴν ἀρετή του ἂς τοῦ δώση ὁ Θεὸς εἴτε καλὸ εἴτε κακό.3 Δὲν κατηγορῶ τοὺς τίμιους ὁμογενεῖς, κατηγορῶ τοὺς ἀπατεῶνες καὶ παραλυμένους κ᾿ ἐγωιστὲς ὁποῦ μ᾿ ἔκαμαν κ᾿ ἔχασα τριῶν χρονῶν ἔξοδα κι᾿ ἀγώνα καὶ πονοκέφαλον.<br />
Τὸν Λασσάνη ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ ἔφυγε ὁ φίλος του ὁ Ἀρμασπέρης τὸν ἔβγαλε ἡ Μεγαλειότης του ἀπὸ τὴν Οἰκονομίαν, ὁποῦ ἦταν Γραμματέας, καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὸ Λογιστικὸν μὲ βαρὺν μιστόν· ὅτι θὰ κάμη κόπον νὰ διορθώση τῆς δικές του κατάχρησες καὶ τῶν φίλων του, ὁποῦ τοὺς ἔδωσε μύλους, σταφιδότοπους, ἀργαστήρια κι᾿ ἄλλα· τοῦ συντρόφου τοῦ Σπυρομήλιου καὶ ἀδελφοῦ του τὴν Λιβαδόστρατα μὲ προσόδους χιλιάδες δραχμές, τοῦ Μαμούρη ἐλιὲς κι᾿ ἄπειρους τόπους, τοῦ Τζαβέλα – ἀφοῦ πῆραν ὅλον τὸν Ἔπαχτον, ἔλαβαν κ᾿ ἐδῶ εἰς τὸ κέντρο τοῦ παζαριοῦ τὸ καλύτερον μέρος· καὶ τῶν Γριβαίων τοὺς ἔδωσε ἕνα χωριὸ ὁ Ἀρμασπέρης εἰς τὴν Βόνιτζα περίτου ἀπὸ εἴκοσι πέντε χιλιάδες στρέμματα· κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντροφιᾶς ὁ Ἀρμασμπέρης πάγει φορτωμένος εἰς τὴν Μπαυαρία. Ὅσο νὰ ξετυλίξη ὅλα αὐτὰ ὁ Λασσάνης εἰς τὸ Λογιστικόν, κι᾿ ἄλλο πλῆθος ἔκαμεν ἀπὸ τότε ὁποῦ ῾φυγε ὁ Ἀρμασπέρης. Καὶ τὸν ἔπαψε ὁ Βασιλέας. Καὶ εἶναι καταλυπημένη ὅλη ἡ συντροφιά του.<br />
Αὐτὰ ἔλεγα τῆς Μεγαλειότης του, ὅτι ἀφανίστη τὸ κράτος του, ὁποῦ θὰ ζήση αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του. Καὶ διὰ νὰ μιλῶ τὴν ἀλήθεια κατατρέχομαι κι᾿ ἀπὸ βασιλέα κι᾿ ἀπὸ προκομμένους. Θέλουν τὴν ἀλήθεια, κι᾿ ὅποιος τὴν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριὰ ὁποῦ εἶσαι! Οὔτε οἱ βασιλεῖς σὲ ζυγώνουν, οὔτε οἱ προκομμένοι· μόνον ρωτοῦν διὰ σένα καὶ ὕστερα σὲ κατατρέχουν!<br />
Ὅποιος ἄνθρωπος μὲ ρωτάγει δι᾿ ἀλήθεια τοῦ λέγω δὲν ξέρω, ὅτι ηὗρα τὸν μπελᾶ μου κατατρέχοντας. Ὁ ἅγιος Πρωτοσύγκελλος ὀνομαζόμενος Φραντζῆς, ὁ ῾στοριογράφος τοῦ Κολοκοτρώνη, μὸ ῾κάνε τὸν φίλο καὶ μοῦ εἶπε νὰ τοῦ δώσω ὕλη διὰ νὰ φκειάση ἱστορία, ὅτι συνάζει κι᾿ ἀπὸ ἄλλους πολλούς. Τοῦ εἴπα· «Ἡ ἱστορία θέλει πατριωτισμό, νὰ εἰπῆς καὶ τῶν φίλωνέ σου καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, καὶ τοιούτως φωτίζονται οἱ μεταγενέστεροι ὁποῦ θὰ τὴν διαβάσουν, νὰ μὴν πέφτουν σὲ λάθη· καὶ τότε σκηματίζονται τὰ ἔθνη. Θὰ εἰπῆς διὰ τὸν Κολοκοτρώνη, τοῦ λέγω, καὶ τὰ καλά του καὶ τὰ κακά του. – Μπορῶ νὰ εἰπῶ; μοῦ εἶπε. Ἂν ἐκεῖ ὁ Κολοκοτρώνης δὲν τὸν ἀπάταγαν, θὰ γένεταν ἐκεῖνο τὸ καλό. – Τοῦ εἶπα, δὲν ἔχω νὰ σοῦ εἰπῶ τίποτας». Ἀπὸ τότε οὔτε τοῦ ματάκρινα δι᾿ αὐτὸ καὶ διὰ ἕνα φέρσιμον ὁποῦ ἔκαμεν σὲ αὐτείνη τὴν ἡλικία μιᾶς φτωχῆς καὶ οἱ πράξες τοῦ κατάντησαν καὶ εἶναι εἰς τὸν Δεσπότη τῆς Ἀττικῆς. Ἀπὸ τοιούτους ἂς λείπη κι᾿ ὁ καρπὸς τοὺς τῶν παράσιτων, τῶν ξένων της παλιόψαθες, ὁποῦ αὐτεῖνοι κατάντησαν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκείαν καὶ κλονίζεται ἀπὸ τοὺς ἄθρησκους. Εἰς τὸν καιρὸν τῆς Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραζαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια· κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀπατεῶνες σύνδεσαν τὰ συνφέροντά τους μὲ τοὺς μολεμένους, Φαναργιῶτες κι᾿ ἄλλους τοιούτους, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Εὐρώπη μόλεμα, καὶ μᾶς χάλασαν τὰ μοναστήρια καὶ τῆς ἐκκλησιές μας – μαγαρίζουν μέσα κι᾿ ἄλλες ἔγιναν ἀχούρια. Ἀπὸ τοὺς τοιούτους γερωμένους πολλοὺς πάθαμεν αὐτά· κι᾿ ἀπὸ τοὺς τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς, ἀφοῦ χύσαμεν ποταμοὺς αἵματα, κιντυνεύομεν νὰ χάσωμεν καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ τὴν θρησκεία μας. Ὁ κύριος Πρωτοσύγκελλος εἰς τὸ ἱστορικὸν τοῦ ἐκτάνθηκαν τὰ φῶτα του καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ κ᾿ ἔγραψε ἀντραγαθήματα ἀπὸ τὴν Βλαχίαν καὶ κάτου. Τὸν ρώτησαν· «Διατὶ δὲν ἔγραψες καὶ τῶν Ρουμελιώτων;» Ἀποκρίθη· «Τοὺς εἴχαμεν μιστωτούς. Ποῦ εἶχες αὐτὰ τὰ πλούτη, παραλυμένε, ἄσωτε, λοιμικὴ τῆς γερωσύνης; Πότε πολέμησες μόνος σου; Πές μου ἕναν πόλεμον καὶ νὰ μὴν ἦταν Ρουμελιώτης μαγιά· καὶ νὰ βάστησες μίαν θέση ῾σ ἕνα μέρος καὶ νὰ μὴν ἦταν Ρουμελιώτης, πονηρέ, κ᾿ ἐσὺ νὰ κέρδεσες νίκη; Κι᾿ ἂν δὲν ἦταν Ρουμελιώτης, ἔσκουζες κ᾿ ἔπαιρνες τὰ καταρράχια, τὰ βουνά. Ποιοὶ βαστοῦσαν τῆς θέσες εἰς τὰ στενά; Μὲ τὸ ντουφέκι σου χαλάστη ὁ Δράμαλης ἢ ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τόσοι ἄλλοι πασιάδες; Ποιοὶ κόβαν τοὺς ζαϊρέδες εἰς τὰ στενὰ τῶν Θερμοπύλων καὶ Πέτρα κι᾿ ἀλλοῦ καὶ τοὺς ἀφάνιζε ἡ πείνα καὶ χάθηκαν; Ἀπὸ ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες καὶ δέσιμον τὰ συνφέροντά σας μὲ τοὺς νεκροθάφτες τῆς πατρίδος ἦταν ἄλλη ἡ τέχνη σας; Ποιοὶ ἀνάστησαν τὴν φατρίαν καὶ διχόνοιαν; Ἡ ἱστορία τοὺς λέγει καὶ Πελοποννήσιους καὶ Ρουμελιῶτες. Διατὶ ἡ κακία σου σὲ κάνει καὶ διαιρεῖς τὸ ἔθνος καὶ δὲν ξηγέσαι τὴν ἀλήθεια; Λὲς ὅτι οἱ Ρουμελιῶτες ἕψησαν εἰς τὴν Πελοπόννησο φακὶ εἰς τὸ σουφλί. Ποιὸς ἔδωσε αἰτία τοῦ κακοῦ; Εἶσαι κ᾿ ἐσὺ ἕνας ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ καὶ φυλακώθης δι᾿ αὐτό. Ποιοὶ Πελοποννήσιοι καὶ Σπαρτιάτες καὶ νησιῶτες καὶ Ρουμελιῶτες πολέμησαν τοὺς ξέρει γενικῶς ἡ πατρίδα κι᾿ ὁ ἔξω κόσμος. Καὶ ποιοὶ τὴν ἀφάνισαν τὴν πατρίδα – εἶναι ἡ ψυχή τους καὶ ἡ ἀρετή τους σὰν τὴν δική σου – κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ξέρουν· καὶ τῆς φατρίας σου τ᾿ ἀντραγαθήματα καὶ τὰ δικά σου, κύριε Φραντζή, τὰ ξέρουν. Ὅσο τὸ ἔθνος εἶχε εἰς τῆς ἀγκάλες τοῦ τὸν Κυβερνήτη, οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὸν ἔλεγαν Ἁγιάννη Χρυσόστομον· ὅταν τὸν περίλαβες ἐσὺ μὲ τὴν φατρία σου, κ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἔχασες καὶ τὴν πατρίδα γενικώς· ὅτι τὸν συβούλευες ὅ,τι ἤθελες ἐσὺ καὶ ἡ φατρία σου. Ὅλο ἀδικημένοι ἦστε κι᾿ ὅλο ἐφύλιους πολέμους κάνετε. Οἱ Μαυρομιχάληδες σκοτώθηκαν ὅλοι εἰς τοὺς πολέμους, κι᾿ ὅσοι μείναν ζωντανοὶ σερνικοὶ ὅλους τους φυλακώσετε, καὶ φυλακωμένοι νηστικοὶ ζοῦσαν μ᾿ ἔλεος τοῦ ἑνοῦ καὶ τοῦ ἄλλου. Φαίνονται καὶ οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ θυσίες αὐτεινῶν. Κι᾿ ἀπατήσετε τὸν Κυβερνήτη καὶ τὸν χάσετε· κι᾿ ἀφανίσετε καὶ τὴν πατρίδα. Καὶ τώρα ἐγκωμιάζεστε ὅλοι ἕνας τὸν ἄλλον. Κι᾿ ἀπό σας τοὺς ἀπατεῶνες κι᾿ ὅμοιούς σας ἀφάνισε καὶ τώρα ἡ τζελατίνα τὰ καλύτερα παληκάρια, ὁποῦ ἀδικηθήκανε καὶ πᾶνε εἰς τῆς κακὲς στράτες νὰ φᾶνε ψωμί· καὶ τοὺς κατασκοτώνουν· κι᾿ ὅλες οἱ χάψες εἶναι γιομάτες ἀπὸ αὐτούς. Ὅτι ἐσεῖς οἱ ψωργιασμένοι ἐγίνετε κόντηδες, κ᾿ ἐκεῖνοι ὀπὸ ῾χυσαν τὸ αἷμα τους οὔτε ἕνα σίδερον σταυρὸν δὲν ἔχουν. Ἀναίρεσέ μου ἕνα ἀπὸ αὐτά, κύριε Φραντζῆ. Τί πλούτη εἶχε ἡ φατρία σου πρῶτα ὅλος ὁ κόσμος τὴν ξέρουν· καὶ τί ἔχουν τώρα φαίνεται. Κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χαν τὰ πλούτη πεθαίνουν νηστικοί· κι᾿ ὅποιος ἔχει ῾διοχτησίαν τὴν βάνει ἀμανέτι εἰς τοὺς τοκογλύφους καὶ δανείζεται τρία τὰ ἑκατὸ τὸν μήνα καὶ τὸ διάφορον κεφάλι, καὶ ῾σ ἕνα χρόνο τοῦ τρώγει τὸ ὑποστατικόν του καὶ μένει ὁ νοικοκύρης κι᾿ ὁ ἀγωνιστὴς διακονιάρης. Καὶ οἱ φίλοι της φατρίας σας καὶ τῶν ἀλλουνῶν, ψεύτων συνταματικῶν, πιάσαν ὅλες της θέσες καὶ μεράζουν ψέματα εἰς τοὺς ξένους κ᾿ ἐγκώμια μὲ τῆς ῾φημερίδες τους ῾στους τοκογλύφτες, τοὺς νομικούς σας, τοὺς ἀβοκάτους σας. Ὅλοι μία μασιά, ποιὰ φατρία Κυβερνητικὴ καὶ ποιὰ Ψευτοσυνταματική. Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου· καὶ ἡ θρησκεία – ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο, θέλετε θέατρο· τὸ φκειάσετε κι᾿ αὐτὸ διὰ νὰ μᾶς μάθη τὴν παραλυσία. Καὶ δι᾿ αὐτὸ παίρνουν δυὸ ἀδέλφια δυὸ ἀδελφές. Ὅ,τι τοῦ λὲς – «ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!» Καὶ τὰ παιδιὰ ὁποῦ τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι᾿ ἀρετή, ἀπὸ μέσα τὸ κράτος κι᾿ ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθικὴ τοῦ θεάτρου· καὶ πουλοῦνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουνε τὴν Ρίττα Βάσσω τὴν τραγουδίστρα τοῦ θεάτρου· ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους. Τὸ γέρο Λόντο, ὁποῦ δὲν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα Μπάσσω τοῦ θεάτρου καὶ τὸν ἀφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι᾿ ἄλλα πισκέσια. Δὲν ρωτήσαμεν τὴν Εὐρώπη· ὅταν ἦταν ῾στὴν δική μας κατάστασιν ἤθελε νὰ φκειάση θέατρα, ἢ τήραγε τῆς ἄλλες τῆς ἀνάγκες κ᾿ ἔφκειανε τοὺς ναούς της, νὰ δοξάζη τὸν Θεὸν νὰ τοὺς φωτίζη εἰς τὸ καλό, καὶ σκολειὰ νὰ γιομίζη ὁ μαθητὴς προκοπὴ κι᾿ ἀρετή, νὰ γένη ἄξιος της κοινωνίας – καὶ ὄχι ἄξιος της ἀπιστίας καὶ παραλυσίας, νὰ πουλῆ δι᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία του; Δι᾿ αὐτείνη τὴν προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος τὸ παιδί του εἰς τὴν πρωτεύουσα; Αὐτὰ τὰ φῶτα νὰ γυμναστῆ; Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθώα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!<br />
Εἰς τὰ 1839 μάθαμεν κι᾿ ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δὲν πιστεύει τὴν Ἁγίαν Τριάδα κι᾿ ἄλλα τέτοια. Ἔστειλε ἡ Σύνοδο τοῦ μίλησε. Αὐτὸς δὲν τραβάγει χέρι ἀπὸ τὴν δοξασίαν του καὶ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ λυπᾶται καὶ νὰ κλαίγη, ὅτι τρελλαθήκαμεν καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Γέλασε τοὺς γονέους καὶ τοὺς πῆρε τὰ παιδιά τους καὶ τὰ πρόκοψε. Ἔστειλε ἡ Σύνοδο καὶ ἦρθε ἐδῶ – δὲν ἀλλάζει γνώμη· καὶ τοῦ εἶπε ν᾿ ἀναχωρήση, νὰ πάγη εἰς τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸ Κράτος. Θέ, τί λέπομεν εἰς τὴν ἡμέρα μας! Σηκώθηκε καὶ πάγει εἰς τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος.<br />
Τὰ 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν ἐταιρίαν ὀλέθρια διὰ τὴν πατρίδα καὶ Βασιλέα. Δούλευε ἐδῶ μέσα εἰς τὸ κράτος κ᾿ ἔξω εἰς τὴν Τουρκιά· κ᾿ ἐδῶ εἰς τὴν πρωτεύουσα ἦταν οἱ ἀρχηγοί της. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐταιρίστας ἔβαλε τὸν Τζάμη Καρατάσιο καὶ πρόδωσε τὰ μυστήριά τους καὶ τοὺς πιάσαν τὰ ἔνγραφά τους καὶ κατήχησές τους καὶ βοῦλες τους. Ἡ ἐταιρία αὐτείνη ὀνομάζεται Φιλοοθόδοξος. Ἀρχηγὸς αὐτεινῆς πιάστη ὁ ἀδελφός του Καποδίστρια ὀνομαζόμενος Τζορτζέτος· ἐκεῖ ῾στο σπίτι τοῦ βρέθηκαν πολλὰ ἔνγραφα. Ἦταν κι᾿ ὁ Νικήτας, ὁ Κολαντροῦζος κι᾿ ἄλλοι ἀρχηγοί. Τοὺς φυλάκωσαν, τὸν Τζορτζέτο καὶ Νικήτα κι᾿ ἄλλους. ῾Στὸ μυστικὸν ἦταν κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Γλαράκης, ὁ Οἰκονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιά, στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοί. Ἀγροικιώνταν παντοῦ καὶ τὴν πρωτοχρονιὰ τ᾿ Ἀϊβασιλιοὺ θὰ κάναν τὸ κίνημά τους εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ βαρέσουν τὸν Βασιλέα κι᾿ ἄλλους πολλοὺς καὶ ν᾿ ἀκολουθήσουνε αὐτὸ παντοῦ. Τότε ἐγὼ ἤμουν ἀστενής· ἦρθαν οἱ πολίτες μὲ πῆραν ἄρρωστον. Κατέβηκα εἰς τὴν χώρα· συναχτήκαμεν ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ εἴπαμεν ὅλων τῶν πολιτικῶν καὶ ἤμαστε ἕτοιμοι νὰ προσέξωμεν διὰ τὴν πατρίδα μας καὶ Βασιλέα μας. Ἔβγαλαν τὸν Γλαράκη κι᾿ ὀπαδούς τους ἀπὸ τῆς ῾περεσίες. Καὶ πῆρε μέτρα ἡ Κυβέρνηση κ᾿ ἔσβυσε διὰ τὸ παρόν. Καὶ εἰς τὴν ἐκκλησία μαζώξαμεν ὅλους τους κατοίκους καὶ κάμαμεν ἕνα «ζήτω» τοῦ Βασιλέως καὶ τὸν θαρρύναμεν, ὁποῦ τὸν κατατρόμαξαν. Αὐτὰ κάνουν οἱ καλοὶ πατριώτες· θέλουν νὰ δώσουν τὴν πατρίδα τους σὲ ξένους ἀφεντάδες, δὲν θέλουν νὰ εἴμαστε μόνοι μας νοικοκυραῖοι.<br />
Ὁ κύριος Ζωγράφος διὰ τῆς μεγάλες του δούλεψες πρὸς τὴν πατρίδα πῆγε πρέσβυς εἰς τὴν Κωσταντινόπολη, γιόμοσε πλῆθος σταυροὺς – τὸν ἤφεραν ἐδῶ πίσου τὸν ἔβαλαν ὑπουργόν· ἀρρεβωνιάστη καὶ μὲ τὸ κορίτζι τοῦ Μιχάλβοντα, αὐτὸς περίτου ἀπὸ πενήντα χρονῶν καὶ τὸ κορίτζι δεκαφτά. Ὡς ρωσσόφρονας ἐνέργησαν καὶ τὸν ξανάστειλαν εἰς τὴν Κωσταντινόπολη νὰ δέση μὲ τοὺς Τούρκους ἐμπορικὲς συνθῆκες. Τὸν γέλασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ ἄλλοι ξένοι ὁποῦ θέλουν τὴν λευτεριά μας κ᾿ ἔκαμεν συνθήκη διὰ τοὺς Ἕλληνες χερότερη ἀπὸ ῾κεῖνες ὁποῦ ῾χαμεν μὲ τοὺς Τούρκους πρὶν σηκώσουμεν ντουφέκι. Ὅταν ἦρθε ἐδῶ, αὐτὸ μαθαίνοντας οἱ Ἕλληνες κόντεψαν νὰ τὸν ξεκλήσουνε. Καὶ πάτησαν ποδάρι γενικῶς οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ τύποι καὶ τὴν χάλασαν τὴν συνθήκη. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ τὸ κασαβέτι πέθανε κι᾿ ὁ καϊμένος ὁ Ζαΐμης καὶ χάσαμεν ἕναν πατριώτη ἐξ αἰτίας αὐτεινοῦ τοῦ κακοῦ· καὶ τὸν ἔκλαψε ὅλη ἡ πατρίδα. Αὐτὰ κάνουν οἱ προκομμένοι πατριῶτες εἰς τὴν πατρίδα τους.<br />
Ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες πῆγαν νὰ τὸν λιθοβολήσουνε τὸν Ζωγράφο καὶ εἶδε ὁ Βασιλέας τὴν γενικὴ ἀγανάχτησιν τῶν Ἑλλήνων – καὶ τοὺς Ἕλληνες εἰς τὴν Κωσταντινόπολη οἱ Τοῦρκοι τοὺς χάψωναν καὶ τοὺς κατάτρεχαν· καὶ πολλοὶ Ἕλληνες ἐμπήκαν σὲ ξένες σημαῖες –τότε ἡ Μεγαλειότης τοῦ εἶδε τί τὸ ῾ταζαν καὶ τί τοῦ ξημέρωσε· ἔστειλε τὸν Χρηστίδη εἰς τὴν Κωσταντινόπολη καὶ μερεμέτησε τὰ πράματα μὲ τὸ μέσο τῶν ἀλλουνῶν. Ὅτι ὅποιος μαγειρεύει ψέματα αὐτείνη τὴν χόρτασιν τραβάγει.<br />
Τὰ 1840 τὸν Ὀκτώβριον μήνα ὁ Βελέτζας – εἴχαμεν μιλήση πρὸ καιροῦ διὰ τὰ ἔξω τῆς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας μ᾿ αὐτὸν καὶ μὲ τὸν Τζάμη Καρατάσιον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα νὰ κινηθοῦμεν τὸν Μάρτιον μήνα καὶ εἶχα ἀγροικηθῆ καὶ μὲ πολλοὺς ντόπιους, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Αὐτὸς ὁ Βελέτζας χωρὶς νὰ μοῦ εἰπῆ τίποτας κουβέντιασε μὲ τὸν Τζάμη κρυφίως ἀπὸ ῾μένα καὶ σηκώθη χωρὶς ἐγὼ νὰ ξέρω καὶ φεύγει κρυφίως καὶ μ᾿ ὀλίγους. Μαθαίνω ὅτι ἐβῆκε ἔξω. Τότε ὁ Γρίβας κι᾿ ὁ Χατζηπέτρος – ἤμαστε ῾γγισμένοι· εἶχαν πολλὰ ἀναντίον μου καὶ μὲ κακοσύσταιναν εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ εἰς τὸν Βασιλέα – σὲ καμπόσες ἡμέρες λένε ὅτι ἐγὼ θὰ πάρω τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν, καὶ διὰ νυχτὸς πηγαίνουν ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο κανόνια, ἀσκέρια, πλῆθος ἑτοιμασίες· ἔρχονται καὶ μὲ πολιορκοῦνε κ᾿ ἐμένα διὰ νυχτὸς πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Μοῦ λένε φίλοι μου καὶ πῆγα εἰς τὸν ὑπουργὸν τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Εἶχαν μεγάλην ὑποψίαν ἀπὸ ῾μένα καὶ γύρευαν νὰ μοῦ ψάξουν τὸ σπίτι μου νὰ μοῦ βροῦνε γράμματα. Κάστρο μὲ τῆς πέτρες ἐφοδιασμένο, τρελλάθηκα νὰ πάγω νὰ κλειστῶ μέσα, νὰ ῾μπω τὴν μίαν ὥρα καὶ νὰ μὲ βάλουν εἰς τὴν τζελατίνα τὴν ἄλλη; Σὰν ἔμαθα ὅτι θὰ μοῦ ψάξουν τὸ σπίτι μου, ἔδωσα αὐτὸ ἑνοῦ κουμπάρου μου – τὸν εἶχα εἰς τὸ σπίτι μου δεκάξι μῆνες – νὰ τὸ πάγη εἰς τὴν Τῆνο· τὸν λένε Νικόλα Σκαρμαγκά· τίμιος ἄνθρωπος κι᾿ ἀγαθός. Κι᾿ ἂς μὲ συχωρέσουνε οἱ ἀναγνῶστες, ὁποῦ θὰ τοὺς βαρύνη ἡ ἀμάθειά μου· καὶ νὰ μὲ συχωρέσουνε κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς λέγω τὰ κουσούρια τους. Ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ εἰποῦνε κι᾿ αὐτεῖνοι τὰ δικά μου, ὅ,τι ἔκαμα. Κι᾿ ὅταν λέγωνται τὰ λάθη μας, τότε κάνουν λιγώτερα οἱ μεταγενέστεροι καὶ γινόμαστε κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος.4<br />
1840 Αὐγούστου 14, Ἀθήνα.<br />
<div style="text-align: right;">
Μακρυγιάννης</div>
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Τὸν ἔχω φκειασμένον αὐτὸν τὸν πίνακα εἰς κάδρο ξύλινον. Ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ ξέρουν ποιοὶ ἔκαμαν αὐτὸ τὸ λάθος κὰ τὸν χαμὸν τῆς πατρίδος. Τὸ ῾φκειασα κ᾿ ἐνγράφως καὶ βάρεσα εἰς τὸν τύπον τὴν ἱστορία τοῦ Σούτζου, τοῦ Σουρμελῆ, τοῦ Πρωτοσύγκελλου ὀνομαζόμενου Φραντζῆ, τοῦ Κάρπου, τοῦ Περραιβοῦ. Καὶ κανένας δὲν μοῦ ἀπάντησε διὰ νὰ τοὺς εἰπῶ πόσα ψέματα κουβεντιάζουν.<br />
2. Τῆς 25 εἰκόνες 35 δραχμὲς ἡ συντρομή.<br />
3. Ἔχω εἰς τὸ σπίτι μου τ᾿ ἀλλοῦ πρῶτα ξύλινα εἴκοσι πέντε. Ἔχουν ἔλλειψες· θὰ τὰ διορθώσω κι᾿ αὐτά. Ὅτι ἄδειασε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴν κακία καὶ δὲν καταγίνηκα δι᾿ αὐτό. Ὅτι περπάτησα ὅθεν ἔγινε πόλεμος καὶ εἶδα ὅλες της θέσες· καὶ σ᾿ ὀλίγες δὲν πῆγα. Ἐκεῖνα ὁποῦ ῾δωσα τοῦ Σαΐα χάθηκαν εἰς τὴ Βενετιά.<br />
4. Παρακαλῶ τοὺς ὁμογενεῖς νὰ γένουν συντρομηταί.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-2667613467414443352011-03-25T12:28:00.000-07:002011-10-25T12:21:59.184-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Βασιλεὺς Ὀθων ἀναλαμβάνει τὰς ἠνίας τὸν κράτους. - Δυσαρέσκεια ἀγωνιστῶν τίνων κατὰ τὴν ἐπίσημον ὑποδοχήν. - Στρατιωτικὸν γεῦμα εἰς Μαρούσι. - Ἐπεισόδιον μεταξὺ Μακρυγιάννη καὶ Χ. Χατζηπέτρου. - Πολιτικαὶ μεταβολαί. - Ἐπιτροπὴ ὑπὲρ τῶν ἀγωνιστῶν. - Γεῦμα τοῦ ἀρχικαγκελαρίου Ἄρμανσπεργ πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Φιλόδοξοι ἀξιώσεις τοῦ πρώτου. - Σύστασις τετραρχιῶν. - Ὁ Μακρυγιάννης διοικητὴς τετραρχίας τῆς Ἀττικῆς. - Διασάλευσις τῆς δημοσίας τάξεως ἐν Στερεᾷ. - Ὁ Μακρύ - γιάννης καταγγέλλων τὸν Θ. Γρίβαν πρὸς τὸν Ἄρμανσπεργ. - Ἀντιπολίτευσις τοῦ Μακρυγιάννη κατὰ τούτου. - Ἀποστασία ἐν Στερεᾷ. - Ἐκστρατεία καὶ τῆς ὑπὸ τὸν Μακρυγιάννην τετραρχίας. - Διάλυσις τοῦ κινήματος. - Ἀναχώρησις τοῦ Βασιλέως εἰς Βαυαρίαν. - Προτάσεις περὶ παρανόμου διορισμοῦ ἀξιωματικῶν. - Ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ Μακρυγιάννη. - Διασάλευσις τῆς τάξεως ἐν Ἀθήναις. - Ψήφισμα τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου περὶ πολιτοφυλακῆς. - Δυσμένεια τοῦ Ἄρμανσπεργ πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Διαταγὴ περὶ συλλήψεως αὐτοῦ. - Ματαίωσις αὐτῆς. - Ἐξακολούθησις τῆς κατὰ τοῦ Ἄρμανσπεργ ἀντιπολιτεύσεως. - Ψήφισμα τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου περὶ συντάγματος. - Πολιτικὸν γεῦμα τοῦ Μακρυγιάννη. - Διαταγὴ συλλήψεως αὐτοῦ. - Παραίτησις ἀπὸ τοῦ στρατιωτικοῦ βαθμοῦ. - Διάλυσις τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου. - Πολιορκία τοῦ Μακρυγιάννη ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. - Ἐπάνοδος τοῦ Βασιλέως. - Παῦσις τοῦ Ἄρμανσπεργ. - Διορισμὸς τοῦ Ῥούδχαρτ - Ἀναφορὰ τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Βασιλέα περὶ τῶν κατὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ. - Γεῦμα τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Ῥούδχαρτ. - Παραίτησις τούτου. - Νέαι δημοτικαὶ ἐκλογαί.</i><br />
<hr />
Εἰς τὰ 1835 Μαγίου 20 κόλλησε ὁ Βασιλέας εἰς τὸν θρόνον. Ἔγινε λαμπρὴ παράταξη· ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ὡς τὸ παλάτι στρωμένος ὁ δρόμος καὶ στολισμένος. Εἰς τὸ παλάτι συνάχτηκαν οἱ πρέσβες κι᾿ ἄλλοι πολλοί, καθὼς καὶ οἱ ἀρχὲς ὅλες. Οἱ κυβερνῆταί μας διὰ νὰ δυσαρεστήσουν τὸ στρατιωτικὸν – ἦταν δικός τους ὁ φρούραρχος –παρουσίασαν ὅλες τὴς ἀρχὲς κ᾿ ἐμᾶς μᾶς καταφρόνεσαν. Τότε πιάστηκα ἐγὼ μὲ τὸν φρούραρχον. Τοῦ λέγω· «Αὐτ᾿ εἶναι ἡ ῾μέρα ὁποῦ τρομάξαμεν νὰ τὴν ἰδοῦμεν οἱ Ἕλληνες καὶ καταξοχὴ οἱ στρατιωτικοί, χύνοντας αἷμα ποταμούς· κι᾿ ἀφοῦ ἀξιωθήκαμεν καὶ εἴδαμεν τὸν Βασιλέα τοῦ ἀγῶνος μας νὰ κολλήση εἰς τὸν θρόνον, τηρᾶτε νὰ μᾶς καταφρονέσετε;» Ἀφοῦ ἐμπήκαν καὶ οἱ παραμικροὶ καὶ παρουσιάστηκαν, ἐμεῖς καθόμαστε καταφρονεμένοι. Λέγω τῶν ἀξιωματικῶν· «Σηκῶτε νὰ φύγωμεν». Κ᾿ εὐτὺς ἐβήκα ἐγὼ ἔξω. Ἀκολούθησαν καμπόσοι μαζί μου. Ἀφοῦ μας εἶδε ἡ βάρδια θυμωμένους ἐμπῆκε εἰς τὰ ὅπλα. Τὸ ῾μαθε ὁ μαρσιάλης τοῦ παλατιοῦ, ἔτρεξε κοντά μας καὶ μᾶς πρόφτασε· καὶ μᾶς παρακίνησε νὰ γυρίσωμεν ὀπίσου. Καμπόσοι γύρισαν. Μοῦ εἶπε κ᾿ ἐμένα νὰ γυρίσω· τοῦ εἴπα· «Δὲν γυρίζω!» Τὸ βράδυ ὅσοι δὲν γύρισαν ὀπίσου ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λένε νὰ κάμωμεν μίαν ἐπιτροπὴ νὰ πάγη εἰς τὸν μαρσιάλη. Ἐγὼ τοὺς λέγω· «Οὔτ᾿ ἐπιτροπὴ στέλνω, οὔτε πάγω νὰ παρουσιαστῶ. Ὅταν ἦταν ἡ τάξη πήγα· δὲν θέλησαν νὰ μᾶς παρουσιάσουνε – δὲν ματαπάγω, κι᾿ ἂν τοῦ βαρύνη καὶ τοῦ ἴδιου του Βασιλέα! Σκλάβος δὲν τοῦ εἶμαι· εἰς τὸν Τοῦρκο ἤμουν σκλάβος. Κι᾿ ἂν δὲν μὲ θελήση, πηγαίνω ἀλλοῦ καὶ ζῶ. Τὴν καταφρόνεσιν ὁποῦ μᾶς κάνουν αὐτεῖνοι πάντοτες τὴν ῾στάνομαι». Τότε αὐτεῖνοι πῆγαν καὶ παρουσιάστηκαν. Σὰν δὲ μ᾿ εἴδανε κ᾿ ἐμένα, τὸ βράδυ μὲ προσκαλοῦνε νὰ πάγω εἰς τὸ τραπέζι. Σηκώθηκα καὶ πῆγα. Τρώγοντας ψωμί μου λένε οἱ ῾πασπισταί· «Τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ἔκαμες σήμερα; Ἀπὸ τὸ Παλάτι τὸ βασιλικὸν ἔγινες ἀρχηγὸς καὶ πῆρες τοὺς ἀξιωματικοὺς κ᾿ ἔφυγες. – Τοὺς εἶπα, ἀρχηγὸς ἔγινα τοῦ κεφαλιοῦ μου. Ὅποιος μὲ καταφρονεῖ, ἐγὼ φέγω κι᾿ ἄλλος ἂς κάμη ὅ,τι θέλη». Πλησίασε ὁ Βασιλέας καὶ σιωπήσαμεν. Τὸ ῾μαθε ὁ Βασιλέας ὕστερα καὶ περιόρισε τὸν Γραμματέα τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ φρούραρχον. Καὶ παρουσιαζόμαστε κατὰ τὴν τάξη.<br />
Ὁ Φρούραρχος κι᾿ ἄλλοι ῾νεργούνε καὶ γίνεται ἕνα τραπέζι εἰς τὸ Μαρούσι· καὶ πηγαίνει ἐκεῖ ὁ φρούραρχος, οἱ ῾πασπισταί τοῦ Βασιλέως Τζαβέλας, Γενναῖος, Κατζάκος, Γριβαῖγοι, Μαμούρης, Βάσιος, Χατζηπέτρος, Μήλιος κι᾿ ἄλλοι πολλοί· ἤμαστε καμμιὰ σαρανταριά. Θέλαν νὰ διατιμήσουνε ἐμένα· νὰ δώσω αἰτίαν νὰ μὲ χτυπήσουνε. Μοῦ λέγει ἕναν λόγον πειραχτικὸν ὁ συγγενής του Κωλέτη ὁ Χατζηπέτρος ῾σ τὸ τραπέζι. «Πῶς; τοῦ λέγω· τί εἶπες; Πάρε τὸ σπαθί σου καὶ σήκου ἀπάνου νὰ σοῦ δείξω!» Δὲν σηκώθη. Πῆρα μία μποτίλλια τοῦ τὴν τίναξα εἰς τὸ κεφάλι. Πιαστήκαμεν. Εἶδαν ὅτι θὰ χοντρήνη τὸ κακὸ καὶ σηκώθηκαν ὅλοι καὶ μᾶς χώρισαν.<br />
Ἡ Ἀντιβασιλεία ἔπαψε ἅμα κόλλησε ὁ Βασιλέας εἰς τὸν θρόνον, κ᾿ ἔγινε ὁ Ἀρμασπέρης Ἀρχικατζελάριος. Οἱ ἀγωνισταὶ ἀδικήθηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη ῾πιτροπή κι᾿ ὁλημέρα φώναζαν εἰς τὸν Βασιλέα – καὶ πλῆθος ἀναφορές. Τότε διορίζουν τὸν γκενερὰλ Τζούρτζη πρόεδρον μιᾶς ἐπιτροπής· μέλη τὸν Κριτζώτη, τὸν Νικήτα, τὸν Τζαβέλα, τὸν Ὀμορφόπουλον κ᾿ ἐμένα. Ὁ Κατζελάριος, τῆς Ἀγγλικῆς φατρίας, φρόντισε πρῶτα κ᾿ ἔδιωξε τὸν Κωλέτη – τὸν ἔστειλε πρέσβυ εἰς τὴν Γαλλία· τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Ἱσπανία. Τὸν Μαυροκορδάτο πρὸ καιροῦ τὸν εἶχαν διώξη. Τότε ὁ Ἀρμασμπέρης παντρεύει δυὸ κορίτζα του καὶ τοὺς δίνει τὰ δυὸ παιδιὰ τοῦ Κατακουζηνοῦ. Κ᾿ ἔτζι ἐπεβαίνουν καὶ εἰς τὴν θρησκεία μας διὰ νὰ μᾶς φκειάσουνε τοῦ δόματός τους ἀπὸ λίγον κατ᾿ ὀλίγον. Κ᾿ αὐτὸ τὸ παράδειμα τὸ ἀκολούθησαν καὶ οἱ Ἕλληνες καὶ παντρεύονται τοιούτως. Τότε ὁ Ἀρμασμπέρης διὰ νὰ δείξη ὅτ᾿ εἶναι ὁ ἀγαπημένος τῶν Ἑλλήνων – καὶ εἶδε ὅτι μ᾿ ἀγαποῦνε εἰς ὅλο τὸ κράτος– θέλει τὸ στρατιωτικὸν νὰ τοῦ προσφέρουν ἕνα σπαθὶ καὶ νὰ τὸν πολιτογράψουν παντοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Μὲ παίρνει μου κάνει ἕνα τραπέζι· ἦταν κι᾿ ὁ Τζούρτζης ἐκεῖ ὁ φίλος του. Μοῦ λέγει ὅτι μ᾿ ἀγαπάγει καὶ θὰ ῾νεργήση νὰ μοῦ δώσουν τὸν σταυρὸν μὲ τ᾿ ἄστρος κι᾿ ἄλλα πολλά. Τὴν ἄλλη ἡμέρα μου λέγει ὁ γκενερὰλ Τζούρτζης διὰ τὸ σπαθί, νὰ ῾νεργήσω, καὶ διὰ τὸ πολιτόγραμμα· κι᾿ ὅτι ὁ Κατζελάριος θὰ μὲ κάμη σημαντικὸν ἄνθρωπον. Τοῦ ὑποσκέθηκα αὐτὰ μὲ τὰ χείλη.<br />
Πηγαίνει ὁ Γαρδικιώτης Γρίβας μὲ τὸ τάμα τοῦ ῾σ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ ρέθιζε τοὺς κατοίκους νὰ σηκωθοῦν ἀναντίον τῆς Κυβέρνησης, τὸ ἴδιον καὶ σὲ ἄλλα πολλὰ μέρη, καθὼς κι᾿ ὁ Θοδωράκης Γρίβας ἔβγαζε ληστὲς παντοῦ κι᾿ ἄλλοι τοιοῦτοι. Κι᾿ ἀφάνιζαν τοὺς κατοίκους. Τότε ἄρχισε καὶ ἡ βαθμολογία τῆς ἐπιτροπῆς. Θέλαν νὰ βάλουν εἰς τὴν βαθμολογίαν πολλοὺς ἀνάξιους, ὁποῦ νὰ μὴν λείψουνε ποτὲς οἱ δυστυχίες ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ γενικῶς ἀπὸ τὴν πατρίδα. Τότε διὰ νὰ μ᾿ ἑλκύσουν εἶπαν νὰ μοῦ κάμουν καὶ τὸν ἀδελφό μου λοχαγόν, ὅτ᾿ εἶναι ἀδικημένος ἀπὸ τὸν Καποδίστρια. Τοὺς λέγω· «Εἶναι ὑπολοχαγός· ῾σ ἐκεῖνο νὰ μείνη. Καὶ νὰ δικαιώσουμεν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Ἀγῶνος νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί, νὰ μὴν ταλαιπωριῶνται ξυπόλυτοι καὶ γυμνοί. Αὐτοὺς ἔχομεν ἀδελφοὺς – νὰ σωθοῦν τὰ δεινά τους, νὰ ἡσυχάσουν καὶ αὐτεῖνοι καὶ ἡ πατρίδα καὶ ὁ Βασιλέας. – Μοῦ λένε, τὸν βάνομεν ἐμεῖς τὸν ἀδελφό σου κ᾿ ἐσὺ φώναζε ὅ,τι θέλεις. – Τὸν βάνετε ἐσεῖς, ἀπαρατιῶμαι ἐγὼ· καὶ τὸ βάνω εἰς τὸν τύπον διατὶ ἀπαρατήθηκα». Τότε τ᾿ ἄφησαν καὶ τοὺς εἴπα· «Νά ῾χωμεν δικαιοσύνη καὶ νὰ λέμεν μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ὅποιον ἀγωνιστῆ ξέρει ὁ καθείς». Καὶ τοιούτως ἀκολουθήσαμεν.<br />
Τότε διορίστη ὁ γκενερὰλ Τζούρτζης καὶ Γενικὸς Ἐπιθεωρητὴς τοῦ στρατοῦ. Ἀποφασίστη κι᾿ ὅσους βαθμολόγησε ἡ πρώτη ῾πιτροπή κ᾿ ἐμεῖς νὰ συστηθοῦν σὲ τετραρχίες καὶ νὰ γένη φάλαγξ. Κάμαν δέκα τετραρχίες. Διόρισαν κ᾿ ἐμένα τετράρχη τῆς Ἀττικῆς. Ἀστένησα. Ἔρχονταν εἰς τὸ σπίτι μου πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ μὲ ἰδοῦνε· ἔρχονταν καὶ οἱ ἀξιωματικοί της τετραρχίας μου. Δυὸ τρεῖς μου λένε· «Ἐδῶ οἱ Γριβαῖγοι ρεθίζουν τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ τοὺς στέλνουν καὶ πηγαίνουν ἔξω εἰς τὸ κράτος καὶ κάνουν ληστεῖες». Τότε καὶ εἰς τὸ Κράβαρι, χωρίον Ἐλετζού, εἶχε πάγη ὁ Καλαμάτας κι᾿ ἄλλοι λησταὶ καὶ τὸ πάτησαν· χάλασαν καὶ τὸ σπίτι ἑνοῦ ἀγωνιστῆ, Καλατζαίγους τοὺς λένε. Ἐκεῖ ρωτοῦσαν οἱ λησταὶ πότε μπορεῖ νὰ βγοῦνε οἱ Γριβαῖοι ὄξω νὰ ξέρουν. Τότε ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦρθε ἕνας ἐδῶ νὰ εἰπῆ τὴν δυστυχίαν του· τὸν εἶχα φίλο· μου εἶπε αὐτά. Τότε αὐτὰ κι᾿ ὅ,τι μου εἶπαν οἱ ἀξιωματικοὶ κατὰ χρέος θέλησα νὰ τὰ εἰπῶ τοῦ Ἀρχικατζελάριου. Μὴν ξέροντας τὴν γλώσσα του, εἶχα τὸν Βαλέττα φίλο καὶ τοῦ τὸ εἶπα κι᾿ αὐτὸς ἤφερε τὸν γυναικάδελφό του Παναγιωτάκη Σοῦτζο καὶ τὰ εἴπαμεν νὰ τὰ εἰπῆ τ᾿ Ἀρμασπέρη. Πῆγε καὶ τοῦ τὰ εἶπε. Τότε αὐτὸς διὰ ν᾿ ἀποκοιμίση ἐμένα, μὲ προσκαλεῖ νὰ πάγω νὰ φᾶμε ψωμί. Ρωτάγω τὸν δοῦλον τοῦ ποιοὶ ἄλλοι εἶναι εἰς τὸ τραπέζι, μοῦ λέγει οἱ Γριβαῖγοι καὶ ὁ Παναγιωτάκης ὁ Σοῦτζος. Τότε λέγω τοῦ δούλου· «Σύρε καὶ πὲς τοῦ Ἐξοχωτάτου Ἀρμασπέρη δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φάγω ψωμὶ εἰς τὸ τραπέζι του». Τότε τοῦ τὸ ῾βγαλα φόρα καὶ διὰ τὸ σπαθὶ καὶ πολιτογράψιμον. Φανερώθη κι᾿ ἀπαρατήθη ἀπὸ αὐτά.<br />
Τότε ἄρχισε ἡ ἀποστασία εἰς τὴν Δυτικὴ κι᾿ Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα. Ὁ Βασιλέας εἶχε πίστη ῾σ ἐμένα· μοῦ στέλνει τὸν Μιαούλη καὶ μοῦ λέγει θὰ διορίσουνε ἀρχηγοὺς διὰ τὴν καταδίωξιν τῶν ἀνταρτῶν καὶ ληστῶν καὶ νὰ μὲ διορίσῃ κ᾿ ἐμένα. Τοῦ εἶπα, δὲν μοῦ τὸ συχωρεῖ μήτε ἡ ὑγεία μου, μήτε ἡ συνείδησή μου νὰ χτυπήσω τοὺς ἀγωνιστάς, ὁποῦ ἄλλοι ἦταν οἱ αἴτιοι. Καὶ διόρισαν τὸν Βάσιο, τὸν Μαμούρη, τὸν Τζαβέλα καὶ τὸν ῾νεργητὴ Γρίβα κι᾿ ἀδελφὸν τοῦ Γαρδικιώτη. Καὶ κινήθηκαν ἀναντίον ἐκεινῶν, ὁποῦ παρακινοῦσαν νὰ σηκωθοῦνε «κ᾿ εἶναι κι᾿ αὐτεῖνοι σύνφωνοι», τοὺς λέγαν. Καὶ τοὺς πῆγαν ἀναντίον τους δολερῶς κι᾿ ἀπίστως· καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἀγωνισταὶ κι᾿ ἀρφάνεψε ἡ πατρὶς ἀπὸ αὐτούς. Ὅτι μίαν ἡμέρα θὰ τοὺς χρειαστῇ καὶ ποῦ νὰ τοὺς εὕρῃ; Τά ῾φαγαν τὰ περισσότερα καὶ καλύτερα παληκάρια οἱ δολεροὶ καὶ οἱ κακοὶ ἀνθρῶποι. Διόρισαν ὕστερα καὶ τὸν γκενεράλη Τζούρτζη νὰ πάγη ἐπὶ κεφαλῆς αὐτεινών· πῆρε κ᾿ ἐμένα μὲ τὴν τετραρχίαν καὶ τὸ πεζικὸ τῆς γραμμῆς καὶ καβαλλαρία καὶ Γαρδικιώτη μὲ τὸ τάμα του καὶ πήγαμεν εἰς Μισολόγγι. Καὶ μάθαμεν ὅτι διαλύθηκαν οἱ ἀντάρτες, ὅταν μάθαν τὸν δόλο καὶ τὴν ἀπάτη τῶν συντρόφωνέ τους. Οἱ κάτοικοι πῆγαν εἰς τὰ σπίτια τους, οἱ σημαντικοὶ ἔπαθαν σκοτωμοὺς καὶ φυλακές· καὶ οἱ λησταὶ πῆγαν εἰς τὸ Τούρκικον. Καὶ τότε ὁ Γρίβας ἔστελνε κεφάλια τῶν συντρόφωνέ του εἰς τὴν Κυβέρνηση, καθὼς ἔστελνε ἕνας ντερβέναγας τοῦ Ἀλήπασσα, τὸν ἔλεγαν Ἰσοὺφ Ἀράπη.<br />
Εἰς τὸ Βραχώρι μάθαμεν ὅτι ὁ Βασιλέας μας πάγει εἰς τὴν Μπαυαρία νὰ παντρευτῇ. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ Ξερόμερον κι᾿ ἀλλοῦ μάθαμεν τῆς ἐνέργειες τῶν Γριβαίων κι᾿ ὅλης της συντροφιᾶς. Ἤρθαμε ἐδῶ εἰς Ἀθήνα, ἀφοῦ κάμαμεν ὅλη τὴν περιοδεία. Τότε ὁ Γρίβας τούρκεψε τοὺς ἀνθρώπους. Ἦρθαν οἱ κάτοικοι φωνάζοντας εἰς τὴν Κυβέρνησιν· ἔφυγαν καὶ καμπόσες φαμελιὲς καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιά. Τότε ὅσους ἦταν ἄξιοι διὰ παλούκι, ὅλους τους ληστάς, τοὺς σύναξε ὁ Γρίβας καὶ προστάζει ὁ Κατζιλέρης ὁ Ἀρμασπέρης, διορίζει κ᾿ ἐμᾶς τὴν ῾πιτροπὴ κατὰ τὸ ριπόρτο τοῦ Γρίβα, ἀφοῦ τοὺς ἔστειλε διαταγὴ νὰ μποῦνε μέσα εἰς τὸ κράτος, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Τουρκιά, κι᾿ ἀφοῦ ἦρθαν διατάττει τὴν ῾πιτροπὴ ὁ Ἀρμπασμπέρης νὰ τοὺς κάμωμεν ἀξιωματικούς. Ὁ σύντροφός του ὁ γκενερὰλ Τζούρτζης ἦταν ἕτοιμος· ἐγὼ τοὺς εἶπα· «Τὰ χέρια μου καὶ τὰ δυὸ νὰ τὰ κόψετε, ὑπογραφὴ δὲν βάνω νὰ βαθμολογήσω ληστάς, ὁποῦ κάψαν τῆς ἐθνικὲς καζάρμες καὶ σκότωσαν καὶ τὴς φυλακὲς τῶν συνόρων!» Τότε γγιχτήκαμε δι᾿ αὐτό· μάλλωσα μὲ τὸν γκενεράλη. Πῆρα τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη εἰς τὸ σπίτι μου καὶ φάγαμεν καὶ τοὺς εἶπα· «Δὲν θὰ σκοτωθοῦμεν ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστάς; Ἐκεῖνοι νὰ περπατοῦνε δυστυχισμένοι, καὶ τοὺς ληστὰς νὰ τοὺς φκειάσουμεν ἀξιωματικούς;» Τότε ὁρκιστήκαμεν καὶ δὲν θέλησε κανένας ἀπὸ ῾μᾶς. Καὶ τοὺς ἔκαμεν μόνος του ὁ Ἀρμασμπέρης. Καὶ διάταξε νὰ ῾ρθῇ ὁ Γρίβας εἰς τὴν Ἀθήνα. Κ᾿ ἦρθε μὲ καμμιὰ ἑκατοστὴ τέτοιους. Κι᾿ ὁ Ἀρμασμπέρης διόρισε τοὺς φίλους του καὶ γαμπρούς του καὶ πῆγαν καὶ τὸν δέχτηκαν. Οἱ κάτοικοι ἔλπιζαν νὰ τοὺς παλουκώσουνε, κι᾿ ὁ Κατζελάρης τοὺς ἔκανε τέτοιες ἐπίδειξες. Τό ῾δωσε καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ λαιμοῦ, καὶ ἡ γυναίκα του τοῦ χάρισε ἕνα ῾ρολόγι. Τότε ἔγινε ἡ Ἀθήνα σπίτι τῶν ληστῶν· δὲν κόταγαν νὰ βγοῦνε οἱ ἄνθρωποι ἔξω· βρίσκονταν σκοτωμένοι, γυμνωμένοι, ἀπὸ αὐτὰ πλῆθος. Ἔδειρε ὁ Γρίβας καὶ τὸν φίλο του τὸν Σκοῦφο, ὁποῦ πείραζε μὲ τὴν ῾φημερίδα του αὐτοὺς ὅλους.<br />
Τότε ἤμουν μέλος τοῦ Δημοτικοῦ Συνβουλίου· ὁ Καλλεφουρνᾶς πρόεδρος, φίλος μου. Μιλήσαμεν εἰς τὸ σπίτι μου τὴν κατάστασιν τῆς πρωτεύουσας καὶ εἴπαμεν νὰ συνάξωμεν τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον καὶ νὰ γυρέψωμεν νὰ γένῃ μία πολιτοφυλακή. Τὸ συνάξαμεν· ἀρχίσαμεν τὴν πρότασιν οἱ δυό μας. Ηὕραμεν σύνφωνο ὅλο τὸ Συνβούλιον νὰ γένη αὐτό, κ᾿ ἐμένα μὲ διόρισαν ἀρχηγόν. Τοὺς εἶπα· «Ἡ ὁμιλία δὲν εἶναι διὰ δόξες, εἶναι διὰ προφύλαξή μας, καὶ δὲν θέλω ἀρχηγίες· ὅποτε εἶναι ἡ ἀράδα μου, ὡς ἁπλὸς πολίτης φυλάγω κ᾿ ἐγώ». Ἔγιναν ὅλα αὐτά. Τὸ ζητήσαμεν ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση· βῆκαν δυὸ ἀναντίοι ὁ Κοκκίδης κι᾿ ὁ Γεννάδιος σύβουλοι. Τότε ὁ Ἀρμασμπέρης πειράχτηκε. Πῆραν καὶ τὴν πράξη τὴν βάλαν εἰς τὸν τύπον. Ἐγὼ καθὼς γύρισα ἀπὸ τὴν περιοδεία δὲν εἶχα πάγῃ τελείως εἰς τὸν Ἀρχικατζελάριον· μὲ ζήτησε εἰς τὸ τραπέζι του, δὲν ζύγωσα. Τότε ἄρχισε νὰ μὲ βαρῇ. Ζητῶ νὰ παρουσιαστῶ νὰ τοῦ μιλήσω μὲ διαρμηνέα δικόνε μου. Παίρνω τὸν Βενθύλο καὶ πῆγα. Ἦταν καμμιὰ ἐβδομηνταργιὰ Ἕλληνες ἀπόξω, στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοί. Καὶ εἰς ὅλα εἶχε τὸν Παναγιωτάκη Σοῦτζο ὁποῦ συβουλεύεταν. Ἀφοῦ γλύτωσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μπῆκα μέσα· πῆρα καὶ τὸν Βενθύλο. Μοῦ λέγει ὁ Ἀρχικατζελάριος· «Πολὺν καιρὸ δὲν σ᾿ εἶδα· μου φαίνεται, εἶσαι ἀστενής; – Ὄχι, τοῦ λέγω, εἶμαι ὑγιής. Ἐξ αἰτίας ὁποῦ καταγένεσαι εἶπα ὅτι ἡ παρουσία μου σοῦ δίνει βάρος καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν σ᾿ ἐνόχλησα. –Κύριε, μοῦ λέγει, τ᾿ ἦταν ἐκεῖνο ὁποῦ ῾κανες εἰς τὸ Συβούλιον; – Ἔκανα ὡς πατριώτης ὁρκισμένος εἰς τὴν πατρίδα μου καὶ νὰ προφυλάξω τὴν πολιτεία μας· ὅ,τι ἔκαμα τὸ ῾καμα μαζὶ μ᾿ ἄλλους δεκαπέντε. Δικαιοσύνη θέλουν οἱ Ἕλληνες, Ἐξοχώτατε! Ὅτι χύσαμεν ποταμοὺς αἵματα καὶ τὴν δικαιοσύνη δὲν τὴν λέπουμεν. Καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα κανεὶς δὲν κρύβεται, ὅτι τὰ σπίτια εἶναι μεϊντάνια».<br />
Βγάζει ἔξω ὅτι γένεται μιὰ φατρία νὰ σκοτώσουνε τοὺς σημαντικοὺς κι᾿ αὐτόν, κι᾿ ἀρχηγὸς αὐτεινῆς τῆς φατρίας εἶμαι ἐγώ. Τότε θέλει νὰ στείλῃ νὰ μὲ πιάσουνε. Ἀποφάσισα ν᾿ ἀντισταθῶ. Ἦρθε ὁ Νότης, ὁ Βαλτηνὸς μοῦ λένε· « Τ᾿ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ ἀκοῦμε; καὶ θὰ πάθης. – Σκαλίζω τὸν κῆπο μου, τοὺς λέγω· ὅποιος θελήση νὰ μὲ πειράξῃ – ὁ ἀδύνατος ἔχει τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμη εἰς τὸ δίκιον του», τοὺς εἶπα. Τότε πᾶνε καὶ τὰ λένε αὐτὰ τοῦ Ἀρμασπέρη καὶ σιώπησε τὸ κίνημα καὶ μὸ ῾στειλε νὰ ἡσυχάσω. Ἔγραψα αὐτὰ τοῦ Βασιλέως, πὼς ἔγινε ἡ ἀνταρσία τῆς Ρούμελης, ποὺ κατήντησαν οἱ ὑπήκοοί του, πὼς ἔγιναν οἱ βαθμολογίες, πὼς ῾νεργούν ἀναντίον του καὶ νὰ ῾ρθῆ νὰ κυβερνήση τὸ κράτος του. Καὶ νὰ βαστάξη καὶ τὴν ἀναφορά μου· κι᾿ ἂν τὸν ἀπατῶ, δὲν εἶναι δίκιος Βασιλέας ἂν δὲν μὲ καταδικάση εἰς θάνατον. Τότε κάνω κ᾿ ἕνα τραπέζι καὶ παίρνω ὅλους τους Μπαυαρέζους, ὁποῦ ἦταν φίλοι τοῦ Βασιλέως κι᾿ ἀναντίοι τοῦ Ἀρμασπέρη, καὶ τρῶμεν εἰς τὸ σπίτι μου· καὶ τοὺς παρακινῶ νὰ φκειάνουν κι᾿ αὐτεῖνοι μίαν ἀναφορὰ καὶ ξεστόριζαν τὰ κακὰ ὁποῦ τρέχουν εἰς τὸ κράτος του. Τότε ὁ Βασιλέας διάβασε τῆς ἀναφορὲς μὲ τὸν πατέρα του. Τοῦ εἶπε ὁ Βασιλέας ὅτι ἔχει πολλὴ πίστη ῾σ ἐμένα. Τότε εἰς Μπαυαρίαν ἔστειλε ὁ Ἀρμασπέρης τὸν γαμπρὸ τοῦ τὸν Κατακουζηνόν. Ἔμαθε ὁ Κατακουζηνὸς τὴν ἀναφορά μου, γράφει τοῦ πεθεροῦ τοῦ αὐτά. Τότε ἄρχισε ὁ Ἀρμασμπέρης νὰ λαβαίνη μέτρα πὼς νὰ μ᾿ ἐξαλείψη. Ἤμουν πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συνβουλίου. Μαζώνεται ὅλο τὸ Συνβούλιον καὶ φκειάνομεν ἕνα ψήφισμα καὶ λέγαμεν· «Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον δὲν διοικιώμαστε, μὲ τὸ «ἔτζι θέλω» τοῦ κάθε ἑνοῦ· θέλομε νόμους κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας». Πρὶν βγάλωμεν τὴν ἀναφορὰ ἔξω νὰ μαθευτῆ, κάνω ἕνα τραπέζι καλὸ καὶ παίρνω ὅλους τους σημαντικοὺς ἀγωνιστᾶς. Παίρνω τὸν Κουντουργιώτη, τὸν Μπόταση κι᾿ ἄλλους πολιτικούς, παίρνω τὸν Κολοκοτρώνη, Νότη, Βαλτηνό, Βάσιο κι᾿ ἄλλους πολλοὺς στρατιωτικούς, παίρνω τὸν Δήμαρχον κι᾿ ὅλο τὸ Δημοτικὸν Συβούλιον. Ἤμαστε ῾σ τὸ τραπέζι περίτου ἀπὸ ἑξήντα. Ἀφοῦ φάγαμεν κι᾿ ἀρχίσαμεν νὰ σηκώσουμε τὰ γιομάτα, σηκώθηκα ἐγὼ κ᾿ εἴπα· «Ζήτω τοῦ Βασιλέως μας καὶ τῆς Βασίλισσάς μας καὶ νὰ τοὺς δώση ὁ Θεὸς καὶ βασιλόπαιδα, καὶ νὰ τοὺς φωτίση νὰ μᾶς κυβερνήσουνε μὲ συνταματικοὺς νόμους κατὰ τῆς θυσίες τῆς πατρίδος». Ἔπιαν ὅλοι τὸ γιομάτο. Τὴν αὐγὴ τὸ ῾μαθε ὁ Ἀρμασπέρης αὐτό, τοὺς πῆρε ὅλους εἰς τὴν ὀργὴ τοῦ κ᾿ ἐμένα διὰ παλούκωμα. Τότε τοῦ στείλαμεν καὶ τὸ ψήφισμα, ὁποῦ φκειάσαμεν τὸ Δημοτικὸν Συβούλιον· τὸ βάλαμεν καὶ εἰς τὸν τύπον. Τότε γύρεψε νὰ μὲ κάμη ἐξορίαν. Ἦρθε ὁ κομαντάντης τῆς πιάτζας στελμένος ἀπὸ τὸν φρούραρχον νὰ γένω χαζίρι σὲ δυὸ ὧρες νὰ φύγωμεν – θὰ ῾ρθουν νὰ μὲ πάρουν· καὶ νὰ εἶμαι εἰς τὴν θέλησίν τους, νὰ μὲ ξορίσουνε εἰς τὰ νησιά. Τοὺς εἴπα· «Εἶμαι ἀστενὴς ἐξ αἰτίας τῶν πληγῶν καὶ θὰ κάτζω μὲ τὴν φαμελιά μου νὰ μὲ συγυρίση εἰς τὸ σπίτι μου. Κι᾿ ἂν ἔφταιξα, ἂς μὲ κρίνη ἡ Κυβέρνηση μὲ τοὺς νόμους τῆς πατρίδος μου· καὶ νὰ μὲ παιδέψη κατὰ τὸ ἔγκλημά μου». Τότε στείλαν γιατρούς· κι᾿ ἀπὸ τὸ γινάτι μου μ᾿ ἔπιασε μία μεγάλη κάψη. Μὲ γύμνωσαν, εἶδαν τῆς πληγές. Τότε λέγω τοῦ κομαντάντη καὶ τῶν γιατρών· «Ἐπειδήτις ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔχει πίστη ῾σ ἐμένα, ὅτι τῆς λέγω εἶμαι ἀστενῆς καὶ μὲ γυμνώσετε ὡς σουλντάτον, δὲν ματαθέλω νὰ εἶμαι εἰς τὴν ῾πηρεσίαν της· ὡς ἀξιωματικὸν δὲν μὲ γνωρίζει, κ᾿ ἐγὼ δὲν τὴν γνωρίζω· κι᾿ ἀπαρατιώμαι· καὶ εἶμαι εἰς τὸ ἑξῆς ἁπλὸς πολίτης. Καὶ νὰ λάβη καὶ τὴν ῾πηρεσίαν τῆς τετραρχίας καὶ τὸ γραφεῖον». Ἦρθαν μου μίλησαν πολλοὶ νὰ μὴν ἀπαρατηθὼ· δὲν στρέχτηκα κι᾿ ἀπαρατήθηκα. Τότε στέλναν ὁληνύχτα πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ μὲ φύλαγαν. Ἔρχονταν καὶ οἱ ἀγωνισταὶ κρυφίως καὶ μὲ φύλαγαν ῾στὸ σπίτι μου κ᾿ ἔξω εἰς τῆς ἐλιές. Ὅτι ἤθελαν νὰ μὲ πάρουν διὰ νυχτός. Ὅτι ὁ Ἀρμασπέρης δὲν ξέχανε τὴν ἀναφορὰ ὁποῦ ῾γραψα εἰς τὸν Βασιλέα. Τότε διάλυσαν καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον, ἔπαψαν καὶ τὸν Δήμαρχον καὶ ξέκλησαν καὶ τὸ πρωτόκολλον νὰ μὴν φαίνωνται αὐτὲς οἱ πράξες, οὔτε ἐκείνη διὰ τὴν πολιτοφυλακή, οὔτε ἡ ἄλλη διὰ τὸ σύνταμα. Μ᾿ εἶχαν κλεισμένον εἰς τὸ σπίτι μου ὅσο ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας – κι᾿ ὡς τώρα νὰ μὴν ἔρχεταν, ἐγὼ θὰ ἤμουν ἀκόμα φυλακωμένος. Εἰς τὴν Μπαυρίαν τοῦ εἶπε ὁ πατέρας τοῦ τοῦ Βασιλέα κ᾿ ἔφερε μαζί του τὸν Ρουντχάρτη νὰ τὸν βάλη εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἀρμασπέρη. Τὰ 1837 Φλεβαρίου 3 ἦρθε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ ἀγαθὴ Βασίλισσα. Πῆγαν οἱ πρέσβες εἰς τὴν φεργάδα· τοὺς εἶπε ὅτι ὁ Ἀρχικατζελάριος εἶναι παμένος κ᾿ εὐτὺς ν᾿ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸ κράτος. Τότε πέθανε κι᾿ ὁ Κατζελάριος κι᾿ ὁ φίλος του ὁ πρέσβυς τῆς Ἀγγλίας. Πάσκισε νὰ τὸν βαστήξη· τοῦ κάκου. Πήγαμε καὶ συνοδέψαμε τοὺς Βασιλεῖς μὲ μεγάλη παράταξη κι᾿ ὅλοι οἱ πολίτες. Σὲ δυὸ ἡμέρες φκειάνω μίαν ἀναφορὰ τῆς Μεγαλειότης του καὶ τοῦ ξηγῶμαι διὰ τὴν ἀναφορὰ ὁποῦ ῾στειλα εἰς τὴν Μπαυαρίαν τί δοκίμασα καὶ τί ἀντενέργειες τοῦ κάναν διὰ νὰ μὴν ματαγυρίση ὀπίσου εἰς τὴν Ἑλλάδα· καὶ ἡ Ἀγγλία τί σκοποὺς ἔχει καὶ πὼς ρήμαξε τὸ ταμεῖον ὁ Ἀρμασπέρης κι᾿ ὁ ὑπουργὸς τῆς ῾μπιστοσύνης του, τῆς Οἰκονομίας· τί πῆραν μαζί· καὶ τὰ καλύτερα ὑποστατικά, σταφίδες, μύλους κι᾿ ἄλλα τὰ μέρασαν (τὰ ὁποῖα φαίνονται ὡς σήμερα)· καὶ γύμνωσαν τὴν δυστυχισμένη πατρίδα. Καὶ εἰς τὸ Κράτος τοῦ μένει ἡ δυστυχία. Χάλευε ὁ Ἀρμασπέρης καὶ ἡ συντροφιά του νὰ κάμουν τὸν Λασσάνη συνταματάρχη, καὶ διαμαρτυρήθηκα κ᾿ ἔμεινε. Τοὺς βαθμοὺς τοὺς δώσαν τῶν ληστῶν καὶ οἱ ἀγωνισταὶ μείναν δυστυχεῖς. Παρουσιάστηκα καὶ μίλησα αὐτὰ τοῦ Βασιλέως καὶ τὸ ῾δωσα καὶ τὴν ἀναφορά μου καὶ τοῦ ἔλεγα· ῾στὸ ἑξῆς δὲν εἶμαι ἄξιος τοιούτως νὰ δουλέψω, ὅτι δὲν μοῦ τὸ συχωράει ἡ ὑγεία μου καὶ νὰ μοῦ δώση τὴν ἄδεια νὰ βάλω τὴν κόπια τῆς ἀναφορᾶς μου εἰς τὸν τύπον. Μοῦ εἶπε νὰ μὴν τὴν βάλω. Τότε, ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Ἀρμασπέρης ῾νέργησε νὰ μὲ καταδικάσουνε. Τοῦ παραγγέλνω εἶμαι ἕτοιμος σὲ ὅ,τι ἀγαπάη, εἰς τοὺς νόμους τῆς πατρίδος μου νὰ κριθῶ, καὶ δὲν θέλω κι᾿ ἀβοκάτους, ὅτι ἔχω τὴν ἴδια μου ἀλήθεια ἀβοκάτο. Τότε σιώπησε κ᾿ ἔμεινε. Τό ῾δωσε ὁ Βασιλέας ἑκατὸ χιλιάδες δραχμὲς τοῦ Ἀρμασπέρη, πῆρε καὶ κάνα μιλλιούνι τάλλαρα καὶ πάγει ῾στὴν δουλειά του. Ἦταν ψειργιασμένος κόντης κ᾿ ἔγινε πραματικός. ῾Στὸ φευγάκι του ἔκαμεν ἕνα τραπέζι μεγάλο καὶ κάλεσε τοὺς συντρόφους του Κριτζώτη, Γριβαίγους, Μαμούρη, Ρούκη, Κολιόπουλον, Γενναῖον, Τζόκρη κι᾿ ἄλλους τοιούτους, ὁποῦ τοὺς ἔκαμεν μὲ ὑποστατικὰ καὶ μὲ χρήματα – τοὺς ἔδινε ἕνα αὐτεινῶν κ᾿ ἔπαιρνε αὐτὸς ἑκατό. Τοὺς πῆρε καὶ φάγαν ψωμί· σηκώθη κ᾿ ἔπγε ἕνα γιομάτο καὶ λέγει· «Εἰς ὑγείαν ἐσᾶς τῶν ἀγαθῶν Ἑλλήνων ὁποῦ συντρῶμεν σήμερα κι᾿ ἀποχαιρετιώμαστε». Ἄρχισαν κ᾿ ἔκλαιγαν ὅλοι. Τοὺς εἶπε πολλὰ τοιαῦτα παραπονευτικὰ λόγια. Τέτοιοι εἴμαστε ἐμεῖς. Ὅταν φεύγουν οἱ τύραννοι, οἱ κλέφτες, ἐκεῖνοι ὁποῦ θέλουν νὰ βουλιάξουν τὴν πατρίδα, κλαῖμεν καὶ λυπώμαστε· κι᾿ ὅταν τὴν γυμνώνουν, γελάμεν καὶ χαιρόμαστε. Ὅταν ἤμουν φυλακισμένος, ὅλοι αὐτεῖνοι μὲ βρίζαν καὶ μὲ κακοσύσταιναν· κι᾿ ἂν κάθεταν ὁ Ἀρμασπέρης πίσου, ἤμουν χαμένος. Ὅτ᾿ ἡ ἀλήθεια κατατρέχεται. Τότε ἔφυγε ὁ Ἀρμασπέρης καὶ τὸν συντρόφεψαν ὅλοι οἱ φίλοι του κάτου εἰς τὸ καράβι.<br />
Πῆγα κι᾿ ἀντάμωσα τὸν Ρουντχάρτη, ὁποῦ ἔμεινε εἰς τὸ ποδάρι ἐκεινοῦ. Τοῦ εἶπα ὅλα αὐτά. Τὸν ζήτησα νὰ ῾ρθῆ εἰς τὸ σπίτι μου νὰ φάμεν. Μοῦ εἶπε· «Σου μιλῶ δι᾿ αὐτό». Ρώτησε τὸν Βασιλέα, τοῦ εἶπε νὰ ῾ρθη· «ὅτι πῆγα κ᾿ ἐγώ, τοῦ εἶπε, εἰς τὸν Μακρυγιάννη». Μοῦ εἶπε ὅτι ἔρχεται. Κάλεσα καὶ τὸν μαρσιάλη τοῦ παλατιοῦ κι᾿ ὅλους τους αὐλικοὺς καὶ Κουντουργιώτη, Κολοκοτρώνη κι᾿ ἄλλους πολλοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Τοὺς ἔκαμα ἕνα τραπέζι πολλὰ καλό. Τότε ἔπιαμεν ὑπὲρ τῆς Μεγαλειότης του καὶ τοῦ Ρουντχάρτη ὕστερα καὶ εἴπα· «Ἀπὸ δικαιοσύνη διψάγει ἡ πατρίδα καὶ ῾λικρίνεια· ὅποιοι τὴν κυβερνοῦνε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς φωτίση καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήση εἰς αὐτό. Ἔπγε κι᾿ ὁ Ρουντχάρτης διὰ ῾μένα. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅσον καιρὸν κυβέρνησε αὐτὸς μεγάλη δικαιοσύνη καὶ ῾λικρίνεια εἴδαμεν· καὶ ξόδιαζε κ᾿ ἐξ ἰδίων του πολλά. Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ ῾διοτέλεια τὴν κάνει κακία. Δὲν τὸν θέλει τὸν καλὸν ἄνθρωπον ὁ Λάγινης, δὲν τὸν θέλουν οἱ ἄλλοι πρέσβες, δὲν τὸν θέλουν οἱ ἐδικοί μας οἱ ἀπατεῶνες. Καθὼς τὸ ῾λεγαν αὐτεῖνοι νὰ κυβερνήση δὲν τοὺς ἔκανε τὸ κέφι τους· ἔδωσε τὴν ἀπαραίτησίν του. Τὸν Βασιλέα τὸν ἀπάτησαν οἱ ἄλλοι οἱ Μπαυαρέζοι ὁποῦ ἦταν στρωματίδες τῶν ξένων· ἀντενεργοῦσαν ὅλοι κ᾿ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας ὁ καλὸς κι᾿ ἀγαθὸς ἄνθρωπος· καὶ εἰς τὸν δρόμον πέθανε ἀπὸ τὴν πίκρα του. Ὁ Θεὸς νὰ τὸ ῾χη τὴν ψυχὴ τοῦ αὐτεινοῦ τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου· καὶ τῶν ἀλλουνῶν ὅσοι ἤρθανε εἰς τὴν πατρίδα μας νὰ τὴν χάσουνε νὰ τὴν δώση τὴν ψυχὴ τοὺς τοῦ ἀναθεματισμένου καὶ νὰ τοὺς δικιώση· καὶ νὰ τοὺς κάμη τὴν ἀνταμοιβὴ τῆς κακίας τοὺς διὰ ὅσα ἔκαμαν γενικῶς εἰς τοὺς Ἕλληνες καὶ εἰς τὸν ἀθῶον τὸν Βασιλέα μας οἱ ἐπίορκοι.1<br />
Κάμαμεν νέγες ἐκλογὲς καὶ βάλαμεν δήμαρχο τὸν Καλλεφουρνὰ καὶ μπῆκα κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ἄλλους σύνβουλος ἀπὸ τὸ μέρος τῶν τίμιων πολιτῶν. Τότε μπῆκε καὶ τὸ χαρτόσημον καὶ ῾πιτηδέματα ῾σ ἐνέργεια διὰ νὰ βασταχτοῦμεν. Ὅτι τὰ δάνεια ἐμεῖς δώσαμεν ὑπόσκεση ὅτι τὰ δανειστήκαμεν καὶ ἡ Μπαυαρία τὰ ρούφηξε μὲ τὸν Ἀρμασπέρη καὶ συντροφιά. Εἰς τὴν Πάτρα τὸν ζωγράφισαν καὶ τὸν ἔκαψαν σὰν τὸν Γιούδα γιὰ τὴν καλωσύνη ὁποῦ ῾καμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ ὁ Θεὸς ξέρει τὰ ὑστερνά μας. Ὅμως ἡ καλὴ ῾μέρα φαίνεται ἀπὸ τὴν αὐγή. Πατρίδα, πατρίδα, ἤσουνε ἄτυχη ἀπὸ ἀνθρώπους νὰ σὲ κυβερνήσουν! Μόνος ὁ Θεός, μόνος ὁ ἀληθινὸς αὐτὸς κι᾿ δίκιος κυβερνήτης σὲ κυβερνεῖ καὶ σὲ διατηρεῖ ἀκόμα!<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣH</h2>
1. Ὅταν πῆρα τὸν μακαρίτη Ρουντχάρτη κι᾿ ἄλλους καὶ φάγαμε ψωμί, τοὺς παρουσίασα καὶ εἰκοσιπέντε εἰκονογραφίες ἱστορικές, ὁποῦ ῾καμα τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων. Θέλω ξηηθῶ αὐτὸ ἀλλοῦ, ὅτ᾿ εἶμαι ἀστενὴς τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ γράψω.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-6705173435769185052011-03-25T12:26:00.001-07:002011-10-25T12:22:15.266-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 2<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Κομματικαὶ διαιρέσεις. - Συνωμοσία δυσηρεστημένων στρατιωτικῶν. - Μυστικὸς αὐτῶν ἀπόστολος παρὰ τῷ Μακρυγιάννῃ. - Ἀποπομπὴ αὐτοῦ. - Ἀποτυχία τῆς συνωμοσίας. - Ἐπεισόδιον μεταξὺ Μακρυγιάννη καὶ Γ. Ψύλλα. - Ῥῆξις μεταξὺ αὐτῶν. - Δημοσιογραφικὴ ἐπίθεσις τοῦ Μακρυγιάννη κατὰ τοῦ Ψύλλα. - Ψευδὴς κατηγορία κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Διάλυσις αὐτῆς. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐγκαθίσταται ἐν Ἀθήναις. - Οἰκοδομεῖ οἰκίαν. - Καλλιεργεῖ τὴν γῆν. - Ἀνταρσία ἐν Μάνῃ. - Διορισμὸς ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀγωνιστῶν, - Βαθμολογία αὐτῶν. - Ἔλευσις τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος εἰς Ἀθήνας. - Περιοδεία αὐτοῦ ἀνὰ τὴν Στερεάν. - Ἐπάνοδος εἰς Ἀθήνας. - Προσφορὰ γεύματος τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Βασιλέα. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν ἐννοίᾳ παρὰ τῷ Βασιλεῖ. - Μετάθεσις τῆς πρωτευούσης εἰς Ἀθήνας. - Σννέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Κωλέτην. - Τὰ κατὰ τὴν διάλυσιν τῶν μοναστηρίων ἐν Ἀθήναις. - Καταχρήσεις περὶ τὴν δημοπρασίαν τῶν τροφίμων. - Παράνομος παραχώρησις ἀγρῶν καὶ ἐργαστηρίων. - Ἀντενέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη. - Δημοτικαὶ ἐκλογαί. - Ὁ Μακρυγιάννης δημοτικὸς σύμβουλος. - Δυστυχὴς κατάστασις τῶν ἀγωνιστῶν. - Ὁ Μακρυγιάννης παραιτεῖται τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ὑπὲρ αὐτῶν. - Τίθεται ὑπὸ ἀνάκρισιν. - Παρέμβασις τοῦ Βασιλέως ὑπὲρ αὐτοῦ. - Βασιλικὰ βοηθήματα πρὸς τοὺς πάσχοντας ἀγωνιστάς.</i><br />
<hr />
1833 Μαγίου 4 ἦρθα ἐδῶ εἰς Ἀθήνα. Οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ξένοι τρώγονταν καὶ καθένας κύταζε νὰ ῾περισκύση ἡ δική του φατρία. Ἄλλος τὸ ἤθελε Ἀγγλικόν, ἄλλος Ρούσσικον, ἄλλος Γαλλικόν. Οἱ Ἀντιβασιλεῖς μας τήραγαν κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ πάρουν κάνα λεπτό, ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα ἧβραν ἁλώνι ν᾿ ἁλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες μὲ τοὺς δικούς μας. Τότε ἄλλοι ἀπάτησαν τοὺς ὁπλαρχηγούς, τοὺς λέγαν νὰ σηκωθοῦν νὰ ζητήσουνε τὰ δίκια τους, καὶ μ᾿ αὐτὸ τοὺς γέλασαν τοὺς ἀνθρώπους. Ξέροντας κ᾿ ἐμένα ὅτι ἔφυγα μὲ δυσαρέσκειαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, μοῦ στείλαν ἕναν ἀπόστολον ἐδῶ εἰς Ἀθήνα καὶ μοῦ εἶπε νὰ σηκωθοῦμε ἀναντίον τῶν Μπαυαρέζων. Κι᾿ ὁ σκοπὸς τῶν πολιτικῶν μας ἦταν μὲ δυὸ τρόπους· ἂν πετύχη ὁ καθεὶς μὲ τὴν μερίδα του καὶ ῾περισκύση, εἶναι κερδεσμένος μὲ τὸ κόμμα του καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κάνει εἵλωτες. Ἂν δὲν πετύχουν καθένας τοὺς ξένους του σκοπούς, τότε τὰ φορτώνουν τοῦ στρατιωτικοῦ ὅλα τὰ βάρητα καὶ λένε αὐτεῖνοι εἶναι οἱ αἴτιγοι τοῦ κακοῦ καὶ πρῶτα καὶ τώρα εἰς τὸν ἐρχομὸν τοῦ Βασιλέως. Καὶ μπαίνουν εἰς τὴν τζελατίνα ὅλες οἱ κεφαλές. Ὅτι δὲν ἀναπαύτηκαν ὅτι μείναν οἱ στρατιωτικοὶ δυστυχείς· κι᾿ ἄλλοι πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιά· κι᾿ ὅσοι μείναν πεθαίνουν τῆς πείνας. Ὅτι ἔρχεται ἐδῶ ἕνας ἀπόστολος ἀπὸ τοῦ Κωλέτη τὸ παρτίδο καὶ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ μοῦ λέγει· «Εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἶναι σύνφωνοι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ θὰ πιάσουνε τὸ Παλαμήδι· καὶ εἶναι καὶ ἡ χωροφυλακὴ ἕτοιμη· καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα ἦρθαν γράμματα ὅτι χτύπησαν. Καὶ μ᾿ ἔστειλαν καὶ ῾σ ἐσένα ἐδῶ ν᾿ ἀγροικηθῆς μὲ τοὺς ἄλλους νὰ βαρέσετε κ᾿ ἐσεῖς. – Διατὶ νὰ βαρέσουμεν; τοῦ λέγω. – Διὰ τὰ δίκια μας. –Ποιος σ᾿ ἔστειλε; – Ὁ Κωλέτης κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος. – Ἐκεῖνοι παίρνουν μιστὸν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ χίλιες δραχμές, καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκες. Ἐμεῖς τίποτα δὲν παίρνομεν καὶ προσμένομεν. Ἡ Κυβέρνηση διόρισε μίαν ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυτάξη τοῦ κάθε ἀγωνιστοῦ τὰ δίκια του. Δὲν προσμένομεν τί θὰ κάμη ἡ ἐπιτροπή; Κι᾿ ἂν ἀδικηθοῦμεν, τότε ἀναφέρνεται ὁ καθεὶς μ᾿ ἀναφορά του εἰς τὸν Βασιλέα καὶ μίαν βολὰ κι᾿ ἄλλη κι᾿ ἄλλη· καὶ σὰν ἰδοῦμε ἡ δικαιοσύνη ἐχάθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι᾿ αὐτά. Κάθε ῾μέρα θὰ κάνετε ἐσεῖς τοὺς σκοποὺς τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου κι᾿ ἀλλουνῶν – καὶ νὰ καῖμε ἐμεῖς τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ σκοτωνώμαστε; Ὅταν ὑποκινοῦσαν κάθε καιρὸν ἀπὸ ῾ναν ἐφύλιον πόλεμον, δὲν ἤξεραν ὅτι τέτοια ἀγαθὰ θ᾿ ἀπολάψωμεν; Δὲν θυμῶνται εἰς τὴν Συνέλεψη τῆς Πρόνοιας ὁποῦ πλέρωσαν τὸ Ζέρβα κι᾿ ἄλλους καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιους, τέτοια καλὰ θὰ ἰδοῦμεν; Καὶ θέλουν τώρα ἄλλος νὰ μᾶς κάνη Ἄγγλους, ἄλλος Γάλλους κ᾿ ἄλλος Ρούσσους; Ἐγὼ θέλω νὰ τοὺς προσφέρω μόνον σέβας ὁλουνῶν αὐτεινῶν τῶν εὐεργέτων καὶ νὰ τηράξω τὴν πατρίδα ὁποῦ γεννήθηκα καὶ τὸν Βασιλέα ὁποῦ ῾ταν τῆς τύχης της νὰ βασιλέψη. Ἐμεῖς ἀκόμα δὲν εἴδαμεν τὸ κακό του, οὔτε τὸ καλό του. Δὲν προσμένομεν; Τί βιάζεστε; Ἐσὺ τί θέλεις, κερατά, καὶ οἱ ἄλλοι οἱ μπερμπάντες –ὅλο αὐτὰ θά ῾χωμεν;» Πῆρα ἕνα γερὸ ξύλο καὶ τὸ ῾δωσα ἕναν δαρμὸν καλὸν καὶ τὸν ἔβγαλα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου.<br />
Τ᾿ ἀσκέρια ἦταν, οἱ περισσότεροι ὁπλαρχηγοί, εἰς τὴν Φήβα καὶ Λιβαδειὰ καὶ Ταλάντι. Τοὺς ἔστειλα ὁλουνῶν ἕναν ἐπίτηδες καὶ τοὺς ἔλεγε αὐτὰ αὐτεινοῦ τοῦ ἀποστόλου καὶ νὰ μὴν γελαστοῦν ὅσο νὰ ἰδοῦμεν τὴν ἐπιτροπή. Τοὺς τὸ εἶπε ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ῾στειλα. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν γλύτωσαν. Τότε αὐτὸς ὁ ἀπόστολος φεύγοντας ἀπὸ ῾μένα πῆγε ῾σ αὐτούς. Ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὰ μυαλά τους, τοὺς πρόδωσαν καὶ τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλους χάψη τοὺς ὀπλαρχηγούς· καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς κόψουν μὲ τὸ κοπίδι, ὁποῦ ἤφεραν οἱ φωτισμένοι ἄνθρωποι τῆς Εὐρώπης νὰ κόψουν τοὺς ἄγριους Ἕλληνες – κ᾿ ἔπρεπε νὰ κόψη ἡ Ἀγγλία τὸν Ντώκινς τὸν πρέσβυ της, ἡ Γαλλία τὸν δικόν της καὶ ἡ Ρουσσία τὸ ἴδιον· κι᾿ ὁ βασιλέας τῆς Μπαυαρίας τοὺς Ἀντιβασιλεῖς του καὶ ὕστερα νὰ κόψη κι᾿ ὁ ἴδιος τὸ κεφάλι του. Ὅτι ἡ Μεγαλειότης τοῦ εἶναι νεκροθάφτης τῆς πατρίδος μας καὶ τοῦ ἀθώου Βασιλέα μας· καὶ ἢ καλὰ πάθη ἡ πατρὶς ἢ κακὰ τὰ χρωστοῦμεν εἰς τὸ ἑξῆς εἰς τὴν καλωσύνη τῆς Μεγαλειότης του διὰ τῆς συβουλὲς τοῦ Μετερνὶκ κι᾿ ἀλλουνῶν ὁποὺ ἄκουγε. Ἡ Μεγαλειότης του πολλὲς νύχτες καὶ ῾μέρες κοπίαζε καὶ θυσίαζε τὰ βασιλικά του φῶτα νὰ φκειάνη στίχους διὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ διὰ τοὺς Ἕλληνες, ὅταν πολεμοῦσαν εἰς τὸ Μισολόγγι κι᾿ ἀλλοῦ καὶ κιντύνευαν νηστικοὶ καὶ ταλαιπωρεμένοι. Τώρα εὖγε τοῦ Μεγαλειότατου Βασιλέως! ῾Μπρὸς εἰς τὸ νιτερέσιόν σου οὔτε παιδί σου συλλογίστης, οὔτε ἀθῶον ἔθνος ματοκυλημένο. Διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ τοιοῦτοι βασιλεῖς –ὁ τίτλος τους πρέπει νὰ «εἶναι ἀθώων ἀνθρώπων τύραννοι». Θέ, ποῦ εἶναι οἱ βασιλικὲς δικαιοσύνες;<br />
Τέλος πάντων μὲ τέτοιες δικαιοσύνες ἤθελαν νὰ κόψουν τοὺς πρωταγωνιστὰς ὡς κακούργους, τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Κολιόπουλον, τὸν Κριτζώτη, τὸν Τζαβέλα, τὸν Γρίβα, τὸν Μαμούρη, τὸν Ρούκη, τὸν Ντουμπιώτη, τὸν Ἀποστολάρα, τὸν Μήλιον κι᾿ ἄλλους πολλοὺς τοιούτους. Φυλακώνοντας αὐτεινούς, ἔστειλε ἕνα τζιράκι του ὁ Κωλέτης νὰ πάγη εἰς τὴν Φήβα διοικητής, Κλεομένη τὸν λένε. Μ᾿ ἀνταμώνει ὁ Κλεομένης, μοῦ λέγει· «Τήρα ὅ,τι κάνετε ἐσεῖς οἱ στρατιωτικοὶ καὶ δὲν ξέρομεν ἐμεῖς οἱ πολιτικοὶ – τήρα τί παθαίνετε. – Τοῦ λέγω, νὰ δώση ὁ Θεὸς νὰ φυλακώσουνε κ᾿ ἐμένα, καὶ τότε θὰ ἰδοῦμεν ἂν ξέρουν οἱ πολιτικοὶ ἢ ὄχι, καὶ ποιοὺς θὰ χαλέψω συντρόφους εἰς τὴν φυλακή. Καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε ὁ Βασιλέας νὰ τ᾿ ἀποφύγη, οὔτε ἡ Ἀντιβασιλεία. Ὅτι ἂν τ᾿ ἀποφύγουν, τότε δὲν ὑποτάζονται εἰς τὸ δίκιον καὶ εἰς τοὺς νόμους – τότε γλυτώνουν ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ κόψετε ἐμᾶς! – Ποιοὺς θὰ πάρης συντρόφους; μοῦ λέγει ὁ Κλεομένης. – Τὸν Κωλέτη τὸν ἀφέντη σου, τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τοὺς τοιούτους ὅλους. Νὰ φυλακωθῶ καὶ τότε τοὺς βλέπεις· καὶ μπορεῖ νὰ εἶσαι κ᾿ ἕνας ἐσύ. Τότε φαίνεται». Ὁ Κλεομένης παραγγέλνει ὅλα αὐτὰ τοῦ Κωλέτη. Καὶ τότε τράβησαν χέρι ἀπὸ ῾μένα.<br />
Στέλνουν τὸν Ψύλλα ἐδῶ εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποῦ ἦταν Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ (῾νέργησα κ᾿ ἐγὼ κατὰ δύναμη νὰ ἔμπη ῾σ αὐτείνη τὴν θέση). Τὸν στείλαν εἰς τὴν Ἀθήνα νὰ συνφωνήση μὲ τοὺς Ἀθηναίους διὰ τοὺς τόπους, ὁποῦ θὰ ῾ρθῆ ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ. Ἀφοῦ ἦρθε, πῆγα τὸν εἶδα. Ἦρθε κι᾿ αὐτὸς εἰς τὸ κονάκι μου. Μοῦ λέγει· «Διατί εἶσαι πειραμένος μὲ τὴν Κυβέρνηση; – Ὅτ᾿ εἶμαι μὲ τόση φαμελιὰ καὶ δὲν ἔχω νὰ τὴν ζήσω. Κι᾿ ὅταν κλέβαν οἱ ἄλλοι κ᾿ ἔχουν καὶ τρῶνε τώρα, ἐγώ, τὸ γνωρίζεις ὁ ἴδιος, ἀγωνιζόμουν καὶ πληγωνόμουν καὶ πλέρωνα κι᾿ ἀπὸ τὸ ἐδικό μου. – Λέγει, ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίζω καὶ τὰ γνωρίζει καὶ ἡ πατρίς· καὶ φκειάσε μου μίαν ἀναφορὰ καὶ δός τηνε μου· καὶ θὰ μιλήσω καὶ μόνος μου». Τοῦ ἔφκειασα τὴν ἀναφορά, τὴν τηράγει, μοῦ λέγει ὁ φίλος μου ὁ Ψύλλας· «Βρὲ Μακρυγιάννη, τί δικαιώματα ζητᾶτε τῆς πατρίδος; Ἐσεῖς εἶστε ὅλοι λησταί. Ἐσὺ ἔδενες τὰ συνφέροντά σου μὲ τὸν Δυσσέα καὶ Γκούρα κι᾿ ἄλλους καὶ βασανίζετε τὴν πατρίδα, καθὼς κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς ἄλλους· κι᾿ ἀφανίσετε ἐσεῖς ὅλοι αὐτείνη τὴν πατρίδα. – Πότε ἤμουν σύνφωνος ἐγὼ μ᾿ αὐτοὺς ὁποῦ μου λές, κύριε Ψύλλα; Ἐσὺ μὲ τὴν ῾φημερίδα σου τοὺς θυμιάτιζες ὅλους αὐτοὺς κ᾿ ἐγὼ τοὺς γύριζα ντουφέκι καὶ τοὺς πολέμαγα ὅταν πήγαιναν ἀναντίον τῆς πατρίδος. – Πῶς, μοῦ λέγει, δὲν ἔμπαινες εἰς τοῦ Γραλλιάρη τὴν ὁδηγίαν ῾στὴν χωροφυλακή; – Πῶς δὲν ἔμπαινες ἐσύ, τοῦ λέγω, τελώνης, ὁποῦ εἶσαι ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ; Ὅταν ἦταν ὁ κίντυνος τῆς πατρίδος πήγαινες εἰς τὰ νησιά». Τὸν βλέπω κ᾿ ἔρχεται θυμωμένος· «Κάτζε αὐτοῦ, τοῦ εἶπα (κ᾿ ἔπιασα μίαν καθέκλα), νὰ μὴν χαλάσω τὴν Γραμματείαν τοῦ Ἐσωτερκοῦ – θὰ γυρεύη νέον ὑπουργόν! – Πρέπει ὁ Βασιλέας, μοῦ εἶπε, νὰ πάρη μέτρα μόνον διὰ σένα, ὅτι ἐσὺ ταράττεις τὰ πράματα. – Δὲν θὰ τὸν φκειάσης τὸν Βασιλέα τζελάτη νὰ σκοτώνη τοὺς ὑπηκόγους τοῦ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τῆς συκοφαντίες τῆς δικές σας! Καὶ διὰ νὰ σὲ δείξω ἔξω σὲ ὅλο τὸ κοινό, διὰ ῾κεῖνο δὲν τὸ ῾καμα καμπούλι νὰ σὲ κυβερνήσω μὲ τὴν καθέκλα – τότε θὰ δικιολογέσουνε· εἰς τὸν τύπον θὰ δείξω κ᾿ ἐσένα καὶ τοὺς συντρόφους σου τί ἄνθρωποι εἶστε». Σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα. Πῆγε καὶ εἰς τὴν ἐκκλησία, ὁποῦ ῾ταν συνασμένοι ὅλοι οἱ Ἀθηναῖγοι, νὰ μιλήση διὰ ῾κεῖνο ὁποῦ ῾ρθε – δὲν τὸ ῾δωσε κανένας ἀκρόασιν. Κ᾿ ἔφυγε καθὼς ἦρθε.<br />
Τότε ἔφκειασα ὅλα ὅσα μου εἶπε ἐνγράφως καὶ τὰ ῾στειλα εἰς τὸν τύπον τὴν ῾φημερίδα «Ἥλιος». Τὸν μάλλωσαν οἱ συντρόφοι τοῦ διατὶ νὰ πιαστῆ μετ᾿ ἐμένα καὶ θὰ βάλω αὐτείνη τὴν ἔκθεσιν εἰς τὸν τύπον. Μὸ ῾γραψαν νὰ μὴν τὴν βάλω – «εἶναι τὸ μόνο ἀδύνατο νὰ μείνη ὀπίσου!» Τότε τὴν ἔβαλα. Ὕστερα μίλησα καὶ τ᾿ Ἀρμασμπέρη κι᾿ ἀλλουνῶν καὶ τὸν ἔβγαλαν· καὶ τὸν ἔστειλαν διοικητὴ ἐδῶ εἰς τὴν Ἀθήνα. Τότε μὲ τὸν μοίραρχον τὸν Βογινέσκον μοῦ ἐπισωρεύουν μίαν κατηγορία ὅτι ἔβρισα τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία. Παίρνουν ἕνα παλιάλογον νὰ μὲ βάλουν ἀπάνου καὶ νὰ μὲ στείλουν νὰ μὲ δικάσουν εἰς τὴν Χαλκίδα. Τοῦ λέγω· «Θὰ πάγω», τοῦ μοιράρχου· «θὰ πάγω κ᾿ ἐλπίζω νὰ μὴ σκοτωθῶ· καὶ τὴν ὑπόληψή μου θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ ῾σένα, ὅτι ἐσὺ γένεσαι ὁ αἴτιος νὰ διατιμηθῶ ἀδίκως. Αὐτείνη τὴν ὑπόληψη τὴν βάσταξα ἀπὸ μικροῦθεν κ᾿ ἐσὺ θέλεις νὰ μοῦ τὴν γκρεμίσης. Κι᾿ ὅταν λευτερωθῶ, ῾στοῦ βοϊδιοῦ τὸ κέρατο μέσα νὰ εἶσαι, θὰ σὲ βρῶ νὰ πεθάνωμε». Φώναξαν κι᾿ ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι διὰ τὴν ἀδικία ὁποῦ θὰ μοῦ κάμουν κ᾿ ἔρχεται ὁ μοίραρχος καὶ μοῦ ζητεῖ τὸ «παρντὸν» καὶ μοῦ λέγει ὅλα τὰ τρέχοντα: Ὅτι ὁ Ψύλλας τὸν ἔβγιασε καὶ τὸν Ψύλλα οἱ κεχαγιᾶδες του Κωλέτης καὶ Μαυροκορδάτος, οἱ νεκροθάφτες τῶν ἀγωνιστῶν ὁποῦ θέλουν νὰ μᾶς διατιμήσουνε ὅλους. Τότε, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, σώθηκα μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ.<br />
Ἀφοῦ εἶδα ὅτι θέλουν νὰ μᾶς φᾶνε ἐκεῖνοι ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν, καὶ ἡ δικαιοσύνη τοὺς εἶναι εἰς τὴν τζελατίνα, τότε νὰ μὴν ἀφήσω τόση φαμελιὰ ὁποῦ κρέμεται εἰς τὸν λαιμό μου – ἀπόξω εἰς τῆς κολῶνες τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς εἶχα ἀπὸ τὴν Αἴγινα ἀγοράση ὀλίγα χωράφια, ὅταν εἰς τὴν Ἀθήνα ἦταν ὁ Κιτάγιας καὶ πνιμένη ἀπὸ Τούρκους. Πῆγα ἐκεῖ ἔξω καὶ πῆρα καὶ πεντέξι ἀργάτες κ᾿ ἔβαλα καὶ κόβαν πλίθες. Καὶ μό ῾φκειασαν κ᾿ ἕνα πράμα σὰν σαμαράκι καὶ φορτωνόμουν πλίθες. Καὶ καθόμουν ἐκεῖ. Κι᾿ ὅποτε ἀπόσταινα ἔκλαιγα βλέποντας τὰ μέρη ἐκεῖνα ὁποῦ πολεμούσαμεν μὲ τόση Τουρκιὰ καὶ πληγωνόμαστε καὶ σκοτωνόμαστε – καὶ ῾σ αὐτείνη τὴν γῆς ὁποῦ ζυμώσαμεν μὲ τὸ αἷμα μας θέλουν νὰ μᾶς θάψουν ἀδίκως καὶ παράωρα ὅσοι μᾶς κάναν σίγρι ἀπὸ μακρυά, ὅταν κιντυνεύαμεν. Μᾶς πῆραν τὴν ματοκυλισμένη μας γῆς, τὴν ἀγόρασαν ἀπό ῾να γρόσι τὸ στρέμμα, καὶ βάλαν ἐμᾶς μὲ τ᾿ ἀλέτρι καὶ τραβοῦμεν τὸ γενὶ καὶ βγάνομεν τῶν συγγενῶν μας τὰ κόκκαλα· καὶ οἱ ἀφεντάδες μας περπατοῦνε μὲ τῆς καρότζες τους, καὶ οἱ ἀγωνισταὶ δὲν ἔχουν οὔτε γουμάρι· καὶ ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ διακονεύουν εἰς τὰ σοκάκια. Ἔφκειασα τὸ σπίτι μου καὶ φύτεψα κι᾿ ἀμπέλι κι᾿ ἄλλα δέντρα κ᾿ ἐργάζομαι ὡς τὸ σουρούπωμα νὰ μὲ γλυτώση ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἐπίβουλους ἀπατεῶνες.<br />
Τότε οἱ πομπιωμένοι μας πολιτικοὶ ἔστειλαν εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ ῾ρέθισαν τοὺς κατοίκους· τοὺς εἶπαν νὰ σηκωθοῦν νὰ χαλέψουν δικιώματα. Ἀνακάτεψαν ἄλλοι τὴν Σπάρτη καὶ πῆγαν ἀναντίον τους τὰ τάματα· καὶ καταφανίστηκαν οἱ Μπαυαρέζοι εἰς τὸν σκοτωμόν. Κι᾿ ὅσους πιάσαν ζωντανοὺς οἱ ντόπιοι τοὺς πουλοῦσαν ἕνα τάλλαρον τὸν ἕναν Μπαυαρέζο. Κι᾿ ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς σκοτώθηκαν ἐκεῖ δίνομεν σύνταξη τῶν φαμελιῶν τους εἰς τὴν Μπαυαρία κι᾿ ἀχώρια πλῆθος δικαιώματα ὁποῦ παίρνουν οἱ Σπαρτιάτες. Κι ἀφανίστη τὸ δυστυχισμένο ταμεῖον· πήραμεν δάνεια καὶ θὰ σωθοῦνε εἰς αὐτά. Ἔστειλε κι᾿ ὁ Κωλέτης τοὺς συντρόφους του ἀναντίον εἰς τοὺς Πελοποννησίους, ὁποῦ τοὺς βαίναν νὰ κάμουν τὸ κίνημα καὶ ὕστερα στέλναν καὶ τοὺς σκότωναν καὶ τοὺς γύμνωναν· καὶ χάθηκαν τόσοι ἀγωνισταὶ ἀδίκως καὶ παραλόγως· καὶ χήρεψαν γυναῖκες διὰ τὸ χατίρι αὐτεινῶν. Κι᾿ ὅσους δὲν σκότωσαν εἰς τὸν πόλεμον τοὺς σκοτώνουν ῾σ τὴν τζελατίνα μὲ τοὺς προκομμένους τοὺς κριτᾶς, ὁποῦ ῾νεργούνε τοὺς νόμους καθὼς θέλουν. Τὸν Γρίβα τὸν φυλάκωσαν διὰ τὸν σκοτωμὸν τοῦ Πράσινου καὶ βάλθηκαν ὅλοι οἱ φίλοι του καὶ συντρόφοι του, ὁ Κωλέτης καὶ ἡ γενεά, καὶ τὸν ἔβγαλαν. Κι᾿ ὅταν φυλάκωσαν τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς τὸν ξαναφυλάκωσαν ὀπίσου.<br />
Διόρισαν καὶ τὴν ῾πιτροπή νὰ δικιώση τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ νὰ τοὺς βαθμολογήση. Ἦταν φίλοι οἱ περισσότεροί του Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ Κωλέτη καὶ βαθμολογοῦσαν πολλοὺς φίλους τους μὲ χωρὶς δικαιώματα. Καὶ γεννήθηκαν πλῆθος παράπονα διὰ τὴν ἀδικία ὁποῦ κάμαν εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς πολλούς. Τότε ἔβγαλαν καὶ τοὺς Ρουμελιῶτες ὁπλαρχηγοὺς ἀπὸ τὴν χάψη· τοὺς βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες, καὶ τοὺς κρέμασαν κι᾿ ἀπὸ ῾να σταυρὸ καὶ γκεζεροῦν εἰς τὰ σοκάκια τ᾿ Ἀναπλιοὺ καὶ καμαρώνουν. Καὶ δὲν γύρευαν, ἂν ἦταν ἄνθρωποι μὲ χαραχτήρα, ῾κανοποίηση ἀπὸ τοὺς αἴτιους, ὁποῦ τοὺς εἶχαν τόσον καιρὸ χαψωμένους.<br />
Εἰς τὰ 1834 τὰ ἔβγα Ἀγούστου ἦρθε ὁ βασιλέας εἰς Ἀθήνα. Ἤθελε νὰ πάγη εἰς τὴν περιοδεία τῆς Ρούμελης καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ μαζί του. Εἶχε καὶ τὸν Τζαβέλα, Βάσιον καὶ Μαμούρη. Πήγαμεν παντοῦ εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα καὶ τὰ ῾ροθέσια τῆς Λαμίας. Τὸν δέχτηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι μὲ μεγάλη ἐπίδειξιν. Γυρίσαμεν πίσου ἐδῶ τέλη Σεπτεβρίου. Μοῦ εἶπαν οἱ ἀξιωματικοὶ νὰ τοὺς κάμω ἕνα τραπέζι εἰς τὸ σπίτι μου νὰ φᾶνε. Πῆγα εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ πάρω τὴν ἄδεια. Λέγει ἡ Μεγαλειότη του· «Θέλω νὰ ῾ρθω κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸ σπίτι σου νὰ φάγω». Τοῦ εἶπα ὅτ᾿ εἶναι δικόν του καὶ εἶναι μεγάλη ἡ τιμὴ ὁποῦ θὰ λάβω. Ὅτι δὲν εἶχε πάγη σὲ κανέναν νὰ φάγη ψωμὶ ἔξω ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ διάβαινε, ὁποῦ τοῦ ἑτοίμαζαν κονάκι οἱ κάτοικοι. Τότε τὸν πῆρα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μὲ τὸ φτωχικόν μου ἔμεινε εὐκαριστημένος. Τότε οἱ φίλοι της κακίας δὲν εἶχαν μάτια νὰ μὲ ἰδοῦνε κι᾿ ὅλο μὲ κακολαλοῦσαν διὰ νὰ μὴν προβοδέψω καὶ πλησιάσω μαζί του καὶ μάθη τὴν ἀλήθεια· κι᾿ αὐτὸ τοὺς θανάτωνε. Ὅτι εἰς τὴν περιοδεία τοῦ εἶπα καμπόσες ἀλήθειες κ᾿ ἔμεινε εὐκαριστημένος καὶ παρουσία σὲ ὅλους αὐτὸ τὸ μολόγησε ὁ Βασιλέας, ὅτ᾿ εἶναι πολὺ εὐκαριστημένος. Ἔμαθαν αὐτὸ καὶ τὸ τραπέζι – τότε ἔπρεπε ὅλοι νὰ καταγίνωνται νὰ μὲ κακοσυσταίνουν.<br />
Τὸν Νοέβριον μήνα τὰ 1834 ἀποφάσισε ἡ Κυβέρνηση νὰ ῾ρθῆ εἰς Ἀθήνα κ᾿ ἔστειλε τὸν Κωλέτη γραμματέα τοῦ Ἐσωτερκοῦ νὰ κάμη τὰ καταστήματα. Ἔκαμεν καμπόσες ἡμέρες ἐδὼ· δὲν πῆγα νὰ τὸν χαιρετήσω, ὅτι μὲ κρυφοδάγκωνε. Μίαν ἡμέραν πῆγα. Μοῦ λέγει· «Ἐγὼ τόσον καιρὸ ἐδῶ, τώρα ἦρθες νὰ μὲ ἰδῆς; – Δὲν τὸ θεώρησα ὡς ἀναγκαῖον χρέος μου. Τώρα ἦρθα, κι᾿ ἂν δὲν σοῦ ἀρέση φέγω καὶ δὲν ματάρχομαι. –Μου λέγει, πολλοὶ φίλοι μου μοῦ λένε· «Διατὶ εἶναι ῾γγισμένος ὁ Μακρυγιάννης μ᾿ ἐσένα;» Τοὺς λέγω (μου λέγει)· «Δὲν ξέρω τίποτα. – Τοῦ λέγω, ἀνόητοι ἄνθρωποί σου λένε τοιούτα καὶ τὰ πιστεύεις; Πῶς μπορεῖ ἕνας σουλντάτος νὰ πιαστῆ μὲ βασιλικὸν ὑπουργόν; Δὲν εἶναι αὐτό, τοῦ λέγω, ὁποῦ δὲν ἔρχομαι. Ἦταν ἕνα παλάτι χαλασμένο καὶ τὸ γκρεμίσαμεν ἀπὸ θεμελιοῦθεν καὶ τὸ φκειάσαμεν νὰ καθίσουμεν ὅλοι μέσα. Βάλαμεν εἰς τῆς πόρτες ἐγγλέζικες κλειδωνιὲς καὶ σοῦ δώσαμεν τὰ κλειδιὰ ἐσένα διὰ νὰ βαίνης ἐκείνους ὁποῦ κοπιάσαν κ᾿ ἔφκειασαν τὸ σπίτι αὐτό, ὁποῦ βαστᾶς τὰ κλειδιὰ τοῦ λόγου σου διὰ νὰ μὴν μπαίνη ὅποιος θέλη· διὰ ῾κεῖνο σοῦ δώσαμεν ἐσένα τὰ κλειδιά. Τοῦ λόγου σου ἀνοιγοκλείνοντας διὰ τὸ νιτερέσιον μόνον τὸ δικόν σου κι᾿ ὄχι τοῦ σπιτιοῦ, χάλασες αὐτὲς τῆς παλιοκλειδωνιὲς κ᾿ ἔβαλες εἰς τὸ σπίτι κλειδωνιὲς τεφαρίκια Εὐρωπαίγικα καὶ τῆς παλιοκλειδωνιὲς τῆς πέταξες εἰς τὰ σκούπρα (εἰς τῆς χάψες), ἐκεῖ ὁποῦ νὰ μὴν ἀνεμείνη τζίτα γερὴ καὶ χρήσιμη. Θυμήσου, κύριε Κωλέτη, αὐτὸ τὸ σπίτι εἶπε ὁ Θεὸς νὰ χτιστῆ καὶ θέλει ἐκείνους ὁποῦ ἀγωνίστηκαν κ᾿ ἔγινε – θὰ ῾ρθῆ καιρὸς νὰ ψάξης ἐσὺ κ᾿ οἱ συντρόφοι σου δι᾿ αὐτὲς τῆς κλειδωνιὲς τῆς σάπιες καὶ νὰ μὴν ἐβρῆτε καμμίνια· ἐσεῖς τότε θὰ βαρέσετε τὸ κεφάλι σας· τώρα εἶναι πολλὰ ἥσυχον. – Μοῦ λέγει, τ᾿ εἶναι αὐτὰ ὁποῦ μου λές; Θὰ ῾ρθω εἰς τὸ σπίτι σου νὰ μιλήσωμεν. – Νὰ μὴν ἔρθης καὶ δὲν χωράς· καὶ νὰ ῾ρθης, θὰ μοῦ εἰπῆς νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ παλεθύρι. Ὅμως ἐγὼ ἔχω σκάλα φκειασμένη, δὲν ματατζακίζομαι. Καὶ εἴδαμεν τὴν ῾λικρίνειάν σας ὁλουνῶν. Καὶ κάμετε τὸ χερότερον, ὅ,τι σας περάση. Ἐγὼ τώρα προσκυνῶ Θεόν, πατρίδα καὶ Βασιλέα. Ἔχω σέβας εἰς τὴν Κυβέρνησιν κι᾿ Ἀντιβασιλεία ὅσο νὰ ἠλικιωθῆ καὶ νὰ κυβερνήση ὁ Βασιλέας».<br />
Τότε ἔβαλε τοὺς φίλους του Κριτζώτη, Ροζοῦ (;) κι᾿ ἄλλους νὰ φιλιωθοῦμεν. Τοὺς εἴπα· «Δὲν θέλω φιλίαν μ᾿ αὐτούς. Ὅταν εἶμαι ὀχτρός, φυλάγομαι καὶ μὲ τὴν φιλίαν μὲ τρῶνε». Ἀπολπίστη ἀπὸ ῾μένα. Εἶχε τὸν Κλεομένη φερμένον διοικητὴ ἐδὼ· τὸν ἔβαλε νὰ τοῦ κάμη παρτίδο εἰς τὴν Ἀθήνα. Διάλυσαν τὰ μοναστήρια· συνφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα κι᾿ ὅλα τὰ γερὰ εἰς τὸ παζάρι· καὶ τὰ ζωντανὰ διὰ δίχως τίποτα. Παίρναν οἱ τοιούτοι· πῆρε κι᾿ ὁ Κλεομένης μ᾿ ἄλλους τὰ ζωντανὰ τῶν μαναστηργιῶν καὶ τὰ ῾φερε ἐδῶ. Κ᾿ ἔκαμαν καὶ τὰ μούλκια λιβάδια καὶ τὰ βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν καὶ γενήκαμεν κομμάτια. Μὲ διόρισαν ῾πίτροπόν τους ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ τρομάξαμεν νὰ λευτερωθοῦμεν ἀπὸ τὰ μαναστηριακὰ τὰ ζωντανά, ὁποῦ κάμαν λάφυρα ὅλοι αὐτεῖνοι τὰ μούλκια. Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα τοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ᾿ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσιάσαν οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι· καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγώνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ὅτ᾿ εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτ᾿ εἶναι σεμνοὶ κι᾿ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοὺς ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰώνες· καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κ᾿ ἔτρωγαν ψωμί. Καὶ οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καὶ οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι᾿ ὁ τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινᾶς συνφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ χάλασαν καὶ ρήμαξαν ὅλους τους ναοὺς τῶν μοναστηριῶν.<br />
Ὁ Κωλέτης, συνειθισμένος ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι – ἤθελε τὴν Κυβέρνηση ἐκεῖ, ὅτι ἔκαμεν τόσα σπίτια κι᾿ ἀργαστήρια σὲ ἀλλουνοῦ ὄνομα κι᾿ αὐτὸς ἔπαιρνε τὰ νοίκια καὶ παίρνει ἀπὸ αὐτά· δι᾿ αὐτὸ εἶχε νιτερέσιον πρῶτο· καὶ ὕστερα, στενὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἔκανε τῆς φατρίες τοῦ ὅπως ἤθελε· εὐτὺς σύναζε τοὺς ὀπαδούς του καὶ φοβέριζε τὸ ἔθνος καὶ τὴν Κυβέρνηση μὲ τοὺς παντίδους τοὺς συντρόφους του, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς – ἐδῶ ὁποῦ ῾ρθε, ἡ Ἀθήνα ἐκτεταμένη, οἱ Ἀθηναῖοι θέλουν ἡσυχία, ἄλλος θὰ πάγη εἰς τ᾿ ἀμπέλι του, ἄλλος ῾σ τὸ χωράφι του, καὶ δὲν τηρᾶνε συντροφιὲς κάλπικες, τηρᾶνε τὴν δουλειά τους κι᾿ ὄχι μπιλλιάρδους καὶ καφφενέδες· τότε ὁ Κωλέτης ἐπιφόρτισε τὸν Κλεομένη του νὰ τοῦ κάμη παρτίδο. Συνφώνησαν μυστικοὺς συντρόφους τὸν Ζαχαρίτζα καὶ τὸν Βλάχον, παλιὰ συντροφιά, ὁποῦ κυβέρνησαν μαζὶ μὲ τὸν Γκούρα τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἔσπειραν ἁλάτι, καὶ δένουν αὐτεῖνοι οἱ τέσσεροι κοντράτα καὶ παίρνουν τὰ τρόφιμα τῆς πόλεως καὶ τὸ ψωμὶ διὰ νὰ βρίσκωνται. Ἔδωσε ὁ Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ τῶν τέσσερων συντρόφων, Κωλέτη κι᾿ ἀλλουνῶν, πενῆντα πέντε χιλιάδες δραχμὲς νὰ βρίσκεται κρέας καὶ ψωμὶ εἰς τὴν πιάτζα. Πρὶν πάρουν τῆς 55 χιλιάδες εἶχε ἑξήντα λεπτὰ τὸ κρέας· τότε τὸ ῾καμαν μίαν δραχμὴ καὶ ψόφιον. Τὸ ἴδιον καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τ᾿ ἄλλα. Τότε βούγησε ὅλος ὁ κόσμος δι᾿ αὐτὸ καὶ πῆγαν εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρέας. Καὶ κατηγόραγαν τοὺς Ἀθηναίους.<br />
Ἦταν καὶ εἰς τὸν Περαιὰ ῾σ τὴν ἄκρη εἰς τὴν θάλασσαν κι᾿ ὁλόγυρα ῾διοχτησίες· πῆγε ὁ κύριος Κωλέτης καὶ τὴ μέρασε τῶν συντρόφωνέ του μυστικά· κι᾿ ὅποιος ῾διοχτήτης εἶχε δέκα στρέμματα, τοῦ ἄφιναν μόνον τρακόσες πῆχες, ἕνα πέφτο τοῦ στρεμμάτου, καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέραζε ὁ κύριος Κωλέτης – τὴν ῾διοχτησίαν τῶν ἀνθρώπων τὴν μέραζε τῶν φίλωνέ του διὰ νὰ χτιστῆ ὁ τόπος. Καὶ δὲν τὰ προκήρυχνε σὲ ὅλο τὸ κράτος, νὰ βάλη καὶ μίαν προθεσμίαν, ἀλλὰ τὰ μέρασε μὲ τοὺς φίλους του· καὶ πῆραν τῆς καλύτερες θέσες· καὶ τότε ὁποῦ μαθεύτηκε, οἱ ἄλλοι λάβαιναν τὰ βουνά. Τότε, ὅτι κάνει δούλεψη ἡ συντροφιὰ τοῦ Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας καὶ Βλάχος καὶ θὰ γένουν πρῶτοι κτίτορες, λέγει ὁ Κωλέτης εἰς τοὺς Ἀντιβασιλεῖς νὰ δώσουνε αὐτῆς τῆς συντροφιᾶς ἑκατὸν ὀγδοήντα χιλιάδες δραχμὲς νὰ χτίσουνε, βραβεῖον πρῶτο. Τοὺς ἔδωσε κι᾿ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἀργαστηρότοπους ῾στὴν πρώτη φάτζα, τῆς συντροφιᾶς ἑκατὸν ὀχτῶ ἀργαστήρια, καὶ εἰς τὸ μυστικὸν νά ῾χη τὰ μισὰ ὁ ῾νεργητής, ἀργαστήρια πενήντα τέσσαρα. Κλεισμένα τὰ μάτια, ἐκείνη ἡ θέση νοικιάζεται ἑκατὸ δραχμὲς τὸ μήνα κάθε ἀργαστήρι. Μαθαίνοντας αὐτὰ ὅλα καὶ τὸ μυστικὸν διάταμα ὁποῦ τὰ μέραζε κρυφίως εἰς τοὺς συντρόφους του, βάνω καὶ φκειάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ τὴν ὑπογράφουν ὅλοι οἱ νοικοκυραίγοι· καὶ λέγαμεν αὐτὸ καὶ διὰ τὰ τρόφιμα καὶ διατὶ νὰ κατηγοριῶνται οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι κάνουν πραμάτεια τοὺς ἀνθρώπους· κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ κάνουν αὐτὰ εἶναι παλιοὶ συντρόφοι. Τότε μαθαίνει τὴν ἀναφορὰ ὁ Κωλέτης, στέλνει καὶ μὲ φοβερίζει νὰ σηκώσω τὴν ὑπογραφή μου καὶ νὰ τραβήσω χέρι καὶ νὰ ξεκληστῆ ἡ ἀναφορά, ὅτι γένεται συνήθεια νὰ γράφουν οἱ πολίτες εἰς τὴν Κυβέρνηση· καὶ γένεται κακὴ συνήθεια· κι᾿ ἂν δὲν σηκώσω τὴν ὑπογραφή μου, θὰ μὲ στείλη εἰς τὸ Μπούρτζι. Τοῦ ἀποκρίθηκα θὰ διπλώσω τὴν ὑπογραφή μου καὶ θὰ τὴν πάρω μόνος μου τὴν ἀναφορὰ νὰ τὴν πάγω εἰς τὸν Ἀρμασμπέρη· κι᾿ ὅ,τι μπορέση κουσούρι νὰ μὴν κάμη. Τὴν πῆρα καὶ τὴν πῆγα τὴν ἀναφορὰ μ᾿ ἄλλους δυὸ πολίτες· καὶ μιλήσαμεν καὶ ρήμαξαν τὰ σκέδιά τους. Καὶ μοναχὰ οἱ συντρόφοι του, ὁποῦ ῾νέργαγε κρυφὰ καὶ γράφονταν, ἐκεῖνοι ὠφελήθηκαν.<br />
Τότε ἄρχισε νὰ κάμη καὶ τῆς ἐκλογὲς τῷ δημάρχῳ σὲ ὅλο τὸ κράτος. Ἀγροικηθήκαμεν παντοῦ καὶ δὲν ἔλαβε καμμίαν ἐκλογὴ μὲ τὸ πνεῦμα του· μάλιστα ἀπὸ τὴν Τῆνο καὶ Σάλωνα μ᾿ εἶχαν κάμη ῾πίτροπόν τους. Ἄρχισε καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα· ἐπιστήριζε τὸν Ζαχαρίτζα καὶ τοὺς Βλαχαίγους. Ψηφοφόρησαν ὀχτακόσοι· καὶ πῆραν αὐτεῖνοι ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα ψήφους, καὶ τὸ μέρος ὁποῦ ῾χα ἐγὼ μὲ τοὺς νοικοκυραίγους πήραμεν ὅλους τους ἄλλους. Βάλαμεν τὸν Ἀνάργυρον δήμαρχον, τὸν Καλλεφουρνὰ πρόεδρον κ᾿ ἐμεῖς σύνβουλοι.<br />
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ, ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ καταξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποῦ ἔφκειασα αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔλπιζαν ὅτι μὸ ῾δωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κ᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησιν τους· τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κ᾿ ἕνα μήνα ὁποῦ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι· ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές. Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένη καὶ ῾σ ἐμᾶς! Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω· «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποῦ μου δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κ᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κ᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποῦ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιού, ὁποῦ εἶναι ὡς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τους ἀγωνιστᾶς, καὶ μεράστε τοὺς τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὸ ῾βαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.<br />
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας· «Αὐτὸς ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τους ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασιν» – κι᾿ ἄν μου ῾ρθε παρόμοια ἰδέα, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε. Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ᾿ ἀνακρένουν πὼς τὸ ῾καμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲ διάταξε. Τοὺς λέγω κ᾿ ἐγὼ· «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε, ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἦταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὸ ῾καμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλύτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτεῖνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποῦ δυστυχοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!» Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πὼς σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μας ὠφέλησαν καὶ πόσο μας ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κ᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁποῦ εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν». Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κ᾿ ἔγινε μία ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα· εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παππάδες. Κ᾿ ἔτζι ἔγινε. Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποῦ δὲν ματάειχε πάγη. Καὶ μὲ γλύτωσε ὁ Βασιλέας ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ᾿ ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό. Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ ῾κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους – κ᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτεινῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετὴ τοὺς ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε – κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήση νὰ τὸν χάσουμεν κ᾿ ἐκεῖνον</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-72335237539437327652011-03-25T12:25:00.002-07:002011-10-25T12:22:26.735-07:00Βιβλίον Γ'. 1833-1843. κεφ. 1<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἄφιξις τοῦ Βασιλέως Ὀθωνος εἰς Ναύπλιον. - Ἀπόβασις αὐτοῦ. - Δοξολογία. - Ἐπίσημος ὑποδοχή. - Λόγος τοῦ Βασιλέως. - Ἀπάντησις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὲρ τῶν ἀγωνιστῶν. - Χορὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Βασιλέως. - Ὁ Μακρυγιάννης σύρων τὸν Ἑλληνικὸν χορόν. - Ὁ Βασιλεὺς ἀνάδοχος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη πρώτου ταγματάρχου. - Ἀδικίαι περὶ τὴν βαθμολογίαν τῶν ἀγωνιστῶν. - Ψυχρότης τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν ἀντιβασιλέα Ἔϊδεκ. - Μακρὰ μεταξὺ αὐτῶν συζήτησις περὶ τῶν ἀγωνιστῶν. - Ἀναφορὰ τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὴν Ἀντιβασιλείαν περὶ τοῦ αὐτοῦ ζητήματος. - Δωρεὰ ἀγαλμάτων παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν Βασιλέα. - Παρουσίασις καὶ συνομιλία τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ περὶ τῶν ἀγωνιστῶν. - Στρατιωτικαὶ δυσαρέσκειαι. - Ἐξέγερσις τῶν ἀγωνιστῶν. - Ἐπίθεσις τῶν Βαυαρικῶν στρατευμάτων κατ᾿ αὐτῶν. - Καταδίωξις καὶ διάλυσις τῶν ἀτάκτων. - Ὁ Μακρυγιάννης πρόεδρος στρατιωτικῆς ἐπιτροπῆς ἐν Ἐλευσίνι. - Δυσαρέσκεια τοῦ Μακρυγιάννη. - Μετάβασις αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας.</i><br />
<hr />
Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι᾿ ἀναστένεται, ὁποῦ ἦταν τόσον καιρὸ χαμένη καὶ σβυσμένη. Σήμερα ἀναστένονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δόξα νά ῾χη τὸ πανάγαθό σου ὄνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τὰ 1833 Γεναρίου 18 ἄραξε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τῆς 20 τοῦ μηνὸς ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ κ᾿ ἔμεινε ὡς παλιὸς φίλος μου καὶ μοῦ εἶπε τῆς ἀρετὲς ὁποῦ ῾χει ὁ Βασιλέας καὶ θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας, ὅτι θ᾿ ἀνθίσουνε οἱ ἀγῶνες κάθε πατριώτη κι᾿ ἀγωνιστῆ. Εἰς τῆς 25 ἐβῆκε ὁ Βασιλέας μὲ μεγάλη παράταξη. Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κει εἰς τὸ Σαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες. Λέγει ὁ Βασιλέας σὲ ὅλους· «Ἕλληνες! Σὲ τούτη τὴν τρυφερή μου ἡλικίαν ἔφυγα ἀπὸ τῆς μητρός μου καὶ πατρός μου τῆς ἀγκάλες καὶ ἦρθα ν᾿ ἀγωνιστῶ μ᾿ ἐσᾶς τοὺς γενναίους Ἕλληνες. Δὲν ἐπιθυμῶ ἄλλο τίποτας ἀπὸ σας· ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας καὶ ὑποταγὴ – καὶ θέλω σας εὐτυχήση». Δὲν τὸ ῾καμεν κανένας τὴν ἀπάντησιν. Τότε τοῦ λέγω ἐγὼ· «Θεία χάρη θέλησε νὰ μᾶς δυναμώση καὶ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου καὶ σήμερα ἀξιωθήκαμεν ν᾿ ἀπολάψωμεν τὸν Βασιλέα μας. Ἐμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ σὲ ἀκοῦμεν καὶ νὰ σὲ φυλάμεν μὲ τὴν ζωή μας, καὶ ἡ Μεγαλειότη σου βάλε τὴν δικαιοσύνη σου εἰς τὰ δεινά μας. Ζήτω ὁ Βασιλέας καὶ οἱ εὐεργέτες μας Δύναμες!» Καὶ φύγαμεν. Τότε τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὁ Βασιλέας ρώτησαν τὸν Ἁγιντὲκ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπάντησε εἰς τὸν λόγον του. Καὶ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου καὶ μίλησε ὡς φίλος μου εἰς τὴν Μεγαλειότη του κι᾿ Ἀντιβασιλείαν. Ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅλα αὐτά· καὶ μοῦ λέγει· «Εἶμαι ἀποστελμένος ἀπὸ τὸν Βασιλέα – τί χάρη ζητᾶς νὰ σοῦ δοθῆ;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερὴ πολιτική! Μία αὐτείνη. Ὅταν πρωτοῆρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ φίλος μου γκενερὰλ Ἁγιντὲκ μὲ ρώτησε νὰ μάθη τί κάνω. «Τώρα, τοῦ λέγω, ὁ ἀγώνας τελείωσε καὶ δουλειὰ δὲν ἔχω. Παιδιὰ μαστορεύω καὶ φκειάνω· ἔχω καμπόσα καὶ τὸ σακκὶ εἶναι γιομάτο καὶ γλήγορα θ᾿ ἀδειάση. Μοῦ λέγει, νὰ μοῦ δώσης τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαφτίσω ἐγώ. – Τοῦ λέγω, σὰν γεννηθῆ εἶναι δικό σου». Πρῶτα γενήκαμεν μ᾿ αὐτὸν κουμπάροι καὶ δεύτερα μὲ ρωτάγει τί χάρη ζητῶ ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· «Καμμίαν χάρη ἀτομικὴ δὲν θέλω· ὅτι διὰ τῆς θυσίες τῶν ἀγωνιστῶν – ὁ Θεὸς τοὺς βράβεψε· καὶ γενικῶς οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἄνθισαν κι᾿ ὅλον τὸν καρπὸ τοῦ ἀγώνα μας θὰ τὸν χαροῦμεν μαζί. Ὅτι μαζὶ ἀγωνιστήκαμεν καὶ τὰ βραβεῖα μαζὶ πρέπει νὰ τ᾿ ἀπολάψωμεν». Μὲ βιάζει νὰ εἰπῶ τί καλὸ ζητῶ ἐγώ. Τοῦ εἶπα τί ζητῶ κ᾿ ἐγὼ· «Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας ἐσεῖς οἱ μεγάλοι καὶ σοφοὶ ἄντρες τῆς Μπαυαρίας, ὁποῦ ἀξιωθήκαμεν νὰ μᾶς κυβερνήσετε ὅσο νὰ ἠλικιωθῆ ὁ Βασιλέας μας νὰ μᾶς κυβερνήση· ἐσεῖς νά ῾χετε ἀρετὴ κι᾿ ἀπὸ αὐτείνη νὰ δώσετε καὶ τοῦ Βασιλέως· κι᾿ ὅταν θὰ κολλήση εἰς τὸν θρόνον νὰ ῾βρη τὸν ἴδιον δρόμον. Καὶ μίαν ἄλλη χάρη θέλω· δι᾿ ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ θελήσετε ν᾿ ἀνταμείψετε νὰ σᾶς φκειάσω κ᾿ ἐγὼ ἕναν κατάλογον, καὶ διὰ ὅσους θὰ σημειώσω δίνω ἐγγύγηση μὲ τὴν ζωή μου εἰς τὴν ῾λικρίνειάν τους – νὰ βάλετε τίμιους ἀνθρώπους νὰ σᾶς βοηθήσουν ῾λικρινώς, ν᾿ ἀλαφρωθοῦνε τὰ δεινά μας». Μὲ μεγάλη εὐκαρίστηση δέχτη αὐτὸ ἡ Γενναιότη τοῦ κ᾿ ἔφυγε. Τὸν ἔφκειασα τὸν κατάλογον καὶ τὸν ἔδωσα, παρουσιάζοντας καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους του.<br />
Ἔκαμαν ἕνα μπάλλο οἱ πολίτες τ᾿ Ἀναπλιοῦ· συνεισφέραμεν ὅλοι καὶ προσκαλέσαμεν τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία, Ἀντιπρέσβες καὶ Ναυάρχους κι᾿ ἄλλους σημαντικοὺς ξένους. Οἱ πολίτες εἶχαν μὲ τί τάξη νὰ γένωνται ὅλα εἰς τὸ μπάλλο καὶ νὰ γένη κ᾿ ἕνας χορὸς Ἑλληνικὸς καὶ νὰ τὸν πρωτοσύρω ἐγώ. Μπῆκα καὶ τὸν πρωτόσυρα. Τότε μ᾿ ἔπιασαν πολλοὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ συχαργιάστηκαν. Μὲ πιάνει κι᾿ ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι τὸ πρῶτο τάμα. Τὴν αὐγὴ μὲ πῆρε εἰς τὸ κονάκι του καὶ μοῦ λέγει· «Τὸ παιδί σου θὰ τὸ βαφτίση ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας» – μου τὸ ζήτησε κι᾿ ὁ μόνος εἶμαι εἰς τὴν βασιλικὴ εὔνοιαν καὶ τῆς Ὑψηλῆς Ἀντιβασιλείας. Μὲ διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θὰ γένουν δέκα τάματα κι᾿ ὁ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ, νά ῾χω ὑποταματάρχηδες τὸν Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρὸ τοῦ Τρικούπη, καὶ τὸν Θανασούλα, ἀνιψιὸ τοῦ Βαλτηνοῦ, καὶ λοχαγοὺς τὸν Κλήμακα, τὸν Σκουρτανιώτη, τὸν Μπερμπίλη, τὸν Τρακοκομνά. Ὁ Θανασούλας λοχαγὸς – τὸν κάνουν ὑποταματάρχη, οἱ τέσσεροι ταματάρχηδες – τοὺς κάμαν λοχαγούς. Ἐγὼ χιλίαρχος – μὲ κάνουν ταματάρχη. Μοῦ εἶπαν θὰ μοῦ δώσουν πρὸς τιμή μου καὶ τὴν σημαία τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τρουμπέτες καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Δῆμο Λιούλιας ὑποταματάρχης – ταματάρχης χωρὶς θυσίες κι᾿ ἀγῶνες. Τὸν Βελέντζα – ἦταν ταματάρχης, τὸν κάνουν ὑποταματάρχη εἰς τὴν ὁδηγία τοῦ Λιούλια, ὅτ᾿ εἶναι συγγενὴς τοῦ Μπότζαρη. Τὸν Νάση Νίκα, συγγενῆ του Μπότζαρη, ταματάρχη. Ὁ Ντεληγιώργης, φρούραρχος τοῦ Μισολογγιοῦ εἰς τὸν πόλεμον, ὑποταματάρχης ἀπὸ κάτου τὸν Κουτζονίκα. Κι᾿ ἄλλα τέτοια στραβὰ πλῆθος.<br />
Διὰ νὰ γνωρίσω τί τρέχει καὶ μὲ τί δικαιοσύνη θ᾿ ἀρμενίσωμεν ἔκανα τὸν κουτὸ κ᾿ ἔδειχνα κι᾿ ἀφοσίωσιν πολλή. Τοῦ λέγω τοῦ Ἀϊντέκ· «Τούτους τοὺς ἄλλους τοὺς τρανοὺς τί θὰ τοὺς κάμετε; – Θὰ τοὺς δώσουμεν ἕνα κόκκαλο ξερὸ καὶ νὰ τραβοῦνε ὅσο νὰ τελειώσουνε αὐτεῖνοι καὶ τὰ δόντια τους». (Πολλὰ καλὰ θὰ τοὺς κάμετε· δικαιοσύνη, ἔλεγα μόνος μου, κ᾿ ἐσεῖς καντάρια ἔχετε καὶ κρίμα ῾στὴν πατρίδα κ᾿ ἐμᾶς μαζί). Τότε τοῦ λέγω· «Ἐγὼ κι᾿ ἁπλὸ στρατιώτη νὰ μὲ βάλετε στρέγω διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας μου. Ὅμως ἐδῶ δουλεύει ἀδικία· καὶ δὲν εἶναι δικές σας γνῶσες αὐτές, εἶναι ἀλλουνών· καὶ δὲν θὰ πάμεν καλά». Ἐγὼ τὸ εἶπα ἀπαθής. Ὁ φίλος μου ὁ Ἀϊντὲκ ἐπειράχτη καὶ μὸ ῾κρινε μὲ πολὺ φαρμάκι· «Ὅ,τι σας λένε αὐτὸ θὰ κάμετε καὶ γνῶμες δὲν μπορεῖτε νὰ δώσετε, ὅτι ἡ Μπαυαρία ἔχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα καὶ φέρνει ἐδῶ καὶ σᾶς ὑποτάζει. Τότε βρέθηκα εἰς θέση δεινή· νὰ μὴν μιλήσω δὲν μποροῦσα, ὅτι ἀδικιώνταν οἱ ἀγωνισταὶ καὶ βραβεύονταν οἱ κόλακες. Τοῦ λέγω· «Δυστυχία μας τῶν καϊμένων!» Κακὰ καὶ ψυχρὰ θὰ πάμεν. Ἐγώ σου μίλησα ἀλλοιῶς κι᾿ ἐσύ μου ἀπαντεῖς διαφορετικὰ μὲ «μπαγεννέτα». Σᾶς λέγω ὡς φίλος νὰ πασκίσετε καὶ τὸν Βασιλέα κ᾿ ἐσᾶς ν᾿ ἀγαποῦμεν κι᾿ ὄχι νὰ σᾶς φοβώμαστε. Ὅτι τὸν κιοτὴ χίλιες φορὲς νὰ τὸν ἔβρης κιοτὴ καὶ νὰ τὸν χτυπᾶς, πάγει καλά· μιὰ νὰ σὲ χτυπήση, δὲν σὲ φοβᾶται πλέον. Κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αἵματα καὶ θυσίες· κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον – κι᾿ ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κ᾿ οἱ ἀγωνισταὶ ν᾿ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι᾿ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νὰ ῾ρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ῾χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι. Ὅτι ῾σ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ. – Μοῦ λέγει, τὸν Βασιλέα δὲν τὸν ἀγαπᾶς; – Ὄχι, τοῦ λέγω· δὲν ξέρω ψέματα. Ὅταν χαθῆ ἡ πατρίδα μου, οὔτε αὐτὸς μ᾿ ἔχει ὑπήκογόν του, οὔτε ἐγὼ βασιλέα. Καὶ δι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δικαιοσύνη ἀπό σας, κι᾿ ὄχι φοβέρτες μὲ μπαγεννέτες.<br />
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε ὁ Ἀϊντὲκ τὸν διερμηνέα του νὰ μοῦ μιλήση νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ διερμηνέας ἦταν ἕνας Σέρβος ἀγωνιστής, Ἕλληνας. Ἔρχεται, μοῦ κάνει μίαν μετάνοια, ἄλλη καὶ σκύβει νὰ μοῦ φιλήση τὸ ποδάρι. Ἐγώ, ὡς διερμηνέας ἑνοῦ Ἀντιβασιλέως, ἐσηκώθηκα· τοῦ λέγω· «Τ᾿ εἶναι τὸ «ἀφέντη» καὶ ἡ κατηγόρια ὁποῦ μοῦ κάνεις; – Μοῦ λέγει, δὲν σοῦ κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμὴ θέλω νὰ σοῦ κάνω. Ἐσὺ ξέρεις, ὅσοι μιλοῦνε μὲ τὸν γκενερὰλ Ἁγιντὲκ – εἶναι ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὴν γλώσσα μας καὶ παραστέκομαι ἐγώ. Ἀδελφέ, τὰ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς καὶ θρησκευτικοὺς ὁποῦ μιλοῦν – εἶναι ὅλοι θερία· δὲν λένε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καθένας ἔχει τὴν ῾διοτέλειάν του καὶ κατηγορεῖ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὰ λόγια ὁποῦ ἄκουσα ἀπὸ ῾σένα εἶναι νὰ σοῦ φιλήσω τὸ ποδάρι. Καὶ μοῦ λέγει, ἡ πατρὶς δὲν θὰ πάγη ὀμπρός, ὅτ᾿ οἱ μπερμπάντες εἶναι πολλοί. Ἄκουσα ἐγὼ τὰ λόγια τους ὁλουνῶν καὶ θ᾿ ἀναχωρήσω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ αὐτὸ προσμέναμεν οἱ ἀγωνισταί;» Τὸν περικάλεσα νὰ μείνη καὶ νὰ μιλῆ κι᾿ αὐτὸς τοῦ Ἁγιντέκ. Σὲ τρεῖς τέσσερες μῆνες, ἀκούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εἰς τὴν δουλειά του, ἔφυγε ἀπὸ ῾δω.<br />
Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εἰς τὸν Ἁγιντέκ, ὁποῦ τὸν ἔστειλε νὰ πάγω. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, μοῦ λέγει· «Σὲ ὁρκίζω εἰς τ᾿ ὄνομα τῆς πατρίδος σου καὶ τοῦ Βασιλέως, τὸν κατάλογον ὁποῦ θὰ σοῦ δείξω νὰ μοῦ εἰπῆς τὴν ἀλήθεια, σὲ ποιὰ εἶναι δίκιος καὶ σὲ ποιὰ εἶναι ἄδικος, διὰ νὰ τοὺς βαθμολογήσωμεν, νὰ μὴν γένουν παράπονα. Ὅτι τῆς Ἀντιβασιλείας τῆς εἶπα τὰ ὅσα μου εἶπες καὶ σὲ παίνεψαν εἰς τὸν πατριωτισμόν σου· ὅτι κι᾿ ὄντως εἶσαι ἐκεῖνος ὁποῦ σὲ γνώριζα. – Τοῦ λέγω, ὅταν σας ἀπατήσω νὰ δώσω λόγον εἰς τὸν Θεόν». Ἐκεῖνοι διάβαζαν κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἔλεγα. Τοῦ εἶπα πρώτα· «Ἐγὼ δὲν θέλω βαθμό· δούλεψα τὴν πατρίδα μου ὅσο ποὺ κόλλησα εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ μὲ κίντυνους καὶ μὲ πληγὲς καὶ μὲ θυσίες. Τὸν πέταξα καὶ μπῆκα εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης διὰ νὰ πάγη ὀμπρός. Αὐτό σου εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν Φαβγὲ κι᾿ ἄλλους καὶ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορά μου εἰς τὰ πραχτικὰ τῆς Κυβέρνησης καὶ οἱ ῾φημερίδες τὸ λένε. – Μοῦ λέγει, τὸ ξέρω. – Καὶ εἰς τὴν ἡμέρα τοῦ Βασιλέως μου πάλε κάνω τὸ ἴδιον. – Λέγει, ὁ Βασιλέας δὲν θέλει νὰ τὸν δουλέψουν οἱ ἀξιωματικοὶ ὡς ἁπλοὶ στρατιῶτες. Ὁ βαθμὸς ὁποῦ θὰ δώση εἰς τοὺς Ἕλληνες ὁ πρῶτος εἶναι τοῦ ταματάρχη καὶ δὲν εἶναι ἄλλος βαθμὸς ἀνώτερος. – Μ᾿ ὅρκισες εἰς τὸ ὄνομα τῆς πατρίδας μου καὶ τοῦ Βασιλέως μου νὰ σοῦ εἰπῶ τί γνωρίζω καὶ θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ ἐλεύτερα καὶ μὲ σέβας· καὶ εἰς τὴν ἀλήθειά μου καὶ τὸν θάνατον τὸν δέχομαι, ὅτι, σοῦ εἶναι γνωστόν, πολλὲς βολὲς πλησίασα εἰς αὐτὸν καὶ δὲν μὲ πῆρε· καὶ τὸν καταφρονῶ εἰς τὸ ἑξῆς καὶ πεθαίνω εἰς τὴν ἀλήθειά μου. Αὐτοὺς τοὺς βαθμοὺς ὁποῦ μου λές, γκενεράλη μου, εἶναι ἀδικία εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς, ὅτι ἐτοῦτος ὁ τόπος, ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας νὰ βασιλέψη καὶ τοῦ λόγου σας Ἀντιβασιλεῖς, ἦταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ εἶχε γένη ρουμάνι, βάλτος, ἀγκαθιά, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταὶ τὸν δούλεψαν μὲ τὸ ψωμί τους, μὲ τὸ τζαρούχι τους, μὲ τὸ ντουφέκι τους, μὲ τὸ φουσέκι τους· γιόμωσαν, ἐπότισαν τὴν γῆς αἷμα, τὴν Τουρκιὰ καὶ σκλάβους τούρκεμα τοὺς Χριστιανούς. Καὶ οἱ σκοτωμένοι ἄφησαν χῆρες γυναῖκες καὶ ἀρφανά· κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾ταν νοικοκυραῖγοι ἔγιναν διακονιαραῖγοι, ὅτι θυσιάσαν τὸ δικόν τους εἰς τὰ δεινὰ τῆς πατρίδος, ὅταν κιντύνευε. Ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστάς. Τοὺς ἄλλους, τοὺς διαφταρμένους, τοὺς γνωρίζεις ἡ Ἐξοχότη σου πολὺ καλά. Διὰ νὰ ρουφήξουν τὴν πατρίδα κ᾿ ἐθνικὰ ὅλο συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους ἔκαναν καὶ φατρίες· καὶ εἶναι ἄλλος Ἄγγλος, ἄλλος Γάλλος κι᾿ ἄλλος Ροῦσσος. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σβένει ἀπὸ αὐτούς. Διὰ νὰ τὸ σβέσετε, διὰ νὰ στερεωθῆ ἡ πατρίδα κι᾿ ὁ Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη νά ῾χετε καὶ ῾λικρίνεια καὶ μ᾿ αὐτὸ κάνετε συντρόφους τῆς πατρίδος ὅλους τους ἀγωνιστᾶς. Κατὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ κάθε ἑνοῦ νὰ τοῦ δώσετε τὸν βαθμὸν ὁποῦ ἀπόχτησε μὲ τὸ αἷμα του. Κι᾿ ἂν ἔκαμεν κανένας κατάχρησιν, νὰ φκειάσετε μιὰ ῾πιτροπή, νὰ κάμη μίαν προκήρυξη καὶ νὰ λέγη κάθε ἐπαρχία νὰ κάμη μίαν τοπικὴ συνέλεψη καὶ νὰ διορίση τοὺς πλέον καλύτερούς του τόπου, ὁποῦ νὰ ξέρη ποιὸς ἀγωνίστη, ποιὸς σκοτώθη, ποιὸς σκλαβώθη καὶ τί φαμελιὰ ἔχει ὁ καθείς· ποιὸς ἔκανε τὸ ἐμπόριόν του καὶ δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον· ποιὸν καπετάνο εἶχε ἡ κάθε ἐπαρχία καὶ τί μιστοὺς ἔχει πλερώση καὶ τί τοῦ πλέρωσε ἡ διοίκηση. Κι᾿ ἀπὸ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τῆς κάθε ἐπαρχίας μὲ τοὺς τοπικοὺς καταλόγους – καὶ νὰ ξέρη καὶ τῆς ἐθνικὲς γὲς – νὰ συναχτοῦν ἀπ᾿ οὖλες της ἐπαρχίες καὶ νὰ τοὺς βάλετε σὲ ἕναν ὅρκον, νὰ τοὺς εἰπῆτε ὅποιος κρύψη αὐτὰ καὶ τὰ ὑποστατικὰ τὰ ἐθνικὰ θὰ παιδεύεται κακά. Κι᾿ αὐτοὺς ὅλους νὰ τοὺς κάμετε μίαν ἐπιτροπὴ καὶ νὰ πάρουν καὶ τὰ πρωτόκολλα τοῦ Κράτους καὶ νὰ βάλουν κ᾿ ἕναν πρόεδρον μὲ συνείδηση καὶ νὰ καθίσουνε νὰ τηράξουνε ποιὸς δούλεψε, ποιὸς τήραγε τὸ ἐμπόριόν του καὶ τώρα ζητεῖ δικαιώματα. Κι᾿ ἀφοῦ ἡ ῾πιτροπή ἰδῆ ὅλα αὐτά, τότε νὰ δικαιώση τοὺς ἀγωνιστᾶς, θαλασσινοὺς καὶ στεργιανούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Νὰ δώσετε εἰς τοὺς ἁπλοὺς πενήντα στρέμματα γῆς, ὁποῦ ῾ναι μιλλιούνια καὶ κάθεται χέρσα, κι᾿ ἀπὸ πεντακόσια ὡς χίλια γρόσια, ὁποῦ ῾ναι τὸ τάλλαρον εἴκοσι ἕνα καὶ μισὸ γρόσι. Καὶ κατ᾿ ἀναλογίαν νὰ πᾶτε ἀπὸ τὸν ἁπλὸν στρατιώτη ὡς τὸν βαθμὸ τοῦ χιλιάρχου, αὐτὸν τὸν βαθμὸν ὁποῦ γνώρισε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. Διὰ τῆς κατάχρησες τῶν ἐθνικῶν πραμάτων, ὁποῦ ἔγιναν καμπόσοι κόντηδες, ὁποῦ ἦταν καντιποτένιοι, νὰ τὰ πάρετε ὀπίσου· ἀφοῦ τοὺς δώσετε βαθμὸν καὶ γῆς καὶ χρήματα, τότε νὰ τοὺς ζητήσετε αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι ζητεῖ ἀπὸ τὸ Ἔθνος ὁ κάθε ὁπλαρχηγός, ἀπὸ μιλλιούνι καὶ κάτου, ἀφοῦ τοῦ πλερώνετε τὸ δίκιον του καὶ τοὺς στρατιῶτες καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ, ἄλλο τίποτας δὲν τοῦ χρωστάγει ἡ πατρίς. Καὶ μ᾿ αὐτὸ πλερώνετε ὅλους τους ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ κι᾿ ὅσους θυσιάσαν ἀπὸ αὐτὲς τῆς ῾πηρεσίες· καὶ βάλτε τὸ πολὺ δυὸ τρία ἢ καὶ τέσσερα μιλλιούνια γρόσια νὰ πλερωθοῦν ὅλοι καὶ νὰ λευτερώσετε ἀπὸ τῆς μεγάλες ἀπαίτησες τοῦ κάθε ἑνοῦ τὴν πατρίδα. Κι᾿ ἀφοῦ κάμετε αὐτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε τοῦ κάθε ἑνοῦ· «Ὅ,τ᾿ εἴχετε νὰ λάβετε διὰ τοὺς ἀγῶνες σας καὶ θυσίες τὸ λάβετε ἀπὸ τὴν πατρίδα σας ὡς ἀγωνισταί. Τώρα θὰ μπῆτε εἰς τὴν ῾πηρεσία ὡς κοπέλια τῆς πατρίδας· τοῦτα τὰ χρέη θὰ κάνετε, τοῦτον τὸν μιστὸν θὰ παίρνη ὁ καθείς. Ἂν δουλεύη τιμίως, θὰ δοξάζεται· ἀτίμως, τότε οἱ νόμοι θὰ τὸν κρίνουν». Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γένουν οἱ Ἕλληνες νοικοκυραῖοι καὶ θὰ πλουτήνη καὶ τὸ ταμεῖον. Καὶ ἡ πατρίδα θὰ φύγη ἀπὸ «τὰ δικαιώματά μας», ὁποῦ ζητεῖ ὁ καθένας. Κ᾿ ἐγὼ ἔχω νὰ λάβω διὰ παλιοὺς μιστοὺς πολλὲς χιλιάδες γρόσια – αὔριον φκειάνω τὴν ἀναφορά μου καὶ τὰ προσφέρνω ἐγὼ πρῶτος καὶ δίνω τὸ παράδειγμα».<br />
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὅλα ὁ Ἁγιντέκ μου εἶπε· «Εἶναι λαμπρὰ ἡ συνβουλή σου κι᾿ ὁ πατριωτισμός σου. – Ἂν τὸν βάλετε ὀμπρός, τοῦ εἶπα, τότε εἶναι λαμπρός, εἰδὲ εἶναι πονοκεφαλισμὸς καὶ λόγια ξερά. Κι᾿ ἂν γένουν αὐτὰ καὶ δὲν ἀκούσετε τοὺς ἀπατεῶνες, τότε θὰ λέγεστε σωτῆρες τῆς πατρίδος καὶ Βασιλέως καὶ θὰ δοξάζεται τ᾿ ὄνομά σας ὅσο στέκει ἡ Ἑλλάς. – Φεύγω, μοῦ εἶπε, δὲν σοῦ λέγω τίποτας, καὶ πάγω ν᾿ ἀνταμώσω καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς ῾πιτροπής τῆς Ἀντιβασιλείας». Πῆγε καὶ τοὺς τὸ εἶπε κ᾿ εὐκαριστήθηκαν. Μοῦ εἶπαν νὰ φκειάσω ἐνγράφως τὴν ἰδέα μου. Τὴν ἔφκειασα· ἔφκειασα καὶ μίαν ξεχωριστῆ ἀναφορὰ κ᾿ ἔλεγα· «Ἔξοχοι Ἀντιβασιλεῖς! Οἱ κυβέρνησες τῆς πατρίδος μου μ᾿ ἔστειλαν σὲ διάφορες ἐκστρατεῖες, εἰς τὰ δεινά της πατρίδος μου. Αὐτὲς εἶναι οἱ διαταγές της, αὐτὰ εἶναι τὰ εὐκαριστήρια, τί ἔκαμα μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, αὐτοὶ εἶναι οἱ κατάλογοι τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς εἶναι οἱ ἐθνικὲς ὁμολογίες (ὅλα ἐνκλεισμένα εἰς τὴν ἀναφορά μου). Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγῶνες ἐκεινῶν ὁποῦ ῾χα μαζί μου καὶ πολεμοῦσαν εἰς τὴν κάψη τοῦ ἥλιου καὶ εἰς τὸ πάγος τοῦ χειμῶνος. Σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι· ἄφησαν χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά. Διαβάστε τὰ ἔνγραφα, καὶ νὰ τοὺς δικιώσετε. Κι᾿ ὅσοι σκοτώθηκαν καὶ δὲν ἔχουν συγγενεῖς, νὰ μείνουν εἰς τὸ ταμεῖον τὰ δικαιώματά τους».1<br />
Ἔστειλα τὴν ἀναφορά μου τοῦ Μιαούλη τοῦ ῾πασπιστού τῆς Μεγαλειότης του. Εὐκαριστήθη πολύ, ἀφοῦ εἶδε τὴν ἀναφορά μου μ᾿ ὅλα τὰ ἔνγραφα. Τὰ εἶδε καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Πῆραν τὴν εὐκαρίστησιν ἀπὸ ῾μένα· «κ᾿ ἐπαινοῦν τὸν πατριωτισμό μου· καὶ εἶμαι ὅλως διόλου ὁ πιστός της πατρίδος καὶ Βασιλέως». Καὶ μ᾿ ὀνόμασαν τάσι φαρφουρένιον ἀμόλυντο, ὅτι τοὺς ἄλλους πολλοὺς ὁπλαρχηγοὺς καθεμερινῶς ἔρχονταν οἱ κάτοικοι καὶ παρουσιάζονταν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία καὶ δίναν ἀναφορὲς ἀναντίον τους, ὁποῦ τοὺς εἶχαν γυμνώση. Διὰ ῾μέναν καὶ διὰ ὅσους ὁδηγοῦσα ἀρχὴ ὡς τέλος μας γλύτωσε ὁ Θεὸς καὶ κανένα πρωτόκολλο οὔτε τοῦ Κράτους γενικῶς, οὔτε τῆς Κυβέρνησης δὲν εἶναι μολεμένα. Παρουσιάστηκα εἰς τὴν Μεγαλειότη του καὶ πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν διὰ τὴν καλή μου διαγωή· κ᾿ εὐκαριστήθη διὰ τὴν ἀναφορά μου, ὁποῦ τοῦ ἀνάφερα τῆς παλιές μου δούλεψες, καὶ διὰ τὰ ὡραῖα ἀγάλματα. Τοῦ εἴπα· «Ὡς διὰ τῆς δούλεψες ἡ Μεγαλειότη σου εἶσαι γενικὸς πατέρας καὶ οἱ ὑπήκοοί σου εἶναι τὰ παιδιά σου καὶ νὰ τὰ δικιώσης. Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι γερὰ πράματα, τὰ προσφέρνω δῶρον εἰς τὸν γενικὸν πατέρα νὰ χρησιμέψουν διὰ τὴν πατρίδα μας. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔκαμαν τὰ χρέη τοὺς πρὸς τὴν πατρίδα κι᾿ ἂν κάμαμεν καὶ μεγάλα λάθη ἀναμεταξύ μας, τώρα ὁποῦ κόπιασες ἡ Μεγαλειότη σου θέλομεν δουλέψη μὲ πίστη κι᾿ ἀφοσίωσιν· καὶ νὰ εἶναι εἰς τὴν εὔνοιάν σου οἱ ἀγωνισταί, θρησκευτικοί, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ νὰ βάλης τ᾿ ἀγαθά σου αἰστήματα νὰ δικιωθοῦν ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἔγεινε βασίλειον ἡ πατρίς· καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς τοὺς ἀπατεῶνες, ὅτι αὐτεῖνοι κατήντησαν τὴν πατρίδα σὲ κίντυνον». Μοῦ εἶπε ἡ Μεγαλειότης τοῦ εἶναι εὐκαριστημένη καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία ἀπ᾿ ὅσα τῆς εἶπα καὶ θὰ γένουν ὅλα· καὶ νὰ πάγω νὰ τὴν ἀνταμώσω. Ὁ μαρσιάλης τοῦ παλατιοῦ ὅταν ἐβήκα μὸ ῾δωσε μίαν καρφοβελόνα δῶρο βασιλικὸν – κάνει καμμιὰ εἰκοσαριὰ τάλλαρα. Ἔστειλε καὶ τον᾿ τοῦ Μιαούλη καὶ μοῦ βάφτισε τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔβγαλε Ὄθωνα. Μ᾿ ἀντάμωσαν κι᾿ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας. Ὁ Ἀρμασμπέρης μ᾿ ἔπαιρνε κάθε καιρὸν εἰς τὸ τραπέζι τοῦ – μ᾿ εἶχε συστημένον ὁ Θίρσιος.<br />
Ἀφοῦ μ᾿ ἀντάμωσαν τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας μου εἶπαν ὅσα εἶχα μιλήση τοῦ Ἁγιντὲκ καί, κατὰ ὁποῦ ῾γραψα, εἶναι πατριωτικὴ ἡ γνώμη μου καὶ θὰ τὰ κάμουν ὅλα. Καὶ μὲ τὸν Ἁγιντὲκ νὰ μιλήσωμεν οἱ δυό μας διὰ τοὺς ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ γένουν τὰ τάματα, νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χουν δικαιώματα. Καὶ νὰ μιλήσω μ᾿ αὐτόν, ὅτ᾿ εἶναι ῾στὰ στρατιωτικά. Μίλησα μὲ τὸν Ἁγιντὲκ καὶ τοῦ εἶπα μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ τὸ δίκιον. Ἀφοῦ τὸ ῾μαθαν οἱ καλοθελητάδες τῶν ἀγωνιστῶν Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Μεταξάς, Τρικούπης, Ζαΐμης, Λόντος κι᾿ ὁ Κώστα Μπότζαρης ἐπῆγαν καὶ τὰ χάλασαν ὅλα κατὰ τὸ κέφι τους· καὶ διὰ νὰ βάλουν σὲ διχόνοια τὸ στρατιωτικόν, νὰ τὸ ἀφανίσουνε, γκρεμίζουνε καὶ τοὺς ὑποταματάρχηδες – καὶ νὰ εἶναι μόνον ταματάρχες καὶ λοχαγοί. Τότε δι᾿ αὐτὸ καὶ διατὶ βάλαν εἰς τὰ τάματα ὅσους δὲν εἶχαν δικαιώματα, ἔπεσε διχόνοια μεγάλη. Τὸ στρατιωτικὸν ἦταν ὅλο εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ χωριὰ τοῦ νηστικὸν καὶ δυστυχισμένο. Κάμαν κάτι φροντιστᾶς ἐπίτηδες νὰ μὴν τοὺς μεράζουν ταχτικῶς τὸ ψωμὶ τους· ἄφιναν τοὺς ἀνθρώπους νηστικούς. Ἀπὸ ῾κοσιπένταρχον κι᾿ ἀπάνου τοὺς ἀξιωματικούς τους σήκωσαν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες. Τοὺς στρατιῶτες τοὺς ἄφιναν νηστικοὺς καὶ τοὺς ἔλεγαν νὰ κινηθοῦν ἀναντίον τοῦ Βασιλέως κι᾿ Ἀντιβασιλείας, διὰ νὰ βγοῦνε οἱ πολιτικοί μας ἀληθινοί, ὅτι ὅλοι οἱ στρατιωτικοὶ εἶναι λησταὶ ἀπὸ μικρὸν ὡς μεγάλον, ν᾿ ἀποδείξουν τί θερία εἶναι αὐτεῖνοι οἱ στρατιωτικοὶ – κινιῶνται κι᾿ ἀναντίον τοῦ Βασιλέως (κι᾿ ὅ,τι ἁρπαγὴ κάναν αὐτεῖνοι, οἱ πολιτικοὶ εἶχαν τὸ μερίδιόν τους ὁ καθένας μὲ τὸν δικόν του στρατιωτικόν). Ἀφοῦ μεταχειρίστηκαν τόσες μηχανὲς καὶ κακοσύσταιναν τὸ στρατιωτικὸν καὶ σύσταιναν ὅποιους θέλαν, τοὺς συντρόφους τους, μιλῶ μὲ τὸν Ἁγιντὲκ τὴν ἀδικίαν ὁποῦ γένεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ εἴπα· «Αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀποδειχμένη ἡ διαγωή τους· καὶ οἱ πολιτικοί τους ὁ καθένας ἔχει τὸ μέρος του ἀπὸ τοὺς ξένους· καὶ ποτὲς δὲν θὰ ἡσυχάση αὐτὸς ὁ τόπος, νὰ γένωμεν κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος καθὼς τ᾿ ἄλλα τὰ ἔθνη· κι᾿ οὔτε τοῦ Βασιλέως θὰ τοῦ δώσετε δρόμον καλόν. Εἶναι τόσοι ἀγωνισταὶ ὁποῦ δυστυχοῦν καὶ τώρα ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας ἤθελαν νὰ ῾βρούνε τὸ δίκιον τους, νὰ γνωρίσουνε αὐτεῖνοι τὸν Βασιλέα τους κι᾿ ὁ Βασιλέας τοὺς ὑπηκόγους του – καὶ πάλε οἱ σύστασες τοῦ Μαυροκορδάτου ῾περισκύουν μὲ τὸν Ντώκινς, τοῦ Κωλέτη μὲ τὸν σύντροφόν του, τοῦ Μεταξᾶ μὲ τὸν δικόν του. Αὐτεινῶν τὴν κυβέρνησιν καὶ τὰ καλὰ πρὸς τὴν πατρίδα μας τὰ γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ὅτι στάθης τόσον καιρὸν εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ στρατιωτικοῦ εἶναι εἰς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ βόηθα τοὺς δυστυχεῖς, ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίς». Μοῦ λέγει ὁ Ἁγιντέκ· «Δὲν ἤρθαμεν νὰ διοικήσουμεν τοὺς ἀγωνιστᾶς μοναχά, κι᾿ ἀποφασίσαμεν ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας νὰ γένουν τρεῖς ἐπιτροπές, μία εἰς τὴν Πελοπόννησο, μία εἰς τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ μία εἰς τὴν Ἀνατολική· ῾στὴν Ἀνατολικὴ σὲ διορίσαμεν πρόεδρον τῆς ἐπιτροπῆς, νὰ ὀργανίσωμεν τὰ στρατέματα ὅσο νὰ διορίσουμεν τὴν ἄλλη ῾πιτροπή νὰ δικιωθοῦν, καθὼς μιλήσαμεν – καὶ τότε θὰ δικιωθοῦν. Νὰ εἶναι τ᾿ ἀσκέρια ῾σ ἕνα μέρος ὅσο νὰ τελειώσουν οἱ ἐπιτροπὲς τῆς ἐργασίες τους. Καὶ οἱ τρεῖς ἐπιτροπὲς νὰ τοὺς ὀργανίσουνε καὶ νὰ ἰδοῦνε ποιὸς ἔχει δούλεψες ἀπὸ ἐξαρχῆς καὶ ποιοὶ εἶναι ὑστερνοί· καὶ νὰ τηράξουν ἀπὸ τοὺς ῾κοσιπένταρχους καὶ κάτου ποιὸς ἔχει φαμελιὰ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ πόσες ψυχὲς ἔχει ὁ καθείς, νὰ ξεκονομιῶνται οἱ ἄνθρωποι ὡς τὴν γενικὴ ῾πιτροπή».<br />
Αὐτὰ μαθαίνοντας οἱ χαραμῆδες οἱ πολιτικοί μας καὶ διὰ νὰ μὴν γένη καλὸ καὶ ἡσυχία εἰς τὸ κράτος, στέλνουν κ᾿ ἀνακατεύουν τοὺς στρατιῶτες καὶ σηκώνονται ὅλοι κ᾿ ἔρχονται ἀναντίον τῆς Ἀντιβασιλείας εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ὅτι ἦταν νηστικοί. Τότε ὁ Ἀϊντὲκ στέλνει καὶ μὲ παίρνει καὶ βγαίνομεν οἱ δυό μας ἔξω εἰς τῆς Λεῦκες. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν κατ᾿ τοῦ Μιαούλη τὸ περιβόλι ἀκόμα. Μοῦ λέγει ὁ Ἀϊντέκ· «Τί μιλήσαμε οἱ δυό μας δι᾿ αὐτοὺς τοὺς στρατιωτικούς; – κι᾿ αὐτεῖνοι ἔρχονται μὲ τὸ σπαθί τους νὰ πάρουν δικαιώματα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Μίλα τους νὰ πᾶνε πίσου, ὅτ᾿ εἶναι χαμένοι!» Πῆγα καὶ τοὺς μίλησα καὶ γύρισαν χωρὶς νὰ πλησιάσουν. Πέρασαν δυὸ τρεῖς ἡμέρες. Τοὺς ἄφησαν νηστικούς, τοὺς ῾ρέθισαν καὶ οἱ ἀπόστολοι ὁποῦ τοὺς στέλναν – κάναν ἀξιωματικόν της πρώτης τάξης δὲν ἄφιναν νὰ εἶναι μὲ τοὺς στρατιῶτες, νὰ τοὺς ὁδηγάγη. Τότε τοὺς ἀπάτησαν οἱ ἀπόστολοι τῶν ἀπατεώνων. Σηκώνονται ὅλοι κ᾿ ἔρχονται ἀπόξω τῆς Λεῦκες. Ἀνάβουν τῆς μίκιες τῶν κανονιῶν, τοὺς ρίχνεται τὸ ταχτικό, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ τοὺς βαίνουν ὀμπρὸς καὶ τοὺς βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος ξυπόλυτους καὶ γυμνοὺς καὶ νηστικούς. Κ᾿ ἔβαλαν ἕναν Τοῦρκον ἀρχηγὸν οἱ ἀγωνισταὶ τῆς πατρίδος ὀνομαζόμενον Ταφὶλ Μπούζη διὰ νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἐκεῖ καὶ ρήμαξαν καὶ τὰ γειτονικά μας μέρη· κι᾿ ἔπαθε καὶ ἡ Ἄρτα ὅ,τι ἔπαθε ὅταν μπήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ 1821. Καὶ πήγαιναν κλαίγοντας, ὅτι φεύγαν ἀπὸ τὴν πατρίδα τοὺς ξυπόλυτοι καὶ γυμνοί, κ᾿ ἔλεγαν· «Πατρίδα, δὲν μᾶς βαστάγει ἡ καρδιὰ νὰ σοῦ κάμωμεν ἐσένα τῆς πατρίδας μας κακό, ὅτι διὰ σένα χύσαμεν τὸ αἷμα μας. Καὶ τώρα πάμεν ῾σ ἐκείνους ὁποῦ πολεμούσαμεν νὰ φάμεν κομμάτι ψωμὶ – ὄχι νὰ προσκυνήσωμεν· νὰ ῾ρθούμεν ἀναντίον σου δὲν τὸ κάνομεν καμπούλι, ὅτι χύσαμεν τὸ αἷμα μας διὰ σένα νὰ γένης βασίλειον». Αὐτεῖνοι κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ ῾χαν αἴστηση κλαίγαν· καὶ οἱ ἀπατεῶνες γέλαγαν καὶ χαίρονταν ὅτι στείλαν τοὺς ἀγωνιστᾶς εἰς τοὺς Τούρκους νὰ ζήσουνε. Κάρπισε ἡ προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου καὶ οἱ κακοὶ σκοποὶ τῶν μακιαβέληδων.<br />
Τότε μὲ φωνάζει ἡ Ἀντιβασιλεία μ᾿ ὀργὴ καθὼς κι᾿ ὁ φίλος μου ὁ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ δίνουν σφοδρὲς διαταγὲς νὰ πάγω εἰς Λεψίνα. Μέλη τῆς ῾πιτροπής ὁ Τουρέτης Γάλλος, ὁ Δυοβουνιώτης κ᾿ ἐγὼ πρόεδρος. Ὅποιος ἔρθη διὰ ν᾿ ἀργανιστὴ εἶχε μιστὸ δώδεκα γρόσια, μισὸ τάλλαρο τὸ μήνα καὶ κάτι ὀλίγο (ὅτι τὸ τάλλαρο εἶναι εἴκοσι ἕνα γρόσι καὶ μισό), καὶ τὸ ψωμί του καὶ τίποτα ἄλλο. Κι᾿ ἂν εἶχε γυναίκα καὶ παιδιά, ἂς ζοῦσαν μὲ τὸν ἀγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι᾿ ἀπὸ τοὺς Μπαυαρεζοαντιβασιλεῖς. Μοῦ δίνουν κ᾿ ἕνα καράβι ἀλεύρι σάπιον νὰ μεράσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ θ᾿ ἀργανιστοῦν. Κατὰ τὸν μιστὸν ἦταν τέτοιον καὶ τ᾿ ἀλεύρι – οὔτε τὰ γουρούνια δὲν τὸ τρώγαν. Ἔκατζα καμπόσον καιρὸν ἐκεῖ, ὀργανίσαμεν εἴκοσι ἀνθρώπους, κάτι μπεκρῆδες καὶ τεμπέληδες, καὶ ξόδιασα καὶ σαράντα πέντε ὀκάδες ἀλεύρι. Σηκωθήκαμε καὶ ἤρθαμεν ἐδῶ εἰς Ἀνάπλι. Εὐτὺς ὁποῦ ῾ρθα μὲ τρατάρει ἕνας Φρατζέζος, τὸν λένε Φεράλντη. Ἀφοῦ μὲ τρατάρησε, τὴν ἄλλη ἡμέρα μου φέρνει ἕνα ἀποδειχτικὸν νὰ τὸ ὑπογράψω ὡς πρόεδρος τῆς ῾πιτροπής νὰ πλερωθῆ ἕνα καράβι ἀλεύρι. Τοῦ εἶπα ὄτι· «Ὑπογράφω σαράντα πέντε ὁποῦ ῾λαβα. – Ὄχι, μοῦ λέγει, ἕνα καράβι. – Οὔτε μία ὀκὰ δὲν ὑπογράφω παραπάνου». Μὲ περικαλοῦνε μεγάλοι ἄνθρωποι, Ἀντιβασιλεῖς, νὰ δώσω τὴν ὑπογραφή μου· μὲ περικαλοῦνε οἱ Πρέσβες κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Ζωγράφος. Δὲν θέλησα. Εἶπα καὶ τῶν ἀλλουνῶν μελῶν νὰ μὴν ὑπογράψη κανένας. Ὁ Φεράλντης ἔβγαλε εἰς τὸ μοναστήρι εἰς τὴν Κούλουρη αὐτὸ τ᾿ ἀλεύρι καὶ πῆγε ὅλο χαμένο. Τότε κατάλαβα καὶ οἱ νέοι κυβερνῆται μας εἶναι χερότεροι, κ᾿ ἐλεεινολογοῦσα τὴν πατρίδα, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶπε νὰ τὴν λευτερώση ἀκόμα ῾στ᾿ ἀληθινά, καὶ κρίμα ῾στοὺς κόπους μας· ἐβγιαστήκαμεν, καὶ τὴν πήραμεν εἰς τὸν λαιμό μας.<br />
Θέλουν νὰ μὲ κάμουν ἀρχηγὸν τῆς χωροφυλακῆς. Τοὺς ἔδωσα γνώμη νὰ βάλουν ἀπ᾿ οὔλους τους σημαντικοὺς διὰ νὰ ἑνωθῆ τὸ Κράτος μὲ τὸν Βασιλέα του. Τοὺς κακοφάνη. Διορίζουν τὸν Γραλλιάρη τὸν Γάλλο καὶ μὲ διορίζουν κ᾿ ἐμένα εἰς τὴν ὁδηγίαν του καὶ νὰ βάλω τὰ στενά. «Οὔτε εἰς τὴν ὁδηγίαν τοῦ Γραλλιάρη μπαίνω, τοὺς εἶπα, οὔτε τὰ φορέματά μου βγάζω». Τότε, σὰν δὲν θέλησα νά ῾μπω εἰς αὐτείνη τὴν ῾πηρεσία, πῆρα τὴν ἄδεια καὶ μὲ τὴ φαμελιά μου πέρασα εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅτι εἶδα ὅτι τοῦ κάκου κοπιάζομεν. Καὶ δυστυχία ἐμᾶς καὶ τῆς πατρίδος μας.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣH</h2>
1. Εἶχα δυὸ ἀγάλματα περίφημα, μιὰ γυναίκα κι᾿ ἕνα βασιλόπουλο ἀτόφια – φαίνονταν οἱ φλέβες· τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρον, τά ῾χαν πάρη κάτι στρατιῶτες καὶ εἰς τ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Ἄντεσε κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ, πέρναγα· πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα· «Αὐτὰ καὶ δέκα χιλιάδες τάλλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτῆτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Δι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμεν». (Βγάζω καὶ τοὺς δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι᾿ ὅταν φιλιωθοῦμεν μὲ τὸν Κυβερνήτη, (ὅτι τρωγόμαστε), τὰ δίνω καὶ σᾶς δίνει ὅ,τι τοῦ ζητήσετε διὰ νὰ μείνουν εἰς τὴν πατρίδα ἀπάνου». Καὶ τά ῾χα κρυμμένα. Τότε μὲ τὴν ἀναφορά μου τὰ πρόσφερα τοῦ Βασιλέως νὰ χρησιμέψουν διὰ τὴν πατρίδα.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-25109765161221101242011-03-25T12:25:00.000-07:002011-10-25T12:23:01.681-07:00Βιβλίον Β'. 1828-1832. κεφ. 3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Διορισμὸς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς. - Σύγκλησις τῆς Ε´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Κομματικαὶ διαιρέσεις. - Στρατιωτικαὶ ἔριδες ἐν Ἄργει. - Ὁ Μακρυγιάννης ἀρχηγὸς συνωμοσίας. - Ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Μακρυγιάννη. - Σχίσμα μεταξὺ τῶν πληρεξουσίων ἐν Ἄργει. - Ἐμφύλιος ρῆξις ἐν Ἄργει. - Προσβολὴ κατὰ τῆς οἰκίας τοῦ Μακρυγιάννη. - Μάχη συνεχὴς ἀνὰ τὴν πόλιν. - Παῦσις τοῦ πυρός. - Ἀποχώρησις τῶν ἀντιπολιτευομένων εἰς Κόρινθον. - Διορισμὸς νέας κυβερνήσεως αὐτόθι. - Μετάβασις τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Περαχώραν. - Καθίδρυσις τῆς Κυβερνήσεως αὐτόθι. - Κατάληψις τῶν εἰς Ἄσπρα Σπίτια γεννημάτων. - Ἀπεσταλμένοι πρὸς τοὺς ἐν Περαχώρα συνταγματικοὺς παρὰ τῶν Ἀντιπρέσβεων. - Ἀπόκρουσις τῶν προτάσεων αὐτῶν. - Νέα ἀποστολὴ τοῦ Θιρσίου. - Ἐκστρατεία εἰς Ναύπλιον. - Μάχη κατὰ τὸν Ἰσθμὸν καὶ ἥττα τῶν κυβερνητικῶν. - Ἄφιξις τῶν συνταγματικῶν εἰς Ἄργος. - Παραίτησις τοῦ Αὐγουστίνου. - Κατάληψις τῆς Προνοίας. - Εἴσοδος στρατιωτικῆς ἐπιτροπῆς εἰς Ναύπλιον. - Ἀποστολὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Ὕδραν πρὸς τὸν Γ. Κουντουριώτην. - Στρατιωτικαὶ ἔριδες ἐν Ναυπλίῳ. - Κατάληψις τοῦ Ναυπλίου ὑπὸ τῶν Γαλλικῶν στρατευμάτων. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Τριπόλει. - Ἀσθένεια τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἐπάνοδος εἰς Ναύπλιον. - Σύγκλησις τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως ἐν Προνοίᾳ. - Ἀναγόρευσις τοῦ βασιλέως Ὄθωνος. - Ἀντενέργειαι κατὰ τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Ἐπίθεσις κατὰ τῶν πληρεξουσίων. - Βιαία διάλυσις τῆς Συνελεύσεως. - Ἀναχώρησις τῆς ἐκλεγείσης ἐπιτροπῆς εἰς Μόναχον πρὸς τὸν βασιλέα Ὄθωνα. - Διορισμὸς στρατιωτικῆς ἐπιτροπῆς ἐν Ἄργει. - Τὰ κατὰ Πράσινον καὶ Θ. Γρίβαν. - Ῥῆξις ἐν Ἄργει μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Γάλλων. - Σύστασις πολιτοφυλακῆς ἐν Ἄργει. - Ἀπαγόρευσις τῆς ὁπλοφορίας ἐν Ἄργει. - Ἐπεισόδιον τῷ Μακρυγιάννῃ. - Ἀπόδοσις τῶν ὅπλων πρὸς τοὺς ἀγωνιστὰς ἐνεργείαις τοῦ Μακρυγιάννη. - Γενικαὶ σκέψεις τοῦ Μακρυγιάννη.</i><br />
<hr />
Σκοτώνοντας ὁ Κυβερνήτης, κανένας εἰς τ᾿ Ἀνάπλι δὲν ἀνακατώθη οὔτε πολίτης, οὔτε στρατιωτικός. Τὸν πῆραν μὲ παράταξη μεγάλη, (τὸν μπαλσάμωσαν) καὶ τὸν εἶχαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰς τὸν Ἁγιώργη. Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη· κι᾿ ὁ Κυβερνήτης ἐχάθη ἀπὸ τὰ μεγάλη λάθη του. Καὶ ἡ καϊμένη πατρίδα, ἡ ἀθώα, θὰ συντριφτῆ, ὅτι πίσου οἱ λύκοι θὰ φᾶνε τὰ πρόβατα. Ἔχει ἁμαρτίες ἀκόμα αὐτείνη, ἡ δυστυχισμένη, καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταὶ καὶ οἱ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ τ᾿ ἀρφανὰ τοὺς παιδιά, κι᾿ ὅσοι θυσιάσαν τὸ ἐδικόν τους, ὁποῦ ἦταν νοικοκυραῖγοι καὶ μείναν διακονιαραῖγοι καὶ ψωμοζητοῦν, ὅλοι οἱ τοιοῦτοι θὰ πάθουν· κι᾿ ὁ Θεὸς συχωρέση τοὺς αἴτιους καὶ σ᾿ αὐτὸν νὰ δώσουνε λόγο. Ὅτι ἀπὸ τὰ λάθη τοῦ Κυβερνήτη μας κι᾿ αὐτὸς σκοτώθη καὶ τὴν πατρίδα τὴν ἀφάνισε· ὅτι μάτα μας ἔρριξε εἰς τὴν κυβέρνηση καὶ δικαιοσύνη τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μεταξά, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Ζαΐμη, τῶν Ντεληγιανναίων, τῶν Λονταίων, τοῦ Κουντουργιώτη. Μὲ δάκρυα πικρὰ σημειώνω αὐτά, ὅτι ὅλο στὸ σκοτάδι θὰ τρέξωμεν καὶ φοβοῦμαι μὴν τζακιστοῦμεν. Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὴν ἐσπλαχνίαν του καὶ τὸ ἔλεός του, νὰ λυπηθῆ τοὺς ἀθώους. Ἂν ἔδιναν τοῦ Μιαούλη τῆς δυὸ χιλιάδες τὰ τάλλαρα, νὰ παίρναμεν τὸ Παλαμήδι, τίποτα δὲν θὰ γένεταν –οὔτε ὁ Κυβερνήτης νὰ χαθῆ, οὔτε τόσοι ἄνθρωποι νὰ σκοτωθοῦν, οὔτε τὰ καράβια νὰ καγοῦν, ὅτι τότε συνάζονταν οἱ πληρεξούσιοι καὶ τελείωναν ὅλα. Ἀλλά μου παραγγέλνουν μὲ τὸν Μιαούλη «θὰ γένη διαφορετικά». Εὖγε σας, καλοὶ πατριῶτες, ὁποῦ θὰ λευτερώσετε πατρίδα καὶ θὰ γενοῦμε κι᾿ ἐμεῖς ἔθνος κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας.<br />
Ἔγινε ἡ νέα Κυβέρνηση ὁ Ἀγουστίνος πρόεδρος, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Κωλέτης. Ἔστειλε σὲ ὅλο τὸ κράτος εἰς τοὺς διοικητὰς νὰ γένουν οἱ πληρεξούσιοι μὲ τὸ μέρος τους· κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος ἔστελνε παντοῦ ἐπίτηδες ἀνθρώπους νὰ ἐκλέξουνε αὐτὸν κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος, κι᾿ ὅποιος θὰ τὸν συντρέξη θὰ τὸν κάμη μεγάλον ἄνθρωπον. Ἐτάξανε καὶ λαγοὺς μὲ πετραχήλια τοῦ Κωλέτη καὶ ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ σύνφωνος νὰ μὴν ἔρθουν οἱ πληρεξούσιοι ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴ Νύδρα. Συνάχτηκαν εἰς τ᾿ Ἄργος ἀρκετοὶ ἀπὸ Ρούμελην καὶ Πελοπόννησον· γίνονταν μερικὲς συνεδρίασες. Πήγαινε ὁ καθεὶς εἰς τοὺς ἐδικούς του. Ὁ Κολοκοτρώνης πήγαινε μὲ τοὺς συντρόφους του· ὁ Κωλέτης δὲν ἔρχεταν σ᾿ ἐμάς· πήγαινε μυστικὰ μὲ τὸν Μεταξᾶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Ἐγὼ εἶχα ἀνθρώπους καὶ μοῦ τὰ ῾λεγαν. Τοῦ εἴπα· «Πῶς δὲν ἔρχεσαι εἰς τὴν ῾διαίτερη συνέλεψή μας; Ἐσὺ εἶσαι πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων τῆς Ρούμελης – πῶς ὁ Κολοκοτρώνης πηγαίνει εἰς τοὺς συντρόφους του; Κύριε Κωλέτη· ξέρω τί κάνεις, ὅτι ἔχω ἀνθρώπους καὶ μοῦ τὰ λένε. Τὰ κεφάλια μας δὲν τὰ δίνομεν νὰ τὰ φάνε ἁπλῶς κι᾿ ἔτυχε. Μάθαμεν νὰ πεθαίνωμεν!» Τότε ἦρθε ὁ Κριτζώτης, ὁ Βάγιας κι᾿ ἄλλοι καὶ τοὺς παραπονεύτηκε ὁ Κωλέτης ὅλα αὐτά. Θέλησαν νὰ μοῦ μιλήσουνε αὐτεῖνοι. Τοὺς εἴπα· «Ἐγὼ ξέρω τί τοῦ λέγω κι᾿ ἂν θέλετε νὰ εἴμαστε συντρόφοι, δὲν θέλω οὔτε τοῦ ἑνοῦ μέρους τὴν συντροφιά, οὔτε τ᾿ ἀλλουνοῦ». Μᾶς ἀγάπησαν.<br />
Ὁ Ἀγουστίνος – ἦταν πρῶτα πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων, ὁποῦ τὸν εἶχε ὁ Κυβερνήτης – σύνφωνος κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης στέλνουν κι᾿ ἔρχονται στρατέματα εἰς Ἄργος, τὰ τάματα τοῦ ταχτικοῦ. Ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, ὁποῦ τὸ εἶχαν δικοί τους, κρυφὰ διὰ νυχτὸς κουβαλοῦσαν κανόνια, πολεμοφόδια καὶ τὰ ῾βαναν εἰς τὴν καζάρμα ὁποῦ ἦταν τὸ ἱππικό. Ἀρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ ἦταν ὁ Καλλέργης. Κι᾿ ὅλο ἑτοιμάζονταν. Κι᾿ ἐμεῖς κοιμώμαστε. Τὰ μάθαινα ἐγώ, τοὺς τὰ ῾λεγα τῶν δικῶνε μας, δὲν παίρναν χαμπέρι. Οἱ Ρουμελιῶτες οἱ ἀρχηγοὶ ὁποῦ ῾ρθαν ἦταν ποιὸς μὲ δυὸ ἀνθρώπους καὶ ποιὸς μὲ τρεις· καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι, οἱ ἀναντίοι, σταφνίζονταν. Τότε κι᾿ ἐγὼ φκειάνω ἕνα γράμμα κι᾿ ἀποφασίζω νὰ δικαιώσω τοὺς ἀδικημένους. Εἶχε ὡς τρακόσους πενήντα ὁ Ἀγουστίνος φρουρὰ τοῦ ἀξιωματικούς, εἰκοσιπεντάρχους καὶ κάτου κι᾿ ἄλλους πολλοὺς στρατιωτικοὺς ἁπλοὺς ὡς χίλιους – καὶ τοὺς ὁρκίζω καὶ τοὺς τραβοῦσα ὅλους μὲ τὸ πνεῦμα μας. Πολεμοφόδια δὲν εἴχαμεν· τρόμαξα ν᾿ ἀγοράσω πεντέξι κασσέλες. Ἔλεγα τοῦ Κωλέτη κι᾿ ἀλλουνῶν, δὲν ἤθελαν νὰ τὸ πιστέψουνε. «Δὲν γένεται τίποτας», ἔλεγαν. Πῆρα καὶ καμπόσους πληρεξούσιούς της Ρούμελης καὶ τοὺς τράβηξα μὲ τὸ μέρος τὸ πατριωτικόν· καὶ ἦταν καμμιὰ εἰκοσιπενταργιά. Μίαν ἡμέρα φάγαμεν εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ὁμιλήσαμεν αὐτό. Τὸ μαθαίνει ὁ Ἀγουστίνος, στέλνει ἄνθρωπόν μου τάζει δυὸ χιλιάδες τάλλαρα νὰ εἶμαι μὲ τοῦ λόγου του. «Πενήντα δυὸ νὰ μοῦ δώση δὲν πηγαίνω ἀναντίον τῆς πατρίδος μου!» Τότε κρυφίως πιάσαν ἕνα σπίτι καὶ τὸ τρύπησαν, καὶ τὴν νύχτα ὁποῦ θὰ διαβῶ, ὁποῦ ἤμουν εἰς τοὺς φίλους, νὰ ρίξουν νὰ μὲ σκοτώσουν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ διόρισαν ἦταν κι᾿ ἕνας ὁρκισμένος ἀπὸ αὐτοὺς ὁποῦ ῾χα, τῆς φρουρᾶς τοῦ Ἀγουστίνου, ὁ Μιχάλης ὁ Δράμαλης. Πῆγε καὶ εἶπε τῆς γυναικός μου· «Νὰ στείλης νὰ βρῆς τὸν Μακρυγιάννη, οὖθεν εἶναι νὰ μὴν περάση ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σοκάκι, θὰ τὸν σκοτώσουνε. Ἦρθαν καὶ μ᾿ ηὗραν καὶ πῆγα ἀπὸ ἄλλο μέρος. Καὶ τὴν αὐγὴ πῆγα καὶ εἶδα τὸ σπίτι μὲ τὰ μασγάλια. Τότε σύναξα ἀνθρώπους καὶ τὸ βήκα φόρα. Τότε ἄρχισε καὶ σύναζε πληρεξούσιους ὁ Ἀγουστίνος μυστικῶς καὶ εἶχε ἕνα χαρτὶ γραμμένο νὰ τὸν διορίσουνε Κυβερνήτη – καὶ σύναζε ὑπογραφὲς χωρὶς ν᾿ ἀρχίση ἡ Συνέλεψη. Τότε ὁ Πετρόπουλος ἀπὸ τὸ Σάλωνα κι᾿ ὁ Κωσταντίνος Παπαγιωργόπουλος κι᾿ ὁ Λογοθετόπουλος ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι κι᾿ ἄλλοι πληρεξούσιοί του Ζειτουνιοῦ, Ταλαντιοῦ, Μπουντουνίτζας, Λιδορικιοῦ, Ἐπάχτου κι᾿ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες τῆς Ρούμελης μιλήσαμεν μαζί, ὅταν φάγαμε ψωμί, κι᾿ ὁρκιστήκαμεν. Αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι δὲν θέλησαν νὰ ὑπογράψουν τὸν Ἀγουστίνο Κυβερνήτη, ἀλλὰ μάλλωσαν μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τ᾿ ἀνόητά τους καὶ μπερμπάντικα πράματα ὁποῦ κάνουν. Τότε πάτησαν ποδάρι ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ πληρεξούσιοι τῶν Μεγάρων καὶ Ντερβενοχωριῶν νὰ βάλουν ἀπὸ τοὺς ἴδιους ῾πιτροπή κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ ἰδοῦνε τὰ ἔνγραφα τῶν πληρεξουσίων. Δὲν τοὺς ἔδινε χέρι τῶν φίλων τοῦ Ἀγουστίνου, ὅτ᾿ ἦταν πολλοὶ παράνομοι. Ἐκεῖνοι γύρευαν τὴν ἐπιτροπὴ καὶ νὰ ξεκληστῆ καὶ τὸ μπερμπάντικό τους ἔνγραφον ὁποῦ ῾χαν διὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀγουστίνου κυβερνήτη. Ὅμως κι᾿ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔδινε χέρι, νὰ τὸ ξεκλήσουνε, ὅτι καὶ ξόδιασε πολλὰ ὁ ἀφέντης ὁ Ἀγουστίνος καὶ εἶχε κι᾿ ἐλπίδες νὰ μάση κι᾿ ἄλλες τοιοῦτες ὑπογραφές. Τότε διαιρεθήκαμεν. Αὐτεῖνοι μυστικῶς κάναν ἄνομους πληρεξούσιους μὲ ψεύτικες ὑπογραφὲς – κι᾿ ἑτοίμαζαν καὶ τὰ στρατέματα καὶ κανόνια. Τότε ἐγὼ ἄξηνα τοὺς δυσαρεστημένους· ἔκαμα ἐνγράφως περίτου ἀπὸ χίλιους καὶ πῆρα κι᾿ ὅλη τὴν φρουρὰ τοῦ Ἀγουστίνου. Τότε οἱ ψεύτικοι πληρεξούσιοι τὸν κάμαν μυστικῶς Κυβερνήτη τὸν Ἀγουστίνο. Τότε διατάττει ἀρχηγὸν τῶν ἁρμάτων τὸν Κίτζο Τζαβέλα. Πῆρε καὶ τοὺς ἀξιωματικούς, τοὺς εἶπε νὰ εἶναι ὅλοι μ᾿ αὐτὸν – θὰ τοὺς κάμη μεγάλους ἀνθρώπους· καὶ θὰ βαρέση ντουφέκι ὁ νέος Κυβερνήτης ὁ Ἀγουστίνος μὲ τὸν γενναῖον ἀρχηγὸν Κίτζο, μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς καβαλλαρίας Καλλέργη. Τοὺς εἶπε νὰ εἶναι ἕτοιμοι μυστικῶς μὲ τὸν ἀρχιστράτηγον Κολοκοτρώνη, μὲ τὸν μηνύτορά του τὸν κόντε Μεταξᾶ κι᾿ ὅλη τὴν συντροφιά. Ἑτοιμάστηκαν μυστικῶς νὰ βάλουν σ᾿ ἐνέργεια τὸ σκέδιον τοῦ Θανάση Βάγια, ὁποῦ τὸν ρώταγε ὁ Κυβερνήτης μας νὰ τοῦ εἰπῆ πὼς μεγάλωσε ἐκεῖνος ὁ μέγας ἄντρας ὁ Ἀλήπασσας. Γκιντί, σεντζαφέδες, ἐπίγιορκοι τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας!<br />
Ὁ νέος Κυβερνήτης, τοῦ παλιοῦ Κυβερνήτη ὁ ἀδελφός, ὁ μπεκρής, ὁ παραλυμένος Ἀγουστίνος καὶ οἱ ὁρκισμένοι τοῦ ὅλοι, ὁποῦ τὸν σύστησαν Κυβερνήτη νὰ προκόψη τὴν πατρίδα, καθὼς τὴν πρόκοψε κι᾿ ὁ ἀδελφός του, ὁ νέος Κυβερνήτης ὁρκίζει αὐτοὺς νὰ τοῦ εἶναι πιστοὶ καὶ νὰ βαρέσουνε ὅλους ἐμᾶς – καὶ τοὺς βαθμοὺς τοὺς δικούς μας νὰ τοὺς δώση ἐκεινῶν. Ὅσο δὲν ἦταν Κυβερνήτης καμωμένος, ἦταν σύνφωνος μ᾿ αὐτὸν κι᾿ ὁ Κωλέτης. Ὕστερα ὁποῦ ῾μαθε ὅτι ἔγινε ὁ Ἀγουστίνος Κυβερνήτης, τότε γύρισε μ᾿ ἐμᾶς. Ἢ θὰ τὸν ἔπιαναν ζωντανόν, ὅμως πήγαμεν καὶ τὸν πήραμεν.<br />
Ὁ νέος Κυβερνήτης ἑτοιμάζεταν κ᾿ ἔλεγε τῶν συντρόφωνέ του νὰ βαρέσουν ντουφέκι ἀναντίον μας. Ἀπὸ καλωσύνη τοὺς ἦταν μετ᾿ ἐμένα ὅλοι ὡς ἀδελφοὶ καὶ θέλησαν νὰ μ᾿ ἔχουν μεγαλύτερόν τους οἱ τίμιοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες οἱ ἀξιωματικοὶ Μῆτρο Ντεληγιώργης, Δανὴλ Πανᾶς, Ἠλίας Πανᾶς, Φαρμάκης, Πηνειός, Βασίλης Ἀθανασίου, Ἀναστάση Γούργαρης, Μποῦσγος, Μῆτρο Τρανταφυλλίνας, Γιῶργο Καλατζής, Δράμαλης, αὐτεῖνοι ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ ἕλκυσαν καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀξιωματικοὺς ἀπὸ τὴν φρουρὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ τάματα, τράβησε κι᾿ ὁ Κριτζώτης πολλοὺς ἀπὸ αὐτὰ κι᾿ ὁ Βάσιος καὶ οἱ Στραταῖοι καὶ οἱ Γριβαῖοι. Ἤμαστε μίαν ἡμέρα εἰς τοῦ Κριτζώτη, ὁποῦ κουβεντιάζαμεν. Διατάζει ὁ νέος Κυβερνήτης τὸν ἀρχηγὸν τῆς καβαλλαρίας μ᾿ ὅλο τὸ σῶμα του καὶ πεζικόν της γραμμῆς καὶ κανόνια κι᾿ ἄταχτον καὶ ρίχνονται ἄξαφνα εἰς τὸ σπίτι μου. Ἔκαμεν ὁ Θεὸς καὶ ἦταν καμπόσοι ἀξιωματικοὶ ἐκεῖ γύρα τὴν γειτονιὰ καὶ εἶχαν ἀνθρώπους. Πιάστη τὸ ντουφέκι· βαρούγαν τὸ σπίτι μου μὲ κανόνια. Συνχρόνως βάρεσε κι᾿ ὁ γενναῖος Τζαβέλας εἰς τὸ παζάρι ὁποῦ ἤμαστε· πληγώσαμεν τὸν Μήλιο καὶ τὸν Τζουρά. Ἐκεῖ ὁποῦ πολεμούσαμεν εἰς τὸ παζάρι, ὁποῦ μας βάρεσαν ἄξαφνα, ἦρθαν καὶ μοῦ εἶπαν βαροῦνε τὸ σπίτι μου. Τότε πῆγα ἐκεῖ. Ἀρχίσαμεν καὶ πολεμούσαμεν – καὶ βαροῦσαν μὲ τὰ κανόνια. Τοὺς χαλάσαμεν ἐναδυὸ φορές. Πολέμησαν ὡς τὸ βράδυ. Σὰν εἶδαν ὁποῦ δὲν μπόρεσαν νὰ κάμουν τὸν σκοπόν τους (ὅτι τοὺς εἶχε διαταμένους ὁ νέος Κυβερνήτης ἐμένα νὰ βαρέσουνε διατὶ γύρισα τοὺς πληρεξούσιους καὶ τὴν φρουρά του), ἀφοῦ δὲν ἔκαμαν τίποτας εἰς τὸ σπίτι μου, τζακίστηκαν νὰ πᾶνε ῾στὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ. Μεγάλη χάρη χρωστοῦμεν καὶ στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ εἰς τοὺς ἀγαθοὺς Ἕλληνες ὁποῦ ἦταν μὲ τὰ τάματα καὶ τοὺς εἶπαν νὰ βαρέσουνε καὶ δὲν θέλησαν. Τοὺς εἴπανε· «Δὲν βαροῦμεν τοὺς πληρεξούσιούς της πατρίδος μας κι᾿ ἀρχηγούς μας». Τότε γύρισαν μετ᾿ ἐμᾶς ὁποῦ δὲν εἴχαμεν τελείως δύναμιν. Ἀπὸ τὸ μισὸ παζάρι κι᾿ ἀπάνου, ὅλο τὸ μέρος τὸ βαστοῦσαν ἐκεῖνοι ὡς τὸ κάστρο. Ἀπὸ τὸ παζάρι τὸ μισὸ καὶ κάτου τὸ βαστούσαμεν ἐμεῖς. Αὐτεῖνοι γύμνωσαν ὅλο τὸ μέρος ὁποῦ ῾ταν μ᾿ αὐτοὺς καὶ φεύγαν οἱ φαμελιὲς μὲ τὸ βίον τοὺς κ᾿ ἔρχονταν ῾σ ἐμάς· μίαν τρίχα δὲν ἔχασαν. Τέτοια εὐλογία ἦταν.<br />
Τὸ ντουφέκι δούλεψε τόσα ῾μερόνυχτα. Σκοτώθηκαν ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο περίτου ἀπὸ τρακόσοι πενήντα, ὅλο τ᾿ ἄνθος. Αὐτεινῶν τοὺς ἔρχονταν καθεμερινῶς μιντάτι. Τότε συνομιλήσαμεν κ᾿ ἔπαψε τὸ ντουφέκι, νὰ πάρωμεν τοὺς πληρεξούσιους ὁποῦ ἦταν μὲ τὸ μέρος μας νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κόρθον. Ἔπιασα δυὸ ἄλογα κ᾿ ἔβαλα τὴ φαμελιά μου καὶ τὴν ἔστειλα εἰς τοῦ Ντεληγιώργη τὸ σπίτι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κι᾿ ὅλο μου τὸ πράμα τ᾿ ἄφησα, ὅτι φύγαμεν ἄξαφνα. Πήραμεν τοὺς πληρεξούσιους κι᾿ ὅσους ἄλλους ἦταν μὲ τὸ μέρος μας καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Κόρθον. Ἐκεῖ βαστοῦσαν τὸ κάστρο αὐτεῖνοι. Φκειάσαμεν δική μας κυβέρνησιν ἐκεῖ τὸν Κωλέτη, τὸν Κουντουργιώτη, τὸν Ζαΐμη – νὰ κυβερνάγη ὁ Κωλέτης ὅσο νὰ ῾ρθουν καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴ Νύδρα. Τότε μὲ διατάζουν ἐμένα μ᾿ ὅλους τους ἀξιωματικοὺς ὁποῦ ῾ταν μαζί μου καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Περαχώρα νὰ πληροφορέσουμε τοὺς κατοίκους νὰ μᾶς δεχτοῦνε· ἦταν κ᾿ ἕνα κρύγιον καὶ χιόνι καλό. Πήγαμεν εἰς τῆς Χῶρες, τοὺς μίλησα καὶ μείναν εὐκαριστημένοι νὰ πάγη ἐκεῖ ὅλη ἡ διοίκηση μὲ τοὺς πληρεξούσιους. Τοὺς στείλαμεν καὶ ἦρθαν ὅλοι. Οἱ Γριβαῖοι κι᾿ ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Βάσιος πῆγαν εἰς τὰ Μέγαρα. Τὸ εἶχαν πιασμένο οἱ ἀναντίοι ἐκεῖ καὶ τοὺς πολέμησαν καὶ κυρίεψαν οἱ δικοί μας τὴν θέσιν.<br />
Ἡ διοίκηση, ὁποῦ ἦταν ὁ Κωλέτης καὶ γραμματέας ὁ Χρηστίδης – ὅσο νὰ ῾ρθῆ ὁ Κουντουργιώτης κι᾿ ὁ Ζαΐμης – ῾νεργούσαν αὐτεῖνοι εἰς Περαχώρα. Μᾶς δέχτηκαν οἱ κάτοικοι μὲ τῆς ἀγκάλες ἀνοιχτές. Ἦταν βαρὺς χειμώνας· ἐβήκαν ἀπὸ τὴ φωτιά τους καὶ συγύρια τους καὶ ζωοτροφή τους καὶ μᾶς περιποιώνταν ὅλους κ᾿ ἔλεγαν· «Καθόμαστε ἐμεῖς νηστικοὶ καὶ φᾶτε ἐσεῖς ὁποῦ προσπαθᾶτε διὰ νὰ γίνουν νόμοι. Ὕστερα ἡ διοίκηση καὶ οἱ πληρεξούσιοι πῆγαν εἰς τὰ Μέγαρα ὡς κεντρικώτερον μέρος. Ὁ Νότης, ὁ Ἴσκος, ὁ Τζόγκας, οἱ Στραταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι καπεταναῖγοι πέρασε ὁ καθεὶς εἰς τὴν πατρίδα του. Ὁ Κριτζώτης διορίστη ἀρχηγὸς τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος· καὶ παντοῦ ἄνοιξε τὸ ντουφέκι καὶ κάηκε ὁ τόπος καὶ ρήμαξε· καὶ σκοτώθηκαν τὰ καλύτερα παληκάρια. Εἴχαμεν τὸν Στάθη Κατζικογιάννη διορίση εἰς τοῦ Σαλώνου τὸν κόρφο νὰ εἶναι μέσα εἰς τὰ μίστικα μὲ καμπόσους στεργιανούς. Πῆγαν εἰς τὴν Σκάλα τοῦ Σαλώνου καμπόσοι στρατιῶτες τοῦ Κατζικοστάθη, τοὺς κλείσαν οἱ ἀναντίοι. Τὸ μάθαμεν· τότε διατάχτηκα μὲ τοὺς συντρόφους μου νὰ πάμεν πρὸς βοήθειά τους. ῾Στὸν δρόμον μάθαμεν ὅτι παραδόθηκαν εἰς τοὺς ἀναντίους. Τότε πήγαμεν εἰς τ᾿ Ἄσπρα Σπίτια· ἦταν τὰ μαγαζειὰ ἐκεῖ μὲ τὰ γεννήματα – ἦταν δικά μας, ὅτ᾿ εἴχαμεν τὸν μουκατὰ τῆς Λιβαδειᾶς ὁ Ντεληγιώργης, ὁ Μάκος, ὁ Χατζηπέτρος, ὁ Βάγιας κ᾿ ἐγώ. Τὰ γεννήματα τὰ εἶχαν οἱ ἀναντίοι κυργέψη καὶ πήγαμεν καὶ πολεμήσαμεν καὶ τὰ πήραμεν καὶ τὰ φέραμεν εἰς Μέγαρα καὶ Χώρες· καὶ πορέψαμεν ὅλη ἡ συντροφιά, ὁποῦ ζούγαμεν μὲ λάχανα τῆς περισσότερες φορές.<br />
Οἱ ἀναντίοι ἦταν εἰς Λεψίνα, εἰς Κούλουρη, εἰς Μετόχι τῶν Μεγάρων. Μάθαμεν ὅτι οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κόρθον, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, ἀγροικήθηκαν μὲ τούτους κ᾿ ἔρχονταν ἀναντίον μας. Τότε μὲ διατάττουνε καὶ πάγω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ καμπόσους Μεγαρίτες καὶ πιάσαμεν τὸν Ἀγέρα, τὸ Ντερβένι. Κι᾿ ἀφοῦ μάθαν οἱ ἀναντίοι ὅτι τὸ πιάσαμεν, νέκρωσε τὸ σκέδιόν τους καὶ δὲν κάμαν κάνα κίνημα. Καθίσαμεν χωμένοι εἰς τὸ χιόνι ἕντεκα ῾μερόνυχτα καὶ δὲν ἐμείναμεν οὔτε ἕνα τρίτο γεροί· οἱ ἄλλοι ὅλοι ἀρρωστήσαμεν κ᾿ ἐγὼ κόντεψα νὰ πεθάνω· ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἕνας πόνος κι᾿ ὅταν πήγαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι μαζώχτηκαν οἱ γιατροὶ κ᾿ ἔκαμα τέσσερες μῆνες μὲ πανιὰ καὶ μαλαχτικά. Θύμωσε ἡ μέση μου, ὁποῦ ἤμουν λαβωμένος ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, καὶ τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Ὁ Θεὸς συχωρέση τὸν Καποδίστρια, ὁποῦ μας ἔβαλε εἰς αὐτὸν τὸν ἀγώνα. Μεγάλη ῾λικρίνειαν καὶ πατριωτισμὸν εἴδαμεν ἀπὸ τοὺς Περαχωρίτες καὶ ἀπὸ τοὺς Μεγαρίτες. Ἔδειξαν αἰστήματα πατριωτικὰ καὶ φιλάνθρωπα κ᾿ ἔλεγαν· «Νὰ πουληθοῦμεν ὅλοι, νόμους νὰ κάμετε διὰ τὴν πατρίδα». Πήγαιναν νηστικοὶ καὶ ξυπόλυτοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ καϊμένοι ἀγωνισταί τους μὲ γράμματα, ὁποῦ χρειάζονταν παντοῦ νὰ στέλνωμεν, κ᾿ ἔτρεχαν μὲ μεγάλη προθυμίαν.<br />
Σᾶς εἶπα τὴν ἀγαθότη αὐτεινῶν τῶν ἀνθρώπων. Θὰ σᾶς εἰπῶ καὶ τ᾿ ἀπάνθρωπα κινήματα ἀλλουνῶν. Ὅμως δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ πειράζεται, ὅτι τέτοια εἶναι ἡ ἀνθρωπότη – ὁ Θεὸς ἂς τοὺς συχωρέση ἐκείνους ὁποῦ ἀδίκησαν· καὶ νὰ μᾶς φωτίζη εἰς τὸ καλό. Ὅταν ἤμαστε ἀκόμα εἰς Ἄργος, ἕνας προκομμένος ἄνθρωπος καὶ πλούσιος, μὲ πολλὲς ἀντίκες, ἦρθε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη εἰς Ἄργος, Ἕλληνας· ἐγνωρίστη συγγενὴς μὲ τοὺς Γριβαίους καὶ κάθεταν μ᾿ αὐτούς. Ἄντεσε ῾σ αὐτείνη τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν πῆραν μαζί τους εἰς τὰ Μέγαρα καὶ τὸν εἶχαν εἰς τὸ κονάκι τους. Μίαν νύχτα τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν ῾σ ἕνα μέρος καὶ τοῦ κόψαν τὸ λαιμό του σὰν πρόβατο· καὶ τοῦ πῆραν τὸ βίον του καὶ τὸ μέρασαν τ᾿ ἀδέλφια. Ἄλλους τρεῖς τέσσερους σκότωσαν ἐκεῖ· γυναῖκες καὶ παιδιὰ διατιμοῦσαν καὶ χιλιάδες κατάχρησες ἔκαναν. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ κάμωμεν ποτὲ προκοπή, μήτε θὰ ἰδοῦμεν Θεοῦ πρόσωπον, ὅτι εἴμαστε θερία, ἀνθρωποφάγοι, ἄτιμοι ἄνθρωποι. Εἴμαστε τοιοῦτοι ὅλοι, ἀνάξιοί της λευτεριᾶς.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἦρθαν ἀποστελμένοι ἀπὸ τοὺς Ἀντιπρέσβες, ἀπὸ ἕνας του κάθε ἑνοῦ, καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι τὸν Ἀγουστίνο τὸν ἀναγνωρίσανε Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμεν κ᾿ ἐμεῖς, εἰδὲ θὰ μᾶς χτυπήσουνε. Τοὺς εἴπαμεν· «Βαρεῖτε ὅσο θέλετε! Εἶναι τὸ μόνον ἀδύνατον πλέον ἀπὸ αὐτείνη τὴν φάρα νὰ ἰδοῦμε εἰς τὴν πατρίδα μας· καὶ κοπιάστε καὶ βαρεῖτε· κι᾿ ἂν δὲν κοπιάσετε ἐσεῖς μὲ τὸν νέον Κυβερνήτη ὁποῦ ἀναγνωρίσετε, τότε θὰ ῾ρθούμεν ἐμεῖς νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ. Ὁ βρεμένος τὴν βροχὴ δὲν τὴν φοβᾶται – καὶ κοπιάστε εἰς τὴν δουλειάν σας. Δὲν ἔχομεν ἄλλη ὁμιλία». Καὶ σηκώθηκαν καὶ φύγαν κ᾿ οἱ τρεῖς ὁ Ροῦσσος, ὁ Ἄγγλος, ὁ Γάλλος. Ἀφοῦ πῆγαν εἰς τοὺς ἀνωτέρους τους καὶ τοὺς ἀνάφεραν τί τοὺς εἴπαμεν, ὅτι θέλαν μὲ φοβέρες νὰ μᾶς γυρίσουν ῾στὰ θελήματά τους, ἀφοῦ τοὺς εἶπαν αὐτὸ οἱ ἀποστελμένοι τους, μᾶς καταδίκασαν εἰς θάνατο ὁ Ἀγουστίνος, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Τζαβέλας κι᾿ ὁ Μεταξάς. Τότε μας στέλνουν ἕναν δάσκαλον ἀπὸ τὴν Μπαυαρία, Θίρσιον τὸν λένε· ἦρθε κι᾿ αὐτὸς καὶ μᾶς λέγει· «Ἦρθα ἀποστελμένος νὰ σᾶς εἰπῶ νὰ ὑποταχτῆτε, ἀλλά σας λέγω νὰ μὴν ὑποταχτῆτε, ὅτι τ᾿ Ἀγουστίνου τὸ μέρος εἶναι ὅλοι κλέφτες κι᾿ ἅρπαγοι. Ὅσοι κάτοικοι εἶναι μ᾿ αὐτοὺς τοὺς γύμνωσαν ὅλους. ῾Στὸ δικό σας τὸ μέρος ὅλους τους ρώτησα καὶ εἶναι πολλὰ εὐκαριστημένοι· κάνουν τὰ ζευγάρια τους καὶ βόσκουν τὰ ζωντανὰ τοὺς ἔξω καὶ δὲν τοὺς πείραξε κανένας. Ρώτησα ὅλους κ᾿ εἶναι εὐκαριστημένοι. Κι᾿ ὅσοι εἶναι μὲ τὴν Κυβέρνησιν γυμνώθηκαν ὅλοι. Ἐγὼ φεύγω σήμερα καὶ πάγω νὰ εἰπῶ αὐτὰ τῶν Ἀντιπρέσβεων, μᾶς λέγει ὁ Θίρσιος· καὶ θὰ μιλήσω κι᾿ ὅλου ἐκεινοῦ τοῦ λαοῦ νὰ ἔρθουν μετ᾿ ἐσᾶς καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτούς. Καὶ σὲ δυὸ ἡμέρες ἢ τρεῖς νὰ κινήσετε δι᾿ Ἀνάπλι καὶ νὰ πάρετε ἀπὸ μία ἐλιὰ εἰς τὸ χέρι σας». Σηκώθη κ᾿ ἔφυγε. Κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ ἀφήσαμεν τὸν Βάσιον εἰς τὴν θέσιν τῶν Μεγάρων καὶ πήραμεν ἀπὸ μίαν ἐλιὰ εἰς τὸ ῾να χέρι, καθώς μας εἶπε ὁ Θίρσιος, καὶ ῾στ᾿ ἄλλο βαστούσαμεν τὸ ντουφέκι καὶ τὸ σπαθὶ καὶ πήγαμεν εἰς τὸ Λουτράκι. Ἐκεῖ κατέβηκαν κι᾿ ἀπὸ τῆς Περαχῶρες ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι. Τὸ ὅλο ἤμασταν ὡς χίλιοι ἄνθρωποι. Μείναμεν τὸ βράδυ εἰς τὸ Λουτράκι καὶ κοιμηθήκαμεν· ἀπάνου ὁποῦ θὰ κοιμηθοῦμεν μαθαίνομε εἰς τὰ τείχη τοῦ Ἰσθμοῦ τὸ ῾πιασαν ἀπὸ τοὺς ἀναντίους ἡ καβαλλαρία, ὁ Καλλέργης κεφαλή, τὸ ταχτικὸν ὅλο τὸ πεζικόν, ὁ ἀδελφός μου Νικήτας τοῦ ἄταχτου ἀρχηγός. Ρίξαν καμπόσους ντουφεκισμοὺς νὰ μᾶς σκιάξουν. Ἐμεῖς ἐνθουσιασμένοι σὰν τὸν Λεωνίδα μὲ τοὺς Πέρσας, θέλαμεν τὴν λευτεριά μας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς συναγωνιστᾶς μας. Ἀπὸ ποιούς; Ἀπὸ τὸν Νικήτα τὸν Τουρκοφάγο – κ᾿ ἔγινε λευτεροφάγος, ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Καλλέργη – ποιὸς μέτραγε τῆς ἀκαθαρσίες τῆς Εὐρώπης; Αὐτεῖνοι ἦρθαν διὰ τύχη κι᾿ ὄχι διὰ λευτεριά. Κοιμηθήκαμεν τὸ βράδυ. Ξημέρωσε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα· μπονόρα μας ἦρθαν – ὁποῦ εἶχαν μείνη εἰς τὰ Μέγαρα καὶ τότε ἔρχονταν – ὁ Δυοβουνιώτης κι᾿ ὁ Βάγιας μὲ καμμιὰ ἑκατὸν πενηνταριὰ ἀνθρώπους. Αὐτεινῶν τῶν ὀλίγων τους ρίχτηκαν πεζούρα καὶ καβαλλαρία, τὸ ταχτικὸν καὶ ἄταχτον, ἀπάνου ἀπὸ πέντε χιλιάδες. Τότε βλέποντας ἐμεῖς πετάξαμεν τῆς ἐλιές, ὁποῦ βαστούσαμεν κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ Θίρσιου, καὶ πιάσαμεν τὸ σπαθὶ καὶ ῾σ ἕνα κάρτο τοὺς πιάσαμεν τοὺς περισσότερους ζωντανοὺς – καὶ ἦταν ντυμένοι καὶ βρέθηκαν γυμνοὶ καθὼς τοὺς ἔκαμεν ἡ μάννα τους. Καμμίαν πενηνταριὰ εἶχα τριγύρω τ᾿ ἄλογό μου καὶ τοὺς ἀπαντοῦσα μὲ μεγάλα κλάματα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ γύρευαν νὰ τοὺς γυμνώσουνε. Ὅτι γνωριζόμουν μὲ τοὺς περισσότερους καὶ λυπέταν ἡ ψυχή μου. Τοὺς πήραμεν καὶ πήγαμεν ῾σ ἕνα χωριὸν καὶ μείναμεν· καὶ μιλήσαμεν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς δώσαν τὰ σκουτιά τους ὀπίσου καὶ τὰ χερότερα ἄρματα τοῦ πεζικοῦ τοῦ ταχτικοῦ καὶ τ᾿ ἀρχηγῶν τους. Τότε ὁ Καλλέργης κι᾿ ὁ Νικήτας πῆραν τὸ φύσημά τους εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἶπαν αὐτὰ τ᾿ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ Τζαβέλα. Καὶ πῆραν τὸ φύσημά τους ὅλοι εἰς τὴν Καρύταινα.<br />
Τότε προχωρέσαμεν. Κοιμηθήκαμεν εἰς τὸν Ἀϊβασίλη – κι᾿ ἀπὸ ῾κει εἰς Ἄργος. Βήκαν οἱ κάτοικοι καὶ μᾶς καρτέρεσαν μὲ δάφνες κι᾿ ἄλλα. Βαστήσαμεν κ᾿ ἐμεῖς μίαν εὐταξίαν, πάγει εἰς τὰ Μέγαρα καὶ γύρισμα δὲν ματαγένεταν – ὅσοι εἴχαμεν συνείδησιν· οἱ ἀσυνείδητοι ἦταν ὀλίγοι. Ἀφοῦ μάθαν τὴν διάλυσίν τους ὅλως διόλου ὁ νέος Κυβερνήτης καὶ οἱ ἀρχηγοί του, πάνε νὰ πεθάνουν. Τότε οἱ Ἀναπλιῶτες λένε τοῦ νέου Κυβερνήτη νὰ ξεκυβερνήση, ν᾿ ἀπαρατηθῆ. Τὸν ἔβγιασαν κι᾿ ἀπαρατήθη. Καὶ διόρισαν κυβερνῆτες Κολοκοτρώνη, Κωλέτη, Μπουντούρη, Ζαΐμη, Μεταξά. Ἐμεῖς δὲν θέλαμεν Κολοκοτρώνη, Ζαΐμη, Μπουντούρη, ὅτι ἦταν διπρόσωποι. Τότε κινήσαμεν διὰ τ᾿ Ἀνάπλι. Ἦταν γιομάτη ἡ Πρόνοια ἀπὸ ἐκείνους. Ἀφοῦ πλησιάσαμεν κοντὰ εἰς τὴν Πρόνοια – καὶ ἦταν φιλονεικίες γυναικίσες, ἄναντρες – μπήκαμεν μέσα καὶ κυργέψαμεν κ᾿ ἐκεῖ χωρὶς ντουφέκι. Εἰς τὸ σπίτι τοῦ Καλλέργη ἦταν ἡ καβαλλαρία καὶ χρήματα ἐθνικά. Τότε μὲ περικαλεῖ ὁ Θίρσιος καὶ οἱ Ἀντιπρέσβες νὰ τὸ προφυλάξω. Τὸ ῾πιασα καὶ τὸ βάσταζα δεκάξι ἡμέρες καὶ τὸ παράδωσα χωρὶς νὰ λείψη μία τρίχα. Δὲν ἤθελα χρήματα καὶ βιό, ἤθελα σύνταμα διὰ τὴν πατρίδα μου, νὰ κυβερνηθῆ μὲ νόμους κι᾿ ὄχι μὲ τὸ «ἔτζι θέλω». Ὅμως ὁ Καλλέργης εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ οἱ συντρόφοι του δὲν μ᾿ ἄφησαν οὔτε στάχτη εἰς τὸ σπίτι μου. Καὶ μᾶς καταδίκασαν ὅλους εἰς θάνατο, διατὶ δὲν σταθήκαμεν εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ μᾶς σκοτώση ὁ Ἀγουστίνος Καποδίστριας.<br />
Τότε ὁποῦ εἴμαστε εἰς τὴν Ἄργεια, ζήτησαν οἱ Ἀντιπρέσβες νὰ μπῆ ὁ Κωλέτης μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι μὲ δέκα πολιτικοὺς καὶ μὲ μίαν στρατιωτικὴ ἐπιτροπή. Διόρισαν τὸ Ντεληγιώργη, τὸν Βάγια κ᾿ ἐμένα καὶ μπήκαμεν. Μᾶς καρτέρεσαν οἱ πολίτες μὲ τὸ «ζήτω». Ὁ νέος καὶ πεσμένος Κυβερνήτης τήραγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι. Πήγαμεν ῾στοῦ Ντώκινς τοῦ Ἀντιπρέσβυ τῆς Ἀγγλίας κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τῆς Γαλλίας, τὸν Ρουᾶν. Κ᾿ ἐκεῖ φιλονικήσαμεν καμπόσες ἡμέρες διὰ τ᾿ ἄτομα τῆς Κυβερνήσεως, ἢ θὰ φύγωμεν ἔξω πίσου. Τότε συνφωνήσαμεν Κουντουργιώτη, Κωλέτη, Ζαΐμη, Μεταξά, Ὑψηλάντη, Κολιόπουλο, Μπότζαρη. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα καὶ τὸν Γρίβα καὶ πήγαμεν εἰς τὴ Νύδρα καὶ φέραμεν τὸν Κουντουργιώτη εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ὁ Ἀγουστίνος πῆρε τὸ λείψανο τοῦ ἀδερφοῦ του καὶ μπῆκε ῾σ ἕνα Ρούσσικον καράβι καὶ κάθεταν· καὶ πρόσμενε νὰ ῾περισκύση τὸ μέρος του, νὰ κοπιάση ὀπίσου. Τότε οἱ συντρόφοι τοῦ οἱ δολεροὶ μπάζαν ἀνθρώπους κρυφίως ἀπὸ τὰ Πέντε Ἀδέρφια κι᾿ ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ γιόμοζαν τὰ σπίτια τοῦ Ζαΐμη, τῶν Κολοκοτρωναίων, τοῦ Μεταξά, ὁλουνῶν αὐτεινῶν. Ὁ Ζαχαρόπουλος κι᾿ ἄλλοι φίλοι μου μοῦ τὸ εἶπαν. Τῆς ἀρχὲς τῆς πολιτικὲς καὶ στρατιωτικὲς δὲν τῆς ἀλλάξαμεν, ἦταν ἐκεινῶν. Πιαστήκαμεν μὲ τὸν Ζαΐμη, ὁποῦ πήγαμεν εἰς τὸ σπίτι του μὲ τὸν Κουντουργιώτη. Εἶπε· «Αὐτὰ ὅλα τὰ κάνει ὁ Μακρυγιάννης. – Τοῦ εἶπα, ἐγὼ τὰ κάνω! Δὲν μοῦ τρῶς τὸ κεφάλι μου μὲ τοὺς μπακάληδες τ᾿ Ἀναπλιού. Αὔριον βγαίνω εἰς τὴν Πρόνοια, κι᾿ αὐτεῖνοι ἐδῶ ἂς πιστεύουν ἐσένα». Γγίχτηκα καὶ μὲ τὸν Κουντουργιώτη. Τὴν αὐγὴ μαζώχτηκαν εἰς τὸ παλάτι ὅλοι οἱ κυβερνῆται. Ἔρχονται οἱ φίλοι καὶ πιάνουν ὅλα τὰ τρογυρινὰ σπίτια· καὶ σύναζαν ἄρματα καὶ πολεμοφόδια· καὶ ἦταν καὶ οἱ καβαλλαραῖοι ἐκεῖ πεζοί, ὅτι τ᾿ ἄλογά τους τὰ πῆρε ὅλα ὁ Γρίβας κι᾿ ἄλλοι. Οἱ καβαλλαραῖοι μὲ τὸν ἀρχηγὸ τοὺς Καλλέργη πῆγαν κρυφίως κι᾿ ἄνοιξαν τὴν ὀπλοθήκη (κι᾿ ὁ φρούραρχος ἦταν δικός τους) καὶ κουβαλοῦσαν κρυφίως καραμπίνες. Ἐγὼ εἶχα φίλους καλούς, ὁποῦ ἤμαστε ἀπὸ πρωτύτερα μαζί, μοῦ τὸ εἶπαν καὶ καταξοχὴ ὁ ἀγαθὸς πατριώτης καὶ τίμιος ἄνθρωπος ὁ Σελαϊδὴς Σελαϊδόπουλος – τὸν ἔστειλα καὶ τοὺς εἶδε καὶ μὸ ῾φερε χαμπέρι. Τότε ἐκεῖ ὁποῦ διάβαιναν μὲ τῆς καραμπίνες κρυμμένες εἰς τῆς καπότες τους ἀπὸ κάτου τοὺς πιάσαμεν. Πῆγα κ᾿ ἔβγαλα τοὺς κυβερνῆτες ἔξω καὶ τοὺς εἴδαν· καὶ τότε ξεβρακώθηκαν ὅλοι· καὶ κατάλαβαν τὴν ἀλήθεια. Καὶ τότε ἀλλάξαμεν τὸν φρούραρχον, διοικητή, ἀστυνόμο κι᾿ ἄλλους. Καὶ γλυτώσαμεν τὰ κεφάλια μας – θὰ μᾶς σκότωναν ὅλους μ᾿ ἀπιστιά. Τότε τοὺς βγάλαμεν ὅλους ἔξω. Καὶ μ᾿ αὐτὰ ῾περίσκυσε ὁ Κωλέτης. Καὶ στείλαν καὶ ἦρθαν Γαλλικὰ στρατέματα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ὁποῦ ἦταν εἰς τὰ κάστρα. Τ᾿ Ἀνάπλι πρέπει νὰ εὐγνωμονῆ εἰς τὸν Κωλέτη, ὅτι θὰ πάθαιναν ὅ,τι ἔπαθαν καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τῆς πατρίδας. Αὐτεῖνοι οἱ γενναῖγοι ἄντρες οἱ Γάλλοι βάσταξαν τὴν ἡσυχίαν. Χάριτες τοὺς χρωστάγει ἡ πατρίδα αὐτεινῶν τῶν γενναίων ἀντρῶν, καὶ γκενεραλαίων κι᾿ ἀξιωματικῶν, γκενερὰλ Γκενῶ καὶ γκενερὰλ Κορβὲ κι᾿ ἀλλουνῶν.<br />
Λέγω εἰς τοὺς ἀναγνῶστες, ἀρχὴ ὁποῦ πήγαμεν εἰς τὰ Μέγαρα καὶ οὖθεν πέρασαν συνταματικοὶ ἄνθρωποι δὲν πείραξαν μίαν τρίχα, ἀλλὰ νηστικοί, ξυπόλυτοι νόμους ἔλεγαν νὰ γένουν. Καὶ οἱ καϊμένοι οἱ κάτοικοι τὴν ἴδια ἀρετὴ εἶχαν καὶ πατριωτισμόν. Ὁ εὐλοημένος λαὸς τῆς Ἑλλάδος περιποιέταν τὸν συναδελφὸν τοῦ μ᾿ ὅ,τι τοῦ βρίσκεταν· καὶ γύρευαν Ἐθνικὴ Συνέλεψη. Αὐτείνη τὴν εὐταξίαν καὶ τὴν ἀρετὴ τὴν ζήλεψαν οἱ ἀναντίοι, ὅτ᾿ εἶχαν κάμη μεγάλες κατάχρησες. Μάθαμεν ὅτι ἔρχεται βασιλικὴ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ τηράγη ὅσο νὰ ῾ρθῆ ὁ βασιλέας. Τότε διὰ νὰ ρίξουν τὴν κατηγόρια γενικῶς ὅσα στρατέματα εἶχαν αὐτεῖνοι διαλύθηκαν καὶ ἦρθαν μετ᾿ ἐμᾶς. Ἦταν ὁ Χατζηπέτρος μ᾿ ἑφτὰ ἀνθρώπους, τώρα ἔγινε μὲ πεντακόσους· πῆρε γυμνώνοντας ἀπὸ τὴν Κόρθο ὡς τὸ Γαστούνι. Κι᾿ ἀφάνισαν τοὺς κατοίκους. Ὁ Τζαβέλας ἔπιασε τὸ μέρος τῆς Πάτρας, οἱ Γριβαῖγοι τ᾿ Ἄργος κι᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη – ὁ καθεὶς ἔπιασε τὸ δικό του. Μὲ διόρισαν κ᾿ ἐμένα μὲ τὸ Ντεληγιώργη κι᾿ ἄλλους καὶ πήγαμεν εἰς Τροπολιτζά· μ᾿ ἔκαμαν ἀρχηγὸν τῆς θέσης. Ἦταν κι᾿ ἄλλα ἀσκέρια πλῆθος ἐκεῖ καὶ εἰς τὰ χωριά. Τοὺς μεράζαμεν ταχτικῶς τὴν ζωοτροφή τους μὲ τὸν διοικητή. Ἔστειλα εἰς τῆς σπηλιὲς κ᾿ ἐρημιὲς καὶ σύναξα τοὺς δυστυχεῖς κατοίκους καὶ πῆγε καθένας εἰς τὸ σπίτι του, χώρα καὶ χωριά, καὶ τήραγαν τὴν δουλειά τους· καὶ ἦταν πολὺ εὐκαριστημένοι.<br />
Σταθήκαμεν καμπόσον καιρόν· ἡ κακή μου τύχη, ἀρρώστησα βαρέως καὶ ἦρθα ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ μὲ πρόφτασαν οἱ γιατροὶ μὲ μπάνια κι᾿ ἄλλες κοῦρες. Ὅτι μου ἔγινε ἕνα λιθάρι εἰς τὴν κοιλιὰ ἐξ αἰτίας τὸ χιόνι ὁποῦ μὲ πλάκωσε εἰς τὸ Ντερβένι, εἰς τὸν Ἀγέρα, καὶ πρήστηκα ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς. Ἄφησα ἐκεῖ, εἰς Τροπολιτζά, τὸ σῶμα μου καὶ κατέβηκα ἐγὼ εἰς Ἀνάπλι. Ἀφοῦ ὁ καθεὶς γύμνωνε, τοῦ Κριτζώτη τὸ σῶμα ἔπιασε τὴν Περαχώρα, ἐκείνους ὁποῦ μας δίναν τὴν φωτιά τους, τὸ ψωμί τους, τὸ κρασὶ τοὺς – διὰ τὴν εὐκαρίστησιν τοὺς ἔπιασαν καὶ τοὺς παίδευαν κι᾿ ἀπὸ τὸ παίδεμα τὸ πολὺ τοὺς βγάλαν καὶ τὰ μάτια.<br />
Πῆρε ὁ καθεὶς τὸ μέρος τοῦ κ᾿ ἔτρωγε ἀνθρώπους. Ἐγὼ μὲ τὸ Ντεληγιώργη εἴχαμεν ἕνα σῶμα περίτου ἀπὸ πεντακόσους ἀνθρώπους. Ἦρθε ὁ Ἐπιθεωρητὴς νὰ μᾶς ῾πιθεωρήση. Βάλαμεν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν λίνια. Τοὺς λέγω· «Νὰ εἶναι ἀναθεματισμένος ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης ὁποῦ δὲν θὰ εἰπῆ τὴν ἀλήθεια, ποιὸν καιρὸν ἦρθε μαζί μας, καὶ ἂν εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν λίνια ξένος ἄνθρωπος ὁποῦ μετριέται διὰ ὠφέλεια δική μας». Ὁρκίστηκαν ὅλοι. Τοὺς μέτρησε. Κάνει ἕνα φκαριστήριον ῾σ ἐμᾶς καὶ μίαν ἀναφορὰν εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ λέγει τὸ παράδειμά μας. Διόρισε ἡ Κυβέρνηση ὅλα τὰ σώματα νὰ λάβουν ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ πενήντα φοίνικες. Μᾶς ἔρριξαν ἐμᾶς νὰ τοὺς λάβωμεν ἀπὸ τὴν Σπάρτη· ἔστειλαν ἐκεῖ κι᾿ ἄλλα σώματα. Δὲν πήραμεν ἐμεῖς οὔτε τὰ μισά. Ἐγὼ ἤμουν ἀστενής. Ἦρθε κι᾿ ὁ Ντεληγιώργης, πήγαμεν εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ εἴπαμεν αὐτό, νὰ γένη κάνας τρόπος, καὶ πήγαμεν εἰς τὸν Μεταξᾶ ὡς μέλος κυβερνητικόν, τοῦ εἴπαμεν αὐτό, δείξαμεν καὶ τὸ ἔνγραφο τοῦ Ἐπιθεωρητῆ καὶ τῶν πολιτῶν τὴν μεγάλη εὐκαρίστησίν τους. Τοῦ λέμεν· «Ἐμεῖς σταθήκαμεν μὲ τὴν εὐταξίαν καὶ δὲν κάμαμεν ὅ,τι ἔκαμαν οἱ ἄλλοι, πολλοί». Μᾶς ἀποκρίνεται ὁ Κόντε Μεταξάς· «Ἤσταν ἀνάξιοι καὶ δὲν κάμετε». Ὁρίστε κυβερνῆται, ὁρίστε ἀρετή! Αὐτεῖνοι κάμαν τοὺς ἀνθρώπους, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς, μὲ χωρὶς ἀρετή. Μ᾿ ἑφτακόσους ἀνθρώπους δὲν γυμνώναμεν ὅσους θέλαμεν! Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ κυβερνῆται μας, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, καὶ μή σας κακοφαίνεται ἂν ἡ πατρίδα πάθη. Διὰ νὰ σημειώνω ῾σ τὰ πενήντα ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔμαθα ῾στὰ γεράματα γράμματα.<br />
Ἀφοῦ κυβερνήσαμεν οἱ στρατιωτικοὶ τὴν Πελοπόννησο, θέλει ὁ κύριος Κωλέτης νὰ κυβερνήση καὶ τὴν Ρούμελην. Τότε στέλνει εἰς Μισολόγγι ἕναν διοικητὴ προκομμένον σὰν αὐτόν, Γιάγκο Σοῦτζο τὸν λένε· ρωτᾶτε ποιὸς εἶναι καὶ τὸν μαθαίνετε. Ἀφοῦ πῆγε αὐτὸς εἰς τὸ Μισολόγγι κ᾿ ἑτοίμασε μπερμπάντες ἐκεῖ πολλούς, ὕστερα ὁ Κωλέτης ἔστειλε καὶ τὸν Γαρδικιώτη Γρίβα καὶ μπαίνει μὲ προδοσὰ μέσα εἰς τὴν χώρα μὲ τὸ σῶμα του καὶ δίνουν ἕνα γύμνωμα ἀπὸ πράμα καὶ τιμὴ τῶν δυστυχισμένων Μισολογγίτων, ὁποῦ ζητοῦσαν τοὺς Τούρκους· ὅτι δὲν ἔπαθαν περισσότερα ἀπὸ ἐκείνους.<br />
῾Σ τὴν ἴδια στιμὴ στέλνει καὶ τὸν ἄλλον Γρίβα Θοδωράκη εἰς τὴν Τροπολιτζά· μ᾿ ὅλον ὁποῦ τοῦ διαλύσαμεν τὸ περισσότερό του σῶμα καὶ μείναν ὡς τρακόσοι ἄνθρωποι μαζί του, διὰ νὰ γλυτώσουμεν τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὸ γύμνωμα, μ᾿ ὅλον τοῦτο ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς Τροπολιτζῶτες ὅ,τι ἔπαθαν καὶ οἱ Ἀργίτες (ὁποῦ ῾χε ὁ Γρίβας τῆς προσόδους τ᾿ Ἄργους)· καὶ γάτες βάλθηκαν εἰς τῶν γυναικῶν τὰ κορμιὰ κι᾿ ἀνθρώπων δολοφονίες ἔγιναν. Μαζώχτηκαν οἱ Πελοποννήσιοι ἀναντίον τους, πολέμησαν καμπόσο, σκοτώθηκαν ἀπὸ τὸ ῾να μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο εἰς Τροπολιτζὰ καὶ ἦρθε πίσου εἰς τ᾿ Ἄργος ὁ Γρίβας.<br />
Οἱ κυβερνῆται μας ἦταν γιομάτοι δόλο καὶ ἀπάτη. Τὴν Συνέλεψη τὴν πήγαιναν ὅλο ῾σ τὸ μάκρος. Τότε εἶδαν οἱ πληρεξούσιοι αὐτείνη τὴν ἀπάτη ὁποῦ κάναν εἰς τὴν πατρίδα τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο κ᾿ ἑνώθηκαν καὶ τὰ δυὸ μέρη καὶ ζήτησαν ἐπιμόνως καὶ συνεδριάσαν. Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη τὰ 1832 Ἰουλίου 14. Ὁρκίστηκαν καὶ μίλησαν διὰ τὴν γενικὴ ἕνωση τῆς πατρίδος κ᾿ ἔγραψαν παντοῦ νὰ ἡσυχάσουνε τὰ πάθη. Ἔγινε πρόταση νὰ ῾ρθῆ καὶ βασιλέας εἰς τὴν πατρίδα. Καὶ διὰ τὴν ἕνωσιν καὶ βασιλέα ἐχάρηκαν ὅλοι. Διόρισαν καὶ τὸν Ζέρβα τὸ Νικολὸ φρουρὰ τῆς Συνέλεψης μὲ τετρακόσιους ἀνθρώπους. Καὶ ἦταν αὐτὸ ἡ θέληση τοῦ Κωλέτη. Οἱ πληρεξούσιοι εἶναι ὅλοι μὲ ῾λικρίνειαν καὶ μιλοῦν πατριωτικῶς διὰ τὰ δίκια τῶν ἀγωνιστῶν καὶ χηρῶν κι᾿ ἀρφανῶν – καὶ τὰ δίκια τοῦ βασιλέως νὰ εἶναι γερά, καθὼς καὶ τὸ Ἔθνος καὶ οἱ βουλὲς νὰ ἐπιστηρίξουν αὐτά. Ἦταν καμπόσοι πληρεξούσιοι ὁποῦ ἦταν μέλη τῆς Κυβερνήσεως, κι᾿ αὐτεῖνοι δὲν θέλουν ποτὲς ἡσυχίαν καὶ δικαιοσύνη. Γύρισαν καὶ καμπόσους ὅμοιούς τους καὶ πάσκιζαν νὰ μείνη ἡ Συνέλεψη ἀτελείωτη ὅσο νὰ ῾ρθῆ ὁ βασιλέας. Αὐτό μου τὸ εἶπε καὶ ὁ Θίρσιος· καὶ μὲ περικάλεσε νὰ μιλήσω καὶ ν᾿ ἀντενεργήσω κ᾿ ἐγώ. Τότε τοῦ εἶπα, οὔτε μιλῶ παρόμοιον, οὔτε θέλω καὶ τὴν φιλίαν τοῦ ἄλλη φορά· ὅτι βλέπω κι᾿ αὐτὸς εἶναι δολερός. Τὸ εἶπα καμποσουνῶν αὐτό· ὅμως ἦταν μαγειρεμένο ἀπὸ πολλοὺς καὶ δὲν ἄκουγαν. Ἦταν σύνφωνοι ὁ Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Μπότζαρης, Ζαΐμης, Μεταξάς, Ζωγράφος, Μπουντούρης, Κλωνάρης, Κωλέτης. Ὁ Κολιόπουλος, ἀφοῦ ἦταν σύνφωνος κι᾿ αὐτός, ἐρέθιζε καὶ τοὺς στρατιωτικοὺς – αὐτός, ὁ Καλλέργης, ὁ Τζόκρης ρέθιζαν τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ τοὺς φέρναν κ᾿ ἔκοβαν τὸ νερὸ τοῦ Ἀναπλιοῦ καὶ πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι τῆς δίψας· καὶ πλερώνονταν ὅ,τι ζητούγαν. Τότε τ᾿ ἄφιναν αὐτεῖνοι, ἔρχονταν ἄλλοι. Καὶ τὸ νερὸ κατάντησε πραμάτεια. ῾Σ τὸ ἄλλου ὑστερνὸ πλέρωσαν τὸν φρούραρχον τῆς Συνελέψεως, τὸν Ζέρβα – τὸ ῾δωσαν τρεῖς χιλιάδες ῾κοσιάρια, κι᾿ ἀφάνισε τὴν πατρίδα. Αὐτὸ ὁ κύριος Κωλέτης πολιτικῶς τὸ περίθαλπτε καὶ μυστικῶς. Ἀφοῦ πῆγαν οἱ πληρεξούσιοι καὶ συνεδρίασαν, ἅπλωσαν ἄνθρωποι τοῦ ἀρχηγοῦ Ζέρβα καὶ τοῦ Κριτζώτη, κάποιος Κοντούλης καὶ Καζάνης κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί του, πιάσαν τοὺς πληρεξούσιους καὶ τοὺς δέσαν – καὶ τοὺς ξαγόρασαν ἀπὸ αὐτούς. Ἐγὼ ἤμουνε ἄρρωστος – τὸ σῶμα μου τὸ εἶχα εἰς τὴν Τροπολιτζά· ἀφοῦ τό ῾μαθα, πάγω ἀνταμώνω τὸν Κριτζώτη καὶ Ζέρβα καὶ τοὺς λέγω· «Τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ γίνηκε ‘στὴν ἡμέρα μας; Ποιὰ ἱστορία τὸ λέγει; Καὶ τί καθόμαστε καὶ δὲν πάμεν νὰ πεθάνωμεν;» Τότε μου λένε· «῾Σύχασε σὲ μίαν μεριά· εἶναι συντρόφοι μας». Θερμάθηκα κ᾿ ἦρθα μέσα· καὶ ξανακύλισα. Ἔγινε αὐτὸ τὰ 1832 Αὐγούστου δέκα, Τετράδη ἡμέρα, θανάτωσαν τὴν πατρίδα, ὁποῦ τὰ αἵματα ὁποῦ χύθηκαν δι᾿ αὐτείνη κι᾿ ὅσες χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ μείναν νὰ τοὺς ἔχουν εἰς τὸν λαιμό τους οἱ αἴτιοι αὐτεινοῦ τοῦ μεγάλου κακοῦ, οἱ νεκροθάφτες τῆς πατρίδας.<br />
Ἀφοῦ ἡ ἀρετή μας ἦταν τοιαύτη καὶ θὰ τρωγόμαστε ἀναμεταξύ μας, συνάχτηκαν ὅλοι καὶ διόρισαν μίαν ἐπιτροπὴ τὸν Μιαούλη, τὸν Κολιόπουλον καὶ Μπότζαρη, αὐτοὺς ὁποῦ κάναν ἐκείνη τὴν δούλεψη, νὰ πᾶνε νὰ φέρουνε τὸν βασιλέα. Τότε τὰ στρατέματα μαζωχτήκαμεν ῾σ ἕνα μέρος καὶ διόρισα μίαν ἄλλη ἐπιτροπὴ τὸν Κανέλλο Ντεληγιάννη κ᾿ ἐμένα νὰ τοὺς μιλήσωμεν. Δὲν ἤμαστε εὐκαριστημένοι νὰ πᾶνε αὐτεῖνοι διὰ τὸν βασιλέα. Ἠθέλαμεν καθένας τὸ κέφι του νὰ κάμωμεν. Τότε, διὰ νὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας, πήγαμεν καὶ μιλήσαμεν μὲ τοὺς φρόνιμους ἀνθρώπους καὶ μείναμεν σύνφωνοι νὰ πᾶνε οἱ ἴδιγοι, νὰ τελειώσουνε τὰ δεινά της πατρίδος. Καὶ πῆγαν οἱ τρεῖς. Τότε γγιχτήκαμεν μὲ τοὺς δικούς μας, ὅτι δὲν διαμαρτυρηθήκαμε – ν᾿ ἀνοίξωμεν νέα δεινὰ διὰ τὴν πατρίδα! Ζητούσαμεν ὁ καθένας νὰ πάμεν ἐπιτροπὴ ἀπὸ ῾μας καὶ διὰ κεῖνο γυρεύαμεν τῆς διαμαρτύρησες.<br />
Ἀφοῦ φύγαν οἱ στελμένοι διὰ τὸν βασιλέα, μιλήσαμεν πίσου οἱ στρατιωτικοὶ νὰ πάγη μία ἐπιτροπὴ νὰ μιλήση μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, μὲ τὸν Τζαβέλα κι᾿ ὅλη τους τὴν συντροφιά, ὁποῦ ἦταν ῾στὸ Κυβέρι καὶ ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη, νὰ ἑνωθοῦμε καὶ τὰ δυὸ μέρη καὶ νὰ κάμωμεν μίαν ἐπιτροπὴ νὰ διατάξη τ᾿ ἀσκέρια νὰ σταθοῦνε ῾σ ἕνα μέρος, νὰ ῾ρθῆ ὁ βασιλέας νὰ μὴν εὕρη τοὺς κατοίκους γυμνωμένους καὶ καταπλακωμένους, ἀλλὰ νὰ παίρνωμεν κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ μὴ βιάζωμεν τοὺς ἀνθρώπους. Τότε διορίσανε τὸν Νότη, τὸν Βαλτηνὸ κ᾿ ἐμένα καὶ πήγαμεν εἰς τὸ Κυβέρι κι᾿ ἀνταμωθήκαμε ὅλοι καὶ συνφωνήσαμεν· καὶ πήγαμεν εἰς Ἄργος καὶ συστήσαμεν μίαν στρατιωτικὴ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ῾κονομήση τ᾿ ἀναγκαῖα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ βάλη τὰ σώματα εἰς χωριά. Διορίσαμεν τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Νότη, τὸν Κριτζώτη, τὸν Τζόκρη, τὸν Στράτον, τὸν Τζαβέλα, τὸν Χατζηχρῆστον καὶ μέρασαν τὸ κάθε σῶμα εἰς τὰ χωριά. Διόρισαν κ᾿ ἐμένα εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κόρθος.<br />
Ὅταν ζοῦσε ὁ Κυβερνήτης οἱ λησταὶ εἶχαν γυμνώση κάτι Γάλλους κ᾿ ἕναν ἀξιωματικὸν τὸν σκότωσαν εἰς τὸ ξύλον κάτου εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ὅταν ἦταν οἱ Γάλλοι εἰς τὰ κάστρα– τότε τοὺς λήστεψαν κιόλα. Γύρευαν ῾κανοποίηση οἱ Γάλλοι ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Ἡ Κυβέρνηση γιὰ τὰ μάτια παίδεψε τὸν δοικητὴ – κ᾿ οἱ ἔνοχοι ἦταν ἐλεύτεροι. Μαθεύτηκε αὐτὸ τότε κι᾿ ἀκολούθησαν καμπόσα. Κι᾿ ὅταν συνάχτηκαν εἰς τ᾿ Ἄργος οἱ Κολοκοτρωναῖγοι καὶ οἱ ἐδικοί μας, αὐτὸ γύρευαν νὰ τὸ ρίξουνε γενικῶς εἰς τὸ ἔθνος.<br />
Τὸν Γρίβα ὁ Κωλέτης σὰν τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Τροπολιτζὰ καὶ δὲν ἔκαμε τὴν ἐπιθυμίαν του, τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Ρούμελη καὶ μ᾿ ἀπάτη μπῆκε εἰς τ᾿ Ἀντελικόν, ἀφοῦ τὸν πολέμησαν οἱ ἔξω. ῾Στ᾿ Ἀντελικὸν ἦταν ἕνας δικός του Ἀλέξη Νούτζου καὶ σούντιτος Ρούσσος· καὶ εἶχε καὶ μεγάλη κατάστασιν. Ἦταν καλὸς κι᾿ ἄξιος ἀγωνιστής· τὸν εἶχε μαζί του ὁ Νοῦτζος εἰς τὸ στρατόπεδον· τὸν λέγαν Πράσινον. Τότε διὰ τὴν κατάστασίν του κι᾿ ἄλλα αἴτια τὸν σκότωσε ὁ Γρίβας καὶ τοῦ πῆρε τὸ βίον του. Καὶ κυβέρνησε καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ Ἀντελικοῦ, καθὼς κι᾿ ὁ Γαρδικιώτης τὸ Μισολόγγι. Ὁ Ἀντιπρέσβυς τῆς Ρουσσίας θέλει τὸν Πράσινον ἀπὸ τὸν Γρίβα καὶ Κυβέρνησιν – καθὼς εἴμαστε ἐμεῖς τώρα, δὲν φοβώμαστε κανέναν!<br />
Ἀφοῦ ἔγιναν αὐτὰ εἰς Ρούμελην, ἀπὸ τ᾿ Ἄργος, ὁποῦ ἦταν ὅλοι συνασμένοι οἱ στρατιωτικοὶ καὶ βρίσκονταν καὶ πολλὰ στρατέματα, στείλαν μίαν ἡμέρα τὸν Τζόκρη καὶ τὸν Στράτον νὰ ῾ρθούνε ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ μιλήσουνε κάτι εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Ὁ Τζόκρης εἶχε τὸ σπαθὶ ἐκεινοῦ τοῦ Φρατζέζου ὁποῦ γύμνωσαν εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Τότε ἀλκόντησαν τὸν Τζόκρη νὰ τὸν ρωτήσουνε διὰ τὸ σπαθί, ποὺ τὸ ηὖρε. Τὸ μαθαίνει αὐτὸ ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ὁ Τζαβέλας καὶ ἡ συντροφιὰ τοὺς ὅλη, βάνουν εἰς τὸ παιγνίδι καὶ τὸν Νότη, Χατζὴ Χρῆστον, Κριτζώτη κι᾿ ἄλλους δικούς μας καὶ γίνονται ἕνα νὰ πᾶνε εἰς τὴν Πρόνοιαν κι᾿ ἀλλοῦ καὶ εἰς τ᾿ Ἀγροκήπιον καὶ Κιόσκι πλησίον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ πολεμήσουνε τοὺς Φρατζέζους. Οἱ Φρατζέζοι, τῆς συμμαχίας ἄνθρωποι κ᾿ ἐφοδιασμένοι μὲ κανόνια, μὲ καβαλλαρία καὶ μ᾿ ὅλα του πολέμου, καὶ οἱ Ἕλληνες χωρὶς τὰ μέσα – νὰ πᾶνε νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Εἰς τὴν ὥρα ἐκείνη πῆγα κι ἐγὼ εἰς τ᾿ Ἄργος, ὁποῦ ἤμουνε εἰς Κόρθο, μοῦ λένε τὸ κίνημά τους. Τοὺς λέγω· «Διατὶ θὰ πᾶτε νὰ χαθῆτε ἀδίκως; Τ᾿ εἶναι τὸ αἴτιον; – Πιάσαν τοὺς ἀξιωματικοὺς Τζόκρη καὶ Στράτο εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. – Στείλετε νὰ ἰδῆτε πὼς τρέχει. –Λέγει ὁ Τζαβέλας, δὲν ἔχομεν ἀνάγκη νὰ στείλωμεν· κι᾿ ὅ,τι θὰ κάμωμεν ὅλοι θὰ κάμης κ᾿ ἐσύ», μοῦ λένε. Ἀνθρώπους δὲν εἴχα· μποροῦν νὰ μὲ σκοτώσουν, εἶπα. Καὶ φκειάναν ἕνα ἔνγραφον νὰ τὸ ὑπογράψουμε, ὅτ᾿ εἴμαστε ὅλοι σύνφωνοι. «Ἂς γένῃ, τοὺς λέγω κ᾿ ἐγώ, ὑπογράφομαι». Ἐκεῖ ὁποῦ φκειάναν τὸ γράμμα, κρυφὰ ἔφυγα, πῆγα εἰς τὸ κονάκι μου καὶ κλείστηκα μέσα, ἂν μὲ γυρέψουν ν᾿ ἀντισταθῶ. Ἔφκειασαν τὸ γράμμα καὶ ἦταν ὅλοι σύνφωνοι νὰ κινηθοῦν. Ἔστειλα κι᾿ ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Χατζὴ Χρῆστο καὶ Κριτζώτη. Ἔβαλα καὶ συνάχτηκαν κι᾿ ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ τοὺς λέγω· «Τ᾿ εἶναι αὐτὰ τὰ λάθη ὁποῦ κάνετε, ἀδελφοί; Τῆς Συμμαχίας τὰ στρατέματα θὰ βαρέσετε; Καὶ θὰ ματαϋπάρξη πατρίδα ἐλεύτερη; Κι᾿ αὐτεῖνοι ἔχουν τὸν καυγὰ ῾διαίτερον, καὶ νὰ τὸν πάρουμεν ἀπάνου μας ἐμεῖς καὶ νὰ τὸν φορτώσουμεν τῆς πατρίδος; Λέγω τῶν ἀξιωματικῶν, ἐμεῖς, ἀδελφοί, τρελλαθήκαμεν ἀπὸ τὰ πάθη μας –ἐσεῖς τί μας τηρᾶτε; Ποῦ θὰ ζήσετε; Σὲ ποιὰ πατρίδα θὰ ῾στε ἀξιωματικοὶ αὔριον; Ἐγὼ δὲν εἶμαι μὲ τὴ γνώμη σας, εἶμαι μὲ τοὺς Φρατζέζους». Τότε τοὺς ρίχτηκαν οἱ ἀξιωματικοὶ ἀπάνου τους καὶ στείλαν εἰς τοὺς Κολοκοτρωναίους ὅτι δὲν εἶναι σύνφωνοι. Καὶ τραβήχτηκαν ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. Αὐτεῖνοι ὁληνύχτα πιάσαν τ᾿ Ἀγροκήπιον καὶ Κιόσκι. Ἐγὼ πῆγα εὐτὺς εἰς τὸ κονάκι μου· καὶ πῆρα τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἦρθα εἰς Ἀνάπλι. Τὰ εἶπα τῶν Φρατζέζων. Αὐτεῖνοι τὸ ῾ξεραν κ᾿ ἑτοιμάζονταν. Τοὺς εἶπα ὅτι οἱ ἐδικοί μας δὲν εἶναι σύνφωνοι. Τότε γύρισαν τ᾿ ἀσκέρια τοὺς πίσου καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι, ὅτι τράβησαν χέρι οἱ ἐδικοί μας.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἀνταίνει ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Τζόκρης εἰς τ᾿ Ἄργος· καὶ εἶχαν ἕνα σῶμα μεγάλο – καὶ οἱ Φρατζέζοι ὀλίγοι. Καὶ τοὺς δίνουν αἰτίαν τῶν Φρατζέζων – καὶ βάνουν τὰ κανόνια καὶ ντουφέκια καὶ σκοτώνονται ἄντρες καὶ γυναικόπαιδα περίτου ἀπὸ τρακόσιοι. Τότε μου εἶπε ἡ Διοίκηση καὶ πῆρα τὸν Ντεληγιώργη καὶ Δανήλη Πανὰ καὶ πήγαμεν κι᾿ ἀνταμώσαμεν τοὺς γκενεραλαίους κι᾿ ἄλλους ἀξιωματικοὺς καὶ τοὺς μιλήσαμεν τὴν μεγάλη λύπη ὁποῦ δοκίμασαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Κυβερνήσεως καὶ οἱ πληρεξούσιοι κι᾿ ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀναπλιοῦ δι᾿ αὐτὸ τὸ τρελλὸ κίνημα αὐτεινῶν τῶν ἀνόητων, ὁποῦ πάντοτες ταράττουν τὴν ἡσυχίαν, καὶ ἤμαστε βοηθοὶ τοὺς ὅλοι μας. Τότε ἡσύχασαν· καὶ ἤρθαμεν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ Ἀνάπλι – καὶ ἂν κάμη χρεία νὰ τοὺς χτυπήσωμεν ὅλοι. Ὅμως ἐκεῖνοι οἱ γενναῖοι ἥρωες διαλύθηκαν κακῶς κακοῦ. Τότε καὶ ὁ εὐγενὴς Ζωγράφος βαλμένος ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, τοὺς συντρόφους του, κι᾿ ἀπὸ τὰ κακὰ τοῦ σπλάχνα ἔκαμεν μίαν προκήρυξη καὶ λέγει· «Ἀπὸ τὸν μικρότερον στρατιωτικὸν ὡς τὸν μεγαλύτερον εἶναι ὅλοι λησταί». Σύσταινε τὴν εὐγενείαν του – καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ καλοὶ καὶ παστρικοὶ τώρα ὁποῦ θὰ ῾ρθῆ ὁ βασιλέας, κι᾿ ὅλοι ἐμεῖς θερία. Τέτοιοι ἀγαθοὶ ἄνθρωποι εἶναι.<br />
Τότε μπαίνοντας ὅλοι αὐτεῖνοι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, εἶχαν καὶ τὴν προστασίαν τῶν Γάλλων, ἁρμάτωσαν ὅλους τους μπακάληδες μὲ σπαθιὰ καὶ πιστιόλες καὶ τοὺς εἶχαν οὐρά τους, ὁποῦ τοὺς φύλαγαν. Καὶ ξαρμάτωσαν ὅλους ἐμᾶς οἱ Φρατζέζοι· κι᾿ αὐτεῖνοι γκιζεροῦσαν μ᾿ ἑκατό, μὲ πενήντα ὁ καθείς. Μίαν ἡμέρα ἐβήκα ἔξω, καὶ εἶχε τὸ παιδὶ παρμένο τὸ σπαθί μου ἀπὸ κοντά. Τὸ πῆρε ἡ βάρδια ἡ Γαλλικὴ τὸ σπαθί· τὸ παιδὶ δὲν τὸ ῾δινε. Τὸ πῆρα καὶ τὸ ῾δωσα μόνος μου. Τότε παίρνω τὸν Κωσταντίνο Κλωνάρη, ὁποῦ ῾ξερε τὰ Γαλλικά, καὶ πήγαμεν εἰς τὸν κομαντάντη τῆς πιάτζας, καὶ τοῦ λέγω τοῦ Κλωνάρη· «Ὅσα θὰ εἰπῶ ἐγὼ εἶναι εἰς βάρος μου, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ – πὲς τοῦ κομαντάντη· Ποῖον βάρβαρον ἔθνος ἔκαμε ὅσα κάνει τὸ Γαλλικὸν ἔθνος ῾σ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες; Δὲν σεβάστη τὰ αἵματά μας ἐδῶ μέσα ὁποῦ πατοῦνε, ὁποῦ ἀχνίζουν ἀκόμα; Ὅλους μας ἔκαμαν ἄτιμους κι᾿ ἄναντρους καὶ μᾶς ξαρματώνουν μὲ τὴν δύναμή τους καὶ μᾶς κάνουν γυναῖκες. Καὶ τῆς γυναῖκες ἄντρες καὶ φρουρὰ τῆς Κυβέρνησής μας. Τὰ σπαθιὰ τῶν μπακάληδων φυλᾶνε τὴν Κυβέρνησίν μας, τὸ σπαθὶ τοῦ Νότη Μπότζαρη, τοῦ Φωτομάρα, τοῦ Κριτζώτη κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν ἀγωνιστῶν τά ῾χετε πεταμένα μέσα εἰς τὰ ὑπόγεια τῶν Βενετζάνων – σπαθιά μας καὶ ντουφέκια μας καὶ πιστιόλες μας. Σήμερα πάμεν νὰ πεθάνωμεν μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ μας κυβερνοῦνε, (μ᾿ αὐτοὺς τοὺς εὐγενεῖς), καὶ νὰ χαθοῦμεν ὅλοι ἐμεῖς (οἱ λησταὶ τοῦ Ζωγράφου)· κι᾿ ὅταν πάμεν νὰ πεθάνωμεν μ᾿ ἐκείνους, κοπιάστε καὶ ἡ ἀφεντειά σας νὰ μᾶς τελειώσετε μίαν ὥρα ἀρχύτερα». Σηκώνεται νὰ μὲ βαστήξη, ἔφυγα. Τοῦ λέγει τὰ αἴτια ὁ Κλωνάρης. Σηκώνεται καὶ πάγει ὁ κομαντάντης εἰς τὸν Ρουᾶν τὸν Ἀντιπρέσβυ τῆς Γαλλίας, τοῦ λέγει αὐτά, στέλνουν τὸν Κλωνάρη καὶ μοῦ μίλησαν νὰ ἡσυχάσω. ῾Σ ἕνα κάρτο βλέπω τοὺς δυὸ γκενεραλαίους κι᾿ ὅλους τους ἀξιωματικοὺς – καὶ τὸ σπαθί μου τὸ εἶχαν ῾στὴ μέση, κ᾿ ἔρχονται εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ λένε τὸ «παρντόν» καὶ μοῦ δίνουν τὸ σπαθί. «Δὲν τὸ θέλω, τοὺς λέγω· αὐτὸ τὸ σπαθὶ εἶναι πολὺ κατώτερον ἀπὸ τοῦ Νότη, ἀπὸ τοῦ Φωτομάρα, ἀπὸ τοῦ Κριτζώτη κι᾿ ἀλλουνῶν. Ἂν δώσετε καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων τὰ σπαθιά, πιστιόλες τους καὶ ντουφέκια – καὶ νὰ τὰ φοροῦμεν ἐλεύτερα, νὰ μή μας πειράζη ἡ βάρδια, ἀλλὰ νὰ μᾶς φέρνη κι᾿ ὅπλο ὅταν διαβαίνωμεν, ὅτ᾿ εἴμαστε ἀξιωματικοὶ – κι᾿ ἀφοῦ γένουν αὐτά, νὰ ξαρματώσετε καὶ τοὺς μπακάληδες, ὁποῦ σέρνουν οὐρὲς κοντὰ τοὺς οἱ πολιτικοί μας». Τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ῾καμαν εὐτύς, τοὺς ξαρμάτωσαν ὅλους καὶ μοῦ εἶπαν ὅσοι ἔρχονταν νέγοι, τοὺς ἔδινα ἕνα μπουλέτο καὶ πήγαιναν εἰς τὸν κομαντάντη καὶ φοροῦσαν τ᾿ ἅρματά τους. Τότε πῆρα τὸ σπαθί μου, τοὺς τρατάρησα καὶ μὲ πῆραν καὶ πήγαμεν εἰς τὸ τραπέζι τους καὶ φάγαμεν.<br />
Χάριτες μεγάλες χρωστάγει ἡ πατρίδα ῾σ ὅλους τους εὐεργέτες καὶ κατεξοχὴ ῾σ αὐτοὺς τοὺς γενναίους κι᾿ ἀγαθοὺς ἄντρες. Ὅτι αὐτεῖνοι, ἀφοῦ οἱ συνεισφορὲς τοὺς ἦταν κι᾿ ὄντως μεγάλες καὶ μᾶς ἀνάστησαν εἰς τὰ δεινά μας, δὲν θυσιάσαν ποτὲς δόλο κι᾿ ἀπάτη, νὰ κατατρέχουν πεθαμένους ἀνθρώπους οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ ἀντρείγοι· δὲν θέλουν τὴν γῆς καὶ τὴν θάλασσα νὰ τὴν ρουφήσουν αὐτεῖνοι, νὰ μὴν ζήσουν ἄλλοι δυστυχεῖς καὶ κατασκλαβωμένοι καὶ καταφρονεμένοι τόσους αἰῶνες. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθη καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήση, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φάνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβύσουνε νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τί σας ἔκαμεν αὐτὸ τ᾿ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλούσιων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης της ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ Δημοστένης καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπιάζαν καὶ βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ᾿ ἀρετή, μὲ ῾λικρίνειαν, μὲ καθαρὸν ἐνθουσιασμὸν νὰ φωτίσουνε τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τὴν ἀναστήσουν νά ῾χη ἀρετὴ καὶ φῶτα, γενναιότητα καὶ πατριωτισμόν. Ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ μεγάλοι ἄντρες τοῦ κόσμου κατοικοῦνε τόσους αἰῶνες εἰς τὸν Ἅδη ῾σ ἕναν τόπον σκοτεινὸν καὶ κλαῖνε καὶ βασανίζονται διὰ τὰ πολλὰ δεινὰ ὁποῦ τραβάγει ἡ δυστυχισμένη μερικὴ πατρίδα τους. Χάνοντας αὐτεῖνοι, ἐχάθη καὶ ἡ πατρίδα τους ἢ Ἑλλάς, ἔσβυσε τ᾿ ὄνομά της. Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά. Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴ διαγωή· καὶ τοιούτως θεωροῦσαν γενικῶς τὴν ἀνθρωπότη καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας. Κάνουν καὶ οἱ μαθηταὶ τοὺς οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν ἀνταμοιβὴ εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς – γύμναση τῆς κακίας καὶ παραλυσίας. Τέτοι᾿ ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μας δίνουν. Μιὰ χούφτα ἀπογόνοι ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων χωρὶς ντουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀναγκαῖα του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τὴν μάσκαρα τοῦ Γκρᾶν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὁποῦ ῾χε εἰς τὸ πρόσωπόν του κ᾿ ἔσκιαζε ἐσέναν τὸν μεγάλον Εὐρωπαῖον. Καὶ τοῦ πλέρωνες χαράτζι ἐσὺ ὁ δυνατός, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ἐσὺ ὁ φωτισμένος, καὶ τὸν ἔλεγες Γκρᾶν Σινιόρε, φοβώσουνε νὰ τὸν εἰπῆς Σουλτάνο. Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ ‘Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλυτος καὶ γυμνὸς καὶ τοῦ σκότωσε περίτου ἀπὸ τετρακόσες χιλιάδες ἀνθρώπους, τότε πολέμαγε καὶ μ᾿ ἐσένα τὸν χριστιανὸν – μὲ τῆς ἀντενέργεις σου καὶ τὸν δόλο σου καὶ τὴν ἀπάτη σου κ᾿ ἐφόδιασμα τῆς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἂν δὲν τὰ ῾φόδιαζες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποὺ θὰ πηγαίναμεν μ᾿ ἐκείνη τὴν ὁρμή. Ὕστερά μας γιομώσετε καὶ φατρίες – ὁ Ντώκινς μας θέλει Ἄγγλους, ὁ Ρουγᾶν Γάλλους, ὁ Κατακάζης Ρούσσους· καὶ δὲν ἀφήσετε κανέναν Ἕλληνα – πῆρε ὁ καθείς σας τὸ μερίδιον του· καὶ μᾶς καταντήσετε μπαλαρίνες σας· καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιούς της λευτεριᾶς μας, ὅτι δὲν τὴν αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται, δὲν γεννιέται μὲ γνώση· οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.<br />
Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἂν δὲν ὑπάρχει ῾σ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μας ἔσωσε καὶ θέλει μας σώση· ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια – καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Κι᾿ ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούση, οὔτε νὰ σᾶς ἰδῆ, ὅτι μας φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων ὀπ᾿ οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ῾περασπίζεστε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους· καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία.<br />
Ὁ περίφημος Ναπολέων, ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας, ὁποῦ τίμησε τὴν ἀντρεία καὶ τὴν σοφία τοῦ πολέμου κι᾿ ἀπὸ μικρὸς ἄνθρωπος ἔγινε αὐτοκράτορας, βασιλέας ἀπολέμηστος – ὁ Χάρος τὸν σκότωσε μὲ χωρὶς ντουφέκι καὶ σπαθί, καὶ κατέβηκε εἰς τὸν Ἅδη μὲ φόρεμα ἐννιὰ πῆχες πανί. Ὅλος ὁ κόσμος δὲν τὸν χώραγε, ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου δὲν τοῦ φτάναν, ἐννιὰ πῆχες πανὶ τοῦ ἔφτασε καὶ τοῦ περίσσεψε. Εἰς τὸν Ἅδη κατέβηκε μὲ τὸ ἴδιον φόρεμα κι᾿ ὁ βασιλέας τῆς Ρουσσίας ὁ Ἀλέξανδρος· καὶ χαιρετιῶνται οἱ δυὸ βασιλείς· «Τί ἔλεγες, βασιλέα Ἀλέξαντρε, δὲν θὰ πέθαινες καὶ νὰ ῾ρθης ἐδῶ σὲ τούτην τὴν ζωὴν ντυμένος μ᾿ αὐτὸ τὸ φόρεμα; Ποῦ ῾ναι τὰ παράσημά σου; Ποῦ ῾ναι ἡ μεγάλη σου στολή; Ποῦ οἱ καναπέδες οἱ χρυσοί; Ποῦ οἱ κόλακες νὰ μᾶς λένε μυθολογίες καὶ νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τρῶμεν τοὺς τίμιους ἀνθρώπους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἄτιμους νὰ τοὺς πιστεύωμεν καὶ νὰ τοὺς δοξάζωμεν; Καὶ νὰ μᾶς τυφλώνουν αὐτεῖνοι οἱ ἀπατεῶνες, νὰ χάνωμεν τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ μᾶς ἀναθεματοῦν ὅλοι οἱ ἀθῶοι ὅτι τοὺς φάγαμεν ζωντανοὺς καὶ ὅτι τοὺς ἀφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους καὶ γυμνούς; Κ᾿ ἐδῶ οἱ δίκαιοι βασιλεῖς, οἱ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι εἶναι ντυμένοι λαμπρὰ καὶ οἱ ἄδικοι γυμνοὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν δίκαιον βασιλέα τοῦ παντός, ὀργισμένοι κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἀναθεματισμένοι. Ὅτι ὅποιον ἀδικᾶς τιμή, ζωὴ καὶ λευτεριὰ καὶ δὲν τὸν ἀφίνεις ῾σ τὴν προσωρινὴ ζωὴ νὰ ζήση ὡς ἄνθρωπος, αὐτὸς σ᾿ ἀναθεματάγει, δὲν σὲ συχωράγει. – Ὅσο τὰ θυμήθης ἐσύ, Ναπολέων, αὐτὰ ὁποῦ μου τὰ λὲς καὶ μὲ συνβουλεύεις τώρα, ἄλλη τόση προσοχὴ εἶχα κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὅλοι οἱ ὅμοιοί μας. Ὅσοι πιστεύουν τοὺς κόλακες κι᾿ ἀπατεῶνες, τοὺς γλυκόγλωσσους, οἱ βασιλεῖς κ᾿ οἱ ἄλλοι σημαντικοί, τοῦ διαβόλου τὸ φόρεμα θὰ φορέσουν κ᾿ ἐκεῖνοι. Πᾶμε, Ναπολέων, νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιούς τους Ἕλληνες εἰς τὸ μέρος ὁποῦ κατοικοῦνε, νὰ ῾βρούμε τὸν γέρο Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Θεμιστοκλῆ, τὸν λεβέντη Λεωνίδα καὶ νὰ τοὺς εἰποῦμεν τῆς χαροποιὲς εἴδησες, ὅτι ἀναστήθηκαν οἱ ἀπόγονοί τους, ὁποῦ ἦταν χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὸν κατάλογον τῆς ἀνθρωπότης. Αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ καὶ δίκαιγοι, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οἱ γενναῖγοι ῾περασπισταί τῆς λευτεριᾶς, μὲ πατριωτισμόν, μὲ καθαρὴ ἀντρεία, μ᾿ ἀρετὴ κι᾿ ὄχι δόλον κι᾿ ἀπάτη ἐπλούτηναν τὴν ἀνθρωπότη ἀπὸ αὐτά· κι᾿ ἂν ἦταν αὐτεῖνοι φτωχοὶ εἰς τὰ προσωρινὰ καὶ μάταια, εἶναι πλούσιοι πολὺ εἰς τὰ ῾στορικά τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ἦταν τὰ ἔργα τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς. Διὰ τοῦτο θέλησε ὁ Θεὸς ὁ δίκιος κι᾿ ἀνάστησε καὶ τοὺς ἀπογόνους τους, ὁποῦ ἦταν χαμένη τόσους αἰῶνες ἡ πατρίδα τους, Καὶ διὰ νὰ θυμῶνται πίστη, ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός τους ἀνάστησε· ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τὰ ντουφέκια τους μὲ σκοινιά, τὰ καλά τους τὰ σύναζε ὁ Τοῦρκος κάθε καιρόν· οἱ περισσότεροι πολεμοῦσαν μὲ τὰ ξύλα καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα· οἱ Τοῦρκοι ἦταν πλῆθος καὶ γυμνασμένοι· οἱ δυστυχεῖς Ἕλληνες ὀλίγοι κι᾿ ἀγύμναστοι νίκησαν τὸν δικόνε μας τὸν σύντροφον, τὸν Γκρᾶν Σινιόρε. Τοὺς κατάτρεξαν οἱ Εὐρωπαῖγοι τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνες. Εἰς τῆς πρῶτες χρονιὲς ἐφόδιαζαν τὰ κάστρα τῶν Τούρκων· τοὺς κατάτρεχαν καὶ τοὺς κατατρέχουν ὁλοένα διὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν. Ἡ Ἀγγλία τοὺς θέλει νὰ τοὺς κάμη Ἄγγλους μὲ τὴν δικαιοσύνην τὴν ἀγγλική, καθὼς οἱ Μαλτέζοι ξυπόλυτους καὶ νηστικούς, οἱ Γάλλοι Γάλλους, οἱ Ροῦσσοι Ρούσσους κι᾿ ὁ Μετερνὶκ τῆς Ἀούστριας Ἀουστριακοὺς – κι᾿ ὅποιος τοὺς φάγη ἀπὸ τοὺς τέσσερους. Καὶ τοὺς λευτερώνουν χερότερα κι᾿ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ οἱ τέσσεροι καλὰ φρονοῦν, ὅμως νὰ ἰδοῦμεν τί λέγει κι᾿ αὐτὸς ὁ μάστορης ὁ Γερόθεος. Διὰ νὰ βγοῦνε εἰς τὴν κοινωνία τοῦ κόσμου δὲν ἐβήκαν μόνοι τους, τοὺς προστατεύει αὐτὸς ὁ δίκαιος καὶ παντοτινὸς βασιλέας. Αὐτός, ὁ δίκιος Θεὸς – ὅποιος τοὺς κιντυνέψη, θὰ τὸν φάγη τὸ δικέφαλον· αὐτὸς εἶναι ὁ ῾περασπιστής τῶν ἀθώων καὶ τῶν ἀδυνάτων».<br />
Ἐσύ, Κύριε, θ᾿ ἀναστήσης τοὺς πεθαμένους Ἕλληνες, τοὺς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τὴν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καὶ μὲ τὴν δύναμή σου καὶ τὴν δικαιοσύνη σου θέλεις νὰ ξαναζωντανέψης τοὺς πεθαμένους· καὶ ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νὰ ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νὰ λαμπρυθῆ αὐτείνη καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾περασπίζονται τὸ δίκιον· καὶ οἱ ἀνθρωποφάγοι – ὁ Ἅδης θὰ τοὺς ρουφήση· καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ τίμιοι θὰ τοὺς ἀναθεματοῦν κατὰ τὰ ἔργα τους· καὶ οἱ προδότες τῆς πατρίδος καὶ οἱ ἀγορασμένοι – κακὸν μπελὰ νὰ τοὺς δώσης καὶ συντρόφους τοῦ Κάγη νὰ τοὺς κάμης.<br />
Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κ᾿ ἔγινε. Οἱ ξυπόλυτοι καὶ οἱ γυμνοὶ τὰ σπαθιὰ τῶν Τούρκων τὰ ντιμισκιὰ τὰ πῆραν αὐτεῖνοι οἱ ὀλίγοι μὲ τῆς μαχαιροῦλες, τὰ φλωροκαπνισμένα τοὺς ντουφέκια τὰ πῆραν μὲ ὁποῦ ῾ταν δεμένα μὲ σκοινιά, τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ζαϊρέδες κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Οἱ ἀνθρωποφάγοι φτόνησαν αὐτὸ καὶ μᾶς ἔσπειραν τὴν ἀρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τῆς ἀκαθαρσίες τῆς δικές τους, κ᾿ ἔφκειασαν τὴν πατρίδα μας παλιόψαθα μὲ τὰ φῶτα τοῦ Φαναργιοῦ, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς Κεφαλλωνιᾶς, μὲ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀλήπασσα, μὲ τὸν μέγα φιλόσοφον τῶν Κορφῶν. Τώρα, ἀφοῦ μας γύμνωσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ ταλαιπωροῦνε ὅλους τους ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ τους κι᾿ ὅσους θυσιάσαν τὸ δικόν τους διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδας, μᾶς λένε ἀνάξιούς της λευτεριᾶς, κι᾿ ὁ ψευτογιατρὸς τῶν Καλαβρύτων ὁ Ζωγράφος λέγει εἰς τὴν προκήρυξή του ὅτι οἱ ἀγωνισταὶ εἶναι λησταί. Αὐτὸς εἶναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τοὺς ἀγωνιστᾶς. Γενναῖγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλῆ, Ἀριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ ἐπίλοιποι γενναῖγοι ἄντρες, μὴν περηφανεύεστε ὁποῦ κάμετε τόσα μεγάλα καὶ γενναῖα κατορθώματα καὶ σᾶς ἐγκωμιάζουν ὅλος ὁ κόσμος – δὲν τὰ κάμετε ἐσεῖς μόνοι σας· οἱ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πολιτικοί σας βοηθοῦσαν, σᾶς βοηθοῦσαν οἱ φιλόσοφοι μ᾿ ἀρετή, μὲ φῶτα πατριωτικά. Ἐκεῖνοι εἶχαν ἀρετὴ καὶ φῶτα, σεῖς γενναιότητα καὶ καθαρὸν πατριωτισμόν. Καὶ δι᾿ αὐτὸ δοξαστήκετε. Νὰ εἴχετε πολιτικὸν τὸν Μαυροκορδᾶτο, νὰ εἴχετε τὸν Κωλέτη, νὰ εἴχετε τὸν Ζαΐμη, τὸν Μεταξᾶ κι᾿ ἄλλους τοιούτους, νὰ θέλουν ἄλλος τὴν Ἀγγλία, ἄλλος τὴν Γαλλία, ἄλλος τὴν Ρουσσία, ἄλλος τὴν Ἀούστρια κι᾿ ἄλλος τὴν Μπαυαρία καὶ νὰ κάνουν χιλιάδες ἀντενέργειες καὶ συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους, κι᾿ ὅσους θέλαν νὰ βαστήξουν τὴν πατρίδα, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τὴν κιντύνευαν, ζητοῦσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν μὲ τῆς ἀντενέργειες τους· καὶ τοὺς σκότωσαν· καὶ χάθη ὅλο τ᾿ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς ἐφύλιους πολέμους.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-85708722384361137022011-03-25T12:24:00.000-07:002011-10-25T12:23:21.563-07:00Βιβλίον Β'. 1828-1832. κεφ. 2<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Μακρυγιάννης λαμβάνει τὸν βαθμὸν τοῦ χιλιάρχου. - Διορίζεται μέλος τοῦ Στρατιωτικοῦ δικαστηρίου. - Πολιτικὴ κατάστασις δυσάρεστος. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Κυβερνήτου. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι πρὸς ἔξωσιν τῶν ἀντικυβερνητικῶν ἐξ Ἄργους καὶ Ναυπλίου. - Ἀντίδρασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτου κατ᾿ αὐτοῦ. - Δευτέρα συνέντευξις αὐτῶν. - Διαταγὴ συλλήψεως τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁ Μακρυγιάννης παραδίδων ἑκουσίως τὰ ὅπλα πρὸς τὸν Κυβερνήτην. - Ἐξιλέωσις τούτου. - Ματαίωσις τῆς συλλήψεως. - Τὰ κατὰ τὴν μυστικὴν ἐταιρίαν τοῦ «Ἡρακλέους». - Πρόκλησις ὅρκων ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Κυβερνήτην. - Ὁ Μακρυγιάννης συντάσσει ἴδιον πρακτικὸν ὅρκου. - Ἀφαίρεσις τοῦ στρατιωτικοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἀπόδοσις αὐτοῦ. - Τὰ κατὰ τὸν Θανάσην Βάγιαν. - Ὁ περὶ τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἵππου εἰς τὸν ἄνθρωπον μύθος. - Ἐφαρμογὴ αὐτοῦ ἐπὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς κατάληψιν τοῦ Παλαμηδίου. - Ἀποτυχία τοῦ σχεδίου. - Τὰ κατὰ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. - Θάνατος τοῦ Καποδίστρια.</i><br />
<hr />
Εἴκοσι ἕξι μῆνες ἔκαμα σ᾿ αὐτείνη τὴν ῾πηρεσίαν. Ἂν ἰδῆτε κατάχρησιν παραμικρή, ἢ ληστεία, ἢ ἀδικίαν εἰς τοὺς πολίτες, τότε ἐσεῖς ἀναγνῶστες νὰ μὲ λέτε ἄτιμον ἄνθρωπον. Κι᾿ ἀπ᾿ ὅταν πάψαμεν ὕστερα, τηρᾶτε τί ληστεῖες ἔγιναν καὶ τί ἁρπαγὲς καὶ τί σκοτωμοί. Ὁ Κυβερνήτης μὸ ῾δωσε τὸν βαθμό μου, χιλίαρχο, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ μ᾿ ἔβαλε καὶ εἰς τὸ στρατιωτικὸν δικαστήριον. Δὲν θέλησα νὰ κρίνω κανέναν. Ὁ Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολὺ τοῦ Πετρόμπεγη τὸ σπίτι. Ψωμὶ δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Σήκωσε ντουφέκι ἡ Σπάρτη, ἡ Πελοπόννησο, ἡ Ρούμελη καὶ γύρευαν Συνέλεψη, νὰ κυβερνιῶνται μὲ νόμους. Τότε ἄρχισε ντουφέκι καὶ εἰς τὸν Πόρο. Ἔστειλε στρατέματα, ἦταν καὶ καράβια Ρούσσικα μὲ τὸν Ρικόρδον. Ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὴν φεργάδα καὶ παπόρι κι᾿ ἄλλα. Ὑποπτεύονταν ἡ Ἀγγλία νὰ μὴν γένωμεν κι᾿ ἐμεῖς θαλασσοδύναμη καὶ μὲ τὴν εὐκαρίστησιν τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς τὰ ῾καψαν· καὶ τελειώσαμεν κι᾿ ἀπὸ αὐτά. Καὶ γυμνώθη κι᾿ ὁ Πόρος καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὁ Πετρόμπεγης εἶχε φύγη κρυφὰ πρωτύτερα ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι. Στὸν δρόμο τὸν ἔπιασαν αὐτόν, ἔπιασαν τ᾿ ἀδέλφια τοῦ τὸν Κατζὴ καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη, τὸν υἱγιὸ τοῦ τὸν Μπεζαντὲ καὶ τοὺς χάψωσαν εἰς τὸ Παλαμήδι ὅλους.<br />
Καὶ τότε τὸ κακὸ ἄξαινε παντοῦ· κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιὰ ὅλη καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη βάναν φωτιὰ εἰς τὸ μπαρούτι. Τότε ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης εἶδε ποὺ τὸν κατήντησε αὐτείνη ἡ λοιμική. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτας. Ἔκρινε τοῦ Κυβερνήτη ὁ Κοντάκης καμπόσα, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε ὁ Κυβερνήτης. Τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὸν Πετρόμπεγη καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν χάψη· καὶ στρέχτη ὁ Κυβερνήτης νὰ τοὺς βγάλη, ν᾿ ἀγαπηθοῦν. Τὸ ῾μαθε αὐτὸ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του καὶ τοῦ εἶπαν, ἂν γένη αὐτό, αὐτεῖνοι τραβοῦνε χέρι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Τότε ἄντεσε ὁ δυστυχὴς σὰν τ᾿ αὐγὸ στὰ δυὸ λιθάρια. Δὲν θέλησαν, κι᾿ ἔμεινε ἡ ὁμιλία διὰ τὸν Πετρόμπεγη. Κι᾿ ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης βρέθηκε σὲ μίαν δεινὴ περίστασιν καὶ καταλυπέταν, ὅτι ἀπατήθη ἀπὸ τὴν συντροφιά του.<br />
Ὁ Κοντάκης μου εἶπε αὐτά. Εἶχα πάγη εἰς τὸν Κυβερνήτη, ὅτ᾿ ἦταν κι᾿ ὄντως ἀξιολύπητος. Τοῦ εἴπα· «Κυβερνήτη μου, ἐγώ σου τὰ εἶπα ὅταν μ᾿ ἔστειλες εἰς τὴν περιοδεία· σου εἶπα τὴν ἀλήθεια ὁ δυστυχής. Δὲν θέλησες νὰ μὲ πιστέψης ποτέ. Ἐγώ σου εἶπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία καὶ τὴν Ἐξοχότη σου, ὁποῦ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου καὶ μπορεῖς νὰ τὴν σώσης καὶ μπορεῖς νὰ τὴν χάσης. Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν κι᾿ ἀγροικήσου μ᾿ ὅλους τους σημαντικοὺς κι᾿ ἑνώσου μ᾿ αὐτούς». Μπῆκε ἕνας μέσα κι᾿ ἀναχώρησα. Καὶ ἦταν πολὺ λυπημένος. Ὅλοι οἱ ἀνθρωποφάγοι ἦταν ἀναντίον του. Ἀφοῦ ὁ Κοντάκης εἶδε τὴν στεναχώρια τοῦ Κυβερνήτη, καὶ τὸ ντουφέκι δούλευε, τοῦ εἶπε τοῦ Κυβερνήτη, ἂν εἶναι μὲ τὴν ἄδειά του, νὰ ξαναπάγη εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, εἰς τὸν Μεταξά, εἰς τὸν Τζαβέλα, εἰς τοὺς ἀδελφούς του, εἰς τὸν Σπηλιάδη, ὅτ᾿ ἦταν Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους. Τοὺς μαζώνει σ᾿ ἕνα μέρος, λέγει τὴν περίστασιν καὶ τὸν κίντυνο τῆς πατρίδος κι᾿ ὅτι μίλησε καὶ μὲ τοὺς ἀναντίους καὶ θέλουν νὰ πάψη ἡ διχόνοια, ὅμως τοὺς Μαυρομιχαλαίγους νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακή. Ὅλοι σύνφωνοι, καὶ ἡ κακὴ ψυχὴ ὁ Μεταξᾶς σκύλιασε τὸν Κολοκοτρώνη κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτας.<br />
Τὸ ντουφέκι ἄναψε πολὺ εἰς τὴν Σπάρτη. Σηκώθη ὁ καϊμένος ὁ Κυβερνήτης καὶ πῆγε μόνος του νὰ τὸ σβέση. Πίσου αὐτεῖνοι ὁποῦ μείναν θέλουν νὰ κάμουν ἐξορίαν ὅσους δὲν ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους, ὁρκισμένοι. Ἔκαμαν κατάλογον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος ὁ Τζόκρης, ὁ Καλλέργης, οἱ ἄλλοι ὅλοι ἦταν ἔνα· εἶπαν κι᾿ ἔκαμαν μίαν μυστικὴ συνέλεψη οἱ Ἀργίτες νὰ διώξουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ ἀπὸ δῶ ὅλους τους ἀναντίους κι᾿ ἐμένα. Τότε μαθαίνω ἐγὼ αὐτὸ κι᾿ ἁρμάτωσα καμπόσους. Ἔρχονται ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι βλέπουν αὐτό, βαστιῶνται σὲ κουράγιο κι᾿ ἐκεῖνοι. Μαλλώσαμεν μὲ λόγια. Δὲν ἄφησα νὰ πιάσουν κανέναν. Γράφουν αὐτὰ τοῦ Κυβερνήτη, γυρίζει ὀπίσου. Πῆγα ἐγὼ νὰ παρουσιαστὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη, μοῦ λέγει· «Τί εἶναι αὐτὰ ὁποῦ ῾καμες; – Μυστικὲς συνέλεψες κάμαν· θέλουν νὰ διώξουν τοὺς ξένους κι᾿ ἐμένα. – Σὰν δὲν σᾶς θέλουν, δὲν μπορεῖτε νὰ καθίσετε στανικῶς, μοῦ λέγει ὁ Κυβερνήτης. –Δεν εἴμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Ὅταν ἦρθε ὁ Ἀράπης, αὐτεῖνοι ὅλοι ἦταν πηγιωμένοι ἄλλοι στὰ νησιὰ κι᾿ ἄλλοι στῆς σπηλιὲς καὶ ἦταν ἀσφαλισμένοι, κι᾿ ἐγὼ μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ θέλουν νὰ διώξουν σκοτωνόμαστε. Καὶ τὴν ἔχομεν τὴν πατρίδα ἀντάμα. Πιθαμή, πιθαμὴ θὰ τὴν μεράσουμεν κι᾿ ὄχι νὰ μᾶς διώξουν! Δὲν μᾶς εἶχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει ἡ Ἐξοχότη του, ὅλοι ἐσεῖς σύνταμα γυρεύετε, καὶ σᾶς κυβερνῶ ὅλους ἐσᾶς. – Εἶσαι νοικοκύρης, Ἐξοχώτατε, καὶ κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς. (Ὅσους ἦταν νὰ διώξουνε ῾νεργούσαν ὁλοένα). Μὲ λύπη μου σοῦ λέγω, ἂν πειράξουν κανέναν, θὰ πεθάνωμεν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώση λόγον εἰς τὸν Θεόν. Κι᾿ ἀπὸ μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα χωρὶς νὰ τοῦ κρίνω ἄλλο.<br />
Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι ἀναντίον του, ὅτι μπεζερίσαμεν ἀπὸ τῆς ἀκαταστασίες. Ἀλλὰ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι καὶ ἡ συντροφιά τους μὲ κατάτρεχαν διὰ μέσον τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του. Τότε στέλνουν ἕναν λοχαγὸν μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ μὲ πιάσουνε, ἢ ἂν ἀντισταθῶ, νὰ μὲ βαρέσουνε. Τότε μὸ ῾στειλαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι χαμπέρι κι᾿ ἔφυγα κρυφίως καὶ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ κρύφτηκα. Τὴν αὐγή, ἦταν Κυργιακή, πῆγε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὴν ἐκκλησιά, κι᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τὸ ῾πιασα τὸ σπίτι. Ἦρθε, μ᾿ εἶδε. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. – Τὸν Κυβερνήτη τῆς πατρίδας μου. – Δὲν ἔχω καιρό, μοῦ λέγει. – Δὲν ἔχω κι᾿ ἐγὼ καιρὸ νὰ σὲ ἰδῶ ἄλλη βολὰ (ὅτι ψάχναν νὰ μὲ βροῦνε νὰ μὲ πᾶνε εἰς τὸ Παλαμήδι). – Φεύγα, μοῦ λέγει· δὲν ἀδειάζω. – Πουθενὰ δὲν πάγω!» Ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποί του νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Ἔστειλε καὶ πῆγα μέσα. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. Νὰ μ᾿ ἀκούσης· τὴν κατάστασή μου τὴν ξόδιασα, τὰ ὑποστατικά μου καὶ σπίτι μου τά ῾χασα. Εἰκοσιέξι ἀνθρώπους πῆγαν νὰ μᾶς κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες μὲ τυραγνοῦσαν μὲ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια κι᾿ ἄλλους παιδεμοὺς νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικὸν τῆς Ἐταιρίας, τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδας. Τοῦτα τ᾿ ἄρματα δὲν μοῦ τὰ ντρόπιασε ὁ Θεός, ὁποῦ τά ῾χω ἀπὸ δέκα πέντε χρονῶν παιδὶ –θέλει νὰ μοῦ τὰ ντροπιάσῃ ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου. Λάβε τα. (Ἔβγαλα τὸ σπαθί, τῆς πιστιόλες τἀ ῾βαλα στὸ τραπέζι). Κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς τώρα· στεῖλε με ἐκεῖ ὁποῦ θέλεις (Παίρνει καὶ ματαβαίνει ὀπίσου τ᾿ ἄρματα εἰς τὸ ζουνάρι μου). Δὲν τὰ θέλω, τοῦ λέγω. Κᾶμε μου ὅρκον ὅτι δὲν μὲ ντροπιάζεις, κι᾿ ἔτζι τὰ βαίνω ἀπάνου μου». Τότε μό ῾καμεν ὅρκο καὶ τὰ πῆρα κι᾿ ἔφυγα. Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐξορία καὶ τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἄργος, οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες βγάζουν ὅτι ξεσκέπασαν μίαν ἐταιρία καὶ θέλουν νὰ μᾶς ὁρκίσουν, νὰ ῾μαστε πιστοὶ εἰς τὸν Κυβερνήτη. Ἐγὼ ἂν ἤξερα αὐτό, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδας. Ἔβγαλε ἐγκύκλιον παντοῦ ὁ Κυβερνήτης κι᾿ ἔλεγε ὅτι «μία ἐταιρία γίνεται τοῦ «Γερακλέους» καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ ὁρκιστῆτε πὼς δὲν ἐνέχεστε εἰς αὐτὸ καὶ νὰ εἶστε πιστοί». Ὁρκίστηκαν ὅλοι. Ἐγὼ ἔφκειασα ὅρκον δικό μου. Μοῦ κόβουν τὸν μιστόν μου, σ᾿ ἕναν ξένον τόπον μὲ τόση φαμελιά. Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ εἰς τοὺς Ἀντιπρέσβες τῶν Δυνάμεων. Μαθαίνει αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης, μὲ προσκαλεῖ καὶ μοῦ δίνει τὸν μιστόν μου. Καὶ μὲ τήραγε σὰν ἡ γάτα τὸ ποντίκι. Ἤθελαν νὰ μᾶς ὁρκίζουν σὰν γομάρια διὰ τὸ κέφι τους καὶ ὕστερα νὰ μᾶς λένε ἐπίορκους.<br />
Ὅταν σκοτώθη ὁ Ἀλήπασσας οἱ Τοῦρκοι πῆραν μίαν γυναίκα τοῦ ὁποῦ ῾χε Ρωμαία, τὴν ἔλεγαν Κυρὰ Βασιλική, κι᾿ ἕναν ἀγαπημένον τοῦ Ἀλήπασσα, τὸν ἔλεγαν Θανάση Βάγια, καὶ τοὺς πῆγαν εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Αὐτὸν τὸν καλὸν ἄνθρωπον τὸν εἶχε ὁ Ἀλήπασσας, ὁποῦ ῾τρωγε τοὺς ἀνθρώπους καλύτερα ἀπὸ ψωμί. Ὅταν ἔφκειανε τὸ κάστρο τῶν Γιαννίνων, ἐπιστατοῦσε αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Πόσους ἀνθρώπους ἔρριξε εἰς τὸν ἀσβέστη καὶ κάηκαν κι᾿ ἄλλους τοὺς τρύπαγε εἰς τ᾿ αὐτιὰ καὶ τοὺς κάρφωνε! Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος λάδι τὴν Τετράδη καὶ Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε, τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ροκάναγε. Ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Κωσταντινόπολη καὶ ἦρθε ἐδῶ. Τὸν ἀντάμωσε ὁ Κυβερνήτης μας καὶ τὸν ρώταγε, πῶς ἐκεῖνος ὁ μέγας ἄντρας ὁ Ἀλήπασσας διοικοῦσε τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἔγινε τοιοῦτος. Τοῦ λέγει ἐκεῖνος ὅτι αὐτὸς σκότωσε ὅλους τους παλιούς, τὰ ὀτζάκια, κι᾿ ἔφκειασε δικούς του ἀνθρώπους. Τοῦ λέγει· «Νὰ σοῦ δώσω ἀνθρώπους πιστούς, μπορεῖς νὰ τὸ κάμης αὐτό; – Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ δουλέψω». Τό ῾δωσε ἀνθρώπους. Εἴδαμεν ἐμεῖς αὐτὸ – ξέραμεν τὴν διαγωή του – μαθεύτηκε, φοβήθη ὁ Κυβερνήτης μας. Τότε τὸν ἔβαλε εἰς τ᾿ Ἀγροκήπιον ἐπιστάτη καὶ τό ῾δινε ἑξακόσια γρόσια τὸν μήνα, ὁποῦ δὲν παίρνει ἡ πρώτη τάξη τῶν ἀγωνιστῶν αὐτὸν τὸν μιστόν. Τοῦ εἶπε νὰ ἡσυχάση ἐκεῖ κι᾿ ὅταν εἶναι καιρὸς νὰ βάλη τὴν ἐνέργειάν του σὲ δρόμον, νὰ κυβερνήση ὅλους τους ἀγωνιστάς – νὰ τοὺς σκοτώση, καθὼς ἔκαμεν ὁ Κιτάγιας τοὺς Ἀρβανίτες εἰς τὰ Μπιτόλια. Κι᾿ ὅταν πιτύχαινε αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης μας καὶ οἱ συντρόφοι του, τότε ὅσα εἶχε ἡ φαντασία του θὰ τά ῾κανε εἰς τὴν Ἑλλάδα.<br />
Ἦταν ἕναν καιρὸν ἕνα λιβάδι πολλὰ ἀξιόλογον. Εἶχε πολλὰ ἀγαθὰ μέσα διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλῆ τροφὴ διὰ τὰ ζῶα. Σὲ αὐτὸ τὸ λιβάδι ἦταν ἕνα θερίον ὁποῦ τὸ ἐξουσίαζε. Οὔτε οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ λάβουν τ᾿ ἀγαθά του, οὔτε τὰ ζῶα τὴν καλὴ χλόγη. Τότε ἕνας κακὸς ἄνθρωπος ηὖρε τὸ καϊμένο τ᾿ ἄλογο καὶ τοῦ λέγει τοῦ λιβαδιοῦ τ᾿ ἀγαθά. Καὶ τοῦ λέγει· «Νὰ σκύψης νὰ σὲ καβαλλικέψω ἐσένα κι᾿ ἐγὼ μὲ τ᾿ ἅρματά μου νὰ σκοτώσωμεν τὸ θερίον, νὰ γοδέρωμεν αὐτὸν τὸν καλὸν τόπον. Μπιστεύτηκε τὸ καϊμένο τ᾿ ἄλογον διὰ τὴν καλὴ τὴν τροφὴ κι᾿ ἔκλινε τὸν αὐχένα του. Κι᾿ ὁ κακοροίζικος ὁ ἄνθρωπος τὸ ῾βαλε τὴν σέλλα, καὶ τὴν ἕσφιξε καλά, καὶ τὸ χαλινό. Καβαλλίκεψε ὁ ἄνθρωπος ἀρματωμένος, σκότωσαν τὸ θερίον. Τοῦ λέγει τὸ δυστυχισμένο τ᾿ ἄλογον· «Τὸ θερίον τὸ σκοτώσαμεν, ἐσὺ παίρνεις τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ τόπου – βγάλε τὸν χαλινὸ καὶ τὴν σέλλα ὁποῦ μὸ ῾βαλες καὶ κατέβα τώρα ἀπὸ πάνου μου νὰ βοσκήσω κι᾿ ἐγώ. – Ὃ χαλινὸς καὶ ἡ σέλλα δὲν βγαίνει ἀπὸ πάνου σου, οὔτε ἐγὼ θὰ κατέβω πλέον». Ἀφοῦ τοῦ βόηθησε τ᾿ ἄλογον καὶ μὲ τὴ δύναμή του σκότωσε τὸ θερίον κι᾿ ἔλαβεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐκεῖνον τὸν λαμπρὸν τόπον καὶ γοδέρει τ᾿ ἀγαθά του, τὸ δυστυχισμένο τ᾿ ἄλογον ὄχι ποὺ δὲν ὠφελήθη, ἀλλὰ τοῦ μπῆκε κι᾿ ὁ χαλινὸς καὶ ἡ σέλλα – κι᾿ ὁ διαβολάνθρωπος καβάλλα καὶ τ᾿ ἄφινε νηστικὸν καὶ φορτωμένο.<br />
Ὁ μύθος σὰ νὰ μοιάζη μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ὅταν τὸ θερίον εἶχε τὴν πατρίδα, θυσιάστηκαν, σκοτώθηκαν, ἀφανίστηκαν οἱ Ἕλληνες καὶ τοῦ τὸ κάμαμεν χαζίρι, τὸν φέραμεν νὰ μᾶς κυβερνήση, νὰ μᾶς ἀναστήση, νὰ μᾶς βγάλη κι᾿ ἐμᾶς εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸν λέμεν εὐεργέτη μας καὶ σωτήρα μας – κι᾿ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι κι᾿ αὐτὸς νὰ δοξαστῆ. Ὁ Κυβερνήτης μας φέρνει ὀπαδοὺς τῶν τύραγνων νὰ τὸν ὁδηγήσουνε πὼς τυραγνοῦνε ἐκεῖνοι οἱ τύραγνοι, νὰ τυραγνήση κι᾿ αὐτός. Καὶ ποιοὺς θέλει νὰ βλάψη; Ἐκείνους ὁποῦ ῾λικρινώς ἀγωνίστηκαν καὶ ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ὁποῦ θυσιάσαν κατάσταση καὶ ζωή. Δὲν στοχάστης, Κυβερνήτη μου, ὅταν ὁ Ἀλήπασσας σκότωνε τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς τους ἔβαινε εἰς τὸν τόπο τους, καθώς σου εἶπε ὁ Βάγιας, αὐτὸς τοὺς κυρίεψε μὲ τὸ σπαθί του, κι᾿ ἐσένα σὲ φέραν ὄχι διὰ τζελάτη καὶ τύραγνον, σὲ φέραν νὰ κυβερνήσης ἀνθρώπους ὁποῦ ἀφανίστηκαν διὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τοὺς ἀποκαταστήσης ἔθνος μ᾿ ἀρετή.<br />
Τοῦ Κυβερνήτη φάνηκαν τὰ αἰστήματά του, ὅτ᾿ εἶναι κυβερνήτης φατρίας κι᾿ ὄχι πατρίδας, καὶ δὲν θέλει λευτερίαν, ἀλλὰ δόλον καὶ ἀπάτη. Διὰ νὰ μὴ γένη νέον δυστύχημα κι᾿ αὐτὸς ἔμπη εἰς τὸν δρόμον (ὅταν γένη ἡ Συνέλεψη πατριωτική, τότε ὅλα θαραπεύονται) τότε βρίσκω ἕναν ἀνιψιὸν τοῦ Δεσπότη Ἡσαΐα. Αὐτὸς ἦταν φρούραρχος εἰς τὸ Παλαμήδι. Τὸν Κυβερνήτη τὸν φοβέριζαν πολλοὶ νὰ τὸν σκοτώσουνε, ὅτι ἔκαμεν ἐξορίαν ὅλους τους σημαντικούς της πατρίδας ἄλλους εἰς τὴ Νύδρα κι᾿ ἄλλους ἀλλοῦ, κι᾿ ὁ καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε τὸ κόμμα του καὶ συγγενεῖς του, καὶ κιντύνευε. Ἐγὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη εἶχα μίαν συμπάθεια, ὅτι ἔλπιζα νὰ μετανοήση καὶ νὰ ῾ρθῆ εἰς τὸν καλὸν δρόμον. Καὶ τὸν ῾παινούσα κι᾿ ἂς μὲ πείραζε ἀδίκως – δὲν μοῦ κακοφαίνεταν. Τότε διὰ νὰ μὴν τοῦ γένη κάνα δυστύχημα αὐτεινοῦ καὶ κιντυνέψη ἡ πατρίδα, μίλησα μ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ ἦταν φρούραρχος τοῦ Παλαμηδιοῦ νὰ μᾶς δώση τὸ Παλαμήδι καὶ νὰ τοῦ δώσουμεν δυὸ χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν σ᾿ αὐτὸ καὶ πούθε νὰ μᾶς μπάση καὶ νὰ λάβωμεν τῆς ἀναγκαῖες τάμπιες. Μὲ πῆρε πήγαμεν οἱ δυό μας εἰς τὸ Παλαμήδι· εἶδα τῆς θέσες, τὰ πολεμοφόδια, ὅλα. Τότε ὁρκίζομαι καὶ μὲ τὸν Μῆτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον ἀγωνιστῆ, συνάζομεν ἀνθρώπους μυστικά· τοὺς εἴχαμεν εἰς τὴν Νεόπολη, τοὺς δώσαμε καὶ χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμε καμμιὰ τετρακοσιαριὰ τάλλαρα· καὶ τοὺς λέγαμεν τῶν ἀνθρώπων ὅτι θὰ πάμεν κλέφτες. Τότε εἴχαμεν χαζίρι αὐτοὺς κι᾿ ἀνθρώπους πιστοὺς νὰ στείλωμεν συνχρόνως εἰς Ρούμελην, εἰς Πελοπόννησο καὶ νησιὰ νὰ γένουν οἱ πληρεξούσιοι – θὰ ῾ρχονταν οἱ ἴδιγοι ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴν Τετάρτη Συνέλεψη. Δὲν θέλαμεν ἐκείνους, ὅτ᾿ ἦταν ἀγορασμένοι – καὶ νὰ ῾ρθοῦν πατριῶτες. Τὰ χρήματα δὲν τά ῾χαμεν, τῆς δυὸ χιλιάδες τὰ τάλλαρα· ἀνταμώνομεν μὲ τὸν Μιαούλη – ἦταν πρωτύτερα αὐτὸ ἀπὸ τὰ καράβια ὁποῦ κάηκαν· τοῦ λέγω τοῦ Μιαούλη νὰ πάγη εἰς τὴ Νύδρα καὶ εἰπῆ τοῦ Μαυροκορδάτου, τῶν Κουντουργιωταίων καὶ τοῦ Ζαΐμη νὰ τοῦ δώσουνε τῆς δυὸ χιλιάδες τὰ τάλλαρα κι᾿ ὕστερα τὰ ρίχνομεν εἰς τὴν πατρίδα καὶ πλερώνονται, ἢ μόνοι μας ὁ καθεὶς τὰ δίνομεν, καθὼς ἐμεῖς πλερώνομεν καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦ εἶπα νὰ πάρη καὶ καμπόσους Νυδραίγους νὰ γνωρίζουν ἀπὸ κανόνια – καὶ εἰς τὴν Πρόνοια ἀνταμωνόμαστε. Πῆγε ὁ Μιαούλης τὸ λέγει αὐτεινῶν. «Πὲς τοῦ Μακρυγιάννη, λένε τοῦ Μιαούλη, νὰ τραβήξη χέρι ἀπὸ αὐτὸ καὶ θὰ γένη διαφορετικὸ τὸ πράμα». Τότε διαλύσαμεν τοὺς ἀνθρώπους· χάσαμεν καὶ τὰ χρήματά μας. Τοῦ λέγω τοῦ Μιαούλη· «Πῶς θὰ γένη διαφορετικόν; Θὰ συβιβαστοῦν; Αὐτὸ εἶναι, τοῦ λέγω, τὸ καλύτερον, νὰ σωθοῦμεν». Ὕστερα ἄρχισε ὁ ἐφύλιος πόλεμος παντοῦ καὶ σκοτώνονταν οἱ ἄνθρωποι. Τότε ἄρχισε ὁ Πόρος καὶ κάηκαν τὰ καράβια κι᾿ ἔγινε παντοῦ ἄνου κάτου.<br />
Ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔβγαλε ὁ Κυβερνήτης μόνον τὸν ἀδελφόν του Πετρόμπεγη τὸν Κωσταντήμπεγη καὶ τὸν Γιωργάκη Μπεζαντέ, τὸ παιδί του. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν φυλακή, δὲν τοὺς ἔλεγε νὰ πᾶνε ὅθεν ἀλλοῦ ἤθελε ὁ Κυβερνήτης, νὰ μὴν εἶναι μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι· τοὺς ἄφησε ἐκεῖ. Τοὺς πλάκωσαν οἱ δανεισταί τους, τοὺς γύρευαν τὸ δικόν τους. Δὲν εἶχαν οὔτε ψωμὶ νὰ φᾶνε. Ἐγὼ εἶχα δανείση τρακόσια γρόσια τὸν Γιωργάκη Μπεζαντὲ μέσα εἰς τὴν χάψη νὰ φᾶνε ψωμί. Τότε αὐτοὺς τοὺς καταφρόνεψε πολὺ ὁ Κυβερνήτης καὶ τ᾿ ἀδέλφια του, ἀνθρώπους μὲ μεγάλους ἀγῶνες καὶ θυσίες στὴν πατρίδα. Ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουνε τὸν Κυβερνήτη καὶ νὰ πεθάνουν. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἔλεγαν πολλῶν ὁποῦ θὰ τὸ κάμουν· τὸ εἶπαν τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του καὶ ὑπουργοῦ Ρόδιου. Αὐτεῖνοι ἀμελοῦσαν ἀπὸ μωρομάρα θεοτική. Μίαν Κυργιακὴ πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁ Κυβερνήτης. Πῆγαν κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ δυὸ – ἐκεῖ ὁποῦ θὰ ῾μπαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸν σκότωσαν τὸν Κυβερνήτη. Τότε σκότωσαν καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη. Ὁ Γιωργάκης πῆγε εἰς τὸν Ρουὰν τὸν Ἀντιπρέσβυ τῆς Γαλλίας καὶ τὸν ἔδωσε καὶ τὸν φυλάκωσαν. Καὶ σὲ ὀλίγον καιρὸν σκότωσαν κι᾿ αὐτὸν – τὸν ἔκριναν δικοί τους καὶ τὸν σκότωσαν.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-4924682194992837222011-03-25T12:23:00.000-07:002011-10-25T12:23:34.684-07:00Βιβλίον Β'. 1828-1832. κεφ. 1<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἄφιξις τοῦ Κυβερνήτου Καποδίστρια. - Διάλυσις τοῦ Βουλευτικοῦ. - Σύστασις Πανελληνίου. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς ἐκτελεστικῆς δυνάμεως Πελοποννήσου. - Ὁ μύθος περὶ τοῦ δικτύου. - Δυσμένεια τοῦ Κυβερνήτου πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Δυσάρεστος συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Αὐγουστῖνον. - Τὰ περὶ τῆς Ῥούμελης σχέδια τοῦ Κυβερνήτου. - Κομματικαὶ διαιρέσεις. - Τὰ μεταξὺ Αὐγουστίνου Καποδίστρια καὶ Δημητρίου Ὑψηλάντου δυσάρεστα. - Αἱ εἰς τὴν Ῥούμελην ἐκστρατείας. - Ἐκλογαὶ πληρεξουσίων. - Περιοδεία τοῦ Κυβερνήτου ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον. - Ὁ Μακρυγιάννης πληρεξούσιος Ἄρτης. - Σύγκλησις τῆς ἐν Ἄργει Δ´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Συζήτησις ἐν αὐτῇ περὶ καταργήσεως τῶν πληρεξουσίων ἁρμάτων. - Ἀγόρευσις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτου κατ᾿ αὐτοῦ. - Διορισμὸς Γερουσίας. - Ἡ ἐν Πέτρᾳ μάχη. - Περιοδεία τοῦ Μακρυγιάννη ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Γαστούνῃ. - Τὰ αὐτόθι συμβάντα. - Δυσαρέσκειαι ἐν Πελοποννήσῳ κατὰ τῆς Κυβερνήσεως. - Αἱ κατὰ τῆς ληστείας ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη. - Κρύφιαι ἀντιδράσεις. - Παραίτησις τοῦ Μακρυγιάννη, μὴ γενομένη δεκτή. - Ἀπόλυσις αὐτοῦ.</i><br />
<hr />
Σὲ δυὸ τρεῖς ἡμέρες ἦρθε ὁ Κυβερνήτης. Πῆγε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, περίλαβε τὰ κάστρα, ἦρθε εἰς τὴν Αἴγινα, ὁρκίστη μὲ μεγάλη παράταξιν νὰ φυλάξη τοὺς νόμους τῆς πατρίδος καὶ μ᾿ αὐτοὺς νὰ μᾶς κυβερνήση. Τότε ἔβαλε πρῶτα, ὀργάνισε τὰ στρατέματα εἰς χιλιαρχίες. Ὀργάνισε καὶ τὸ πολιτικό. Φωνάζει τοὺς βουλευτὰς καὶ τοὺς λέγει νὰ διαλυθοῦν διὰ τὸ παρὸν καὶ ὕστερα προσκαλεῖ τὴν Συνέλεψη τὴν Ἐθνικὴ καὶ γίνεται τὸ Βουλευτικὸν σῶμα. Οἱ βουλευταὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν ἀλλοιῶς, διαλύθηκαν κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυβερνήτη. Τότε ἔφκειασε τὸ Πανελλήνιον, ὁρκίστη κι᾿ αὐτὸς νὰ κυβερνήση ἑφτὰ χρόνια. Δὲν θυμήθη ὁ Κυβερνήτης· ὅταν ὁρκίστη διὰ ἑφτὰ χρόνια, ὁρκίστη στὸ σύνταμα – κι᾿ αὐτὸς εὐτὺς τὸ χάλασε.<br />
Ἔκαμε τὸν Ὑψηλάντη στρατάρχη εἰς τῆς χιλιαρχίες. Ἡ κάθε χιλιαρχία ἦταν ἀπὸ χίλιους ἑκατὸν εἴκοσι ἀνθρώπους. Χιλίαρχοι Τζαβέλας, Χατζηπέτρος, Στράτος, Κριτζώτης, Καρατάσιος, Βάσιος, Δυοβουνιώτης, Τόλιας, Χατζηχρῆστος, Ὀμορφόπουλος, Χορμόβας κι᾿ ἀχώρια ἡ φρουρὰ τοῦ Ὑψηλάντη. Στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα πῆγε ὁ Γαρδικιώτης μὲ τὴν χιλιαρχίαν του, ὅσο νὰ ὀργανιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι καὶ νὰ εἶναι μὲ τὸν Γκενεράλη Τζούρτζη. Ὁ Ὑψηλάντης μὲ δεκατέσσερες χιλιάδες περίτου κάθεταν εἰς τὰ Μέγαρα. Οἱ Τοῦρκοι καταπλάκωσαν τὴν Ρούμελη – καὶ τ᾿ ἀσκέρια αὐτά, τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων (κι᾿ ἄλλα τόσα ἔβγαζε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα) ὅλοι στράβωναν μυῖγες. Καὶ οἱ Τοῦρκοι παντοῦ κάναν ὅ,τι θέλαν. Καὶ εἰς Ἔγριπον καὶ εἰς Ἀθήνα δὲν εἶχαν ψωμὶ οἱ Τοῦρκοι. Καὶ χωρὶς νὰ ρίχναμεν ντουφέκι τοὺς παίρναμεν, κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀγοράσωμεν πίσου τοὺς τόπους. Ρώτησαν τὸν Κυβερνήτη· «Διατὶ χάλασες τοὺς νόμους καὶ τὸ Βουλευτικόν;» Εἶπε· «Δὲν τὸ ῾θελε ἡ Εὐρώπη». Κι᾿ ἂν ἦταν ῾λικρινής ἄνθρωπος, νὰ ἔλεγε τῶν Εὐρωπαίγων ὄτι· «Ἐγὼ δὲν πάγω εἰς τὴν πατρίδα μου νὰ γένω ἐπίγιορκος, νὰ χαλάσω ἐκεῖνο ὁποῦ ἀπόχτησαν μὲ ποταμοὺς αἵματα».<br />
Τότε ἔκαμε καὶ τὸ κράτος εἰς τμήματα. Ὀργάνισε κι᾿ ἐμένα μὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ Μισολογγίτες. Μὲ διόρισε Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης. Καὶ μέρασα τὴν ἐκτελεστικὴ δύναμη κι᾿ ἐγὼ φέρνω γύρα τοὺς νομούς. Καὶ ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ, εἰς Ἄργος. Πῆρε τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ Κυβερνήτης. Ἦταν μπεζερισμένοι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἀκαταστασίαν. Δυὸ χρόνια κοντά μας κυβέρνησε ἀγγελικά. Καὶ μᾶς γύμναζε καὶ τὴν οἰκονομίαν. Ὅτι κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας μίαν κόττα ἔτρωγε τέσσερες ἡμέρες.<br />
Ἕνας βασιλέας μία φορὰ εἶχε πεθάνη καὶ δὲν ἄφησε διάδοχον εἰς τὸ βασίλειόν του· καὶ οἱ ἄνθρωποι γύρευαν ἄνθρωπον μ᾿ ἀρετὴ νὰ τοὺς κυβερνήση. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας δεσπότης πολλὰ ἐνάρετος. Εἶχε ἕνα δίχτυ κι᾿ ὅταν θὰ ῾τρωγε ψωμί, τὸ πάγαινε ὁ διάκος καὶ τὸ ῾στρωνε· κι᾿ ἔτρωγε ἀπάνου στὸ δίχτυ. Οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν εἶχαν βασιλέα εἶδαν αὐτὸν τὸν ἅγιον δεσπότη μὲ τόση ἀρετὴ καὶ τὸν θέλουν διὰ βασιλέα τους. Πῆγε ὅλος ὁ κόσμος καὶ τὸν πῆραν καὶ τὸν θρόνιασαν. Ἀφοῦ τὸν κάμαν βασιλέα, τότε τὸ βράδυ ὁ δυστυχὴς διάκος παίρνει τὸ δίχτυ νὰ τὸ στρώση νὰ φάγη ὁ βασιλέας. Τότε τὸ ῾χει μίαν κατακεφαλιὰ τοῦ διάκου καὶ τοῦ λέγει· «Βρὲ ἀχρεῖε, τὸ ψάρι ὁποῦ γυρεύαμεν τόσα χρόνια, κι᾿ ἀφανιστήκαμεν τρώγοντας εἰς τὸ δίχτυ, τὸ πιάσαμεν· καὶ τώρα σ᾿ αὐτό μου φέρνεις νὰ φάγω; Φέρε τραπέζια καὶ συγύρια λαμπρὰ κι᾿ ὁ Θεὸς νὰ μή μας τὸ χρωστάγη νὰ ξαναϊδοῦμεν τὸ δίχτυ». Κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας σπούδαζε τοὺς Ἕλληνες τὴν οἰκονομίαν ὅσο νὰ τοὺς μπερδέψη μὲ τὸ δίχτυ. Ὅμως οἱ λύκοι ὁποῦ τρώγαν τὰ πρόβατα δὲν ψόφησαν – γέννησε κι᾿ ἄλλους πολλοὺς ὁ Κυβερνήτης μας κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος. Φωνάζουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες – ὁ Βιάρος κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος λένε τῶν ἀγωνιστών· «Σύρτε διακονέψετε». Καὶ οἱ σπιγοῦνοι πλερώνονται βαριὰ νὰ μαθαίνουν τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια τους. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἕλληνες, Κυβερνήτη, διψοῦσαν δι᾿ ἀρετὴ καὶ διὰ πατριωτισμόν, νὰ τοὺς σώσης ἀπὸ τὰ δεινά τους καθὼς ἔσωσε ὁ Βάσιχτον τὴν πατρίδα τοῦ Ἀμερικὴ καὶ τοῦ κάνουν τρόπαια καὶ θὰ τοῦ κάνουν ὅσο στέκει ὁ κόσμος, ὅτι τοῦ ἀνήκουν – λευτέρωσε τὴν πατρίδα του. Ἐσὺ ὁ Ἕλληνας, ὁ φωτισμένος, ὁ ζυγωμένος εἰς τοὺς δυνατούς, ἂν ἤθελες νὰ τοὺς μιλήσης ὡς τίμιος Ἕλληνας, ὡς Κυβερνήτης αὐτεινῶν τῶν δυστυχισμένων, ὁποῦ κάθε στιμὴ ἔγραφες νὰ σ᾿ ἐκλέξουν Κυβερνήτη, κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ἡ συντροφιὰ σὲ ἔκλεξαν, ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου; Ἂν εἶχες ἀρετή, ἐκεῖ ὁποῦ σου εἶπαν οἱ δυνατοὶ δὲν κάνει σύνταμα εἰς τὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ τοὺς ἔλεγες ἐσύ· «Μήνα τὸ ῾φκειασα ἐγὼ νὰ τοὺς τὸ χαλάσω; Τὸ ῾χουν φκειασμένο μ᾿ αἷμα καὶ μὲ δυστυχίες. Τώρα ποῦ θὰ λάβω τὰ χρέη τοῦ Κυβερνήτη ἐγὼ θὰ ὁρκιστῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σύνταμα – πῶς μπορῶ νὰ γένω ἐπίορκος;» Καὶ τοῦ Σουλτάνου νὰ τὸ ῾λεγες μὲ τρόπον θὰ συνκατάνευε, ὄχι οἱ εὐεργέται μας χριστιανοί. Κι᾿ ἂν δὲν θέλαν, τότε νὰ μὴν ἔρθης. Τότε λεγέσουνε κι᾿ ὄντως Χρυσόστομος κι᾿ ἡ πατρίδα σου θὰ σ᾿ εὐγνωμονοῦσε καὶ θὰ σ᾿ ἔλεγε εὐεργέτη της. Κι᾿ εἶχες τὸν τόπον τῶν εὐεργέτων· κι᾿ ἐρχόσουν καὶ σὲ θεωροῦσε ὡς τοιούτον· κι᾿ ἂς μὴν ἤσουν κυβερνήτης – τότε ἤσουνε καλύτερος. Ὅτι θὰ τὴν γλύτωνες ἀπὸ τοὺς λύκους. Τώρα, ἦταν λύκοι, ἔφκειασες κι᾿ ἀρκούδια. Ὅλα τὰ εἴχαμεν, σπιγούνους δὲν εἴχαμεν· τώρα ἔγειναν οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Καὶ δὲν ἔγιναν μόνοι τους, τοὺς κάνεις ἡ Ἐξοχότη σου, ὁ Βιάρος, ὁ Ἀγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειὲς πλερωμὲς ἀνθρώπων ὁποῦ δὲν ἔχουν δικαιώματα. Τῶν ἀγωνιστῶν πολλῶν τοὺς λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε ὅλοι θὰ γένουν σπιγοῦνοι. Κι᾿ αὐτὸ τὸ σκολεῖον θὰ φάγη τὴν λευτερία μας· κι᾿ αὐτείνη τὴν λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δὲν τὴν ηὕραμεν εἰς τὸ σοκάκι καὶ δὲν θὰ μποῦμεν εὔκολα πίσου εἰς τοῦ αὐγοῦ τὸ τζόφλιο· ὅτι δὲν εἴμαστε πουλάκι νὰ χωρέσουμεν πίσου, ἐγίναμε πουλὶ καὶ δὲν χωροῦμεν.<br />
Τὴν συνείδησίν μου, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, τὴν ἔχω ἐλεύτερη. Πολλὲς φορὲς τοῦ μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὰ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργήν του. Ὅταν μ᾿ ἔβαλε εἰς τὴν ῾πηρεσίαν ὁ Κυβερνήτης, μοῦ εἶπε ὅτι θέλει δικαιοσύνη. Τοῦ εἴπα· «Ὅταν ἰδῆς ἀναφορὰ ἀναντίον μου, τότε παίδεψε μὲ μὲ τὴν ζωήν μου ἐμένα κι᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾χω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου». Σὲ καμπόσον καιρὸ πιάστη φίλος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη – μεσίτης ἦταν κι᾿ ἐνεργητὴς ὁ Μεταξᾶς – καὶ τότε ὅλοι αὐτεῖνοι ἔγιναν ἕνα καὶ οἱ Σουλιῶτες. Ἀφοῦ πῆρε ὅλους αὐτούς, ἄρχισαν νὰ κατατρέχουν τοὺς Ρουμελιῶτες καὶ νὰ βάνουν ἀξιωματικοὺς ἀνθρώπους χωρὶς δικαιώματα, ὅσους ἤθελαν ὁ Τζαβέλας καὶ οἱ ἄλλοι. Ὅταν ἦταν ὁ πόλεμος, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἦταν εἰς τὸν ἀγώνα – εὐτὺς ἀξιωματικούς. Πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων ἦταν ὁ Ἀγουστίνος, τοῦ πολέμου ὁ Βιάρος – κι᾿ ὅλα τελείωναν.<br />
Ἦρθε μία γυναίκα ἑνοῦ ἀγωνιστοῦ ἐδῶ στ᾿ Ἄργος, ὁποῦ ῾ταν ὁ Πληρεξούσιος. Ἦταν ἑνοῦ σκοτωμένου, τοῦ Χαλμούκη, γενναίου κι᾿ ἄξιου ἀγωνιστῆ καὶ τίμιου· ἐσκοτώθη καὶ ἄφησε δυστυχισμένη τὴν γυναίκα του καὶ παιδί του. Καὶ μοῦ τὴν στείλαν ἀπόξω ὁ Πανουργιᾶς κι᾿ ἄλλοι. Τὴν πῆρα καὶ τὴν πῆγα τοῦ Πληρεξούσιου. Ἦταν μὲ τὸν ἀρχηγὸν Κολοκοτρώνη ὁποῦ κάθεταν. Τοῦ μίλησα διὰ τὴν γυναίκα. Μ᾿ ἀποκρίνεται ὁ Ἀγουστίνος καὶ μοῦ λέγει· «Ὅλοι οἱ Ρουμελιῶτες εἶστε διὰ παλούκι. – Ἔχεις δίκιο, τοῦ εἶπα, ὅτι ὅταν ἦρθες ἤσουνε ἁπλὸς πολίτης καὶ τώρα ἔχεις νιφόρμα γκενεράλη καὶ δέκα ἄτια εἰς τὸν ταβλά σου. Καὶ χωρὶς νὰ φκειάσης παλούκια διὰ τοὺς Ρουμελιῶτες, ὅλοι παλουκώθηκαν μόνοι τους – καὶ τοὺς ἄλλους ὁποῦ μείναν ὁλοένα τοὺς παλουκώνετε. Δὲν εἶναι λόγια, εἶναι ἔργα· καὶ μὴν κοπιάζεις ἄλλο καὶ γνωρίσαμεν τὴν διάθεσίν σας ὁποῦ ῾χετε σ᾿ ἐμᾶς». Τότε μου λέγει ὁ Κολοκοτρώνης· «Ὅλοι πολεμήσαμεν κι᾿ ἐσεῖς εἶστε εἰς τὴν δούλεψη καὶ παίρνετε μιστὸν κι᾿ ἐμεῖς καθόμαστε ἔτσι. – Ἐσὺ εἶσαι ζημιωμένος, τοῦ λέγω, καὶ οἱ συντρόφοι σου, ὁποῦ γενήκατε Κιαμιλμπέηδες; Κι᾿ ἐμεῖς ὁποῦ παίρνομεν εἴκοσι πέντε γρόσια μιστὸν ἐγίναμεν νοικοκυραῖγοι!1 Κι᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀφίνομεν εἰς τὸν τόπο σας, ὁποῦ ἀγοράζομεν ψωμὶ καὶ τρῶμε. Ἀφοῦ σας φκειάσαμεν τὸ Ρωμαίικον, βλαφτήκετε ὁποῦ μας κάμετε καὶ εἴλωτες· κι᾿ ὡς ἄχρηστοι θὰ μᾶς παλουκώσετε – διατὶ χύσαμε τὸ αἷμα μας δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ τίποτας δὲν κερδέσαμεν. Τί λευτερίαν ῾νεργάτε νὰ μᾶς κάμετε τὴν βλέπομεν. Τὴν γῆς ὁποῦ λευτερώσαμεν μὲ τοὺς ἀγῶνες μας κι᾿ αἵματά μας τὴν δίνετε καὶ τὴν ἀγοράζουν οἱ συντρόφοι σας, ἐκεῖνοι ὁποῦ μας κάναν σίγρι ὅταν σκοτωνόμαστε. Αὐτεῖνοι τὰ χαίρονται· αὐτεῖνοι ἀγοράζουν ἕνα γρόσι τὸ στρέμμα τὴν γῆς, ἄγρια καὶ ἥμερη, τὴν ἀγοράζουν κι᾿ ὂσ᾿ εἶναι κολάκοι σας καὶ σπιγοῦνοι σας. Ἐμᾶς γυρεύετε νὰ μᾶς παλουκώσετε. Οἱ παλουκωμένοι – ἄλλο παλούκι δὲν μπαίνει. Κι᾿ ὅταν μὲ ματαϊδής, βάλε μου μίαν βούλλα εἰς τὸ μέτωπον!». Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος δὲν ματαμίλησα αὐτεινοῦ τοῦ προκομμένου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀγουστίνου, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾βαλε πολλοὺς φίλους μου καὶ μοῦ εἶπαν νὰ πάγω· ποτὲς ὡς σήμερον δὲν τὸν ἀντάμωσα.<br />
Ὁ Κυβερνήτης μας ἄρχισε νὰ ξηγέται τὰ αἰστήματά του εἰς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χαν τὴν ἀρετή του καὶ νὰ βγαίνουν οἱ πατρικοί του σκοποὶ ἔξω. Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη – καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήση αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος.<br />
Ὅταν ὁ Κυβερνήτης μας ἔδειχνε πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸν πίστεψαν ὡς ἀληθινὸν καὶ τὸν συντρόφεψαν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι καὶ συνφώνως κυβερνήθη ὁ τόπος ἀγγελικά. Ὕστερα τραβήχτηκαν ὅλοι κι᾿ ἔπεσε διχόνοια. Ὅταν ἦταν ῾λικρινείς ἄνθρωποι μὲ τὸν Κυβερνήτη μας, ἦταν καλὴ κυβέρνηση. Ὅταν προσκολλήστη μὲ τὴν λοιμικὴ τῶν καλοθελητῶν τῆς πατρίδας, ὁποῦ μὸ ῾λεγε πρῶτα νὰ προσέχω ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς, ὅτ᾿ εἶχε ὑποψίαν νὰ μὴν δὲν γυρίσουν μὲ τὴν Ἐξοχότη του, τότε αὐγερώθη κι᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτούς. Τοῦ λέγω· «Κυβερνήτη, αὐτεῖνοι κάνουν ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, καθώς μου εἶπες νὰ προσέχω. – Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ καλύτεροι ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλω ν᾿ ἀκούγω κατηγορία δι᾿ αὐτούς. – Τοῦ λέγω, δὲν τοὺς κατηγορῶ, ἀλλά μου εἶπες μόνος σου νὰ προσέχω καὶ σοῦ τὰ εἶπα. Ὅταν ἡ Ἐξοχότη σου λὲς ὅτ᾿ εἶναι καλοί, ἐγὼ δὲν ματαλέγω τίποτας. – Ἔλα τὸ γιόμα νὰ φᾶμε ψωμὶ καὶ σοῦ λέγω». Πῆγα. Τελειώνοντας τὸ φαγί, μοῦ λέγει· «Τοὺς μίλησα καὶ εἶναι σὲ ὀρθὸν δρόμον· καὶ νὰ εἶσαι φιλιωμένος κι᾿ ὄμορφα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν σου. – Τοῦ λέγω, μὴ σὲ μέλει. Κι᾿ ὅταν δῆς τίποτα, παίδεψε μέ».<br />
Κι᾿ ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες τηρᾶτε, ὅσον καιρὸν ἦταν μὲ τὴν δικαιοσύνη, πὼς ἦταν ἡ πατρίδα· ὅταν πῆρε αὐτούς, ποὺ κατήντησε αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα. Τηρᾶτε τῆς ῾φημερίδες· θὰ ἰδῆτε αὐτοὺς ἀφεντάδες καὶ ὅλους τους τίμιους κατατρεμένους ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς. Τότε χάθη καὶ τ᾿ ὄνομα Ἁγιάννης καὶ τὸν ἔλεγαν ἀπατεώνα. Ὅτι ἡ δυστυχισμένη πατρίδα εἶναι ἀτυχὴς ἀπὸ κυβέρνησιν ἀρχὴ ὡς τώρα. Ὁ Θεὸς ἂς τὴν κυβερνήση καὶ σωθῆ κατὰ τοὺς ἀγῶνες της.<br />
Ὁ Ὑψηλάντης εἶδε τὸν δόλον τοῦ Κυβερνήτη – δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βάλη εἰς τὸν ὅρκον του. Τότε ἄρχισε νὰ τὸν κατατρέχη κι᾿ ἔβαλε τὸν μαρσιάλη Ἀγουστίνο καὶ τὸ ῾κάνε χιλιάδες ἀντενέργειες νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ αὐτείνη τὴν θέσιν, νὰ τὸν ἀφήση μόνον του. Τότε, διὰ νὰ ῾πιτύχουν αὐτό, ἔκαναν τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τῆς χιλιαρχίες ἀσήμαντοι μὲ μικρὸν βαθμόν, τοὺς ἔδινε ἀνώτερον ὁ Ἀγουστίνος καὶ τράβαγε πολλοὺς τοιούτους ἀπὸ τῆς χιλιαρχίες τοῦ Ὑψηλάντη· κι᾿ ἔφκειασε ἀξιωματικοὺς πλῆθος τοιούτους κι᾿ ἀδίκησε ἐκείνους ὁποῦ ῾χαν δικαιώματα. Καὶ τοιούτως ἔκαμε κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος σῶμα τραβώντας κι᾿ ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη κι᾿ ἀπὸ τὸν Τζούρτζη. Οἱ Ἕλληνες φτωχοὶ καὶ πήγαιναν εἰς τὸν ἀδελφόν του Κυβερνήτη. Οἱ Ρουμελιῶτες ἔβλεπαν τὸν χαμὸ τῆς Ρούμελης κι᾿ ὅλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Ὁ Κυβερνήτης δὲν ἤθελε νὰ βγοῦνε ἀσκέρια ἔξω. Οἱ φίλοι του οἱ Ρουμελιῶτες, ὁ Παπαπολίτης κι᾿ ἄλλοι, ἔγραψαν τοῦ Κυβερνήτη ὅτι «εἰς τὴν Πάτρα καὶ Καστέλλια κουβαλοῦνε πλῆθος ζαϊρὲ οἱ Τοῦρκοι καὶ πάρε μέτρα». Τότε ὁ Κυβερνήτης στέλνει τὸν Τζαβέλα μὲ τὴν χιλιαρχίαν του εἰς τὸ Λιδορίκι. Στὴν χιλιαρχία ἦταν ὅλο Ρουμελιῶτες, οἱ περισσότεροι Λιδορικιῶτες καὶ Κραβαρίτες κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη. Συνομίλησαν ὅλοι, βλέποντας τὴν πατρίδα τους καὶ τὰ σπίτια τοὺς γιομάτα Τούρκους· τοῦ λένε τοῦ Τζαβέλα· «Θὰ βαρήσουμεν τοὺς Τούρκους». Τότε στανικῶς ὁ Τζαβέλας, ὅτι θὰ νὰ ῾μενε μόνος του καὶ μποροῦσε νὰ κιντυνέψη (ὅτι συνάχτηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι Λιδορικιοὺ καὶ Κράβαρι), βάρεσε εἰς τὸ Λιδορίκι, ἡ χιλιαρχία καὶ οἱ κάτοικοι, καὶ τοὺς χάλασαν καὶ τοὺς διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ κεῖ. Ἦταν καὶ εἰς τὸ Κράβαρι Τοῦρκοι. Πιάσαν τὰ στενὰ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ἄλλοι, τοὺς σκότωσαν καὶ πιάσαν καὶ τὸν Πρεβίστα καὶ ἄλλους πολλοὺς Τούρκους ζωντανούς. Τότε ὁ καλὸς κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης ὁ Ὑψηλάντης ἔστειλε καὶ τὸν Στράτο μὲ τὴν χιλιαρχία του κι᾿ ἀνταμώθηκαν ὅλοι μὲ τὸν Τζαβέλα καὶ κατοίκους καὶ πολέμησαν παντοῦ τοὺς Τούρκους· καὶ εἰς Καρπενήσι τοὺς χάλασαν κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Καὶ συνχρόνως ἐβῆκε κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης καὶ τοὺς πολέμησε παντοῦ τοὺς Τούρκους μ᾿ ὅλες της χιλιαρχίες. Κι᾿ ἀφάνισαν τοὺς Τούρκους καὶ λευτέρωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα.<br />
Εἰς τὴν Φήβα εἶχαν οἱ Τοῦρκοι ὀρδί. Ρίξαν καὶ οἱ ἐδικοί μας καὶ πολέμησαν τοὺς Τούρκους καμπόσον καιρόν· ὅτι πήγαιναν κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἔγριπον πλῆθος Τοῦρκοι. Καὶ πολεμοῦσαν νύχτα καὶ ἡμέρα ἀντρείως, οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἕλληνες, καὶ σκοτώνονταν κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο.<br />
Ὁ Γκενεράλη Τζούρτζης ἦταν εἰς τὴν ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτη μας κι᾿ ὅσοι ἦταν μαζί του. Πολεμοῦσαν γενναίως εἰς τὸ Μακρυνόρο κι᾿ ἀλλοῦ. Δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουνε ζαϊρέδες οἱ Τοῦρκοι καὶ παραδόθηκε ἡ Βόνιτζα, ὁ Κραβασαρᾶς, τὸ Μισολόγγι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη ὁποῦ βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Ἔπαχτος μόνον δὲν παραδόθη κι᾿ ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τὸν Ἀγουστίνο μ᾿ ὅσους εἶχε τζοανταραίγους δικούς του κι᾿ ἄλλους ὁποῦ γύρισαν μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀγορασμένους. Καὶ πῆγε καὶ ἡ φεργάδα ἡ «Ἑλλάς» κι᾿ ἄλλα καράβια. Ἦταν κι᾿ ἕνα Ρούσσικον. Ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἔπαχτο καὶ στέκονταν ἐκεῖ. Πῆγε κι᾿ ὁ Παπαρρηγόπουλος νὰ προσκυνήση τὸ κάστρο, δὲν στάθη τρόπος.<br />
Ἀφοῦ εἶδαν ὁ κόσμος ὅτι ὁ Κυβερνήτης κυβερνοῦσε τοῦ κεφαλιοῦ του, τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ γυρεύουν Ἐθνικὴ Συνέλεψη. Ὁδήγησε παντοῦ τοὺς διοικητᾶς καὶ συντρόφους του, ἔδωσε καὶ τὰ μέσα τὰ χρηματικὰ νὰ κάμουν τῆς ἐκλογὲς τῶν πληρεξουσίων μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ νὰ ἐκλένε αὐτὸν πληρεξούσιον καὶ ὅ,τι νὰ τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν. Ἀφοῦ τελείωσε αὐτὸ παντοῦ, πῆρε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ Νικήτα κι᾿ ἐμένα ὡς Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης καὶ πήγαμε γύρα τὴν Πελοπόννησο ὡς τὴν Πάτρα. Ἔβγαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν προϋπαντοῦσαν μίαν ὥραν δυὸ μακρυὰ καὶ τὸ ῾στρωναν δάφνες. Δὲν τὸν εἶχε νοιώση ἀκόμα ὁ μικρὸς λαός. Τοὺς σύναζε ὅλους κι᾿ ἔκανε μὲ τὰ λόγια τους φτωχοὺς πλούσιους. Τὸν καθέναν τὸν ἀνάπευε εἰς τὴν αἴτησίν του καὶ κατάιφερε τὸν κόσμο, ὅταν ἔγιναν οἱ ἐκλογές, νὰ τὸν κάμουν οἱ περισσότερες ἐπαρχίες αὐτοπληρεξούσιον καὶ ὅ,τι λέγη αὐτὸς ἐκεῖνο νὰ κάνουν οἱ πληρεξούσιοί τους.<br />
Στὴν Πάτρα ἦταν κι᾿ ὅλοι οἱ Ἀρτηνοὶ συνασμένοι καὶ ἦρθαν εἰς τὸ κονάκι μου νὰ μὲ κάνουν πληρεξούσιόν τους. Δὲν ἤθελα. Τὸ μαθαίνει ὁ Κυβερνήτης, μὲ βιάζει νὰ δεχτῶ. Τοῦ λέγω· «Δὲν ἔχω ἰκανότη καὶ δὲν ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ· τὸ ἄφησα, χωρὶς νὰ τὸ δεχτῶ. Εἰς τ᾿ Ἄργος ἐδῶ μὸ ῾στειλαν τὸ πληρεξούσιον καὶ τὸ δέχτηκα. Πήγαμεν εἰς τὸν κόρφον τοῦ Ἐπάχτου εἰς τὸ καράβι τὸ Ρούσσικον –ἦταν καὶ τὰ δικά μας – κι᾿ ἐκεῖ σταθήκαμεν καὶ παραδόθη ὁ Ἔπαχτος· καὶ σηκωθήκαμεν καὶ γυρίσαμεν ἀπὸ Βοστίτζα καὶ Μέγα Σπήλαιον κι᾿ ὅλα τὰ μέρη ὁποῦ δὲν διαβήκαμεν. Καὶ κατηχήσαμεν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἤρθαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Σὰν ἔμαθε ὁποῦ μου ῾ρθε τὸ πληρεξούσιον τῶν Ἀρτηνῶν, μὲ φώναξε, μὲ διάταξε, μὸ ῾δωσε καὶ πεντακόσια γρόσια διὰ χαρτζιλίκι. Τὰ πῆρα διὰ νὰ τοῦ δείξω ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι φτωχοί, διὰ νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί, ὁποῦ μείναν δυστυχείς· ἀλλὰ τὴν πατρίδα τοὺς τὴν φυλᾶνε ὡς πατρίδα.<br />
Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη ἔξω εἰς τ᾿ ἀφιθέατρο εἰς τ᾿ Ἄργος – τὸ ῾φκειασε ὁ Κυβερνήτης ἀξιόλογα. Κι᾿ ἔβαλε καπιστράνες κι᾿ ἔδεσε τὰ γομάρια ὁποῦ ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σύναξε. Τότε διάταξε τὸν Νικήτα φρουρὰ τῆς Συνέλεψης. Πολλοὶ πληρεξούσιοι θέλαν ἐμένα. Ἐγὼ τοὺς εἴπα· «Τὸ ἴδιον εἶναι, ἢ ἐγὼ εἶμαι ἢ ὁ Νικήτας». Μοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης νά ῾χω ἀνθρώπους νὰ προσέχω κι᾿ ἐγώ. Ἡσύχασα τοὺς βουλευτᾶς, ὁποῦ μὲ ζητοῦσαν, νὰ μὴ γένη σκίσμα. Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη. Εἶχαν μαζωχτὴ οἱ συντρόφοι τοῦ Κυβερνήτη μας, ὁποῦ τὸν εἶχαν αὐτὸν διορίση πληρεξούσιον στὸ κάθε μέρος οἱ διοικηταί του – καὶ οἱ πληρεξούσιοι ὅλοι ν᾿ ἀκοῦνε τὸν Κυβερνήτη μας, ὅ,τι τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν. Ὅτι τὸ περισσότερον μέρος δὲν τὸν γνωρίζει ἀκόμα· δὲν ἐβῆκε ἡ προσωπίδα νὰ γνωριστοῦν τὰ πατριωτικὰ τοῦ φρονήματα. Καὶ κατὰ ὁποῦ τοὺς ὁδήγησε ἦταν οἱ περισσότεροι μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ κόλακες· κι᾿ ἔκανε ὅ,τι ἤθελε – καλὸ δικό του, ζημιὰ τῆς πατρίδας.<br />
Μίαν ἡμέρα εἶχε ὁδηγήση ἕνα τζιράκι τοῦ τὸν Μαῦρον – ἦταν πληρεξούσιος ἀπὸ τὰ νησιὰ κι᾿ ἦρθε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ὁποῦ σπούδαζε, μὲ γυαλιὰ εἰς τὰ μάτια, βουλευτής. Βγαίνει εἰς τὸ βῆμα, λέγει· «Ἔχομεν μεγάλες χάριτες εἰς τὸ στρατιωτικόν της θαλάσσης καὶ ξερᾶς, ὅτι σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ ἡ πατρίδα δι᾿ αὐτὰ ὅλα τους ἔδωσε τὸ δικαίωμα κι᾿ ἔχει καὶ τὸ στρατιωτικὸν πληρεξούσιους. Καὶ ὡς τώρα ἦταν εἰς τῆς ἄλλες Συνέλεψες· τώρα νὰ πάψη». Κι᾿ ἀφοῦ μίλησε πολύ, λέγει τοῦ προέδρου νὰ τὸ κανονίση. Ὅτι καμπόσοι πληρεξούσιοι, θαλασσινοὶ καὶ τῆς ξερᾶς στρατιωτικοί, καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν χέρι, ὅτι δὲν παῖζαν τὸν ἄσο τους, νὰ ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους. Εἰς αὐτὸ ὅλοι ὁποῦ ἦταν ἐκεῖ, τόσοι ὁπλαρχηγοὶ σημαντικοὶ Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης καὶ νησιῶν, δὲν κρένει κανένας. Τότε σηκώνομαι ἐγώ, τοὺς λέγω· «Κύριε Πρόεδρε! Ἡ μάθηση δὲν μὲ βοηθάγει οὔτε καὶ εἰς τὸ βῆμα νὰ μιλήσω, οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν τόπο μου. Ὅμως ἡ ἀδικία μου δίνει τὸ θάρρος νὰ μιλήσω ἁπλά, ὅπως μπορῶ. Ὁ κύριος Μαῦρος ἔχει δίκιον ὁποῦ ῾καμεν τόσα ῾γκώμια τοῦ στρατιωτικοῦ θαλάσσης καὶ ξερᾶς. Κι᾿ ὄντως ἀγωνίστη πατριωτικῶς, ἡ πατρὶς τὸ βράβεψε διὰ ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ ῾δωσε τὸ δικαίωμα νά ῾χη πληρεξούσιους. Τώρα τοῦ ὑστερεῖ αὐτὸ τὸ δικαίωμα. Ἔχει δίκιον ὁ κύριος Μαῦρος νὰ λέγη αὐτό, ὅτι ὅταν πολεμούσαμεν ἐμεῖς καὶ σκοτωνόμαστε, ὁ κύριος Μαῦρος πῆγε εἰς τὴν Εὐρώπη μὲ δυὸ μάτια καὶ γύρισε μὲ τέσσερα – σπούδαξε κι᾿ ἔβαλε καὶ γυαλένια μάτια. Εἶδε καὶ εἰς τὴν Εὐρώπη ὁποῦ ῾ναι στρατέματα, καὶ θαλασσινὰ καὶ στεργιανά, καὶ δὲν ἔχουν πληρεξούσιους. Δὲν ρωτοῦσε ὁ κύριος Μαῦρος διατὶ δὲν ἔχουν; Νὰ τοῦ τὸ εἰπῶ ἐγώ: Ὅτι αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς, θαλασσινοὶ καὶ στεργιανοί, καὶ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅπλα καὶ καράβια καὶ ζωοτροφίες, εἶναι ἐθνικά. Ἀφοῦ εἶναι ὅλα ξένα αὐτὰ καὶ πλερώνονται κι᾿ οἱ ἴδιοι, τί πληρεξούσιους θέλουν; Αὐτεῖνοι εἶναι κοπέλια, μιστωτοὶ τοῦ ἔθνους τους. Οἱ Ἕλληνες, κύριε Μαῦρο καὶ Τάτζη Μαγγίνα (ὅτι μίλησε κι᾿ αὐτὸς συχρόνως μὲ τὸν Μαῦρον μίαν γνώμη), οἱ Ἕλληνες, κύριοι, ἔβαλαν τὴν ζωὴ τοὺς πρῶτα, τὸ ντουφέκι τους, τὸ ψωμί τους, τὸ καράβι τους καὶ κατάστασίν τους μέσα εἰς τὸ καράβι, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἀνάστησαν τὴν πατρίδα καὶ θέλει ὁ ἀγωνιστὴς τὸν πληρεξούσιόν του νὰ τοῦ μιλήση τὰ δίκια του, νὰ λάβη τὰ δικαιώματά του, ὅτ᾿ εἶναι ἀγωνιστὴς καὶ λευτερωτὴς τῆς πατρίδος, δὲν εἶναι κοπέλι. Ὅταν λάβη ὁ καθεὶς τὸ δίκιον του, τότε ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ μποῦνε εἰς ῾πηρεσίαν τῆς πατρίδος, ἀφοῦ θὰ εἶναι κοπέλια, δὲν θά ῾χουν πληρεξούσιους· ὅμως ἐμεῖς πρέπει νά ῾χωμεν πληρεξούσιους ὅσο νὰ θεωρήσουμε τὰ δίκια μας. Ὅτι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ πλερώνονται χοντροὺς μιστοὺς καὶ τῶν στρατιωτικῶν τους δίνουν ἀπὸ μίαν ὁμολογίαν εἴκοσι πέντε γρόσια τὸν μήνα. Καὶ νὰ μὴν γένη αὐτό, Κύριε Πρόεδρε – καὶ τότε δὲν θὰ ἰδῆ ἀπό μας ἐδῶ μέσα ἕνας τὸν ἄλλον. Τοῦ κυρίου Μαύρου καὶ Μαγγίνα κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς δίνει χέρι, δὲν μᾶς δίνει ἐμᾶς». Τότε αὐτεῖνοι ἐπιστήριξαν τὴν ἰδέα τους. Σηκώθηκαν ὅλοι οἱ στρατιωτικοί, θαλασσινοὶ καὶ στεργιανοί, κι᾿ ἐπιστήριξαν τὴν δική μου. Κι᾿ ἔμεινε ἡ δική μου πρόταση. Μαθαίνοντας αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης μὲ πῆρε εἰς τὴν ὀργή του – ὅτι ἔχασε καὶ τὰ πεντακόσια γρόσια ὁποῦ μὸ ῾δωσε· δὲν μὲ δέχονταν νὰ παρουσιαστὼ ὀμπρός του. Μ᾿ ὑπομονὴ παρουσιάστηκα. Τοῦ λέγω· «Ξέρεις, Κυβερνήτη μου, τί κάμαν αὐτεῖνοι οἱ πληρεξούσιοι; Κάμαν τέτοια πρότασιν. Κι᾿ ὁ λαός, ὅλοι οἱ ἀγωνισταί, ἤθελαν νὰ τοὺς λιθοβολήσουν καὶ ὕστερα νὰ ριχτοῦν καὶ εἰς τὴν Ἐξοχότη σου. Τὸ πῆρα χαμπέρι αὐτὸ καὶ μίλησα στὴν Συνέλεψη καὶ εἶπα τοῦ λαοῦ ὅτι μου εἶπες ἡ Ἐξοχότη σου νὰ μιλήσω. Κι᾿ ὅποιος σου μιλήση, νὰ εἰπῆς ὅτι δὲν τὸ ῾θελες καὶ μοῦ εἶπες νὰ μιλήσω ἐγώ. Εἶναι κι᾿ ἄλλο ἕνα ὁποῦ μάθαν οἱ ἄνθρωποι· θέλει ἡ Συνέλεψη νὰ κάμη εὐγενεῖς. Καὶ σ᾿ αὐτὸ ἀναντιώθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ κάμουν κίνημα νὰ μᾶς βαρέσουν. Καὶ τοὺς μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ ἡσυχάσουνε, ὅτι ἡ Ἐξοχότη σου δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ κάμουν παρόμοια. Καὶ νὰ μὴν γένη τίποτας καὶ χαθοῦμεν». Πῆρε ἡ Ἐξοχότη τοῦ εὐκαρίστησιν ὁποῦ ἀγρυπνῶ καὶ μίλησε καὶ τῶν ἐδικῶν του νὰ μὴν ξανακάμουν τέτοια πρότασιν. Ὅτ᾿ ἤθελαν νὰ κάμουν σύστημα νὰ εἶναι αὐτεῖνοι ἀπόλυτοι ἀφεντάδες μας κι᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους, νὰ ἤμαστε μὲ τρύπιες σκούφιες. Μίλησα καὶ καμποσουνῶν καὶ φοβέριζαν, νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι αὐτεινῶν κινήματα.<br />
Ὁ Κυβερνήτης ἔκαμεν μὲ τοὺς πληρεξούσιους ὅσα τοῦ ἦταν ἀναγκαῖα, τοὺς ἀγόρασε – καὶ ἦταν καὶ δικοί του. Τότε ἔκαμε καὶ μίαν γερουσίαν ὅλο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγορασμένους, καὶ κυβερνιώμαστε μὲ τέτοια δικαιοσύνη. Ἄρχισαν ὁ κόσμος νὰ ξυπνοῦν καὶ νὰ καταλαβαίνουν ὅτι δὲν εἶναι ὁ Ἁγιάννης, εἶναι ὁ Καποδίστριας. Τότε βγαίναν τ᾿ ἀγαθά του αἰστήματα ἔξω αὐτεινοῦ καὶ τῆς συντροφιᾶς του. Ὁρκίζονται νὰ εἶναι ὑπὲρ τῆς Ρουσσίας. Καὶ ὅσοι μπαίνουν εἰς αὐτὸ εἶναι οἱ πιστοί· οἱ ἄλλοι κακοὶ πατριῶτες καὶ κατατρέχονται. Καὶ γιομίζει ἡ συντροφιά τους ἀπὸ τοιούτους συντρόφους. Οἱ μεγάλοι ἄντρες, ὅταν βρίσκωνται, εἶναι πολυτίμητο τζιβαϊρκόν· τότε σώνουν ἔθνη. Ὅμως νὰ εἶναι κατὰ τ᾿ ὄνομα καὶ τὰ ἔργα. Ὁ Κυβερνήτης δὲν θέλει ν᾿ ἀκούγη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες σωτήρα καὶ δεύτερον Θεόν τους· θέλει νὰ εἶναι δοῦλος μιᾶς δύναμης, νὰ τῆς κάμῃ δούλεψη – νὰ χύση ἕνα φλυτζάνι γλυκὸ νερὸ νὰ γλυκάνη τὴν θάλασσα. Καὶ τὸ ῾να τὸ μέρος ποταπότη ἔχει καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος ἀλαιρμαγίαν. Ὁ Θεὸς οὔτε τοῦ ἑνοῦ κέφι θὰ κάμη, οὔτε τοῦ ἀλλουνοῦ τὸν δόλον. Ὅτ᾿ εἶπε αὐτός, ὁ δίκιος βασιλέας, ἐκεῖνο θὰ γένη.<br />
Ὁ Ὑψηλάντης μὲ τῆς χιλιαρχίες εἰς Φήβα εἶχαν τόσους μῆνες πόλεμον· καὶ πολέμησαν γενναίως καὶ τὰ δυὸ μέρη. Ἦρθε κι᾿ ἕνας πασιᾶς μ᾿ ἕξι χιλιάδες ταχτικόν· καὶ πολέμησαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Καὶ θέλησε νὰ φύγη διὰ Ζιτούνι· καὶ οἱ Ἕλληνες πιάσαν τὴν Πέτρα καὶ τὸν πολέμησαν ἀντρείως τόσες ἡμέρες καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ περάσουνε. Τότε κάμανε συνθῆκες μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πέρασαν μὲ ρεέμια. Κι᾿ ἔκαμεν τιμὴ τῆς πατρίδος ἡ τιμιότη ὁποῦ στάθη εἰς τὴν συνθήκη. Κι᾿ αὐτὸ τὸ χρωστοῦμεν εἰς τὸν ἀγαθὸν Ὑψηλάντη.<br />
Ὅσα ὁ Κυβερνήτης ἔταζε τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κατάφερε κι᾿ ἔκαμαν τὴν Συνέλεψη καθὼς τὴν ἤθελε, ἔγιναν ἀνάποδα. Καὶ οἱ ἀναντίοι φωτίσανε τὸν λαὸν καὶ εἶδε καὶ μόνος του. Ἡ Κυβέρνηση ἄρχιζε νὰ μαυρίζη πολὺ κι᾿ ἔχασε ὅλως διόλου. Τότε μίαν ἡμέρα μὲ φωνάζει εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ὁ Κυβερνήτης καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω γύρα εἰς τοὺς νομοὺς νὰ τηράξω τοὺς ἀνθρώπους πὼς φέρνονται εἰς τὴν ῾πηρεσία καὶ νὰ μάθω καὶ τί τρέχει. Σηκώθηκα πῆγα εἰς τὴν Τροπολιτζά. Ἔφκειασα μιὰ εἰδοποίησιν εἰς τοὺς δημογέροντες καὶ διοικητὴ νὰ μοῦ εἰποῦνε πὼς περνοῦν μὲ τὴν ἐκτελεστικὴ δύναμη. Μὸ ῾λεγαν ἐνγράφως παντοῦ ἦταν εὐκαριστημένοι. Ἐκεῖ ὁποῦ ῾κανα αὐτὲς τῆς ξέταξες ρώταγα πολλοὺς τί εἶναι τὰ παράπονά τους καὶ βαστοῦσα ἕνα ριπόρτο τοῦ κάθε μέρους, τί ἀδικία τοὺς γένεταν. Τὴν περισσότερη ἀγανάχτησιν εἶχαν ἀπὸ τὸν Βιάρο, Ἀγουστίνο καὶ Γεννατά.<br />
Ἀνάμεσα Πάτρα καὶ Γαστούνι εἶναι ἕνα χωριὸν τὸ Μέγα Σπήλαιγο. Ἔκαμα κονάκι ἐκεῖ. Μοῦ παραπονιῶνται οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὴν τυραγνίαν ὁποῦ δοκιμάζουν ἀπὸ τοὺς καλογέρους· ὅ,τι παίρνουν τὸ ἁρπάζουν αὐτεῖνοι. Εἶχα κονάκι σ᾿ ἑνοῦ παππᾶ τὸ σπίτι. Τότε τοὺς λέγω· «Σὰν τραβᾶτε τόση τυραγνίαν, δὲν τὸ ἀφίνετε τὸ χωργιόν σας νὰ φύγετε νὰ πᾶτε σ᾿ ἄλλο χωργιὸν ἐθνικόν, ὁποῦ ῾ναι τόσα;» Μοῦ λέγει ἡ παππαδιά· «Ὅταν ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, ἐμεῖς ἤμαστε μέσα εἰς τὸ βάλτο, στὸ νερὸ τόσες ψυχές, νὰ γλυτώσουμεν· καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πιάσανε· καὶ ἦταν τὸ σῶμα μας καταματωμένο ἀπὸ τῆς ἀβδέλλες – μᾶς φάγαν· καὶ τὰ παιδιὰ πεταμένα μέσα – γιομάτο τὸ νερό, σὰν μπακακάκια πλέγαν· κι᾿ ἄλλα ζωντανὰ κι᾿ ἄλλα τελείωναν. Καὶ μ᾿ ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μὲ κοιμήθηκαν τριάντα ὀχτώ· καὶ μ᾿ ἀφάνισαν κι᾿ ἐμένα καὶ τὴς ἄλλες. Διατὶ τὰ τραβήσαμεν αὐτά; Δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Καὶ τώρα δικαιοσύνη δὲν βρίσκομεν ἀπὸ κανέναν· ὅλο δόλο καὶ ἀπάτη». Κι᾿ ἔκλαιγε μὲ πικρὰ δάκρυα. Τὴν παρηγόρησα. Μὲ πῆρε τὸ παράπονο κι᾿ ἔκλαψα κι᾿ ἐγώ. Πῆγαν τὰ παιδιὰ νὰ βάλουν εἰς τὸ μετόχι τ᾿ ἄλογό μου, τὸ παίρνουν οἱ καλογέροι, τ᾿ ἀπολοῦνε ἔξω καὶ κλείνονται μέσα. Εἶναι σὰν κάστρο. Τοὺς λένε τὰ παιδιά· «Εἶναι τοῦ Μακρυγιάννη τ᾿ ἄλογον». Κρίναν τόσα ἀναντίον μου. Τότε λέγω τῶν παιδιῶν· «Ἀπάνου τους νὰ τοὺς πιάσωμεν!» Πιάστηκαν μ᾿ ἄρματα. Κολλήσαμεν, τοὺς πιάσαμεν. Τοὺς ἔρριξα ἕνα ξύλο παστρικὸ καὶ τοὺς διάταξα διατὶ νὰ φέρνωνται τοιούτως καὶ τυραγνικῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους· πῶς θὰ πᾶμε ὀμπρὸς μ᾿ αὐτό; Ἔφυγα ἀπὸ κεῖ.<br />
Πῆγα εἰς τὸν Κυβερνήτη, τὸ ῾δωσα τὸ ριπόρτο. Ὅταν εἶδε τὰ παράπονα διὰ τὸν Βιάρο καὶ Ἀγουστίνο καὶ Γεννατᾶ, μοῦ εἶπε ἀγαναχτισμένος ἀναντίον μου· «Τί ἔχετε μ᾿ αὐτούς; – Τοῦ εἶπα, ἐγὼ κατὰ χρέος σου τὸ εἶπα καὶ ἡ Ἐξοχότη σου ὅ,τι σὲ φωτίση ὁ Θεὸς κᾶμε». Τοῦ ἀνάφερα καὶ τὴν ἄχλιαν κατάσταση τοῦ τόπου καὶ νὰ στείλη ἄλλον νὰ ἰδῆ ἂν ἀληθινῶς τοῦ εἶπα ἢ ὄχι. Τότε ἔστειλε ἕναν γραμματικὸν τοῦ Νικήτα, Ἀθανασιάδη τὸν λένε, νὰ ἰδῆ αὐτὰ ὁποῦ τοῦ εἶπα ἀλήθεια εἶναι ἢ ψέμα. Αὐτὸς γύρισε καὶ εἶπε· «Μεγάλη εὐκαρίστησιν ἔχουν οἱ κάτοικοι κι᾿ ὅ,τι σοῦ εἶπε ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὅλα ψέματα».<br />
Εἰς τὴν Πελοπόννησον ἔρχονταν πολλοὶ περιηγηταὶ ξένοι νὰ ἰδοῦνε ποὺ ἔγινε πόλεμος, καὶ γκιζεροῦσαν ὅλες της θέσες. Ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ὁδηγημένοι ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση διὰ νὰ μείνουν τὰ σύνορα περγιορισμένα, ἤθελαν νὰ συκοφαντοῦνε παντοῦ τοὺς Ἕλληνες ὅτ᾿ εἶναι θερία κι᾿ ἀνάξιοι τῆς λευτεριᾶς τους. Τότε διὰ νὰ πετύχη αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης, εἶπε τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ συντροφιᾶς νὰ βγάλουν παντοῦ ληστᾶς κι᾿ ὅπου βρίσκουν περιηγητᾶς γύμνωμα, ὅ,τι μπορέσουνε. Ἐγὼ ὡς Ἀρχηγὸς τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης διὰ τὴν τιμὴ τῆς πατρίδας μου καὶ δική μου τοὺς ἔδινα ἀνθρώπους τῶν ξένων καὶ τοὺς προφύλαγαν· κι᾿ ἔγραφα σὲ ὅλους τους νομοὺς δι᾿ αὐτό. Μοῦ τὸ ῾καμεν ἔγκλημα ὁ Κυβερνήτης κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Βιάρος κι᾿ ὁ Πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων Ἀγουστίνος, διατὶ δίνω ὄργανα τῆς ῾πηρεσίας στοὺς ξένους ἀνθρώπους. «Τοὺς δίνω διὰ τὴν τιμὴ τῆς Κυβερνήσεως». Μαλλώσαμε δι᾿ αὐτό. Τοὺς εἴπα· «Βάλετε ἄλλον εἰς τὸ ποδάρι μου»· δὲν θέλησαν. Τότε ἔμαθα πὼς βγαίναν τοὺς ληστᾶς διὰ νὰ πιάνουν τοὺς ξένους ἀνθρώπους, κι᾿ ἀναντίον αὐτεινῶν ἔπιασα ἐγὼ τῆς θέσες καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν τίποτας.<br />
Μίαν ἡμέρα ἦταν ὡς περιηγητὴς ὁ Γκόρδον κι᾿ ἄλλοι ξένοι, κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης κι᾿ οἱ ἄλλοι στείλαν μπροστά, ἐκεῖ ὁποῦ θὰ περάσουνε ἀπὸ τ᾿ Ἄστρος, νὰ τοὺς βαρέσουνε. Φίλους εἶχα πολλούς, ὅτι τόσον καιρὸν ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὴν ῾πηρεσίαν δὲν ἀκολούθησε τίποτας. Μοῦ λένε αὐτό, στέλνω εἰς τὸν ἀξιωματικόν του Ἄστρους νὰ στείλη ἀνθρώπους, ἢ νὰ πάγη μόνος του στὸ Ἄστρος ὁποῦ ῾ναι ἕνα μοναστήρι – εἶναι κλέφτες, ἢ νὰ τοὺς πιάσουνε ἢ νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Ὁ Κυβερνήτης εἶχε τὸν σκοτωμὸν περιορισμένον· ἐγὼ τοὺς ἔγραφα νὰ τοὺς σκοτώσουνε καὶ νὰ βαστοῦν τὴν διαταγή μου δι᾿ ἀσφάλειά τους. Ὁ ἀξιωματικὸς ἔδειξε τὴ διαταγή μου τοῦ διοικητή· κι᾿ αὐτὸς ὁ διοικητὴς – ἦταν ὁρκισμένος τῆς συντροφιᾶς – λέγει τοῦ ἀξιωματικοῦ νὰ μὴν τοὺς βαρέση, ἀλλὰ νὰ πάγη μὲ τρόπον νὰ τοὺς εἰπῆ νὰ φύγουν. Πῆγε τοὺς ηὖρε ὁποῦ ῾ταν μεθυσμένοι, τοὺς ξύπνησε καὶ τοὺς εἶπε κι᾿ ἔφυγαν καὶ πῆγαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἰς τὸν ἀρχηγόν. Τότε στέλνω τοῦ ἀξιωματικοῦ νὰ ῾ρθῆ ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἄργος. Ἦρθε· τοῦ λέγω· «Διατὶ δὲν ἐκτέλεσες ὅσα σου ἔγραψα; Μοῦ εἶπε τί τοῦ εἶπε ὁ διοικητής· «Ἐγώ, λέγει, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ διοικητῆ δὲν μποροῦσα νὰ πάγω, ὅτ᾿ εἶμαι εἰς τὴν ὁδηγίαν του». (Εἶχε δίκιο εἰς αὐτό). «Τὸν ρώτησα, μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τοὺς διώξω». Τοῦ λέγω· «Δό᾿ μοῦ τὸ ἐνγράφως». Μοῦ τὸ ῾δωσε, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπογραμμένοι. Τότε τὸ παίρνω, πάγω εἰς τὸν Κυβερνήτη, τοῦ λέγω· «Οἱ διοικηταί σου εἶναι γιατάκι τῶν κλεφτῶν κι᾿ οἱ ἀρχηγοί· κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ κάνουν τὸν κλέφτη εἶναι ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ Ἄργος, καὶ θὰ τοὺς πιάσω (τότε δίνω τὸ γράμμα). Τοιούτως δὲν ῾περετώ αὐτείνη τὴν Κυβέρνησιν· θέλω τὴν ἀπαραίτησίν μου. – Δὲν κάνει νὰ παραιτηθῆς, μοῦ λέγει· ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ». Κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Νὰ παραιτηθῶ δὲν τὸ ῾δινε χέρι, ὅτι θὰ κατηγοριώνταν. Μοῦ βάσταξε τὸ γράμμα νὰ ῾ρευνήση.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες μὸ ῾ρχεται μία διαταγὴ ὅτι ἄλλαξε τὸν Βιάρον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον κι᾿ ἔβαλε τὸν Ρόδιον – κι᾿ αὐτὸς σύντροφός τους. Μοῦ λέγει εἰς τὴν διαταγὴ ὅτι «ἔγινε νέα μεταρρύθμεψη τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος κι᾿ ἀρχηγὸς μπῆκε ὁ Νικήτας καὶ νὰ ῾ρθῆς μέσα». Πῆγα ἐκεῖ. Μοῦ εἶπαν νὰ πάγω στὰ νησιὰ τ᾿ Αἰγιοπελάγου ἀρχηγός. Σ᾿ αὐτὰ τὰ νησιὰ ἦταν ἀγωνισταὶ ὁποῦ τρώγαν ψωμί, Νυδραῖοι, Ψαργιανοί, Σπετζῶτες κι᾿ ἄλλοι – νὰ βγάλω αὐτοὺς νὰ ἔμπωμεν ἐμεῖς· καὶ τότε ἀπὸ αὐτὸ ν᾿ ἀνοίξη ἐνφύλιος πόλεμος. Τοῦ εἶπα μ᾿ ἀναφορά μου ὅτ᾿ εἶμαι ἀστενὴς καὶ δὲν μοῦ σώνουν καὶ τὰ ἔξοδα. Ἐμένα μό ῾δινε τρακόσια γρόσια πλερωμή, τοῦ Νικήτα χίλια. Μοῦ εἶπε· «Σοῦ δίνω τὸν μιστὸν ὁποῦ θὰ πάρη κι᾿ ὁ Νικήτας. – Δὲν μοῦ τὸ συχωρεῖ ἡ ὑγεία μου». Τοῦ ζήτησα νὰ στείλη παντοῦ νὰ ἰδῆ τὸ σῶμα ἂν εἶναι σύνφωνο μὲ τὴν πλερωμή του καὶ νὰ μοῦ δώση τοιοῦτο ἀποδειχτικὸν καὶ τότε τραβάγω. Καὶ σύσταινα καὶ τὸ σῶμα ὡς τίμιος ἄνθρωπος. Δὲν ἤθελε νὰ στείλη νὰ ἰδῆ ἂν εἶναι σωστοὶ οἱ ἄνθρωποι. Τοῦ ζήτησα ἐπιμόνως κι᾿ ἔστειλε καὶ τὸ ἐπιθεώρησαν κι᾿ ἔλαβα τ᾿ ἀποδειχτικόν του.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-43892776131896423592011-03-25T12:22:00.000-07:002011-10-25T12:23:53.708-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 10<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Μακρυγιάννης παρὰ τῇ Κυβερνήσει. - Μετάβασις πρὸς τὸν Φαββιέρον. - Εἴσοδος τοῦ Φαββιέρου εἰς τὴν Ἀκρόπολιν. - Τὰ πρὸ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Γόρδωνος εἰς Πειραιᾶ. - Τὰ κατὰ τὸν Μπούρμπαχην. - Στρατολογία τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐκστρατεία εἰς Πειραιᾶ. - Ἀπόβασις τοῦ Μακρυγιάννη πρώτου εἰς Πασσᾶ λιμάνι. - Κατάληψις καὶ ὀχύρωσις τῶν θέσεων. - Ἡ εἰς Καματερὸν μάχη. - Λυσσώδης ἐπίθεσις τῶν Τούρκων κατὰ τῶν εἰς Πειραιᾶ ἀποβάντων. - Τριπλὴ ἕφοδος αὐτῶν ἀποκρουσθεῖσα. - Μεροληψία τῆς «Γενικῆς Ἐφημερίδος». - Δυσαρέσκεια Γόρδωνος. - Μάχη εἰς τὰ Μποστάνια. - Λαμπρὰ νίκη τῶν Ἑλλήνων. - Ἀπόβασις τοῦ Καραϊσκάκη εἰς Κερατσίνι. - Πρόοδος τῶν Ἑλλήνων ἑκατέρωθεν. - Μάχαι εἰς τὸ Μετόχι. - Ἐξακολούθησις τοῦ ἀγῶνος. - Πολιτικὴ κατάστασις. - Ἀρχιστρατηγία τοῦ Τσούρτς. - Δυσαρέσκεια τοῦ Καραϊσκάκη. - Συνέντευξις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἔρις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Νοταρᾶν καὶ Καραϊσκάκην. - Ἐνίσχυσις τοῦ ἐν Πειραιεῖ Ἑλληνικοῦ στρατοπέδου. - Ἐπίθεσις κατὰ τοῦ μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. - Παράδοσις τῶν ἐν Ἁγ. Σπυρίδωνι Ἀλβανῶν. - Παρασπονδία Ἑλλήνων. - Τὸ περὶ τῆς εἰς Ἀθήνας ἐκστρατείας σχέδιον. - Τραυματισμὸς καὶ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη. - Ἡ παρὰ τὸν Ἀνάλατον καταστροφὴ τῶν Ἑλλήνων. - Ὁ ἐν Πειραιεῖ πανικός. - Δυσαρέσκεια καὶ ἀπείθεια. - Ἐγκατάλειψις τοῦ Πειραιῶς. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Ναυπλίῳ. - Μετάβασις αὐτοῦ εἰς Αἴγιναν, Θερμιὰ καὶ Τῆνον. - Σχέδιον περὶ νέας ἐκστρατείας τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Ἀττικήν. - Ἐπάνοδος αὐτοῦ εἰς Αἴγιναν.</i><br />
<hr />
Τῆς εἶπα τὴν κατάστασιν τοῦ φρουρίου. Ὁ Ζαΐμης ἦταν Πρόεδρος τῆς Διοικήσεως. Μοῦ λέγει ὁ καϊμένος: «Ἔρχομαι εἰς τὸ κονάκι σου νὰ μιλήσωμεν πλατύτερα». Μὲ εἶδαν εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ ἤμουν, πρησμένο τὸ κεφάλι μου, μοῦ διορίσαν γιατρούς. Ἦρθε ὁ Ζαΐμης, ἀνταμωθήκαμεν, μοῦ εἶπε τὴν κατάστασιν τοῦ ταμείου, ὅτι δὲν ἔχει οὔτε λεπτό. Μοῦ λέγει: «Χαίρομαι ὅτι ἦρθες ἐσὺ ἔξω, καὶ νὰ συνακουστοῦμεν σὲ ὅ,τι μπορέσουμεν νὰ βοηθήσωμεν τὴν πατρίδα, καὶ ν᾿ ἀφήσουμεν τὰ παλιὰ πάθη. – Τοῦ εἶπα, χαίρομαι διὰ ἕναν ἀγωνιστὴν σημαντικόν, κεφαλὴ τῆς πατρίδος, ὁποὔχει τόση ῾λικρίνεια. Ὅτι τὰ πάθη τὰ εἴδαμεν πού μας κατήντησαν. Κ᾿ ἐγώ, τοῦ λέγω, ῾σ ὅ,τι μὲ διατάξετε εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ἐβήκα εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ μὲ βλέπεις». Ἦρθαν καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Διοίκησης· εἶπαν νὰ πάγη ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Μέθενα νὰ μιλήση μὲ τὸν Φαβγέ. «Ἦταν καλά, μοῦ λένε, νὰ πάγαινες καὶ μόνος σου – εἶσαι ἀστενής· θὰ τὸν ἐνθουσίαζες ἀλλοιῶς. – Τοὺς λέγω, νὰ πεθάνω εἰς τὸν δρόμον θὰ πάγω νὰ ῾νεργήσω ὅ,τι μπορῶ!»<br />
Ἐπῆγα εἰς τὰ Μέθενα. Μὲ δέχτηκε ὁ ἀγαθὸς καὶ γενναῖος Φαβγὲς κι᾿ ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί. Τοὺς ἐνθουσίασα. Τοὺς ηὗρα πρόθυμους καὶ μὲ μεγάλον πατριωτισμόν. Σηκωθήκαμεν μὲ τὸν Φαβγὲ καὶ πήγαμεν εἰς τὴν Διοίκηση. Καὶ διοριστήκαμεν ἐμεῖς οἱ δυὸ ἐπίτροποι μὲ δυὸ μέλη ἀπὸ τὴν Διοίκηση· καὶ σκεδιάσαμεν – καὶ μιλήσαμεν νὰ μείνη μυστικὸν τὸ σκέδιόν μας, κ᾿ ἔμεινε. Πῆγε ὁ Φαβγὲς εἰς τὰ Μέθενα, ἔκαμε χαζίρι τὸ σῶμα του καὶ τὸ φόρτωσε πολεμοφόδια· κ᾿ ἐγὼ στάθηκα εἰς τὴν Αἴγινα κ᾿ ἔκαμα ἕτοιμα ἀλοιφὲς καὶ ξαντὰ κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα – κι᾿ ὅλα μυστικά, ὅτ᾿ ἦταν Τουρκοραγιάδες πολλοὶ ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ ἦταν φορτωμένοι πέτρες καὶ τοὺς λευτέρωσε ὁ Κιταγής. Τὄδωσα τοῦ ἀθάνατου Φαβγὲ τοὺς ὁδηγοὺς ὁποὖχα μαζί μου ἀπὸ τὸ κάστρο, τοὺς γενναίους κι᾿ ἀγαθοὺς Γιάννηδες, Κουντουριώτης ὁ ἕνας καὶ Διστομίτης ὁ ἄλλος. Αὐτεῖνοι οἱ δυὸ ἀγαθοὶ πατριῶτες ἔβγαιναν πάντοτες μὲ γράμματα ἀπὸ τὸ κάστρο, ἀνάμεσα ἀπὸ τόση Τουρκιά. Μεγάλες χάριτες χρωστάγει ἡ πατρίδα εἰς αὐτοὺς τοὺς δυὸ γενναίους πατριῶτες. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς τὸ ταχτικὸν κι᾿ ὁ Φαβγὲς πῆγαν τὰ πολεμοφόδια κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα, φορτωμένα οἱ ἴδιοι ἀπάνου τους. Κι᾿ ὅλοι αὐτεῖνοι κιντύνεψαν· ἀλλὰ ὡς γενναῖγοι καὶ καλοὶ πατριῶτες ἀποφάσισαν καὶ μπῆκαν εἰς τὸ κάστρο. Καὶ ἡ πατρὶς νὰ θυμᾶται καὶ νὰ δοξάζη αὐτοὺς τοὺς ἄντρες.<br />
Τότε μίλησα μὲ τὴν Διοίκηση διὰ νὰ πιάσουμεν τὸν Φαληρέα κατὰ ὁποῦ ἤμουν διαταμένος ἀπὸ τοὺς κλεισμένους εἰς τὸ κάστρον. Ἡ Διοίκηση μὲ διορίζει ἀρχηγὸν τῶν Ἀθηναίων κι᾿ ὅσοι Στερολλαδίτες ἦταν εἰς τὰ νησιὰ καὶ νησιῶτες ὅσοι φέρνουν ὅπλα, νὰ τοὺς συνάξω ὅλους νὰ πιάσωμεν τὸν Περαιά, νὰ συστήσουμεν ὀρδί. Μέσα δὲν εἶχε τελείως ἡ Κυβέρνηση. Τότε μ᾿ ἀνταμώνει ὁ Γρόπιος πρόξενος τῆς Ἀούστριας – ἦταν φίλος μου – καὶ μοῦ λέγει: «Ποῦ θὰ πᾶς, Μακρυγιάννη, μὲ χωρὶς τὰ μέσα σὲ τόση Τουρκιά, ῾σ ἕναν ἀρχιστράτηγον τοῦ Σουλτάνου, ῾στὸν Κιτάγια; Ἡ Διοίκηση τὰ μέσα δὲν τάχει, τί στρατόπεδον θὰ κάμης; Θὰ κιντυνέψης κι᾿ ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄνθρωποί σου. Εἶναι ἕνας, μοῦ λέγει, Ἄγγλος, τὸν λένε Γκόρδον, βάνει τὰ μέσα τοῦ πολέμου, ὅσα χρήματα χρειαστοῦν. Τὸν κάνεις καμπούλι νὰ τοῦ παραχωρήσης τὴν θέση σου, νὰ τὸν κάμης ἀρχηγὸν αὐτῆς τῆς ἐκστρατείας, νὰ βάλη αὐτὸς τὰ χρήματα;» Τοῦ λέγω τοῦ Γρόπιου: Σύρε πές του, ὅποιος εἶναι αὐτὸς ὁποῦ θὰ βάλη τὰ χρήματα, ὄχι ἀρχηγὸν τὸν κάνω καμπούλι, διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἀλλὰ ὅπου κατουράγη νὰ μοῦ δίνη νὰ πίνω ἐγὼ τὸ κάτρο· τὸ κάνω αὐτὸ καὶ τοῦ τὸ δίνω ἐνγράφως». Ἀφοῦ τοῦ μίλησε αὐτὰ τοῦ Γκόρδον, ἦρθε καὶ μ᾿ ἀντάμωσε καὶ γνωριστήκαμεν· καὶ πῆρε τὴν εὐκαρίστηση σὲ ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Γρόπιος ἀπὸ ῾μένα.<br />
Μοῦ λέγει ὁ Γκόρδον ὅτ᾿ εἶναι ῾γγισμένος μὲ τὸν Ζαΐμη καὶ δὲν θὰ θελήση. Τοῦ λέγω: «Ἐγὼ τὰ διορθώνω κι᾿ αὐτὰ μὲ τὸν Ζαΐμη». Πῆγα εἰς τὸν Ζαΐμη, τοῦ τὰ εἶπα ὅλα. Τότε μου λέγει ὁ ἀγαθὸς πατριώτης, (καὶ τοῦ συχωράγει ἡ ψυχή μου ὅσα εἶχε κάμη διὰ τὴν πατρίδα, ὁποῦ τούχα ἕνα μίσος), μοῦ λέγει: «Ὅποιος εἶναι αὐτός, Μακρυγιάννη, ὁποῦ βάνει τὰ ἔξοδα διὰ τὴν στρατολογίαν τῶν Ἀθηνῶν, νὰ πιαστῆ ἡ θέση τοῦ Φαληρέως, τὸ παιδί μου νὰ μόχη σκοτωμένο – ὄχι διὰ κάτι λόγια ὁποῦ ἀλλάξαμεν». Τότε τὸν πῆρα καὶ πῆγα ἐκεῖ κι᾿ ἀνταμώθηκαν καὶ φιλήθηκαν καὶ συνφώνησαν διὰ τὰ ἔξοδα αὐτεινοῦ τοῦ κινήματος καὶ νὰ εἶναι ἀρχηγὸς ὁ Γκόρδον. Ξακολούθησε νὰ κάνη ὅλες της ἑτοιμασίες, κ᾿ ἔγινε αὐτὸ τὸ κίνημα. Καὶ ξόδιασε ὁ Γκόρδον ὀγδοήντα ὀχτὼ χιλιάδες γρόσια καὶ ὕστερα τάλαβε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση – διὰ τόκον ἔλαβε τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Περαιῶς. Πῆγε μὲ τὸ μπρίκι τοῦ εἰς τὰ Μέγαρα ὁ Γκόρδον, ἔστελνα κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σύναζα ἐκεῖ. Μὲ διορίζει ἡ Κυβέρνηση καὶ πῆγα δυὸ φορὲς εἰς τὴν Κόρθο νὰ ἡσυχάσω τὸν Γιάννη Νοταρᾶ καὶ Παναγιώτη Νοταρᾶ, ὁποῦ εἶχαν Ρουμελιῶτες ὁ ἕνας κι᾿ ὁ ἄλλος συνάξη καὶ γύμνωναν τὴν πατρίδα τους, ὁ ἕνας Νοταρᾶς τὴν μισὴ κι᾿ ὁ ἄλλος τὴν ἄλλη μισή, καὶ δίναν καὶ τῶν Ρουμελιώτων τοὺς μιστούς τους. Κι᾿ ὁ καυγᾶς τους ποιὸς ἦταν; Ἤθελαν νὰ πάρουν μία γυναίκα· καὶ τὴν θέλαν καὶ οἱ δυό. Τὸ χωριὸ καίγεταν καὶ ἡ γριὰ λαμπροχτενίζεταν.<br />
Παντοῦ εἰς τὴν πατρίδα Τοῦρκοι, καὶ τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἦταν ἡ ἐλπίδα τῆς Ἑλλάδος, κιντύνευε· καὶ σὰν χάνεταν αὐτό, καὶ ἡ πατρὶς κακὴ τύχη εἶχε – τὰ ὀτζάκια καύλωναν. Μὲ συχωρᾶτε, ἀναγνώστες· ἂν ξέρετε ἐκείνη τὴν περίσταση τί κίντυνος ἦταν τῆς πατρίδας, κ᾿ ἐσεῖς θὰ λέγατε τὸ ἴδιον ῾σ αὐτοὺς καὶ τὸν Ἀντρέα Λόντον, ὁποῦ τοὺς βοηθοῦσε καὶ γκιζεροῦσε μὲ τὰ παιδάκια. Ἀφοῦ τοὺς μίλησα πολλὰ καὶ τῆς δυὸ φορὲς καὶ δὲν μ᾿ ἄκουγαν, ῾στὸ ὑστερνὸ τοὺς εἶπα· «Πάγω· καὶ γράφω ὀσουνῶν εἶναι εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ Καραϊσκάκη, ὁποὖναι μέσα εἰς τὰ χιόνια, ὁποῦ φκειάνει εἰς τὴν Ἀράχωβα πύργους τὰ κεφάλια τῶν Τούρκων, τοὺς γράφω καὶ γυρίζουν καὶ μπαίνομεν ὅλοι ἐδῶ καὶ φκειάνομεν τὰ δικά σας κεφάλια πύργους». Καὶ σηκώθηκα νὰ φύγω. Καὶ τότε συνκατένεψε ὁ Ἀντρέας Λόντος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι τοῦ Γιάννη τοῦ Νοταρᾶ τοῦ λέγει ναρθῆ εἰς τὴν Ἀθήνα. Παράγγειλα ἐγὼ καὶ τοῦ Παναγιώτη Νοταρᾶ καὶ πῆγαν καὶ οἱ δυὸ εἰς Μέγαρα.<br />
Πῆγα τὰ χαμπέρια τῆς Διοίκησης καὶ μ᾿ εὐκαρίστησε πολὺ καὶ καταξοχὴ ὁ καϊμένος ὁ ἀγαθὸς Ζαΐμης, ὁποῦ πολεμοῦσε τόσον καιρὸν νὰ τοὺς χωρίση καὶ δὲν τὸν ἄκουγαν οὔτε αὐτόν, οὔτε τὴν Κυβέρνησιν. Μοῦ λέγει ὁ Ζαΐμης: «Εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ὁποῦ γένεται καὶ θὰ πᾶς καὶ δι᾿ αὐτό». Κ᾿ ἐγὼ ὁ δυστυχὴς ἄνοιξαν οἱ πληγές μου ἀπὸ τὸ χτύπημα τοῦ ἀλόγου, ὅταν βήκαμεν ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ περπατοῦσα μὲ τὸ κεφάλι τούμπανον· κι᾿ ἀγερίστηκα· καὶ βήκαν ἀπὸ τὴν πληγὴ τόσα κόκκαλα καὶ πέτζες δι᾿ αὐτὲς τῆς δούλεψες μὲ τὰ χιόνια καὶ κρύον. Ἄλλαζα τῆς πληγὲς καὶ μ᾿ ἔπιαναν μεγάλες κάψες ἀπὸ τοὺς πόνους· καὶ κιντύνεψα νὰ χαθῶ. Πᾶμε καὶ εἰς τ᾿ ἄλλο τῶν καλῶν πατριώτων. Ὁ Μεταξᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Ὑψηλάντης κι᾿ ἄλλοι εἶχαν κάμη δική τους κομπανία. Εἶχ᾿ ἔρθη κ᾿ ἕνας ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὴν Γαλλία, γενναῖος ἄντρας καὶ καλὸς ἄνθρωπος, τὸν ἔλεγαν Μπούρμπαχη· ἦταν Κεφαλλωνίτης καὶ συγγενὴς τοῦ Μεταξᾶ· ἦταν κολονέλος εἰς τὴν Γαλλίαν. Ἀφοῦ ἄκουσε τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδας του ἦρθε ν᾿ ἀγωνιστῆ ἀπαθής, πατριωτικῶς· πῆγε ναυρῆ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς πατριῶτες του· ηὖρε καὶ τὸν κόντε Μεταξᾶ καὶ τοὺς συντρόφους του. Τὸν ὁδηγοῦν καὶ πλερώνει ἐξ ἰδίων του καὶ συνάζει χίλιους ἀνθρώπους, σκυλιὰ τοῦ χασαπιοῦ, ἀνθρώπους τοῦ Ἀναπλιοῦ, τῶν μπιλλιάρδων, τῆς φατρίας τοῦ κωλόπανα. Ἀφοῦ τὸν συβούλεψαν αὐτεῖνοι τὸν ἀθῶον πατριώτη, τὸν ὁδηγοῦν νὰ πάγῃ εἰς τὸν Καραϊσκάκη. Παίρνει τόσα φορτώματα ζαϊρὲ κι᾿ ὅλα του τ᾿ ἀναγκαῖα νὰ πάγῃ εἰς τὸ σῶμα τοῦ Καραϊσκάκη, ὁποῦ ἦταν οἱ περισσότεροι ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοὶ – καὶ νὰ ἰδοῦνε αὐτεῖνοι οἱ ξυπόλυτοι εἰς τὸ ὀρδὶ τους τὰ χασάπικα σκυλιά, ὁποῦ πολεμοῦσαν οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς μέσα τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὶς ἄτιμες γυναῖκες, καὶ ὕστερα αὐτεῖνοι νὰ πᾶνε εἰς τοὺς γυμνοὺς καὶ νηστικούς, νὰ παίρνουν ταχτικῶς τὸ ταΐνι τους, τὰ μακαρόνια τους κι᾿ ἄλλο τοὺς φαγὶ καὶ τὸν μιστόν τους, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀγωνίζονταν εἰς τὰ χιόνια νηστικοὶ νὰ λέπουν τὰ χασάπικα σκυλιὰ τοῦ Ἀναπλιοῦ νὰ τρῶνε καὶ νὰ πλερώνωνται – ἢ θὰ σκοτώσουν αὐτούς, ἢ θὰ γένῃ μία φατρία νὰ διαλυθοῦν. Αὐτὰ ὁ ἀγαθὸς Μπούρμπαχης δὲν τἄξερε· ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του τὰ γνώριζαν αὐτά.1<br />
Ἔγινε ναύαρχος ὁ Κοκρᾶν, ἀρχιστράτηγος ὁ Τζούρτζης – κι᾿ ὁ ναύαρχος Κοκρᾶν θὰ πάγαινε τὰ καράβια ῾στὰ βουνὰ κι᾿ ἀπάνου εἰς τὰ κάστρα· κ᾿ ἤλεγε τῶν Ἑλλήνων ὁ Τζούρτζης, μὲ τὴν γολέττα θὰ κυνήγαγε τοὺς Τούρκους. Ὁ Μιαούλης ὁ καϊμένος μὲ τὰ σταροκάραβα ἁλώνιζε τοὺς τριπόντες καὶ φεργάδες τῶν Τούρκων· κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς γυμνοὺς ἔφκειανε πύργους τὰ κεφάλια τῶν Τούρκων. Οἱ δυὸ Ἕλληνες δὲν ξέραν τῆς μηχανὲς τῶν Εὐρωπαίγων μεγάλων ἀντρῶν, οὔτε τὰ καράβια ξέραν νὰ τὰ κολλήσουν εἰς τὰ βουνά, οὔτε τοὺς στεργιανοὺς νὰ πολεμοῦν μὲ τῆς γολέττες.2<br />
Ὁ Μπούρμπαχης μὲ τοὺς στρατιῶτες του βῆκε εἰς τὸ Λουτράκι τῆς Κόρθος. Μ᾿ ἔστειλε ἡ Διοίκηση καὶ πῆγα καὶ τοῦ μίλησα ὅλα αὐτά. Καὶ τότε κατάλαβε ὁ ἀθῶος πατριώτης καὶ πῆγε εἰς τὰ Μέγαρα, ὁποῦ πῆγαν καὶ οἱ ἄλλοι. Πῆγε ἐκεῖ κι᾿ ὁ Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ᾿ ἐγὼ ὅλους τους Ἀθηναίους καὶ Στερεοελλαδίτες, ὅσοι φέρναν ὅπλα καὶ ἦταν εἰς τὰ νησιὰ Κούλουρη, Αἴγινα, Πόρο, σύναξα αὐτοὺς καὶ τοὺς ἴδιους νησιῶτες, κατὰ διαταγὴ τῆς Κυβερνήσεως ὁποὔχω, καὶ πῆγα κ᾿ ἐγὼ εἰς Μέγαρα. Τότε κάνομεν ἕνα σκέδιον νὰ βγοῦμεν συνχρόνως εἰς τὰ πόστα τῆς Ἀθήνας ἀναντίον τῶν Τούρκων· ὁ Βάσιος, ὁ Παναγιώτης Νοταρᾶς, ὁ Μπούρμπαχης καὶ οἱ Ντερβενοχωρίτες νὰ πᾶνε νὰ πιάσουνε ἀπὸ βραδὺς τὴν Χασιά, νὰ ταμπουρωθοῦν – εἶναι ἡ θέση γερὴ – νὰ πάγη ὀχτρὸς ἐκεῖ νὰ τὸν πολεμήσουν. (Ἦταν ὡς τρεῖς χιλιάδες ἀσκέρι). Τὸ ταχτικό, ὁ Νοταρᾶς ὁ Γιάννης κ᾿ ἐγὼ ὡς χιλιοχτακόσοι ἄνθρωποι νὰ βγοῦμεν εἰς τὸν Πειραιὰ τὰ μεσάνυχτα. Πήγαμεν, μὲ διορίζει ὁ Γκόρδον μὲ τὸ σῶμα του νὰ πρωτοβγῶ ὀμπρὸς ἐγὼ εἰς τὴν θέση τοῦ Φαληρέως. Ράξαμεν εἰς τὸ Πασιὰ Λιμάνι. Πρωτοβῆκα μὲ δυὸ φελοῦκες· τὸ εἶχαν πιασμένο οἱ Τοῦρκοι. Πολεμήσαμεν μ᾿ ἐκείνους καλά· λαβώθηκαν ἀπὸ ῾μᾶς καμπόσοι. Ἦρθαν κι᾿ ἄλλες δυὸ φελοῦκες μ᾿ ἀνθρώπους μου καὶ τότε πολεμήσαμεν γενναίως τοὺς Τούρκους, μᾶς πολέμησαν κι᾿ αὐτεῖνοι παληκαρίσια, καὶ τοὺς τζακίσαμεν καὶ τοὺς πήγαμεν κυνηγώντα ὡς τὸ μοναστήρι εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, εἰς τὸν Δράκον. Τότε γυρίσαμεν ὀπίσου· βῆκαν κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ σώματα· βγάλαμεν ἐκείνη τὴν νύχτα ὡς δεκαπέντε κανόνια, μικρὰ μεγάλα, καὶ γρανέτες καὶ φκειάσαμεν καὶ τὰ ταμπούρια διανυχτὸς καὶ τῆς θέσες τῶν κανονιῶν· κι᾿ ὅσο νὰ φέξῃ εὑρέθηκαν ὅλα ἕτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Ὅσοι ἔρχονταν δὲν ἔλπιζαν ὅτι ἐμεῖς νὰ φκειάσουμεν ὅλα αὐτὰ ἐκείνη τὴν νύχτα.<br />
Τὴν αὐγὴ μᾶς βλέπουν οἱ Τοῦρκοι ἕτοιμους καὶ χαζίρικους. Ὁ Βάσιος καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι δὲν πῆγαν εἰς τὴν Χασιὰ καθὼς εἴχαμεν ὁμιλίαν, ἀλλὰ σηκώθηκαν τοῦ κεφαλιοῦ τους καὶ πῆγαν ῾σ ἕνα χωριόν, Καματερὸν τὸ λένε, μίαν ὥρα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Πῆγαν καὶ πιάσαν μίαν θέση ἀδύνατη· κι᾿ αὐτὸ τὸ λάθος τὄκαμεν ὁ Βάσιος· ὅτι αὐτὸς γνώριζε τὸν τόπον τῆς Ἀθήνας, ἀγωνίζονταν τόσον καιρὸν σὲ αὐτὰ τὰ μέρη. Πρὶν πιάσουν θέσες καὶ νὰ ταμπουρωθοῦν καλὰ – κάμαν ἕνα ταμπούρι τυφλό – τοὺς πέσαν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνου τους καὶ τοὺς χάλασαν· καὶ σκότωσαν περίτου ἀπὸ τρακόσους πενήντα Ἕλληνες· καὶ τοὺς ρίξαν εἰς φυγή. Καὶ σκοτώθη κι᾿ ὁ ἀγαθὸς Μπούρμπαχης κι᾿ ἄλλοι δυὸ συνάδελφοί του φιλέλληνες. Ὅλοι διαλύθηκαν κακῶς κακοῦ. Ὁ Βάσιος ἔμεινε εἰς τὴν Ἐλεψίνα, ὅτι οἱ περισσότεροί του ἄνθρωποι ἦταν Ντερβενοχωρίτες.<br />
Τότε πῆρε τὰ κεφάλια αὐτεινῶν ὁ Κιτάγιας καὶ τὰ πῆγε εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ τἄδειξε τῶν πολιορκημένων καὶ τοὺς εἶπε νὰ προσκυνήσουνε διὰ νὰ σωθοῦνε αὐτεῖνοι καὶ νὰ μὴν πάρουν κ᾿ ἐμᾶς εἰς τὸν λαιμό τους, ὁποῦ ἤμαστε εἰς τὸν Φαληρέα. Τοὺς λένε οἱ πολιορκημένοι: «Σύρτε κυργέψετε ἐκείνους εἰς τὸν Φαληρέα καὶ τότε ὑποταζόμαστε κ᾿ ἐμεῖς· ὅτι αὐτεῖνοι εἶναι χωρὶς κάστρο. Κι᾿ ὅταν παραδοθοῦν, παραδίνομεν κ᾿ ἐμεῖς τὸ κάστρο». Ἀναχωροῦν ὅλες οἱ δύναμες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα (πολλὰ ὀλίγοι μείναν, ὅσ᾿ ἦταν ἀναγκαῖοι διὰ τοὺς πολιορκημένους) καὶ μᾶς ζώνουν κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ πόστα τους. Εἶχαν τὸ Μοναστήρι κι᾿ ὅλα τὰ τριγυρινὰ πόστα εἰς τὴν ἐξουσίαν τους οἱ Τοῦρκοι. Ἦρθαν καὶ οἱ ἄλλοι, ἑτοιμάστηκαν ὁληνύχτα· τὴν αὐγὴ σαράντα πέντε μπαγιράκια ρίχτηκαν ἀπάνου μας. Ἄρχισαν ἀπὸ τὰ πόστα τους, ὁποῦ τὰ εἶχαν γιομάτο τὸ καθένα πόστο ἀπὸ κανόνια καὶ μπόμπες καὶ γρανέτες, καὶ μᾶς βαρούσαν· καὶ τὰ στρατέματα ἔμπαιναν εἰς τὴν τάξη νὰ μᾶς ριχτοῦνε. Τότε ἔβλεπες τοὺς δικούς μας, νὰ τοὺς ἔσφαζες, μιὰ κούπα αἷμα δὲν ἔβγαινε· ὅτι μάθαν τὸν χαλασμὸν τοῦ Βάσιου κι᾿ ἀλλουνῶν.3<br />
Τοῦτα τὰ μπαγιράκια κινήθηκαν ἀπάνου μας. Ὁ Γκόρδον, ἦταν κι᾿ ἄλλοι Εὐρωπαῖγοι κι᾿ ὁ Ἄγιντεκ, ἕνας ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὴ Μπαβαρία, ἀφοῦ εἶδαν τὰ μπαγιράκια ὁποῦ ἑτοιμάζονταν, αὐτεῖνοι ὅλοι μὲ τὸν Γκόρδον ἐμπήκαν σὲ μίαν φελούκα νὰ πᾶνε εἰς τὸ καράβι τοῦ Γκόρδον· ὅτι ἀπολπίστηκαν, ἀφοῦ εἶδαν τόση δύναμιν τῶν Τούρκων. Καὶ οἱ ἐδικοί μας εἰς τὸν Φαληρέα ποτὲς δὲν μείναν τοῦ ντουφεκιοῦ χίλιοι τρακόσοι ἄνθρωποι. Ὅτι μαθαίνοντας τὸ χαλασμὸ τοῦ Βάσιου ἐνέκρωσαν καὶ φεύγαν διὰ νυχτός, ὅτ᾿ ἦταν ἡ θέση κιντυνώδης. Ἂν μᾶς χαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ποδάρι δὲν γλύτωνε ἀπὸ ῾μᾶς· ὅτ᾿ ἦταν ὅλη ἡ στεργιὰ κλεισμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πεζούρα, καβαλλαρία καὶ κανόνια, κι᾿ ἀπὸ τὸ πέλαγον μόνον τὸ καράβι τοῦ Γκόρδον, ὅτι φύγαν τ᾿ ἄλλα. Τότε ἀπολπισμένος κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς Γκόρδον καὶ χαρισμένος καὶ εἰς τὴν φιλίαν τὴν δική μου, νὰ μείνω μαγιά, μοῦ εἶπε νὰ μπῶ κ᾿ ἐγὼ μέσα εἰς τὸ καράβι του νὰ γλυτώσω. Ὅτι οἱ ἀρχηγοί, ὁποῦ κάμαμεν αὐτοὺς τοὺς Εὐρωπαίγους, ὅλο μὲ τὰ καράβια ἔχουν νὰ κάνουν· αὐτεῖνοι ἀπὸ μέσα πολεμοῦν τοὺς ὀχτροὺς εἰς τὴν στεριὰ καὶ τοὺς σκοτώνουν μὲ λόγια, μὲ σκέδια, μὲ τὴν σούπα. Δὲν εἶμαι τοιοῦτος νὰ κατηγορῶ τοὺς ἀνώτερούς μου, ὅμως ὄχι καὶ νὰ μὴν εἰπῶ τὴν ἀλήθεια· ὅτι ὁρκίστηκα δι᾿ αὐτείνη. Κ᾿ ἐδῶ φαίνεται ἂν λέγω τὴν ἀλήθεια ἢ ὄχι.<br />
Ἀφοῦ εἶδε ὁ ἀρχηγὸς ὁ Γκόρδον τὸν κίντυνον καὶ πῆρε τοὺς συντρόφους του καὶ τὴν ἀρχηγίαν του καὶ μπῆκε εἰς τὸ καράβι, διὰ νὰ μείνουν σπορὰ νὰ ματαγίνουν κι᾿ ἀλλοῦ ἀρχηγοί, ὅσο νὰ τοὺς σώσουν τοὺς Ἕλληνες – καὶ τότε νὰ λευτερώσουν τὴν Ἑλλάδα, οἱ Τοῦρκοι ὅλα τὰ μπαγιράκια ρίχτηκαν ἀπάνου μας. Ὁ ἀρχηγὸς γύρευε κ᾿ ἐμένα μαζί του. Τοῦ λέγω: «Κόπιασε ἡ γενναιότη σου καὶ ῾σ αὐτείνη τὴν μπατάγια τὴν σημερινὴ θὰ γένῃ ὁ Θεὸς ἀρχηγός· καὶ μὲ τὴν δύναμή του – θὰ λυπηθῇ ἐμᾶς καὶ τὴν πατρίδα μας· κι᾿ ὅ,τι μπορῶ κ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀγωνιστῶ σήμερα μ᾿ ὅλον ὁποὖμαι ἀστενής. Νὰ χαθοῦνε τόσοι ἀγωνισταὶ καὶ νὰ μείνω ἐγώ, ξίκι νὰ γένῃ καὶ ῾σ ἐμένα ἡ ζωή! – Τί θὰ κάμῃς, μοῦ λέγει, σὲ τόσο πλῆθος Τουρκῶν; – Εἶναι ὁ Θεός, τοῦ λέγω, καὶ κάνει ὁ ἴδιος!» Πάγει εἰς τὸ καράβι. Τότε διαλέγω ὡς ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ παίρνω σπαθιὰ καὶ γιαταγάνια καὶ τὰ δίνω αὐτεινῶν τῶν ἐκατό· τὰ πῆρα ἀπ᾿ οὖλο τὸ σῶμα. Καὶ παίρνω καὶ κρασὶ καὶ τοὺς ποτίζω αὐτοὺς τοὺς ἑκατὸ καὶ τοὺς ἄλλους εἰς τὰ πόστα. Ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπολπίστηκαν. Ἀφοῦ τοὺς κέρασα ὅλους, πῆρα τοὺς ἑκατὸ μαζί μου καὶ ἤφερνα γύρα μ᾿ αὐτοὺς τὰ πόστα ὅλα, τραγουδώντας ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἑκατό. Ἦταν κ᾿ ἕνα γενναῖον πολὺ παληκάρι ἐκεῖ στολισμένο ἀπὸ γενναιότητα καὶ τερτιπιτζὴς εἰς τὸν πόλεμον, Παναγιώτη Σωτηρόπουλον τὸν ἔλεγαν, ἀπὸ τὸ Κράβαρι χωριὸν Λομποτινά· αὐτὸς ἔκαμε τὸ σκέδιον εἰς τὸ Μισολόγγι ὁποῦ κλέβαν τὸ χῶμα ἀπὸ τῆς τάμπιες τῶν Τούρκων, ὁποῦ φκειάναν νὰ πλακώσουν τοὺς δικοὺς μας· αὐτὸς καὶ ἡ τέχνη τοῦ Κώστα Λαγουμιτζῆ σῶσαν τὸ Μισολόγγι. Κι᾿ αὐτὸς ἔκαμεν καὶ τὸν πόλεμον τῆς Κλείσοβας, (ὁποῦ λένε οἱ συντρόφοι τοῦ Τζαβέλα ὅτι τὸν ἔκαμεν αὐτός· ἦταν μέσα σὲ μίαν παλιοκλησιούλα κ᾿ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί. Εἶχε ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ πλερώνεταν χίλιους ἐκατό· καὶ γιόμωσε τὸ δισάκκι του ἀπὸ τὰ τοιοῦτα λίρες Ἀγγλικές, ὁποῦ τῆς ἔστειλαν νὰ μᾶς λευτερώσουνε οἱ Εὐρωπαῖοι, κι᾿ ὡς καλὰ συνασμένες αὐτὲς τῆς λίρες, ὅταν παραδόθη τὸ Μισολόγγι, τῆς πῆραν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ γύρευε καὶ παλιὲς πλερωμὲς ὁ Τζαβέλας ἀπάνου ἀπόνα μιλλιούνι γρόσια. Ὅταν ἐβῆκε ἀπὸ τοὺς Κορφούς, ἐβῆκε μὲ δέκα πέντε ἀνθρώπους ξαρμάτωτους καὶ τοὺς ἁρμάτωσε ὁ Μαυροκορδᾶτος· τώρα μιλλιούνια ζητάει). Αὐτὸς ὁ Σωτηρόπουλος διὰ νὰ ζήσῃ, νὰ τρώγῃ κομμάτι ψωμὶ μὲ τοὺς συντρόφους του, ἦταν μὲ τὸν Νοταρᾶ εἰς τὴν Κόρθον. Ἀφοῦ πῆρα τοὺς ἑκατὸ καὶ ἤφερνα γύρα καὶ τραγουδούσαμεν καὶ ψυχώναμεν τοὺς ἀνθρώπους, μοῦ πέρασε καὶ μία ἰδέα καὶ ῾διοτέλεια. Εἶπα ὅτι ἐγὼ θ᾿ ἀποφασίσω εἴτε νὰ σκοτωθῶ, εἴτε νὰ κερδέσουμεν σήμερα. Τὸ λοιπὸν νὰ μὴν πάρῃ κι᾿ ἄλλος τὸν ἔπαινον αὐτόν, νὰ τὸν πάρω μαζὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους· ὅτ᾿ εἶμαι ἀρχηγός τους καὶ εἰς τὴν ἡμέρα μου νὰ τοὺς δοξάσω, ἀφοῦ ἄλλοι ἀρχηγοὶ τοὺς ἀδίκησαν καὶ οἱ ἐδικοί – τους κι᾿ ὁ Δυσσέας κι᾿ ὁ Γκούρας. Καὶ διὰ νὰ κατορθώσω αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταθῶ πονηρότερος, ν᾿ ἀπατήσω καὶ τὸν Σωτηρόπουλον. (Ὅτι αὐτὸν γνώριζα ὡς ἀντίζηλον. Οἱ ἄλλοι τοὺς ἔλεγες «ἐκεῖνο», κάναν· τὸ λέγω τοῦ Σωτηρόπουλου). Εἶχε κάνη ἑκατὸ ἀνθρώπους κι᾿ αὐτὸς νὰ ἤμαστε καὶ οἱ δυὸ ἀπόξω, νὰ ριχνώμαστε οὖθεν εἶναι χρεία, ὅταν πλησιάσουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ πόστο τὸ δικό του ἤτανε ἐκτεταμένο. Τότε τοῦ εἶπα νὰ πάγῃ νὰ ψυχώσῃ τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ ὁποῦ ἦταν εἰς τὰ ταμπούρια, νὰ μή μας τοὺς χαλάσουνε οἱ Τοῦρκοι.<br />
Κι᾿ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Καὶ τοὺς Τούρκους τοὺς στράβωσε ἡ ἁμαρτία καὶ κάμαν κίνημα ἀπὸ τὴν μέση, τὸ κέντρο, ὁποῦ ἦταν δυνατώτερον μέρος καὶ τὰ κανόνια μας ἐκεῖ δούλευαν καλύτερα. Ἀφοῦ κίνησε ὁ Σωτηρόπουλος τὸν κατήφορον καὶ εἴχαμεν μιλήση, ὅταν γυρίσῃ νὰ κάμωμεν μαζὶ τὸ σκέδιον, οἱ Τοῦρκοι προχώρεσαν ἀπάνου μας μ᾿ ὅλα τὰ μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τοὺς ἑκατό, τοὺς κέρασα καὶ κρασάκι καὶ ριχνόμαστε ἀπάνου εἰς τοὺς Τούρκους κόντρα γιρούσι καὶ τοὺς δίνομεν ἕνα σκοτωμὸν καλόν. Σκοτώθηκαν καὶ δικοί μου δέκα πέντε κι᾿ ἀχώρια οἱ λαβωμένοι. Πῆρα τοὺς λαβωμένους καὶ σκοτωμένους μέσα εἰς τὰ πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οἱ Τούρκοι· τοὺς δίνομεν καὶ τότε ἕναν χαλασμὸν καὶ τοὺς πήγαμεν κυνηγώντας ὡς τῆς Ἀθήνας τὴν στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εἰς τὰ πόστα μας. Ἐβῆκε κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὸ καράβι μὲ κρασὶ Εὐρωπαίικον, μᾶς κέρασε αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του. Τότε εἶπα τῶν κανονιαραίγων καὶ βάλαν μπάλλα μιστράλλια ῾στὰ κανόνια. Οἱ Τοῦρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ὅτι τοὺς ἦρθε μιντάτι ἕνας νέος πασιᾶς, κ᾿ ἔρχονταν ἀπάνου μας. Τότε εἶπα τῶν ἀνθρώπων μου· «Τώρα ὁποῦ θὰ βγοῦμεν ἀναντίον τῶν Τούρκων, γυρίζοντας ἐγὼ πίσου, νὰ γυρίσετε ὅλοι· ὅτι θὰ ρίξουνε τὰ κανόνια καὶ νὰ μὴ μᾶς σκοτώσουνε». Ἀφοῦ ἦρθαν πολλὰ πλησίον οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ ταμπούρια μας, δὲν μποροῦσα νὰ βαστήξω τοὺς ἀθάνατους Ἕλληνες· ἔγιναν ὅλοι λιοντάρια – ἐγὼ ἤμουν ὁ χερότερος. Τότε ριχτήκαμεν καὶ τρίτον ἀπάνου τους καὶ τοὺς δίνομεν ἕναν σκοτωμόν· πληγώσαμεν καὶ τὸν πασιᾶ τους (καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Ἔγριπον κ᾿ ἐκεῖ πέθανε). Τραβηχτήκαμεν ὀπίσου. Τότε τὰ κανόνια μὲ τὰ μιστράλλια τοὺς ἀφάνισαν κ᾿ ἔβλεπες ἀπὸ αὐτοὺς στρῶμα σκοτωμένους καὶ πληγωμένους. Τοὺς κουβαλοῦγαν εἰς τὰ πόστα τους κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὴν Ἀθήνα.<br />
Τότε τοὺς κόπηκε ὅλη ἡ γενναιότη τῶν Τούρκων. Φκειάνει τὸ ρεπόρτο ὁ ἀρχηγός, τὸ στέλνει νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸν τύπον· κ᾿ ἔλεγε ὅτι ἡ σημερινὴ μπατάγια εἶναι τοῦ Μακρυγιάννη, ὅτι αὐτὸς διοίκησε. Ὁ Νοταρᾶς ὁποὖταν εἰς τὸν Πειραιᾶ εἶχε τὸν Ζαΐμη θεῖον ἀπὸ τὴν μητέρα του· ἦταν πρόεδρος τῆς Διοικήσεως. Ὁ Πανοῦτζος ὁ Νοταρᾶς, ἀδελφὸς τοῦ πατέρα του, ἦταν πρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ. Πῆραν τὸ ρεπόρτο τοῦ Γκόρδον καὶ τὸ ξέκλησαν κ᾿ ἔβαλαν ἐμένα παλιὲς ἀντραγαθίες, ἀπὸ αὐτὲς ὅμως καμμιά, ἀλλὰ παλιὲς μὄβαλαν εἰς τὴν ἐφημερίδα. Γράφω τοῦ τυπογράφου, ὁποῦ ἦταν ὁ Φαρμακίδης, μοῦ γράφει τὰ αἴτια. Ἀφοῦ εἶδε αὐτὸ ὁ Γκόρδον, ὡς φιλαλήθης πείσμωσε· πιάστη καὶ μὲ τὸν Νοταρᾶ. Σηκώθη κ᾿ ἔφυγε ἀπὸ τὸν Περαιᾶ καὶ πῆγε εἰς τὴν Αἴγινα κι᾿ ἄφησε εἰς τὸ ποδάρι του ἐμένα. Τοῦ εἶπα νὰ φωνάξῃ ν᾿ ἀφήσῃ καὶ τὸν Νοταρᾶ, νὰ μείνωμεν καὶ οἱ δυὸ ὅσο νὰ γυρίσῃ, νὰ μὴ συνβῇ καμμία διχόνοια κι᾿ ἀκολουθήσῃ κάνα δυστύχημα. Κ᾿ ἐγὼ πρέπει νὰ ὑπομένω καὶ νὰ θυσιάζω εἰς τὰ ὀτζάκια.<br />
Οἱ Ἕλληνες τοὺς Τούρκους τοὺς καταφρόνεσαν ὅλως δι᾿ ὅλου. Καθεμερινῶς πολεμούσαμεν, κι᾿ ὅλο τους νικούσαμεν· ποτὲ δὲν κέρδεσαν. Τοὺς πήραμεν τὸν ἀγέρα καὶ τοὺς εἴχαμεν σὰν Ὁβραίους. Πηγαίναμεν ὡς ἀπόξω τὸ Σέντζος. Πιάσαμεν καὶ τὰ Μποστάνια λεγόμενα· εἶναι ἕνας βάλτος· ἦταν περιβόλια τῶν Τούρκων ἐκεῖ καὶ βάλτωσαν. Βγαίνει νερὸ ὁ τόπος καὶ εἶναι κάτι χαντάκια, ὁποῦ ἂν δὲν ξέρῃ ὁ ἄνθρωπος, χάνεται. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι εἰς τὴν ἄκρη τὴν θάλασσα κατὰ τὸ μέρος τῶν Τριῶν Πύργων. Ἦταν καὶ κάτι παλιόπυργοι καὶ τοὺς πιάσαμεν. Στείλαμεν ὅλοι οἱ καπεταναῖγοι ἀνθρώπους ὡς διακόσους. Μίαν αὐγὴ ὁ Κιτάγιας μ᾿ ὅλες του τῆς δύναμες, πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ κανόνια καὶ γρανέτες, μέθυσε τοὺς Τούρκους κ᾿ ἔπιασαν τὸν πόλεμον ἀπὸ τὴν αὐγὴ μπονόρα καὶ βάσταξε ὡς τὸ δειλινό. Καὶ ρίχτηκαν μὲ μεγάλη ὁρμὴ οἱ Τοῦρκοι ῾στοὺς δικούς μας εἰς τὰ Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι τὸν Σωτηρόπουλον μὲ καμμιὰ ἐκατοστὴ ἀνθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ᾿ ἄλλους ἑκατὸ τὸν γενναῖον Γιωργάκη Χελιώτη, ἄξιον πολεμιστὴ καὶ τίμιον πατριώτη. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς στένεψαν πολὺ τότε, καὶ θὰ τοὺς χάλαγαν, ὅτι πολεμοῦσαν νὰ τοὺς κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ πήγαμεν εἰς τὸ Γλυκὸν νερόν· καὶ βαστούσαμεν τὸν εἴσοδον ἀνοιχτὸν καὶ πολεμούσαμεν. Καὶ βάλαμεν καὶ τὸν γενναῖον Ἰγγλέζη μὲ τὸ ταχτικὸν καὶ βαστοῦσε τὴν φτερούγα ἀκίνητος εἰς τοῦ Χαϊμαντᾶ τὴν μάντρα ὀνομαζόμενη. Κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ ἄντρες τοῦ ταχτικοῦ κι᾿ ὁ ἀρχηγός τους ὁ Ἰγγλέζης ριζικάρησαν πολύ· καὶ ἡ θεία πρόνοια μᾶς ἔσωσε ὅλους. Τὸ βράδυ κάμαμεν ριτιράτα μ᾿ ὄμορφον τρόπον. Καὶ σώθηκαν ὅλοι οἱ ἐδικοί μας, ὁποῦ ἦταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν ὅλο τ᾿ ἄνθος τῶν Τούρκων περίτου ἀπὸ χίλιους διακόσιους. Πῆραν πλῆθος κεφάλια οἱ Ἕλληνες, ἄρματα, σημαῖγες καὶ τἄφεραν εἰς τὸν Φαληρέα· καὶ μαζώχτηκαν τόσοι Εὐρωπαῖγοι κ᾿ ἔβλεπαν αὐτὸν τὸν ἀφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μας δυό, ἕνας καλὸς πατριώτης Ἀργίτης, γενναῖος ἄντρας κι᾿ ἀγαθός, ὀνομαζόμενος Μπεκιάρης, κ᾿ ἕνας Ἀθηναῖος. Ὠφέλησαν πολὺ τὰ χαντάκια. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ – μέσα πολέμησαν ὡς λιοντάρια· κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τὰ πλευρὰ τοὺς βαστάξαμεν ἀνοιχτὸν τὸν δρόμον τῆς θάλασσας καὶ τῆς πλάτες τους. Λαμπρύνεται ἐκεῖ μέσα ὁ Γιώργης Σκουρτανιώτης, ὁ Σπύρος Δοντᾶς Ἀθηναῖος, ὁ Σωτηρόπουλος, ὁ Χελιώτης – πολέμησαν ἀντρείως. Ἡ πατρὶς τοὺς χρωστάγει χάριτες ὁλουνῶν ὅσων ἦταν μέσα.<br />
Τὸ κάστρο τὸ στένεψαν καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ ἔμπῃ ἄνθρωπος, οὔτε νἄβγῃ. Πρῶτα ἀπὸ τὸν πόλεμον τῶν Μποστανιῶν ἐβῆκαν καὶ ἤφεραν κ᾿ ἕνα περιστέρι ἀπὸ τὸ κάστρο· καὶ τὸ φορτώσαμεν γράμματα καὶ τὸ πῆρα μὲ καμπόσους καὶ τὸ πήγαμεν εἰς τοὺς Τρεῖς Πύργους καὶ τ᾿ ἀπολύσαμεν. Ὅμως τὸ σκότωσαν οἱ Τοῦρκοι καὶ πῆραν καὶ τὰ γράμματα καὶ εἶδαν τί τοὺς γράφαμεν τῶν πολιορκημένων. Ἦρθε προσκυνησμένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους Ρωμαῖος καὶ μᾶς τὸ εἶπε· καὶ μᾶς εἶπε καὶ τὸν σκοτωμὸν τοῦ πασσά· καὶ περίτου ἀπὸ χίλιους ὀχτακόσιους, μᾶς εἶπε, ῾σ ἐκεῖνον τὸν πόλεμον, τὸν πρώτον, πληγωμένοι καὶ σκοτωμένοι. Τόλεγαν καὶ οἱ ἴδιγοι Τοῦρκοι καὶ τὸ ἴδιόν μας εἶπαν καὶ διὰ τὰ Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι.<br />
Ἀφοῦ ἦρθε ὁ πεζοδρόμος μὲ τὸ περιστέρι, τὰ γράμματα τὰ στείλαμεν εἰς τὴν Διοίκησιν καὶ Καραϊσκάκη. Ἀφοῦ εἶδε αὐτά, πῆρε κοντὰ ὡς δυὸ χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ἦρθε κ᾿ ἔπιασε τὸ Τζερατζίνι ὁ Καραϊσκάκης. Εἶναι κ᾿ ἕνα μετόχι πλησίον, ἀπὸ πάνου τὸν ζυγὸν – ἦταν Τοῦρκοι ἀπὸ ῾κεῖ ὡς τὴν ἄκρη εἰς τὰ Καμίνια, ὁποῦ σώνεται ἡ ράχη. Ἐκεῖ εἶχαν ἀπάνου οἱ Τοῦρκοι τὰ κανόνια τους καὶ εἰς τὸν Δράκον ὁλόγυρα· καὶ μᾶς χτυποῦσαν καὶ τοὺς χτυπούσαμεν κ᾿ ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἔφτασε ὁ Καραϊσκάκης, ἦρθε εἰς τὸν Φαληρέα κι᾿ ἀνταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν νὰ φκειάση ὁ Νοταρᾶς ἕνα ταμπούρι ἀπάνου ῾στὴν ράχη πλησίον εἰς τὸν δρόμον τῆς Ἀθήνας, κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὸν δρόμον, ἀντίκρυα ἀπὸ τῶν Τούρκων τὰ πόστα. Ὀληνύχτα, βρέχοντας καὶ ταλαιπωργιώντας, τὸ φκειάσαμεν· καὶ βάλαμεν καὶ πέντε κανόνια μέσα εἰς τὸ ταμπούρι μας. Τὴν ἄλλη τὴν νύχτα πήγαμεν καὶ φκειάσαμεν ἄλλο ἕνα ἀπὸ κάτου τὰ κανόνια τῶν Τούρκων, ὁποὖναι ἕνα καμίνι, νὰ τοὺς κόψωμεν τὸν ζαϊρέ τους νὰ μὴν παγαίνουν εἰς τὸ μοναστήρι τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα, ὁποῦ τὸν βαστοῦσαν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι. Εἶπε καὶ τοῦ Βάσιου ὁ Καραϊσκάκης νὰ φκειάση ἕνα ταμπούρι ἀπὸ τὸ πέρα μέρος τοῦ βάλτου νὰ κοπῆ ὁ ζαϊρές· δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ φκειάσουνε κ᾿ ἔμπαινε ἀπὸ ῾κεῖθε ὁ ζαϊρές.<br />
Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι ἤμαστε μέσα εἰς τὸ νερὸ νύχτα καὶ ἡμέρα. Μίαν βραδειὰ ἔβρεξε καὶ γιόμωσε τὸ καμίνι καὶ ξενυχτήσαμεν ἀπάνου ἀπὸ τὸ ζουνάρι εἰς τὸ νερόν· κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὁποῦ ἤμουν ἀδύνατος, μ᾿ ἔπιασε μία στένωση σὰν χτικιόν. Καὶ μέσα τὰ νερὰ τραβοῦσα ἄρρωστος. Ὁ Κιτάγιας ἔβαλε μίαν αὐγὴ τὰ κανόνια καὶ μπόμπες καὶ γρανέτες καὶ πλῆθος ἀσκέρι εἰς τὴν ράχη καὶ βαροῦσαν τὸ Μετόχι, ὁποῦ τὸ εἶχαν πιασμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Καραϊσκάκη. Ἀφοῦ τὸ πολέμησαν ἀρκετὲς ὧρες καὶ τὸ πῆγαν ὡς τὴν γῆς γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιρούσι ἀπάνου τοὺς πεζούρα καὶ καβαλλαρία νὰ τοὺς κυργέψουν. Τότε οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες, ἀφοῦ ζύγωσαν, τοὺς ἔκαναν ἕναν σκοτωμὸν καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρὸς καὶ τοὺς πῆγαν ὡς τὰ ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιρούσι οἱ Τοῦρκοι, λαβαίνουν τὴν ἴδια τύχη. Ἔρχεται μιντάτι τῶν Τούρκων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νέον καὶ πῆγαν εἰς τὰ ταμπούρια τους. Τότε κατεβήκαμεν ἀπὸ τὸν Φαληρέα περίτου ἀπὸ πεντακόσοι ἄνθρωποι ὅλο διαλεμένοι, ἀρχηγὸς αὐτεινῶν ὁ Σωτηρόπουλος, ὁ Χελιώτης κ᾿ ἐγώ, καὶ πήγαμεν εἰς τὸ καμίνι εἰς τὸ πόστο μου κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμεν ἀπὸ κάτου τὰ κανονοστάσια τῶν Τούρκων, κι᾿ ἀρχίσαμεν τὸν πόλεμον· καὶ πήραμεν τὴν πλάτη τῶν Τούρκων· καὶ πισουδρόμησαν οἱ Τούρκοι· καὶ βήκαν οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες ἀπὸ τὸ Μετόχι κι᾿ ὁ ἀντρεῖος Χατζημιχάλης μὲ τὴν καβαλλαρίαν του καὶ δίνουν ἕναν χαλασμὸν τῶν Τούρκων κ᾿ ἕναν σκοτωμὸν τρομερόν. Σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν περίτου ἀπὸ ὀχτακόσοι – αὐτά μας εἶπαν. Καὶ διαλύθηκαν οἱ Τοῦρκοι. Πήγαμεν κ᾿ ἐμεῖς ὁ καθεὶς εἰς τὰ πόστα του. Ὅσοι ἀξιωματικοὶ πολέμησαν ἐκεῖ, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μῆτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης· τῆς καβαλλαρίας ὁ γενναῖος Χατζημιχάλης, Βασίλης Ἀθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ πολέμησαν, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, πολλὰ γενναίως καὶ πατριωτικῶς. Κι᾿ ὅλοι οἱ ἁπλοὶ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν μὲ μεγάλον πατριωτισμὸν καὶ γενναιότητα διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Καὶ εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ὁποῦ δὲν παῖζαν εἰς τὸν Περαιά. Κι᾿ αὐτό, ὅτ᾿ εἶναι ντουφέκι καὶ σπαθὶ Ἑλληνικόν, θρησκευτικὸν καὶ πατριωτικόν.<br />
Ἡ ντροπὴ εἰς τοὺς Τούρκους ἦταν μεγάλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Κιτάγιας πῆρε ὅλες του τῆς δύναμες, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ κατέβηκαν καὶ μεράστηκαν καὶ εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ ῾σ ἐμᾶς εἰς τὰ πόστα μας. Καὶ πολεμήσαμεν καὶ τὰ δυὸ μέρη γενναίως, καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἕλληνες. Ἀφοῦ εἶδαν ἀπὸ τὸ κάστρο ὁποὖρθε ἡ δύναμη τῶν Τούρκων ῾σ ἐμᾶς, βήκαν κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ τοὺς πολέμησαν γενναίως. Πολεμήσαμεν περίτου ἀπὸ ἕξι ὤρες· κι᾿ ἀπὸ τὰ τρία μέρη οἱ Τοῦρκοι ψώνισαν καβάλλα. Λέγω εἰς τοὺς ἀναγνῶστες ὅτι δὲν τοὺς εἴχαμεν διὰ ζωντανούς. Σκοτώθηκαν καὶ εἰς τὰ τρία μέρη ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτούς. Πήραμεν τοὺς Τούρκους ὡς Ὁβραίους, κι᾿ ὅταν ἔρχονταν Εὐρωπαῖγοι εἰς τὰ πόστα μας, κατεβαίναμεν καὶ τοὺς πολεμούγαμεν.<br />
Τὸ Ἔθνος μας τὸ κομμάτιασαν εἰς τὴν Συνέλεψη. Ἐμεῖς σκοτωνόμαστε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ τήραγαν τοὺς σκοπούς τους. Μόγραφαν νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ ὡς πληρεξούσιος τῶν πολιορκημένων. Τοὺς ἀποκρίθηκα πολλὲς φορές· «Ἐγὼ πληρεξουσιότη ἔχω νὰ πολεμῶ κατὰ δύναμη μὲ τοὺς συναδελφούς μου, διὰ νὰ μᾶς βλέπουν οἱ πολιορκημένοι νὰ κάθωνται εἰς τὸ κάστρο, νὰ σκοτώνωνται αὐτεῖνοι ἐκεῖ κ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ – διὰ νὰ διορθώσετε ἐσεῖς τὴν πατρίδα. Καιρὸς διὰ ἐφύλιους πολέμους δὲν εἶναι καὶ κάμετε ὅ,τι σας ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή σας».<br />
Ἔφκειασαν τὴν Συνέλεψη, διορίσαν τὸν ναύαρχον τὸν νέον, ὅτι γέρασε ὁ Μιαούλης, τὸν ἀρχιστράτηγον, ὅτι δὲν δύνεται ὁ Καραϊσκάκης, καὶ γράψαν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Καραϊσκάκη οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τόλεγαν, ὅταν κιντύνευε ἡ πατρίς, ὅταν νάστιβε ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ τὰ πουκάμισά τους, ἐκίναγε τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν Ἀράχωβα, ἀπὸ τὸν Ἔπαχτο, ἀπὸ τὸ Δίστομον κι᾿ ἀπὸ τὸν καθημερινὸ πόλεμο, τότε ἔγραψαν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τόπαιρναν τὰ συχαρίκια ὅτι διορίσαν τὸν Τζούρτζη – κι᾿ αὐτὸς νὰ εἶναι εἰς τὴν ὁδηγίαν του. Στοχαστῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀναγνώστες· αὐτείνη τὴν ἐποχὴ ποιὸς εἶχε γνώση διὰ νὰ σώση τὴν πατρίδα – καὶ ποιὸς νὰ τὴν χάση. Μὲ τόση δύναμη ὁ Καραϊσκάκης δὲν τοὺς ἔφκειανε φλούδα ὅλους αὐτούς;<br />
Ἀφοῦ εἶδε αὐτὸ ὁ Καραϊσκάκης, τοῦ κακοφάνη. Καὶ σᾶς λέγω, αὐτὸ τὸν ἔκαμεν περισσότερον νὰ πάγη νὰ σκοτωθῆ. Μὲ φώναξε εἰς τὸ Τζερατζίνι καὶ μὄδειξε αὐτείνη τὴν διαταγὴ καὶ πικρά μου τὸ ξηγέταν. Καὶ τὸν παρηγόρησα καὶ τοῦ εἶπα, ὅσο νὰ τελειώση ἡ ὑπόθεση τῆς Ἀθήνας νὰ μὴν ξεσυνεριστῆ ἀπὸ αὐτὰ τίποτας. Ὅσους θέλουν νὰ διορίζουν, οἱ ἄνθρωποι αὐτὸν ξέρουν ἀρχηγὸν αὐτεινοῦ τοῦ κινήματος. Μοῦ λέγει: «Σήκου νὰ φύγωμε, ὅτι αὐτεῖνοι θέλουν νὰ μᾶς φᾶνε!». Τὸν περικάλεσα μὲ δάκρυα νὰ μὴ μάτα τὸ εἰπῆ αὐτὸ ὅσο νὰ δοθῆ τέλος σὲ τοῦτο τὸ κίνημα τῶν Ἀθηνῶν. Δὲν ἤθελε νὰ μ᾿ ἀκούση, ἀλλά μου εἶπε νὰ σηκωθοῦμεν οἱ δυό μας νὰ φύγωμεν. Τότε τοῦ λέγω: «Δὲν σὲ γελάγω, δὲν μπορῶ νὰ φύγω ἐγὼ· ὅτ᾿ εἶμαι κεφαλὴ τῶν Ἀθηναίων καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶναι εἰς τὴν Ἀθήνα. Τότε ἐγὼ δὲν εἶμαι διὰ τοῦτον τὸν κόσμον. Ἐγὼ θὰ κάμω τὸ χρέος μου. Οὔτε νὰ φύγωμεν εἶναι καιρὸς τώρα, οὔτε ἐφύλιον πόλεμον νὰ κάμωμεν. Ὅτι ἡ πατρίδα εἶναι ῾στὰ ὀλίστια – ἡ Ρούμελη καὶ ἡ Πελοπόννησο γιομάτη Τούρκους. Καὶ σοῦ λέγω: καὶ νὰ χαθῆ ἡ Ἀθήνα, ἐμεῖς σὰν φύγωμεν ἢ ἀνοίξωμεν ἐφύλιον πόλεμον, εἴμαστε κατηγορημένοι, καὶ νὰ λευτερωθῆ, χερότερα. Καὶ δὲν μπαίνω ῾σ αὐτά». Ἦταν ἀγροικημένος καὶ μὲ Πελοποννήσιους.<br />
Ἔφυγα ἀπὸ τὸ Τζερατζίνι μὲ δυσαρέσκειάν του, ὅτι δὲν θέλησα νὰ κλίνω. Τότε στέλνει καὶ παίρνει τὸν Σωτηρόπουλον καὶ τὸν στέλνει εἰς τοὺς Νοταραίους καὶ εἰς τὸν Ζαΐμη καὶ Λόντο νὰ κάμη συμπεθεριὰ (καὶ τὴν ἔκαμεν), νὰ δώση τὸ κορίτζι τοῦ εἰς τὸ παιδὶ τοῦ Νοταρᾶ καὶ νὰ γένουν συγγενεῖς ὅλοι – καὶ νὰ δυναμωθοῦν Πελοποννήσιοι καὶ Ρουμελιῶτες. Τότε ἄρχισαν νὰ βαίνουν αὐτὸν τὸν σκοπὸν ῾σ ἐνέργεια κι᾿ ὅποιος δὲν εἶναι μὲ τὸ πνεῦμα τους νὰ τὸν κατατρέχουν.<br />
΄Ἄρχισαν νὰ κατατρέχουν ἐμένα. Διορίζει ὁ Καραϊσκάκης τὸν Νοταρὰ ἀρχηγὸν τῆς θέσης τοῦ Φαληρέως καὶ βγάνει ἐμένα. Καὶ πιάνει ὁ Νοταρᾶς βάνει τοὺς ἀνθρώπους του καὶ μοῦ γυμνώνει ὅλους τους Ἀθηναίους, ὁποὖχαν ψώνια, κρασιά, ρακὲς κι᾿ ἄλλα διὰ τ᾿ ὀρδί, καὶ τοὺς τὰ παίρνουν ὅλα. Ἐγὼ μὲ τοὺς περισσότερους ἤμουν κάτου εἰς τὰ Καμίνια, μέσα εἰς τὸ νερό, ἀπὸ κάτου εἰς τὰ κανόνια τῶν Τούρκων, καὶ οἱ συμπεθέροι τοῦ Καραϊσκάκη μου γύμνωσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ θέλαν ν᾿ ἀνοίξωμεν ντουφέκι ἐκεῖ. Τότε στέλνω ἕναν γνωστικὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ τοῦ λέγω τί ἔκαμαν οἱ συμπεθέροι του μὲ τῆς ὁδηγίες τῆς δικές του· καὶ δὲν θὰ τὸ φάνε ἐκεῖνο ὁποῦ πασκίζουν. Δὲν τηράγει τόσοι ὁποῦ σκοτωνόμαστε καὶ δοξάζεται αὐτὸς – θὰ φκειάση τοὺς Ρουμελιῶτες εἵλωτες τῶν τουρκοκοτζαμπασήδων; Ναρθῆ νὰ πιάση τὰ πόστα, ὁποῦ σκοτωθήκαμεν οἱ περισσότεροι· κ᾿ ἐγὼ βογκάγω ἀπὸ τοὺς πόνους νύχτα καὶ ἡμέρα· καὶ ναρθοῦν νὰ τὰ πιάσουνε τὰ πόστα αὐτά, ὅτι σουρπώνοντας θὰ πάρω τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ φύγω· κι᾿ ἂν πιάσουν τῆς θέσες αὐτὲς οἱ Τοῦρκοι, εἶναι εἰς βάρος του. Ἀφοῦ τοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος, παίρνει ὅλους τους ἀρχηγοὺς καὶ ἦρθε εἰς τὸ πόστο μου μέσα εἰς τὸ νερό. Τοῦ λέγω: «Βλέπεις τί τραβοῦνε οἱ ραγιάδες οἱ ἐδικοί σου καὶ τῶν συμπεθέρω σου, ὁποῦ εἴμαστε σὰν τῆς πάπιες εἰς τὸ νερό, κ᾿ ἐσεῖς μας γυμνώνετε. Κοπιάστε πιάστε αὐτὰ τὰ πόστα ἡ γενναιότη σας, ὅτι ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου θὰ φύγω». Καὶ τοῦ εἶπα τὰ αἴτια· ὁποῦ γύμνωσε τοὺς ἀνθρώπους ὁ συμπέθερός του καὶ τὸ φουσάτο του.<br />
Τότε μου μίλησε ὁ Καραϊσκάκης κι᾿ ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ νὰ μείνουμεν, νὰ μὴν ἀφήσουμεν τῆς θέσες. Ὅτι δὲν τοὺς ἔδινε χέρι νὰ τῆς ἀφήσουμεν· ὅτι ἄλλος τρελλότερος δὲν ἦταν ἀπὸ ῾μάς νὰ κάθεται τὸν χειμώνα εἰς τὸ νερό. Συνφωνήσαμεν μὲ τὸν Καραϊσκάκη νὰ γένη καταγραφή, νὰ πλερώση τὴν ζημίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἔφυγε αὐτὸς διὰ τὴν θέση του. Ὁ Νοταρᾶς πάλε ἄρχισε νὰ μᾶς ἀγκυλώνη. Ἐγὼ θυσίαζα ἀρετὴ Ἑλληνική, ὅτι ἔβλεπα τὴν δεινὴ περίστασιν τῆς πατρίδος μου, κι᾿ αὐτὸς θυσίαζε ἀρετὴ τουρκοκοτζαμπασίτικη. Τότε διὰ νὰ τοῦ δείξω πόσα ἀπὶ διὰ πιάνει ὁ σάκκος αὐτεινοῦ καὶ τοῦ Καραϊσκάκη, συνάζω ὅλους τους μπουλουξῆδες του καὶ τοὺς ξηγάω τὸ συμπεθεριὸν – κι᾿ ὡς Ρουμελιῶτες αὐτεῖνοι ὅλοι κι᾿ ἀγωνισταί, τί θὰ τοὺς κάμουν οἱ Πελοποννήσιοι μὲ τὸν ἀρχηγὸν Καραϊσκάκη; Καὶ νὰ τὸν πιάσουν τὸν Νοταρὰ νὰ πλερωθοῦν τοὺς μιστούς τους, ὁποὖταν μαζί του καὶ γύμνωνε μὲ τὴν δύναμη αὐτεινῶν τὴν Κόρθο καὶ τῆς ἐθνικὲς προσόδους καὶ σταφίδες (καὶ τὸ ἔθνος δὲν τοὺς πλέρωνε, ὅτι δὲν ἦταν εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος, ἦταν εἰς τὴν ληστεία τῶν κατοίκων κι᾿ ἀφανισμὸν τῆς ἐπαρχίας). Τότε τὸν κλειοῦνε μέσα εἰς τὴν καλύβα του καὶ τὸν μπήγουν μὲ τῆς πέτρες. Ἔρχεται ὁ συμπέθερος ὁ Καραϊσκάκης νὰ τὸν σώση, τὸν ἀρχινάει τ᾿ ἀσκέρι μὲ τὰ κέρατα. Ἔρχεται ὁ Κοκρᾶν κι᾿ ἄλλοι, τὸ ἴδιον. Τότε μου λέγει ὁ Καραϊσκάκης νὰ τὸν σώσω καὶ νὰ τὸν στείλω μαζί του, εἰς τὸ Τζερατζίνι. Τὸν ἔκλεψα τὴν νύχτα καὶ τὸν ἔστειλα· καὶ μὲ διόρισε ἀρχηγὸν τῆς θέσης ἐμένα. Καὶ μόστειλε ἄλλα στρατέματα μὲ τοὺς ἀρχηγούς τους καὶ κάναμεν τὰ χρέη μας τιμίως καὶ πατριωτικῶς κι᾿ ἀγαπημένα. Ὅποιος ἀδίκως πειράζει τὸν ἄλλον πρέπει νὰ λαβαίνη τὴν ἴδια ἀνταμοιβή. Ἄρχισε κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς νάρχεται εἰς τὴν πρώτη φιλίαν καὶ νὰ συλλογίζεται καθὼς ἔπρεπε, νὰ μὴν παίρνη φτερόν. Τὸ στρατόπεδον ἦταν ξυπόλυτο, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Καραϊσκάκη, καὶ δὲν εἶχε τὰ μέσα. Ἦρθε αὐτὸς εἰς τὸν Φαληρέα καὶ μ᾿ ἀντάμωσε· καὶ μὲ πῆρε καὶ πήγαμεν οἱ δυό μας εἰς τὸν Κοκρᾶν καὶ φάγαμεν· καὶ μᾶς ἔδωσε δυὸ χιλιάδες τάλλαρα καὶ μίαν σημαία· κ᾿ ὑπογράψαμεν οἱ δυό μας τὴν περιλαβῆ αὐτών· καὶ τάλαβε ὁ Καραϊσκάκης καὶ ξεκονόμησε τοὺς ἀνθρώπους.<br />
Εἰς τὸν Περαιὰ καὶ Τζερατζίνι συνάχτηκαν πολλὰ στρατέματα διὰ νὰ γένη τὸ κίνημα τῶν Ἀθηνῶν. Ἦρθε κι᾿ ὁ ἀγαθὸς Πέτας μ᾿ ὡς διακόσιους ἀνθρώπους, ὁ Νικόλας ἀρχηγὸς τοῦ Κρανιδιοῦ μὲ τοὺς γενναίους πατριῶτες τοῦ (ἤμαστε πολὺ φιλιωμένοι ἀπὸ τὸ Νιόκαστρον)· ἦρθε μ᾿ ἑκατὸν ὀγδοήντα ἀνθρώπους· ἦρθε ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Κοκρᾶν μὲ περίτου ἀπὸ πεντακόσιους Νυδραίους, Πετζῶτες κι᾿ ἄλλους νησιῶτες. Συνάζονταν ὁλοένα καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι χώρα καὶ χωριά. Καὶ γινήκαμεν εἰς αὐτὸ τὸ πόστο περίτου ἀπὸ τρεισήμισυ χιλιάδες. ῾Στοῦ Καραϊσκάκη, εἰς τὸ Τζερατζίνι, πήγανε ὅλοι οἱ Σουλιῶτες, Μποτζαραῖγοι, Τζαβελαῖγοι, Βέγικος, Γιαννούσης, Ντούσας, Φωτομαραῖγοι, Δρακαῖγοι, Πελοποννήσιοι, Κολοκοτρωναῖγοι, Σπαρτιάτες, Σισιναῖοι, Πετιμεζαῖοι κι᾿ ἄλλοι πολλοί· Περραιβός, Καλλέργηδες μὲ τοὺς Κρητικούς, Νοταραῖγοι. Τὸ ὅλο πραματικῶς ἦταν εἰς τὰ δυὸ πόστα ἕντεκα χιλιάδες. Τοὺς ἔλεγαν δεκαπέντε· δὲν ἦταν, πραματικῶς ἦταν ἕντεκα.<br />
Τὸ Μοναστήρι κι᾿ ὁλόγυρα ἐκεῖνο τὸ μέρος ὡς τὰ κανόνια τῶν Τούρκων εἰς τὴν ράχη ἦταν πόστα τῶν Τούρκων, δεκαπέντε ταμπούρια, ῾στὰ περισσότερα μέρη δυναμωμένα πολὺ ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ κανόνια καὶ γρανέτες. Ἂν δὲν χαλάγαμεν αὐτὰ τὰ πόστα, δὲν μπορούσαμεν νὰ τραβήσουμεν διὰ τὴν Ἀθήνα. Ἦρθε ὁ Μιαούλης, ἄλλα καράβια καὶ ἡ φεργάδα καὶ τὸ παπόρι, καὶ βαροῦσαν τὸ Μοναστήρι κι᾿ ὅσα ταμπούρια ἦταν πρόσωπον κατὰ τὴν θάλασσα. Ὡς τὴ γῆς τὸ πῆγαν χτυπώντας τὸ Μοναστήρι· καὶ οἱ Τοῦρκοι πολεμοῦσαν γενναίως, ὡς λιοντάρια. Κατὰ τὸ μέρος τὸ δικό μας δὲν τόβλεπε τὸ κανόνι τῆς θαλάσσης· ἦταν μία μάντρα κι᾿ ἄλλα τούρκικα ταμπούρια καὶ ἦταν εἰς τὸ γούπατο, ὁποῦ εἶναι τὸ πηγάδι. Τότε πῆγαν ἀπὸ τοὺς ἀθάνατούς τους Νυδραίους, Κρανιδιῶτες καὶ πολλοὶ Ρουμελιῶτες καὶ πέσαν ἀπὸ κάτου αὐτεινῶν τῶν ταμπουργιῶν. Καὶ δὲν ἄφιναν τοὺς δικούς μας νὰ σηκώσουν κεφάλι οἱ Τούρκοι· τοὺς εἶχαν ἀπὸ κάτου. Τότε πῆρα καμμιὰ τριανταριὰ ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ σῶμα μου καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ πάμεν κάτου νὰ ἐνθουσιάσωμεν τοὺς δικούς μας, νὰ τοὺς εἰποῦμεν, τί κάθονται ἐκεῖ πεσμένοι τῆς κοιλιᾶς καὶ φυλᾶνε τοὺς Τούρκους – ἀπὸ τὴν στράτα τῆς Ἀθήνας ἐμπῆκε τὸ ταχτικὸν καὶ οἱ Σουλιῶτες κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης καὶ πῆραν τὰ ταμπούρια τῶν Τούρκων· καὶ πῆραν τόσα λάφυρα (νὰ τοὺς εἰποῦμε ψέματα, νὰ ἐνθουσιαστοῦν)· «κ᾿ εὐτὺς νὰ βγάλωμε, τοὺς λέγω, τὰ μαχαίρια πὼς νὰ κινηθοῦμε ὀμπρός· ὅμως νὰ μὴν προχωρέσουμεν, ὅτι μας σκοτώνουν οἱ Τοῦρκοι, εἶναι πλησίον πολλοί». Καθὼς κατεβήκαμεν, τοὺς ἐνθουσιάζομε μὲ ψευτιὲς – κι᾿ ὁ Θεὸς τόκαμεν ἀλήθεια· ὅσο νὰ εἰποῦμε ἐμεῖς αὐτά, καὶ τραβήσαμεν καὶ τὰ μαχαίρια, (καὶ ποιὸς κόταγε νὰ κινηθῆ ὀμπρός;), τότε ἕνας μπαγιραχτάρης Νυδραῖος – ἐκεῖνος δὲν ἦταν ἄνθρωπος, ἦταν εἰς τὰ ποδάρια ἁγιτὸς καὶ εἰς τὴν καρδιὰ λιοντάρι – εὐτὺς πῆρε τὴν σημαία του καὶ τὴν ἔμπηξε μέσα εἰς τὸ τούρκικον ταμπούρι· καὶ κοντὰ εἰς αὐτὸν ὅλο τὸ στράτεμα. Καὶ παίρνομεν δεκατρία ταμπούρια τῶν Τούρκων καὶ τοὺς πήγαμεν κυνηγώντας ὡς τὰ κανόνια τοὺς εἰς τὴν ράχη. Μπροστά, εἰς τὰ Καμίνια, ἦταν οἱ Ἀθηναῖγοι, εἰς τὰ πόστα μας· καὶ τοὺς τόπιασαν τῶν Τούρκων καὶ βαροῦσαν ῾στὸ κρέας. Καὶ τοὺς ἔγινε ἕνας μεγάλος σκοτωμὸς σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη.<br />
Ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἀπὸ τὸ Τζερατζίνι δὲν ἤξεραν τίποτας, καὶ δὲν κινήθηκαν. Περάσαμεν μὲ καμπόσα κεφάλια τούρκικα ἀπὸ μέσα τὸν βάλτο καὶ πήγαμεν εἰς τὸν Καραϊσκάκη. Φιληθήκαμεν· ἔδωσε δυὸ ντούπιες τῶν παιδιῶν ὁποὖχαν τὰ κεφάλια. Κατέβηκε ἀπὸ τ᾿ ἄλογό του ὁ Καραϊσκάκης καὶ μοῦ τὄδωσε καὶ καβαλλίκεψα, καὶ μοῦ εἶπε νὰ συνάξω ἀπὸ τὸ σῶμα μου νὰ κλείσουμεν μὲ χαντάκια τοὺς Τούρκους ὁποῦ μείναν εἰς τὸ Μοναστήρι. Σύναξα ὅλους καὶ τοὺς ἔδωσα τζαπιὰ καὶ φκυάρια καὶ φκειάσαμεν ἕνα χαντάκι πλατύ, νὰ φυλάγη καὶ κατ᾿ τὸ Μοναστήρι καὶ κατ᾿ τὴν Ἀθήνα, νὰ μὴν τοὺς ἔρθη μιντάτι τῶν Τούρκων. Ἀφοῦ φκειάσαμεν τὸ χαντάκι, βάλαμεν ἀσκέρι ἀπ᾿ οὖλα τὰ σώματα καὶ πολεμούσαμεν τὸ Μοναστήρι. Ἦρθαν ὅλοι ἀπὸ τὸ πέρα μέρος, ἦρθε κι᾿ ὁ νέος Ναύαρχος κι᾿ ὁ Ἀρχιστράτηγος ἐβήκαν ἀπὸ τὰ καράβια. Τοὺς πῆγαν οἱ Ἕλληνες τὰ κεφάλια νὰ τοὺς δώσουν μπαχτζίσι· δὲν θέλησαν νὰ ἰδοῦνε οὔτε ἐκείνους ὁποῦ τὰ βαστοῦσαν.<br />
Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Μοναστηριοῦ θέλουν νὰ παραδοθοῦν ῾σ ἐμᾶς μὲ συνθῆκες νὰ μὴν σκοτωθούν· καὶ τοιούτως συνφωνήσαμεν καὶ δώσαμεν τὸν λόγον τῆς τιμῆς μας. Τ᾿ ἀσκέρια τοὺς κακοφάνη· ἤθελαν νὰ τοὺς πάρωμεν μὲ ντουφέκι. Δώσαμεν τὸν λόγον μας νὰ βγοῦνε. Θέλει ὁ Καραϊσκάκης νὰ πάγω νὰ τοὺς συντροφέψω ἐγὼ ὡς τὰ κανόνια τους. Ἀφοῦ εἶδα τὰ στρατέματα ἀγαναχτισμένα δὲν θέλησα, κ᾿ ἔστειλε τὸν Βάσιο. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ Μοναστήρι οἱ Τοῦρκοι ἀπόξω, εἰς τὴν βρύση, ἔκαμεν ἕνας Ἕλληνας ν᾿ ἁπλώση ῾σ ἕναν Τοῦρκον, βγάζει ὁ Τοῦρκος τὴν πιστιόλα καὶ σκοτώνει τὸν Ἕλληνα. Τότε, ἦταν ὡς τρακόσοι πενήντα Τοῦρκοι ὅλο διαλεμένοι, καὶ καμμιὰ δεκαριὰ σώθηκαν εἰς τὰ κανόνια τους. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ῾μάς δὲν ἤξερε κανένας· κατὰ τὸν λόγο μας θ᾿ ἀκολουθάγαμεν.<br />
Τὴν ἴδια βραδειά μου λέγει ὁ Καραϊσκάκης ἐμένα καὶ τοῦ ταχτικοῦ καὶ τοῦ Κώστα Βλαχόπουλου νὰ φκειάσουμεν κι᾿ ἄλλα τρία ταμπούρια, νὰ τὰ ξημερώσουμεν· νὰ εἶναι συνκρατητᾶ μὲ τὰ δικά μου, νὰ πάμεν ὡς τῆς ἐλιὲς διὰ νὰ γένη τὸ κίνημα διὰ τὴν Ἀθήνα καὶ νὰ μὴν μᾶς κόψουν τὸν δρόμον οἱ Τοῦρκοι – ὅτ᾿ ἦταν πλησίον μας τούρκικα ταμπούρια πλῆθος. Καὶ διὰ νυχτὸς τὰ ξημερώσαμεν φκειασμένα χωρὶς οἱ Τοῦρκοι νὰ μᾶς πάρουν χαμπέρι. Βάλαμεν καὶ τὰ κανόνια τοὺς μέσα εἰς τὰ τρία καὶ ζυγώσαμεν εἰς τὴν ἄκρη τῆς ἐλιές. Τὴν αὐγὴ ὁποῦ ξύπνησαν οἱ Τοῦρκοι βλέπαν καὶ τρίβαν τὰ μάτια τους. Τότε πιάσαμεν τὸν πόλεμον χωρὶς νὰ μᾶς κάμουν καμμίαν ζημίαν, ὁποὖρθαν τόσοι Τοῦρκοι πεζούρα καὶ καβαλλαρία.<br />
Τότε συναχτήκαμεν ὅλες οἱ κεφαλὲς εἰς τὸ τζαντίρι τοῦ Καραϊσκάκη καὶ μιλήσαμεν νὰ γένη τὸ κίνημα διὰ τὴν Ἀθήνα. Νὰ γένουν δυὸ κολώνες· μία κολώνα νὰ πάγη ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Πύργους, δυὸ χιλιάδες, νὰ δώσουν ἐκεῖ προσοχὴ οἱ Τοῦρκοι, κι᾿ ἀπὸ τῆς ἐλιὲς νὰ κινηθῆ ὁ Καραϊσκάκης νὰ ἔμπη μέσα εἰς τὴν Ἀθήνα. Κεφαλὲς διὰ τοὺς Τρεῖς Πύργους ὁ Μπότζαρης, ὁ Βέικος, ὁ Ντούσιας, ὁ Γιῶργο Τζαβέλας, ὁ Δράκος, ὁ Βάσιος, οἱ δυὸ Νοταραῖοι, Καλλέργης, Ποργιώτης. Ὅλοι αὐτεῖνοι ζήτησαν κ᾿ ἐμένα νὰ πάγω ἀπὸ ῾κεῖ. Ὁ Καραϊσκάκης δὲν ἤθελε· ἤθελε νὰ πάμεν μαζὶ ἀπὸ τῆς ἐλιές. Δὲν θέλαν ὅλοι. Ἀποφασίστηκε νὰ πάγω μ᾿ ἑκατὸν πενήντα ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς ἀφήσω μ᾿ ἕναν ἀξιωματικὸν κεφαλὴ εἰς τῆς θέσες τους. Ὁ Καραϊσκάκης νὰ κινηθῆ ἀπὸ τῆς ἐλιὲς μὲ πέντε χιλιάδες· δυὸ χιλιάδες – νὰ εἶναι ἀπὸ πεντακόσοι μ᾿ ἕναν κεφαλὴ – νὰ κινιῶνται μιντάτι οὖθεν κάμη χρεία. Καὶ οἱ δυό, ἡ σαβούρα, νὰ εἶναι εἰς τὰ ταμπούρια.<br />
Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν ἄρρωστος. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει νὰ εἰπῶ τοῦ Ἀρχιστράτηγου καὶ τοῦ Ναύαρχου τὸ σκέδιον καὶ νὰ λάβω ἀπὸ τὸν Ναύαρχον τὰ τζαπιὰ καὶ φκυάρια, ὁποὖταν μέσα εἰς τὸ καράβι του, κι᾿ αὐτὰ νὰ τὰ μεράσω εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς ὁποῦ θὰ πάμεν ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Πύργους. Καὶ τὸ σκέδιον ἦταν νὰ δώσω τοῦ κάθε ἑνοῦ ὁδηγὸ κι᾿ ἀπόναν Ἀθηναῖον νὰ ξέρη τῆς θέσες. Ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Πύργους ὡς τὸν Ἀνάλατον νὰ γίνουν – ἀπὸ τὴν θάλασσα κι᾿ ὡς ἐκεῖ – ἕντεκα ταμπούρια· ῾στὸ μπροστινὸ νὰ εἶναι χίλι᾿ ἄνθρωποι μέσα. Πῆγα ἀντάμωσα τὸν Κοκρᾶν καὶ Τζούρτζη καὶ εἶπα τὰ σκέδια καὶ νὰ ἑτοιμάσουν καὶ τὰ καράβια διὰ ὅσους θὰ πάμεν ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Πύργους – σουρουπώνοντας νὰ βαρκαριστοῦμεν. Πῆρα τὰ τζαπιὰ καὶ φκυάρια καὶ τάδινα τοῦ κάθε ὁδηγοῦ τῆς θέσης κι᾿ ἀρχηγοῦ. Τελειώνοντας ἀπὸ αὐτά, ἀκῶ ἕναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εἰς τὸ Γλυκὸ νερὸ ἦταν ἕνα ταμπούρι Τούρκικον· κ᾿ ἐκεῖ πῆγαν κάτι μεθυσμένοι νησιῶτες καὶ Κρητικοί, πιάσαν τὸν πόλεμον. Συνάχτη τὸ περισσότερον στράτεμα. Ἐκεῖ ὁποῦ πήγαμεν νὰ σβέσωμεν τὸν πόλεμον, ὅτι θὰ κάναμεν τὸ κίνημα τὸ βράδυ, πλάκωσαν καὶ Τοῦρκοι περισσότεροι πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψη ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. – Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.<br />
Τότε Τοῦρκος ἔφυε, ὁποῦ ἦταν μ᾿ ἐμᾶς, καὶ τὸ εἶπε τοῦ Κιτάγια αὐτὸ καὶ τὸ σκέδιόν μας. Ὁ καιρὸς πέρασε, δὲν ἔγινε τὸ κίνημα. Βάνομεν τὸν Τζαβέλα ἀρχηγὸν τ᾿ ἀσκεριοῦ. Δὲν εἶχε ἐπιρρογή. Τὸ σκέδιον μένει εἰς τὸ ἴδιον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ν᾿ ἀλλάξωμεν αὐτὸ τὸ σκέδιον, ὅτι ὁ Ἀρχηγὸς σκοτώθη κι᾿ αὐτείνη ἡ ἄργητα – θὰ μᾶς προδώσουνε. Δὲν ἤθελε μὲ κάνα τρόπον ὁ Κοκρᾶν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἔστειλα τὸν Μαυροκορδάτο, τοὺς μίλησε· δὲν θέλησαν νὰ συνακουστοῦμεν. Σὲ δυὸ ἡμέρες κινηθήκαμεν. Ὁ Κιτάγιας τὸ ἤξερε· ἔστειλε παντοῦ καὶ σύναξε ὡς δυὸ χιλιάδες καβαλλαρία. Πήραμεν νὰ φέξωμεν εἰς τὰ καράβια. Ἔστειλα ἕναν καραβοκύρη, πῆγε εἰς τὸν Κοκρᾶν νὰ τοῦ εἰπῆ νὰ βολτιτζάρωμεν ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ νὰ βγοῦμεν τὸ βράδυ, νάχωμεν καιρὸ νὰ φκειάσουμεν τὰ ταμπούρια. Δὲν θέλησε. Ἀπάνου ὁποῦ πῆρε νὰ δώση ὁ ἥλιος, πρωτοεβήκαμεν ὁ Βάσιος, ὁ Καλλέργης κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ πέρα τοὺς Τρεῖς Πύργους. Οἱ ἄλλοι οἱ ἀρχηγοὶ ἦταν ἀκόμα εἰς τὰ καράβια. Τότε μείναμεν σύνφωνοι ἐμεῖς οἱ τρεῖς καὶ φκειάσαμεν ἀπόνα ταμπούρι ἀπὸ πάνου εἰς τὴν ράχη. Ἦταν καὶ ἡ θάλασσα πλησίον, ἄν μας πλάκωνε πολλὴ Τουρκιά, νάχωμεν καὶ τὰ καράβια νὰ μᾶς βοηθήσουνε. Ὁ Κοκρᾶν, διὰ νὰ μὴν μείνη κανένας ζωντανὸς – (ἦταν αὐτὸς ὁ αἴτιος κι᾿ ὁ Τζαβέλας κι᾿ ὁ Περραιβὸς κι᾿ ὅλη αὐτείνη ἡ συντροφιὰ διὰ νὰ γένη τὸ κίνημα· κι᾿ αὐτεῖνοι μείναν ὅλοι πίσου εἰς τὸν Φαληρέα μ᾿ ἐννιὰ χιλιάδες ἀσκέρι καὶ κάναν σίγρι μὲ τὰ κιάλια. Εἴχαμεν συνφωνήση νὰ μᾶς στείλουν καὶ τὴν καβαλλαρία· οὔτε ἕναν καβαλλάρη δὲν ἔστειλαν). Ἔταξε χρήματα ὁ Κοκρᾶν, «ὅποιος πρωτοπάγη εἰς τὴν Ἀθήνα». Ἔπιαν καὶ ρούμι κι᾿ ἄλλα σπίρτα ὅσοι μείναν εἰς τὰ καράβια – τότε βήκαν ἔξω. Δὲν στάθηκαν εἰς τὰ δικά μας πόστα, τράβηξαν ὀμπρός, εἰς τὸν Ἀνάλατο. Σὰν εἶδαν αὐτείνους οἱ ἐδικοί μας ἄνθρωποι φύγαν κ᾿ ἐκεῖνοι διὰ ὀμπρός. Δὲν συνακουγόμαστε, καθὼς ἐγίναμεν. Παραγγέλνω τοῦ Τζούρτζη ὅλα αὐτά, ὡς ἀρχηγὸς νὰ στείλη κανέναν, ἢ ναρθῆ μόνος του νὰ εἰπῆ τῶν ἀνθρώπων νὰ γυρίσουν ὀπίσου. Αὐτεῖνοι κάθονταν καὶ οἱ δυὸ εἰς τοὺς Τρεῖς Πύργους ῾στὰ καράβια, κι᾿ ὁ Ναύαρχος κι᾿ ὁ Ἀρχιστράτηγος. Πᾶνε φκειάνουν ἕνα στραβὸ ταμπούρι. Ἦταν πλησίον ἕνα ρέμα· τοὺς λέγω νὰ τὸ φκειάσουμεν ἐκεῖ, δὲν ἤθελαν. Ἔβαλα κ᾿ ἔφκειασα ἕνα ταμπούρι. Πλησίον μου ἔφκειασε κι᾿ ὁ Νοταρᾶς καὶ ἦταν καὶ τὸ ταχτικόν. Κατέβηκα εἰς τὴν θάλασσα καὶ πῆρα μπάλλες κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα, ὁποὔχαμεν καὶ κανόνια μαζί. Μᾶς πλάκωσαν οἱ Τοῦρκοι πλῆθος, πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Βαρούγαν ἀπὸ τὸ κάστρο, δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς κάμουν τίποτας· βαρούγαμεν ἐμεῖς μὲ τὰ δικά μας κανόνια, τὸ ἴδιον. ῾Στὸ στραβὸ ταμπούρι ἦταν οἱ Σουλιώτες· δὲν εἶχαν δύναμη, τοὺς δώσαμεν ἀνθρώπους ὅλοι καὶ γιομίσαμεν τὸ ταμπούρι τους. Συνάχτηκαν εἰς τὸ ρέμα πλῆθος Τουρκιά. Μὲ πρῶτο γιρούσι ἐμπήκαν μέσα εἰς τὸ ταμπούρι τῶν ἐδικῶνε μας. Μιὰ φωτιὰ μόνον πρόφτασαν οἱ ἐδικοί μας κ᾿ ἔρριξαν – καὶ τοὺς πελέκησε ἡ πεζούρα καὶ ἡ καβαλλαρία. Καμμιὰ ἑξηνταριὰ λαγάρισαν ἀπὸ τοὺς δικούς μας – τοὺς ἔβαλαν εἰς τὴ μέση καὶ τοὺς τελείωσαν κι᾿ αὐτούς.<br />
Τότε γιομίσαμεν ἐμεῖς μὲ κομμάτια τὰ ντουφέκια μας καὶ προσμέναμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας ὅσο νὰ λυώσουμε ἐκεῖ μέσα. Τὰ ταμπούρια τάχαμεν φκειασμένα καλά. Εἶχα πιάση τὴν πόρτα καὶ βαστοῦσα τοὺς ἀνθρώπους. Τότε ἕνας ἀξιωματικός μου δίνει μίαν ἀσκουντιὰ καὶ κόντεψε νὰ μοῦ μπῆ τὸ μαχαίρι μέσα εἰς τὴν κοιλιά μου. Σηκώνομαι ἀπάνου, πιάστηκα μ᾿ ἐκείνον· «Τήρα κάτου, μοῦ λέγει· σήμερά μας πήρετε ὅλους εἰς τὸ λαιμό σας». Ὅσα ταμπούρια ἦταν ἀπὸ τὴν ἄκρη τὴν θάλασσα ὡς τὰ δικά μας, δέκα ἕντεκα, τζακίστηκαν χωρὶς πόλεμον καὶ μᾶς ἄφησαν τὰ τρία ταμπούρια τοῦ Νοταρᾶ, τὸ δικό μου, τοῦ Βάσιου καὶ τοῦ ἀλλουνοῦ Νοταρᾶ, ὁποῦ ἦταν σὲ ἕνα ταμπούρι. Καὶ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν τζακιστήκαμεν καὶ τὰ τρία ταμπούρια καὶ πελεκιώντας μὲ τοὺς Τούρκους – ἄκουγες σὰ νὰ ἦταν λόγκος χτύπαγαν τὰ μαχαίρια καὶ τὰ σπαθιά. Τυλιμένος μὲ τοὺς Τούρκους καὶ χάριν εἰς τὰ ποδάρια μου κι᾿ ὅτι βρέθηκα μὲ κουράγιον, δὲν κιότεψα (ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτὸ χάθηκαν) καὶ κόβοντας ἀπὸ ῾μάς οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν Ἀνάλατον ὡς τὴν θάλασσα, φτάσαμε ἐκεῖ, ὁποῦ γίνεταν θρῆνος.<br />
Καὶ οἱ Ἕλληνες κάμαν τὸ χρέος τους, ὅμως κέρδεσαν τὴν νίκη οἱ Τοῦρκοι. Περίτου ἀπὸ ὀχτακόσοι Ἕλληνες πῆγαν, ὅλο τὸ ἄνθος. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ζύγωσαν εἰς αὐτό. ῾στὴν θάλασσα ηὕραμεν τὸν Κώστα Μπότζαρη καὶ τοὺς ἄλλους, ὁποῦ ἄφησαν τὰ ταμπούρια τους καὶ φύγαν πρωτύτερα. Εἶχαν ὅλοι μπῆ εἰς τὴν θάλασσα καὶ φαίνονταν τὰ κεφάλια τοὺς μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ᾿ ἐκεῖ πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ μὲ τὰ μαχαίρια σκάβαμεν τὴν γῆς καὶ φκειάναμεν ταμπούρια καὶ μπαίναμεν ἀπὸ πίσου. Καὶ πολεμήσαμεν ὡς τὰ σούρπα.<br />
Καὶ τότε ἀρχίσαμεν νὰ μπαρκαριστοῦμε. Μετράγω τοὺς ἀνθρώπους μου· ἤμουν μ᾿ ἑκατὸν πενήντα κ᾿ ἔμειναν τριάντα τρεῖς κ᾿ ἐγώ. Ὡς διακόσοι πενήντα τὸ ταχτικόν, μείναν καμμία ἐξηνταργιά. Βλέποντας αὐτό, ἀπὸ τὴν λύπη μου – καὶ πολέμαγα νὰ τοὺς μπαρκαρίσω, μὲ πλάκωσαν πολλοί, ὅτ᾿ ἤμουν καὶ κουτζός, (ἄντεσα ξυπόλυτος ὁποὔφκειανα τὸ ταμπούρι) μοῦ δίνουν ἕνα ἀσκούντημα καὶ πάγω εἰς τὸν πάτο εἰς τὴν θάλασσα. Μισοπνιμένον μὲ βγάλανε καὶ μὲ πῆγαν εἰς τὴν γολέττα τ᾿ Ἀρχιστράτηγου. Μπῆκαν καὶ οἱ ἄλλοι μέσα.<br />
Μαθαίνομεν ὅτι τοῦ ἀρχηγοῦ Κίτζο Τζαβέλα μ᾿ ἐννιὰ χιλιάδες ἀσκέρι τοῦ πῆραν τὰ κανόνια, ὁποὔχαμεν κάτου εἰς τὰ πόστα, τοὺς πῆραν τὸ Μαναστήρι. Ἐκεῖ αὐτός, ἐκεῖ ὁ Νικήτας, ἐκεῖ ὁ Χατζημιχάλης, ἐκεῖ ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ἐκεῖ οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοί, Πετμεζαῖγοι, Σισίνηδες τοῦ Καραϊσκάκη. Τοὺς πῆραν ὅλες της θέσες καὶ Μαναστήρι καὶ Νερὸ καὶ τοὺς κλείσαν εἰς τὴν Καστέλλα κι᾿ ὁλόγυρα. Ὅταν ζοῦσε ὁ Καραϊσκάκης ὅλοι αὐτεῖνοι οὔτε διὰ ψυχογυιὸν δὲν τὸν κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ὁ Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τὰ ντουφέκια τους, στόμωσαν τὰ σπαθιά τους. Τότε εἴδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ὁ καθείς. Ἀφοῦ τοὺς πῆραν τῆς θέσες ὅλες καὶ θὰ πέθαιναν τῆς δίψας, τότε βήκαμεν ἀπὸ τὰ καράβια κ᾿ ἐμεῖς οἱ μισοσκοτωμένοι καὶ πολεμήσαμεν μαζὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς Τούρκους καὶ ξαναπήραμεν τὸ Νερὸ καὶ Μοναστήρι καὶ τῆς ἄλλες θέσες. Κ᾿ ἔπγαν νερὸ αὐτεῖνοι ὅλοι καὶ τὰ καϊμένα τ᾿ ἄλογα τ᾿ ἀθώα.<br />
Ποῦ ἀκούστη ἐννιὰ χιλιάδες Ἕλληνες, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, νὰ τοὺς πάρουν ὀμπρὸς πεντακόσοι Τοῦρκοι; Καὶ νὰ τοὺς κυργέψουν ὅλα τὰ πόστα καὶ κανόνια; Καὶ νὰ σκάσουνε ἀπὸ τὴ δίψα; Ἀνάθεμα τὸν Κοκρᾶν ὁποῦ μας ἔβγαλε ἔξω τὸ βράδυ – νὰ τοὺς ἀφήσωμε νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα, νὰ τοὺς πιάσουν ὅλους οἱ Τοῦρκοι.<br />
Χάθηκαν εἰς τὸν Ἀνάλατον οἱ γενναῖοι καὶ οἱ καλοὶ πατριῶτες, τὰ ἄξια παληκάρια ὁ Δράκος, ὁ Βέικος, ὁ Ντούσιας, ὁ Γιῶργο Τζαβέλας, ὁ Νοταρᾶς, ὁ Τζελέπης κι᾿ ἄλλοι πλῆθος ἀξιωματικοί. Πιάστη ζωντανὸς κι᾿ ὁ καϊμένος ὁ Καλλέργης καὶ τράβησε τόσα μαρτύρια· καὶ τὸν ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι Κρητικοὶ κι᾿ ὁ γενναῖος Κουρμούζης. Αἰωνία τους ἢ μνήμη! Ἡ πατρίδα χρωστάγει χάριτες σὲ ὅλους αὐτούς. Καὶ νὰ εὐκέται τὸν νέον Ναύαρχον κι᾿ Ἀρχιστράτηγον, ὁποῦ τοὺς στείλαν παράωρα εἰς τὸν Ἅδη ὅλους ἀπὸ τῆς κυβέρνειές τους.<br />
Σκοτώνοντας ὁ Νοταρᾶς, οἱ περισσότεροί του ἄνθρωποι ἦρθαν μ᾿ ἐμένα. Ἀφοῦ λάβαμεν αὐτείνη τὴν ἀτυχίαν εἰς τὸν Ἀνάλατο, ὁ Ἀρχιστράτηγος ἐβῆκε ἀπὸ τὴν γολέττα ἔξω καὶ σύναξε ὅλους ἐμᾶς κ᾿ ἐκρίθη εὔλογον νὰ μείνω ἐγὼ εἰς τὴν θέση τοῦ Φαληρέως μὲ τρεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους νὰ βαστήξω τὴν θέση· καὶ ὑποσκέθηκα ὅτι θέλω τὴν φυλάξη. Ὁ Ἀρχιστράτηγος μ᾿ ὅλο τ᾿ ἀσκέρι νὰ πᾶνε νὰ βαρήσουν τὰ στενώματα, ὁποῦ διαβαίνουν οἱ ζαϊρέδες τῶν Τούρκων. Ἔμειναν ὅλοι σύνφωνοι νὰ κινηθοῦνε δι᾿ αὐτό. Ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ὁ γαμπρὸς τοῦ Τζαβέλα, κι᾿ ὁ Τζαβέλας ὁ ἀρχηγὸς ἀνακάτωναν τ᾿ ἀσκέρια κ᾿ ἔκαναν χιλιάδες ἀντενέργειες. Ψωμὶ δὲν ἔρχονταν εἰς τὸν Φαληρέα καὶ ζήσαμεν τόσες ἡμέρες μὲ λάχανα. Καὶ τὸ ψωμὶ τόκαναν οἱ τζαγουσιάδες τοὺς πραμάτεια. Ἤθελαν νὰ πᾶνε εἰς τὴν Κόρθον. Τότε βιάζουν τὸν Τζούρτζη, τοῦ ζητοῦνε καράβια νὰ φύγουν. Ἐγὼ δὲν ἤθελα· ὅτ᾿ ἤθα παραδοθῆ τὸ κάστρο. Τότε τὸ πῆρα ἐνγράφως ἀπὸ τὸν Ἀρχιστράτηγον. Ἦρθαν τὰ καράβια. Μεράσαμεν καθεὶς τὸ πόστο του, ποὺ θὰ μπαρκαριστῆ καὶ σὲ ποῖον καράβι· καὶ νὰ βάλη καὶ τὸ κάθε σῶμα τὰ κανόνια κι᾿ ἄλλα τοῦ πολέμου μέσα εἰς τὰ καράβια, νὰ μὴν χαθοῦνε. Τότε εἶπα νὰ πάρουν ἀπὸ νὰ κανόνι τὸ κάθε σῶμα. Πῆρα ἐγὼ τὸ δικό μου κι᾿ ὅλα τὰ μικρὰ καὶ μπόμπες καὶ γρανέτες καὶ λέττα καὶ τάβαλα ὅλα μέσα. Αὐτεῖνοι ὅλοι εἶχαν νὰ βάλουν τρία· τ᾿ ἄφησαν εἰς τὴν διάκρισιν τῶν Τούρκων. Ἐγὼ ἀγωνίζομουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου νὰ βάλωμεν ὅλα αὐτά, καὶ κιντυνέψαμεν.<br />
Ὁ Τζαβέλας καὶ Μπότζαρης καὶ οἱ ἄλλοι ἀρχηγοὶ φύγαν νωρὶς καὶ μπῆκαν εἰς τὰ καράβια· καὶ στάθη ὁ Νικήτας ἔξω κι᾿ ὁ Γενναῖος κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν ἀράδα καὶ βαρκαρίσαμεν τοὺς ἀνθρώπους. Μπαίναν μέσα εἰς τὴν φελούκα πολλοί, βούλιαγε μ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον πῆρε νὰ φέξη· καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀκόμα ἔξω. Κι᾿ ὁ Θεὸς καὶ βρέθη ἕνα νησάκι καὶ ρίξαμεν τοὺς ἀνθρώπους ἀπάνου κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ τοὺς σηκώσαμεν τὴν ἡμέρα.<br />
Ὅλοι ἕτοιμοι· τελειώσαμεν. Ἔφεξε. Τότε νοιώσαν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ σωθήκαμεν ὅλοι. Ἀπὸ ῾κεῖ πήγαμεν εἰς Κούλουρη κι᾿ Ἀμπελάκι. Κ᾿ ἐκεῖ πολεμούσαμε μὲ τῆς γριές. Ὁ Τζαβέλας, Περραιβὸς καὶ ἡ συντροφιά τους πιάσαν τὴν Κόρθο· πῆραν τὸ κάστρο καὶ ζάπωσαν ὅλη τὴν ἐπαρχίαν, προσόδους, σταφίδες· κι᾿ ὁ Γενναῖος καὶ ἡ συντροφιά του τὸ δικό τους μανοσούπι ἀπὸ Ἄργος ὡς Καρύταινα καὶ κυβερνοῦσαν τοὺς κατοίκους. Καὶ οἱ ἄλλοι ῾στὰ δικά τους. Καὶ πάθαν οἱ κάτοικοι ὅσα δὲν πάθαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀφοῦ φύγαμεν ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, ἀπολπίστηκαν οἱ πολιορκημένοι, κάμαν συνθῆκες μὲ τὸν Κιτάγια καὶ τοὺς ἔβγαλε κατὰ τὸν λόγον τῆς τιμῆς του, ὁποῦ τοὺς ἔδωσε, μὲ τ᾿ ἅρματά τους, μ᾿ ὅλα τους τὰ πράματα· τοὺς μπαρκάρισε – καὶ τὸν λόγον τοῦ τὸν βάσταξε ὡς τίμιος ἄνθρωπος. Καὶ ἦρθαν κι᾿ αὐτεῖνοι εἰς Κούλουρη· καὶ ξεκονόμησα τοὺς συντρόφους μου ἐξ ἰδίων μου, αὐτοὺς ὁποὖχα μέσα εἰς τὸ κάστρο κ᾿ ἔξω. Ἦταν ἑκατὸν εἴκοσι εἰς τὸ κάστρο καὶ μείναν σαράντα τρεις· οἱ ἄλλοι πᾶνε ἀπὸ τὸ ντουφέκι καὶ κανόνι. Γύρευαν χρήματα καὶ μὲ στένεψαν· ἤθελαν νὰ πάμεν κ᾿ ἐμεῖς εἰς τὰ νησιὰ νὰ κάμωμεν ὅ,τι κάναν καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τὴν Κόρθο κι᾿ ἀλλοῦ. Μοῦ ζητοῦσαν καράβια νὰ μπαρκαριστοῦμεν νὰ πάμεν νὰ γυμνώσουμεν τὰ νησιά. Τοὺς ὑποσκέθηκα νὰ πάγω εἰς τὴν Αἴγινα ναυρῶ καράβια. Πῆγα ηὗρα τὸν Ἀρχιστράτηγον Τζούρτζη καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς Κριτζώτη, Ὀμορφόπουλο κι᾿ ἄλλους πολλούς. Μᾶς πῆρε ὅλους καὶ μᾶς ἔκαμεν ἕνα τραπέζι· κι᾿ ὀμπρὸς εἰς αὐτοὺς εἶπε ὅλα τὰ τρέχοντα τοῦ Περαιῶς κι᾿ Ἀνάλατου καὶ εἰς τὸν Περαιὰ πόσο προσπάθησα ὑπὲρ τῶν πολιορκημένων. Τότε ὀμπρὸς σὲ ὅλους αὐτοὺς μ᾿ ἕντυσε ἕνα χρυσὸ πεσλὶ καὶ μὄδωσε κ᾿ ἕνα εὐκαριστήριον.<br />
Ἀπὸ ῾κεῖ μᾶς κάνουν ῾πιτροπὴ οἱ Ἀθηναῖγοι τὸν Ψύλλα, τὸν Ζαχαρίτζα, τὸν Ὀμορφόπουλον κ᾿ ἐμένα καὶ πήγαμεν μὲ τὸν Μαμούρη εἰς τὴν Διοίκηση, ὁποῦ τὸν τραβήσαμεν νὰ πλερώση τοὺς Ἀθηναίους· ὅτι ὅταν τούφυγαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα ἀπὸ τὸ κάστρο, τοὺς ὑπεσκέθη νὰ τοὺς δώση μιστοὺς αὐτεινῶν. Πήγαμεν ῾στὴν Κυβέρνηση νὰ εἰποῦμε αὐτὸ καὶ νὰ τοὺς ξεκονομήση, ὅτ᾿ ἦταν σὲ ἄχλιαν κατάστασιν. Ἡ Κυβέρνηση εἶχε τὸν ἐφύλιον πόλεμον· καὶ οἱ μισοὶ ἦταν μὲ τὸν Γρίβα καὶ οἱ μισοὶ μὲ τὸν Φωτομάρα· κι᾿ ὁ στρατηγὸς Γρίβας εἶχε τὸ Παλαμήδι καὶ οἱ ἄλλοι τὸν Ἰτζκαλέ. Καὶ πολεμοῦσαν μὲ μπόμπες καὶ κανόνια. Τότε τοὺς μιλήσαμεν – ποιός μας ἄκουγε; Μίαν ἡμέρα πῆγα ῾σ ἕναν καφφενέ· ἦταν κάτι ἀξιωματικοὶ τῆς Κυβερνήσεως, παῖζαν τὸ μπιλλιάρδο, χρυσοκεντημένοι. Εὐτὺς ὁποῦ μᾶς εἴδανε· «Γκιντί, ἀντιπατριῶτες! Κομμάτια θέλετε νὰ σᾶς κάμουν! Ἀφήσετε ἕναν τέτοιον κάστρο ἐφοδιασμένο καὶ φύγετε. – Τοὺς λέγω, δὲν εἶμ᾿ ἐγώ, ἀδελφοί, ἀπὸ ῾κείνους τοὺς προδότες· ἐγὼ βήκα τόσους μήνους ἔξω καὶ ἤμουν εἰς τὸν Περαιᾶ. – Δόστε ἕνα πούντζι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, ὁποῦ δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προδότες». Ἔπια τὸ πούντζι καὶ σηκώθηκα καὶ πάγω εἰς τὴν δουλειά μου νὰ μὴν εὕρω κάνα διάβολο.<br />
Ἐγὼ σὰν εἶδα αὐτοὺς τοὺς ἐφύλιους πολέμους, τοὺς μούτζωσα ὅλους κ᾿ ἔφυγα καὶ πῆγα εἰς τὴν Αἴγινα ὀπίσου. Εἰς τὴν Αἴγινα ὁποῦ πῆγα ἔγραψα ἕνα γράμμα τῶν ἀνθρώπωνέ μου εἰς Κούλουρη καὶ τοὺς ἔλεγα τῆς Διοίκησης τὰ πράματα· καὶ καράβια δὲν ηὗρα, οὔτε πασκίζω διὰ τέτοια. Ὅμως νὰ ἡσυχάσουνε τιμίως καὶ γλήγορα ἔρχεται ὁ Κυβερνήτης· κι᾿ ὅποιος φερθῆ τιμίως θέλει δικαιωθῆ. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὰ Θερμιά, ὅτ᾿ ἤμουν ἀστενής, κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς Τῆνο. Εἶχα τὴν φαμελιά μου ἐκεῖ· ἔκατζα καμπόσο.<br />
Ἦρθε ὁ κολονὲλ Ἄιντεκ, ἀξιωματικὸς Μπαυαρός, καὶ μοῦ λέγει· «Σοῦ δίνω πολεμοφόδια καὶ ζαϊρέδες διὰ δυὸ χιλιάδες ἀνθρώπους – νὰ μοῦ δίνης μόνον τὴν ὑπογραφή σου· νὰ μιλήσουμεν καὶ μὲ τὸν Κοκρᾶν νὰ σοῦ δώση πλοῖα νὰ πιάσης ἕνα μέρος τῆς Ἀττικῆς, νὰ εἶναι στρατέματα ἀπάνου εἰς τὴν Ἀττική, νἄχουν κατοχὴ οἱ Ἕλληνες. Τοῦ εἴπα· «Νὰ πάγω ν᾿ ἀνταμώσω καὶ τοὺς Ἀθηναίους καὶ σοῦ μιλῶ». Μπήκαμεν μαζὶ εἰς τὸ καράβι καὶ ἤρθαμεν εἰς Πόρο. Ἐγὼ πῆγα εἰς Αἴγινα κ᾿ ἐκεῖ συναχτήκαμεν εἰς τὸν Δεσπότη ὅλοι οἱ Ἀθηναῖγοι. Τοὺς εἶπα αὐτό· τοὺς ηὗρα τοὺς ἀγαθοὺς πατριῶτες πρόθυμους καὶ μοῦ εἶπαν νὰ πάγω εἰς τὸν Πόρο νὰ μιλήσω μὲ τὸν Ἅγιντεκ καὶ Κοκρᾶν νὰ πᾶμεν. Πρόθυμοι ἦταν ὅλοι οἱ καλοὶ κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες. Πῆγα τοὺς ἀντάμωσα. Μοῦ εἶπαν εἶναι ἕτοιμοι ὁ Ἄιντεκ διὰ τὸν ζαϊρὲ καὶ πολεμοφόδια – ἔστειλε κι᾿ ὁ Κοκρᾶν διὰ τὰ πλοῖα. Ὅμως ἤθελε νὰ τοῦ δώσω ἀτομικῶς ἐγγύησιν ὅτι δὲν θὰ κάμω πειρατεῖες. Τοῦ ὑποσκέθηκα αὐτό. Μοῦ εἶπε σὲ λίγες ἡμέρες εἶναι ἕτοιμα νὰ μοῦ τὰ δώση. Πῆγα νὰ ἑτοιμάσω τοὺς ἀνθρώπους.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Ὅτι τὴν πατρίδα τὴν ἤθελαν ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, ὄχι ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Ρούμελη. Καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη, ὁποῦ δούλευε νὰ ξαναλευτερώση τὴν Ρούμελη. Καθὼς κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.<br />
2. Ἐνέργειες τοῦ Μαυροκορδάτου μόνον ἤξεραν, ὅπου ἔβαλε τὸν Κουντουριώτη νὰ φκειάση τὸν Σκούρτη ἀρχιστράτηγον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς στεριανοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦνε ὄρτζια καὶ πόντζα. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πιάτζας καὶ συντροφιά τους, ὅπου κατόρθωσαν τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρχηγίες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤφεραν ξένα φῶτα κι᾿ ἀντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, ἀρχιστρατηγίαν, θέλαν νὰ χαλάσουν τὴν ὄρεξίν του Καραϊσκάκη κι᾿ ἄλλων ἀρχηγῶν, ὁποῦ πολεμοῦσαν τὸ χειμώνα διὰ νὰ ματαλευτερώσουν τὴν πατρίδα τους, ὅπου ξανατούρκεψε ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες αὐτήνων τῶν ἀγαθῶν πατριώτων. Ὁδήγησαν καὶ τὸν ἀθῶον καὶ γενναῖον Μπούρμπαχη νὰ πάγη εἰς τὸν Καραϊσκάκη αὐτὸς – χορτάτος κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης νηστικός, καὶ νὰ σκοτωθοῦν.<br />
3. Ἦρθαν ἄνθρωποι ἀπὸ ῾κείνους καὶ μᾶς τὰ εἶπαν ὅλα τὰ αἴτια τοῦ χαλασμοῦ τους.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-90953700258699603492011-03-25T12:21:00.003-07:002011-10-25T12:24:14.279-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 9<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Μακρυγιάννης ἀπέρχεται εἰς Ἀθήνας πρὸς θεραπείαν τοῦ τραύματος, - Πρόσκλησις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ὑδραίων καὶ μετάβασις εἰς Ὕδραν. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Ναυπλίῳ. - Παραίτησις αὐτοῦ ἐκ τοῦ στρατιωτικοῦ βαθμοῦ. - Μετάβασις εἰς Ἀθήνας καὶ κατάταξις εἰς τὸ Τακτικόν. - Νέαι ἔριδες πρὸς τὸν Γκούραν. - Ἀντενέργειαι κατὰ τοῦ Τακτικοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης καὶ πάλιν πολιτάρχης ἐν Ἀθήναις. - Ἀναχώρησις τοῦ Τακτικοῦ ἐξ Ἀθηνῶν. - Εἰσβολὴ τοῦ Κιουταχῆ εἰς τὴν Ἀττικήν. - Στρατοπέδευσις αὐτοῦ εἰς Πατήσια. - Πολιορκία τῆς πόλεως. - Ἅλωσις αὐτῆς. - Ἔναρξις τῆς πολιορκίας τῆς Ἀκροπόλεως. - Ἔξοδος γυναικοπαίδων. - Προμήθειαι τροφίμων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἡ παράταξις τῶν πολιορκουμένων. - Ὁ Μακρυγιάννης πολιτάρχης τοῦ φρουρίου. - Κατάληψις τοῦ Σερπετζὲ ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Τὸ κόμμα τοῦ Γκούρα ἐν τῇ Ἀκροπόλει. - Μάχη εἰς τὸ Λιοντάρι. - Μάχη εἰς Ἅγιον Γεώργιον Ἀλεξανδρινόν. - Αἱ παρὰ τὸν Σερπετζὲ μάχαι. - Στρατήγημα τοῦ Μακρυγιάννη. - Νίκη περιφανής. - Κατασκευὴ ὑπονόμου τῶν εἰς Σερπετζέ. - Ἀποτυχία τῆς ἐκρήξεως. - Ὑποχώρησις τῶν ἀμυνομένων. - Νέον στρατήγημα τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀντεπίθεσις καὶ νίκη. - Συγκινητικὴ συνέντευξις τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμφιλίωσις αὐτῶν. - Γεῦμα τοῦ Γκούρα παρὰ τῷ Μακρυγιάννῃ. - Τραγούδι τοῦ Μακρυγιάννη. - Θάνατος τοῦ Γκούρα. - Λόγος τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὴν φρουράν. - Παρασκευὴ νέας ὑπονόμου εἰς τὸν Σερπετζέ. - Αἱφνίδια ἕφοδος τῶν Τούρκων. - Τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Μάχη ἐκ τοῦ συστάδην. - Δεύτερος τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Τρίτος τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὑποχώρησις τῶν Τούρκων. - Ἔριδες περὶ τῆς φρουραρχίας. - Διορισμὸς ἐπιτροπῆς. - Ἀπόφασις περὶ ἀποστολῆς ἀντιπροσώπου τῆς φρουρᾶς πρὸς τὴν Κυβέρνησιν. - Ἐκλογὴ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἔξοδος αὐτοῦ ἐκ τῆς Ἀκροπόλεως. - Ἄφιξις εἰς Αἴγιναν.</i><br />
<hr />
Ἡ πληγὴ τοῦ χεριοῦ μου πήγαινε κακά· πρίσ᾿ κε τὸ χέρι μου καὶ γίνη τούμπανο. Γύρευαν νὰ μοῦ τὸ κόψουνε εἰς τὸ νῶμον οἱ γιατροί, ὀπουμὄχαν βάλη εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ μὲ γιατρέψουν. Τριάντα ὀχτὼ ῾μερόνυχτα δὲν ἔκλεισα μάτι. Μ᾿ ἑτοίμασαν εἰς θάνατον· ἔφερε ὅλα τὰ σύνεργα ὁ γιατρὸς νὰ μοῦ τὸ κόψη. Πῆρα τὸ γιαταγάνι καὶ γκρεμίστη κάτου ἀπὸ τὴν σκάλα καὶ γλύτωσε· εἰδὲ θὰ τὸν πάστρευα. Καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Ἀθήνα εἰς τὸν γιατρό, καὶ μὲ γιάτρεψε. Ὅμως σακατεύτηκα ἐξ αἰτίας ἐκείνων τῶν γιατρῶν τοῦ Ἀναπλιοῦ· βήκαν τὰ κόκκαλα ἀδίκως. Κι᾿ ἂν δὲν πήγαινα εἰς τὴν Ἀθήνα ἤμουν χαμένος.<br />
Ὅταν ἤμουν ἀκόμα εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποῦ γιατρεύομουν, τὴ Νύδρα τὴν φοβέριζε ὁ Μπραΐμης νὰ πάγη μ᾿ ὅλον τὸν στόλον νὰ τὴν χαλάση. Οἱ Νυδραῖοι γύρεψαν εἰς τὴν Κυβέρνηση δύναμη στρατιωτικὴ καὶ τῆς ἔλεγαν: «Νὰ διορίσετε δύναμη, ὅμως ὁ Μακρυγιάννης νὰ μὴν λείψη καὶ τὸν γιατρεύομεν ἐδῶ. Ὅτι ὅταν πῆγα εἰς Ἀθήνα, πέρασα πρῶτα ἀπὸ τὴ Νύδρα καὶ βήκαν ὅλοι καὶ μὲ δέχτηκαν, καὶ δυὸ ἀπὸ τοὺς φίλους μὄρριξαν λαχνὸν ποιὸς νὰ μὲ πάρη εἰς τὸ σπίτι του, καὶ μὲ πῆρε ὁ Δημήτρης Λαζαρίμος· καὶ ξόδιασε ἀρκετὰ εἰς τοὺς φίλους ὁποῦ γιόμοζε τὸ σπίτι του νύχτα καὶ ἡμέρα. Δὲν μ᾿ ἄφιναν οἱ Νυδραῖοι νὰ φύγω, μὄφεραν γιατρὸν κι᾿ ὅλα μου τὰ χρειαζούμενα· καὶ στανικῶς ἔφυγα καὶ πῆγα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ὕστερα στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπον οἱ Νυδραῖγοι ῾στὴν Ἀθήνα καὶ γράμμα ἀπὸ τοὺς νοικοκυραίους καὶ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης καὶ καΐκι νὰ πάγω. Τότε πῆρα τὸ σῶμα μου καὶ πῆγα. Καὶ μὄκαμαν τόσες ἐπίδειξες.<br />
Ἦρθαν κι᾿ ὁ Καρατάσιος μὲ τὸ σῶμα του, οἱ Γριβαῖγοι, ὁ Κατζικογιάννης κι᾿ ἄλλοι. Καθίσαμεν καμπόσον καιρόν. Μᾶς δίναν οἱ ἄνθρωποι τὸ ταΐνι μας, γεμεκλίκια. Τὰ σώματα θέλαν καὶ τοὺς μιστοὺς – ἡ Κυβέρνηση δὲν εἶχε. Γύρευαν ν᾿ ἀλιμουργιάσουμεν τὰ σπίτια τῶν προκρίτων, νὰ τοὺς πιάσουμεν στανικῶς, νὰ τοὺς γυμνώσουμεν. Τότε ἐγὼ ῾σ αὐτὸ δὲν ἔκλινα κ᾿ ἔβγαλα ἐξ ἰδίων μου καὶ πλέρωσα τοὺς ἀνθρώπους· καὶ τοὺς εἶπα νὰ λένε καὶ τῶν ἀλλουνῶν νὰ πιάσουν τοὺς καπεταναίους τους νὰ τοὺς πλερώσουνε ἐξ ἰδίων τους, ὅτι οἱ Νυδραῖγοι δὲν μᾶς χρωστοῦν τίποτας. Ἐκεῖνοι πᾶνε μὲ τὰ καράβια καὶ σκοτώνονται διὰ τὴν πατρίδα, κ᾿ ἐμεῖς – μᾶς ἔστειλε ἡ Κυβέρνηση νὰ φυλάξωμεν τὸ νησὶ καὶ μᾶς δίνουν παστρικὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια· τοὺς μιστοὺς θὰ τοὺς λάβωμεν ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Ἂν γυμνώσουμεν τοὺς προκρίτους, τότε τί τοὺς φυλάμεν ἐμεῖς; Κ᾿ ἐμεῖς τούρκικες πράξες θὰ τοὺς κάμωμεν· καὶ τότε κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Τότε πιάνουν ὅλους τους ἀρχηγούς τους καὶ τοὺς πλερώνουν ἐξ ἰδίων τους, καθὼς ἐγώ. Ὅλοι αὐτεῖνοι φοβέριζαν νὰ μὲ σκοτώσουνε δι᾿ αὐτό. Περισσότερον ζοῦνε οἱ φοβερισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀφοβέριγους. Καθίσαμεν καμπόσο εἰς τὴ Νύδρα. Μὄδωσαν ἕνα καλὸ ἀποδειχτικὸν κι᾿ ἄλλο διὰ τὰ χρήματά μου, πῆρα κι᾿ ἀπ᾿ οὕλους τοὺς στρατιῶτες ὁποῦ τἄλαβαν ἐξ ἰδίων μου καὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὴν Διοίκηση καὶ τῆς εἶπα ὅτι θὰ διαλύσω τὸ σῶμα μου καὶ θὰ μπῶ εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης (μ᾿ εἶχαν κάμη καὶ στρατηγόν). Τοὺς εἶπα: «Ἡ πατρὶς χωρὶς ταχτικὸν δὲν πάγει ὀμπρὸς καὶ θὰ μπῶ ῾σ αὐτό». Πάσκισαν, δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ βαστήξουν. Πέταξα τὸν βαθμό μου καὶ διάλυσα τὸ σῶμα μου· πῆρα καμπόσους ἀξιωματικούς μου νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποὖναι ὁ Φαβγές, νὰ γυμναστῶ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης. Μαθαίνει αὐτὸ ὁ Γκούρας, θέλει νὰ μπῆ κι᾿ αὐτὸς εἰς τὸ ταχτικὸν – νὰ τοῦ πλερώσουνε πρῶτα ὅλους τους μιστοὺς κι᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦν παλιά, ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια. Τοῦ ὑποσκέθηκαν καὶ μπῆκε. Ὅμως αὐτὸ τόκαμεν νὰ πάρη τὰ χρήματα καὶ ὕστερα πίσω τὴν δουλειά του. Πῆγα ἐγὼ εἰς τὴν Ἀθήνα, μόφκειασαν ἕνα ξύλινο ντουφέκι, ὅτι ῾στὸ χέρι μου ἀκόμα δούλευε ἡ πληγή, καὶ γυμναζόμουν μὲ τοὺς στρατιώτες· καὶ μὄδωσαν καὶ δάσκαλον χωριστά. Ὕστερα μπῆκε κι᾿ ὁ Γκούρας καὶ γυμνάζονταν κι᾿ αὐτός· καὶ κοντὰ ῾σ ἐμᾶς ἐμπήκαν κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Κ᾿ ἔγινε τὸ σῶμα περίτου ἀπὸ πέντε χιλιάδες. Ἀρχηγὸς τοῦ σωμάτου ἦταν ὁ γενναῖος καὶ φιλέλληνας Φαβγὲς Γάλλος κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ μ᾿ αὐτὸν γενναῖγοι ἀξιωματικοὶ Γάλλοι κι᾿ ὁμογενεῖς. Χάριτες χρωστάγει ἡ πατρίδα σὲ ὅλους τους φιλανθρώπους εὐεργέτες μας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ καταξοχὴ εἰς αὐτοὺς τοὺς γενναίους Γάλλους, ὁποῦ θυσίασαν κόπους καὶ βάσανα κι᾿ ἀγωνίζονταν νὰ μᾶς συμμορφώσουν μὲ τὴν καλὴ τάξη κι᾿ ἁρμονία.<br />
Μπῆκαν εἰς τὸ ταχτικὸν κι᾿ ὅλοι οἱ φιλόπατροι Ἀθηναῖγοι, τὰ νοικοκυρόπουλα, κι᾿ ἀγωνίζονταν ὡς σολντάτοι.1 Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Γκούρας εἰς τὸ ταχτικόν, εἰς τὴν Διοίκηση εἶχε τὸν συμπέθερό του Γιαννάκο Βλάχο καὶ τοὺς ἄλλους φίλους του. Κι᾿ ὅλοι αὐτεῖνοι συνφώνησαν νὰ στείλουν μίαν ἐπιτροπὴ εἰς τὴν Ἀθήνα δική τους, ἀπὸ φίλους, νὰ πουλήσουνε τὴν ἐθνικὴ γῆς καὶ νὰ τὴν πάρη ὁ Γκούρας κι᾿ αὐτείνη ὅλη ἡ συντροφιά, γῆς, ἐλιές, σπίτια, ἀργαστήρια καὶ τὰ ἑξῆς. Στέλνουν ἐπιτροπὴ τὸν Γιάννη τὸν Κουντουμά, τὸν Θανάση Λιδορίκη, τὸν Γιωργάκη Μόστρα. Ἀφοῦ ἦρθαν, βγάζουν μίαν προκήρυξη δι᾿ αὐτά, νὰ τὰ πουλήσουνε. Μιὰ ἡμέρα πήγαινα μὲ τὸν Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Μὲ κολάκευε· ἤθελε νὰ μοῦ δώση μίαν ἀνιψιὰ τοῦ γυναίκα. Μοῦ λέγει: «Τοῦ Χασεκῆ τὰ ὑποστατικά, ἐλιές, περιβόλι κι᾿ ὅλη τὴν περιφέρεια θὰ τὴν πάρω ἐγὼ δι᾿ ὅσα μου χρωστάει τὸ Ἔθνος. – Τοῦ λέγω, ἐσὺ πῆρες θησαυροὺς ἀπὸ αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο Ἔθνος ῾στὰ στρατόπεδα, εἰς τὴν Ἀθήνα, εἰς τὴν Πελοπόννησο. Πόσο φουσάτο ἔχεις εἰς τὴν ὁδηγίαν σου; Ποτὲ δὲν βγαίνουν τρακόσοι ἄνθρωποι· καὶ πλερώνει ὅλη ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς καὶ ἡ Κυβέρνηση δι᾿ αὐτούς. Κι᾿ ὅλον τὸν κόσμο τὸν γύμνωσες· καὶ δόντια ἔβγαλες ἐσὺ κι᾿ ὁ Μαμούρης σου καὶ μὲ τὸ τζεκούρι σκοτώσετε ἀνθρώπους. Τὸ Σαρρὴ τὸν σκοτώσετε· πενήντα χιλιάδες γρόσια ὁποὖχε ἀπάνου του, εἰς γρόσια καὶ τζιβαϊρκά, τὰ πῆρε ὁ Μαμούρης καὶ τὰ μεράσατε. Τέλος πάντων ἐσὺ γυρεύεις ἀκόμα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν νὰ πάρης καὶ ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια· καὶ κατὰ τὴν ἐπιτροπή, ὁποὖναι διορισμένοι ὅλοι φίλοι σου, θὰ πάρης ὑποστατικὸ ὁποῦ ν᾿ ἀξίζη πενήντα διὰ δέκα· αὐτείνη ἡ ἐπιτροπὴ θὰ τὸ ξετιμήση τοιούτως. Οἱ φίλοι σου καὶ οἱ συγγενεῖς σου κυβερνῆτες ταπικυρώνουν. Τέλος πάντων ἐσὺ κι᾿ ὁ Μαμούρης σου θὰ γίνης Μεμεταλῆς, ἐσύ, κι᾿ αὐτὸς Μπραΐμης· κ᾿ ἐμᾶς θὰ μᾶς πάρετε εἵλωτες! Νὰ τὴν χέσω τέτοια λευτεριά, ὁποῦ θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιᾶ! – Τί κουβεντιάζεις ἔτζι; μοῦ λέγει. – Ἔτζι κουβεντιάζω! Ὅταν τὰ πάρης ἐσὺ αὐτὰ καὶ οἱ φίλοι σου, νὰ μὲ φτύσης!» Σηκώθηκα κι᾿ ἀναχώρησα κατ᾿ τὸ κονάκι μου.<br />
Τὴν αὐγὴ βγάζει ἡ ῾πιτροπή προκήρυξη. Πήγαμεν καὶ τὴν ἀλείψαμεν μαγαρσές. Κι᾿ ὅσες βολὲς ματάβγαλε, τὰ ἴδια ἔπαθε. Μοῦ μίλησαν αὐτεῖνοι ὅλοι καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ὅτι ὅσα μου χρωστάγει τὸ Ἔθνος – νὰ μοῦ δώσουνε ὅ,τι θέλω. «Δὲν θέλω ἐγὼ τίποτας», τοὺς εἶπα. Τότε ἔμειναν ὅλα τὰ σκέδια τοῦ Γκούρα καὶ τῆς ῾πιτροπής νεκρωμένα. Βγαίνει ὁ Γκούρας ἀπὸ τὸ ταχτικόν. Κάνει πλῆθος ἀντενέργειες αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, Ἀθηναῖγοι καὶ κυβερνῆτες, νὰ τὸ διαλύσουνε τὸ ταχτικόν. Ὁ καϊμένος ὁ Φαβγὲς ἔτρεξε εἰς τὴν προκομμένη Διοίκηση διὰ νὰ δώση τὰ μέσα. Εἰς τὴν Ἀθήνα ἦταν σκουτιὰ τοῦ ταχτικοῦ κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα. Πολεμοῦσαν νὰ τὰ κάμουν οἱ καλοὶ πατριῶτες πλιάτζικα. Ὁ Φαβγὲς μὲ βάνει μέλος μιᾶς ἐπιτροπῆς, ὁποῦ συστήθη ἀπ᾿ οὖλο τὸ ταχτικόν, νὰ προφυλάξωμεν αὐτά, νὰ μὴν τ᾿ ἀδράξουν οἱ ἄλλοι. Ἦταν ῾πιτροπή ὁ Σκαρβέλης, ὁ Σταυρὴς ὁ Βλάχος, ἄλλοι ἀξιωματικοὶ κ᾿ ἐγώ. Καὶ τὰ προφυλάξαμεν ὅσο νὰ ρθῆ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σώματος. Τότε ὁ Γκούρας, ὁ Ζαχαρίτζας, ὁ Βαρελάς, ὁ Σουρμελὴς κι᾿ ἄλλοι συντρόφοι τοὺς Ἀθηναῖγοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν οἱ φίλοι τους κι᾿ ὁ Γιαννάκος Βλάχος, ὁ συγγενής του Γκούρα, ὁποῦ τὸν εἶχε μέλος τῆς Κυβερνήσεως, κάνουν χιλιάδες ἀντενέργειες νὰ χαλάσουν τὸ ταχτικὸν καὶ τοῦ κόβουν ὅλα τὰ μέσα, νὰ διαλυθῆ χωρὶς ἄλλο. Ὅτι ἡ τάξη δὲν εἶχε κλεψὲς καὶ βία εἰς τοὺς κατοίκους. Οἱ καϊμένοι οἱ Ἀθηναῖγοι ἔβγαζαν τὴν χαψιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους καὶ τὴ δίναν τῶν ταχτικῶν. Κι᾿ ὅλη ῾μέρα συνεισφορὲς κάναν νὰ τὸ νταγιαντήσουνε, ὅτι καθὼς ἦρθε ὁ Φαβγὲς μὲ τὸ σῶμα εἰς τὴν Ἀθήνα, γνώρισαν τὰ σπίτια τους. Ἀφοῦ βλέπουν οἱ Ἀθηναῖγοι ὅτι τὸ ταχτικὸν κιντυνεύει καὶ τότε θὰ πάθουν τὰ πρῶτα ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ ἀρχηγοῦ, μαζώνονται ὅλοι, κάνουν μίαν συνέλεψη καὶ διορίζουν χίλιους Ἀθηναίους, ὅλα τὰ νοικοκυρόπουλα, κι᾿ ἀρχηγὸν αὐτεινῶν διορίζουν ἐμένα, νὰ προσέχωμεν διὰ τὴν εὐταξίαν τῆς πόλεως κι᾿ ἂν κάμη χρεία καὶ διὰ τὸν ὀχτρό, νὰ κινηθοῦμεν. Ἔγινε ἡ συνέλεψη· διόρισαν τ᾿ ἀναγκαῖα ὅλα. Τότε αὐτὸ τόμαθε ὁ Γκούρας, δὲν τοῦρθε καλὰ οὔτε αὐτεινοῦ, οὔτε τῶν φίλωνέ του, οὔτε τῆς Κυβέρνησης, οὔτε τῆς σεβαστῆς ἐπιτροπῆς ὁποὖταν εἰς τὴν Ἀθήνα. Γράφουν αὐτὰ τῆς Κυβέρνησης, ἡ Κυβέρνηση στέλνει εἰς τὴν ῾πιτροπούλα διαταγὴ καὶ μὲ φωνάζει, ἡ ῾πιτροπούλα, καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι ἀξιωματικός της Κυβερνήσεως κι᾿ αὐτοῦ ὁποῦ μὲ διόρισαν οἱ Ἀθηναῖοι, νὰ τραβήσω χέρι ἀπὸ αὐτείνη τὴν ἀρχηγίαν. Τῆς λέγω· «Ὅ,τι μου δίνουν οἱ πατριῶτες δὲν τ᾿ ἀφίνω μόνος μου· ἂν δὲν μὲ θελήσουν οἱ ἴδιγοι, τότε τ᾿ ἀφίνω. Κυβέρνηση ὡς ἀξιωματικὸς δὲν τὴν γνωρίζω, ὅτ᾿ εἶμαι ἀπαρατημένος· ἤμουν στρατηγὸς καὶ εἶμαι ἁπλὸς στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ· κι᾿ ἀρχηγὸν ἔχω τὸν Φαβγέ. Κι᾿ ἂν φταίξω, αὐτὸς θὰ μὲ παιδέψη. ῾Σ αὐτὸν ὁρκίστηκα ὡς ἁπλὸς στρατιώτης. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔχει νὰ κάμη εἰς τὸ ἑξῆς μ᾿ ἐμένα, οὔτε οἱ ῾πιτροπούλες της.<br />
Μάθαμεν ὅτι ὁ Κιτάγιας ἑτοιμάζεται διὰ τὴν Ἀθήνα. Λέγει τῶν Ἀθηναίων ὁ καϊμένος ὁ Φαβγὲς νὰ ἐπιστατήση μόνος του, νὰ βάλη ὅλο τὸ ταχτικὸν νὰ δουλέψουν νὰ κόψουν νησὶ τὸν Φαληρέα, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ μὴν τρέχουν εἰς τὰ νησιά, νὰ εἶναι ἀπάνου εἰς τὴν πατρίδα τους· καὶ νὰ μὴν ξαναπουληθῆ ἡ Ἀθήνα. Ὁ Γκούρας ἀκούγοντας αὐτὸ ἐνέκρωσε, ὅτι τ᾿ ἀργαστήρι τοῦ αὐτεινοῦ κι᾿ ὅλης του τῆς συντροφιᾶς νεκρώνει, τὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας, τὸ βυζὶ τοῦ Γκούρα καὶ συντροφιᾶς του. Αὐτὸ τρώγει τὰ χρήματα, τὸ ταμεῖον τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, ὅλα τὰ εἰσοδήματα. Διὰ νὰ μὴν γένη αὐτὸ τὸ κακό, νὰ κοπῆ ὁ Περαίας, πολέμησαν ὅλοι τὸν Φαβιὲ καὶ πῆρε τὸ ταχτικὸν καὶ πῆγε εἰς τὰ Μέθενα, ῾σ ἕναν ἔρημον καὶ νοσώδη τόπον, κ᾿ ἔφκειασε ἐκεῖ κάστρο καὶ σπίτια. Κι᾿ ὡς νοσώδης ὁ τόπος, ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ χάθηκαν κακῶς κακοῦ. Κι᾿ ἀπὸ τόσα ἄρματα, κανόνια, σκουτιὰ κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα του πολέμου, ὁποῦ θὰ ἦταν τὸ ταχτικὸ διπλό, δὲν ἔμεινε τίποτας. Κι᾿ αὐτὰ ὅλα δὲν χάνονταν, οὔτε τὴν Ἀθήνα νὰ τὴν ξανακυργέψουν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μᾶς τὴν πουλήσουνε ὀπίσου· καὶ νὰ πάρουν ἄνθρωποι χωρὶς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἀπόνα γρόσι τὸ στρέμμα τὴν γῆς, ἄγρια γῆς καὶ καλῆ, καὶ νὰ βάλουν κ᾿ ἐμᾶς νὰ τὴν γιωργοῦμεν ὡς εἵλωτες αὐτεινών· καὶ τὸ γενὶ νὰ βγάζη τῶν ἀδελφῶν μας καὶ συγγενῶν μας τὰ κόκκαλα. Καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακοροίζικους, ὁποῦ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης.<br />
Ὁ Κιτάγιας ἦρθε μὲ μεγάλη δύναμη ἀνθρώπων, μὲ καβαλλαρία, μὲ κανόνια, μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου. Ἔπιασε τὰ Πατήσια. Τὰ χωριὰ τὰ περισσότερά της Ἀθήνας προσκύνησαν, ὅτι ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην μας πολλοὺς κατοίκους τοὺς ηὕρανε φορτωμένους πέτρες καὶ τοὺς ξεφόρτωσαν κι᾿ ἄλλους τοὺς λευτέρωσαν, ὁποῦ τοὺς παιδεύαμεν διὰ χρήματα. Ἀφοῦ μάθαν οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι ἔρχεται ὁ Κιτάγιας, μὲ ζήτησαν εἰς τὸν Φαβιέ, ὅτ᾿ ἤμουν εἰς τὴν ὁδηγίαν του, καὶ μὄδωσε τὴν ἄδεια κ᾿ ἔμεινα ἅμα πῆγε εἰς τὰ Μέθενα μὲ τὸ σῶμα. Καὶ μὲ διόρισαν μ᾿ ἄλλους δυὸ Ἀθηναίους τὸν Συμεὼν Ζαχαρίτζα καὶ Νεροῦτζον Μετζέλο καὶ ἤμαστε μ᾿ ἀνθρώπους εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως· καὶ πολεμούσαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα τριάντα τέσσερες ἡμέρες. Ὁ Κιτάγιας χάλαγε τὰ τείχη μὲ τὰ κανόνια κ᾿ ἐμεῖς φκειάναμεν. Καὶ καταφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμὸν καὶ πληγωμόν. Μίαν αὐγή, μίαν ὥρα νὰ φέξη, ἀφοῦ γκρέμισε σὲ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως τὰ τείχη καὶ δὲν μᾶς ἄφιναν τὰ κανόνια τ᾿ ἀκατάπαυτα νὰ μερεμετίσουμεν τὰ τείχη, τότε μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι – τοὺς μέθυσε πρῶτα μὲ ρούμι καὶ μπῆκαν ἀπὸ τρεῖς μεριές. Κι᾿ ἀνακατωμένοι μὲ τοὺς Τούρκους πήγαμεν πολεμώντας ὡς τὸ κάστρον. Εἰς τὰ μπροστινὰ τείχη τὰ μακρύτερα, ὁποὖναι πρόσωπον τῶν Πατησιῶν, φυλάγαμεν οἱ Ἀθηναῖοι κι᾿ ὁ γενναῖος κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης ὁ Μορφόπουλος· ἀπὸ τὴν Μπουμπουνίστρα κι᾿ ὡς τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου ὁ Μαμούρης μ᾿ ἀνθρώπους τοῦ Γκούρα καὶ χωργιάτες· ἀπὸ τῆς Κολῶνες, τὸν Ἁγιώργη, ὡς τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου ὁ Στάθης Κατζικογιάννης. Ὅλοι ἀγωνίστηκαν γενναίως καὶ πατριωτικῶς. Ἡ πατρὶς χάριτες τοὺς χρωστάγει. Ὁ Γκούρας ἦταν εἰς τὸ κάστρον κι᾿ οὖθεν ἔκανε ἀνάγκη, ὁποῦ ἦταν πολὺς πόλεμος, πρόφτανε. Καὶ γενικῶς ὅλοι ἀγωνιστήκανε πατριωτικῶς καὶ γενναίως. Οἱ Τοῦρκοι ὁλόγυρα τὴν χώρα εἶχαν κανονοστάσια, τάμπιες, καὶ βαροῦσαν μὲ κανόνια, μπόμπες καὶ γρανέτες καὶ λιανοντούφεκον. Αὐτεῖνοι πλῆθος κ᾿ ἐμεῖς ὀλίγοι ὡς πεντακόσοι ἄνθρωποι, κάτου ὄχι ἀπάνου. Οἱ θέσες ἐκτεταμένες.<br />
Πήγαμεν εἰς τὸ φρούριον. Ἦταν ἡ νίλα ἐκεῖ· γυναικόπαιδα, ζῶα. Γιόμωσε ὁ Σερπετζές. Ἡ θεία πρόνοια, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, εἶναι μεγάλη καὶ δίκια. Οἱ Τοῦρκοι – πιασμένες ὅλες οἱ θέσες ὁλόγυρα εἰς τὴν χώρα καὶ κάστρο. Ἐβήκαν οἱ ἄνθρωποι, γυναικόπαιδα, κλαίγοντας, μὲ τόσα ζῶα, καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν τοὺς πῆραν χαμπέρι τελείως· καὶ σωθήκανε ὅλοι χωρὶς νὰ ματώση μύτη κανενοῦ καὶ πῆγαν εἰς Ἀμπελάκι καὶ Κούλουρη.<br />
Τὴν χώρα τὴν βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ἡμέρες. Κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο Ἀγούστου 3, τὰ 1826. Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὸ κάστρο, ἦταν πλῆθος ἐκεῖ βόιδια. Ὁ Γκούρας, ἀμαθὴς ἀπὸ μπλόκους, τάβγαλε καὶ τ᾿ ἀπόλυσε ὅλα ἔξω, καὶ τὰ πῆραν οἱ Τοῦρκοι. Τοῦ λέγω: «Τί κάνεις, ἀδελφέ; ἐδῶ εἶναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρὸ θὰ κάμωμεν». Ἔτζι τόλεγαν οἱ Εὐρωπαῖγοι, ὁποὔρχονταν εἰς τὸ κάστρο, καὶ τοὺς πίστευε. Ὅταν δὲν εἴχαμεν οὔτε ψωμί, βάρειε τὸ κεφάλι του. Τὰ βόιδια τάφαγαν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ εὐκιώνταν τὴν ἀνοησίαν τοῦ Γκούρα. Ἐγὼ ἤμουν καμένος ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας, ὁποῦ καθόμουν νηστικός, κι᾿ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο, ὁποῦ δὲν εἴχαμεν οὔτε νερό. Ἔβαλα τὸ κρασὶ τῶν συγγενῶν τῆς γυναικός μου κι᾿ ὅλους τους ζαϊρέδες, ἀγόρασα ρύζι ἑξακόσες ὀκάδες, ὄσπρια κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα· κι᾿ ἁλάτισα τόσα βόιδια καὶ γουρούνια. Κ᾿ ἔτρωγαν ὅσους ἀνθρώπους εἶχα μαζί μου, κι᾿ ἀχώρια οἱ λαβωμένοι καὶ οἱ ἄλλοι, ὅταν ἦρθε ὁ Κριτζώτης καὶ τὸ ταχτικόν, ὁποῦ κατήντησε ἑκατὸ γρόσια ἡ ὀκὰ τὸ βούτυρον καὶ τ᾿ ἄλλα τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ δὲν βρίσκονταν.<br />
Ἀφοῦ κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο, μεράσαμεν καὶ πῆρε ὁ καθεὶς τὰ πόστα του. Ὁ Παπὰ Κώστας, ὁ Ἐμορφόπουλος κ᾿ ἐγὼ εἰς τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα, ὁποὖναι ἡ σπηλιὰ καὶ οἱ δυὸ κολῶνες ἀπὸ πάνου. Ἀφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμὸν καὶ πλήγωμα, ὅτ᾿ ἦταν καρσὶ ὁ Σέτζος καὶ τὸ Κολωνάκι ὁποὖταν τὰ κανόνια τῶν Τούρκων· ἀπὸ μέσα εἰς τὸν Σερπετζὲ οἱ Ἀθηναῖγοι ὁ Συμιός, ὁ Νεροῦτζος, ὁ Μῆτρο Λίτζος, ὁ Ντάβαρης ὡς τὴν ἔξω πόρτα τοῦ κάστρου· ῾στὴν τάπια τοῦ Δυσσέως, ἀπὸ ῾κεῖ καὶ κάτου, ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα· εἰς τοῦ Λιονταριοῦ τὴ ντάπια Ἀθηναῖοι, ὁποῦ ἦταν κιντυνῶδες μέρος. Αὐτεῖνοι οἱ καϊμένοι ἦταν γυμνοὶ καὶ δυστυχισμένοι, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα τοὺς γύμνωσαν. Κι᾿ ὁ καϊμένος ὁ Ντάβαρης ὁ Ἀναγνώστης μὲ τόσους πατριῶτες του κι᾿ ὁ Γερολίτζος ἦρθαν νὰ σκοτωθοῦν μὲ τοὺς χωργιανοὺς τοὺς κ᾿ ἤφεραν κι᾿ ὅλα τους τὰ βόιδια καὶ σκουτιὰ τῶν σπιτιῶν τοὺς κ᾿ ἕντυναν κ᾿ ἔθρεφαν τοὺς συνπολίτες τοὺς τοὺς δυστυχισμένους Ἀθηναίους, ὁποῦ συναγωνίζονταν ἐξ ἀρχῆς εἰς τὰ δεινά της πατρίδος. Καὶ τότε ὡς ἀδελφοὶ μέραζαν τὸ ἐδικόν τους. Ἀφοῦ γύμνωσαν τὴν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γκούρα καὶ δὲν ἄφιναν τοὺς Ἀθηναίους νὰ βγάλουν τίποτας ἔξω, εἰς τὸ κάστρο τοὺς πουλοῦσαν τὸ πράμα τοὺς τὸ ἴδιον, τῶν Ἀθηναίων, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ ἔτρωγαν καὶ ντύνονταν, ὁποῦ δούλευαν οἱ περισσότεροι μέσα εἰς τὰ χαντάκια καὶ λαγούμια νύχτα καὶ ἡμέρα. Ἦταν μαζὶ μ᾿ ἐμένα οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μὲ τὸν Κώστα Λαγουμιτζή, καὶ χωρὶς ν᾿ ἀγωνιζόμαστε ἐμεῖς, τὸ κάστρο θὰ κιντύνευε καὶ θὰ παραδόνεταν πρὸ καιροῦ. Εἰς τὸ Σερπετζὲ ἀπὸ πάνου, εἰς τὸ θέατρο, φύλαγε ὁ Κατζικογιάννης. Ὕστερα μὲ διόρισαν ὅλοι οἱ πολιορκημένοι πολιτάρχη τοῦ κάστρου, νὰ φέρνω γύρα ὅλο τὸ κάστρο μέσα διὰ τὴν εὐταξίαν κ᾿ ἔξω σὲ ὅλα τὰ πόστα νὰ τρέχω ὅθεν ἀκολουθήση ντουφέκι, νὰ προφτάνωμεν. Καὶ φύλαγαν ἀνθρῶποι μου εἰς τὴ ντάπια τοῦ Δυσσέως καὶ τὴν ἄλλη· καὶ τοὺς μέραζα καὶ τὸ νερὸν ὁλουνῶν εἰς τὸ κάστρον.<br />
Ἀπόξω τὸν Σερπετζὲ καρσὶ τοῦ Σέτζου ἦταν ἕνας γαμπρὸς τοῦ Γκούρα ὁ Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καὶ γενναίος· κιντυνώδης ἡ θέση αὐτείνη – ἐσκοτώθη. Καὶ διόρισαν καὶ σήκωσα τοὺς ἀνθρώπους μου ἀπὸ τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα καὶ τὴν πιάσαμεν κ᾿ ἐκείνη τὴν θέση ἐμεῖς. Τέσσερες ἀδρασκελιὲς μακρυὰ καὶ λιγώτερον ἦταν τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων, βαθιὰ χαντάκια καὶ εἰς τὰ χείλια τοὺς κοφίνια. Εἶχα κ᾿ ἐγὼ φκειασμένες δυὸ ντάπιες· καὶ τρυπήσαμεν τὸ κάστρο καὶ στεκόμαστε ἐκεῖ. Τὴν νύχτα φκειάναμεν τῆς ντάπιες καὶ τὴν ἡμέρα μας τῆς χάλαγαν μὲ τὰ κανόνια ἀπὸ τὸ Σέτζος. Ὅτ᾿ ἦταν καρσὶ καὶ πολλὰ κοντά. Κι᾿ ἀφανιστήκαμεν εἰς τὸν σκοτωμόν. Τὸ ἴδιον πάθαιναν κι᾿ ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο. Ὅτ᾿ ἦταν πέτρες· κι᾿ ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ κανόνια καὶ μπόμπες. Γιόμωσε τάφους ἀπάνου τὸ κάστρο καὶ τοὺς χώναμεν ῾στὸν Σερπετζέ.<br />
Τὸ κάστρο τώρα θέλει νὰ φάγη ἐκείνους ὁποῦ τότρωγαν τόσα χρόνια καὶ τοὺς ἔθρεφε σὰν μανάρια, καὶ σκοτώνονταν καθεμερινῶς. Ὁ Γκούρας ἔφκειασε ἕναν περίφημον ναόν, τὸν γιόμωσε ἀπὸ πάνου χῶμα νὰ μὴν περνάγη ἡ μπόμπα, κ᾿ ἔβαλε τὴν φαμελιὰ τοῦ μέσα καὶ κάθονταν κι᾿ ὁ ἴδιος. Πῆρε εἰς τὸ κάστρο τὸν συμπέθερό του τὸν Σταυρὴ Βλάχο, τὸν Καρώρη, τὸν Βαρελά, τὸν Ζαχαρίτζα, ὅλο του τὸ παρτίδο, τὴν συντροφιά του καὶ τοὺς ἔδωσε κ᾿ ἕνα καλὸ ὑπόγειον. Καὶ τοὺς σύστησε δημογεροντία· καὶ τοὺς ἔβαλε καὶ γραμματέα τὸν Διονύση Σουρμελή, ὁποῦ τὸν θυμιατοῦσε γράφοντας ὅταν ἦταν εἰς τὴν χώρα αὐτὸς κι᾿ ὅλη αὐτείνη ἡ συντροφιά. Τοὺς πῆρε καὶ εἰς τὸ κάστρο, τοὺς ἔβαλε εἰς τὸ ὑπόγειον, τρῶνε καὶ πίνουν χωρὶς νὰ πατήση κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ὄξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ ὑπόγειου. Ὅτι ὄξω ἦταν μπόμπες καὶ γρανάτες καὶ κανόνια καὶ κιντύνευε ὁ καθείς, καὶ εἰς τὸ ὑπόγειο ἦταν σιγουριτά· ὄξω ἀπὸ τὸν Ζαχαρίτζα τὸν Νικολάκη. Αὐτὸς ὁ καϊμένος ἔβγαινε κι᾿ ἀγωνίζονταν, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι οἱ πατριῶτες, καὶ κιντύνευε μαζί μας. Οἱ ἄλλοι ὅλοι εἰς τὸ ὑπόγειον· κι᾿ ὁ Γκούρας εἰς τὸν ναὸν κάθεταν μὲ τὴν φαμελιάν του. Πηγαίναμεν ἐμεῖς σκοτωνόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο – ἔγραφε ἡ δημογεροντία κι᾿ ὁ Σουρμελὴς ἔξω εἰς τὴν Διοίκηση καὶ εἰς τοὺς καπεταναίους καὶ εἰς τῆς ῾φημερίδες· «Σήμερα ἐβῆκε ὁ ἀρχηγὸς Γκούρας ἔξω ἀναντίον τῶν Τούρκων κ᾿ ἔκαμεν ἐκείνη τὴν νίκη, ἐκείνη». Κάθε ὀλίγον ὅσοι ἦταν εἰς τὰ ὑπόγεια ἐγκώμιαζαν ἐκείνους ὁποῦ ἦταν εἰς τὸν ναόν. Τὰ εἴδαμεν αὐτὰ γραμμένα εἰς τῆς ῾φημερίδες, ὅτι τάστελναν ἀπόξω τοῦ Ἀναστάση Λιδωρίκη καὶ Βλάχου, γυναικάδελφου καὶ συμπέθερου τοῦ Γκούρα.<br />
Σὰν τὰ εἴδαμεν αὐτά, πιαστήκαμεν καὶ μαλλώσαμεν· καὶ τοὺς εἴπα· «Χωρὶς νὰ βλέπωμεν ὅλα τὰ γράμματα καὶ νὰ τὰ ὑπογράφωμεν ὅλοι, πεζοδρόμον ἀπὸ τὸ κάστρο ἄλλη φορᾶ δὲν βγαίνομεν». Κι᾿ ἔτζι ἀκολουθήσαμεν εἰς τὸ ἑξῆς. Τότε τοῦ εἶπα τοῦ Γκούρα· «Νὰ πιάσης πόστο ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ τότε κατὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά σου γράψε». Παληκάρι γενναῖον, φιλότιμον ἐβῆκε κ᾿ ἐκεῖ σκοτώθη, καὶ εἶπαν ὅτι τὸν σκότωσα ἐγώ. Τοῦ Θεοῦ ψυχῆ νὰ μὴν δώσω ἂν ἀκολούθησα τοιοῦτο ἤ μου πέρασε ἀπὸ τὴν ἰδέα μου. Ὕστερα γκρέμισε καὶ τὸ κανόνι ἐκεῖνον τὸν περίφημον ναὸν καὶ χάθη καὶ ἡ φαμελιὰ τοῦ Γκούρα καὶ τόσες ἄλλες ψυχές. Ἐγλύτωσε ζωντανὸ ἀπ᾿ οὔλους αὐτοὺς ἕνα ἀθῶον παιδί, καὶ οἱ ἄλλοι σκοτώθηκαν ὅλοι.<br />
Εἰς τὴν ντάπια τοῦ Δυσσέα ἀπόξω ὡς τὴ ντάπια τοῦ Λιονταριοῦ ἐκεῖ εἴχαμεν δεμένο λαγούμι· εἴχαμεν βάλη μπαρούτι καὶ τὸ φτίλι ἀπὸ κεῖ τὸ εἴχαμεν ὡς μέσα εἰς τὸ χαντάκι. Κ᾿ ἐκείνη τὴν θέση τοῦ Λιονταριοῦ τὴν φύλαγαν οἱ Ἀθηναῖγοι οἱ γυμνοί. Κεφαλὴ αὐτεινῶν ἦταν ὁ Δανίλης, γενναῖος ἄνθρωπος καὶ τίμιος πατριώτης. Τὸν πιάσαν ὕστερα ζωντανὸν αὐτὸν καὶ τὸν Μῆτρο Λέκκα, τοὺς ἀγαθοὺς πατριῶτες, καὶ τοὺς παλούκωσαν εἰς τὴν Ἔγριπον οἱ Τοῦρκοι. Τὸ φτίλι τοῦ λαγουμιοῦ ἦταν ἀπὸ πανί. Οἱ ἄνθρωποι κατουροῦσαν εἰς τὸ χαντάκι, ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε ἀλλοῦ, ὅτι τοὺς βαροῦσαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ Καράσουι κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη· καὶ τοὺς κατασκότωναν καθημερινῶς. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ κάμουν γιρούσι δι᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ εἰς τὴ ντάπια, ὁποὖταν τὸ λαγούμι δεμένο ἐκεῖ συνάχτηκαν πλῆθος ἀπὸ αὐτούς. Βάλαμεν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν τάξη, βήκαμε καμπόσοι καὶ στεκόμαστε μὲ τὰ μαχαίρια εἰς τὸ χέρι. Βάλαμεν φωτιὰ εἰς τὸ φτίλι, ἦταν βρεμένο, δὲν ἔπιασε· πῆγε σὲ καμπόσο διάστημα ἡ φωτιὰ καὶ κόπη. Τότε εἶδα ἕναν πατριωτικὸν ἐνθουσιασμόν. Ἕνας Ἀθηναῖος παίρνει μὲ τὴν χούφτα τοῦ φωτιὰ καὶ πῆγε καὶ τὴν ἔρριξε εἰς τὸ φτίλι – διὰ τὴν πατρίδα τὴν φωτιὰ τὴν ἔκαμεν νερό, ἀλλὰ δὲν ἔπιασε. Μᾶς ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνου – τοὺς δώσαμεν ἕνα πελεκίδι καὶ τοὺς πήγαμεν κυνηγώντα ὡς τὴν ἄκρη εἰς τὰ σπίτια· κι᾿ ἀποτύχαμεν τὸ λαγούμι, ὁποῦ θὰ τοὺς ἀφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ᾿ ἕναν σημαντικόν. Καὶ λυπήθη πολὺ ὁ Κιτάγιας δι᾿ αὐτόν, ὅτ᾿ ἦτο πολὺ γενναῖος. Ὅταν βαστούσαμεν τὴν χώρα, μιὰ ῾μέρα εἶχα βγῆ ἐγὼ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς χώρας μὲ καμμιὰ δεκαριὰ ἀνθρώπους καὶ μᾶς ρίχτηκαν ἡ καβαλλαρία ἀπάνου μας καὶ θὰ χανόμαστε. Βαστήσαμεν καὶ σκοτώσαμεν τὸν ἀρχηγόν τους κι᾿ ἄλλον ἕναν καὶ κρύωσαν οἱ Τούρκοι· καὶ ἤβραμεν καιρὸν καὶ σωθήκαμεν· καὶ τὸν ἔκλαψε κι᾿ αὐτὸν ὁ Κιτάγιας, ὅτ᾿ ἦταν πολὺ ἀγαπημένος του.<br />
Ὅταν κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρο, βαστούσαμεν καὶ τὸν μαχαλὰ τῆς Πλάκας ὡς τὴν Ἀρβανίτικη πόρτα. Ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο εἰς τὰ σπίτια ἦταν μία ἐκκλησία καὶ τῆς ἔδεσε λαγούμι ὁ ἀθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναῖος καὶ τίμιος πατριώτης – καὶ μὲ τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὸ ντουφέκι τοῦ ὡς λιοντάρι πολέμαγε διὰ τὴν πατρίδα. Ἤμαστε μαζὶ κι᾿ ἀγωνιζόμαστε ὡς ἀδελφοὶ νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δουλεύαμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀγαθοὺς Ἀθηναίους καὶ φκειάναμεν τὰ λαγούμια· καὶ ἤμαστε ὅλοι πάντα ἀγαπημένοι κ᾿ ἑνωμένοι. Εἰς τὸ Μισολόγγι καὶ παντοῦ αὐτὸς ὁ γενναῖος ἄντρας θάματα ἔχει κάμη. Πατρίδα, τοῦ χρωστᾶς πολὺ αὐτεινοῦ τοῦ ἀγωνιστῆ. Θησαυροὺς τοῦ δίνει ὁ Κιτάγιας νὰ γυρίση· διὰ σένα, πατρίδα, ὅλα τὰ καταφρονεῖ. Ἔβαλε λαγούμι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Πλάκωσε ἕνα πλῆθος Τούρκων· ἀρχίσαμεν τὸν πόλεμον· κάμαμεν ὅτι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν νὰ τὸν ἀφήσουμεν τὸν μαχαλά, ὅτ᾿ ἤμαστε ὀλίγοι καὶ οἱ θέσες ἐκτεταμένες). Τότε οἱ Τοῦρκοι μας πῆραν ῾στὸ κοντό. Εἴχαμεν τὴν Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη καὶ τὸ ριζὸ τοῦ κάστρου, εἴχαμεν ταμπούρια, καὶ πιάσαμεν ἐκεῖ. Ἀφοῦ γιόμωσε ἡ ἐκκλησιὰ μέσα κι᾿ ὡς ἀπάνου, στάθηκαν δυὸ γενναῖα παληκάρια ὁ Μιχάλης Κουνέλης Ἀθηναῖος κι᾿ ὁ Θωμὰς Ἀργυροκαστρίτης ἢ Χορμοβίτης, αὐτεῖνοι οἱ δυὸ γενναῖοι καὶ οἱ ἀθάνατοι, καὶ βάλαν φωτιά· καὶ πολέμησαν ἀντρεία καὶ σώθηκαν. Καὶ πῆγε εἰς τὸν ἀγέρα ἡ ἐκκλησιὰ καὶ οἱ Τοῦρκοι ὅλοι. Ὕστερα οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι ὁποῦ ἦταν πλησίον ἐκεῖ τζακίστηκαν· κι ἀπὸ πάνου τὸ κάστρο κι᾿ ἀπὸ κάτου βαρούσαμεν εἰς τὸ κρέας καὶ τοὺς ἀφανίσαμεν. Ἔγινε μεγάλος ὁ σκοτωμὸς τῶν Τούρκων.<br />
Εἰς τὸ Σερπετζὲ ἀπόξω, ὁποῦ φυλάγαμεν, ἤφερναν τὰ λαγούμια τοὺς οἱ Τοῦρκοι ἀναντίον μας· ἐκεῖ ἦταν καὶ τοῦ κάστρου, τρία στόματα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν πάρα πολλὰ πλησίον μας καὶ ἦρθε κ᾿ ἕνας πασιᾶς νέος μὲ καλὸ ἀσκέρι. Καὶ ἦρθαν ἐκεῖ εἰς τὰ χαρακώματά τους πολλὰ πλησίον μας καὶ μᾶς βρίζαν καὶ μᾶς λέγαν ἄναντρους κι᾿ Ὀβραίους· καὶ εἰς τὸ Μισολόγγι ἦταν παληκάρια κ᾿ ἐμεῖς καντιποτένιοι· καὶ ῾σ ἕνα δυὸ ἡμέρες μας κλείνουν μὲ τὰ χαρακώματα τους· καὶ μᾶς πιάνουν ζωντανοὺς ὕστερα καὶ μᾶς περνοῦν ἀπὸ τὸ σπαθί τους. Ἐγὼ κι᾿ ὁ Κώστα Λαγουμιτζὴς ἤμαστε ἀποσταμένοι, ὅτι φκειάναμεν νύχτα καὶ ἡμέρα τὰ λαγούμια νὰ τοὺς χαλάσουμεν τῶν Τούρκων τὰ δικά τους. Κ᾿ ἐγὼ ἤμουν πάντοτες ὁποῦ σύναζα τοὺς Ἀθηναίους (τους ἀγαποῦσα, κι᾿ αὐτοὶ τὸ ἴδιον) καὶ τοὺς ὁδηγοῦσα εἰς αὐτὰ κ᾿ ἐργαζόμαστε. Εἶχα κι᾿ ὅλα τὰ νοικοκυρόπουλα μαζί μου καὶ τὰ προφύλαγα ἀπὸ τοὺς ἀνθρωποφάγους, ὁποὔθελαν νὰ τοὺς γυμνώνουν ὡς καὶ εἰς τὸ κάστρο, ὅπου τοὺς ἔμεινε ὀλίγον πράμα – νὰ τοὺς τὸ πάρουν κι᾿ αὐτό. Ἀφοῦ ἤμαστε ἀποσταμένοι, ὁληνύχτα καὶ ἡμέρα ὁποῦ ἐργαζόμαστε, τοὺς εἶπα κ᾿ ἔσφαξαν ἕνα βόιδι ὁποὖχα ζωντανό, νὰ πάρουν οἱ ἄνθρωποι ὀλίγον κρέας. Καὶ μᾶς μαγείρεψαν νὰ φᾶμε. Τότε κάλεσα καὶ τὸν Λαγουμιτζὴ καὶ τὸν Παπὰ τοῦ Κριτζώτη τὸν ἀδελφόν, ὁποῦ ἦταν μέσα καὶ φύλαγε μὲ τὸν Στάθη Κατζικογιάννη εἰς τὴν ἴδια βέργα τοῦ τείχους τοῦ Σερπετζέ, κι᾿ ἀπόξω ἐμεῖς. Εἶχα καλεσμένον καὶ τὸν Παπακώστα, γενναῖον παληκάρι, ἀγαθὸς πατριώτης, συγγενής του Γκούρα. (Μὲ τὸν Γκούρα ἤμουν ῾γγισμένος, μὲ τὸν Παπακώστα ἤμαστε φίλοι στενοί, ὅτι γνώριζε ποιὸς ἔφταιγε καὶ ποιὸς εἶχε δίκιον). Ἐκεῖ ὁποῦ τρώγαμε ὅλοι ψωμί, οἱ Τοῦρκοι ἀπόξω, τὴν νύχτα, μᾶς βρίζαν· εἶχα τὴν μάγκα μου, ὁποῦ τρώγαμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς μουσαφιραίγους· τοὺς λέγω: «Ἀδελφοί, ἐδῶ σας ἔχω ζαϊρέδες ὁποῦ τρῶτε, κρασί, ρακὶ κι᾿ ὅλα σας τὰ συγύρια. Οἱ ἄλλοι τοῦ κάστρου τρῶνε ξερὸ ψωμί. Τὸ λοιπὸν ἐμεῖς νὰ τρῶμεν, καὶ οἱ Τοῦρκοι νὰ μᾶς διατιμοῦν δὲν βαστιέται. Θέλω κοφίνια τούρκικα ἀπὸ τὰ χαρακώματά τους!» Μοῦ λένε οἱ γενναῖοι ἄντρες – ἦταν ὅλο νοικοκυρόπουλα Ἀθηναῖγοι κι᾿ ὀλίγοι Φηβαῖγοι, ὁποῦ τοὺς εἶχα πάντοτες μαζί μου. Ἀφοῦ τοὺς ἔκαμα αὐτείνη τὴν ὁμιλίαν, φιλοτιμία καὶ πατριωτισμὸν γιομάτοι ὅλοι, (ἄλλη βολὰ δὲν εἴχαμεν βγῆ ῾στὰ τούρκικα χαρακώματα· αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο) μοῦ λένε: «Δός μας μίαν φορᾶ κρασὶ νὰ πιοῦμεν ἀπὸ τὸ χέρι σου». Τοὺς ἔδωσα. Μοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας καὶ τὴν εὐκή σου. – Τοὺς εἶπα, ἔχετε πρῶτα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ παντὸς τὴν εὐκὴ καὶ τῆς πατρίδος». Σηκώθηκαν ὅλοι καὶ βγαίνουν ἀναντίον τῶν Τούρκων εἰς τὰ χαρακώματά τους καὶ τοὺς τζακίζουν: καὶ σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τοὺς πῆραν καὶ καμπόσα κοφίνια. Τοὺς πισωδρόμησαν οἱ Τοῦρκοι. Τότε δὲν ἦταν καλὸ αὐτό, ὅτ᾿ εἶναι πρῶτο κίνημα κι᾿ ὅποιος λάβη θάρρος, θὰ λάβη διὰ πάντα. Μοῦ λένε: «Ἔβγα κ᾿ ἐσύ, καπετᾶνε». Ἐγὼ εἶμαι φιλόζωγος, ὅμως μου πειράζεταν καὶ ἡ φιλοτιμία, ὅτι ἐγὼ ἤμουν ὁ αἴτιος νὰ τοὺς εἰπῶ αὐτό. Τότε μὲ τοὺς ἴδιους ἐβήκαμεν ἀντάμα, χαλάσαμεν τοὺς Τούρκους. ῾Σ ὀλίγον μας πῆραν μὲ τὰ μαχαίρια, μᾶς ἤφεραν κυνηγώντας ὡς τὸ πόστο μας· λάβωσαν κι᾿ ἀπὸ ῾μάς κάνα δυό. Τοὺς δίνομεν ἄλλο τζάκισμα: μᾶς πισωδρόμησαν. Ἐκεῖ ὁποῦ τοὺς τζακίσαμεν, τοὺς πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τοὺς πήραμεν κ᾿ ἕνα πανουφόρεμα μακρύ. Εἶχα ἕναν μαζί μου, γραμματικόν του Κατζικογιάννη, Ἀλεξαντρῆ τὸν λένε, νοικοκυρόπουλον, φιλότιμος νέος καὶ μὲ νοῦ κι᾿ ἀρετή. Τοῦ λέγω: «Ὅ,τι θὰ κάνω ἐγὼ ἐσὺ θὰ τὸ ἐπιστηρίζης ὡς βέβαιον· θὰ κάμω ἕνα στρατήγημα. – Ὅ,τι μου εἰπῆς κάνω, μοῦ λέγει ὁ νέος». Γιομίζω τὸ φόρεμα τὸ τούρκικον χώματα καὶ τὸ πιάνομεν οἱ δυό μας καὶ τὸ πάγω εἰς τὰ πόστα μας, ὁποὖταν οἱ συντρόφοι κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ φωνάζω τὸν Λαγουμιτζή, τὸν Παπὰ τοῦ Κριτζώτη καὶ τὸν Παπακώστα – καὶ φωνάζω νὰ μ᾿ ἀκούσουν οἱ Ἕλληνες· λέγω αὐτείνων τῶν τριῶν τὰ ὀνόματα τους· «Ἐλᾶτε νὰ σᾶς δώσω ἐσᾶς τῶν τριῶν τὸν χαζνὲ τῶν Τούρκων, ὁποῦ τοὺς πήραμεν, νὰ μοῦ τὸν φυλάξετε ἐσεῖς οἱ τρεῖς καὶ θὰ πάγω νὰ πάρω καὶ τὸν ἄλλον ὁποὖναι ἐκεῖ. Ὀπίσου στεκᾶτε νὰ τὸν βουλλώσω πρῶτα, νὰ μή μου τὸν κλέψετε». Ἔβγαλα τὴν τεζέδα μου ἀπὸ τὸ ποδάρι καὶ τὄδεσα κ᾿ ἔβγαλα καὶ τὴν βούλα μου νὰ τὰ βουλλώσω – κι᾿ ὁ Ἀλεξαντρὴς νὰ ψάχνη διὰ κερί. Ἀκούγοντας γρόσια οἱ Ἕλληνες καὶ βουλώματα, βγάνουν τὰ μαχαίρια καὶ σὰν λιοντάρια ρίχνονται εἰς τοὺς Τούρκους. Ἀλήθεια χαζνὲ πήραν· πῆραν ντουφέκια, πῆραν σπαθιά, σκότωσαν καὶ τόσους Τούρκους· κυργέψαμεν τρία λαγούμια, ὁποῦ μας φέρναν ἀναντίον μας νὰ μᾶς ἀφανίσουνε ἐμᾶς καὶ τὸ κάστρο· πιάσαμεν καμμίαν εἰκοσιπενταριὰ ζωντανούς, τοὺς λαγουμιτζῆδες τους κι᾿ ἄλλους· τοὺς καφφενέδες τους, ὁποὖχαν ἐκεῖ, κι᾿ ὅλα τους τὰ συγύρια· κρασιά, ρακιὰ καταδίκι· τοὺς πήγαμεν κυνηγώντας ὡς τὸ Καράσουι· ἐκεῖ ἦταν δύναμη μεγάλη τῶν Τούρκων καὶ τὰ ταμπούρια τους καὶ βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν ἀπὸ τὸ Καράσουι ὡς τὰ πόστα μας ὅλα τους τὰ χαντάκια καὶ τοὺς πήραμεν περίτου ἀπὸ δυὸ χιλιάδες κοφίνια.<br />
Τότε πιάσαμεν τὸν τόπον ὁ Γκούρας, ὁ Παπακώστας, ὁ γενναῖος καὶ καλὸς πατριώτης ὁ Θωμὰς Ἀργυροκαστρίτης· βαστούσαμεν ἐμεῖς ὅλοι τους Τούρκους μὲ τὸν πόλεμον – καὶ τὰ τρία λαγούμια τῶν Τούρκων τάκαμεν ὁ Λαγουμιτζὴς ἕνα καὶ τόβαλε εἰς τὸ δικό μας λαγούμι· καὶ πήραμεν ἐμεῖς τὸ μάκρο του καὶ δέσαμεν ἕνα λαγούμι τῶν Τούρκων ῾σ ἕνα πόστο τους, ὁποὖταν σὰν πιάτζα καὶ συνάζονταν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι καὶ κουβέντιαζαν καὶ πίναν καφφέ, ἐκεῖ ἀπὸ κάτου τὸ γιομίσαμεν μπαρούτι χωρὶς οἱ Τοῦρκοι νὰ ξέρουνε τίποτας. Συνάξαμεν ὅλα τὰ κοφίνια καὶ φκειάσαμεν τὸ πόστο, τῆς δυὸ ντάπιες μου κι᾿ οὖθεν ἀλλοῦ ἔκανε χρεία. Μοῦ σκοτώθη ἕνα παληκάρι τότε ὁποῦ ἦταν ἀπὸ τὰ σπάνια, ὁ Στάμος Πέτρου Θοδωρῆς Ἀθηναίος· τὸν εἶχα μπαγιραχτάρη· τίμιος ἄνθρωπος πολύ, ἀγαθὸς καὶ γενναῖος. Ἀφοῦ τζακίσαμεν τοὺς Τούρκους, ὤρμησε εἰς τὸ Καράσουι καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν Πράπα ἀδελφόν του Παγώνα. Τοὺς ἔκλαψε ὅλο τὸ κάστρο· κ᾿ ἐγὼ φαρμακώθηκα, ὅτι τὸν εἶχα τόσα χρόνια μαζί μου.<br />
Ἄρχισαν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ ἔφκειασαν τὰ χαρακώματά τους καὶ τάφεραν ὡς τὸ πόστο τους, ὁποῦ τοὺς εἴχαμεν τὸ μπαρούτι κρυφίως. Τότε συνάχτηκαν τ᾿ ἀσκέρια εἰς τὸ πόστο μου καὶ πιάσαμεν κουβέντα μὲ τοὺς Τούρκους φιλικὴ διὰ νὰ συναχτοῦνε πολλοὶ καὶ νὰ τοὺς κυβερνήσωμεν ὅλους ὅταν βάλωμεν φωτιὰ εἰς τὸ λαγούμι. Μπῆκαν οἱ δικοί μας εἰς τὴν λίνια· τοὺς μέρασα κάθε δέκα ἀνθρώπων μίαν μποτίλλια ρούμη· ἕνας, τὄδωσα τὴν ρούμη, δὲν τὴν ἔδωσε νὰ πιοῦνε οἱ συντρόφοι του, ὁποὖταν μάγκατζης, τὴν ἔπγε μόνος του ὅλη καὶ μέθυσε. Ἀφοῦ ἑτοιμαστήκαμεν, καὶ οἱ Τοῦρκοι γιόμωσε ὁ τόπος, καὶ τότε θὰ τοὺς ἀφανίζαμεν βαίνοντας τὴν φωτιὰ– τὸ λαγούμι τοῦ κάνουν τρύπες νὰ ξεθυμαίνη. Ἡ κακὴ τύχη ῾σ ἐκείνη τὴν τρύπα εἶχε χυθῆ μπαρούτι. Πηγαίνοντας ἡ φωτιὰ ἐκεῖ, πῆρε φωτιὰ ἐκεῖνο τὸ μπαρούτι. Ἐμεῖς δὲν ξέραμεν ἀπὸ λαγούμια· ἐλέγαμεν ὅτι αὐτείνη ἡ φωτιὰ εἶναι τὸ λαγούμι. Ἐκεῖνος ὁ μεθυσμένος τράβησε τὸ μαχαίρι κ᾿ ἔβαλε τῆς φωνές. Οἱ Τοῦρκοι πῆραν χαμπέρι. Ἐμεῖς κινηθήκαμεν ἄταχτα· οἱ Τοῦρκοι τραβήχτηκαν ἀπὸ ῾κεῖ. Τότε ὠρμήσαμεν ἀπάνου τους καὶ κόντεψε νὰ πάθωμεν ἐμεῖς ἐκεῖνο ὁποῦ θὰ κάναμεν τῶν Τούρκων. Ἔκαμε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε φωτιὰ πρὶν νὰ ζυγώσουμεν καὶ σήκωσε εἰς τὸν ἀγέρα λιθάρια ριζιμιά. Καὶ δὲν βλάφτη κανένας ἀπὸ ῾μάς, οὔτε οἱ Τοῦρκοι. Τότε μας ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τὰ μαχαίρια καὶ μᾶς ἔβαλαν ὀμπρός. Κι᾿ ἄρχισαν τὰ λιανοντούφεκα βροχὴ τῶν Τούρκων καὶ οἱ μπόμπες καὶ τὰ κανόνια καὶ οἱ γρανέτες. Λαβώθηκαν κάμποσοι ἀπὸ ῾μάς καὶ μοῦ σκοτώθη κ᾿ ἒν᾿ Ἀθηνιωτόπουλο, νοικοκυρόπουλο, Νέστορα Κοπίδη τόλεγαν, ὁ σύντροφος τοῦ μπαγιραχτάρη μου, πολὺ γενναῖος. Τότε τάχαμεν κακά· μας φέραν οἱ Τοῦρκοι ὡς ἀπόξω καὶ μποροῦσαν νὰ μᾶς βάλουν καὶ μέσα εἰς τὸ κάστρο. Τότε μὲ φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ παίρνω ἕνα δαβλὶ μὲ φωτιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ φωνάζω· «Βάλτε φωτιὰ εἰς τὸ τρανὸ λαγούμι, τώρα ὁποῦ ζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι, νὰ τοὺς ἀφανίσουμεν!» Ἀκοῦνε οἱ Τοῦρκοι, βλέπουν καὶ τὴν φωτιά, τζακίζουν ὀπίσου καὶ τοὺς παίρνουν εἰς τὸ κοντὸ οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες· καὶ τρῶνε ἕνα σπαθὶ καλό. Τοὺς χαλάσαμεν πίσου τὰ χαρακώματα τους· τοὺς πήραμεν τόσα κεφάλια καὶ λάφυρα πλῆθος, ντουφέκια, σπαθιά, καπότες. Οὔτε ἄλλο λαγούμι εἴχαμεν, οὔτε φωτιὰ ν᾿ ἀνάψη. Ἀπὸ τότε μάθαν πολλὴ γνώση οἱ Τούρκοι· οὔτε μας βρίζαν, οὔτε μας πλησιάζαν. Τοὺς πήραμεν τὸν ἀγέρα τους. Πέντε δέκα βγαίναν οἱ Ἕλληνες, τοὺς ἀφάνιζαν. Εἶχα ἕνα παληκάρι, Χατζὴ Μελέτη τὸ λένε, Ἀθηναίος· ὅποτε ἔβγαινε ἔξω, ἢ ἕνα κεφάλι ἢ δυὸ θάφερνε μέσα εἰς τὸ πόστο· γενναῖον καὶ τίμιον παληκάρι. Μᾶς φέρναν οἱ Τοῦρκοι ἕνα λαγούμι ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο καὶ τοῦ τάξαμεν δέκα χιλιάδες γρόσια καὶ τὸν κρεμάσαμεν μόνον τοῦ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ εἶδε αὐτὸ τὸ λαγούμι· καὶ γλύτωσε τὸ κάστρο. (Τὸ ξεθυμάναμεν ἀπὸ πάνου). Καὶ κιντύνεψε νὰ σωθῆ, ὁποῦ τὸν πλάκωσαν τόση Τουρκιά. Καὶ τοῦ δώσαμεν δέκα παράδες.2<br />
Ὅταν μέρασα τὸ ρούμι τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ κάμωμεν τὸ γιρούσι διὰ τὸ λαγούμι, ἦταν ἐκεῖ κ᾿ ἕνας ἀξιωματικός του Γκούρα, ἀγαπημένος του· καὶ τὸν καζάντησε τόσα χρήματα αὐτόν, τὸν λένε Γιάννη Μπαλωμένον – ὁ τρισκατάρατος τὸν ἔχει μπαλωμένον καὶ βουλλωμένον, τὸν ἀναθεματισμένον τῆς πατρίδας. Αὐτὸς ὁ ἄτιμος μὲ καμπόσους συντρόφους του, ὅταν εἴχαμεν τὸν πόλεμο καὶ πετζοκοβόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους, πῆρε τοὺς συντρόφους του καὶ φύγαν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη· καὶ πολεμοῦσαν μὲ τῆς ἄτιμες γυναίκες· κι᾿ ἄφησαν τὸ πόστο τοὺς ἐμπροστὰ εἰς τὸ μάτι τῶν Τούρκων, παραπάνου ἀπὸ τὸ δικό μου πόστο, ἄδειον. Καὶ τότε ὁ δυστυχὴς Γκούρας –(ἤμουν πολὺ ῾γγιμένος μ᾿ αὐτὸν ἐξ αἰτίας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δολεροὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ τὸν τρογύριζαν, αὐτεῖνοι κ᾿ ἡ συντροφιά του ἢ Ἀθηναίικη, καὶ τὸν συβούλευαν μπερμπάντικα· καὶ τὸν ἀφάνισαν τὸν γενναῖον ἀγωνιστή· κ᾿ ἐξ αἰτίας ἀπὸ αὐτὰ δὲν τόκρενα)– καὶ τότε ἦρθε εἰς τὸ πόστο μου λυπημένος καὶ κάηκε ἡ ψυχή μου ὁποῦ τὸν εἶδα τοιούτως. Μοῦ παραπονεύτη πολύ. Τοῦ εἶπα: «Ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν σήμερον κι᾿ ὀμπρὸς νὰ μὲ γνωρίζης καθὼς ἤμαστε καὶ πρῶτα καὶ καλύτερα. Ἐγὼ ἀγωνίζομαι, τοῦ λέγω, νύχτα καὶ ἡμέρα, καθὼς βλέπεις. Κι᾿ ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, εἶμαι ἀδελφός σου· τελειώνοντας ὁ πόλεμος αὐτός, δὲν θέλω τὴν φιλίαν σου. (Μ᾿ εἶχε καὶ στεφανωμένον). – Μοῦ λέγει, ἐγὼ σ᾿ ἔχω ἀδελφὸν τόσα χρόνια, σ᾿ ἔκαμα καὶ συγγενή· διατὶ δὲν θέλεις τὴν φιλίαν μου; – διατί, τοῦ λέγω, σοῦ εἶπα, ὅταν ἤρθαμεν εἰς τὴν Ἀθήνα, μὴν τηράξης νὰ πλουτήνης, ὅτι θὰ διατιμηθῆς καὶ ἡ Ἀθήνα θὰ κιντυνέψη ἐξ αἰτίας σου. Ὅτι δὲν εἶσαι μικρὸς ἄνθρωπος νὰ τὴν βλάψης ὀλίγον. Τί τὸ θέλω τώρα; Πλούτηνες καὶ ρήμαξες καὶ τὴν Ἀθήνα γυμνώνοντας. Αὐτεῖνοι οἱ ἄτιμοι ὁποὖχες μαζί σου, τὸν Ἄγουστον κολλήσαμεν εἰς τὸ φρούριον, καὶ τὸν ἴδιον μήνα γύρευαν νὰ σ᾿ ἀφήσουνε νὰ φύγουν, καθὼς τοὺς εἶδες. Ἐμεῖς σκοτωνόμαστε μὲ τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὁ Μπαλωμένος κι᾿ ἄλλοι σηκώθηκαν καὶ φύγαν. Καὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους σ᾿ ἔβαλαν καὶ πιάστης ὀχτρός, ὅτι τοὺς γύμνωσαν. Αὐτεῖνοι εἶναι ἄναντροι, χασάπικα σκυλιά. Τί τὰ θέλεις τὰ πλούτη, ὁποῦ τάκαμες καὶ γιόμωσες τόσους τενεκέδες καὶ τοὺς ἔχωσες; Δὲν πλέρωνες ἀνθρώπους νάχης διὰ τὸ κεφάλι σου, κ᾿ ἐσὺ νὰ δοξαστῆς καὶ τὴν πατρίδα νὰ τὴν ὠφελήσης; Ὄχι ῾σ ἕνα μήνα νὰ σὲ βιάζουν νὰ φύγουν. Σοῦ βάλαν ὑποψίες οἱ ἀπατεῶνες ὅτι θὰ σὲ σκοτώσω μ᾿ ἀπιστιὰ ἐξ αἰτίας τοῦ Δυσσέα, ὁποῦ τὸν σκότωσες. Ἀδελφέ, δὲν ἔπρεπε νὰ γένη αὐτὸ εἰς τὸν εὐεργέτη σου καὶ ναρθῆ ἀπὸ σένα. Τώρα ἔγινε. Θυμήσου πόσα σου εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη· ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ᾿ ἄκουσες, δὲν τόκαμες· ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι᾿ ἀπὸ τὰ καλὰ τοῦ ἔργα.<br />
Δάκρυσαν τὰ μάτια τοῦ τοῦ καϊμένου· τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του διὰ τὸ κάμωμα ὁποὔκαμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: «Ἂν ζήσω κ᾿ ἔβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρη ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, – καταγίνομαι νὰ φκειάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σκολειὰ κι᾿ ἄλλα καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θ᾿ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. – Νὰ ζήσης νὰ τὰ χαρῆς, ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὅποιος σ᾿ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἐγὼ δὲν θέλω ἀπὸ μέρος μου τίποτας. Κι᾿ ἂν μ᾿ ἀκούσης κ᾿ ἐμένα εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι μου κόβη τὸ κεφάλι μου νὰ σοῦ λέγω, εἴμαστε ἀδελφοὶ καὶ φίλοι καθὼς ἤμαστε· εἰδέ, τηράγει καθένας τὴν δουλειά του. Καὶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς φίλους ὁποὔχεις φιλίαν δὲν θέλω, ὅτι τοὺς γνωρίζω ἐγὼ τί ἔκαμαν ῾σ ἐσένα καὶ εἰς τὴν πατρίδα. Κ᾿ ἐδῶ μέσα ὁποῦ τοὺς ἔχεις δημογεροντία – ὄξω σου σκάβουν τὸ λαγούμι σου μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ψεῦτες. – Τὰ ξέρω ὅλα, μοῦ εἶπε, πὼς μ᾿ ἔχουν ὅλοι αὐτεῖνοι τυλιμένον. Ὅμως δὲν εἶναι περίσταση τώρα». Φιληθήκαμεν κι᾿ ὁρκιστήκαμεν νὰ εἴμαστε εἰς τὸ ἑξῆς καλύτερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.<br />
Ἀφοῦ μείναμεν σύνφωνοι, τόμαθαν ἡ γυναίκα του, οἱ συγγενεῖς του, ἐχάρηκαν. Πῆγα κ᾿ ἐγὼ τοὺς εἶδα εἰς τὸν ναόν. Μείναμεν σύνφωνοι τὸ βράδυ ναρθοῦνε μὲ τὸν Παπακώστα καὶ τὸν Κατζικογιάννη νὰ φάμεν εἰς τὸ πόστο μου ψωμί· ὅτ᾿ ἔχω ταζέτικον κρέας κι᾿ ἄλλα. Ἦταν λυπημένος ὁ καϊμένος ὁ Κατζικογιάννης. Τοῦ σκοτώθηκαν τόσοι συγγενεῖς του κ᾿ ἕνας ἀνιψιὸς τοῦ τότε. Ἦταν καλὸς πατριώτης ὁ Κατζικοστάθης, ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Κι᾿ ἀφανίστηκαν εἰς τὸ κάστρο ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ συγγενεῖς του. Ἀφοῦ ἑτοιμάζαμεν τὸ φαγί, μιλοῦνε τοῦ Γκούρα ὅλοι του οἱ συντρόφοι θὰ φύγουν, καθὼς ἔφυγε ὁ Μπαλωμένος. Τότε ὁ δυστυχὴς ὁ Γκούρας φαρμακώθη. Τοῦ λέγω: «Μὴν πικραίνεσαι. Πὲς τοὺς μίαν προθεσμίαν διὰ ὀχτὼ ἡμέρες καὶ νὰ γράψωμεν αὐτὰ εἰς τὴν Διοίκησιν νὰ στείλη νέους ἀνθρώπους· κι᾿ αὐτὲς τῆς ῾μέρες ὁποῦ θὰ μείνουν νὰ μᾶς βοηθήσουνε νὰ φκειάσωμεν τὰ λαγούμια γύρα τὸν Σερπετζὲ καὶ σὲ ὅλες της πόρτες τοῦ κάστρου κι᾿ οὖθεν κάνει ἀνάγκη. Καὶ δουλεύομεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ φκειάνομεν παντοῦ τὰ λαγούμια κ᾿ ἑτοιμάζομεν ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ὅτι θέλουν πολλὴ δουλειά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ βαστήξουμεν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ συνχρόνως γράφομεν καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ μᾶς στείλη νέα φρουρά. Καὶ νὰ εἰποῦμεν αὐτεινῶν ὁποῦ θέλουν νὰ φύγουν νὰ φκειάσουνε καὶ μίαν ἀναφορὰ νὰ τὴν στείλωμεν εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ σὲ ὀχτὼ ἡμέρες μας ἔρχεται ἀπάντηση, ἢ στείλη ἡ Κυβέρνηση ἀνθρώπους νέους ἢ ὄχι· τότε αὐτεῖνοι ἂς φύγουν. Ἂν ἔρθουν νέοι ἄνθρωποι, τὰ λαγούμια δὲν μᾶς χρειάζονται· εἰδὲ καὶ δὲν μᾶς ἔρθουν, θὰ μείνουμεν πολλὰ ὀλίγοι καὶ θὰ περγιοριστοῦμεν ἀπὸ μέσα τὸ Σερπετζέ. Κι᾿ ὅταν ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν μποροῦμεν ν᾿ ἀνθέξωμεν, βάνομεν φωτιὰ καὶ τὸν Σερπετζὲ στέλνομεν εἰς τὸν ἀγέρα καὶ τοὺς Τούρκους ὁποῦ θανάναι ἐκεῖ. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ὡς μέσα εἰς τὸν ναόν· κ᾿ ἐκεῖ κάνομεν γενικὸν λαγούμι καὶ πάμεν ῾στὸν ἀγέρα κ᾿ ἐμεῖς καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ ὁ ναός. Ὅτι ἂν δὲν μᾶς στείλη ἀνθρώπους νέους ἡ Κυβέρνηση – δὲν θελήσουνε ναρθοῦνε – θ᾿ ἀφήσουμε ἀπολέμητο τὸ κάστρο νὰ φύγωμεν μ᾿ ἐνάμισυ μήνα πόλεμον; Καὶ ποὺ θὰ ζήσουμεν ἀπὸ τὴ ντροπὴ τοῦ κόσμου καὶ καταξοχὴ ἐσύ, ὁποὔλεγες ὅλων τῶν ξένων περιηγητῶν καὶ ντόπιων ὅτι μπορεῖς νὰ πολεμήσης εἰς τὸ κάστρο δυὸ καὶ τρία χρόνια;». Τοῦ ἄρεσε ἡ παρατήρησή μου καὶ μιλήσαμεν τῶν ἀνθρώπωνέ του αὐτὰ ὅλα· καὶ νὰ δουλέψωμεν ὅλοι νὰ φκειάσουμεν τὰ λαγούμια.<br />
Καὶ τοιούτως φκειάσαμεν τὰ γράμματα διὰ τὴν Κυβέρνησιν καὶ προσμέναμεν τὸ φεγγάρι νὰ βασιλέψη νὰ βγάλω τὸν πεζοδρόμον διὰ τὴν Κυβέρνησιν (ὅτι ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ πόστο μου). Λυπημένος ὁ δυστυχὴς Γκούρας διὰ τοὺς ἀχάριστους συντρόφους του, ὁποῦ ἔγιναν φιλόζωοι εἰς τὸν κίντυνον τῆς πατρίδος κι᾿ ἀνώτερού τους. Καὶ εἰς τ᾿ ἀγαθὰ αὐτεινοῦ τοῦ κάστρου ἦταν γενναῖοι κι᾿ ἀτρόμητοι. Καὶ τρώγαν τοὺς δυστυχεῖς Ἀθηναίους. Ἀφοῦ εἶδα τὴν λύπη του, μίλησα καμποσουνῶν σημαντικῶν Ἀθηναίων καὶ πῆγαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Μὴν πικραίνεσαι ὅτι θέλουν νὰ φύγουν αὐτεῖνοι. Αὐτὸ τὸ κάστρο τὸ φυλάμεν ἐμεῖς, ὁποῦ τὸ κυργέψαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τώρα δὲν τοὺς τὸ δίνομεν, ἂν δὲν μᾶς πεθάνουν».<br />
Τότε ἔκατζε ὁ Γκούρας καὶ οἱ ἄλλοι καὶ φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ᾿ ἐγλεντήσαμεν. Μὲ περικάλεσε ὁ Γκούρας κι᾿ ὁ Παπακώστας νὰ τραγουδήσω· ὅτ᾿ εἴχαμεν τόσον καιρὸν ὁποῦ δὲν εἴχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, ὁποῦ μας ἔβαλαν οἱ ῾διοτελεῖς καὶ γγιχτήκαμεν διὰ νὰ κάνουν τοὺς κακούς τους σκοπούς. Τραγουδοῦσα καλά. Τότε λέγω ἕνα τραγούδι·<br />
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψε, <br />
Ἕλληνά μου, βασίλεψε <br />
καὶ τὸ Φεγγάρι ἐχάθη <br />
κι᾿ ὁ καθαρὸς Αὐγερινὸς <br />
ποὺ πάει κοντὰ τὴν Πούλια, <br />
τὰ τέσσερα κουβέντιαζαν <br />
καὶ κρυφοκουβεντιάζουν. <br />
Γυρίζει ὁ Ἥλιος καὶ τοὺς λέει, <br />
γυρίζει καὶ τοὺς κρένει· <br />
«Ἐψὲς ὁποῦ βασίλεψα <br />
πίσου ἀπὸ μία ραχούλα, <br />
ἄκ᾿σα γυναίκεια κλάματα <br />
κι᾿ ἀντρῶν τὰ μυργιολόγια <br />
γι᾿ αὐτὰ τὰ ῾ρωικά κορμιὰ <br />
῾στὸν κάμπο ξαπλωμένα, <br />
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα τὸ πολὺ <br />
εἶν᾿ ὅλα βουτημένα. <br />
Γιὰ τὴν πατρίδα πήγανε <br />
῾στὸν Ἅδη, τὰ καϊμένα.<br />
Ὁ μαῦρος ὁ Γκούρας ἀναστέναξε καὶ μοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Μακρυγιάννη, σὲ καλὸ νὰ τὸ κάμῃ ὁ Θεός, ἄλλη φορὰ δὲν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αὐτὸ τὸ τραγούδι σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγῇ. – Εἶχα κέφι, τοῦ εἶπα, ὁποῦ δὲν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ὅτι εἰς ταρδιὰ πάντοτες γλεντούσαμεν.<br />
Ἄρχισε ὁ πόλεμος κι᾿ ἄναψε ὁ ντουφεκισμὸς πολύ. Πῆρα τοὺς ἀνθρώπους μου, πῆγα ἐκεῖ, καθὼς ἤμουν διορισμένος· καὶ στάθηκα καμπόσο καὶ πολεμήσαμεν. Ἤφερα ἀπόξω γύρα τὰ πόστα. Πῆγα εἰς τὸ κονάκι μου ὅ,τι ἔπαιρνε νὰ βασιλέψη τὸ φεγγάρι, νὰ βγάλω τὸν πεζὸ διὰ τὴν Κυβέρνησιν. Ἔρχονται μοῦ λένε· «Τρέξε, σκοτώθη ὁ Γκούρας εἰς τὸ πόστο του. Ἔρριξε ἀναντίον τῶν Τούρκων· ἀπάνου εἰς τὴν φωτιὰ τὸν βάρεσαν εἰς τὸν ἀμήλιγγα καὶ δὲν μίλησε τελείως᾿. Πῆγα, τὸν πήραμεν εἰς τὸ νῶμο καὶ τὸν βάλαμε ῾σ ἕνα μπουντρούμι. Τὸν συγύρισε ἡ φαμελιά του καὶ τὸν χώσαμεν.<br />
Τότε συναχτήκαμεν ὅλοι κ᾿ ἔβαλα μίαν ὁμιλία εἰς τοὺς ἀχάριστους τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς εἶπα ἐξ αἰτίας τους ἐσκοτώθη, ὅτι ἄφησαν τὰ πόστα τους, καὶ πῆγε μόνος του· «καὶ τὸν βιάζετε κάθε στιμὴ νὰ φύγετε». Διόρισαν μίαν ἐπιτροπὴ οἱ πολιορκημένοι τὴν γυναίκα του, τὸν Παπακώστα, τὸν Κατζικογιάννη, τὸν Ὀμορφόπουλο κ᾿ ἐμένα νὰ φυλάξωμεν τὴν τάξη ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ στείλῃ νέους ἀνθρώπους. Τῆς γράψαμεν τὸν σκοτωμὸν τοῦ Γκούρα καὶ στείλαμεν καὶ τ᾿ ἄλλα γράμματα. Ὁ Γκούρας σκοτώθη τὸν Ὀκτώβριον μπαίνοντας εἰς τὴν ἀπάνου πόρτα, ἀπόξω τὸ κάστρο.<br />
Χριστιανὸς καλὸς ἦρθε καὶ μᾶς εἶπε κρυφίως ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ κινηθοῦν μία μεγάλη δύναμη ἀναντίον εἰς τὸ πόστο μου καὶ θὰ πιάσουνε καὶ τῆς καμάρες ἀπὸ κάτου τὸ Σερπετζέ, ὁποὖναι εἰς τὸ πόστο μου...3 καὶ νὰ μποῦνε εἰς τὸ κάστρο. Ὅτι ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἶναι καὶ τὰ στόματα τῶν λαγουμιῶν τῶν Τούρκων καὶ τὰ δικά μας. Εἴχαμεν κ᾿ ἐμεῖς ἕνα λαγούμι ἕτοιμο ἀναντίον τους καὶ δὲν τοὔχαμεν βαλμένο τὸ μπαρούτι μέσα. Τότε, ἀφοῦ μάθαμεν τὸ κίνημα τῶν Τούρκων, βιάσαμεν τὸν Λαγουμιτζῆ νὰ πάγῃ νὰ τὸ δέσῃ, νὰ βάλῃ τὸ μπαρούτι. Ὁ Λαγουμιτζῆς μοῦ λέγει: «Τὸ λαγούμι εἶναι ἀπὸ κάτου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ βροντήσω, ὅταν θὰ τὸ δέσω, καὶ θὰ μ᾿ ἀκούσουνε οἱ Τοῦρκοι καὶ κιντυνεύω. Ἂν μὲ φυλᾶς, μοῦ λέγει, μπαίνω· ἀλλοιῶς δὲν μπαίνω, ὅτι κιντυνεύω. – Ἔμπα κᾶμε τὴν δουλειάν σου κ᾿ ἐγὼ σὲ φυλάγω. Κι᾿ ἂν πεθάνω, τότε παθαίνεις ἐσύ». Μπῆκε ὁ Λαγουμιτζὴς μέσα. Ἐγὼ ἤμουν ἄγυπνος τόσες βραδειές· νύχτα καὶ ἡμέρα δουλεύαμεν καὶ φκειάναμεν κάτι χαντάκια· κ᾿ ἔφκειανα καὶ τὴ ντάπια μου. Ἀποκοιμήθηκα. Οἱ Τοῦρκοι ἀκούγοντας τὸν χτύπον τοῦ Λαγουμιτζῆ, συνάζονται πλῆθος καὶ κάνουν γιρούσι καὶ μπαίνουν εἰς τὴν ντάπια μου τὴν ὄξω (ὅτι τὴν εἶχα μερασμένη σὲ δυὸ καὶ εἶχα μίαν καμάρα ὁποῦ διάβαινα. Τότε οἱ ἄνθρωποί μου ἀνακατώθηκαν μὲ τοὺς Τούρκους. Σηκώνομαι ἄξαφνα ἐκεῖ ὁποῦ ἤμουν γερμένος, κόλλησα εἰς τὴ ντάπια. Μὲ ντουφέκισαν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ντουφέκισα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸν σωρό. Μοῦ δίνουν ἕνα ντουφέκι καὶ μὲ πληγώνουν εἰς τὸν λαιμόν. Τότε κάνω τὸ ποδάρι μου νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὴ ντάπια, ἔπεσα. Ὁ τόπος ἦταν στενός· οἱ ἄνθρωποι τζακίστηκαν ἀπὸ τὴν ὄξω ντάπια. Πατοῦσαν ἀπάνου μου καὶ διάβαιναν καί, στενὸς ὁ τόπος, μ᾿ ἀφάνισαν. Ἔβλεπαν καὶ τὰ αἵματα, ἔλπιζαν ὅτ᾿ εἶμαι σκοτωμένος. Ἀφοῦ πέρασαν ὅλοι καὶ μείναν ὀλίγοι κ᾿ ἔμπαιναν κι᾿ αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ κάστρο, τότε θἄμπαιναν καὶ οἱ Τοῦρκοι συνχρόνως μ᾿ αὐτούς. Ὁ Κατζικοστάθης ἦταν ἀπὸ μέσα· ἄφησε τὸ πόστο του κ᾿ ἔφυγε καὶ πῆγε εἰς τὴν πόρτα τοῦ κάστρου ἀπὸ μέσα εἰς τὸν θόλον· καὶ τοὺς Τούρκους δὲν τοὺς πολεμοῦσε κανένας. Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος καὶ βαστῶ καμμιὰ δεκαριὰ ἔξω μὲ τὸ μαχαίρι· δὲν τοὺς ἄφινα νὰ μποῦνε μέσα. Καὶ τράβησα τὴν πόρτα ὁποὔχαμεν ἀνοιχτῆ καὶ πιάσαμεν τὸν πόλεμον καὶ πολεμούσαμεν μὲ τῆς πιστιόλες. Μήτε οἱ Τοῦρκοι μποροῦσαν νὰ ρίξουνε ντουφέκι, μήτε ἐμεῖς· καὶ πολεμούσαμεν περίτου ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἐκεῖ. ῾Ὠρμησαν οἱ Τοῦρκοι μὲ ξαναπλήγωσαν εἰς τὸ κεφάλι, εἰς τὴν κορφή. Γιόμωσε τὸ σῶμα μου αἷμα. Γυρεύουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ πάρουν νὰ μποῦμεν μέσα· τότε τοὺς λέγω: «Ἀδελφοί, καὶ μέσα νὰ μποῦμε κι᾿ ὄξω νὰ μείνωμεν χαμένοι εἴμαστε, ἂν δὲν βαστήξωμεν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ λευτερώσουμεν τὸν Λαγουμιτζῆ. (Ὅτι τὰ στόματα τῶν λαγουμιῶν καὶ τὸν Λαγουμιτζῆ τὸν εἶχαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν διάκρισίν τους). Τοὺς λέγω, ἂν δὲν βαστήσουμεν καὶ μᾶς πάρουν τὸν Λαγουμιτζῆ, τὸ κάστρο εἶναι χαμένο κ᾿ ἐμεῖς μαζί. Ὅμως νὰ βαστήξωμεν». Τότε οἱ γενναῖοι Ἕλληνες βάστησαν σὰν λιοντάρια. Μᾶς ἦρθε κ᾿ ἕνα γενναῖον παληκάρι τοῦ Κατζικογιάννη, Νταλαμάγκα τὸν ἔλεγαν, κι᾿ ὁ Ἀράπης του κι᾿ ἄλλοι καμμία δεκαριὰ δικοί μου καὶ πιάσαμεν τὸν πόλεμον καὶ πολεμούσαμεν. Παίρνοντας τὸ δειλινό, μέρασα φυσέκια τῶν ἀνθρώπων· ἦρθαν κι᾿ ἄλλοι ἀκόμα συντρόφοι. Ἦρθαν καὶ Τοῦρκοι νέον μιντάτι· μᾶς ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμή, μπῆκαν εἰς τῆς καμάρες, τῆς κυργέψαν ὅλες κι᾿ ἄνοιξαν μασγάλια καὶ ντουφεκιοῦσαν μέσα εἰς τὸ κάστρο. Ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμὴ νὰ μᾶς πάρουν καὶ τὴ ντάπια μας. Ἐκεῖ σκότωσαν τὸν Νταλαμάγκα κι᾿ ἄλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ᾿ ἐγὼ πίσου εἰς τὸ κεφάλι πολὺ κακά· μπῆκε τοῦ φεσιοῦ τὸ μπάλωμα εἰς τὰ κόκκαλα, εἰς τὴν πέτζα τοῦ μυαλοῦ. Ἔπεσα κάτου πεθαμένος. Μὲ τράβησαν οἱ ἄνθρωποι μέσα· τότε ἔνοιωσα. Τοὺς εἴπα· «Ἀφῆτε με νὰ μὲ τελειώσουνε ἐδῶ, νὰ μὴν ἰδῶ τοὺς Τούρκους ζωντανὸς νὰ μοῦ πατήσουνε τὸ πόστο μου». Τότε οἱ καϊμένοι οἱ Ἕλληνες μὲ λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴ ντάπια μας καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλους εἰς τῆς καμάρες· καὶ ντουφεκοῦσαν εἰς τὸ κάστρο. Τότε βῆκε ὁ Λαγουμιτζῆς καὶ ἦρθε ῾σ ἐμᾶς· μὲ ηὖρε ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν. Μοῦ εἶπε νὰ μείνῃ αὐτὸς ἐκεῖ, νὰ κολλήσω ἐγὼ εἰς τὸ κάστρο νὰ μὲ δέσῃ ὁ γιατρός. Τοῦ εἶπα: «Σύρε μέσα. Ἂν πεθάνω ἐγώ, τὸ κάστρο δὲν χάνεται· ἂν πεθάνῃς ἐσύ, χάνεται». Κόλλησαν ἀπὸ πάνου τὸν Σερπετζὲ οἱ ἐδικοί μας καὶ ρίξαν παλιόσκουτα ἀναμμένα καὶ χορτάρια εἰς τῆς καμάρες. Μπούκωσε ὁ καπνὸς τοὺς Τούρκους· βαστοῦσε κι᾿ ὅλο τὸ στράτεμα τὰ ντουφέκια τους ἕτοιμα. Κοντὰ τὸ βράδυ ἔκαμαν νὰ φύγουν, ἔρριξαν οἱ δικοί μας εἰς τὸν σωρὸ καὶ σκοτώθηκαν ἀρκετοὶ Τοῦρκοι.<br />
Τέτοιος πόλεμος καὶ σκοτωμὸς ἀπὸ τεμᾶς δὲν ἔγινε ἄλλη μέρα. Σκοτώθηκαν ἀπὸ ῾μᾶς καὶ πολλοὶ ἀξιωματικοὶ κι᾿ ὁ καλὸς πατριώτης Νεροῦτζος Μετζέλος. Τὰ κανόνια καὶ οἱ μπόμπες καὶ οἱ γρανέτες καὶ τὰ λιανοντούφεκα βροχή. Τὴν αὐγὴ πιάστη ὁ πόλεμος, τελείωσε τὸ βράδυ. Μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο. Δὲν ἤθελε νὰ μὲ ῾πιχειριστῇ ὁ Κούρταλης ὁ γιατρός, ὅτ᾿ ἤμουν βαριὰ καὶ στράγγιξε καὶ τὸ αἷμα μου ὅλο. Τότε τὄδωσαν ἐνγράφως ὅσοι ἦταν μέσα εἰς τὸ κάστρο ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν ὑποψίαν (ὅτι φοβῶνταν νὰ μὴν πεθάνω καὶ τοῦ εἰποῦν ὅτι μὲ φόνεψε αὐτός). Τότε μὲ ῾πιχειρίστη· καὶ κιντύνεψα νὰ πεθάνω ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τὸ πάτημα ὁποῦ μὄκαναν εἰς τὸ σῶμα μου, ῾στὴν μέση μου.4<br />
Ὁ πόλεμος ἔγινε τὸν Ὀκτώβριον μήνα, ἕξι ἡμέρες ὑστερνότερα ὁποῦ χάθη ὁ Γκούρας. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ πόλεμος αὐτός, ἔστειλαν εἰς τὴν Διοίκησιν οἱ πολιορκημένοι καὶ εἰς τὸν Καραϊσκάκη, ὁποὖταν ἀρχηγὸς ἔξω, κ᾿ ἔστειλε τὸν Κριτζώτη καὶ Μαμούρη μέσα εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἀνθρώπους. Τότε ὁ Μαμούρης γύρευε νὰ φρουραρχέψη – ἂν λευτερωθῇ τὸ κάστρο, νἄχῃ τοὺς Ἀθηναίους σκλάβους πάλε. Κι᾿ ὁ γυναικάδελφος τοῦ Μαμούρη ὁ Γιαννάκο Βλάχος, ὁποῦ τὸν εἶχαν μέλος τῆς Διοικήσεως, αὐτὲς τῆς ὁδηγίες ἔδωσε τοῦ Μαμούρη καὶ ν᾿ ἀγροικηθῇ καὶ μὲ τὸν Σταυρὴ Βλάχο, τὸν ἀδελφόν του, νὰ βάλουν αὐτὸ ῾σ ἐνέργειαν. Ἀφοῦ εἴδαμεν τὴν θέλησιν τοῦ Μαμούρη, ὅτι γυρεύει φρουραρχίαν, διὰ νὰ βυζαίνει τοὺς δυστυχεῖς Ἀθηναίους αὐτείνη ἡ «φάμπρικα ντὶ κογιόν», τότε διὰ νὰ τοὺς λευτερώσουμεν, ὅτ᾿ εἶναι κρίμα ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀγροικιῶμαι μὲ τὸν Κριτζώτη, μὲ τοῦ Λεκκαίους, μὲ τοὺς Φωκᾶδες, μὲ τὸν Ὀμορφόπουλον καὶ μ᾿ ὅσους ἀξιωματικοὺς Ἀθηναίους ἦταν εἰς τὸ κάστρο καὶ μετριώμαστε ἐμεῖς καὶ ἤμαστε ὅλοι εἴκοσι· ὅσ᾿ ἦταν μὲ τὸν Μαμούρη συντρόφοι ἦταν τέσσεροι. Τοὺς εἶπα εἰς τὰ πόστα ἀπόξω τοῦ κάστρου νὰ διορίζωμεν ἀνθρώπους κατὰ τὴν ποσότη τῶν ἀνθρώπων ὁποὔχει ὁ κάθε ἀρχηγός, νὰ φυλάγη τὸ πόστο τοῦ μ᾿ ὅσους ἀνθρώπους χρειάζεται ἡ κάθε θέση. Εἰς τὴν Κούλια τοῦ κάστρου καὶ μαγαζειά, ὁποὖναι ἡ δύναμη τοῦ κάστρου – κι᾿ ὅταν ἔχης αὐτὲς τὶς θέσες, ἔχεις τὸ κάστρο εἰς τὸ χέρι σου – ῾σ αὐτὲς τῆς δυὸ θέσες νὰ βάνη κι᾿ ὁ μικρότερος ὁ ἀρχηγὸς κι᾿ ὁ μεγάλος ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπον. (Καὶ εἰς τὴν κάθε θέση θὰ πήγαιναν ἀναλογία εἴκοσι δικοί μας καὶ τέσσεροι αὐτεινῶν). Πιάσαμεν πρωτύτερα αὐτὲς τῆς δυὸ θέσες μὲ περισσότερους δικούς μας ἀνθρώπους, ἂν γένη καμμία φιλονικία, νὰ τῆς ἔχωμεν εἰς τὸ χέρι νὰ μὴν πάθωμεν. Ἔγινε αὐτείνη ἡ μυστική μας ἕνωση ἐνγράφως. Ἀφοῦ κάμαμεν αὐτοὺς τοὺς δεσμούς, πῆρα τὸν Μαμούρη μὲ τοὺς δικούς του καὶ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ κονάκι μου νὰ φᾶνε, ὅτι ἐγὼ δὲν ἔτρωγα, ὅτ᾿ ἤμουν πληγωμένος, ἀκόμα ἀστενής. Ἀφοῦ φάγανε, τοὺς πρόβαλα αὐτό. Τοὺς ἦρθε αὐτεινῶν πικρό. Τοὺς εἴπαμε ὅτι καθείς μας ἔχει τὸ κεφάλι τοῦ μέσα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γένη ἀλλοιῶς. Νὰ γένη αὐτὸ καὶ μία ῾πιτροπή νὰ διοικάη τὸ κάστρο ὅσο νὰ λευτερωθῆ, καὶ ἡ Κυβέρνηση ἅς σας διορίση πίσου». Μὲ κάναν τρόπον δὲν θέλαν. Μοῦ μίλησαν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τραβήσω χέρι ἐγώ. Μοῦ μίλησε καὶ ἡ Γκούραινα. Τοὺς εἶπα: «Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκιον νὰ γένη· ἂν θέλετε αὐτό, καλά· εἰδὲ φεύγομεν ὅλοι ἐμεῖς καὶ καθίστε ἐσεῖς καὶ πολεμᾶτε. Κ᾿ ἔχετε τὸ κάστρον δικόν σας. Εἰδέ, φευγάτε ἐσεῖς καὶ πολεμοῦμεν ἐμεῖς». Τὸ φιλονικήσαμεν πολὺ κ᾿ ἔγινε ἐκεῖνο ὁποῦ θέλαμεν, τὸ δίκιον.5<br />
Οἱ Τοῦρκοι φέρναν ἕνα λαγούμι εἰς τὴ ντάπια τοῦ Δυσσέα καὶ προχώρεσε εἰς τὸ κάστρο ἀπὸ κάτου· κ᾿ ἐμεῖς τὸ ξεθυμάναμεν μὲ πηγάδια βαθιὰ ὁλόγυρα. Ὁ μάστορης τῶν Τούρκων ὁ λαγουμιτζὴς δὲν ἤξερε νὰ τὸ δέση καλά. Εἶχε βάλη μέσα μπαρούτι τρεῖς χιλιάδες ὀκάδες. Ἔβαλε φωτιὰ καὶ ταράχτη ὅλο τὸ κάστρο. Τὸ κακὸ τὸ δέσιμον καὶ τὸ ξεθύμασμα τὸ δικό μας – κλώτζησε ὀπίσου καὶ σκότωσε τόσους Τούρκους. Ἀπὸ ῾μάς, θέλησε ὁ Θεός, δὲν πειράχτη κανένας.<br />
Ἀπόξω μαθαίναμεν ὅτι διαλύθηκαν· τοὺς κυρίεψε ὁ Μπραΐμης κι᾿ ὁ Κιτάγιας. Αὐτὸ μαθαίναμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους· ὅτι μας κλείσαν στενά. Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὁ Μαμούρης, μᾶς ζῶσαν ὁλόγυρα τὸ κάστρο μὲ χαρακώματα κι᾿ ἀσκέρια πολλὰ μέσα ῾σ αὐτά. Τὸ κάστρο πολεμοφόδια δὲν εἶχε, οὔτε ἄλλον ζαϊρὲ ὄξω ἀπὸ κριθάρι μόνον. Χάθηκε ὁ ζαϊρὲς ἐξ αἰτίας τῆς ἀκαταστασίας τῶν ἀνόητων. Κι᾿ ἀλοιφὴ καὶ ξανθὰ δὲν εἴχαμε τελείως. Κι᾿ ὅσοι πληγώνονταν πέθαιναν οἱ περισσότεροι, ὅτι βρωμούσαν· καὶ μάλλωνε ἡ ψείρα μὲ τὸ σκουλήκι. Τὴ βρῶμα νὰ ὑπόφερνε ὁ πληγωμένος, τὴν ψείρα καὶ πόνους ἢ τὴν πείνα; Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ πέθαιναν οἱ περισσότεροι. Ἐγὼ τοὺς ἔδινα ὀλίγον ζαϊρὲ καὶ κρασὶ νὰ πλένουν τοὺς γεράδες. Κι᾿ ἀπολπίστηκαν ὅλοι.<br />
Τότε εἶπαν νὰ πάγη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς ἔξω νὰ μιλήση τὰ δεινά του κάστρου· κι᾿ ἂν δὲν ὑπάρχη Διοίκηση, νὰ μιλήση μὲ τοὺς ξένους ναυάρχους νὰ σωθοῦμεν. Αὐτὸ τὸ φιλονικοῦσαν καμπόσες ἡμέρες καὶ δὲν ἤθελε κανένας νὰ ἔβγει. Τότε ἔρχονται ὅλοι εἰς τὸ κονάκι μου καὶ μὲ περικαλοῦν νὰ ἔβγω ἐγώ. Τοὺς λέγω: «Ἐσεῖς μὲ βλέπετε σὲ τί ἄχλιαν κατάστασιν εἶμαι. Οἱ πληγές μου τρέχουν καὶ φωνάζω ὁληνύχτα καὶ ἡμέρα· καὶ ἡ μέση μου μισοτζακισμένη. Ποῦ μπορῶ νὰ σταθῶ εἰς ἄλογον;» Ντράπηκαν, ἔφυγαν, ὅτι μ᾿ ἤλεπαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ δὲν ἤμουν σὲ κατάστασιν. Πέρασαν ὀλίες ἡμέρες, ξανάρθαν αὐτεῖνοι κι᾿ ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τοὺς λυπήθηκα καὶ τὸ ἀποφάσισα – νὰ μοῦ δώσουνε πέντε καβαλλαραίους καὶ νὰ βγοῦνε ὅλοι νὰ πολεμήσουνε νὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων. Φκειάσαν τὸ ῾πιτροπικόν τους καὶ μὲ κατασταίνουν πληρεξούσιόν τους νὰ κάμω ὁμιλίαν μὲ τὴν Κυβέρνησιν, ἂν εἶναι καὶ δὲν χάλασε, ἢ μὲ τοὺς ναυάρχους ὁμιλίαν νὰ σωθοῦνε· κι᾿ ἂν ὑπάρχη ἡ Κυβέρνηση, νὰ στείλη τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ φρουρίου· καὶ σὲ δέκα πέντε ἡμέρες νὰ πιάσω τὸν Φαληρέα, νὰ τραβηχτοῦν ἐκεῖ καμπόση δύναμη τῶν Τούρκων ν᾿ ἀνασάνη τὸ κάστρο, ὅτι στενεύτηκε πολὺ τελευταῖα.<br />
Ἔφκειασαν τὸ πληρεξούσιον, μὄδωσαν καὶ τοὺς πέντε καβαλλαραίους· κάμαμε ῾σ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ κινηθοῦμεν. Κι᾿ ἀνοίξαμεν μίαν καμάρα καὶ βήκαμεν οἱ καβαλλαραῖγοι – καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάστρου νὰ μᾶς περάσουνε ἀπὸ τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων. Ἀφοῦ βήκαμεν ἔξω εἰς τὸ πόστο μου, πῆραν χαμπέρι οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς ἔβαλαν ἀπ᾿ ὁλοῦθε τὸ ντουφεκίδι καὶ κανόνια καὶ γρανέτες. Τ᾿ ἀσκέρι τὸ δικό μας τζακίζει καὶ μπαίνει πίσου εἰς τὸ κάστρο. Τότε τοὺς λέγω: «Καὶ πίσου νὰ μποῦμεν, χαμένοι εἴμαστε, ὅτι τὸ κάστρο δὲν ἔχει τ᾿ ἀναγκαῖα του, κ᾿ ἐμπρὸς νὰ πᾶμεν – ὁ Θεὸς βαίνει τὸ χέρι του καὶ ἴσως σωθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ εἶναι μέσα᾿ . Κάμαμεν τὸν σταυρό μας, κινηθήκαμεν. Τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων ἦταν πλατιὰ καὶ γιομάτα. Ρίχτη ὁ πρῶτος, ἔπεσε μέσα. Ρίχτηκα κοντὰ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι συνχρόνως, περάσαμεν· ντουφεκιστήκαμεν μὲ τοὺς Τούρκους, πήραμεν καὶ τὸν σύντροφό μας. Ριχτήκαμεν, γιομάτα τ᾿ ἄλογα, μέσα τὶς ἐλιές, ὅτι μᾶς πῆρε κοντὰ ἡ καβαλλαρία τῶν Τούρκων. Ἐγὼ ἄρρωστος, μὲ πέταξε τ᾿ ἄλογον καὶ καταφανίστηκα· τὄπιασαν οἱ ἄνθρωποι, μ᾿ ἔβαλαν ἀπάνου του· καταχτυπημένος, θύμωσε τὸ κεφάλι μου, οἱ πληγές. Πάμεν ἀπὸ τὸ Δαφνὶ νὰ περάσουμεν, ἦταν γιομάτο Τοῦρκοι. Τοὺς φεύγομεν ἀπὸ ῾κεῖ καὶ μέσα τὰ γκρεμνὰ σωθήκαμεν εἰς τὴν Ἐλεψίνα κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ πήγαμεν εἰς τὴν Αἴγινα, εἰς τὴν Διοίκησιν.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Δὲν ἐμπήκαν ῾στὸ ταχτικὸν μὲ προθυμίαν ὅσοι ἐμπήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.<br />
2. Ὕστερα τὸν παρουσίασα εἰς τὸν Ἀγουστίνο Καποδίστρια καὶ τὸν Βιάρο· «Δὲν ἔχει τὸ ταμεῖον!». Διὰ τοὺς σπιγούνους ἔχει, νὰ τοὺς πλερώνουν βαριὰ νὰ μαθαίνουν τί κάνει ὁ κάθε νοικοκύρης εἰς τὸ σπίτι του.<br />
3. Λέξεις φθαρμένες.<br />
4. Κάτι μοῦ χάλασε μέσα αὐτὸ τὸ πάτημα καὶ μὲ πάγει αἷμα ὡς σήμερα. Ὁ γιατρὸς μ᾿ ἄφησε καὶ τὰ κόκκαλα εἰς τὸ κεφάλι· ὅτι ἂν τὰ πείραζε, χάλαγε ἡ πέτζα τοῦ μυαλοῦ καὶ τότε ἔπρεπε νὰ τελειώσω.<br />
5. Ἦταν ἄτυχη γενικῶς ἡ πατρίδα καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι καὶ τὸ πῆραν οἱ Τοῦρκοι.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-65501875297848922162011-03-25T12:20:00.003-07:002011-10-25T12:24:25.465-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 8<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἐκστρατεία εἰς Τρίπολιν κατὰ τοῦ Ἰμβραΐμ. - Ὁ Μακρυγιάννης εἰς Ἀχλαδόκαμπον. - Κατάληψις τωνΜύλων υοῦ Ναυπλίου ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Κρύφιαι ἀντενέργειαι κατ᾿ αὐτοῦ. - Ὀχύρωσις τῶν Μύλων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμπλήρωσις κτιστοῦ ὀχυρώματος. - Ἐπιδιόρθωσις δύο παλαιῶν πύργων. - Ἄφιξις τοῦ Γάλλου ναυάρχου Δερινὺ εἰς Μύλους - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ. - Κρίσεις περὶ τῆς θέσεως τῶν Μύλων. - Ἄφιξις Χατζημιχάλη, Κωνστ. Μαυρομιχάλη καὶ Δημ. Ὑψηλάντη & Μύλους. - Ὁ ναύαρχος Δερινὺ παρὰ τῷ Μακρυγιάννῃ. - Λόγοι αὐτοῦ πρὸς αὐτόν. - Ἄφιξις Χατζὴ Στεφανή. - Ἔριδες τῶν εἰς Μύλους περὶ τῶν φρουρῶν. - Ὄνειρον τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐπίθεσις νυκτερινὴ τῶν Αἱγυπτίων κατὰ τῶν Μύλων. - Ἀπόκρουσις αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἄφιξις τοῦ Ἰμβραῒμ εἰς Μύλους. – Συμβούλιον τῶν εἰς Μύλους Ἑλλήνων ἀρχηγῶν. - Παρασκευαὶ πρὸς ἄμυναν. - Ἀποπομπὴ τῶν παρὰ τοὺς Μύλους πλοιαρίων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Γεῦμα καὶ συνομιλία τὸν Μακρυγιάννη μετὰ Γάλλων ἀξιωματικῶν. - Ὁ Μακρυγιάννης ἀρχόμενος τῆς μάχης. - Λυσσώδης ἐπίθεσις τοῦ ἐχθροῦ. - Ἀπόκρουσις αὐτοῦ. - Δευτέρα ἕφοδος καὶ ὑποχώρησις. - Τρίτη ἕφοδος. - Ὁ Γάλλος ναύαρχος ἐν μέσῳ τοῦ ἀγῶνος. – Ἀντεπίθεσις τῶν ἀμυνομένων. - Ἄφιξις τὸν Μῆτρον Λιακόπουλου εἰς βοήθειαν. - Τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁριστικὴ ἥττα τοῦ ἐχθροῦ. – Ἄφιξις λόχου τακτικῶν ἐν Ναυπλίου. – Μεταγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τὴν Γαλλικὴ ναυαρχίδα. - Ἡ μουσικὴ ἀνακρούουσα ἐμβατήριον. - Μεταγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Ναύπλιον. Τὰ τῆς μάχης ἀποτελέσματα. - Ἀποχώρησις τοῦ Ἰμβραΐμ. - Τιμαὶ ἀπονεμηθεῖσαι πρὸς τὸν Μακρυγιάννην.</i><br />
<hr />
Πήγαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Μαθαίνομεν ὅτι κινήθη ὁ Μπραΐμης διὰ τὴν Τροπολιτζά. Μὲ διὰ τάττει ἡ Κυβέρνηση ν᾿ ἀκολουθήσω τὸν κύριον Μεταξά, ὁποὖταν ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου, καὶ νὰ πᾶμε μαζί, ἐγὼ μὲ τὸ σῶμα μου κι᾿ ὁ ὑπουργός, νὰ πιάσουμε τὴν Τροπολιτζὰ καὶ νὰ τὴν δυναμώσουμεν. Εἶχε διοριστεῖ ὁ Ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης νὰ πολεμήση τὸν Μπραΐμη εἰς τὰ Ντερβένια καὶ πῆγαν ὅλα τὰ σώματα καὶ οἱ Πελοποννήσιοι μαζί του· καὶ κουβάλαγαν οἱ κάτοικοι καὶ ἡ Κυβέρνηση ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια νὰ πολεμήσουνε τὸν Μπραΐμη. Εὐτὺς ὁποῦ τὸν εἶδαν μπροστὰ τοὺς ἄφησαν τῆς θέσες τους καὶ πῆραν τὰ βουνά. Καὶ πέρασε ὁ Μπραΐμης εἰς τὰ Ντερβένια ἀπολέμηστος. Ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες ῾πιτηδεύεται ὁ Ἀρχηγὸς νὰ κάνη, Τούρκους δὲν ἔχει κῶλο νὰ πλησιάζη κοντά τους. Ἀφοῦ πήγαμεν μὲ τὸν ὑπουργόν, ὁποῦ τὸν ἔβαλε ἡ Κυβέρνηση νὰ προμηθεύη τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου εἰς τὸν Ἀρχηγόν, μάθαμεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον ὅτι ὁ Μπραΐμης κυρίεψε τὴν Τροπολιτζὰ κι᾿ ὁ Ἀρχηγὸς μὲ τὸ στράτεμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εἰς τὰ βουνά. Ἐκεῖ, εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον, ἦταν ἡ ἐκκλησία καὶ τὸ χάνι γιομάτα ἀλεύρια καὶ πολεμοφόδια, ἦταν κ᾿ ἕνα δυὸ χιλιάδες σφαχτὰ διὰ τὸ στράτεμα τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη. Σύναξα ζῶα καὶ μὲ τοὺς χωργιάτες τὰ ῾στειλα τ᾿ Ἀρχηγοῦ, ὅθεν τὸν εὕρουνε, νά ῾χουν ζαϊρὲ νὰ τρῶνε, νὰ μὴν τὰ πάρη ὁ Μπραΐμης καὶ τρώγη καὶ μᾶς πολεμάγη. Πῆρα ὅλες τὶς φαμελιὲς καὶ καμμιὰ τετρακοσιαριὰ σφαχτὰ καὶ μαζὶ – μὲ τὸν ὑπουργὸν Μεταξᾶ κατεβήκαμεν εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ· καὶ στείλαμεν τῆς φαμελιὲς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ν᾿ ἀσφαλιστούν· πῆγε κι᾿ ὁ ὑπουργὸς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸ σῶμα μου ἔκατζα ἐκεῖ, εἰς τοὺς Μύλους.<br />
Ὡς ὀχτρὸς τῆς συντροφιᾶς τοῦ ὑπουργοῦ κι᾿ Ἀρχηγοῦ μ᾿ ἀνακάτωσαν τοὺς συντρόφους κ᾿ ἔμεινα μ᾿ ὀλίγους. Οἱ ἄλλοι πήγανε μὲ τὸν Χατζημιχάλη κι᾿ ἄλλους καὶ τοὺς δώσαν μιστοὺς μισὲς λίρες. Ἐγώ, σᾶς λέγω μὰ τὴν πατρίδα, δὲν τῆς εἶχα ἰδῆ τῆς μισὲς λίρες ἄλλη βολά· ὅταν μοῦυ διαιρέσαν τοὺς συντρόφους καὶ τοὺς δώσαν μιστοὺς μισὲς λίρες, τότε τῆς εἶδα. Πήρανε τοὺς μιστοὺς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ γύρισαν πίσου μ᾿ ἐμένα· ὅτ᾿ εἶχαν μείνη γυμνοὶ καὶ δυστυχισμένοι καὶ πῆγαν μ᾿ αὐτοὺς ὁποὖχαν τὰ μέσα νὰ πάρουν κάνα μιστόν. Εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ ἦταν γιομάτο ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, ὁποὖχαν πάρη τὰ καράβια μας πρέζες, ὁποῦ τὰ πήγαιναν τοῦ Μπραΐμη, καὶ ἦταν ὅλα ἐκεῖ νὰ χρησιμέψουν διὰ τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Πελοπόννησος, ὁποῦ θὰ πολεμήση τοὺς Τούρκους. Κ᾿ οἱ Τοῦρκοι ἔρχονταν εἰς τοὺς Μύλους νὰ πάρουν τοὺς ζαϊρέδες τους καὶ τὰ πολεμοφόδιά τους ὀπίσου, ὁποῦ τοὺς πῆραν τὰ καράβια μας. Τότε ἔπιασα τοὺς Μύλους καὶ ἔφκειασα ταμπούρια κ᾿ ἔκλεισα τοὺς Μύλους μέσα. Τὸν τοῖχον τὸν ἔχτησα ὡς μέσα εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸν ἀσφάλισα καλὰ ὅλο μὲ μασγάλια. Ἔπιασα καὶ τὴν κούλια, ὁποῦ ῾ναι πλησίον᾿ στοὺς Μύλους, καὶ τὴν τρύπησα ἀπὸ πάνου εἰς τὸ πάτωμα καὶ εἰς τὸ κατώγι. Ἔκοψα καὶ νερὸ ἀπὸ τὸ μυλαύλακον καὶ τὸ πέρασα εἰς τὴν κούλια κάτου ἀπὸ τὴν γῆ, νά ῾χωμεν νερό, ὅτι παλαβώσαμεν ἀπὸ νερὸ εἰς τὸ Νιόκαστρον. Ἀφοῦ ἔφκειασα αὐτά, ἔφκειασα καὶ ταράτζα εἰς τὰ κεραμίδια τῆς κούλιας καὶ τὴν ἄλλη κούλια τὴν συγύρισα καλὰ νὰ δεχτῶ τὸν ἀφέντη μου τὸν Μπραΐμη, ὁποὔθελε εἰς τὸ Νιόκαστρο νὰ μὲ πάρη μαζί του. Ὅτι μ᾿ ηὖρε νηστικὸν καὶ διψασμένον καὶ μ᾿ ἔκαμε καὶ κοντόση νὰ τοῦ στέλνω τῆς Τούρκισσες. Συγυρίστηκα εἰς τοὺς Μύλους κ᾿ ἐφόδιασα τῆς κούλιες ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἀναγκαῖα, καὶ κρέας καὶ κρασὶ καὶ ρακὶ – καὶ τώρα θέλει νὰ ἰδῆ ντουφέκι Ἑλληνικόν! Εἰς τὴν Καλαμάτα ὁ Μπραΐμης ἔσμιξε μὲ τὸν Ντερνὺ τὸν ναύαρχον τῆς Γαλλίας κ᾿ ἔφαγαν εἰς τὴν φεργάδα του· κ᾿ ἕνας τράβησε τῆς στεργιᾶς κι᾿ ἄλλος τοῦ πελάου καὶ εἶπαν νὰ σμίξουν εἰς τοὺς Μύλους. Καὶ ἦρθε ὁ ναύαρχος Ντερνὺς πρωτύτερα. Πῆγα καὶ τὸ ῾καμα βίζιτα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ μπορέσω νὰ πολεμήσω τὸν Μπραΐμη. Τοῦ εἶπα: «Τέτοιες συνθῆκες δὲν ἔκαμα ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο, ὅτι δὲν εἶχα ζαϊρὲ ἐκεῖ καὶ θὰ τὸν πολεμήσουμεν ἐδῶ, νὰ εἴμαστε καὶ τὰ δυὸ μέρη χορτάτα».<br />
Δυνάμωσα τὴν θέσιν τῶν Μύλων καλὰ νὰ πολεμήσουμεν ἐκεῖ ὅσο νὰ λυώσουμε. Ὅτι ἄν μας πάρη αὐτείνη τὴν θέσιν, πάγει καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Ὅτι νερὸν δὲν εἶχε μέσα οὔτε δράμι καὶ τὰ κανόνια πεσμένα ἀπὸ τὰ λέτα. Ἦταν ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ ἐφύλιου πολέμου, ὁποῦ τὸ κρατοῦσε ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης. Ὕστερα ἐκεῖνοι ὁποῦ μπῆκαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κυβερνήσουν ἦταν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄλλους. Τέλος ἀπὸ αὐτὰ οὔτε νερὸ εἶχε μέσα, οὔτε κανόνι εἰς τὸν τόπον του· κι᾿ ἂν ἔπαιρνε τοὺς Μύλους ὁ Μπραΐμης, κεντρικὸν μέρος τῆς θάλασσας καὶ στεργιᾶς καὶ πλῆθος ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια καὶ νερὸ ποταμός, μπλοκάριζε καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ εἰς τὴν κατάστασιν ὁποὖταν κάμετε τὴν κρίση ἂν βαστοῦσε.<br />
Ἀφοῦ τὸ δυνάμωσα, σὲ δυὸ ἡμέρες ἦρθε ὁ Χατζημιχάλης μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ μου πῆρε, ἦρθε κι᾿ ὁ Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ᾿ ὀλίγους κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, ὅλους δεκαπέντε. Ἐκεῖ ὁποὔύφκειανα τῆς θέσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμον θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; – Τοῦ λέγω, εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κ᾿ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁποῦ μας προστατεύει· καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας ῾σ αὐτὲς τῆς θέσες τῆς ἀδύνατες. Κι᾿ ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ᾿ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ ῾μάς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· κι᾿ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς. – «Τρὲ μπιεν», λέγει κι᾿ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος.<br />
Τὸ δειλινὸ ἦρθε κι᾿ ὁ Χατζὴ Στεφανῆς καὶ Χατζὴ Γιώργης ὁ ἀδελφός του· ἦταν διορισμένοι ἀπὸ τὸν νέον ὑπουργὸν τοῦ Πολέμου ἀρχηγοὶ καὶ τοὺς ἔδωσαν μισὲς λίρες καὶ σύναξαν ἀνθρώπους νὰ πᾶνε εἰς τὸν πόλεμον. Κι᾿ ὅσο ἦταν ὁ Μπραΐμης εἰς τὸ Νιόκαστρο, ἔκαναν τῆς στρατολογίες τους εἰς τὰ σπίτια τῶν κατοίκων καὶ πολεμοῦσαν μὲ τῆς κόττες καὶ κρασιά. Τώρα ὁποῦ βῆκε ὁ Μπραΐμης ἔξω, τραβιῶνται κατὰ τ᾿ Ἀνάπλι· ἐκεῖ εἶναι καζίνα καὶ μπιλλιάρδα. Ρωτάγω τοὺς δυὸ ἀρχηγοὺς Στεφανὴ κι᾿ ἀδελφόν του καὶ μοῦ λένε θὰ πᾶνε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τοὺς λέγω: «Θὰ καθίσουμεν νὰ πολεμήσουμεν ἐδῶ διὰ νὰ σωθῆ τ᾿ Ἀνάπλι. – Μοῦ λένε, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε εἰς τὴν ὁδηγίαν σου νὰ μᾶς προστάζης· εἴμαστε μόνοι μας ἀρχηγοί. – Τοὺς εἶπα, τὸ γνωρίζω· αὐτὸ ὅμως σᾶς λέγω ὡς ἀξιωματικοί, ποῖον εἶναι ὁποῦ θὰ ὠφελήση τὴν πατρίδα; Νὰ στείλετε τ᾿ ἄλογά σας εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ πιάνομεν καΐκια καὶ τά ῾χομεν ἐδῶ, κι᾿ ὅταν ἔρθη ὁ ὀχτρὸς πολεμοῦμεν, κι᾿ ἂν εἶναι κίντυνος ῾σ ἐμᾶς, τότε μπαίνομεν εἰς τὰ καΐκια καὶ πάμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Κι᾿ ἂν δὲν βαστήσουμεν τούτην τὴν θέσιν, καὶ τ᾿ Ἀνάπλι εἶναι σὲ ριζικὸν κι᾿ ὅλη ἡ πατρίδα». Λέγοντάς τους πολλὰ τοιούτα, ἐμείναμεν σύνφωνοι καὶ διώξαμεν ὅλοι τ᾿ ἄλογά μας διὰ τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ μείναν μ᾿ ὀλίγους. Ὅτι ἐκείνους ὁποὖχαν εἰς τὴν ὁδηγίαν τοὺς ἦταν οἱ περισσότεροι τῶν καφφενέδων ἄνθρωποι. Τὸ βράδυ ῾γγίχτηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τὸν Ὑψηλάντη, Μαυρομιχάλη καὶ Κωσταντήμπεγη διὰ τὰ καραγούλια, τοὺς εἶπα: «Ἐγὼ ἔχω δυὸ μέρες ἐδῶ, ὁποῦ ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια ῾σ ὅλες της θέσες, κ᾿ ἐσεῖς τῆς ηὕρετε χαζίρι, καὶ τώρα νὰ μὴν κάμετε καὶ καραγούλι; – Εἴμαστε ὀλίγοι, μοῦ λένε, ἐμεῖς. – Τοὺς λέγω, ἐσεῖς ὅλοι νὰ πᾶτε μίαν φορᾶ κ᾿ ἐγὼ μόνος μου, μὲ τοὺς δικούς μου, ἄλλη μία· καὶ δὲν ῾γγίζονται ἔτζι καὶ οἱ ἄνθρωποί μου. Ὅτι μποροῦν νὰ φύγουν, δὲν τοὺς ἔχω σκλάβους». Τότε μείναμεν σύνφωνοι νὰ πάγω ἐγὼ τὸ βράδυ καραγούλι, νὰ στείλω ἀνθρώπους μου, κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ πᾶνε ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα καὶ πέρα ὅσο νὰ φέξη. Ἔστειλα ἐγὼ τὸ βράδυ· τὰ μεσάνυχτα πῆγαν ἀπὸ αὐτούς. Κάθισαν καμμιὰ ὥρα κι᾿ ἄφησαν τὸν τόπον ἄδειον καὶ ἦρθαν μέσα εἰς τοὺς Μύλους κ᾿ ἔπεσαν καὶ κοιμήθηκαν.<br />
Ἐγὼ πάντοτες εἰς τέτοιες ἐποχὲς δὲν κοιμῶμαι χωρὶς ἔγνοια. – Εἶμαι κιοτὴς καὶ πάντοτες προσέχω νὰ μὴν χαθῶ ἀδίκως· κ᾿ ἔχω κι᾿ ἄλλους εἰς τὴν ὁδηγίαν μου καὶ τοὺς χάνω κ᾿ ἐκείνους. Βλέπω εἰς τὸν ὕπνο μου κ᾿ ἔρχεται ἕνας καὶ μοῦ λέγει: «Σήκου ἀπάνου!» Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τὸν βλέπω καὶ μοῦ λέγει: «Σήκου!» Ἤμουν νοιασμένος καὶ δὲν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω ἀπὸ τὸ παλεθύρι καὶ γιόμωσε ὁ τόπος Τούρκους· καὶ τὸ περιβόλι ὅλο γιομάτο. Κ᾿ ἐμεῖς – κανεὶς νὰ εἶναι ἔξυπνος· καὶ δὲν θ᾿ ἄφιναν ρουθούνι. Καὶ θὰ μᾶς σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος ἀδύνατος, ὁποὖταν ἐκεῖ καὶ κουβαλιώνταν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὰ καΐκια. Τότε βάνω τὶς φωνές: «Τοῦρκοι! Τοῦρκοι!». Οἱ ἄλλοι ποὺ μ᾿ ἄκουσαν λέγαν: «Ὁ Μακρυγιάννης πέθανε ἀπὸ τὸν φόβον του καὶ δὲν κοιμάται· ὅλο Τούρκους νειρεύεται». Τότε εὐτὺς ἐγὼ πῆρα καμμιὰ πενηνταριὰ συντρόφους μου καὶ πᾶμε ἀπὸ τὰ τείχη τῶν Μύλων, ὁποῦ βαστοῦν τὸ νερό, καὶ ἦταν καλάμια κι᾿ ἄλλα χορτάρια καὶ δὲν φαινόμαστε, καὶ παίρνομεν τὴν πλάτη τῶν Τούρκων καὶ τοὺς δίνομεν μίαν φωτιὰ ἄξαφνα καὶ σκοτώσαμεν καμπόσους· καὶ τοὺς ριχτήκαμεν καὶ μὲ τὰ μαχαίρια· καὶ τοὺς βγάλαμεν ἀπὸ τὸ περιβόλι κι᾿ ἀπ᾿ οὖλες της θέσες ὁποὖχαν κυργέψη καὶ τῆς λάβαμεν ἐμεῖς πίσου εἰς τὴν ἐξουσίαν μας. Οἱ Τοῦρκοι μαζώχτηκαν ὅλοι καὶ πῆγαν εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος καὶ βάλαν τὰ ντουφέκια τοὺς εἰς γραμμὴν κ᾿ ἔφκειασαν ἴσκιους· καὶ κάθονταν ἐκεῖ καὶ πρόσμεναν τὸν Μπραΐμη.<br />
Σὲ καμπόσον ἦρθε κι᾿ αὐτὸς κ᾿ ἔπιασε τὸ παλιόκαστρο ὁποὖναι πανουκέφαλα, εἰς τὴν ράχη τῶν Μύλων. Στάθη αὐτὸς ἐκεῖ μὲ πέντ᾿ ἕξι κολῶνες, καὶ οἱ ἄλλοι, ἡ πεζούρα καὶ ἡ καβαλλαρία, ξάπλωσαν ὁλόγυρα· καὶ ἡ καβαλλαρία μας ἔκλεισε νὰ μᾶς πιάση ὅλους ζωντανοὺς ἐκεῖ, νὰ μὴν μείνη κανένας σπορὰ ἀπὸ ῾μάς. Τότε συναζόμαστε ὅλοι. (Μᾶς ἦρθαν καὶ δυὸ μίστικα Ψαργιανά, φέραν καὶ καμπόσους Κρητικούς). Τότε μιλήσαμεν ὁ Ὑψηλάντης νὰ πιάση τὸν μυλάκον, ὁποὖναι εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ περιβολιοῦ δυτικά, καὶ νὰ πάρη τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τοὺς Κρητικούς· καὶ τὰ μίστικα τὰ δυὸ νὰ τοῦ βαστοῦνε τὴν πλάτη εἰς τὸν μυλάκον. Εἰς τὸ ἀριστερὸν τῶν Μύλων ἦταν ἕνα μονοπατάκι κατὰ τὸ Κυβέρι, νὰ τὸ πιάση ὁ Κωσταντήμπεγης κι᾿ ὁ Χατζημιχάλης, νὰ τοῦ δώσω κι᾿ ἀνθρώπους. Τὰ τείχη τοῦ περιβολιοῦ ἀπόξω νὰ τὰ πιάσω ἐγὼ κι᾿ ὅλες ἐκεῖνες τῆς θέσες. Καὶ νά ῾χω κι᾿ ἀνθρώπους μαζί μου νὰ φέρνω γύρα ὁλοῦθεν, οὖθεν εἶναι πολλὴ δύναμη τῶν Τούρκων.<br />
Πῆρε ὁ καθεὶς τὴν θέσιν του. Ἡ κάψα τοῦ ἥλιου ἦταν δυνατή. Κάθισαν οἱ Τοῦρκοι νὰ ξεμεσημεριάσουν ὅσο νὰ δροσίση, νὰ μᾶς πολεμήσουνε. Εἶπα τῶν συντρόφωνέ μου, ἂν ἔρθη μεγάλη σφίξη τῶν Τούρκων καὶ δὲν μποροῦμεν νὰ τοὺς βαστήσουμεν ὄξω, νὰ μποῦμε ὅλοι εἰς τῆς κούλιες. Ἔκοψα καὶ χαντάκι ὁλόγυρα, ἔφκειασα κι᾿ ἀπὸ ῾να μπούρτζι μὲ πολλὲς πολεμῆστρες ἀπόξω τῆς πόρτες τῶν κούλιων. Ἄφησα κι᾿ ἀνθρώπους μέσα νὰ μὴ βάνουν κανέναν ξένο, ὅτι ἐγὼ καὶ οἱ σύντροφοί μου πεθάναμεν δυὸ μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες καὶ δουλεύοντας καὶ οἱ ἄλλοι κοιμώνταν· κι᾿ ὅταν ξυπνοῦσαν, περγελοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔλεγαν κιοτῆδες. Αὐτεῖνοι ἦταν ἀντρεῖοι καὶ παληκάρια – εἰς τοὺς καφφενέδες. Ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δὲν βδοκίμησε ὁ Μπραΐμης – εἶχα ὅρκον νὰ τοὺς ἀφήσω ὄξω νὰ τοὺς κόψη σὰν σκυλιά, νὰ μὴν γλυτώση κανένας, ὅτι οἱ τεμπέληδες δὲν ἄφιναν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ δουλέψουνε.<br />
Τότε, ἀφοῦ συγυρίστηκα καλά, εἶπα τῶν ἀνθρώπων νὰ κοιμηθοῦνε ὀλίγον ὅσο νὰ περάση τὸ μεσημέρι, νὰ μὴν μᾶς ἀκολουθήση τὸ βράδυ πόλεμος καὶ δὲν βαστάμεν ὁληνύχτα· καὶ οἱ Τοῦρκοι κοιμώνταν. Πῆγαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἡσυχάσουνε. Τότε, διὰ νὰ σκοτωθοῦμεν ὅλοι καὶ νὰ μὴν γλυτώση κανένας, ἂν τύχη κίντυνος, οὔτε ἐγώ, οὔτε αὐτεῖνοι οἱ νέοι ἀρχηγοὶ τῶν καφφενέδων, εἶπα ὅτι πρέπει νὰ διώξω καὶ τὰ καΐκια. Ὅτ᾿ εἶχε ὁ καθένας ἀπὸ τρία τέσσερα καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν θέλαν νὰ φκειάσουν ταμπούρια. Τὸ εἶχαν σκοπό, ἂν πλησιάση ὁ Μπραΐμης, νὰ μποῦνε μέσα κι᾿ ἄλλοι νὰ πᾶνε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κι᾿ ἄλλοι ῾στὰ νησιά. – Καὶ τότε μποροῦσαν νὰ φύγουν κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μου καὶ κιντύνευα κ᾿ ἐγώ. Ἀφοῦ φάγαν κ᾿ ἔπιαν κρασὶ ὅλοι αὐτεῖνοι, ἔπεσαν εἰς τὸν ὕπνο. Τότε πάγω καὶ παίρνω ἕναν ἀπὸ τὰ καΐκια καὶ τὸν βάνω σὲ μίαν φελούκα καὶ τοῦ λέγω νὰ πάγη σὲ ὅλα τὰ καΐκια νὰ τοὺς εἰπῆ κρυφίως σὲ μιὰ στιμὴ ὅλα συνχρόνως νὰ φύγουνε, νὰ μὴν μείνη κανένα· καὶ νὰ μὴν κάμουν σαματὰ καὶ νοηθοῦν, θὰ τοὺς σκοτώσω. Αὐτεῖνοι γύρευαν ἀφορμὴ – ῾σ ἕναν καιρὸν φύγαν ὅλα τὰ καΐκια καὶ πᾶνε εἰς τὴν δουλειά τους. Ὅταν ξεμάκρυναν, τὰ πῆραν χαμπέρι. Ἐγὼ ἔκανα ὅτι δὲν ξέρω καὶ κοιμώμουν. Τότε ἔρχονται μὲ ξυπνάνε· φωνάζω κ᾿ ἐγὼ καὶ λυποῦμαι τὸ κακὸν ὁποῦ πάθαμεν. Τότε τοὺς λέγω: «Οἱ ἐλπίδες μας ἦταν αὐτές· πάγει κι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε σὲ κίντυνο. Τώρα ἄλλη θαραπαγὴ δὲν εἶναι – φκειάσιμον τοῦ πόστου του ὁ καθείς. Μάλλωσαν μ᾿ ἐμένα ὅτι τοὺς παρακίνησα καὶ διώξαμεν καὶ τ᾿ ἄλογα. Σὰν τά ῾χαμεν, ἦταν ἐλπίδες νὰ φύγουν μ᾿ αὐτά. Τοὺς εἶπα ὅτι ἦταν οἱ ἐλπίδες μου ῾στὰ καΐκια κ᾿ ἔδωσα αὐτείνη τὴ γνώμη. Ἄρχισαν νὰ στοχάζωνται καὶ νὰ φκειάνη ὁ καθεὶς τὸ πόστο του, ὅτι ἐκεῖ θὰ πεθάνη. Ἔκατζα νὰ φάγω ψωμί. Ἦρθαν τέσσεροι ἀξιωματικοὶ Γάλλοι μ᾿ ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν φεργάδα νὰ πάρουνε μέσα τῆς τουλοῦμπες καὶ τ᾿ ἄλλα τοὺς τὰ πράματα, ὁποῦ κάναν νερό, ὁποῦ πλέναν τὰ σκουτιά τους, νὰ μὴν χαθοῦνε ὁποῦ θ᾿ ἄνοιγε ὁ πόλεμος. Κράτησα τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ φάγαμεν μαζί. Μοῦ λένε: «Εἶστε πολλὰ ὀλίγοι κι᾿ αὐτεῖνοι πολλοί, οἱ Τοῦρκοι, καὶ ταχτικοί· κι αὐτείνη ἡ θέση εἶναι ἀδύνατη. Ἔχει καὶ κανόνια ὁ Μπραΐμης καὶ δὲν θὰ βαστάξετε. – Τοὺς λέγω, ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτ᾿ εἶναι πολλοὶ αὐτεῖνοι καὶ μαθητικοὶ κ᾿ ἔχουν καὶ κανόνια κι᾿ ὅλα τὰ μέσα· ἐμεῖς ἀπ᾿ οὖλα εἴμαστε ἀδύνατοι· ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους· κι᾿ ἂν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν πατρίδα μας, διὰ τὴν θρησκεία μας, καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἀναντίον τῆς τυραγνίας· κι᾿ ὁ Θεὸς βοηθός. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γλυκός, ὅτι κανένας δὲν θὰ γένη ἀθάνατος· κι᾿ ὅταν ὁ Χάρος θαρθῆ νὰ μᾶς πάρη, ὅταν θέλη, ἄρρωστους καὶ δυστυχεῖς, καλύτερα σήμερα νὰ πεθάνωμεν». Μὲ φίλησε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ τὸν φίλησα κ᾿ ἐγώ. Ὕστερα φύγαν.<br />
Ὅταν δρόσισε καὶ πῆρε τὸ δειλινό, πῆρα καμπόσους ἀθάνατους συντρόφους ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ γνώριζαν τοὺς Ἀράπηδες ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους κι᾿ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρον, ὁποὖταν ὁ Ἀράπης χορτᾶτος κι᾿ ὁ Ἕλληνας νηστικὸς καὶ διψασμένος, πῆρα καμπόσους ἀπὸ αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ μύλου πήγαμεν κρυφίως, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιούλα, καὶ τοὺς δίνομε ἕναν ντουφεκισμὸν τῶν Τούρκων, χωρὶς νὰ τοὺς βλάψωμεν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνήσωμεν. Τότε ἀνοίξαμεν τὸ ντουφέκι καὶ μπῆκαν οἱ κολῶνες εἰς τὴν τάξη. Ὁ Μπραΐμης περήφανος ἔστειλε τοὺς κατζαδόρους, ὁποῦ τοὺς εἶχε καὶ εἰς τὸ Νιόκαστρον, κι᾿ ἄλλες δυὸ κολῶνες ἀπὸ τὸ κάστρον· καὶ συνχρόνως καὶ οἱ ἄλλες κολῶνες – καὶ μὲ πρώτον μας πῆραν ὅλο τὸ περιβόλι καὶ τῆς κούλιες τοῦ περιβολιοῦ κι᾿ ὁλόγυρα· καὶ μὲ τὴν πρώτη ὁρμὴ ἦρθαν εἰς τὸ κάτου μέρος τοῦ περιβολιοῦ, εἰς τὰ τείχη, ὁποὖναι πρόσωπον τῆς θάλασσας· κ᾿ ἐκεῖ τὸ βαστοῦσα μὲ τοὺς συντρόφους μου. Μᾶς πλάκωσαν μὲ τὴν πρώτη ὁρμή· κ᾿ ἐκεῖ ἄρχισε πεισματώδης πόλεμος ἀπὸ τὅνα τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο κάμποση ὥρα. Ἦταν ἡ κάψη, καὶ δὲν φυσοῦσε τελείως – κι᾿ ὁ καπνὸς τῶν ντουφεκιῶν ἔγινε μία ἀντάρα, καταχνιὰ – θὰ μᾶς παίρναν ὅλους. Τότε μιλήσαμεν ἀναμεταξύ μας νὰ βαροῦμεν τοὺς ἀξιωματικούς, ὅτι αὐτεῖνοι φέρναν μὲ τὸ στανιὸν τῆς κολῶνες ἀπάνου μας. Ὅταν ἀρχίσαμεν καὶ βαρούγαμεν καὶ σκοτώναμεν τοὺς ἀξιωματικούς, κρύγιωσαν. ῾στὸν ἴδιον καιρὸν βγάλαμεν τὰ σπαθιὰ πεντέξι, κι᾿ ἄλλοι ὕστερα, καὶ ριχνόμαστε ἀπάνου τους καὶ τοὺς δίνομεν ἕνα χαλασμὸν – κι᾿ ἀφίνουν καὶ κούλιες καὶ περιβόλι. Κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὴν πόρτα τοὺς πλάκωσαν οἱ Ἕλληνες καὶ ρίχναν εἰς τὸν σωρόν. Ἄρχισε ὁ πόλεμος κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ μυλάκου, ὁποὖταν ὁ Ὑψηλάντης μὲ τοὺς Κρητικούς, καὶ μίστικα μὲ μπαλαμιστράλλια· κι᾿ ὅλα αὐτὰ πήγαιναν εἰς τὰ σώματα τῶν Ἀραπάδων.<br />
Τότε γυρίζουν ὀπίσου καὶ μᾶς παίρνουν ὀμπρὸς καὶ τζακιστήκαμεν· ὅτι ἔστειλε κι᾿ ἄλλους ὁ Μπραΐμης (τήραγε μὲ τὸ κιάλι) κι᾿ αὐτεῖνοι γύρισαν καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μᾶς χάλασαν. Γυρίσαμεν πίσου εἰς τὰ πόστα μας· κι᾿ αὐτεῖνοι πολεμοῦσαν μπροστὰ κι᾿ ὀπίσου. Μάζωξαν τοὺς σκοτωμένους. Μάτα τοὺς τζακίσαμεν κι᾿ αὐτούς. Τότε μας πισουδρόμησαν πάλε καὶ κόντεψαν νὰ μὲ πιάσουνε ζωντανόν, ὅτι μου σκοτώθη ἕνα παληκάρι ἀπὸ τὰ καλύτερα, Κατζούγια τὸ λέγαν, ἀπὸ τὸ Σερνικάνι χωριὸν τοῦ Σαλώνου. Μὲ τὸν καϊμένον τὸν ἀθάνατον Γκίκα ἔμεινα πίσου ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσαμεν τὸν σκοτωμένον ὁ Γκίκας ἀπὸ τονα τὸ χέρι κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο (ὅτι τὸν ἀγαποῦσα πολὺ αὐτὸν ὁποῦ σκοτώθη· ποτὲς δὲν μ᾿ ἄφινε ἀπὸ τὸ πλευρὸ καὶ μὲ γλύτωσε σὲ τόσα δεινά· κ᾿ ἐκεῖ, διὰ νὰ μείνωμεν εἰς τὸν τοῖχον τῆς κούλιας τοῦ περιβολιοῦ, ἔκαμεν ὀμπρὸς καὶ σκοτώθη), τὸν πήραμεν οἱ δυό μας, μὲ τὸν Γκίκα, καὶ κιντυνέψαμεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ τὸν φέραμεν εἰς τὸ πόστο μας. Κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὸ πόστο εἶναι χωμένος ὁ γενναῖος πατριώτης.<br />
Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι ἔβλεπαν ἀπὸ τὴν φεργάδα τὸν πόλεμον καὶ τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων, τόσο ἐνθουσιάστηκαν ὁποῦ γύρευαν ἂν ἦταν τρόπος νὰ βγοῦνε κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ μᾶς βοηθήσουνε· τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ὁ ναύαρχος καὶ οἱ φίλοι μου οἱ ἀξιωματικοί, οἱ τέσσεροι ὁποῦ φάγαμε ψωμὶ μαζί, ροζόλι καὶ βήκαν ἔξω. Τοὺς βάλαμεν ῾στὴν κούλια. Μέρασα τὸ ρούμι τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ ἰδῆ κι᾿ ὁ ναύαρχος μὲ τοὺς φίλους του τὸν πόλεμον. Τότε κάνομεν καὶ τρίτο γιρούσι καὶ τοὺς δώσαμεν ἕναν σκοτωμὸν καλόν· καὶ οἱ γενναῖοι Κρητικοὶ καὶ οἱ Ψαργιανοὶ μὲ τὰ μίστικα – χάριτες χρωστάγει ἡ πατρίδα ῾σ αὐτοὺς τοὺς γενναίους ἀνθρώπους καὶ καλοὺς πατριῶτες. Τότε, ἐκεῖ ὁποῦ ριχτήκαμεν ῾στὸ γιρούσι, μοῦ πληγώθη βαρέως καὶ ὕστερα πέθανε ὁ καλὸς καὶ γενναῖος πατριώτης Μιχάλης Κυπραῖος, ὁποὔστειλα τῆς πλεγῆς καὶ πῆγε εἰς τὴν Ἀγγλικὴ φεργάδα, ὅταν κιντυνεύαμε εἰς τὸ Νιόκαστρο. Βλέπομεν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κ᾿ ἔρχεται ἕνα μιντάτι· ἦταν ὁ γενναῖος Μῆτρος Λιακόπουλος, ἄξιον παληκάρι καὶ καλὸς πατριώτης. Ἦρθε μὲ πενήντα ἀνθρώπους, ὅλοι παλιοὶ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες, πατριῶτες πολλὰ γενναῖγοι, ὅλοι καλοί. Ἦταν στενός μου φίλος καὶ ἦρθε· ὅτ᾿ ἦταν παληκάρι. Ἦταν πλῆθος εἰς τ᾿ Ἀνάπλι· μας τήραγαν μὲ τὰ κιάλια (καὶ νὰ λένε ἐγκώμια δικά τους, ὅτι φύλαγαν τ᾿ Ἀνάπλι). Ἀφοῦ ἦρθε ὁ Λιακόπουλος καὶ οἱ συντρόφοι του, τοὺς κεράσαμεν κι᾿ αὐτούς. Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον νὰ ριχτοῦμεν τῶν Τούρκων, ὁ Λιακόπουλος μὲ τοὺς ἀνθρώπους του νὰ πάγη τ᾿ ἀριστερὸν μέρος τοῦ περιβολιοῦ, ὁ Γκίκας νὰ πάγη τὸ δεξιὸν ἀπὸ τὸν μυλάκον, ἐγὼ νὰ πάγω τὴν μέση τὸ περιβόλι – νὰ κινηθοῦμεν καὶ οἱ τρεῖς κολῶνες μαζὶ νὰ χτυπήσουμεν τοὺς Τούρκους, ὅτι συνάχτηκαν ὅλοι εἰς τὸ περιβόλι νὰ μᾶς ριχτοῦνε· καὶ νὰ τοὺς ριχτοῦμεν ἐμεῖς πρωτύτερα. Μέρασα τὰ φουσέκια καὶ κινηθήκαμεν καὶ οἱ τρεῖς κολῶνες συνχρόνως. Ἐκεῖ ὁποὖχα ριχτῆ ἐγὼ ὀμπρὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ δυὸ κολῶνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τοῦρκοι, ὁποῦ μουχε στείλη ὁ Μπραΐμης εἰς τὸ Νιόκαστρον καὶ μιλούσαμεν, μὲ γνώριζαν· καὶ ἦταν καὶ μ᾿ ἄλλους Τούρκους εἰς τὴν κούλια τοῦ περιβολιοῦ, ἔρριξαν καὶ μὲ πλήγωσαν εἰς τὸ δεξὶ χέρι. Ἦταν ἀπὸ μουσκέτο καὶ τὸ μολύβι μεγάλο καὶ μόφαγε ὅλα τὰ κόκκαλα. Μόπεσε τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι – ἤμουν κι᾿ ἀναμμένος ὁποὔτρεχα εἰς τὰ πόστα καὶ τοὺς ἔδινα πολεμοφόδια. Δὲν βαστιέταν τὸ αἵμα· τύλιξα τὸ χέρι εἰς τὸ πουκάμισο νὰ μὴν τὸ ἰδοῦνε οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως τσακίστηκαν οἱ Τοῦρκοι πάλε ὄξω ἀπὸ τὴν κούλια, ἀφοῦ τοὺς χτυπήσαμεν κ᾿ οἱ τρεῖς κολῶνες καὶ οἱ Κρητικοὶ καὶ τὰ μίστικα. Τότε πέρασε καὶ ἡ ὥρα, ἔπαψε ὁ πόλεμος. Τελειώνοντας ὁ πόλεμος, ἦρθαν καμμιὰ ἐξηνταργιὰ ταχτικοὶ ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὸν λοχαγὸν Κάρπον. Βάρεσαν κ᾿ ἐκεῖνοι τὰ ταμποῦρλα καὶ ρίξαν καὶ μίαν μπαταργιὰ εἰς τὸν ἀγέρα.<br />
Ἀφοῦ ὁ πόλεμος τελείωσε, μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν εἰς τὴν φεργάδα τὴν Γαλλικὴ – ἔστειλε φελούκα ὁ ναύαρχος κι᾿ ἀξιωματικούς. Ἅμα πλησιάσαμεν εἰς τὴν φεργάδα, ἔβαλε τὴν μουσικὴ καὶ βαροῦσε. Γύρευαν νὰ μὲ κρατήσουν μέσα εἰς τὴν φεργάδα διὰ νὰ μὲ γιατρέψουν. Ἐγὼ δὲν θέλησα. Μὄδεσαν οἱ γιατροὶ τῆς φεργάδας τὸ χέρι καὶ μὲ συντρόφεψαν αὐτεῖνοι καὶ πεντέξι ἀξιωματικοὶ ῾σ τ᾿ Ἀνάπλι σουρουπώνοντας καλά, καὶ μὲ δέχτηκαν οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀναπλιοῦ καὶ ἡ Κυβέρνηση.1<br />
Εἶχα διορίση εἰς τοὺς ἀνθρώπους μου ἄνθρωπον καὶ τοὺς διοικοῦσε. Λυπήθη πολὺ ὁ ἀγαθὸς Ὑψηλάντης κι᾿ ὁ Κωσταντήμπεγης ὁποῦ πληγώθηκα. Ὁ σκοτωμὸς τῶν Τούρκων – εἶναι ἄγνωστη ἡ ποσότη, ὅτι τοὺς σήκωναν εὐτύς. Ἦταν πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι, ἦταν ὡς δώδεκα χιλιάδες τὸ ὅλο. Ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ μάθαμεν ἄλλοι λένε σκοτωμένους περίτου ἀπὸ πεντακόσιους, ἄλλοι ἀκόμα περισσότερους κι᾿ ἄλλοι λιγώτερους, κι᾿ ἀχώρια οἱ πληγωμένοι. Δικοί μας σκοτώθηκαν δυὸ καὶ οἱ δυὸ ὁποῦ πληγώθηκαν. Ἤμαστε ὡς τρακόσοι ἄνθρωποι ἀπάνου κάτου. Ὅτι σκόρπησαν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸ βράδυ καὶ πολλοὶ πῆγαν εἰς Ἄργος κι᾿ Ἀνάπλι. Ὁ πόλεμος ἔγινε τὸν Γιούνιον μήνα τὰ 1825.<br />
Τὴν ἴδια βραδειὰ ἔφυε ἀπὸ ῾κεῖ ὁ Μπραΐμης διὰ νυχτός. Ἀφάνισε καὶ σκλάβωσε ὅλα τὰ χωριά. Καὶ τ᾿ Ἄργος τὸ ἔκαψε καὶ σκλάβωσε πολλούς, ὅτι οἱ ἀρχηγοὶ τ᾿ Ἄργους, ὁ Τζόκρης κ᾿ οἱ ἄλλοι πῆραν τῆς σπηλιές. Ἀπὸ ῾κεῖ πῆγε ὁ Μπραΐμης ἀπόξω τ᾿ Ἀνάπλι· ἔκαμαν ὀλίγον ἀκροβολισμὸν κ᾿ ἔφυγαν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τροπολιτζά. Ἀφοῦ ἀφάνισε τ᾿ Ἄργος καὶ χωριά του, τότε οἱ κυβερνῆται μας βάλαν καὶ μερεμέτισαν τὰ λέτα τῶν κανονιῶν καὶ βάλαν τὰ κανόνια ἀπάνου, ὁποὖταν καταή, καὶ μερεμέτισαν καὶ τῆς στέρνες τοῦ Ἀναπλιοῦ κι᾿ ἀπόλυσαν τὸ νερὸ τῶν βρυσῶν μέσα καὶ δὲν ἄφιναν νὰ πάρη κανένας νερὸ ὅσο νὰ γιομίσουνε οἱ στέρνες. Ἐμένα μόνον μὄδιναν ὀλίγον ὁποῦ ἤμουν πληγωμένος.<br />
Ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση εὐκαριστήθη ἀπὸ ῾μένα πολύ (τους μίλησε κι᾿ ὁ Ντερνὺς ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Μπραΐμης εἰς τὴν Καλαμάτα, ὁποὔφαγε ψωμὶ εἰς τὴν φεργάδα του, τοὺς ἔδειξε καὶ τὸ τζορνάλε τῶν Μύλων) τότε εὐκαριστήθη διὰ ὅλα αὐτὰ ἡ Κυβέρνηση καὶ μοῦ εἶπαν νὰ μοῦ χαρίσουνε ἕνα χωριόν. Τοὺς εἶπα: «Ὅταν λευτερωθῆ ἡ πατρίδα, ὅποιος κάμη τὰ χρέη του – ἡ πατρίδα εἶναι δίκια. Τώρα κιντυνεύομεν: καὶ θέλει δουλειὰ κι᾿ ἀγώνα ἡ πατρίδα, κι᾿ ὅταν λευτερωθῆ, ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ εἶναι δικά μας». Σὰν δὲν θέλησα διὰ χωριόν, μὄδωσαν ἕνα δῶρον ὁποῦ δὲν τὄχει κανένας ἄλλος στρατιωτικός, νἄχω δυὸ ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς πλερώνη ἡ Κυβέρνηση μιστοὺς καὶ γεμεκλίκια, καὶ δυὸ ταγὲς κριθάρι κι᾿ ἄχερον διὰ τὰ ζῶα μου κι᾿ ἕνα σιτηρέσιον, πέντε γρόσια τὴν ἡμέρα, ὁποῦ μαζώνονται αὐτὰ ὅλα εἰς χρήματα – ὅσα γένονται νὰ τὰ λαβαίνω. Καὶ τὰ λαβαίνω ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τώρα ὁποὖρθε ὁ Κυβερνήτης θέλησε νὰ τὰ κόψη καὶ τοῦ πῆγα τὸ ἔγγραφον καὶ τἀπικύρωσε.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣH</h2>
1. Ἀφοῦ εἶδε αὐτὸν τὸν πόλεμον ὁ ναύαρχος Ντερνὺς ἔκαμε ἔκθεσιν καὶ τὴν ἔβαλε εἰς τὶς ἐφημερίδες τὶς Γαλλικές.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-61939914206354223952011-03-25T12:19:00.007-07:002011-10-25T12:24:42.141-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 7<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ἀποστολὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Ἀρκαδιάν ὡς πολιτάρχου μετ᾿ ἐκτελεστικῆς δυνάμεως. - Ἀπόβασις Αἱγυπτίων εἰς Μεσσηνίαν. - Ἐκστρατεία ὑπὸ τὸν Γ. Κουντουριώτην εἰς Μεσσηνίαν. - Δυσαρέσκειαι Ῥουμελιωτῶν. - Παρασκευαὶ πρὸς ἐκστρατείαν τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀντίδρασις τοῦ διοικητοῦ Ἀρκαδίας κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ῥαδιουργία ἀρχιερέως κατὰ τῆς στρατολογίας αὐτοῦ. - Ὁ Κατσῆς Μαυρομιχάλης ἀποστέλλεται ὑπὸ τῆς πολιορκουμένης φρουρᾶς τοῦ Νεοκάστρου πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Ὁ Μακρυγιάννης εἰς Παλαιοὺς Ναυαρίνους. - Ἐχθροπραξίαι πρὸς τοὺς Αἱγυπτίους. - Ὁ Μακρυγιάννης εἰσέρχεται εἰς Νεόκαστρον. - Ἐξελθὼν πάλιν μάχεται κατὰ τῶν ἐχθρῶν εἰς Π. Ναυαρίνους. - Δυσαρέσκειαι τῆς φρουρᾶς τοῦ Νεοκάστρου κατὰ τοῦ Κουντουριώτου. - Ἐξευμένισις αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀπόβασις Αἱγυπτίων εἰς Σφακτηρίαν. - Ἥττα τῶν ἐπ᾿ αὐτῆς Ἑλλήνων. - Ἔξοδος τῆς φρουρᾶς τοῦ Νεοκάστρου. - Παράδοσις τῶν Παλαιῶν Ναυαρίνων. - Λυσσώδης κατὰ τοῦ Νεοκάστρου ἐπίθεσις. - Προτάσεις παραδόσεως. - Ἀπαράδεκτοι ἀπαιτήσεις τῆς φρουρᾶς. - Καταπυροβολισμὸς τοῦ φρουρίου ἐκ τῶν πλοίων. - Λειψυδρία ἐν τῷ φρουρίῳ. - Συνέντευξις ἐπιτροπῆς τῆς φρουρᾶς πρὸς τὸν Ἰμβραΐμ. - Διάλογος τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ. - Διαπραγματεύσεις τῶν ὅρων τῆς παραδόσεως. - Ἔναρξις τῆς παραδόσεως. - Δολία διαγωγὴ τοῦ Ἰμβραΐμ. - Ἐπιβίβασις τῆς παραδοθείσης φρουρᾶς εἰς Εὐρωπαϊκὰ πλοῖα. - Παρασπονδία τοῦ Ἰμβραΐμ. - Ἐπεισόδιον εἰς τὸν Μακρυγιάννην ἐπὶ τοῦ Ἀγγλικοῦ πλοίου. - Ἄφιξις εἰς Καλαμάταν. - Μετάβασις τὸν Μακρυγιάννη εἰς Τριπολιτσᾶν. - Ἀπαιτήσεις τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν ἀνδρῶν. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Ναυπλίῳ.</i><br />
<hr />
Τῆς Κυβερνήσεως τῆς ζητοῦσα διαταγὴ νὰ βγῶ εἰς τὴν Ρούμελη, νὰ φύγω ἀπὸ ῾δώ μέσα, ὅτι μπεζέρησα, καὶ ὑποσκέθη νὰ μὲ διατάξη νὰ πάγω εἰς Ρούμελη. Τότε ἦρθε ἀναφορὰ ἀπὸ τῆς Ἀρκαδιᾶς τοὺς κατοίκους καὶ μὲ ζητοῦσαν νὰ μὲ στείλη ἡ Κυβέρνηση νὰ πάγω μ᾿ ἐκτελεστικὴ δύναμη ῾στὴν Ἀρκαδιά. Ὅτι ὅσα τοὺς εἶπα ὅταν πῆγα εἰς τὸ Λιάτανι, καὶ τοὺς σύναξα καὶ τοὺς μίλησα – ὁποῦ θὰ τοὺς πλακώσουν Καραϊσκαῖοι, Καρατασσαῖοι, Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλοι, «καὶ θ» ἀφανιστῆτε, ὅμως νὰ κλίνετε εἰς τὴν Κυβέρνησιν – αὐτοὶ ἄκουγαν τὸν ἅγιον Πρωτοσύγκελον, τὸν συνβουλάτορα τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ τὸν Γληγοριάδη καὶ τοὺς πρόκοψαν, ἄλλοι πᾶνε εἰς τὴ Νύδρα, καὶ τ᾿ ἀσκέρια, ὁποῦ ῾ναι μέσα εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ καὶ χωριὰ τοὺς γιομάτα, τοὺς γυρεύουν τῶν Ἀρκάδιων φακὶ εἰς τὸ σουφλί. Αὐτείνη τὴν καλωσύνη τοὺς κάμαν οἱ καλοὶ πατριῶτες, ἀφάνισαν τὴν πατρίδα γενικῶς κάθε ὀλίγον μὲ τοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ νέες φατρίες καὶ σκοτωμούς. Κι᾿ ἀφανίστηκαν κ᾿ οἱ κάτοικοι ὅλοι. Ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση μὲ διάταξε χωρὶς ἄλλο νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀρκαδιά, ἐγὼ ἤθελα νὰ πάγω εἰς Ρούμελη. Ἦρθαν κι᾿ Ἀρκάδιοι ἐπίτηδες στελμένοι, μὲ περικάλεσαν κι᾿ ὅσοι σημαντικοὶ Ἀρκάδιοι εἶναι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἀποφάσισα νὰ πάγω, καὶ τὰ 1825 Φλεβάριον μήνα πῆγα εἰς τ᾿ Ἀρκαδιά. Διάλεξα διακόσους ἀνθρώπους, ἔδιωξα τὴν σαβούρα καὶ πῆγα μ᾿ αὐτούς. Πηγαίνοντας, τὴν ἄλλη ἡμέρα μαθαίνομε ὅτι ὁ Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εἰς τὰ κάστρα Μοθώνη, Κορώνη καὶ Νιόκαστρο. Πρὶν μαθευτῆ τὸ βγάλσιμο τοῦ Μπραΐμη εἰς τὰ κάστρα, ἐκρίθη εὔλογον ὅσα ἀσκέρια ἦταν διὰ τοὺς ἀναντίους εἰς τὴν Πελοπόννησον νὰ συναχτοῦνε ὅλα κι᾿ ἄλλα ἀπὸ τοὺς κατοίκους, νὰ γένη μία μεγάλη δύναμη καὶ νὰ κινηθοῦμε διὰ τοὺς Τούρκους τῆς Πάτρας. Καὶ συνάχτηκαν περίτου ἀπὸ δεκάξι χιλιάδες, καὶ κεφαλὴ ὁ Κουντουριώτης, καὶ ἦταν εἰς τὴν Μεσσηνίαν ὁποῦ συνάζονταν καὶ εἰς τὴν Ἀρκαδιά. Καὶ στείλαν καὶ πολεμοφόδια καὶ ζαϊρέδες. Καὶ ἦταν μὲ τὸ καράβι τοῦ Τζαμαδοῦ κι᾿ ἄλλα καράβια εἰς τὸ λιμάνι τοῦ Νιόκαστρου. Ἡ δυστυχία εἶναι ὅτι οἱ δυὸ μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος καὶ Κωλέτης ζηλεύει ἕνας τὸν ἄλλον, κι᾿ ὅ,τι καλὸ κάμη ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χαλάγει ὁ ἄλλος. Δία νὰ μὴν πάγη ὁ Κωλέτης, καθὼς ἦταν διαταμένος, μὲ τοὺς Ρουμελιῶτες, τὸ χάλασε αὐτὸ ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ῾νέργησε καὶ πάγει κεφαλὴ ὁ Κουντουργιώτης. Κι᾿ αὐτὸ τὸ σκέδιον ἦταν τοῦ Μαυροκορδάτου, νὰ μὴν γένη τίποτας καλὸ εἰς τὴν πατρίδα, καθὼς δὲν ἔγινε.<br />
Διορίζεται ὁ Κουντουργιώτης, διορίζει καὶ τὸν Σκούρτη τὸ Νυδραῖον ἀρχιστράτηγόν του, κι᾿ ὅσο ἤξερε ὁ ἕνας ἤξερε κι᾿ ὁ ἄλλος ἀπὸ πόλεμον. Τότε μπῆκαν σὲ δυσαρέσκεια ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἀρχηγοὶ ὁποῦ ῾ταν ἐκεῖ, ὁποῦ εἴδανε τὸ Σκούρτη ἀρχιστράτηγον ἀπάνου– εἰς τὸν Καρατάσιον, εἰς τὸν Καραϊσκάκη, εἰς τὸν Χατζηχρῆστο, εἰς τὸν Τζαβέλα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ὁ Κουντουριώτης, κουτός, ἀφοῦ εἶδε ὁποῦ ῾ναι αὐτὸς ἀμαθὴς ἀπὸ αὐτά, ἀντὶς νὰ βάλη ἀρχηγὸν νὰ σώση τὴν πατρίδα κι᾿ αὐτὸς νὰ δοξαστῆ, κατὰ δυστυχίαν ἀπὸ τὸ «ὅμως» δὲν ξέρει ἄλλο, καὶ ἔβαλε τὸν Σκούρτη νὰ διοικήση καὶ νὰ ὁδηγήση καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς ξηρᾶς ὁ θαλασσινός, ἁπλὸς ἀξιωματικὸς – οὔτε καὶ τῆς θάλασσας τὸν πόλεμον δὲν τὸν γνώριζε καλά. Ἔλεγε τῶν στεργιανῶν, «Ὄρτσα, πότζα!» Ἐκεῖνοι ἔλεγαν «Τί λέγει αὐτός, γαμῶ τὸ καυλί τ᾿ ;» Τέλος πάντων ὁ πατριωτισμὸς ὅλων αὐτεινῶν καὶ τῆς συντροφιᾶς τους, ἡ ψύχωση τῆς φατρίας καὶ ἡ διαίρεση κι᾿ ὁ ἐνφύλιος πόλεμος καὶ ἡ διχόνοια τῶν μεγαλοκέφαλων Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου, διὰ νὰ μὴν δοξαστῆ ὁ ἕνας καὶ χάση ὁ ἄλλος, καὶ τὸ «ὅμως» τοῦ Σκούρτη καὶ τὸ «καυλί» τῶν Ρουμελιώτων – ὁ Μπραΐμης μπῆκε στὴ Πελοπόννησο καὶ τὴν ἔκαμε γῆ Μαδιὰμ ὄχι ἀπὸ τὴν παληκαριὰ τῶν Ἀράπηδων, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ἀσκέρια, τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων, Ρουμελιῶτες, Πελοποννήσιοι – ὕστερα βγάλαν καὶ τοὺς ἀρχηγούς τους ἀπὸ τὴ Νύδρα – Σπαρτιάτες κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη, ὅλοι αὐτεῖνοι κάθονταν εἰς τὶς Χῶρες καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα χωριὰ καὶ τρώγαν ἀρνιὰ καὶ κόττες, κι᾿ ὁ Ἀράπης ὅταν τοὺς εὕρισκε τοὺς ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αὐτὰ κάνει ἡ διαίρεση καὶ ἡ διχόνοια.<br />
Ἀφοῦ ἤμουνε εἰς τὴν Ἀρκαδιά, ἄκουγα τὸν πρόβοδον τῶν Ἀράπηδων, ντρεπόμουν νὰ καθίσω μὲ τὶς γυναῖκες, μὲ τρακόσιους ἄντρες διαλεχτοὺς ὁποῦ ῾χα. Τὸ λέγω τοῦ διοικητῆ τῆς Ἀρκαδιᾶς, νὰ τοῦ ἀφήσω ἕναν ἀξιωματικὸν μὲ πενήντα ἀνθρώπους καὶ νὰ πάγω μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδος. Μ᾿ ἀποκρίνεται: «Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ κατεβάζω κι᾿ ἀνεβάζω στρατηγούς». Ἦταν ἕνας μπαρμπέρης, φίλος του ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πρωτοσύγκελου κι᾿ ἀλλουνῶν. Ἐγὼ ῾λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίση τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι᾿ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε ἑνοῦ ἀνιψιοῦ του ὁποῦ ῾χε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια καὶ μᾶς τὰ ῾κοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἔπιασα καὶ τὸ᾿ ῾δωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν, κι᾿ ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτου ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός. Τότε ἀγόρασα πολεμοφόδια ἐξ ἰδίων μου καὶ πῆρα διακόσους πενήντα ἀνθρώπους καὶ πῆγα εἰς τοὺς Γαργαλιάνους. Στέλνω ἕναν τεσκερὲ καὶ μαζώνονται Ἀρκάδιοι περίτου ἀπὸ χίλιοι– ἑξακόσοι ἄνθρωποι, χώρα καὶ χωριὰ – τέτοιοι ἀγαθοὶ πατριῶτες εἶναι αὐτεῖνοι οἱ μικροί, φιλόπατροι, οἱ κεφαλὲς τοὺς ἄναντροι καὶ κακῆς ψυχῆς, οἱ πρῶτοι τους. Ἀφοῦ συναχτήκαμε τόσοι, ἔστειλα εἰς τὸν Κουντουργιώτη νὰ μοῦ στείλη πολεμοφόδια, ἔγραψα καὶ ῾στὴν Ἀρκαδιὰ νὰ μοῦ στείλουν καμπόσα τζαπιᾶ καὶ φκυάρια καὶ ζαϊρὲ νὰ πᾶμε διὰ νυχτὸς νὰ πιάσουμε τὴν Γιάλοβα, ὁποῦ ῾ναι πλησίον τοῦ Νιόκαστρου. Ἀφοῦ ἑτοίμαζα αὐτά, ἔρχεται ὁ Δεσπότης τῆς Ἀρκαδιᾶς κι᾿ ἀνακατώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ μπαίνουν σὲ μία διχόνοια κι᾿ ἀνεμένω μόνον μὲ τὸν Ἀναγνώστη Παπατζώρη, γενναῖον καὶ τίμιον πατριώτη. Ἔμεινε αὐτὸς κι᾿ ἄλλοι καμπόσοι ἀξιωματικοὶ Ἀρκάδιοι ὡς ἑκατὸ ἄνθρωποι. Τοὺς ἄλλους τοὺς ἔβαλε εἰς διχόνοια ὁ Δεσπότης, τοὺς ἤθελε νὰ πᾶνε μαζί του καὶ δὲν τὸν θέλανε. Καὶ διὰ νυχτὸς σκόρπησαν. Πιάστηκα μὲ τὸν ἅγιον, τὸ κακό, μο᾿ ῾βαλαν καὶ τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους εἰς διχόνοια. Τέτοιοι κακοὶ πειρασμοὶ στάθηκαν. Καθὼς ἔμαθα ὕστερα, δὲν ἤθελαν νὰ πάγω εἰς τοὺς Ἀράπηδες νὰ μὴν ἀδυνατίση ἡ πατρίδα τους καὶ μποῦνε οἱ Τοῦρκοι μέσα.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἦρθε τοῦ Πετρόμπεγη ὁ ἀδελφὸς ὁ Κατζὴς εἰς τοὺς Γαργαλιάνους καὶ μ᾿ ἀντάμωσε καὶ μοῦ λέγει: «Ἤμουν εἰς τὸ Νιόκαστρον κι᾿ ὁ Μπραΐμης μας ἐστένεψε πολύ, μᾶς ζύγωσαν οἱ Ἀράπηδες ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ δὲν μᾶς ἀφίνουν νὰ ρίξωμε κανονιά. Καὶ δὲν κοιμώμαστε οὔτε νύχτα, οὔτε ἡμέρα καὶ γυρεύουν νὰ μᾶς πιάσουνε καὶ τὸ Παλιόκαστρο, τοὺς Παλιοβαρίνους. Κι᾿ ἂν πιάση αὐτείνη τὴν θέση, τὸ Νιόκαστρο κιντυνεύει, ὅτι δὲν ἔχομε νερὸ μέσα. Μ᾿ ἔστειλαν οἱ πολιορκημένοι καὶ πῆγα εἰς τὸν Κουντουργιώτη ὁποῦ ῾ναι εἰς τὶς Χῶρες μὲ δεκάξι χιλιάδες, τοὺς εἶπα αὐτό, δὲν πηγαίνει κανένας. Ἦρθα καὶ ῾σ ἐσένα νὰ εἰπῶ αὐτὸ τὸ κακὸν ὁποῦ θὰ γένη εἰς τὴν πατρίδα, θ᾿ ἀφήσουνε τὸ κάστρο νὰ φύγουν, ἂν δὲν πάγη δύναμη». Τοῦ λέγω: «Πάγω ἐγὼ καὶ πιάνω τοὺς Ἀβαρίνους νὰ μὴ γένη αὐτὸ τὸ δυστύχημα τῆς πατρίδος, καὶ στεῖλε εἴδησιν τῶν πολιορκημένων νὰ βαστήξουν ὅσο νὰ πάγω». Ἔστειλε ὁ Κατζής, τοὺς παράγγειλα κ᾿ ἐγώ. Παίρνω ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ τοὺς μιλῶ τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδος καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε. Οἱ μισοὶ ἦταν ὑπὲρ ἐμοῦ, νὰ πᾶμε, οἱ μισοὶ γύρευαν μιστούς, καὶ «ἡ Κυβέρνηση, μόλεγαν, δὲν μᾶς διόρησε διὰ τοὺς Ἀράπηδες, μᾶς διόρισε διὰ τὴν Ἀρκαδιά». Λόγον σὲ λόγον, πιάσαμε πόλεμο ἀναμεταξύ μας, ἦρθε ὁ Κατζής μας ξεχώρισε. Ἐσύχασαν. Βάσταξα τὸ μπαγιράκι κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾ταν παληκάρια καὶ πατριῶτες, τοὺς ἔβαλα πλησίον εἰς τὴν ἐκκλησιά, εἰς τὰ σπίτια. Τὰ μεσάνυχτα περνώντα, ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπὰ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτρούγησε καὶ μεταλάβαμε. Καὶ πήραμε τὸν ἀθάνατον Ἀναγνώστη Παπατζώρη, ὁποῦ ῾ξερε τὸν δρόμον, καὶ τὴν αὐγὴ ξημερώσαμε εἰς τοὺς Παλιοβαρίνους. Ἄφησα τὸν Παπατζώρη ἀπὸ τὸ πέρα μέρος, ὁποῦ ῾ναι ὁ ἄμμος τῶν Ἀβαρίνων, κ᾿ ἐγὼ πῆγα ἀπὸ τὸ στόμιον, ὁποῦ ῾ναι ἡ Σφαχτηρία τὸ νησὶ καρσί, καὶ φκειάσαμε τὰ ταμπούρια μας. Τὸ δειλινὸ ἦρθαν καὶ οἱ φιλόζωοι ὁποῦ μας πολέμησαν εἰς τοὺς Γαργαλιάνους.<br />
Ἀφοῦ φκειάσαμε τὰ ταμπούρια μας, τοὺς κιοτῆδες, ὁποῦ ἀνακάτωναν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔστειλα εἰς τὸ Παλιόκαστρο νὰ φκειάσουνε ῾μπρός εἰς τὴν πόρτα ταμπούρια κι᾿ οὖθε ἦταν χαλασμένο. Ἦταν καὶ μία παλιοστέρνα κ᾿ ἔβαλα καὶ κουβάλησαν καμπόσο νερὸ καὶ ρίξαμε μέσα. Κ᾿ ἔβαλα ὅλους τους ἀνθρώπους κ᾿ ἔμασαν ξύλα, νὰ εἶναι διὰ δέκα φωτιὲς τὰ ξύλα τοῦ καθενός, ὅτ᾿ ἦταν ἐκεῖ πλησίον πολλά. Σύναξαν καθὼς τοὺς εἶπα κ᾿ ἔβαλαν ἀλάργα ὁ καθεὶς τὰ ξύλα του. Τὸ βράδυ, νυχτώνοντας, τοὺς εἶπα κι᾿ ἄναψαν φωτιὲς ὁ καθεὶς ἀπὸ δέκα καὶ τὶς κουμαντάριζαν, νὰ φαίνωνται ὅτ᾿ εἶναι ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Τήραγε ὁ Μπραΐμης – δὲν ἦταν μισὴ ὥρα ἀλάργα– ἀπὸ ῾μάς, ἀφοῦ εἶδε τόσες φωτιές, ἔλπιζε ὅτι κατέβηκε ὁ Κουντουργιώτης μ᾿ ὅλο τὸ σῶμα, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὶς Χῶρες. Τὴν αὐγὴ δυὸ ὧρες νὰ φέξη πλάκωσε ὁ Μπραΐμης, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ ἤρθανε πολλὰ πλησίον μας. Εἶναι ἕνα γιοφύρι ἑνοῦ γιβαριοῦ καὶ πέρασαν ἐκεῖ καὶ στάθηκαν. Ἐγὼ κατέβασα καμμιὰ εἰκοσαριὰ παιδιὰ καὶ πιάσαν τὸν χορὸν καὶ τραγουδοῦσαν καὶ χόρευαν. Τηρᾶνε οἱ Τοῦρκοι, πλησιάζουν κι᾿ ἄρχισαν μὲ τοὺς κατζαδόρους καὶ καραμπίνες τὸν ντουφεκισμόν. Ἐμεῖς τοὺς εἶπα καὶ δὲν ἔρριχνε κανένας. Ἐκεὶ– ὁποῦ ρίχναν μου λάβωσαν δυὸ παιδιά, εἰς τὸν χορόν. Κέρασα ἀπὸ ῾να ρακὶ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς ἀθάνατους, τὰ γενναῖα λιοντάρια, ὁποῦ ἀνάθεμα τοὺς αἴτιους ὁποῦ τοὺς γιόμωσαν φατρίες καὶ διχόνοιες, καὶ γίνηκαν ἀπὸ αὐτὰ οἱ Ἀράπηδες παληκάρια κι᾿ ἄφησαν ἐποχή. Ἀφοῦ κέρασα τὸ ρακὶ τῶν Ἑλλήνων, ζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι κοντότερα. Τότε ἄρχισε ὁ πόλεμος καὶ βάσταξε ὡς ἑφτὰ ὦρες. Ἔκαμαν πολλὰ γιρούσια οἱ Τοῦρκοι. Οἱ Ἕλληνες οἱ καλύτεροί – τους εἶχα κάτου εἰς τὸν ἄμμον κ᾿ ἐμεῖς τοὺς φυλάγαμε τὴν πλάτη τους ἀπὸ τὸ τζουγκρί. Ὕστερα βγάλαν τὰ μαχαίρια οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς δίνουν ἕνα τζάκισμα καλὸν καὶ τοὺς ρίξαν ἀπὸ– μέσα τ᾿ αὐλάκι κ᾿ ἔβλεπες ἕνα θέατρο. Καὶ σκοτώθηκαν ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ συνπεράναμε, ὁποῦ βλέπαμε, καμμιὰ ἑβδομηνταριὰ ἀπάνου κάτου κι᾿ ἀχώρια οἱ λαβωμένοι. Δὲν εἴχαμε μπαρούτι καλό. Ὕστερα ἀναχώρησαν πίσου διὰ τὴν θέση τους καὶ Νιόκαστρον.1 Τότε γράφει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς τοῦ Κουντουργιώτη καὶ τοῦ λέγει αὐτά, καὶ τοῦ λέγει: «Ὅσους ἀνθρώπους ἔφερε ὁ Μακρυγιάννης εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, τὴν θέση τὴν πλησίον τοῦ ὀχτροῦ, ὁποῦ κάθονται εἰς τὶς Χῶρες τόσα ἀσκέρια καὶ δὲν ἀποφάσισαν νὰ ῾ρθουν νὰ τὴν πιάσουνε, αὐτεῖνοι οἱ ὀλίγοι πολέμησαν ἀντρείως. Δία τοῦτο ὅλους αὐτεινοὺς νὰ τοὺς κάμη ἡ πατρὶς ἀξιωματικοὺς κατὰ τὴν τάξη». Μόστειλε ὁ Κουντουριώτης ἕνα εὐκαριστήριον καὶ «θέλει στείλη κι᾿ ὁλουνῶν, ὅταν πάγη ὁ ὑπουργός» Πέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ξαναῆρθε ὀπίσου ὁ Μπραΐμης, ἔκαμε ἀκροβολισμὸν τρεῖς τέσσερες ὧρες, καὶ παρατηροῦσαν τὴν θέση μὲ τὰ κιάλια διὰ νὰ ῾ρθούνε συστηματικῶς.<br />
Τὸν Μάρτη μήνα πῆγα εἰς τοὺς Παλιοβαρίνους. Μοῦ γράφουν ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο νὰ πάγω μέσα, ὅτι τοὺς στένεψαν πολύ, κι᾿ ἂν δὲν πάγω, νὰ δώσω λόγον διὰ τὸ κάστρο, μο᾿ κάναν διαμαρτύρηση ὁ φρούραρχος καὶ οἱ ἄλλοι. Πῆρα ἑκατὸν δεκάξη ἀνθρώπους καὶ πῆγα τὸ Μεγάλο Σαββάτο τὸ βράδυ εἰς τὸ Νιόκαστρο. Τοὺς ἄλλους τοὺς ἄφησα εἰς τοὺς Ἀβαρίνους. Τὴν Δευτέρα τῆς Λαμπρῆς πάγει μπονόρα ὁ Μπραΐμης, πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ κανόνια, εἰς τοὺς Ἀβαρίνους νὰ μοῦ πολεμήση τοὺς ἀνθρώπους μου, κι᾿ ὡς ὀλίγους θὰ μοῦ τοὺς χάλαγε. Τότε βιασμένος βήκα ἔξω εἰς τὰ κανόνια του, καὶ μέσα ῾σ ἕνα ρέμα εἰς τὴν ἄκρη τὴν θάλασσα δίνομε ἕναν χαλασμὸν τῶν Τούρκων μεγάλον, πέταγαν τὶς μπαγιοννέττες καταγῆ καὶ τοὺς πελέκαγαν οἱ Ἕλληνες σὰν βόιδια. Πῆγε μετζίλι εἰς τὸν Μπραΐμη καὶ γύρισε ὀπίσου μὲ τ᾿ ἀσκέρια του, χωρίς– νὰ λάβη καιρὸν νὰ πολεμήση εἰς τοὺς Ἀβαρίνους. Ἀφοῦ γύρισε ὅλη ἡ δύναμη τῶν Τούρκων, μᾶς χάλασαν, κ᾿ ἐκεῖ κιντύνεψα νὰ σωθῶ, ὅτι μου λαβώθη ἕνας σύντροφός μου καὶ οἱ Τοῦρκοι μὲ πλάκωσαν ἐκεῖ ὁποῦ πολεμοῦσα νὰ τὸν σώσω, κ᾿ ἔμεινα μόνος μου, κι᾿ ἀπὸ τρίχα ἕνας Κιουλεμένης θὰ μο᾿ ῾κόβε τὸ κεφάλι, καὶ τὸν φοβέριζα μὲ τὸ ντουφέκι – ἦταν ἕνα λιθάρι καὶ κρύβονταν ἀπὸ πίσου οἱ Τούρκοι– καὶ δὲν τοὺς ἄφινα νὰ κόψουν καὶ τὸν σύντροφον. Ὕστερα ξαναγύρισαν οἱ συντρόφοι μου, ὅτι μας εἶδαν ὁποῦ κιντυνεύαμε, καὶ βαρέθηκαν ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἐκεῖ εἰς τὸν πληγωμένον ἄλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι καὶ πληγωμένοι. Τότε τοὺς σηκώσαμε χωρὶς νὰ μᾶς τοὺς πάρουν οἱ Τοῦρκοι, καὶ τοὺς πληγωμένους τοὺς δέσαμε καὶ τοὺς ἔστειλα εἰς τὴν Ἀρκαδιά. Καὶ καθώς μας εἶπε ὁ Μιαούλης κι᾿ ὁ Ἀναστάσης Τζαμαδός, (τοὺς εἶχε εἰπῆ ἕνας Ἀουστριακὸς καπετάνιος, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὸ τζαντίρι τοῦ Μπραΐμη κ᾿ ἔμαθε) σκοτώθηκαν Τοῦρκοι τρακόσοι ἑβδομήντα. Περισσότεροι ἦταν, λιγώτεροι ἐγὼ δὲν ξέρω. Αὐτεῖνοι μας τὸ εἴπανε, ὅτι μάθαν ὅτι σκοτώθηκαν, καὶ λείπονταν πολλοί. Ὅτι τοὺς εἶχα στενοὺς φίλους καὶ τὸν Μιαούλη καὶ τὸν Τζαμαδὸν καὶ κάθισαν καὶ φάγαμε ψωμὶ μέσα εἰς τὸ κάστρο, καὶ μοῦ τὰ εἶπαν αὐτά.<br />
Ὁ Μπεζαντὲ Γιωργάκης Μαυρομιχάλης κι᾿ ὁ Γιατράκος εἶχαν διχόνοια μὲ τὸν Κουντουργιώτη. Κάνουν μίαν ἐταιρία μέσα εἰς τὸ κάστρο καὶ τάζαν ἀπὸ τριάντα γρόσια τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ βγοῦνε ἔξω, νὰ μαζώξουν κι᾿ ἄλλους νὰ πολεμήσουνε τὸν Κουντουργιώτη – ν᾿ ἀνοίξουνε πάλε ἐφύλιον πόλεμον! Καὶ εἶχαν καὶ τὰ καΐκια ῾στὴν ἄκρη, εἰς τὴν πόρτα τοῦ γιαλοῦ, ἕτοιμα, τὴν νύχτα νὰ μποῦνε μέσα νὰ φύγουν. Κάτι στρατιῶτες τὸ ῾μαθαν ἀπὸ ῾ναν μπιστεμένον τους καὶ τὸ εἶπαν τοῦ φρουράρχου καὶ συχρόνως κ᾿ ἐμένα καὶ πιαστήκαμε, καὶ πήγαμε νὰ σκοτωθοῦμε. Τοὺς εἶπα: «ἐγὼ ξέροντντας ἐσάς, ἦρθα ῾δώ ῾σ ἐσᾶς καὶ κατασκότωσα τοὺς συντρόφους μου, κ᾿ ἐσεῖς πλερώνετε μιστοὺς νὰ πάρετε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοῦ κάστρου τὴν φρουρὰ νὰ πᾶτε ν᾿ ἀνοίξετε νέον ἐφύλιον πόλεμον, ὁποῦ γιόμωσε ὁ τόπος τουρκιά;» Σκούζω καὶ συνάχτηκαν ὅλοι οἱ Ρουμελιῶτες μ᾿ ἐμένα καὶ τοὺς εἶπα: «Χωρὶς ἄλλο νὰ βουλιάξετε τὰ καΐκια, καὶ νάρθης ἐσύ, Μπεζαντέ, καὶ Γιατράκος εἰς τὸ πόστο μου, εἰς τὸν Ἰτζκαλέ, νὰ εἴμαστε μαζί, καὶ εἰς τὰ πόστα σας θὰ βάλω ἄλλους ἀνθρώπους δικούς μου. – Ἔχομεν πόλεμον ἀναμεταξύ μας καὶ θ᾿ ἀνοίξω τὶς πόρτες νὰ μποῦνε καὶ οἱ Τοῦρκοι μέσα!» Τότε βούλιαξαν τὰ καΐκια, καὶ τοὺς πῆρα εἰς τὸ πόστο μου κ᾿ ἔπιασα τὰ πόστα τοὺς ἐγὼ μ᾿ ἀνθρώπους σίγουρους, κ᾿ ἔτζι ἐσυχάσαμε. Καὶ κάθονταν εἰς τὸ πόστο μου, καὶ μὲ περικάλεσαν νὰ μὴν μαθευτῆ αὐτὸ ἔξω. Κ᾿ ἔκαμα τεμπίχι τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τὸ εἴπαμε κανενού. Ὅμως ἐγὼ τὸ βάνω ἐδῶ. Μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Μπεζαντὲς ὅτι τὸ εἶχε γινάτι, ὅτι ἐκεῖνοι κάθονται εἰς τὶς Χῶρες κ᾿ ἐμεῖς σκοτωνόμαστε νύχτα καὶ ἡμέρα μ᾿ ἑβδομήντα δράμια νερό, ἐγὼ τὸ μέραζα, καὶ ῾στὸ ὑστερνὸ τοὺς μέραζα τριάντα πέντε δράμια μοναχά. Ἀφανιστήκαμε ἀπὸ τὴν δίψα, ξεράθηκε ἡ γλώσσα μας.<br />
Ὁ Μπραΐμης ἐδίπλωσε τὰ κανόνια του καὶ μπόμπες καὶ γρανάτες. Καὶ δὲν μᾶς ἄφιναν οὔτε νύχτα, οὔτε ῾μέρα. ἀκατάπαυτα πόλεμος. Τὸ κάστρο ἦταν σάπιον καὶ γκρεμίζεταν, κ᾿ ἐμεῖς φκειάναμεν μὲ ξύλα σὰν κασσόνια ἀπὸ μέσα καὶ τὰ γιομίζαμε χῶμα. Καὶ δουλεύαμε καὶ πολεμούσαμε νύχτα καὶ ἡμέρα, καὶ ταινιάσαμε. Κι᾿ ἀρρώστησαν οἱ περισσότεροι ἐξ αἰτίας τοῦ ἀγῶνος τοῦ πολλοῦ καὶ τῆς δίψας. Οἱ κανονιαραῖοι καὶ οἱ τζενιέριδες τοῦ Μπραΐμη ἦταν ὅλοι Γάλλοι, κι᾿ ἀφάνισαν τὸ κάστρο. Ὅσα ἀσκέρια ἦταν εἰς τὶς Χῶρες μὲ τὸν Κουντουργιώτη τρώγαν ἀρνιὰ καὶ τὰ πλέρωσε μιστοὺς καὶ γεμεκλίκια ἀπὸ ἕξι μηναῖα, τοὺς δικούς μου ὅσους εἶχα εἰς Παλιοβαρίνους καὶ εἰς Νιόκαστρο δὲν τοῦ ἔδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ γύρευαν νὰ μὲ πάρουν νὰ πᾶμε πίσου εἰς τὴν Ἀρκαδιά. Καὶ πέφτουν ὅλου τοῦ κάστρου οἱ ἄνθρωποι ἀπάνου μου νὰ μὲ βαστήξουν, εἰδὲ φεύγουν ὅλοι. Καὶ τότε βιάστηκα νὰ πλερώσω ἐξ ἰδίων μου τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔλεγε νὰ γένωμε ὅλοι ἀξιωματικοὶ ὅσοι πιάσαμε τοὺς Ἀβαρίνους, ἐκεῖνοι οὔτε καὶ τὸν μιστόν μας δίνουν. Οἱ κόλακες ἀγαποῦνε τοὺς κόλακας καὶ οἱ ψεῦτες τοὺς ψεῦτες. Πλέρωσα τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἰδίων μου, δανείστηκα, καὶ τοὺς ἔστειλα εἰς τὰ πόστα τους.<br />
Ὅσους εἶχα εἰς τοὺς Ἀβαρίνους δὲν μποροῦσαν νὰ βαστήξουν μόνοι τους πλέον, ὅτι φοβέριζαν οἱ Τοῦρκοι νὰ τοὺς ριχτοῦν διὰ νυχτὸς κι᾿ ὡς ὀλίγους νὰ τοὺς χαλάσουνε καὶ νὰ κερδέψουνε τὴν θέσιν. Ἄρχισε πρῶτα ὁ Μπραΐμης κ᾿ ἔκοψε τέσσερα χαντάκια ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρη τῆς θάλασσας ὡς τὴν ἄλλη καὶ τὰ γιόμωσε ἀπὸ πίσου ἀσκέρι, ῾στὸ κάθε χαντάκι. Καὶ εἰς τὰ δυὸ ἀνάμεσα εἶχε σὰν πιάτζα, κ᾿ ἐκεῖ εἶχε τὸ τζαντίρι του καὶ πεζούρα, διαλεμένο ἀσκέρι, καὶ καβαλλαρία. Ἀπὸ τὴν Μοθώνη ὡς τὸ Νιόκαστρον ἦταν γιομάτο τζαντίρια κι᾿ ἀσκέρια. Ἀφοῦ τελείωσε αὐτὰ τὰ χαρακώματα κι᾿ ἀσφάλισε τὰ κανόνια του, ὅτι φοβώνταν νὰ μὴν βγοῦμε πίσου ἀπὸ τὸ κάστρο ἔξω εἰς τὰ κανόνια του, κι᾿ ἀφοῦ ῾τοιμάστηκε, εἶχε νὰ κινηθῆ ἀναντίον τῶν ὀλίγων εἰς τοὺς Ἀβαρίνους. Τότε ἔστειλαν τὸν ἀξιωματικὸν ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους καὶ μοῦ εἴπανε ὅτι πηγαίνουν Τοῦρκοι ἐκεῖ καὶ παρατηροῦν μὲ τὰ κιάλια τὴν θέσιν τῶν Ἀβαρίνων διὰ νὰ κάμουν κίνημα. Καὶ μοῦ παράγγειλαν ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους, ἂν δὲν ἔρθουν κι᾿ ἄλλα στρατέματα ἀπὸ τὶς Χῶρες, ὁποῦ κάθονται ἐκεῖ περίτου ἀπὸ δεκάξι χιλιάδες, «τότε ἐμεῖς, ἂν δὲν ἔρθουν κι᾿ ἀπὸ αὐτούς, θ᾿ ἀφήσουμε τὴν θέσιν νὰ ῾ρθούμε κ᾿ ἐμεῖς αὐτοῦ εἰς τὸ κάστρο, ἢ θὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀρκαδιά». Τάστειλα αὐτὰ ἐπίτηδες τοῦ Κουντουριώτη τόσες φορὲς καὶ ἦρθε εἰς Ἀβαρίνους μὲ τὸ σῶμα του ὁ Χατζηχρῆστος κ᾿ ἔπιασε τὴν θέσιν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου.<br />
Σὲ δυὸ ῾μέρες εἴδαμε καρσὶ εἰς τὴν Μοθώνη καὶ Σφαχτηρία ὡς ἑκατὸν τριάντα κομμάτια καράβια Τούρκικά του Σουλτάνου, τοῦ Μπραΐμη, τῶν Ἀλτζερίνων καὶ τῶν ἀλλουνῶν ὀτζακιῶν. Σὲ δυὸ ἡμέρες ἦρθε κι᾿ ὁ Μιαούλης μὲ τὰ ἑλληνικὰ ὡς τριάντα κομμάτια, καὶ ἦταν καρσὶ εἰς τὰ Τούρκικα, καὶ φαίνονταν τὰ ἑλληνικὰ σὰν φελοῦκες ῾μπρός εἰς τὰ Τούρκικα. Τότε σὰν ἦρθε ὁ στόλος τοῦ Μπραΐμη, στέλνει ἕναν Τοῦρκον ἀπόξω τὸ κάστρο νὰ μιλήσουμε. Βήκαμε ἀπὸ τὸ κάστρο διορισμένοι ὁ Μπεζαντὲς Μαυρομιχάλης ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες, ὁ Γιατράκος ἀπὸ τοὺς Πελοποννήσιους, ἐγὼ ἀπὸ τοὺς Ρουμελιῶτες. Τοῦ λέμε τοῦ Τούρκου: «Τί ὁρίζεις; – Ὁ πασὰς μ᾿ ἔστειλε ν᾿ ἀφήσετε τὸ κάστρο νὰ φύγετε, νὰ μὴ χαθῆτε. – Δὲν πρέπει ὁ πασσᾶς, τοῦ εἴπαμε, νὰ μᾶς λυπᾶται τόσο, ἂς κοπιάση νὰ τὸ πάρη μὲ πόλεμον, κι᾿ ὅταν μᾶς κυργέψη, φαίνεται ἡ ἐσπλαγχνία του. Καὶ σύρε εἰς τὴν δουλειά σου». Ἔφυγε ὁ Τοῦρκος. Βλέπομε ἀπὸ τὰ καράβια ἔρχονται πλῆθος φελοῦκες κ᾿ ἔμπαιναν ἀσκέρια καὶ τὰ πήγαιναν εἰς τὰ καράβια. Εἰς τὴν Σφαχτηρία τὸ νησὶ εἴχαμε ἕξι κομμάτια κανόνια καὶ φύλαγαν τὸ στόμιον τοῦ λιμανιοῦ καὶ καμπόσους ἀνθρώπους ἐκεῖ ἀπάνου. Ὅταν οἱ φελοῦκες τελείωσαν τ᾿ ἀσκέρι τὸ Τούρκικον, τὸ ῾βαλαν εἰς τὰ καράβια τους. Τότε βλέπομεν τὰ καράβια πλησιάζουν, ὅσα εἶχαν τ᾿ ἀσκέρι, κοντὰ εἰς τὸ νησὶ κι᾿ Ἀβαρίνους. Ὅσοι ἦταν εἰς τὸ νησὶ γυρεύουν δύναμιν – γύρευε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ὁ ὑπουργὸς νὰ ῾βγω ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου εἰς τὸ νησί, ὁποῦ ῾ταν κι᾿ αὐτός, καὶ νὰ πάρω κ᾿ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους νὰ πᾶμε ὅλοι ῾στὸ νησὶ νὰ δυναμώσουμε ἐκείνη τὴν θέσιν. Ἀκούγοντας αὐτὸ ὂσ᾿ ἦταν εἰς τὸ κάστρο, πὼς θὰ πάγω μὲ τὸ σῶμα μου εἰς τὸ νησί, δὲν θέλησαν, ἂν βγῶ ἐγὼ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, βγαίνουν κ᾿ ἐκεῖνοι. Καὶ γράφει ὁ φρούραρχος ὅτι ἐμένα δὲν μ᾿ ἀφίνουν ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ βγῶ. Τότε βγάλαμεν τὸν Τζόκρη καὶ τὸν Σταῦρο Σαΐνη μὲ καμπόσους καὶ πῆγαν εἰς τὸ νησί, κ᾿ ἔστειλε κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος καμπόσους δικούς του ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους.<br />
Τότε τὰ καράβια τὰ Τούρκικα βαρούγαν ἐκείνους εἰς τὸ νησὶ μὲ τὰ κανόνια, δὲν τοὺς ἔδωσαν καιρὸν νὰ ὀχυρωθοῦνε, καὶ ἦταν εἰς τὸ σιάδι. Οἱ φελοῦκες πλῆθος μὲ τ᾿ ἀσκέρια τὰ Τούρκικα κάμανε ντισμπάρκο ἀπάνου εἰς τὸ νησί. Αὐτεῖνοι πολλοί, οἱ ἐδικοί μας ἀδύνατοι – καὶ κάτι ὀλίγοι γλύτωσαν ἀπὸ τοὺς δικούς– μας κατὰ τὸ μέρος τοῦ Ἀβαρίνου. Ρίχνονταν εἰς τὴν θάλασσα κι᾿ ὅσοι μέναν χωρὶς νὰ πνιγοῦνε ἐκεῖνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν ἐκεῖ κεφαλὲς ὁ Τζαμαδός, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Σαΐνης, ὁ Σίμος κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν πῆγε κι᾿ ὁ Μπραΐμης μ᾿ ὅλες του τὶς δύναμες καὶ πολέμαγε τοὺς Ἀβαρίνους μὲ κανόνια καὶ ντουφέκια καὶ τὰ καράβια τοῦ τοῦ πελάγου. Τότε βήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τὸ κάστρο ἀναντίον τῶν Τούρκων εἰς τὰ χαρακώματά τους, τοὺς πολεμήσαμεν γενναίως. Βλέποντας αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι τοῦ νησιοῦ, μᾶς βαροῦσαν μὲ τὰ κανόνια τὰ δικά μας, ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὸ νησί, μᾶς βαροῦσαν ἀπὸ τὶς πλάτες κ᾿ ἤφεραν κι᾿ ἀσκέρια ἀπὸ τὸ νησὶ ἀναντίον μας, καὶ δυναμώθηκαν καλὰ οἱ Τοῦρκοι. Σκοτώσαμεν ὀλίγους, κι᾿ ἀπὸ ῾μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι καὶ πληγώθηκαν. Μᾶς ἀφάνισαν τὰ κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εἰς τὸ κάστρο. Ὁ Μπραΐμης πῆρε καὶ τοὺς Ἀβαρίνους μὲ συνθῆκες, κι᾿ ἄλλοι φύγαν μὲ γιρούσι, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄλλοι σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν. Πῆρε καὶ σκλάβους τὸν Χατζηχρῆστον, τὸν Δεσπότη Μοθώνης ὁποῦ ῾ταν ἐκεῖ, κ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ ῾χα κεφαλὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους μου τὸν πλήγωσαν καὶ τὸν πιάσανε, καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὸ Μισίρι. Στάθη τέσσερα χρόνια ἐκεῖ κι᾿ ὀλίγον καιρὸν ἔχει ὁποῦ ῾ρθε. Τὸν λένε Στάμον Βελέτζα.<br />
Εἰς τὸ νησὶ ἀπάνου ἦταν κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, μπῆκε εἰς τὸ καράβι τοῦ Τζαμαδοῦ, μπῆκε κι᾿ ὁ Σαχτούρης μέσα ὁ φρούραρχος τοῦ Νιόκαστρου, καὶ πολεμώντας μ᾿ ὅλα τὰ καράβια τῶν Τούρκων σώθηκαν μὲ μεγάλον κίντυνο καὶ μ᾿ ἀπερίγραφη γενναιότητα ὁποῦ ῾δειξαν αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιοῦ Ἄλλο ἦταν νὰ τὸ λέπη ὁ ἄνθρωπος κι᾿ ἄλλο νὰ τὸ λέγη. Σώθηκαν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δίνοντάς τους ἀντρεία πολλή.<br />
Αὐτείνη ἡ ῾μέρα, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, ἦταν πολὺ φαρμακερὴ διὰ τὴν πατρίδα, ὁποῦ ῾χασε τόσα παληκάρια καὶ σημαντικοὺς ἄντρες, στεργιανοὺς καὶ θαλασσινούς, διὰ ὅλη τὴν πατρίδα ἦταν φαρμάκι ἐκείνη ἡ ῾μέρα καὶ διὰ ῾μάς πεθαμός, ὅτι χάσαμεν τοὺς συντρόφους μας. Κι᾿ ὁ πόλεμος αὐγάτησε τώρα. Ἡ θέση ἐκτεταμένη, ἐμεῖς ὀλίγοι. Καὶ νερὸ τελείως. Κι᾿ ἄγυπνοι νύχτα καὶ ἡμέρα. Καὶ οἱ σημαντικοὶ ἀρχηγοὶ τῆς πατρίδος ὅλοι μας κάναν σίγρι ἀπὸ τὴν ράχη, τόσες δύναμές μας ἔβλεπαν μὲ τὰ κιάλια ἀδιάφοροι σὰν νὰ μὴν ἤμαστε ἀδελφοί τους καὶ συναγωνισταί τους. Μᾶς βλέπαν κι᾿ ἄκουγαν τὸν θρῆνον τῶν κανονιῶν μας, ὁποῦ πετζοκοβόμαστε. Γιόμωσε καὶ τὸ λιμάνι πνιμένους, σὰν νὰ ἦταν μπακακάκια εἰς τὸν βάλτο, ἔτζι πλέγαν κι αὐτεῖνοι εἰς τὴν θάλασσα. Καὶ τὸ νησὶ καὶ τ᾿ ἄλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κ᾿ οἱ ἑλληνικὲς δύναμές μας τήραγαν ἀπὸ ἀλάργα.2<br />
Ἀφοῦ ὁ Μπραΐμης κυρίεψε ὅλες τὶς θέσες, τότε ἔβγαλε καὶ κανόνια ἀπὸ τὰ καράβια καὶ κρυφίως διὰ νυχτὸς ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κι᾿ ἀπάνου, τίρα πιστολιᾶς, τὸ γιόμωσε κανόνια πέρα καὶ πέρα, ξημερώθηκαν ὅλα φκειασμένα, Κι᾿ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Ὁ κανονοβολισμὸς καὶ ἡ μπόμπα καὶ ἡ γρανάτα μας ἀφάνισαν. Ἔστειλε δυὸ ἀνθρώπους ἕναν δικόνε μου, ὁποῦ ῾πιασε εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, κ᾿ ἕναν του Χατζηχρήστου, νὰ εἰποῦνε τὸν χαλασμό τους καὶ νὰ παραδοθοῦμεν. Ἔρριξα μίαν τριχιά, τοὺς πῆρα ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο, τοὺς εἶπα τί νὰ εἰποῦνε τῶν ἀνθρώπων μας νὰ μὴν τοὺς κρυώσουνε, ὅτ᾿ εἴχαμεν ἐλπίδες ἀκόμα νὰ μὴν ἔρθη τὸ μιντάτι μας, καὶ νὰ μὴν παραδοθοῦμεν. Μίλησαν τῶν ἀνθρώπων παρουσία ὅ,τι τοὺς εἴπαμε συνφώνως μὲ τὸν Μπεζαντέ, νὰ τοὺς παρηγορήσουνε, τοὺς πολιορκημένους, ὅτι γύρευαν νὰ σκοτώσουνε τὸν Μπεζαντὲ κ᾿ ἐμένα. Ὅτι ἅμα ἦταν ὁ Μπραΐμης εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, νὰ θέλαμε φεύγαμε, ἀφίναμε τὸ κάστρο καὶ σωνόμαστε ὅλοι, ὅτ᾿ ἦταν λίγη δύναμη, κ᾿ ἐμεῖς οἱ δυὸ δὲν θελήσαμεν. Καὶ μᾶς φοβέριζαν νὰ μᾶς σκοτώσουνε. Γύρεψε πίσου τοὺς ἀνθρώπους τοὺς δυὸ ὁ Μπραΐμης, τοῦ εἴπαμε ψέματα ὅτι τοὺς σκότωσε μπόμπα.<br />
Τότε ὁ πόλεμος δυνάμωσε ὡς τὰ μεσάνυχτα, ἔπαψε τὴν αὐγή. Ἔστειλαν ἕναν Τοῦρκον ἀπόξω νὰ βγοῦμε νὰ μιλήσουμε. Βῆκε ὁ Μπεζαντές, ὁ Γιατράκος κ᾿ ἐγώ. Μᾶς εἶπε ὁ στελμένος ὅτι ὁ πασσᾶς θέλει τὸ κάστρο, ἢ θὰ μᾶς πάρη μὲ ρισάλτο, καὶ τί ἀπαίτησες θέλομεν διὰ νὰ μὴν χυθῆ ἀδίκως αἷμα. Τοῦ εἴπαμεν, θέλομεν καράβια εὐρωπαίικα νὰ βαρκαριστοῦμεν, ὕστερα ὅλα μας τ᾿ ἄρματα, τρίτο τὸν Χατζηχρῆστο καὶ Δεσπότη κι᾿ ὅλους τους σκλάβους, καὶ τοὺς μιστούς μας. Καὶ τότε τοῦ παραδίνομεν ἐφοδιασμένο κάστρο (ἐφόδιασμα μόνον μὲ τὶς σάπιες πέτρες, ὀλίγος τζεμπιχανὲς ἦταν ἀκόμα καὶ ψωμὶ πολλὰ ὀλίγον καὶ νερό, νὰ χορτάσουμεν δὲν μπορούσαμεν, ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τὸ μεράζαμεν). Πῆγε ὁ στελμένος εἰς τὸν Μπραΐμη, τοῦ εἶπε ὅ,τι τοῦ εἴπαμε. Τὸν διάταξε νὰ γυρίση νὰ μᾶς εἰπῆ ὅτι καράβια ἔχει δικά του καὶ μᾶς βαρκαρίζει, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ξένα. Τ᾿ ἅρματά μας τὰ θέλει ὅλα. Τοὺς σκλάβους τοὺς πῆρε μὲ τὸ σπαθί του καὶ τοὺς βαστάει ζωντανοὺς ὅσο νὰ βάλη κ᾿ ἐμᾶς εἰς τὸ χέρι καὶ τότε νὰ μᾶς σκοτώση ὅλους μαζί. Μιστοὺς δὲν ἔχει οὔτε λιανό, νὰ μᾶς πλερώση ἡ Διοίκησή μας. Τοῦ εἴπαμε: «Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας, καὶ πολεμᾶτε καὶ θὰ πολεμήσουμε ὅσο νὰ λυώσουμε, νὰ φᾶμε ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τότε πά᾿ ν᾿ τὸ πάρη τὸ κάστρο. Φωτιὰ θὰ βάλωμε νὰ πᾶμε ῾στὸν ἀγέρα μ᾿ ὅλο αὐτό.<br />
Τὰ εἶπε αὐτὰ τοῦ Μπραΐμη. Καὶ τότε ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε τὸν Χατζηχρῆστον καὶ Δεσπότη καὶ Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο νὰ μᾶς παρακινήσουν νὰ παραδοθοῦμεν. Δὲν θελήσαμεν καὶ φύγαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Τότε διατάζει καὶ μπῆκαν τὰ καράβια μέσα, καὶ ἡ κακή μας τύχη πῆρε φωτιὰ ἡ ντάπια τῆς θάλασσας καὶ πῆγαν εἰς τὸν ἀγέρα οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κανόνια μας. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὅλοι ὁποῦ εἶδαν αὐτὸ σαλαβάτισαν ῾σ ὅλα τὰ μέρη, ὅτι ὁ Θεὸς βόηθαγε αὐτοὺς καὶ κιντύνευε ἐμᾶς. Τὰ καράβια μπῆκαν μέσα ἀπολέμητα, κι᾿ ἀφοῦ μπῆκαν, ἄρχισαν οἱ φεργάδες τέσσερες τέσσερες καὶ μᾶς βαροῦσαν. Ἦταν σάπιον αὐτὸ τὸ κάστρο καὶ τὸ ῾καμαν κόσκινο, καὶ μᾶς ἀφάνισαν εἰς τὸν σκοτωμὸν οἱ φεργάδες κ᾿ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι ἀπόξω, τῆς στεργιᾶς. Δὲν εἴχαμεν ποὺ νὰ σταθοῦμεν, μᾶς πολέμησαν ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ δειλινό. Θέλησε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε ἕνας ἀγέρας καὶ πάψαν τὰ κανόνια τῶν φεργάδων, καὶ ηὕραμεν καιρὸ καὶ θάψαμεν τοὺς σκοτωμένους. Κι᾿ ὅσοι πληγώνονταν κανένας δὲν γιατρεύεταν. Εἴχαμεν ἕναν γιατρὸν Ἄγγλον, τὸν πλερώσαμεν κι᾿ αὐτὸν ἐγὼ κι᾿ ὁ Μπεζαντὲς ἀπὸ πεντακόσια γρόσια τὸν μήνα. Τὸν εἶχε συνφωνήση ἡ Διοίκηση καὶ δὲν τὸν πλέρωνε, καὶ τὸν πλερώσαμεν ἐμεῖς οἱ δυό. Καὶ μᾶς πέθαινε τοὺς συντρόφους. Καὶ μαρτύρησε κι᾿ ὅλη τὴν ἔλλειψη ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὸ κάστρο, τὴν εἶπε μὲ τὴν γλώσσα τοῦ εἰς τὸν Φραντζέζο, ὅταν ἦρθε μὲ τὸν Χατζηχρῆστον. Ἤθελα νὰ τὸν σκοτώσω τὸν ἄτιμον, δὲν μ᾿ ἄφησαν. Ὕστερα πῆγε μὲ τὸν Μπραΐμη. Τότε διὰ νυχτὸς ἔβγαλαν κι᾿ ἄλλα κανόνια καὶ τὰ ῾βαλαν ὁλόγυρά μας. Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι ὁληνύχτα δυναμώναμε τὴν βέργα, ὁποῦ ἦταν ἀδύνατη, καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη καὶ κουβαλούσαμε ξύλα καὶ πέτρες καὶ φκειάναμε τὸ νερό. Ἦταν μία στέρνα εἰς τὸν Ἰτσκαλέ, ἔπιναν τὸ νερὸ κρυφὰ οἱ στρατιῶτες. Εἶχαν ἕνα καλάμι τρυπήση μακρύ, τὴν στέρνα τὴν εἴχαμεν βουλλωμένη, κι᾿ αὐτοὶ τρύπησαν ῾σ ἕνα μέρος ὀλίγο καὶ τὴν νύχτα πήγαιναν κρυφὰ καὶ πίναν. Τηράμεν μιὰ ἡμέρα, βλέπομεν τὴν στέρνα μ᾿ ὀλίγο νερό, ὁποῦ πρωτύτερα τὸ εἴχαμεν μετρημένο. Τότε ἀπολπιστήκαμεν, καὶ οἱ στρατιῶτες μας βιάζαν νὰ φύγωμεν. Εἶχα μιλήση μὲ τὸν Βελέτζα κι᾿ ἄλλους νὰ τοὺς βγάλωμεν μὲ τρόπον ἔξω αὐτούς, ὁποῦ φοβέριζαν νὰ μᾶς σκοτώσουνε καὶ ἤθελαν χωρὶς ἄλλο νὰ κάμωμεν ὁμιλίαν μὲ τοὺς Τούρκους νὰ παραδώσουμε τὸ κάστρον, ἢ νὰ φύγωμεν μὲ γιρούσι – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ θὰ γλύτωνε κανένας, καθώς μας εἶχαν τρογυρισμένους. Σάν μας βιάζαν, εἴπαμε νὰ τοὺς βγάλωμεν κατὰ τὴν θέλησίν τους καὶ νὰ εἰποῦμεν ὅτι πάμεν κ᾿ ἐμεῖς μαζί, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς βγάλωμεν ἔξω, νὰ μείνωμεν ὀπίσου καὶ νὰ βαστήσουμεν μόνον τὸν Ἰτζκαλέ, καὶ νὰ βάλωμεν καὶ μπαρούτι ὁλόγυρα σὲ μίνες, κι᾿ ὅταν ἡ Τούρκικη δύναμή μας πλακώση, φωτιὰ νὰ βάλωμεν νὰ πάμεν ὅλοι εἰς τὸν ἀγέρα. Δι᾿ αὐτὸ εἴχαμεν τηράξη τὸ νερό, καὶ ἡ κακή μας τύχη, τὸ εἶχαν πιωμένο χωρὶς νὰ ξέρωμεν. Τότε ἀπολπιστήκαμεν, ὅτι ἤμαστε εἰς τὴν διάκρισιν τῶν Τούρκων.<br />
Ἀφοῦ δυνάμωσε ὁ Μπραΐμης ὅλες τὶς θέσες, στέλνει τὴν αὐγὴ ἄνθρωπον, ἂν θέλωμεν νὰ μιλήσωμεν – αὐτείνη εἶναι ἡ ὑστερνὴ ὁμιλία, ἄλλη βολὰ δὲν ματαθέλει ὁμιλίαν. Καὶ δυὸ ὧρες διορία νὰ βγοῦμε εἰς τὸν Μπραΐμη νὰ μιλήσουμε. (Αὐτὸς ἤξερε καὶ τὴν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ ἀπὸ τὸν γιατρό μας). Ἀποφάσισαν ὅλοι του κάστρου νὰ πάγω ἐγὼ εἰς τὸν Μπραΐμη κι᾿ ὁ Καράπαυλος κι᾿ ὁ Σαλβαρᾶς νὰ κάμωμεν συνθῆκες. Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο. – Τί ζητᾶτε; (Μοῦ λέγει ἐμένα, αὐτοὺς τοὺς Μωραΐτες ἄφησέ τους, σὲ ὀλίγες ἡμέρες τοὺς κουβεντιάζω). – Ζητοῦμε καράβια εὐρωπαίικα. Συνθῆκες γραφτὲς σὲ τέτοιους ἀνθρώπους σὰν τὴν Ὑψηλότη σας δὲν χρειάζονται. Ὁ λόγος σας εἶναι συνθήκη. – Καράβια, λέγει, ἔχω τὰ δικά– μου. – Τοῦ εἶπα, δὲν μπαίνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ δικά σου, φοβῶνται. ῾Σ εὐρωπαίικα βάλαμε καὶ τοὺς Τούρκους τ᾿ Ἀναπλιού. – Σὰν τοὺς μιλήσης ἐσὺ τῶν ἀνθρώπων, μοῦ εἶπε, δὲν τοὺς πιάνει φόβος. – Δὲν μ᾿ ἀκοῦνε καὶ δὲν σὲ γελάγω. Χωρὶς εὐρωπαίικα καράβια καμμία ὁμιλία δὲν γένεται». Τὸ τροπολοήσαμεν πολύ, τ᾿ ἀποφάσισε. «Ποιὸς θὰ πληρώσει τὸν ναῦλον τῶν καραβιῶν; – Ἢ Ὑψηλότη σου», τοῦ λέγω. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ πλερώσωμεν ἐμεῖς. Τοῦ εἶπα: «Δὲν ἔχομεν χρήματα. Ὅ,τι χρήματα εἴχαμεν, ἐφοδιάσαμεν τὸ κάστρο ἀπὸ κρασιὰ καὶ φαγητά» Συνφωνήσαμαν πλερώση αὐτός. Τ᾿ ἄρματα, δὲν μᾶς ἀφίνει οὔτε σουγιά. «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».<br />
Μείναμε σύνφωνοι ῾σ ὅλα καὶ στείλαμεν ἕναν ἄνθρωπον ἐμεῖς κ᾿ ἕναν αὐτὸς καὶ πῆγαν εἰς τὴν Μοθώνη ὅ,τι καράβια βροῦνε εὐρωπαίικα νὰ τὰ ναυλώσουνε, (κι᾿ ἂν εὕρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, εἶπα ἐγὼ τοῦ δικοῦ μας, νὰ τοὺς ναυλώσουνε τὰ καράβια καὶ νὰ φέρνουν γύρα καμπόσες ἡμέρες, μὲ τρόπον πὼς συγυρίζουν τὰ καράβια, νὰ μή μας ἔρθη ἡ δύναμη τοῦ Ἐκλαμπρότατου «Ὅμως» Κουντουριώτη. Ἀφοῦ πῆγαν, τόφεραν γύρα δεκαοχτὼ ἡμέρες, δὲν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναῦλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ὁ Μπραΐμης, μοῦ λέγει: «Δία σας τοὺς παλιανθρώπους μου γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα καὶ δὲν τὰ δίνω. – Ἣ παλιοὶ ῾μαστε ἢ καινοῦργοι ἄνθρωποι, κατὰ ὁποῦ συνφωνήσαμεν θὰ τὰ πλερώσης». Μείναμε σύνφωνοι νὰ τὰ πλερώση, ἀφοῦ κάμαμεν πλῆθος φιλονικίες.<br />
Ἀφοῦ τελειώσαμεν αὐτὰ ὅλα, φεύγει ἕνα Τουρκόπουλο ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ πάγει εἰς τὸν Μπραΐμη, τοῦ λέγει τὴν ἔλλειψη τοῦ κάστρου ἀπὸ τὸ νερὸ κι᾿ ἄλλα κι᾿ ὅτ᾿ εἶναι δυὸ Τούρκισσες καλὲς εἰς τὸ κάστρο. Ἦταν δυὸ Τζορτζοῦρες, ὡραῖες γυναῖκες, τὶς εἶχαν οἱ Οἰκονομίδηδες, ντόπιοι, ὡς γυναῖκες τους. Ἐγὼ δὲν τὶς ἤξερα ἢ ἦταν ἢ ὄχι. Τότε ὁ Μπραΐμης στέλνει καὶ μὲ φωνάζει. Ἀφοῦ πῆγα πολλὲς φορὲς (στέλναν μόνον ἐμένα, ὅτι μὲ διορίσαν ὅλοι οἱ πολιορκημένοι ἐπίτροπόν τους ν᾿ ἀγροικιῶμαι μ᾿ αὐτὸν μόνος μου, κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἕναν Τοῦρκον ἀπὸ τὴν Τροπολιτζὰ κ᾿ ἕναν ἀπὸ τὴν Κάρυστον. Ξέραν τὰ Ρωμαίικα, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ δυὸ ἔρχονταν καὶ μοῦ μιλοῦσαν καὶ πήγαινα εἰς τὸν Μπραΐμη, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ξηγώμουν τὴν γλώσσα τους), μοῦ λέγει: «Μέσα εἰς τὸ κάστρο εἶναι δυὸ Τούρκισσες τὶς ξέρεις; – Τοῦ λέγω τὴ ντάπια ὁποῦ φυλάγω ξέρω, ὄχι γενικῶς, οὔτε Τούρκισσες ξέρω, οὔτε Ρωμιές». (Γύρευε νὰ μὲ κάμη καὶ κοντόση, γαμῶ τὸ Ρεσούλη του. Τί νὰ σοῦ κάμω ὁποῦ δὲν εἶχα νερὸ καὶ δὲν ἔβλεπε κάστρο. Ὅτ᾿ εἶχα λιοντάρια μέσα). Μοῦ λέγει ὁ πασσᾶς: «Νὰ στείλεις νὰ τὶς φέρεις» Ἔστειλα τὸν μπαϊραχτάρη μου καὶ ἤφερε. Τὶς πῆρε καὶ τὶς ξέταξε διὰ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ κάστρου. Ἐκεῖνοι ὁποῦ τὶς εἶχαν αὐτὲς τὶς γυναῖκες τὶς εἶχαν ὡς πνευματικοὺς καὶ ξέραν ὅλα τους τὰ μυστήρια καὶ τοῦ κάστρου. Τοῦ εἶπαν ὅτ᾿ εἶναι κι᾿ ἄλλοι Τοῦρκοι μέσα καὶ ξέρουν ὅλα τὰ πράματα τοῦ κάστρου (ἀφοῦ αὐτὲς τὰ ἤξεραν). Μοῦ ζητάγει νὰ τοῦ στείλω καὶ τοὺς ἄλλους Τούρκους (νὰ μάθη κι᾿ ἄλλα). Ἦταν ὁ Μπραΐμης μεθυσμένος, πίνει ρούμι καὶ κρασὶ μποτίλλιες. Μπεκρὴς πολὺ καὶ παραλυμένος εἰς γυναῖκες καὶ παιδιά. Μοῦ δίνει τοὺς δυὸ Τούρκους ὁποῦ ξέραν τὴν γλώσσα, πήγαμεν εἰς τὸ κάστρο καὶ τοὺς ἄφησα ἀπόξω τὰ τείχη. Τοὺς εἶπα ἐκεινῶν ὁποῦ ῾χαν τοὺς Τούρκους δούλους τὰ αἴτια καὶ μοῦ τοὺς ἤφεραν. Καὶ τοὺς κατέβασα κάτου– ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ τοὺς εἶπα: «Σύρτε τους εἰς τὸν πασιά, κι᾿ ἂν θέλει νὰ βαστήση τὸν λόγον του, κατὰ τὶς συνθῆκες ὁποῦ κάμαμεν, καλά, εἰδὲ ἀρχινᾶτε τὸν πόλεμον νὰ μᾶς πάρετε μὲ τὸ σπαθί σας. Ὅτι τοιούτως δὲν κάνουν οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι, κάστρο χωρὶς νὰ παραδοθῆ, ἀνθρώπους δὲν ζητοῦνε ἀπὸ μέσα, σήμερα γυναῖκες κι᾿ αὔριον ἄντρες. Κι᾿ ὅσα θὰ τοῦ εἰποῦνε ὅλοι αὐτεῖνοι – οὔτε νερὸ ἔχομεν, οὔτε ἄλλα, εἶναι ἀνεφόδιαστο ὅλως– δι᾿ – ὅλου τὸ κάστρο. Ὅμως ἕνας τὸν ἄλλον θὰ φᾶμε οἱ ἄνθρωποι – καὶ τὸ κάστρο μαζί, δὲν θ᾿ ἀφήσουμε τοῖχον γερόν, οὔτε σημάδι. Καὶ πέστε του, ἢ ντουφέκι ἢ συνθῆκες! Καὶ κοντόσηδές μας ἔκαμε!» Πιάστηκα μὲ τοὺς πολιορκημένους διατὶ μίλησα τοιούτως.<br />
Τὸ βράδυ εἶχε ἔρθη μία φεργάδα Ἀγγλικὴ καὶ τὰ Τούρκικα καράβια τὴν εἶχαν ῾στὴν μέση νὰ μὴν ἀνταποκρινώμαστε ἐμεῖς μ᾿ αὐτείνη, φοβώνταν. Τότε στέλνομεν ἕναν Κυπραῖον μὲ γράμματα τῆς πλεγῆς. Τὸν πῆραν χαμπέρι τὰ Τούρκικα καὶ τὸν κυνήγησαν ὁληνύχτα, καὶ τὸ᾿ ῾πεσαν τὰ γράμματα ἐκεῖ ὁποῦ βούταγε εἰς τὴν θάλασσα. Καὶ πῆγε εἰς τὴν φεργάδα, καὶ μπαίνοντας μέσα, ἔπεσε πεθαμένος. Τὸν κρεμάσανε καὶ βῆκε τὸ νερό, καὶ τὸ ῾βαλαν σπίρτα κι᾿ ἀναστήθη. Καὶ εἶπε τῶν Ἄγγλων τὸν χαμὸν τῶν γραμμάτων, ὁποῦ τὰ εἴχαμε δομένα. Εἶπε στοματικῶς τὴν κατάστασιν τοῦ κάστρου καὶ τὶς πρόφασες τοῦ Μπραΐμη. Καὶ τὸν πῆρε ἡ φεργάδα καὶ πῆγαν εἰς τὴν Ζάκυθο καὶ εἶπαν αὐτὰ τοῦ ναυάρχου. Τότε ὁ ναύαρχος ἔστειλε ἕνα μπρίκι.<br />
Πρὶν ἔρθη τὸ μπρίκι στέλνει ὁ Μπραΐμης νὰ ἑτοιμαστοῦμε, ὅτι ἦρθαν τὰ καράβια ὁποῦ ῾χαμε ναυλώση. Ὅταν μὲ φώναξε ἦταν ῾σ τὰ μαγαζειά, κι᾿ ὅλο του τὸ στράτεμα. Ἦταν δυὸ ὧρες νὰ νυχτώσῃ. Τοῦ λέγω: «Πότε θὰ βαρκαριστοῦμεν, καθὼς προστάζεις; Οἱ πόρτες θέλουν ἀρκετὲς ὧρες νὰ ξεπλακωθοῦνε, ὁποῦ τὶς ἔχομεν χτισμένες θὰ περάσουνε τὰ μεσάνυχτα καὶ νὰ μὴν ξεπλακωθοῦνε. Ἔχομε λαβωμένους, ἔχομε ἀρρώστους. Αὔριον τὴν αὐγὴ κάνομεν ἀρχὴ καὶ βαρκαριζόμαστε». Αὐτὸς ἀντιστάθει, ὅτι γύρευε πρόφασιν. Μοῦ λέγει: «Ἀπόψε ἂν θέλετε, καλά, εἰδὲ οἱ συνθῆκες εἶναι χαμένες ποὺ κάμαμε. – Ὅταν στείλης καὶ ἰδῆς ἂν προφασιζόμαστε, τότε φταῖμε ἐμεῖς. Εἰδέ, θέλεις νὰ τὶς χαλάσης τὶς συνθῆκες». Τοῦ εἶπαν κι᾿ ἄλλοι ὅτι «κιΆποψε δικοί μας εἶναι κι᾿ αὔριον». Ὅτ᾿ εἶχε νὰ μᾶς σκοτώσει. Μό᾿ δῶσε δυὸ Τούρκους, τοὺς ἔδειξα τὶς πόρτες κι᾿ ἄλλα. Τοὺς ἔδωσα τῶν Τούρκων κι᾿ ἀπὸ μίαν ζυγὴ ἄρματα καλά. Μίλησαν τοῦ πασιᾶ. Τὴν αὐγὴ μπονόρα ἔστειλε ἕναν συγγενῆ του μὲ σαράντα ἀνθρώπους νὰ περιλάβῃ τ᾿ ἄρματα. Ἐγὼ εἶπα τοῦ Βελέτζα καὶ κάθεταν εἰς τὸν Ἰτζκαλέ, νὰ μή μας κάμουν τίποτας, νὰ μείνωμε μέσα καὶ βγάλαμεν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλους τους ἄλλους. Ξαρματώσαμε καμπόσους, τοὺς βγάλαμεν ἀπὸ τὸ κάστρο. Οὔτε ῾σ τὰ καράβια τοὺς βαίναν – οὔτε ῾σ τὰ δικά μας, οὔτε ῾σ τὰ δικά τους. Βγάλαμεν κι᾿ ἄλλους, τὸ ἴδιον. Τ᾿ ἀσκέρια τοῦ Μπραΐμη ἦταν ὅλα συνασμένα ἐκεῖ. Τότε κλειοῦμεν ἐκείνους τοὺς Τούρκους ὁποῦ ῾ρθαν νὰ περιλάβουν τὸ κάστρο, καὶ τοὺς λέγω: «Οἱ δικοί σας ἂς φᾶνε ἐκείνους ὁποῦ βγάλαμεν ἔξω, κ᾿ ἐμεῖς τρῶμε ἐσᾶς καὶ μᾶς σώνει». κλείσαμεν τὸ κάστρο. Φωνάζουν αὐτεῖνοι, νὰ βγάλουν ἄνθρωπον νὰ μιλήση τοῦ Μπραΐμη, τοὺς βγάλαμεν ἕναν. Τότε καβαλλίκεψε ὁ ἴδιος ὁ Μπραΐμης ῾σ ἕνα ἄλογον καὶ διαλοῦσε τ᾿ ἀσκέρια του νὰ φύγουν ἀπὸ ῾κεῖ. Κι᾿ ἄρχισαν νὰ βαρκαρίσουν τοὺς δικούς μας εἰς τὰ ξένα καράβια, ὁποῦ ῾χαμεν συνφωνήση νὰ μποῦνε οἱ ἄνθρωποι. Τότε βῆκαν κι᾿ ἀπὸ τὸ Ἀγγλικὸν ὁποῦ ῾ρθε ἀπὸ τὴν Ζάκυθον μ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ στείλαμεν τῆς πλεγῆς. Τοὺς ρώτησε ὁ Μπραΐμης. Τοῦ εἴπανε: «Στελμένοι εἴμαστε ἀπὸ τὸν ναύαρχον νὰ ἰδοῦμε ἂν θὰ σταθῆς μὲ τοὺς Ἕλληνες ῾σ ὅσες συνφωνίες κάμετε». Τότε, ἀποβαρκαριστήκαμεν, ἀλλοῦ στερνὰ πέρασα ἐγὼ μ᾿ ὅσους ἄλλους εἴχαμεν τ᾿ ἄρματα, ὁποῦ μᾶς χάρισε. (Τὰ μέρασα ἀναλογίαν σὲ ὅλους τους ἀρχηγούς, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χε ὁ καθείς). Εὐκήθηκα τὸν Μπραΐμη διὰ τὴν περιλαβῆ τοῦ κάστρου, μπῆκα μέσα εἰς τὸ καράβι, ἦταν τρία Ἀγγλικόν, Γαλλικὸν κι᾿ Ἀουστριακόν. Ἐγὼ μπῆκα εἰς τὸ καράβι τὸ Ἀγγλικόν. Ἔρχεται ἕνας δοῦλος τοῦ Γιατράκου ἀπὸ αὐτὸν κι᾿ ἀπὸ τὸν Μπεζαντὲ καὶ μοῦ λέγει ὅτι τοὺς βάσταξε ὁ Μπραΐμης. Τότε συνάζω ὅλους τους καραβοκυραίους ῾στὸ Ἀγγλικὸν κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾ρθαν μὲ τὸ μπρίκι τὸ Ἀγγλικὸν ἀπὸ τὴν Ζάκυθον καὶ τοὺς λέγω «Ἐμεῖς σταθήκαμε εἰς τὸν λόγο μας κι᾿ ὁ Μπραΐμης δὲν ἐστάθη. Ἐγὼ ἔκαμα τὶς συνθῆκες». τοὺς λέγω καὶ τοὺς εἶπα ὅσα μας ἔκαμεν. Καὶ πῆραν πολλῶν χρήματα κι᾿ ἀσήμια. Καὶ μᾶς κράτησαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, Μπεζαντὲ καὶ Γιατράκο. Τότε πῆγαν αὐτεῖνοι εἰς τὸν Μπραΐμη. Τοὺς εἶπε: «Τοὺς δυό τους κρατῶ, ὅτι θέλω τοὺς πασσάδες τοῦ Ἀναπλιοῦ. Καὶ οἱ Ρωμαῖγοι, τοὺς εἶπε, κάμαν συνθῆκες καὶ βάσταξαν τοὺς πασσάδες». Ἐμεῖς δὲν ξέραμεν ἀπὸ αὐτά. Τότε δὲν μποροῦσαν νὰ εἰποῦνε τίποτα οἱ καραβοκυραῖγοι. Μᾶς κλέψαν κ᾿ ἐξηντατρεῖς ἀνθρώπους ἐκεῖ ὁποῦ πέρναγαν νὰ βαρκαριστοῦν. Τοὺς ἔπαιρναν οἱ κολῶνες καὶ τοὺς ἔκρυβε μία τὴν ἄλλη· καὶ τοὺς ἔσφαξαν εἰς τὸ κάστρο κουρμπάνι. Ὅταν μπήκανε μέσα, τοὺς θυσιάσαν ὅλους καὶ τοὺς ἐξηντατρεῖς.<br />
Ὅταν ἤμαστε εἰς τ᾿ Ἀγγλικὸν καράβι, ὁποῦ ῾χαμεν ναυλωμένο, καὶ ἤμουν μὲ καμπόσους ἀξιωματικοὺς μέσα καὶ στρατιῶτες Ἕλληνες, μοῦ λέγει ὁ καπετάνιος τοῦ καραβιοῦ – ἤξερε τὴν γλώσσα μας αὐτός, εἶχε καὶ τὴν γυναίκα τοῦ μέσα – μου λέγει νὰ φωνάξω ὅλους τους ἀξιωματικοὺς νὰ πᾶμε νὰ φᾶμε ψωμὶ εἰς τὴν κάμαρη. Πῆγα εἰς τὴν κάμαρη μὲ καμπόσους ἀξιωματικούς. Εἶχε ἕνα πουλὶ εἰς τὴν κάμαρη, παπαγάλλον. Ἀφοῦ μας εἶδαν, ἔκλαιγε ἡ γυναίκα, ἔκλαιγε καὶ τὸ πουλί. Βλέπω ἐγὼ αὐτό, ρωτάγω τὸν καπετάνιον τοῦ καραβιοῦ, τοῦ λέγω: «Ἐσεῖς μας προσκαλέσατε νὰ φᾶμε κι᾿ ἐδῶ ὅπου ῾ρθαμε βλέπω ἕνα πουλὶ καὶ ἕναν ἄνθρωπον ὁποῦ κλαῖνε». Τότε λέγει ἡ γυναίκα τοῦ καραβοκύρη: «Δίκιον μεγάλον ἔχομεν νὰ κλαῖμεν ἄνθρωποι καὶ πουλιά, ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἡ δυστυχισμένη θά ῾χανε τόσα παληκάρια. Ποῦ θὰ τὰ ματάβρισκε εἰς τὴν ἀνάγκη της; Ὁ Ἰμπραΐμης μας ναύλωσε καὶ μᾶς εἶπε, φορτώσουμε, δὲν φορτώσουμε, τὸ ναῦλο νὰ πάρωμε καὶ νὰ μὴν εἰποῦμε τίποτας. Καὶ διὰ νὰ μὴν μπῆτε εἰς τὰ καράβια θὰ σᾶς θανάτωνε ὅλους ἔξω. Καὶ δὲν εἴχαμεν τὸν τρόπον νὰ σᾶς τὸ εἰποῦμεν, νὰ μὴν πιστευτῆτε εἰς τὶς συνθῆκες». Τῆς εἶπα: «Ὁ θεὸς εἶναι μέγας καὶ μᾶς γλύτωσε κι᾿ ἂς γλυτώσει κ᾿ ἐκείνους ὅπου βάσταξε ὁ Τοῦρκος».<br />
Φύγαμε ἀπὸ ῾κεῖ καὶ πήγαμεν εἰς Καλαμάτα. Ἐκεῖ βῆκαν οἱ Καλαματιανοί. Ἐμεῖς ἤμαστε ξαρμάτωτοι, μὲ τὰ λίγα ἐκεῖνα τ᾿ ἄρματα, ὁποῦ μό᾿ ῾δωσε ὁ Μπραΐμης καὶ τὰ μέρασα ὁλουνῶν. Βγαίνοντας εἰς τὴν Καλαμάτα, οἱ Καλαματιανοὶ ἦταν εἰς τὰ περιβόλια κ᾿ ἔκαναν γλέντια μὲ τὰ λαλούμενα. Ἦρθαν καὶ μᾶς εἴδανε, καὶ μᾶς λένε: «Πούθε ἔρχεστε; – Τοὺς λέμε ἀπὸ Νιόκαστρο. – Μᾶς λένε, δὲν βαστάγετε καμπόσον καιρὸν κ᾿ ἐρχόμαστε νὰ σᾶς βγάλωμεν ἀπὸ ῾κεῖ; Ἀφήσετε τέτοιον κάστρο καὶ φύγετε;» Δὲν θέλησαν νὰ μᾶς δώσουνε οὔτε ἕνα κονάκι, μόνε μας ἀφήσανε εἰς τὶς περιβόλες ἔξω, εἰς τ᾿ ἀργαστήρια ἐμᾶς ὅλους, καὶ λαβωμένους, καὶ καθίσαμεν ἐκεῖ ἐναδυὸ ἡμέρες νὰ χορτάσουμεν νερὸ καὶ νὰ φύγωμεν. Ἔστειλα εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ νὰ μοῦ φέρουν τ᾿ ἄλογά μου καὶ τοὺς παράγγειλα νὰ φύγουν, ὅτι θὰ βγῆ ὁ Μπραΐμης καὶ νὰ μὴν τοὺς σκλαβώση. Ἀναμέρησαν οἱ ἄνθρωποι. Εἶπα καὶ τῶν Καλαματιανῶν αὐτά. Λυπήθηκα τοὺς ἀθώους κι᾿ ὄχι τοὺς ἀχάριστους, νὰ μὴν σκλαβωθοῦνε. Ὅτι μου εἶπε ὁ Μπραΐμης εὐτὺς θὰ κινηθῆ καὶ νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ νὰ τὸν ἀνταμώσω, νὰ μένω μαζί του. Τότε μου λέγει ὁ Ἀντωνάκης Μαυρομιχάλης: «Ξέρεις τί παληκάρια εἴμαστε ἐμεῖς; Πεντακόσιοι πολεμοῦμε μὲ πέντε ἕξι χιλιάδες, καὶ δὲν εἴμαστε σὰν ἐσᾶς ὁποῦ ἀφήσετε τὸ κάστρο ἀπολέμητο καὶ φύγετε. – Ὃ Θεός, τοῦ εἶπα, κάνει κι᾿ ἀντρείους, κάνει καὶ κιοτῆδες. Οἱ κιοτῆδες φοβήθηκαν, οἱ ἀντρεῖοι χόρευαν εἰς τὴν Καλαμάτα κι᾿ ἀλλοῦ. Τὸ κάστρο τώρα τὸ᾿ ῾χεῖ ὁ Μπραΐμης. Σᾶς εἶπα κ᾿ ἐγὼ ὅ,τι ἤξερα συχωρᾶτε μέ». Συκωθήκαμε καὶ φύγαμε. Εἰς τὸ χάνι ηὗρα καὶ τὸν Παπαφλέσια μὲ καμπόσους, πάγαινε ἀναντίον τοῦ Μπραΐμη. Μοῦ εἶπε νὰ πάγω κ᾿ ἐγώ. Τοῦ εἶπα: «Μὲ τὰ ραβδιὰ δὲν πολεμοῦν, πολεμοῦν μὲ ντουφέκια. Ἐμεῖς ἔχομεν ραβδιά, ξύλα, κι᾿ ὄχι ντουφέκια». Πέρασε ἀπὸ τὸ Λιοντάρι καὶ ἦταν ἐνθουσιασμένος. Πῆγε καὶ χάθηκε.<br />
Πῆγα εἰς τὴν Τροπολιτζά. Μὲ κλείσανε ὅσους εἶχα μαζί μου καὶ εἰς Παλιοβαρίνους καὶ εἰς Ἀρκαδιὰ καὶ μοῦ λένε: «Ὅταν ἤρθαμε μὲ σένα εἴχαμε ἀσημένια ἄρματα, τώρα μᾶς τὰ πῆρε ὁ Μπραΐμης, ὅσοι ἤμαστε εἰς Νιόκαστρο κι᾿ Ἀβαρίνους». Μὲ κλείνουν στενά, ἀπολπίστηκα. Ἤθελα νὰ σκοτωθῶ, νὰ μὴν τραβάγω αὐτὰ ἀπὸ Ρωμαίγους καὶ Τούρκους. Ἔγραψα εἰς τὴν Κυβέρνησιν τὸ κακό, δανείστηκα, γυμνώθηκα ὁλότελα, καὶ τοὺς πλέρωσα ἐξ ἰδίων μου.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Αὐτείνη τὴν ἔκθεσιν τὴν ἔγραψε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ὁ ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου, ὁποῦ ῾ταν πολλὰ πλησίον, ῾στὸ νησὶ τῆς Σφαχτηρίας, μὲ τὸν Τζαμαδὸν καὶ σκοτώθηκαν καὶ οἱ δυὸ σ᾿ τὸ νησί. Ἀκολούθως γράφω αὐτό.<br />
2. Αὐτὰ κάνουν οἱ φατρίες, αὐτὰ κάνει ἡ διαίρεση κι᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀποτελέσματα φέρνει ὁ ἐνφύλιος πόλεμος ὁ συχνός. Καὶ ὥρα μᾶς τηρᾶνε ἀπὸ μακρυὰ οἱ συντρόφοι μας, ὅταν κιντυνεύωμε, κάνει σίγρι ἕνας ῾στὸν ἄλλον. Κι᾿ ὁ Μπραΐμης γίνεται ἀπολέμητος διὰ νὰ εἰπῆ ἡ ἱστορία ὅτ᾿ εἶναι γενναῖοι, ὄχι ὅτ᾿ εἶναι πλῆθος. Τὰ πρῶτα χρόνια μὲ σαράντα ἀνθρώπους μ᾿ ἑκατὸ γιόμιζε ὁ τόπος σκοτωμένους Τούρκους. Τότε δουλεύαμε ἀπαθεῖς ὡς ἀδελφοὶ διὰ τὴν θρησκεία, διὰ τὴν πατρίδα. Ἦταν ἡ πολιτικὴ τοῦ τίμιου κι᾿ ἁπλοῦ δημογέροντα, δὲν ἦταν οἱ συβουλὲς τοῦ Μεταξᾶ καὶ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ ἡ διαίρεση ῾στοὺς ὁπλαρχηγούς, νὰ τοὺς στέλνουν εἰς τοὺς Τούρκους, δὲν ἦταν ἡ καλωσύνη τοῦ Κωλέτη νὰ στέλνη τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον Παλάσκα νὰ σκοτωθῇ καὶ νὰ τοῦ παίρνη τὴν γυναίκα του μορόζα. Αὐτὰ ὅλα φέραν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδος, ἀναγεννήθηκαν τὰ πάθη καὶ τηράγει ὁ Πελοποννήσιος τὸν γείτονά του τὸν Ρουμελιώτη κι᾿ ὁ Ρουμελιώτης τὸν Πελοποννήσιον σὰν Τοῦρκοι ὅταν τοὺς πολεμούσαμε.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-10853414804074501672011-03-25T12:19:00.001-07:002011-10-25T12:24:59.214-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 6<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Μακρυγιάννης παρουσιαζόμενος εἰς τὴν Διοίκησιν, ἀναλαμβάνει ὑπηρεσίαν. - Ἀπέρχεται μετὰ τοῦ Γενναίου Κολοκοτρώνη εἰς Κόρινθον. - Ἀρχὴ τοῦ πρώτου ἐμφυλίου πολέμου. - Ἐξασφάλισις βουλευτικῶν ἀρχείων. - Ἔρις Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Γενναῖον. - Τὰ ἐν Τριπόλει. - Ἐκστρατεία εἰς Κλημεντοκαίσαρι. - Νέα ἔρις Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Γενναῖον. - Ὁ Μακρυγιάννης μεταβαίνει πρὸς τοὺς κυβερνητικούς. - Ἐκστρατεία αὐτῶν κατὰ τῆς Τριπόλεως. - Μάχαι πέριξ αὐτῆς. - Παράδοσις αὐτῆς. - Εὐχαριστήρια πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Διορισμὸς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς φρουρᾶς τῆς Κυβερνήσεως. - Ἐνέργειαι αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς Κυβερνήσεως. - Ἐμφύλιος μάχη ἐν Νταλαμανάρᾳ. - Μάχη εἰς Μπολάτι. - Μάχη παρὰ τὸ Ἄργος. - Τέλος τοῦ περὶ τὸ Ἄργος ἀγῶνος. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη ἀντιστρατήγου. - Προσπάθειαι αὐτοῦ πρὸς εἰρήνευσιν τῶν διαμαχομένων. - Μετάβασις αὐτοῦ εἰς Ὕδραν. - Τὰ αὐτόθι συμβάντα. - Ἐπάνοδος εἰς Ἄργος. - Δεύτερος ἐμφύλιος πόλεμος. - Ἐκστρατεία εἰς Μεσσηνίαν. - Πολιορκία τοῦ Μακρυγιάννη, εἰς Μελιγαλᾶ. - Συνέντευξις αὐτοῦ μετὰ τῶν Μεσσηνίων ἀνταρτῶν. - Ἄφιξις Παπαφλέσσα. - Μάχαι περὶ τὸ Μελιγαλᾶ. - Νέα συνέντευξις καὶ συμβουλαὶ τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τοὺς ἀντάρτας. - Ἐξακολούθησις τοῦ ἐμφυλίου ἀγῶνος. - Μετάβασις τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Τριπολιτσάν. - Ἐπάνοδος εἰς Ναύπλιον. - Ἀποστολὴ αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας καὶ ἐπάνοδος. - Συνέχεια τοῦ ἐμφυλίου ἀγῶνος ἐν Κορινθίᾳ. - Μετάβασις Μακρυγιάννη εἰς Γαστούνην. - Ἐπάνοδος αὐτοῦ εἰς Ναύπλιον συνοδεύοντος τὸν Ἰωάννην Σισίνην. - Τὰ καθ᾿ ὁδὸν συμβάντα. - Ἐπεισόδια ἐν Ναυπλίῳ. - Παρέκβασις περὶ Γκούρα καὶ Ἀνδρούτσου.</i><br />
<hr />
Ἦρθα ἐδῶ. Ἦταν τὸ Βουλευτικὸν σῶμα. Στάθηκα καμπόσες ἡμέρες, παρουσιάστηκα καὶ τοὺς εἶπα: «Δὲν ματαθέλομε ὅλοι ὅσοι ἤρθαμε νὰ ξέρωμε ἀπὸ καπεταναίους, ὅ,τι διαταγὲς εἶναι ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, ἐκεῖνο εἴμαστε πρόθυμοι νὰ κάμωμε, νὰ πᾶμε ὀμπρός». Εἶχα καὶ συντρόφους ὅλους διαλεμένους πατριῶτες. Ζήτησε δύναμη ὁ Κολοκοτρώνης, ὅτ᾿ ἦταν μέλος ῾στὸ Ἐκτελεστικὸ σῶμα καὶ κυβερνοῦσε τὴν πατρίδα. Ἦταν αὐτός, ὁ Πετρόμπεγης, ὁ Σωτήρη Χαραλάμπης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς. Τότε ἔμαθα τί ἦταν φατρία, καθὼς θὰ ἰδῆτε.<br />
Ἀφοῦ ἔμαθε ὁ Δυσσέας ὅτι πῆγα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, τοῦ παράγγειλε ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι μὲ τὸ πνεῦμα τῶν καπεταναίων καὶ νά ῾χη τὸ νοῦ του, νὰ μὲ κυβερνήση. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης δὲν εἶναι αἱμοβόρος καὶ μοῦ τὸ εἶπε αὐτό. Τοῦ λέγω τοῦ Κολοκοτρώνη: «Ἐγώ, ἀδελφὲ γνωρίζω τοὺς μεγαλύτερούς μου, ὅσοι δουλεύουν διὰ πατρίδα καὶ θρησκεία, δι᾿ αὐτὰ ὁποῦ σηκώσαμε τ᾿ ἄρματα». Μοῦ εἶπε νὰ σταθῶ μὲ τὸν Γενναῖον τὸν υἱγιόν του. Πῆγα, βλέπω ἕνα παιδί. Μοῦ λέγει: «Ἐσὺ ῾σαι ὁ Μακρυγιάννης; – Τοῦ λέγω, ἐγώ. Καὶ εἶσαι σὺ ὁ Γενναῖος; – Ἐγώ, μοῦ λέγει. – Χαίρομαι» τοῦ λέγω. Μὲ εἶχαν ρωτήση τί μιστὸν θέλω διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοῦ λόγου μου, νὰ μᾶς πλερώνη ἡ Κυβέρνηση. «Ὅ,τι πλερώνει καὶ τόσους ἄλλους ὁποὔχει, ἂς πλερώνη καὶ τοὺς δικούς μου, ἐγὼ δὲν θέλω τίποτας. Τὰ ταιργιάσαμε.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες μαθαίνω ὅτι εἰς τὴν Πελοπόννησο ἄνοιξε φατρία ὁ Κολιόπουλος κι᾿ ἄλλοι μὲ τῆς Κυβερνήσεως τὸ μέρος καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι, Ζαΐμης, Λονταῖγοι μὲ τ᾿ ἄλλο. Ρωτᾶμε ἐμεῖς τί πράμα εἶναι αὐτὴ ἡ φατρία (δὲν τὴν ξέραμε εἰς τὴν πατρίδα μας αὐτείνη τὴν λέξη, ξέραμε ὅμως ἄλλες προκοπές, καπεταναίικες). Μᾶς λένε: «Μεράστηκαν οἱ καλοὶ πατριῶτες νὰ προκόψουν τὴν πατρίδα», – κι᾿ ὅλος ὁ τόπος γιομάτος Τούρκους. Μὲ διατάζουν τότε κ᾿ ἐμένα νὰ πάρω τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ νὰ πάγω μὲ τὸ μέρος τῆς Κυβέρνησης, νὰ ῾περασπίζωμαι τὸ Ἐκτελεστικὸν (ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος ἦταν τὸ Βουλευτικόν). Μὲ τὸ Βουλευτικὸν ἦταν τὸ δίκιον καὶ ἡ πατρίδα. Οἱ ἄλλοι ἤθελαν νὰ ρουφοῦνε τὰ ἐθνικὰ καὶ μάλλωναν. Δὲν ἤξερε κανεὶς τί νὰ κάμη. Ἤμουν ἄμαθος ἀπὸ τέτοια. Μὲ διατάζουν νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ νὰ δοκιμάσω αὐτὸ τὸ καλό, νὰ φάγω φατρία μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου. Τοὺς εἶπα: «Δὲν ὁρκίστηκα, ὅταν ὁρκίστηκα νὰ σηκώσουμε ντουφέκι νὰ πάγω κ᾿ ἐγὼ νὰ πολεμήσω, μὲ Ρωμαίγους εἴπαμε; Μὲ Τούρκους. Καὶ δὲν πᾶμε». Δὲν θέλησα νὰ πάγω. Μὲ βάσταξαν ἐκεῖ, εἰς Ἀνάπλι, καὶ στείλαν ἄλλους.<br />
Ἀφοῦ ἄναψε ἐκεῖ τὸ ντουφέκι, θέλησε κι᾿ ὁ Γενναῖος νὰ πάη νὰ πολεμήση τὸν Νοταρά, νὰ πάρη τὸ κορίτζι τοῦ γυναίκα. Μοῦ λέγει ὁ Κολοκοτρώνης νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε, νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κόρθο, ὅτι ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐμεῖς δὲν ξέραμε αὐτὲς τὶς συμπεθεριές, πήγαμε εἰς Κόρθο, τὸ μάθαμε αὐτό. Συνάχτηκαν οἱ Νοταραῖοι, πήγαινε ν᾿ ἀνοίξη τὸ ντουφέκι, φοβερίζαμε ἕνας τὸν ἄλλον. Τοὺς μίλησα ἐγὼ φρόνιμα, ὅ,τι μποροῦσα, σηκωθήκαμε καὶ πήγαμε πίσου εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἀφοῦ γυμνώσαμε τοὺς δυστυχισμένους κατοίκους καὶ τοὺς φάγαμε τὰ σφαχτά τους.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες τὸ «κλειδί» τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ πατριώτης Μεταξᾶς ῾ρεθίζει αὐτὸν καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τοῦ Ἐκτελεστικοῦ καὶ τοὺς παίρνουν ὅλους κ᾿ ἔρχονται εἰς τ᾿ Ἄργος, ἕτοιμοι ν᾿ ἀνοίξη ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Ἀφοῦ τὸ φέραν γύρα, μ᾿ ἔκραξε τὸ Βουλευτικὸν καὶ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ αἴτια καὶ πὼς οἱ ἄλλοι θέλαν νὰ τοὺς πάρουν τ᾿ ἀρχεῖα, τοῦ Βουλευτικοῦ. Μοῦ ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλᾶμε μὲ τὸν καλὸν πατριώτη Θοδωρὴ Ζαχαρόπουλον καὶ συνφώνως καὶ οἱ δυό μας παίρνομε τ᾿ ἀρχεῖα ὅλα του Βουλευτικοῦ καὶ τὰ κρύψαμε, καὶ δὲν τὰ πῆραν οἱ ἄλλοι. Τότε ξαναπήγαμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Μαθαίνοντας ὅλα αὐτὰ αὐτεῖνοι, τὸ Ἐκτελεστικό, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ αἴτιος ποὺ δὲν πῆραν τ᾿ ἀρχεῖα κι᾿ ὅτι δὲν εἶμαι πλέον μὲ τὸ πνεῦμα τους, μελέτησαν νὰ μοῦ τὴν παίξουν χερότερα κι᾿ ἀπὸ τὸν Δυσσέα καὶ τὸν Γκούρα. Μοῦ δισπάρτισε τοὺς ἀνθρώπους μου ὁ Γενναῖος, θέλησε νὰ μοῦ τοὺς πάρη μὲ ψευτιὲς – καὶ τότε χωρὶς συντρόφους μο᾿ κάναν ὅ,τι θέλαν. Κατάλαβα τὸν σκοπόν τους, πληροφόρησα τοὺς ἀνθρώπους μου, κατάλαβαν καὶ οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ψευτιὲς αὐτὰ ἐκεινῶν νὰ μᾶς δισπαρτίσουνε. Ἔδιωξα τοὺς αἴτιους ὁποῦ ῾χαν ὄργανά τους καὶ διάγειραν τοὺς ἄλλους. Τοῦ εἶπα τοῦ Γενναίου: «Δὲν ἤξερες νὰ τὴν κάμῃς καλὰ αὐτείνη τὴν δουλειά, ὅπου ῾νεργοῦσες. Εἶσαι νέος ἀκόμα. Ἄσε νὰ σὲ μάθω ἐγώ, κ᾿ ὕστερα... – Μοῦ λέγει, δὲν μὲ μαθαίνεις. – Ὅποτε εἶναι καιρὸς θέλει σὲ μάθω, τότε σὲ θυμάγω καὶ τὸ βλέπεις».<br />
Τὴν ἄλλη ῾μέρα, μάθαμε ὕστερα, τὸ Βουλευτικὸν διόρισε ἄλλο Ἐκτελεστικόν, πῆγε εἰς τὸ Κρανίδι τὸ Βουλευτικόν, διόρισε τὸν Κουντουργιώτη, τὸν Μπόταση, τὸν Σπηλιωτάκη, τὸν Κωλέττη, τὸν Λόντο, τὸν ἀδελφόν του Πετρόμπεγη. Τότε ὁ Σωτήρη Χαραλάμπης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μείναν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κυβερνήσουνε. Ἐμεῖς μὲ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Πετρόμπεγη πήγαμε εἰς τὴν Τροπολιτζὰ νὰ πολεμήσουμε. Ἀφοῦ πήγαμε εἰς Τροπολιτζά, ἄνοιξε τὸ ντουφέκι καὶ σκοτωνόμαστε σὰν τὰ σκυλιὰ εἰς τ᾿ ἀμπέλια. Μέθαγε ὁ ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἀναντίοι ἦταν κλεισμένοι εἰς τὰ σπίτια τοὺς κ᾿ ἐμεῖς ἀπόξω, καὶ σκοτωνόμαστε. Τότε πᾶμε μὲ τὸν Χατζηχρῆστο εἰς τὸ μισὸ Βουλευτικὸν καὶ μισὸ Ἐκτελεστικόν, τὰ δικά τους, καὶ τοὺς λέμε: «Τὴν πολιτείαν τὴν γύμνωσαν οἱ ἀνθρωποί σας». (Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἄφησα τοὺς ἀνθρώπους μου νὰ πάρουν μίαν τρίχα. Ἕνας πῆρε ἕνα σαχάνι νὰ κενώσουμε τὸ φαῒ καὶ τὸν ἔδιωξα καὶ τὸ πῆγε ὀπίσου ἐκεῖ ὁποῦ τὸ πῆρε). Τοὺς εἴπαμε: «Τώρα τὴν γύμνωσαν τὴν Τροπολιτζά, οἱ ἄνθρωποί μας σκοτώνονται ὁλοένα. Ἐγώ, τοὺς λέγω, ἔχω τρακόσιους ἀνθρώπους, θὰ τοὺς δώσω τρακόσια δαβλιὰ ἀναμμένα, τὸ ἴδιον κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ Χορμοβίτες, καὶ θὰ κάψωμε τὰ σπίτια νὰ βγοῦνε οἱ ἀναντίοι σας ὄξω νὰ σκοτωθοῦμε μ᾿ αὐτοὺς φανερά, ὄχι νὰ σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι σὰν τὰ σκυλιὰ μεθυσμένοι καὶ οἱ ἀναντίοι ἀπὸ μέσα νὰ μᾶς βαροῦνε». Τότε λένε ὅλοι αὐτεῖνοι: « Δὲν γίνεται αὐτό, ὅτι καῖτε καὶ τὰ δικά μας σπίτια. – Λίγο μὲ μέλει, τοὺς λέγω, τώρα ὁποῦ γυμνώθηκαν οἱ ἄνθρωποι, τί τὰ θέλετε κ᾿ ἐσεῖς τὰ σπίτια; Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ μείνουν ἄκαγα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὰ κάψωμε. Αὐτείνη τὴν λευτερίαν ζητᾶτε νὰ μᾶς φέρετε, νὰ κάμετε τὰ κέφια τὰ δικά σας, νὰ χαθῆ καὶ ἡ πατρίδα μας». Σηκωθήκαμε κι᾿ ἀνχωρήσαμε. Τὸ δειλινὸ στείλαν καὶ πήγαμε ὀπίσου καὶ μᾶς εἴπανε, μὲ τὸν Χατζηχρῆστο οἱ δυό μας νὰ μιλήσουμε τῶν ἀναντίων νὰ πάψη τὸ ντουφέκι. Μιλήσαμε τότε μ᾿ αὐτοὺς καὶ ἡσυχάσαμε.<br />
Τὸ βράδυ βλέπω ἕναν φερμένον ἀπὸ τὸ Κρανίδι, Λεωνίδα τὸν λένε, ἦταν στελμένος ἀπὸ τὴν νέαν Κυβέρνησιν. Τότε τὸ ῾μαθα αὐτό, δὲν μᾶς τὸ ῾λεγαν πρωτύτερα. Μοῦ λέγει αὐτὸς ὅτι ἔγινε νέα Κυβέρνηση, κι᾿ αὐτὴ μὲ τὸ Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν νὰ γυρίσω μ᾿ αὐτοὺς καὶ μοῦ δίνουν διακόσες χιλιάδες γρόσια. Τοὺς παραγγέλνω: «Τὴν δικαιοσύνη ὁποὔχουν ἐτοῦτοι ἐδῶ νὰ μὴν τὴν ἔχουν κ᾿ ἐκεῖνοι ἐκεῖ, καὶ νὰ κυβερνήσουνε πατριωτικῶς, ὅτι κιντυνεύει ἡ πατρίς, κ᾿ ἐγὼ γρόσια δὲν θέλω, δὲν πουλιῶμαι διὰ γρόσια, δὲν ὁρκίστηκα δι᾿ αὐτά, ὁρκίστηκα διὰ πατρίδα. Καὶ ἂν εἶναι διὰ τὴν πατρίδα, δέχομαι νὰ τὴν βοηθήσω ἐγώ, ἀφῆτε μὲ ἐμένα νὰ τοὺς διαλύσω αὐτεινῶν ἐδῶ τὴν δύναμή τους ὅλη. Ἀλλὰ νὰ μὴν ξέρη κανένας ὅτι ἀγροικιῶνται μετ᾿ ἐμένα καὶ κιντυνέψω ἀδίκως καὶ δὲν βγάλω καὶ τ᾿ ἀποτέλεσμα». Μοῦ στείλαν ὀπίσου, ὅ,τι γνωρίζω νὰ κάμω καὶ ἡ πατρὶς θὰ μοῦ τὸ γνωρίζη πολύ.<br />
Ἀφοῦ κυβερνήσαμε τὴν Τροπολιτζὰ καὶ σκοτώθηκαν καὶ τόσοι ἄνθρωποι, κινήσαμε μὲ τὸν Γενναῖον ὡς δυὸ χιλιάδες στράτεμα Πελοποννήσιοι, Χατζηχρῆστος, Χορμοβίτες κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ξένοι κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸ σῶμα μου καὶ βήκαμε σὲ κάτι χωριὰ ἀπόξω ἀπὸ τὴν Τροπολιτζά. Συνκατοικοῦσα ἐγὼ μὲ τὸν Γενναῖον, ἀποφάγαμε ψωμί, μὲ πιστεύτηκε καὶ μοῦ εἶπε: «Πᾶμε, Μακρυγιάννη, νὰ πατήσουμε τὰ Τρίκκαλα, τώρα ἔμαθα ὅτι δὲν εἶναι πολλὴ δύναμη ἐκεῖ, ἐσεῖς νὰ πάρετε τὸ βίον τοῦ Νοταρᾶ κ᾿ ἐγὼ νὰ πάρω τὸ κορίτζι του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀναντίος τῆς πατρίδος». (αὐτεῖνοι ἦταν κλοί, θὰ διόρθωναν ἔτζι τὴν πατρίδα). Ἐγὼ ἀκούγοντας αὐτό, θέλησα ῾λικρινώς νὰ τὸν συβουλέψω, τοῦ εἶπα: «Γυναίκα θὰ τὴν πάρεις ἢ μορόζα; – Μοῦ λέγει, γυναίκα. – Σὰ θὰ τὴν πάρης γυναίκα, πάρε καὶ μίαν καντιποτένια, φτάνει νὰ εἶναι ὄμορφη νὰ σὲ εὐκαριστάγη, ὅτι σὰν πάρωμε ἐμεῖς τὸ βίον κ᾿ ἐσὺ ἐκείνη ξερή, τί τὴν θέλεις καὶ τί ζωὴ θὰ ζήσης μ᾿ αὐτείνη καὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της καὶ μὲ τοὺς χωργιανούς της; Κάλλιον ν᾿ ἀποχτᾶς φίλους καὶ νὰ μετρᾶς, κι᾿ ὄχι τοιούτους. Πρόσεξε νὰ μὴν φύγωμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ γενοῦμε ἄλλοι τοιοῦτοι χερότεροι». Μ᾿ ἄκουσε ὁ Γενναῖος σ᾿ αὐτά, κι᾿ ἀντίς– νὰ πᾶμε νὰ χαλάσουμε τὰ Τρίκκαλα καὶ τὸν Νοταρὰ (καὶ θὰ τοὺς χαλάγαμε, ὅτι δὲν ἦταν δύναμη τελείως ἐκεῖ, ἦταν ὁ Νοταρᾶς μὲ τὸ παιδί του καὶ μὲ τὸν Λόντο), σηκωθήκαμε καὶ πήγαμε εἰς τὰ Κλημαντοκαίσαρα καὶ φάγαμε τὸ χωριὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους τόσες ἡμέρες. Ἐκεῖ πλησίον ἦταν καὶ καμμιὰ δεκαργιὰ χιλιάδες πράματα τοῦ Νοταρᾶ καὶ Τρικκαλιώτων. Μοῦ εἶπε πάλε ὁ Γενναῖος, ὁ Τζόκρης κι᾿ ἄλλοι νὰ πάγω νὰ πάρω τὰ μισά, νὰ τὰ βαστήξω ἐγώ, καὶ τ᾿ ἄλλα νὰ τὰ δώσω νὰ ῾φοδιάσουνε τὰ κάστρα ὁποῦ ῾χαν εἰς τὸ χέρι τοὺς αὐτεῖνοι. Ἐγὼ οὔτε καὶ τὸ καζάντι τοὺς ἤθελα, νὰ γυμνώσω ἀθώους ἀνθρώπους, οὔτε καὶ τὰ κάστρα νὰ εἶναι ῾φοδιασμένα – νὰ μένουν εἰς τὴν δικαιοσύνη αὐτεινῶν καὶ τῆς συντροφιᾶς τους. Μοῦ λένε: «Νὰ πᾶς νὰ τὰ πάρης, ὅτι ῾στὴν Τροπολιτζᾶ δὲν πήρετε πλιάτζικα, καὶ νὰ πάρης αὐτὰ νὰ φκαριστηθῆς ἐσὺ καὶ οἱ ἄνθρωποί σου, (ξένα πράματα δικά μας καζάντια). – Τοὺς λέγω, πάγω». Καὶ τοὺς εὐκαρίστησα ὅπού μας ἀγαποῦνε καὶ θὰ μᾶς καζαντήσουνε. Στέλνω ἕναν ἐπίτηδες καὶ τοὺς εἶπα τῶν χωριανῶν καὶ τράβησαν τὰ ζωντανὰ ἀπὸ ἐκεῖ. Πῆγα ἐγὼ ὕστερα δὲν τὰ ῾βρα γύρισα ἄδειος ὀπίσου. Τότε αὐτὸ μαθεύτηκε, ὅτι ἐγὼ παράγγειλα αὐτό. ῾Γγιχτήκαμε μὲ τὸν Γενναῖον καὶ τοὺς ἄλλους. Πρόσμεναν ἀκόμα τρεις– χιλιάδες ἀσκέρι ἀπὸ Καρύταινα κι᾿ ἄλλα μέρη νὰ πᾶμε νὰ βαρέσουμε τὸ Κρανίδι ὁποῦ ῾ταν τὸ Βουλευτικὸν καὶ ἡ νέα Κυβέρνηση. Καὶ σηκωθήκαμε καὶ πήγαμε εἰς τὸ Μπότζικα κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ ἐκεῖνα τὰ χωριὰ νὰ προσμείνωμε καὶ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ πᾶμε ἀναντίον τῆς νέας Κυβέρνησης καὶ τοῦ Βουλευτικοῦ. ῾Στὸ Κουτζοπόδι πιάστηκα μὲ τὸν Γενναῖον ὅτι δὲν θέλομε νὰ βαρέσουμε τὸ Βουλευτικόν. Εἶχα κουβεντιάση μὲ τὸν Χατζηχρῆστο κι᾿ ἄλλους καὶ ἤμαστε συντρόφοι καὶ σύνφωνοι. Ἀφοῦ μάλλωσα ἀρκετά, σηκώθηκα πῆγα εἰς τὸ κονάκι μου. Αὐτεῖνοι μίλησαν πολλῶν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τους καὶ τοὺς ἔδωσαν χρήματα νὰ τάξουν τῶν συντρόφωνέ μου, νὰ γυρίσουνε μ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ μὲ βαρέσουν μὲ δόλο ἐμένα. Ἕνας μπαϊραχτάρης τοῦ Γενναίου, καλὸ παληκάρι, ἦταν παρὼν κι᾿ ἄκουγε τὰ σκέδιά τους καὶ ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Πῆγα εἰς τὸν Γενναῖον, τοῦ εἶπα ὅτι ἐγὼ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν τραβάγω χέρι, θὰ πεθάνω μ᾿ αὐτούς. Τότε ἀγαπήσαμε, καθίσαμε ὡς τὰ μεσάνυχτα, φάγαμε, σηκώθηκα νὰ φύγω, μοῦ εἶπε μπονόρα νὰ πάγω νὰ φᾶμε τηγανίτες. Ὁ στραβοραγιᾶς ἂς δουλεύη διὰ ῾μάς, ἐκεῖνος τρώγει λάχανα ἀνάλατα, ἐμεῖς τηγανίτες κι᾿ ἀρνάκια. Καὶ τοὺς λευτερώσαμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀπὸ σένα, χάρε, φεύγω, σετ᾿ ἐσένα καὶ χερότερα κατανταίνω. Τοῦ εἶπα μπονόρα θὰ πάγω νὰ φάγω τὶς τηγανίτες. Εὐτὺς ὁποῦ πῆγα εἰς τὸ κονάκι μου ἔστειλα τὸν τζαγούση μου καὶ σύναξε ὅλους τους ἀνθρώπους μου καὶ πῆρα καὶ καμπόσους δικούς του τοῦ Γενναίου. Ἦταν μία μεγάλη βροχὴ καὶ κοντέψαμε νὰ σωθοῦμε ἀπὸ ῾να παλιόρεμα. Βήκαμε καρσὶ εἰς τὴν ράχη κι᾿ ἀνάψαμε φωτιές. Τὴν αὐγὴ στέλνει ὁ Γενναῖος νὰ φᾶμε τὶς τηγανίτες, δὲν βρίσκει κανέναν. Τοῦ παράγγειλα: «Αὐτείνη εἶναι ἡ τέχνη, πολέμαγες νὰ μοῦ πάρης τοὺς ἀνθρώπους μου εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ τοὺς δισπάρτισες, διὰ νὰ μὲ κάμης ὅ,τι θέλης χωρὶς συντρόφους. Ἐγὼ ξόδιαζα ἐξ ἰδίων μου διὰ τοὺς συντρόφους κ᾿ ἐσὺ τοὺς ἀνακάτευες ἀναντίον μου. Αὐτείνη εἶναι ἡ τέχνη ποὺ ἤθελες νὰ μὲ μάθης, κι᾿ ὅ,τι ἤθελες νὰ μοῦ κάμης τὸ ῾παθες». Ἀφοῦ μάθαν ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι ὅτι ἔφυγα ἐγώ, σὲ δυὸ ὧρες ἦρθαν ὅλοι εἰς τὸν Ἅγιον Γιώργη, εἰς τὸ χωριόν, ἦταν ἐκεῖ τῆς νέας Διοίκησης τ᾿ ἀσκέρια, ὁ Νοταρᾶς, Λονταῖγοι κι᾿ ἄλλοι. Ἔμεινε ὁ Γενναῖος μὲ σαράντα ἀνθρώπους μόνον καὶ πῆγαν εἰς Τροπολιτζά.<br />
Ὁ Γενναῖος πῆγε εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁποῦ ῾ταν ὁ πατέρας του. Ἀφοῦ μιλήσαμε τὶς προκοπὲς τῶν καπεταναίων, ὁποῦ θὰ λευτερώσουνε τὴν πατρίδα, πᾶμε καὶ εἰς τοὺς εὐγενεῖς, τοὺς ἀφεντάδες. Ὅταν φτάσαμε εἰς τὸν Ἁγιώργη, ἦταν ἐκεῖ ὁ Νοταρᾶς κι᾿ ὁ Λόντος κι᾿ ὁ θεῖος τοῦ ὁ Ἀντρέας. Εἶχαν τῆς Κόρθος τᾶς προσόδους κ᾿ ἔπρεπε νὰ πλερώσουνε τὰ στρατέματα. Σὰν ἔφυγα ἀπὸ τοὺς Κολοκοτρωναίους, ἡ νέα Διοίκηση διάταξε τὸν Νοταρὰ τὸν Γιάννη νὰ μᾶς πλερώση. Πάγω μίαν ἡμέρα εἰς τὸ κονάκι του, τὸν βρίσκω καὶ τυραγνοῦσε ἕναν πολίτη, τέτοιον τυραγνισμὸν δὲν τὸν ξέραν νὰ τοῦ κάμουν μήτε οἱ Κατζαντωναῖοι ὁποῦ ῾ταν λησταί. Δεμένος ὁ πολίτης, κεφάλι κι᾿ ὁ κῶλος ἕνα, καὶ τοῦ γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα ὅλως διόλου τὸ Ρωμαίικο, ὅτι μάθαμε ὅλοι τὴν ληστείαν γενικῶς. Τοῦ μίλησα αὐτεινοῦ τοῦ εὐγενῆ ὅτι δὲν εἶναι καλὰ τὰ τοιούτα: «Ὅτι ὅταν βλέπουν ἐσᾶς ὁποῦ κάνετε τοιούτα οἱ ἄλλοι, οἱ μικροί, θὰ φᾶνε ζωντανοὺς ἀνθρώπους». Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, εἶχα ὡς τότε μεγάλο σέβας καὶ ῾σ αὐτοὺς καὶ τοὺς σιχάθηκα νὰ μὴν τοὺς βλέπω, κι᾿ ἀναθεμάτισα τὴν λευτερίαν, ὁποῦ θὰ κάμωμε μ᾿ αὐτοὺς ὅλους. Τότε ἀπολπίστηκα καὶ γύρεψα νὰ φύγω διὰ ἔξω, μὲ βάσταξαν κ᾿ ἔμεινα. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαμε εἰς τὰ χωριά, σταθήκαμε κάνα δυὸ ἡμέρες κ᾿ ἤρθαμε εἰς Ἄργος κι᾿ ἀπὸ ῾δώ πήγαμε εἰς Τροπολιτζὰ καὶ πολιορκήσαμε Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεγη, Γριβαίους, ὁποῦ ῾ταν μὲ τὸν Πετρόμπεγη κι᾿ ὅλη τὴν συντροφιά, καὶ βαστούσαμε ἀπόξω τὰ τείχη τῆς χώρας, ὁποῦ ῾ταν κάτι χωριά, καὶ πολεμούσαμε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ σκοτωνόμαστε ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο. Οἱ Κολοκοτρωναῖγοι φοβέριζαν ἐμένα, ἂν μὲ πιάσουνε, θὰ μὲ γδάρουνε ζωντανόν. Ἔβγαιναν πάντοτες καὶ πολεμούσαμε ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη.<br />
Μίαν ἡμέρα ἔγραψαν ἀπὸ μέσα ἔξω εἰς τοὺς δικούς τους, Κολιόπουλο κι᾿ ἄλλους, τοὺς λέγανε: «τὴν αὐγή, δυὸ ὧρες νὰ φέξη, νὰ πιάσετε ὅλοι τὰ Τρίκορφα κι᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θέσες καὶ βγαίνομε κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ μέσα κ᾿ ἐσεῖς ἀπόξω, νὰ ριχτοῦμε ὅλοι συνχρόνως, νὰ μὴν ἀφήσουμε γλώσσα ἀπὸ τοὺς ἀντιπατριῶτες». ῾Στὸ ἴδιον χαρτὶ ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι ὀπίσου, ὅτι δὲν εἶχαν ὡς φαίνεται, ἄλλο χαρτί, κ᾿ ἔλεγαν: «Εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ δυνατοὶ καὶ κατὰ τὸ γράφει᾿ σας πιάνομε τὶς θέσες, καὶ νὰ τοὺς ριχτοῦμε συχρόνως νὰ μὴν ἀφήσουμε ποδάρι ἀπὸ τοὺς ἀποστάτες». (Ἐμεῖς ἤμαστε ἀποστάτες, ἐκεῖνοι νόμιμοι!). Ἐγὼ ὁ δυστυχὴς ὅλο πρόσεχα τὶς ἀναγκαῖες θέσες, ὅτι ὅλοι αὐτεῖνοι ἐμένα φοβέριζαν, ὁποῦ τοὺς ἔγινα ἄπιστος. Ἤμουνε ἀπὸ κάτου τὰ Τρίκορφα μέσα ῾σ ἕνα ρέμα καὶ φύλαγα, νὰ ἕνας καλόγερος καὶ διαβαίνει, εὐτὺς ὁποῦ μας εἶδε ἐμᾶς πέταξε τὸ γράμμα (δὲν τὸ ῾δαμε). Τοῦ λέγω: «Καλόγερε, ποῦ πᾶς; – Πάγω εἰς τ᾿ Ἄργος. – Ποῦ ῾ναι τὸ γράμμα; τοῦ λέγω ψέματα, τὸ ξέρω ὁποῦ ῾χεις γράμμα. – Δὲν ἔχω, μοῦ λέγει. – Πάρτε τὸν, σύρτε νὰ τὸν σκοτώσετε! λέγω διὰ φόβο. – Μοῦ λέγει, στέκα, μὴ μὲ σκοτώνετε, ῾λάτε νὰ σᾶς δώσω τὸ γράμμα». Πᾶμε καὶ τὸ παίρνομε, ἀνάβομε κερὶ καὶ τὸ διαβάζομε. Εἴδαμε ὅλα αὐτά. Εὐτὺς κατέβηκα εἰς τὸ Λόντο καὶ Νοταρὰ καὶ τοῦ Ζαΐμη τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἀφήσαμε ἀπὸ λίγους εἰς τὰ πόστα. Κ᾿ εὐτὺς πῆρα τὸ Νάση Φωτομάρα καὶ πήγαμε ὀμπρὸς καὶ πιάσαμε τὰ Τρίκορφα κι᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πόστα. Ἤρθανε οἱ φίλοι, τὰ ῾βραν πιασμένα. Μᾶς γύρεψαν νὰ τοὺς ἀφήσουμε λεύτερη εἴσοδον νὰ πᾶνε νὰ μιλήσουν εἰς τὴν Τροπολιτζά, νὰ μᾶς τὴν παραδώσουνε καὶ νὰ φύγουν. Ἔτζι ἀκολουθήσαμε. Καὶ τὸ δειλινὸ φύγαν ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ τὴν πήραμε ἐμεῖς.<br />
Πήγαμε εἰς τὴν Τροπολιτζὰ τὸν Μάρτιον μήνα τὰ 1824. Καθίσαμε ὡς εἴκοσι μέρες, τὸ Μεγάλο Σαββάτο κατεβήκαμε εἰς τ᾿ Ἄργος. Ἀφήσαμε εἰς Τροπολιτζὰ τὴν ἀναγκαῖα φρουρά. Εἰς τ᾿ Ἄργος ἦταν τὸ Βουλευτικὸν ὅλο, μᾶς καρτέρεσε ὁποῦ πήγαμε νικηταὶ – ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὸ Ἐκτελεστικὸν τὸ νέον ἦταν εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοὺ μέσα εἰς τὸ καράβι. Τότε τὸ Βουλευτικὸν μόκανε μίαν μεγάλη ὑποδοχή, μὄδωσε κ᾿ ἕνα εὐκαριστήριον καλὸ καὶ μὲ διόρισε τὸ Βουλευτικὸν σῶμα καὶ ἡ νέα Διοίκηση ἀρχηγὸν τῆς φρουρᾶς της νὰ προσέχω διὰ τὴν ἀσφάλειάν της. Οἱ καπεταναῖοι τῆς Ρούμελης ἦταν ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ συντροφιά τους νὰ γένη σύστημα καθὼς τὸ θέλαν αὐτεῖνοι, κ᾿ ἑτοιμάζονταν νὰ μποῦνε ὅλοι μέσα. Ἔφτασε ὁ Δυσσέας εἰς τὸ Κουτζοπόδι κ᾿ ἕνα σῶμα τοῦ Καραϊσκάκη, κι᾿ ὅταν ἔμαθαν ὁποῦ παραδόθη ἡ Τροπολιτζὰ ἐνέκρωσαν.<br />
Μίαν ἡμέραν ἔλαβα ἕνα καψομηνιάτικον νὰ πλερώσω τοὺς ἀνθρώπους μου. Παίρνω τοὺς ἀξιωματικούς μου καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ λέτε ὅτι ἐμεῖς κάθε εἰκοσιοχτῶ τοῦ μηνὸς πλερωνόμαστε ἀπὸ τὴν νέαν Διοίκησιν». Εἶχαν ἔρθει μέσα οἱ ἀξιωματικοί του Δυσσέα, τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τοῦ Γκούρα. Τοὺς πῆρα καὶ τοὺς ἔκαμα ἕνα τραπέζι ὁλουνῶν. Εἶπα τῶν ἀξιωματικῶν, τῶν δικῶνε μου, νὰ μοῦ χαλέψουν τὸν μιστὸν καὶ νὰ μοῦ εἰποῦνε ὅτι «ἔχομε εἰκοσιοχτῶ ἡμέρες ἀπλέρωτοι καὶ θέλομε τοὺς μιστούς μας», νὰ μοῦ εἰποῦνε. Κ᾿ ἐγὼ θὰ τοὺς μαλλώσω. Τὸ μηναῖον ὁποῦ ῾χα ἦταν ὅλο τάλλαρα, πῆρα μίαν κασσέλα καὶ τὴν γιόμωσα χῶμα κ᾿ ἔβαλα ἕνα πανὶ νὰ μὴ φαίνεται τὸ χῶμα, καὶ βάνω ἀπὸ πάνου τὰ τάλλαρα, ὅτι ἦταν ἡ κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγαμε ψωμὶ ὅλοι οἱ μουσαφιραῖοι, ἐκεῖ οἱ ἀξιωματικοί μου γυρεύουν ἄγρια τοὺς μιστούς τους. Τοὺς λέγω: «Τί μὲ φοβερίζετε διὰ τοὺς μιστούς, ὅπου ἔχετε νὰ πλερωθῆτε εἴκοσι ὀχτὼ ῾μέρες; Μηνᾶ εἶναι ἐδῶ ὁ Δυσσέας, ὁ Γκούρας, ὁ Καραϊσκάκης νὰ μή σας πλερώνουν ποτές; Ἐδῶ εἶναι Κουντουριώτης, ὁποῦ ῾φερε ἕνα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλοὺς νὰ γένουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ χρήματα ξοδιάζει ὅσα θέλη κάθε Ἕλληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μὄδωσε, σπαθί, ἄλογο, μουλάρια (αὐτὰ τὰ εἶχα ἀγοράση μόνος μου). Γυρίζω καὶ λέγω, τῶν ἴδιων μισαφιραίων: «Φέρτε μου, ἀδελφοί, αὐτείνη ἐκεῖ τὴν κασσέλα νὰ τοὺς πλερώσω, ὁποῦ μας χάλασαν τὸ φαεῖ μας». Πᾶνε ἐκεῖνοι οἱ καϊμένοι νὰ σηκώσουνε τὴν κασσέλα, ποῦ σηκώνεταν ἀπὸ τὰ χώματα; Τοὺς λέγω: «Ἀφῆστε τὴν κ᾿ ἔρχομαι μόνος μου». Πῆγα τοὺς πλέρωσα. «Σύρτε εἰς τὰ κονάκια σας, τοὺς λέγω, κι᾿ ὅποιος θέλει καὶ παραπανισμένα χρήματα, νὰ τοῦ δώσω». Τότε ἀκοῦνε ὅλοι αὐτεῖνοι: «Νἄρθομε μαζί σου κ᾿ ἐμεῖς, καπιτᾶνε, μὲ τοὺς συντρόφους μας, μοῦ λένε, νὰ γνωρίσουμε τὴν Κυβέρνησιν! – Νὰ ῾ρθετε, παιδιά μου». Ἀφίνουν τὸν Δυσσέα μοναχὸν καὶ τοῦ μένουν κάτι ὀλίγοι, καὶ οἱ ἄλλοι ἦρθαν ὅλοι μαζί μου, τὸ ἴδιον κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τοῦ Γκούρα. Καὶ γράφω ἕνα γράμμα τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ λέγω: «Μὲ τὸν Κολοκοτρώνη τελειώσαμε ἐδῶ, καλῶς νὰ μᾶς δεχτῆς εἰς τὴν Ἀθήνα. Νὰ ῾ρθης νὰ ὑποταχτῆς καὶ νὰ ἑνωθῆς μὲ τὴν Διοίκησιν μπροστὰ καὶ ὕστερα ἦρθε κι᾿ αὐτός, ἦρθε κι᾿ ὁ Γκριτζώτης, καὶ τοὺς πῆρα καὶ πήγαμε εἰς τὸ καράβι καὶ εἰς τὸ Βουλευτικὸν καὶ γνώρισαν τὴν Διοίκησιν.<br />
Ὕστερα παρουσιάστη ὁ Δυσσέας ὡς πολιτικὸς μὲ τὸ καλαμάρι εἰς τὸ ζουνάρι, κ᾿ ἔλεγε: «Ἐγὼ εἰς τὸ ἑξῆς εἶμαι πολιτικός». Ὁ κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιὰ τοῦ ἑτοιμάζονταν νὰ ῾ρθούνε ἀναντίον μας εἰς Ἄργος διὰ νὰ διαλύσουνε τὸ Βουλευτικὸν καὶ τὴν Κυβέρνηση. Τ᾿ Ἀνάπλι τὸ βαστοῦσαν αὐτεῖνοι κ᾿ ἐμεῖς τοὺς πολιορκούσαμε ἀπόξω. Μοῦ παραγγέλνει ὁ Νικήτας (ὅτι φύλαγα εἰς τὸ κεφαλόβρυσον, εἰς τοὺς Μύλους), μοῦ παραγγέλνει ὅτι θὰ ῾ρθῆ καὶ θὰ μὲ πάγη κυνηγώντας ὡς τὴν Ρούμελη κι᾿ ὅπου θὰ μὲ πιάση, θὰ σκίση τὰ νεῦρα τῶν ποδαριῶν μου νὰ μὲ κρεμάση ἀνάποδα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα νὰ κοπιάση, κι᾿ ἂν τὸν πιάσω ἐγώ, δὲ θὰ τοῦ κάμω αὐτά, θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε μαζί, ὅτ᾿ εἶναι ἀγαθὸς ἀγωνιστῆς καὶ πατριώτης. Σὲ δυὸ ἡμέρες μας πλάκωσαν ὅλοι, ὁ Νικήτας, ὁ Κολιόπουλος, ὁ Γενναῖος, ὁ Τζόκρης, ὁ Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε, αὐτεῖνοι ἤθελαν νὰ πιάσουνε τὴν κούλια τῆς Νταλαμανάρας, βαρεθήκανε ἐκεῖ ἀπὸ ῾μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Ἔπιασα τὴν κούλια μαζὶ μὲ τὸν Χατζηχρῆστο, τὴν βαστήξαμε ἕνα μερόνυχτον, πολεμούσαμε νύχτα καὶ ἡμέρα. Ἐκεῖνοι ἦταν πολλοί, καὶ σκοτωθήκανε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη. Τότε ἔβαλα ἕνα πάτερον ῾στὴν κούλια καὶ κολλήσαμε ἀπάνου, ὅτι δὲν εἶχε πάτωμα, καὶ κολλώντας ἀπάνου τοὺς βαρούγαμε εἰς τὸ κρέας, κι᾿ ἄφησαν τὸ χωριόν, ὅτ᾿ ἤθελαν νὰ τὸ βαστοῦνε, νά ῾χουν τὴν εἴσοδον ἀπὸ τὸ Κούτζι εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ μπάζουνε ζωοτροφὲς τῶν δικῶνε τους. Σὰν τοὺς χτυπήσαμε, ἄφησαν τὸ χωριὸν τὴν Νταλαμανάρα εἰς τὴν ἐξουσίαν μας κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι πῆγαν εἰς τὸ Μέρμπακα καὶ ῾σ ἐκεῖνα τὰ χωριὰ ὁλόγυρα. Πῆγα κ᾿ ἐγὼ πλησίον τοὺς κ᾿ ἔπιασα τὸ Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αὐτεῖνοι μὲ τὸν ζαϊρὲ νὰ μποῦνε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Πῆγε ὁ Χατζηχρῆστος ἀναντίον τους, τὸν μπλοκάραν. Σηκώθηκα ἐγὼ νὰ πάγω μιντάτι τοῦ Χατζηχρήστου, εἰς τὸν δρόμον ὁποῦ ῾ναι τὸ χωριὸν τοῦ Χατζηχρήστου, τὸ Μπολάτι, τὸ ῾χε πιασμένο ὁ φίλος μου ὁ Νικήτας νὰ μᾶς βαρέση.<br />
Τοὺς ριχτήκαμε ἀπάνου τους καὶ τοὺς τζακίσαμε καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγώντας ὡς κοντὰ εἰς τὸ Μέρμπακα, κοντέψαμε νὰ φᾶμε τὸ βράδυ ψωμὶ μὲ τὸν ἀδελφόν μου Νικήτα, ἀπὸ τρίχα γλύτωσε. Σκοτώθηκαν κι᾿ ἀπὸ ῾κείνους κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μου καὶ πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε καὶ τοὺς ἄλλους ὁ Χατζηχρῆστος καὶ δὲν ἔμπασαν ζαϊρὲ ῾σ τ᾿ Ἀνάπλι. Πῆρα τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς ἔθαψα, καὶ τοὺς λαβωμένους τοὺς ἤφερα ἐδῶ καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸν γιατρόν.<br />
Τὸ βράδυ ὁ Γενναῖος καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ πλέρωσαν ἕναν σαράντα ρουμπιέδες νὰ ῾ρθῆ νὰ καταπατήση εἰς τὸ Λάλουκα, ὁποῦ καθόμουν, πούθε ἔχει χαβαλὲ τὸ κονάκι μου, νὰ ῾ρθούνε ὅλοι νὰ μοῦ ριχτοῦν ἢ νὰ μὲ σκοτώσουνε, ἢ νὰ μὲ πιάσουνε ζωντανόν. Τὸν γνώρισε ὁ νοικοκύρης ὁποῦ ῾ταν τζασίτης, τὸν ἔπιασαν τὰ παιδιά, πῆγα κ᾿ ἐγὼ ὁποῦ ἤμουν ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἄργος, μὲ τοὺς λαβωμένους, τὸν σφίξαμε καὶ μαρτύρησε αὐτά. Τότε ἀντὶς νὰ ῾ρθούνε αὐτεῖνοι ῾σ ἐμένα, πῆγα ἐγώ, καὶ τοὺς τὸ ῾πιασα ὀμπρὸς ῾σ ἕνα ρέμα καὶ τοὺς πρόσμενα. Τοὺς εἶπαν ἀπὸ τὸ χωριόν, ὁποῦ πιάσαμε τὸν τζασίτη, καὶ σηκώθηκαν καὶ πήγανε ἀπ᾿ ὄξω ἀπὸ τὰ χωριὰ νὰ μποῦνε εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ διαλύσουνε τὴν Βουλή, ὅτ᾿ ἦταν μόνοι τους ἐκεῖ οἱ βουλευταί. Ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος αὐτεῖνοι κι᾿ ἀπὸ τὴν μέση ἐγώ, καὶ μπλατζαστήκαμε ῾στὴν Παναγιὰ τοῦ Ἄργους, εἰς τὸ διάσελον – ἕτοιμοι νὰ μποῦνε μέσα. Ἐκεῖ βαρεθήκανε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη, ὅμως τοὺς τζακίσαμε καὶ τοὺς πήραμε ὀμπρός, τοὺς πιάσαμε ὅλα τους τὰ φορτώματα καὶ τοὺς κολλήσαμε εἰς τὸ πέρα βουνὸ ὅλους, ὁποῦ ῾ναι ἀντίκρυα ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἐγὼ ἀπόστασα, ἔσκασα ἀπὸ τὸ κάμα. Πλέρωσα παιδιὰ ἐλεύτερα καὶ κεφάλωσαν ἀπὸ πάνου τους. Ἦρθε κι᾿ ὁ Νοταρᾶς στὸ πέρα μέρος κι᾿ ὁ Χατζηχρῆστος, ἀρχίσαμε τὸν πόλεμον. Ταίνιασαν ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν δίψα, ὅτι δὲν εἶχαν νερό. Τοὺς ἔκαμε πλάτη ὁ Νοταρᾶς καὶ φύγαν. Πιαστήκαμε, μαλλώσαμε οἱ δυό μας, καὶ ἤμαστε μαζὶ κι᾿ ἀναχώρησα. Τότε πῆραν τὸ φύσημά τους εἰς τὸ βασίλειόν τους, εἰς τὴν Καρύταινα. Τότε παραδόθη τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὸ Παλαμήδι καὶ πᾶνε κι᾿ αὐτεῖνοι γυρεύοντας τοὺς ἄλλους εἰς τὴν Καρύταινα. Τότε ἡ Διοίκηση καὶ τὸ Βουλευτικὸν μ᾿ ἔκαμαν ἀντιστράτηγον καὶ μοῦ χάρισαν κ᾿ ἕνα ἄλογον. Κι᾿ ὡς φρουρὰ τοὺς πῆρα καὶ πήγαμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, Βουλευτικὸν κ᾿ Ἐκτελεστικόν.<br />
Θέλω νὰ σημειώσω τὸν πατριωτισμὸν τῶν συντρόφωνέ μας Μεταξά, Ζαΐμη, Ντεληγιανναίγων, ὅλοι αὐτεῖνοι, ἡ συντροφιὰ ἡ Κολοκοτρωναίγικη καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ Νοταραῖγοι ἔγιναν ἕνα καὶ διὰ ῾κεῖνο τοὺς ἔκαμε πλάτη ὁ Νοταρᾶς καὶ φύγαν ἀπὸ ῾κεῖ ὁποῦ τοὺς εἴχαμε κλεισμένους. Ὅτι ἔκαμαν νέες συντροφιὲς νὰ διορθώσουνε τὴν πατρίδα – νὰ σκοτωθοῦμε μ᾿ αὐτούς, νὰ μηνκοπιάσουν δι᾿ αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι. Ἅμα μπήκαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, γύρισαν ὅλοι αὐτεῖνοι κ᾿ ἔγιναν ἕνα, καὶ εἶχαν πρόφασες μεγάλες. Καὶ ἡ μεγαλύτερη ἦταν ὅτι πῆγε εἰς τὸ καράβι ὁ Ζαΐμης καὶ δὲν προσηκώθη ὁ Κουντουργιώτης, καὶ δι᾿ αὐτὸ τὸ μέγα ἔγκλημα πρέπει νὰ σκοτωθοῦμε ὅλοι καὶ νὰ χαθῆ καὶ ἡ πατρίς.<br />
Ἕνα βράδυ μαζώχτηκαν ὅλοι αὐτεῖνοι εἰς τοῦ Νοταρᾶ τὸ σπίτι, ἔστειλαν καὶ πῆγα κ᾿ ἐγώ, κι᾿ ἀκῶ τὰ νέα παγγύρια: «Τ᾿ εἶναι αὐτὰ ὅπου κάνετε, ἀδελφοί; τοὺς λέγω. Ἐσὺ ῾σαι ὁ Ζαΐμης, ἐσεῖς εἴσαστε οἱ Λονταῖγοι, οἱ Νοταραῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι σημαντικοί της πατρίδος; Δὲν χορτάσετε τόσους μήνους σκοτώνοντας τοὺς καλύτερους Ἕλληνες διὰ τὰ κέφια σας, διὰ τοὺς νόμους σας; Τί ἁμαρτίες εἴχαμε ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι Ρουμελιῶτες νὰ σκοτωθοῦμε ὅλοι διὰ τὸ κέφι σας; Ἐγὼ ἔθαψα τόσους Ρουμελιῶτες, καὶ οἱ ἄλλοι τὸ ἴδιον, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος οἱ περισσότεροι ἦταν Ρουμελιῶτες. Ἐγὼ ἀπὸ δικό μου μέρος θὰ πάρω τοὺς συντρόφους μου νὰ πάγω εἰς τὴν πατρίδα μου νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς Τούρκους κι᾿ ὄχι μὲ τοὺς ἀδελφούς μου». Τότε μὲ παίρνει ὁ Ζαΐμης καὶ πᾶμε ῾σ ἕναν ὀντὰ καὶ μοῦ λέγει μὴ φωνάζω κι᾿ ἀκούσουνε καὶ οἱ ἄλλοι Ρουμελιῶτες καὶ φωνάζουν κι᾿ αὐτοί, καὶ ν᾿ ἀκολουθήσω τὴν συντροφιά τους καὶ νὰ μοῦ δώσουνε χίλια γρόσια τὸν μήνα μιστὸν «Πενήντα χιλιάδες νὰ μοῦ δώσετε, κρέας διὰ ἐμφύλιον πόλεμον δὲν πουλῶ!» Καὶ σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα.<br />
Ἦρθαν στερνὰ ὁ Δυσσέας, ὁ Γκούρας, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Καλτζοδῆμος, ὁ Σαφάκας καὶ οἱ ἄλλοι, ἀνταμωθήκαμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης καί, οἱ ἄλλοι μὲ φιλιῶσαν μὲ τὸν Δυσσέα καὶ Γκούρα καὶ φιληθήκαμε ὅλοι κ᾿ ἑνωθήκαμε, κι᾿ ἀποφασίσαμε νὰ μὴν μείνη εἰς Πελοπόννησον Ρουμελιώτης, κι᾿ ὅποιος μείνη νὰ τὸν κατατρέχωμε ὅλοι. Τοὺς εἶπα καὶ τὶς νέες συντροφιὲς – τὶς ἤξεραν κ᾿ ἐκεῖνοι – καὶ τί μου εἶπε ὁ Ζαΐμης.<br />
Τότε ἐκρίθη εὔλογον ἀπὸ τὴν Διοίκησιν νὰ μοῦ δώση κι᾿ ἄλλο σῶμα καὶ μαζὶ μὲ τοὺς δικούς μου νὰ ἔβγω ἔξω, ὅτι, μάθαμε, ἔρχονταν νέγοι Τοῦρκοι. Ὁ Δυσσέας, ἤθελε νὰ πάγω μαζί του, δὲν ἤθελα. Ἔμεινα σύνφωνος νὰ πάγω μὲ τὸν Καραϊσκάκη – ἤμαστε ἀγαπημένοι ἀπὸ τὴν Ἄρτα. Ἀφοῦ ἑτοιμαζόμαστε δι᾿ αὐτό, νὰ βγοῦμε ἔξω, ἦρθε εἴδηση ὅτι τὰ Ψαρὰ τὰ κυρίεψε ὁ Καπετὰν πασσᾶς καὶ φοβερίζουνε μὲ τὰ καράβια οἱ Τοῦρκοι νὰ ἔρθουν μὲ στρατέματα νὰ χαλάσουνε καὶ τὴ Νύδρα καὶ Πέτζες. Τότε ἡ Κυβέρνηση λέγει ὁλουνῶν αὐτείνων τῶν καπεταναίων νὰ πάρουν ἀσκέρια καὶ νὰ πᾶνε εἰς Νύδρα καὶ Πέτζες. Δὲν θέλησε νὰ πάγη κανένας. Μὲ διατάζουν ἐμένα νὰ πάγω, μοῦ λένε αὐτεῖνοι νὰ μὴν πάγω, ὅτ᾿ εἶναι νησιὰ καὶ θὰ χαθῶ: «Οὖθε ἔχει ἀνάγκη ἡ πατρίδα, τοὺς λέγω, πρέπει νὰ πᾶμε καὶ καταξοχὴ ῾σ αὐτὰ τὰ νησιὰ ὁποῦ ἔλυωσαν πολεμώντας μὲ τοὺς Τούρκους, κι᾿ ἄνθρωποι καὶ καράβια καὶ κατάστασή τους. Ἐγὼ θὰ πάγω ν᾿ ἀγωνιστῶ». Τότε πῆρα τὸ σῶμα μου καὶ πῆγα εἰς τὴ Νύδρα. Οἱ ἄλλοι ὅλοι, οἱ Ρουμελιῶτες, πῆγαν ἔξω, εἰς τὴν Ρούμελη.<br />
Εἰς τὴ Νύδρα διάταξαν καὶ ἦρθε ὁ Καρατάσιος μὲ τὸ σῶμα του κι᾿ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ Βάσιος, Χατζηχρῆστος, Γριβαῖγοι, καὶ καθίσαμε ἐκεῖ πέντε μῆνες. Εἶχα τὴν ἀγάπη ὁλουνῶν τῶν Νυδραίων ἐγὼ καὶ οἱ συντρόφοι μου καὶ πάντοτες μ᾿ εἶχαν εἰς τὰ τραπέζα τους καὶ συναστροφές τους.<br />
Μίαν ἡμέρα ἦταν ἕτοιμα νὰ κινήσουν ὅλα τὰ καράβια νὰ πᾶνε νὰ προφτάσουνε τὴν Σάμο, ὅτι κιντύνευε, ἦρθε ἐπίτηδες ἄνθρωπος καὶ εἶπε τὸν κίντυνό της. Τὰ στρατέματα τὰ δικά μας ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ Νύδρα, τὴν χώρα, καὶ φύλαγαν εἰς τὴν ἄκρη τὴν νῆσο ὁλόγυρα, νὰ μὴν γένη ντισμπάρκο πουθενά. Τὸ σῶμα τὸ δικό μου τὸ ῾χα εἰς τὸν Ἁγιλιὰ – ὁποῦ ῾κάνε χρεία, νὰ κινηθοῦμε. Ἑτοιμάζονταν τὰ καράβια νὰ προφτάσουνε τὴν Σάμον, καὶ ἦταν ὁ κόσμος ὅλος κάτου εἰς τὸν γιαλό, εἰς τὸ παζάρι, νὰ ψωνίσουνε, ἐκεῖ ἔρριξε ἕνας Νυδραῖος καὶ σκοτώνει ἕναν Στεργιανόν, ρίχνει ἕνας ἄλλος Στεργιανός, σκότωσε τὸν αἴτιον, σούμα σκοτώνονται ἕξι. Ἐγὼ μ᾿ εἶχαν οἱ πρόκριτοι καὶ καθόμουν εἰς τὸ μοναστήρι ῾στὴν Παναγιά, ὁποῦ συνάζονταν ἐκεῖ καὶ οἱ πρόκριτοι, μοῦ ῾χαν ὀντά, κι᾿ ὅταν ἐρχόμουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μου, ἔμενα ῾στὸ μοναστήρι. Ἀκούγοντας αὐτὸν τὸν καυγά, πῆγα νὰ τὸν ἡσυχάσω καὶ κιντύνεψα καὶ τὴν ἴδιαν μου ζωή, καὶ οἱ καπεταναῖγοι καὶ οἱ νοικοκυραῖοι μὲ σώσαν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίντυνο τῶν Νυδραίων, ὁποῦ παντήχαιναν ὅτ᾿ ἤμουν ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ ἐγώ. Πάγω ὕστερα εἰς τὸ μοναστήρι ῾στὴν Παναγιά, σύναξα ἐκεῖ κι᾿ ὅσους ἦταν ἀπ᾿ οὖλα τὰ σώματα εἰς τὴν πολιτεία – ἦταν περίτου ἀπὸ ἑκατὸ ἄνθρωποι – τοὺς ἔβαλα μέσα νὰ μὴν κάμουν νέον καυγὰ ὄσο– νὰ φύγουν τὰ καράβια. Ἔκλεισα τὸ μοναστήρι, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα. Σὲ ὀλίγον πλάκωσαν ὅλοι οἱ Νυδραῖοι μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τρομπόνια καὶ μοῦ φέρνουν τοὺς σκοτωμένους ἀπ᾿ ὄξω τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Μιλλιούνια βρισὲς ἐμένα, γύρευαν νὰ ριχτοῦνε ἀπὸ τοὺς τοίχους νὰ μποῦνε μέσα νὰ μᾶς πάρουν. Οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ ῾ταν μέσα ἤθελαν νὰ ρίξουν ἀπάνου τους, ἐγὼ ἤθελα νὰ ἡσυχάσω αὐτὸ τὸ κακό, ὅτι θὰ κιντύνευε ἡ Νύδρα, ὅτ᾿ ἦταν ἀπάνου εἰς τὸ νησὶ Στεργιανοὶ ἀπὸ ῾μάς περίτου ἀπὸ πέντε χιλιάδες, καὶ θὰ λυώναμε κ᾿ ἐμεῖς καὶ οἱ Νυδραῖγοι – καὶ ὕστερα κιντύνευε καὶ γενικῶς ἡ πατρίδα. Ἐκεῖνοι μὲ βρίζαν, ἐγὼ τοὺς διάταζα. Τρεῖς βολὲς μόκαμαν γιρούσι. Τοὺς ἡσύχαζαν καὶ οἱ νοικοκυραῖοι. Τότε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μὲ φωτίζει καὶ βγάζω ἕναν ἄνθρωπο κρυφίως μὲ ντεσκερέδες σὲ ὅλους τους ἀρχηγούς, τοὺς Στεργιανούς, καὶ τοὺς λέγω πὼς ἀκολούθησε αὐτὸς ὁ καυγᾶς, κ᾿ ἔρριχνα τὸ βάρος τῶν Στεργιανῶν, ὅτι αὐτεῖνοι ἦταν οἱ αἴτιοι (καὶ οἱ αἴτιοι ἦταν οἱ Νυδραῖοι, ὅμως διὰ νὰ σβύσω τὸ κακὸ ἔλεγα αὐτά). Τοὺς ἔλεγα: «Ἀφοῦ οἱ δικοί μας ἔκαμαν αὐτὸν τὸν σκοτωμὸν καὶ μείναν τὰ καράβια καὶ ἡ πατρὶς εἶναι σὲ κίντυνον, νὰ μὴν κινηθῆ κανένας σας ἀπὸ τὰ πόστα του, οὔτε ἄνθρωπος νὰ ῾ρθῆ μέσα ὅσο νὰ ἰδοῦμε τί θὰ γένη». Γράφω κι᾿ ἕνα τεσκερὲ τοῦ Κουντουργιώτη., τοῦ κὺρ Λάζαρου, καὶ τοῦ λέγω: «Ὅσοι ντεσκερέδες εἶναι τόσους ἀνθρώπους γλήγορους νὰ βγάλης, νὰ τοὺς πάνε εἰς τὴν θέσιν τοῦ κάθε ἑνὸς ἀρχηγοῦ, νὰ μὴ μάθουν τὸν καυγὰ καὶ κινηθοῦν τ᾿ ἀσκέρια. Ἔγινε αὐτό. Ἀπὸ τὴν ἄκρη τὴ χώρα εἶχαν πλησιάση οἱ δικοί μου οἱ ἄνθρωποι, ὅτι μάθαν ὅτι μ᾿ ἔκλεισαν, κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ διάβασαν τὸν τεσκερέ μου μείναν, τὸ ἴδιον καὶ οἱ ἄλλοι. Ἂν μπαίναν μέσα, θὰ ῾πιαναν ὅλη τὴν χώρα, ὅτ᾿ ἦταν ἄδεια ἀπὸ Νυδραίους – ἦταν ὅλοι κάτου εἰς τὸ μοναστήρι – καὶ τότε σὰν πιάναν τὴν χώρα καὶ σπίτια, θὰ τοὺς σκότωναν καὶ θὰ γύμνωναν καὶ τὴν πολιτεία.<br />
Τώρα θὰ σᾶς γράψω καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ κὺρ Λάζαρου Κουντουργιώτη καὶ τῶν ἄλλων νοικοκυραίων, ὅμως πρῶτα αὐτεινοῦ. Κολλάγει ὁ Λάζαρος ῾σ ἕνα ψήλωμα καὶ τοὺς βάνει ἕναν λόγον (καὶ εἶχε συναχτῆ ὅλος ὁ λαός). Τοὺς εἶπε τ᾿ ἀντραγαθήματά τους καὶ τὴν γενναιότητα καὶ πατριωτισμὸν ὁποῦ δεῖξαν σὲ τόσους πολέμους καὶ σώσαν τὴν πατρίδα. Σήμερα ὅλα αὐτὰ τ᾿ ἀντραγαθήματα χάνονται, μαζὶ καὶ ἡ πατρίς. Τοὺς εἶπε πολλὰ ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Δὲν θέλομε τὰ ξένα στρατέματα εἰς τὸ νησί μας!». Τοὺς ἀποκρίθηκε ὅτ᾿ εἶναι ἀναγκαῖα. «Καὶ διὰ τὴν εὐταξίαν, εἶπε, διορίζομε τὸν Μακρυγιάννη κ᾿ ἕναν δικό μας Νυδραῖον νά ῾χουν ἀνθρώπους δικούς μας κι᾿ ἀπὸ τοὺς ξένους ν᾿ ἀγρυπνοῦν διὰ τὴν ἡσυχίαν καὶ τιμή μας». Μείναν σύμφωνοι ὅλοι εἰς αὐτό. Κι᾿ ὅσο νὰ κάμη τὸν σταυρὸ τοῦ ὁ ἄνθρωπος, δὲν πέρασαν δυὸ ὧρες, πότε βάλαν τὰ καράβια ῾σ ἐνέργειαν; Καὶ κινήθηκαν καὶ πῆγαν καὶ πρόφτασαν τὴν Σάμον κι᾿ ἀφάνισαν τὸν στόλον καὶ χάθηκαν τόση Τουρκιά. Τότε μὲ διόρισαν ἐμένα καὶ πῆρα κι᾿ ἀπ᾿ οὖλα τὰ σώματα στρατιῶτες, διορίστηκε κι᾿ ἕνας Νυδραῖος ἀπὸ πολίτες. Καὶ βαστάξαμε τὴν εὐταξίαν.<br />
Γυρίζοντας ὀπίσου οἱ μπουρλοτιέρηδες, ὁποῦ κάψαν καράβια τῶν Τούρκων, μίαν ἡμέρα πέρναγε ἀπὸ τὸ κονάκι μου ἕνας μπουρλοτιέρης (εἶχα κονάκι ἔξω πιασμένο, παραπάνου ἀπὸ τὴν Παναγιά), εἶχα εἰς τὸ κονάκι μου ἀφημένους πεντέξι ἀνθρώπους τίμιους νὰ φέρνωνται φρόνιμα εἰς τὸν μαχαλά, ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸ μοναστήρι μὲ τοὺς προκρίτους (πήγαινα κάθε ἡμέρα ἐκεῖ καὶ μιλούσαμε, μ᾿ ἀγαποῦσαν κ᾿ ἐγὼ τοὺς σεβόμουν ὡς μεγαλύτερους), ῾στὸ κονάκι εἶχα ἕνα μικρὸ παιδὶ κ᾿ ἔπλυνε τὰ πιάτα. Ἔκαμε νὰ ρίξη τὸ νερὸ κάτου εἰς τὸν δρόμον, ἡ κακὴ τύχη – πέρναγε ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ μπουρλοτιέρης, ὁποῦ τότε ῾σ ἐκείνη τὴν περίστασιν ὁ κάθε μπουρλοτιέρης ἦταν μισὸς θεός, τὸ νερὸν ὁποὔρριψε τὸ παιδὶ ἔπεσε ἀπάνου εἰς τὸν μπουρλοτιέρη, χωρὶς νὰ τὸν ἰδῆ τὸ παιδί. Τότε κολλάγει εἰς τὸ κονάκι ὁ μπουρλοτιέρης μ᾿ ἄλλους συντρόφους του, θέλουν νὰ σκοτώσουνε τοὺς αἴτιους, μαζώνεται ἡ μισὴ Νύδρα, γίνεται ἕνας καυγᾶς, ἄλλοι ὑπὲρ κι᾿ ἄλλοι κατὰ τοῦ μπουρλοτιέρη καὶ συντροφιᾶς του. Ἔρχονταί μου τὸ λένε ἐμένα, πάγω καὶ βρίσκω αὐτὸν τὸν θόρυβον, ἀναντιώνονται καὶ ῾σ ἐμένα, χωρὶς ἐγὼ νὰ ξέρω. Τοῦ λέγω τοῦ μπουρλοτιέρη τὸ λάθος καὶ τί κάνουν τὰ σκουτιὰ νὰ τὰ πλερώσω νὰ πάψη τὸ κακό. «Τριακόσια γρόσια»! Βγάζω, μετράγω τὰ χρήματα, παίρνω τὰ σκουτιά. Μάλλωναν καμπόσοι ὅτι μὲ ζήμιωσε καὶ δὲν κάναν οὔτε ἑκατὸ γρόσια. Ἀφοῦ τὰ πῆρα, τὰ σιδέρωσα, τὰ ῾στειλα μὲ τὸν γραμματικόν μου εἰς τοὺς προκρίτους, ὅποιος κάμη ἀντραγάθημα, μπουρλοτιέρης, νὰ τὰ προσφέρουν ἀπὸ ῾μένα, ὅτι ἐγὼ δὲν φορῶ τέτοια σκουτιά. Καὶ εἶπε ὁ γραμματικὸς τὰ αἴτια πὼς ἔτρεξαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ φοβερίζη ὁ μπουρλοτιέρης καὶ οἱ συντρόφοι του, καὶ τοὺς ἀκολουθήση κάνα δυστύχημα. Ἀφοῦ οἱ πρόκριτοι ἄκουσαν αὐτό, πικράθηκαν πολὺ κ᾿ ἔστειλαν καὶ πῆραν τὸν μπουρλοτιέρη καὶ συντρόφους του νὰ τοὺς παιδέψουν. Τὸ ῾μαθα ἐγὼ αὐτὸ καὶ πῆγα καὶ τοὺς ῾περασπίστηκα. Καὶ ἡσύχασαν εἰς τὸ ἑξῆς οἱ Νυδραῖοι, καὶ μ᾿ εἶχαν τὸν στενώτερό τους φίλον (καὶ εἴμαστε φίλοι ὡς τὴν σήμερον).<br />
Δὲν ἦταν πλέον ὑποψία εἰς τὴ Νύδρα καὶ ἦρθε διαταγὴ ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν ἐγὼ νὰ περάσω μὲ τὸ σῶμα μου εἰς Ἄργος κι᾿ ὁ Καρατάσιος μὲ τὸ σῶμα τοῦ εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλοῦθεν. Εἰς τὴ Νύδρα ὁποῦ ῾μαστε ἔφερνα ὅλο τὸ σέβας εἰς τὸν Καρατάσιον, ὡς ἀρχηγὸν ὁποῦ τὸν εἴχαμε ὅλοι κι᾿ ὡς γεροντότερον, καὶ μ᾿ ἀγαποῦσε κι᾿ αὐτὸς ὡς παιδί του. Κι᾿ ὅλοι του οἱ καπεταναῖοι ἦταν μ᾿ ἐμένα ὡς ἀδελφοί, γενναῖοι ἄντρες. Τοῦ εἶπα τοῦ Καρατάσιου κι᾿ ὁλουνῶν τῶν καπεταναίων του ὅτι: «Ἐμεῖς ὁ τόπος μας ἐχάλασε, τοῦ κάθε ἑνοῦ, καὶ καταξοχὴ ὁ δικός σας, ὁποῦ ῾στε ἀπόξω. Τὸ λοιπόν, ἐπειδὴ τὶς κι᾿ ὁ τόπος σας ἔμεινε ἔξω, ὁ Δυσσέας, ὁ Γκούρας καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Ρουμελιῶτες, καθὼς καὶ οἱ Πελοποννήσιοί σας θέλουν νὰ σᾶς ἔχουν ὡς δούλους, μὲ τὴν δύναμή σας νὰ τηρᾶνε τὰ νιτερέσια τους, νὰ γυμνώνουν τὴν πατρίδα, καθὼς τὸ λέπετε, νὰ παίρνουν τὰ καλύτερα ὑποστατικὰ καὶ νὰ κάνουν συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους. Καὶ διὰ νὰ χαίρωνται αὐτὰ ὁποῦ ἄδραξαν ὅλοι αὐτεῖνοι, κάθε ὀλίγον ἐφύλιους πολέμους φέρνουν εἰς τὴν πατρίδα καὶ φατριασμούς, καθὼς τὸ εἴδαμε ὡς τώρα πόσοι ἄνθρωποι σκοτώθηκαν ἀπὸ ῾μάς διὰ τὰ κέφια ἐκεινῶν. Καὶ ἡ πατρὶς κιντυνεύει, κ᾿ ἐμᾶς θὰ μᾶς κάμουν κοπέλια τους. Καὶ διὰ νὰ δυναμώση ἡ πατρὶς πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε στενὰ ἐμεῖς καὶ μ᾿ ὅσους ἄλλους μπορέσουμε. Καὶ νὰ εἴμαστε μὲ τὴν Διοίκησιν καὶ μὲ τοὺς νόμους, νὰ δυναμώνουμε αὐτά, ὅτι ἔτζι δυναμώνει γενικῶς ἡ πατρίδα κι᾿ ὄχι τὰ ἄτομα». Ὁρκιστήκαμε εἰς αὐτὸ ὁ Καρατάσιος, ὁ Γάτζος κ᾿ ἐγὼ νὰ εἴμαστε σύνφωνοι κι᾿ ἀχώριστοι διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία κατὰ τὸν ὅρκον ὁποῦ κάμαμε ὅταν πρωτοσηκωθήκαμεν διὰ τὴν λευτερὶάν μας. Μίλησα ξεχωριστὰ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους του καὶ καταξοχὴ μὲ τὸν γενναῖον κι᾿ ἀγαθὸν Βελέτζα κι᾿ ἄφησα αὐτὸν νὰ τοὺς βαστάγη, νὰ μὴν τοὺς διαγείρη κανένας καὶ τοὺς ἀπατήση, ὅτι εἶναι ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μποροῦν ν᾿ ἀπατηθοῦν. Φιληθήκαμε, καὶ πᾶνε αὐτεῖνοι εἰς τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἐγὼ ἦρθα εἰς τ᾿ Ἄργος. Καὶ συνφωνήσαμε ὅ,τι μαθαίνω ν᾿ ἀγροικιώμαστε συχνά. Κι᾿ ἀκολουθούσαμε αὐτό, χωρὶς νὰ μᾶς παίρνουν χαμπέρι οἱ ἐπίβουλοί της πατρίδος καὶ οἱ ῾διοτελείς.<br />
Ἅμα ἦρθα ἐδῶ, εἰς Ἄργος, μὲ διατάζει ἡ Διοίκηση νὰ πάρω τὸ σῶμα μου κι᾿ ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἄλλα σώματα ὁποῦ ῾ταν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, τοῦ Χατζηχρήστου κι᾿ ἀλλουνῶν, νὰ γένουν ὅλοι αὐτεῖνοι ὡς χίλιοι διακόσοι ἄνθρωποι κι᾿ ἀρχηγὸς νὰ εἶμαι ἐγὼ ῾σ αὐτοὺς κι᾿ ὁ Παπαφλέσσας εἰς τὰ πολιτικά, νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀρκαδιᾶν, ὅτι ῾ρέθισαν τοὺς κατοίκους ἐκεῖ ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τὸν συβουλάτορά του Μεταξᾶ κι᾿ ὅλοι οἱ συγγενεῖς του Κολοκοτρώνη καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ οἱ νέοι, ὅλοι της Πελοπόννησος οἱ κοτζαμπασῆδες. – Ἀφοῦ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ γίνωμε κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος, δι᾿ αὐτὸ σκλαβώθηκαν οἱ σημαντικοί της Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν, ἦταν νοικοκυραῖοι, ἔγιναν διακοναραῖοι, κι᾿ ἄλλοι διὰ τὴν πατρίδα ἔλειψαν καὶ χάθηκαν ὁλότελα. Αὐτοὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάστασιν βάσταγαν τὴν πατρίδα ὅσο ναύρη μίαν ἡμέρα ἁρμόδια νὰ λευτερωθῆ, καθὼς ὁ Θεὸς φώτισε κ᾿ εὑρέθη. Ποιοὶ ἦταν αὐτεῖνοι; Ἦταν ὁ Ἀλέξης Νοῦτζος, ὁποῦ ξεκρέμαγε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων τοὺς χριστιανοὺς καὶ θυσιάστηκε καὶ εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Ἔδωσε περίτου ἀπὸ ῾να μιλιούνι γρόσια καὶ βασανίζονταν εἰς τὰ στρατόπεδα Σουλιού, Ἄρτας κι᾿ ἀλλοῦ. Οἱ Νακαῖγοι θυσιάσαν εἰς τὴν ἐπανάστασιν πραματικῶς, ὁ Φίλων, ὁ Λογοθέτης καὶ οἱ ἄλλοι. Οἱ Σαλωνίτες, οἱ Φηβαῖγοι, οἱ Ταλαντιναῖγοι, οἱ Λιδορικιῶτες, οἱ Κραβαρίτες, οἱ Μισολογγίτες, ὁποῦ ῾γιναν στάχτη, οἱ Ἀποκουρίτες, οἱ Βραχωρίτες, ὅλο τὸ Κάρελι κι᾿ ὁ Βάλτος – οἱ Μεγαπαναῖγοι, οἱ Μαυροματαῖγοι, οἱ Καραγιανναῖγοι–, οἱ Καρπενησιῶτες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τῆς Ρούμελης, πλούσιοι νοικοκυραῖοι καὶ κάτοικοι καὶ πολλοὶ γενναῖοι ὁπλαρχηγοί. Εἰς τὴν Ρούμελη, ἀφοῦ ὁ Τοῦρκος κοιμάταν μὲ τὴν γυναίκα τοῦ εἰς τὴν Λάρσα, τ᾿ ἄλλο τὸ βράδυ ἦταν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ρουμελιώτη. Τὸν κατασκότωνε, τὸν κατασκλάβωνε καὶ τὸν ἔκαιγε. Πέστε μου ἕνα σπίτι παλιὸν εἰς τὴν Ρούμελη ὁποῦ νὰ μὴν εἶναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν νὰ μὴν κάηκε καὶ οἱ γὲς ἔρημες καὶ μπαΐρια ὡς τὴν σήμερον. Σᾶς εἶπα τὶς θυσίες τῆς Ρούμελης. Κι᾿ ἀδικημένη εἶναι κι᾿ ἀφανισμένη. Νόμους γυρεύει καὶ σύστημα νὰ πάγη ἡ πατρὶς ὀμπρός. Ὁ Κολοκοτρώνης ὅμως κι᾿ ὁ Μεταξᾶς καὶ οἱ ἄλλοι οἱ τοιοῦτοι καθημερινοὺς ἐφύλιους πολέμους θέλουν καὶ φατρίες αὐτεῖνοι τὶς γέννησαν κι᾿ ἀπὸ αὐτοὺς προχώρεσαν κ᾿ οἱ Ἀράπηδες.<br />
Τὰ 1824 Ὀκτωβρίου 14 ἔλαβα τὴν διαταγὴ νὰ περιλάβω τοὺς ἀνθρώπους ῾στὴν ὁδηγίαν μου καὶ νὰ πάγω – ὅτι δὲν προσηκώθη ὁ Κουντουργιώτης εἰς τὸν Ζαΐμη, ὅτ᾿ εἶχε ἄλλη δουλειὰ καὶ δὲν προσηκώθη εἰς τὸ καράβι, ἀντάρτης ὁ Ζαΐμης. Πήγαμε ῾στὴν Τροπολιτζά, ἐκεῖ συναχτήκαμε ὅλοι νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ κι᾿ ὁ Παπαφλέσιας μαζί. Ὅμως κι᾿ αὐτεινοῦ τοῦ μακαρίτη ὁ χαραχτήρας ἦταν σὰν ἐκεινῶν. Εἴχαμε πιαστῆ πρωτύτερα καὶ βριστήκαμε ὀμπρὸς εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Ἤθελαν νὰ στείλουν καὶ πρωτύτερα ἐμένα ῾σ αὐτείνη τὴν ἀνταρσίαν καὶ δὲν θέλησα, καὶ στείλαν τὸν Χριστόδουλον Ποργιώτη καὶ τὸν ἔπιασαν οἱ ἀντάρτες ζωντανὸν μ᾿ ὅλους του τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Καὶ ἤθελε κ᾿ ἐμένα ὁ ἅγιος Ἀρχιμανδρίτης νὰ μὲ στείλη, (ἤθελε νὰ κάνη τοὺς πατριῶτες τοῦ παληκάρια) κ᾿ ἐγὼ τοῦ εἶπα νὰ κοπιάση νὰ πᾶμε μαζί, ὅτι ἐγὼ δὲν γνωρίζω οὔτε τὶς θέσες, οὔτε τοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ πήγαμε εἰς τὴν Τροπολιτζά, ὁ Σταϊκούλης (ἦταν ἐκεῖ, ἤμαστε φίλοι) μοῦ εἶπε ὅτι οἱ Κολοκοτρωναῖγοι ἔχουν πάθος ῾σ ἐμένα καὶ θὰ μὲ πιάσουνε ζωντανὸν ἢ σκοτωμένον. Ὅτι ἐγὼ τοὺς βήκα ἄπιστος κ᾿ ἔφυγα ἀπὸ τὰ ὀτζάκια αὐτά, ἀπὸ Δυσσέα καὶ Κολοκοτρώνη, καὶ τώρα μὲ διατάττει ἡ Κυβέρνηση καὶ τοὺς πάγω ἀναντίον τους. Κι᾿ ὅσα μπορέσουνε, μοῦ εἶπε, θὰ ξοδιάσουνε ἢ μὲ δικούς μου ἀνθρώπους, ἢ μὲ δικούς τους θὰ μὲ ξεμπερδέψουνε. Ὁ Σταϊκούλης εἶχε μίαν ἀνιψιὰ καὶ ἤθελε νὰ μὲ κάμη γαμπρὸ καὶ δὲν τοῦ ῾λεγα τὸ ὄχι κ᾿ ἔλπιζε. Ἦταν κι᾿ αὐτός, καθώς μου ῾λεγε, παρὼν ῾στὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐκεινῶν, ὁποῦ μιλοῦσαν ἀναντίον μου. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Δὲν πάγω πουθενὰ νὰ γυμνώσω ἢ νὰ διατιμήσω κανέναν, ἡ πατρίς μου χωρὶς νόμους καὶ διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι᾿ αὐτείνη κι᾿ ὁ Θεὸς εἶναι ἀρχηγὸς καὶ προστάτης τοῦ καλοῦ». Τοῦ εἶπα τοῦ Σταϊκούλη ὅ,τι μαθαίνη, νὰ μοῦ στέλνη μὲ σίγουρον ἄνθρωπον.<br />
Ὁ Παπαφλέσιας πῆρε μίαν γυναίκα μ᾿ ἕνα ντέφι κ᾿ ἕναν μὲ βιολὶ καὶ πήγαμε εἰς Λιοντάρι. Ἀπὸ τὰ σώματα, τοὺς χίλιους διακόσους ἀνθρώπους, δὲν ἀκολούθησαν μαζί μας μήτε ἑξακόσοι, δὲν θέλαν νὰ ῾ρθουν, τοὺς ἀνακάτωναν οἱ ἀναντίοι καὶ τοὺς δείλιαζαν, σὰν χάλασαν οἱ Μεσσήνιοι τὸν Ποργιώτη εἰς τοὺς Λάκκους. Σηκωθήκαμε μ᾿ αὐτοὺς πήγαμε εἰς Λιοντάρι. Κρατεῖ αὐτὸ τὸ μεγαλύτερο σῶμα ἐκεῖ ὁ Παπαφλέσιας, κ᾿ ἐμένα μὲ διακόσους πενήντα, ὁποῦ ῾χα δικούς μου, μοῦ εἶπε νὰ κατέβω εἰς τοὺς Λάκκους ὅσο νὰ συνάξη πατριῶτες του ὁ Παπαφλέσιας καὶ τὴν αὐγὴ ἔρχονται κι᾿ αὐτεῖνοι. Μπιστεύτηκα, πῆρα τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ κατέβηκα εἰς τοὺς Λάκκους. Τὸ βράδυ τὸ μαθαίνουν οἱ Ἀρκαδηνοί, οἱ λεγόμενοι Ντρέδες, καὶ διὰ νυχτὸς αὐτεῖνοι κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὰ κοντινὰ μέρη ἔρχονται καὶ μὲ κλείνουν ὁλόγυρα καὶ πιάνουν ὅλα τὰ τριγυρινὰ χωριά. Μαθαίνοντας ἐγὼ αὐτό, μπονόρα – ἦταν καρσὶ τὸ Μελιγαλὰ κ᾿ ἔχει καμπόσες κούλιες, ἔστειλα καὶ τήραξα, δὲν τὶς εἶχαν πιασμένες ἀκόμα– σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ τὶς ἔπιασα αὐτὲς καὶ τὸ χωριόν, καὶ δυναμωθήκαμε ἀπὸ κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλῆθος, μοῦ παραγγέλνουν ν᾿ ἀδειάσω τὸ χωριόν, ὅτι θὰ μποῦνε αὐτεῖνοι, ὁποῦ λευτέρωσαν αὐτοὺς τοὺς τόπους, καὶ θὰ φᾶνε αὐτεῖνοι κόττες καὶ γάλλους καὶ πῆτες, κ᾿ ἐγὼ νὰ φύγω νὰ πάγω ἀπὸ ῾κεῖ ὁποῦ ῾ρθα, ὅτι πῆγα καὶ τοὺς πάτησα τὰ γερὰ τοὺς χώματα. Κι᾿ ἂν δὲν φύγω, νὰ τοὺς καρτερέσω, καὶ θὰ μοῦ ριχτοῦνε, καὶ θὰ τὸ πάθω χερότερα ἀπὸ τὸν Ποργιώτη. Ἐκείνους τοὺς ἐσπλαχνίστηκαν καὶ τοὺς πῆραν τ᾿ ἅρματά τους καὶ τοὺς ἀπόλυσαν, ἐμᾶς καὶ τ᾿ ἅρματά μας θὰ μᾶς πάρουν καὶ τὰ κόκκαλά μας θὰ μείνουν ἐκεῖ. Τότε στοχάστηκα κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀποστάτες τῆς πατρίδος ν᾿ ἀπατήσω, διὰ νὰ μὴν πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι ἄνθρωποι κι᾿ ὀλίγοι, σὲ τόση δύναμιν ὁποῦ ῾ταν αὐτεῖνοι, καὶ τὸν γενναῖον Παπὰ Φλέσια, ὁποῦ γλεντάγει εἰς τὸ Λιοντάρι μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ λαλούμενα – καὶ διὰ νὰ γλεντάγη βάσταξε κι᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους (διὰ νὰ πάθω ἐγὼ μὲ τοὺς συντρόφους μου), πρέπει νὰ φέρω καὶ τὴν ἁγιωσύνην τοῦ ἐδῶ νὰ μιλήση μὲ τοὺς πατριῶτες τοῦ τοὺς Ἀρκάδιους, ὁποῦ γνωρίζουν τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν ἀρετὴ ἕνας του ἄλλου. Λέγω τῶν Ἀρκάδιων ὁποῦ ῾ρθαν πλησίον μου, ἀφοῦ ρώτησα πὼς λένε τοὺς ἀρχηγούς, τὸν καθένα, τοὺς λέγω νὰ βγοῦνε ἀλάργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς αὐτεῖνοι ὅλοι, οἱ ἀρχηγοί, ὅτι θέλω νὰ τοὺς μιλήσω, ὅτ᾿ εἶμαι διαταμένος ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Συνάχτηκαν ὅλοι ῾σ ἕνα μέρος, δυνάμωσα τὸ χωριὸν καλά, πῆρα κι᾿ ἀνθρώπους μαζί μου καὶ πῆγα.<br />
Ἐκεινῶν ὁποῦ ἄφησα εἰς τὸ χωριὸν τοὺς εἶπα, ἂν ἔρθω μαζὶ μ᾿ ἐκείνους καὶ τοὺς κάμω τὸ σινιάλο, νὰ τοὺς βαρέσουνε, ὅταν πλησιάσω ἀπὸ κάτου τὴν κούλια, ἂν θελήσουνε νὰ ῾ρθουν μαζί μου νὰ μποῦνε εἰς τὸ χωριόν, ὅπως ἔλεγαν νὰ τ᾿ ἀδειάσουμε ἐμεῖς νὰ μποῦνε ἐκεῖνοι. Πῆγα μὲ πεντέξι κάτου, ἐκεῖ ὁποῦ ἦταν οἱ ἀρχηγοί, τοὺς χαιρέτησα, τοὺς εἶπα: «Ποιὸς εἶναι ὁ ἀρχηγός; – Ὃ Μῆτρος». Μοῦ τὸν δεῖξαν, τὸν πῆρα καὶ πήγαμε οἱ δυό μας παραπέρα. Τοῦ εἶπα: Ἡ Κυβέρνηση διὰ τὴν γενναιότητα κι᾿ ἀγῶνες ὅπου ῾χεις πρὸς τὴν πατρίδα ἔστειλε τὸν ἅγιον Παπαφλέσιαν, τὸν πατριώτη σας, κ᾿ ἔχει τόσες λίρες γιὰ σένα. (Ὅτι τότε μας δώσαν τὶς λίρες νὰ λευτερωθοῦμε κι᾿ ὄχι ὅποιοι εἶναι κεφαλὲς νὰ τὶς φάνε. Μοῦτζες καὶ στροῦτζες νά ῾χουν καὶ τὸ ῾να τὸ μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο). Τοῦ εἶπα τοῦ γενναίου ἀντρὸς τὶς λίρες ὁποῦ ῾χει ὁ Παπαφλέσιας καὶ τὸν βαθμό του καὶ διὰ τὰ παληκάρια τοῦ ἄλλες λίρες. (Ἀφοῦ σκότωσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους αὐτεῖνοι, πῆραν τὸ βίον τους. Κι᾿ ὅλα τὰ δικαιώματα αὐτεῖνοι τὰ εἶχαν, κι᾿ ὅλο ἐφύλιους πολέμους κάναν). Αὐτὸν τὸν ἀρχηγὸν τὸν ηὗρα πολλὰ φτωχὸν καὶ τὸν πλούτηνα μὲ χρήματα καὶ βαθμοὺς – λόγια τῆς ὄρεξης τοὺ– ὁποῦ τά ῾χει ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας, ὁ πατριώτης του (κι᾿ αὐτὸς δὲν εἶχε ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὰ παιγνίδια ὁποῦ πῆρε ἀπὸ τὴν Τροπολιτζὰ καὶ γλένταγε μὲ τὶς συμπατριώτισσές του. Ἀφοῦ διόρθωσα τὸν ἀρχηγόν, τὸν ρώτησα τί γενναιότητα ἔχει ὁ καθεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τί πρέπει νὰ μεσιτέψω εἰς τὸν ἅγιον Παπαφλέσια. Μοῦ σύστησε ἐκείνους ὁποῦ ῾θελε. Πῆρα τὸν καθέναν, τὸ᾿ ῾δωσα ἀπὸ ῾να ἀσκὶ μ᾿ ἀγέρα – ὅσο νὰ ῾ρθῆ ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας, τοὺς ἀνάπαψα ὅλους. Γύρευαν νὰ μείνω ῾στὸ μισὸ χωριὸ ἐγώ, ῾στὸ Μελιγαλά, καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλο μισὸ νὰ μποῦνε κι᾿ ἀπὸ ῾κείνους. Τοὺς περικάλεσα νὰ πᾶνε ῾σ ἄλλα χωριὰ νὰ μείνουν μίαν βραδειὰ ὅσο νὰ ῾ρθῆ ὁ Παπαφλέσιας νὰ λάβουν τὰ δίκια τους, κι᾿ ὅπως μείνουν σύνφωνοι, γίνεται ὕστερα. Τοὺς ἡσύχασα, πιάσαν τὰ χωριὰ τοῦ Ριζοῦ καὶ Μπούγα καὶ μέρος ἀπὸ τοῦ Κάμπου καὶ τοὺς Κωσταντίνους. Ἐκεῖ εἴχανε καὶ τὴν διοίκησίν τους, τὰ πρωτόκολλά τους κι᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀναγκαῖα, ὡς κεντρικὸν χωριὸν καὶ δυνατό.<br />
Ἀφοῦ ἔφυγα ἀπὸ αὐτούς, φκειάνω ἕνα γράμμα τοῦ ἅγιου Παπαφλέσια καὶ τοῦ λέγω: «Ἐδῶ μαθαίνοντας τὸν καλό σου ἐρχομό, ὅλοι οἱ Ἀρκαδηνοὶ καὶ τὰ κοντινὰ μέρη ἦρθαν μικροὶ μεγάλοι καὶ προσμένουν τὸν πατριώτη τους, τὸν σωτήρα τους, καὶ ἤθελαν νὰ ῾ρθούνε αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀλκότησα, τοὺς εἶπα ὅτι ἀπόψε εἶσαι ῾δώ, καὶ μείναν. Νὰ μὴν χάσης καιρό, μίαν ὥρα ἀρχύτερα νὰ κοπιάσης, ὅτ᾿ εἶναι καὶ πολλοὶ σημαντικοὶ ὁποῦ σὲ προσμένουν». Τὸ γράμμα τὸ ῾δωσα ἑνοῦ ἀνθρώπου μου ὁποῦ νὰ ῾ναι τέτοιος ψεύτης, νὰ ψυχώνη τὸν Παπαφλέσια νὰ ῾ρθῆ. Εὐτὺς ὁποῦ τὸ ῾λαβε ἄφησε ὅλα του τὰ παιγνίδια καὶ ξημέρωσε εἰς τὸ χωριὸν Σαντάνι. Βρέθη εὔλογον ἀπὸ τοὺς Ἀρκάδιους νὰ σταθῆ ἐκεῖ νὰ εἶναι σὲ κεντρικὸν μέρος, ἀλάργα ἀπὸ μέναν καὶ πλησίον σ αὐτούς. Ὅταν ἤμαστε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ἔλεγε ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας τῆς Κυβέρνησης ὅτι θὰ φέρη τὸν ἀδελφό του Νικήτα κι᾿ ἄλλους συγγενεῖς του περίτου ἀπὸ δυὸ χιλιάδες, χωριστὰ τὸ σῶμα ὁποῦ μου βάσταξε ἐμένα, κ᾿ ἐγὼ ἔμεινα μὲ διακόσους πενήντα ἀνθρώπους. Ἦρθε ὁ ἀδελφός του μ᾿ ὀχτῶ μόνον ἀνθρώπους.<br />
Ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εἰς τὸ Σαντάνι, νὰ τὸν δεχτοῦνε οἱ πατριῶτες του, μόνον μὲ τὸ σῶμα ὁποῦ τ᾿ ἄφησα, κι᾿ ὁ ἀδελφός του καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς του ὅλοι ὀχτώ. Πᾶνε οἱ γενναῖοι Ντρέδες διὰ τὰ βραβεῖα τῶν ἀντραγαθημάτωνέ τους, διὰ χρήματα καὶ βαθμούς, νὰ τοὺς τὰ δώση ὁ Παπαφλέσιας. Ὁ Παπαφλέσιας γύρευε τὶς ἐπιδέξες, ὅτι ἄφησε τὰ παιγνίδια καὶ ἦρθε ὁληνύχτα, οἱ Ἀργάδιγοι ὅλο τὰ βραβεῖα. Δὲν εἶχε κανένας τίποτα ἀλήθεια νὰ δώση τοῦ ἄλλου. Τότε στέλνουν ἐπίτηδες νὰ πάγω ἐγὼ νὰ τοὺς ξηγήσω τὴν ὑπόθεσιν. Τοὺς ἀποκρίθηκα: Ἐγὼ εἶμαι ξένος ἄνθρωπος, δὲν γνωρίζω ἀπὸ αὐτά. – «Ντουφέκι!» τοῦ λένε οἱ Ἀρκάδιγοι τοῦ Παπαφλέσια κι᾿ ἄρχισε τὸ ντουφέκι. Κινιῶνται καὶ διὰ ῾μένα ὂσ᾿ ἦταν εἰς τὸ Μπούγα καὶ ῾σ τὰ Ριζοχώρια κι᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη, περισσότερη κι᾿ ἀντρειότερη δύναμη, ἕνα ὅτι τοὺς ἀπάτησα καὶ τ᾿ ἄλλο ὅτι τοὺς μόλυνα τὰ γερὰ τοὺς χώματα – τ᾿ ἀπολέμητα. Πῆρα ἑκατὸ ἀνθρώπους διαλεμένους δικούς μου καὶ καμμιὰν πενηνταριὰ Μελιγαλιῶτες διὰ νὰ τοὺς τραβήσω ἀπὸ τὸ χωριὸ νὰ μή μου κάμουν καμμίαν ἀπιστιά, καὶ πῆγα κ᾿ ἔπιασα τὸ παλιὸ Ἀλειτρούγι, τὸ ῾χαν καμένο οἱ Ντρέδες καὶ σώζονται μία παλιοκούλια καὶ χαλάσματα. Ὅλα αὐτὰ τὰ χωριὰ ρωτοῦσαν πόσοι εἴμαστε κι᾿ ἂν ἔχομε καὶ καλὰ ἄρματα, νὰ τὰ πρωτοπάρη ὁ καθείς, ὅποια κολώνα μας κυργέψη. Ἀπὸ τοῦ Ριζοῦ τὸ μέρος ἦταν ὁ Μῆτρο Πέτροβας, ὁ Γκρίτζαλης κι᾿ ὁ Καλαμπόκης, ἀπὸ τὸ Μπούγα ἦταν πολλὲς κεφαλὲς κι᾿ ὡς χίλιοι ἄνθρωποι, ὅλοι ἐλεύτεροι εἰς τὰ ποδάρια. Μᾶς ρίχτηκαν ἐκεῖνοι καὶ τόσο μας πλάκωσαν – τὸ μπαγιράκι τὸ δικό μας κ᾿ ἐκεινῶν πλησιάσαν, ἤμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τὰ μαχαίρια, σκοτώσαμε τὸν μπαϊραχτάρη τους, πήραμε τὸ μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε καὶ ἄλλους πεντέξι, πιάσαμε καὶ καμπόσους ζωντανοὺς καὶ τοὺς κυνηγήσαμε πέρα ἀπὸ τὸ Μπούγα. Μ᾿ ἐκείνη τὴν ὁρμὴ ριχτήκαμε καὶ τῶν ἀλλουνῶν καὶ τοὺς βγάλαμε καμπόσο ἀπάνου. Τὸν Παπαφλέσια τὸν ἔμασαν πολλοὶ εἰς τὸ γιοφύρι τοῦ Σαντανιοῦ καὶ τὸν πῆγαν ὡς τὸ Σαντάνι, καὶ σκότωσαν δυὸ τρεῖς δικούς του καὶ τὸν Χατζῆ Ἠλία, ἕνα παληκάρι σπάνιον. Τότε, διὰ νὰ ξεθυμάνωμε τὸν πόλεμον τοῦ Φλέσια, πᾶμε εἰς τὸ Μπούγα καὶ τοὺς δίνομε ἕνα τζάκισμα καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγώντα ὡς τὸ Καλυβοχώρι, ὁποῦ ῾ναι λωβιασμένοι κ᾿ ἐκεῖ τοὺς ἀφήσαμε. Οἱ ἄνθρωποί μου πῆραν λάφυρα πολλά, ὅταν τοὺς χαλάσαμε, κι᾿ ἀπὸ ῾κείνους κι᾿ ἀπ᾿ ὅσους δὲν φταίγαν, δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς βαστήσω τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν ἀγανάχτησιν ὁποῦ ῾χαν ἀναντίον τῶν Ἀρκάδιων, ὅτι μας φοβέριζαν νὰ μᾶς σκοτώσουνε ὁποῦ τοὺς πατήσαμε τὰ γερὰ τοὺς χώματα. Μοῦ λαβώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μου καμπόσοι.<br />
Χαλάγοντας αὐτοὺς ριχτήκαμε καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦταν εἰς τὸν Παπαφλέσια, τοὺς πήραμε τὶς πλάτες καὶ τζακίστηκαν. Καὶ σουρούπωσε, καὶ πῆρα τοὺς πληγωμένους καὶ πῆγα εἰς τὸ Μελιγαλά. Καὶ διὰ νυχτὸς συνάχτηκαν οἱ Ἀρκάδιγοι πίσου εἰς τὸ Μπουγὰ καὶ Κωσταντίνους. Καὶ τ᾿ ἀριστερὰ χωριὰ ἔπιασαν καὶ δυνάμωσαν κατὰ τῆς Καρύταινας τὸ μέρος, νά ῾χουν τὸν τόπον ἀνοιχτὸν ἀπὸ ῾κεῖνο τὸ μέρος, ὅτι πρόσμεναν μιντάτι ἀπὸ ῾κεῖθε τὴν αὐγή, τὴ δύναμή τους τὴν πολλή τους ἦρθε κι᾿ ἄλλη δύναμη διὰ νυχτὸς καὶ πιάσαν ἀπὸ τὸ Μπούγα καὶ Κωσταντίνους κ᾿ ἐκείνη τὴ ράχη ὡς τὰ πρόποδα τοῦ γεφυριοῦ ῾στὸ Σαντάνι. Τότε πῆγα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὸ Σαντάνι καὶ πῆρα τοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἔστειλα καμμιὰ ἑκατοστὴ καὶ τοὺς πῆραν τὶς πλάτες, καὶ συχρόνως τοὺς χτύπησα κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ ῾μπρός κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὶς πλάτες καὶ τοὺς χαλάσαμε ἀπ᾿ οὖλα ἐκεῖνα τὰ μέρη, καὶ τοὺς ριχτήκαμε μέσα εἰς τοὺς Κωσταντίνους. Τοὺς χαλάσαμε κ᾿ ἐκεῖ καὶ πιάσαμε ζωντανούς, τοὺς πήραμε τὰ πραχτικά τους κι᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγώντα ὡς τὴν ἀλλοῦ ψηλότερη ράχη, ὁποῦ ῾ναι ἀπὸ πίσου τοὺς Κωσταντίνους. Ὅταν χαλάστηκαν αὐτεῖνοι εἰς τοὺς Κωσταντίνους, ἄφησαν καὶ τὸ Μπούγα καὶ κόλλησαν ὅλοι ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος.<br />
Τότε τοὺς μίλησα καὶ τοὺς ἔδωσα λόγον τῆς τιμῆς καὶ κατέβηκαν κι᾿ ἀνταμωθήκαμε οἱ ἀρχηγοί τους καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς. Τοὺς εἶπα: «Αὐτὸ τὸ ἔθνος σήκωσε ντουφέκι τοῦ Σουλτάνου – καὶ δὲν τὸ ὑπόταξε. Ἐσεῖς θὰ τὸ ὑποτάξετε καὶ δὲν θέλετε Διοίκησιν; Καὶ ποῖον ἔθνος χωρὶς διοίκησιν καὶ νόμους εὐδοκίμησε καὶ δὲν ἐχάθη; Κ᾿ ἐμεῖς χωρὶς νόμους δὲν πᾶμε ὀμπρός, καὶ δὲν μᾶς γνωρίζουν καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ ἔθνη. Θὰ μᾶς λένε κλέφτες καὶ παντίδους. Καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν χάθηκαν μὲ τοὺς ντόπιους ἐκείνους ὁποῦ σκοτώσετε ἐσεῖς κ᾿ ἐμεῖς, ἦρθαν εἰς τὴν Ρούμελη νέγοι Τοῦρκοι καί, καθὼς τρωγόμαστε, θὰ μποῦνε κ᾿ ἐδῶ, καὶ θὰ σᾶς πατήσουνε αὐτεῖνοι τὰ γερά σας χώματα, ὁποῦ φωνάζετε ὁποῦ σας τὰ πατήσαμεν ἐμεῖς. Ἐμεῖς εἴμαστε συνάδελφοί σας κ᾿ Ἕλληνες. Κι᾿ ἂν δὲν μάθετε γνώση, θὰ τὰ πατήσουν αὐτεῖνοι καὶ θὰ χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς κ᾿ ἐμεῖς. – Εἶναι ἡ Πελοπόννησο, μοῦ λένε, ὅλη ἀναντίον σας καὶ θὰ κάμωμε δική μας Διοίκηση. – Στοχάζεστε; τοὺς λέγω. Σᾶς κουβεντιάζω ὡς χριστιανός, ὅτι θὰ πάθετε, ὅτι ἡ Κυβέρνηση ἔχει τόσα στρατέματα, Καρατασσαίους, Καραϊσκάκη, Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλους πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τὰ ἔξω. Ὅτι δὲν κάψαν τὰ σπίτια τοὺς ἐκεῖνοι κι᾿ ὅλη ἡ Ρούμελη διὰ νὰ σκοτώσετε ἐσεῖς δυὸ ψωρότουρκους ντόπιους καὶ νὰ μᾶς κάνετε κάθε στιμὴ νόμους κ᾿ ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες δικές σας. Καὶ θὰ μποῦνε μέσα ὅλοι αὐτεῖνοι κι᾿ ἂν δὲν βαίνετε ἐσεῖς γνώση, θὰ σᾶς βάλωμε ἐμεῖς. Συναχτῆτε ῾σ ἕνα μέρος κ᾿ ἔρχομαι μ᾿ ἕναν ἄνθρωπον μόνον νὰ σᾶς μιλήσω καὶ εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι ἀγαπᾶτε».<br />
Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό, ὅτι νύχτωσε, καὶ τὴν αὐγὴ νὰ πάγω ῾στὸ Λιάτανι. Ἐκεῖ πλησίον εἶναι καὶ ἡ Ἀρκαδιὰ καὶ τὰ χωριὰ τῆς κ᾿ ἐκεῖ συνάζονται, καὶ νὰ πάγω νὰ μιλήσουμε. Κι᾿ ἀναχωρήσανε αὐτεῖνοι κ᾿ ἐμεῖς. Πῆγα εἰς τοὺς Κωσταντίνους, μίλησα αὐτὰ καὶ μὲ τὸν Φλέσια, νὰ μποῦμε μὲ τρακόσιους ἀνθρώπους εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ (καὶ τόσοι μείναμε πραματικῶς τοῦ ντουφεκιοῦ, ὅτι πῆραν πλιάτζικα ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾ταν ἀπὸ τὰ σώματα κι᾿ ἀναχώρησαν οἱ περισσότεροι). Τὴν ἄλλη ἡμέρα πῆρα ἕναν ἄνθρωπον κ᾿ ἕναν ὁδηγὸν καὶ πῆγα ῾στὸ Λιάτανι. Ἦταν μαζωμένοι ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη, τοὺς τὰ μίλησα παρουσία μὲ λύπη τῆς ψυχῆς μου κ᾿ ἔκλαψα, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι μ᾿ ἄκουσαν ὅ,τι τοὺς εἶπα. Τοὺς εἶχε σηκώση τὸ νοῦ τοὺς ἕνας κερατοκαλόγερος, τὸν λέγαν Πρωτοσύγκελον, τζιράκι τῶν Κολοκοτρωναίων κι᾿ αὐτὸς ὁ ἄτιμός τους ῾ρέθισε, ὅτ᾿ ἦταν εἰς τὸ ποδάρι τοῦ δεσπότη καὶ σηκώθηκαν, κι᾿ ὁ Θανάσης Γληγοριάδης ἕνας συνάδελφος τοῦ Πρωτοσύγκελου καὶ κλεφτοαλευρᾶς. Εἴχαμε τ᾿ ἀλεύρια διὰ τ᾿ ἀσκέρι, διὰ τοὺς Τούρκους νὰ τοὺς πολεμήσουμε, κι᾿ αὐτὸς ἔκλεβε τ᾿ ἀλεύρια κι᾿ ἄφινε τὸ στρατόπεδο νηστικό. Αὐτοὶ ῾ρέθισαν τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἄλλοι ὅμοιοί τους. Μείναμε σύνφωνοι νὰ μποῦμε εἰς τὴν Ἀρκαδιὰ μὲ τρακόσιους ἀνθρώπους, καὶ γνωρίζουν τὴν Κυβέρνησιν, καὶ μὲ περικάλεσαν νὰ γράψω μὲ τὸν Παπαφλέσια εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ τοὺς συχωρέση. Εὐκαριστήθηκαν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἀπὸ ῾μένα κι᾿ ἐγὼ ἀπὸ αὐτούς. Πῆρα τοὺς ἀρχηγούς τους νὰ μιλήσουμε καὶ μὲ τὸν Παπαφλέσια νὰ μποῦμε μέσα εἰς τὴν χώρα, καθὼς συνφωνήσαμε. Πήγαμε ἀπόξω τοὺς Κωσταντίνους εἰς τὴν ράχη, ἦρθε κι᾿ ὁ Φλέσιας μείναμε σύνφωνοι ὅ,τι μίλησα μὲ τοὺς Ἀρκάδιους ἐγὼ νὰ γίνη.<br />
Πῆρε νὰ σουρουπώση, ἔρχονται εἰς τοὺς Ἀρκάδιους, ὁποῦ ῾ταν ἐκεῖ, οἱ ἀρχηγοί, τοὺς λένε ὅτι τοὺς ἔγραψε ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Ζαΐμης, οἱ Ντεληγιανναῖγοι κι᾿ ἄλλοι πολλοί, ὅτι μία μεγάλη δύναμη ἀπ᾿ οὔλους αὐτοὺς τοὺς συντρόφους ἔρχονται πρὸς βοήθειάν τους καὶ νὰ μὴν τελειώσουνε τίποτας ὁμιλίες διὰ συβιβασμόν. Εἶχε πάγη ὁ ἅγιος Πρωτοσύγκελος κι᾿ ὁ Γληγοριάδης ῾σ αὐτούς, ὅταν τοὺς χαλάσαμε εἰς τ᾿ Ἀλειτρούγι, καὶ εἶπαν αὐτὰ τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ διόρισε τὰ φουσάτα τοῦ ἀναντίον μας, καὶ τοὺς εἶπε μὲ θέλει ζωντανὸ νὰ μὲ γδάρη σὰν πρόβατο. (Ὅτ᾿ ἦταν χασάπης εἰς τὴν Ζάκυθο καὶ γνώριζε τὴν τέχνη αὐτείνη, κι᾿ ἀφοῦ ἦρθε γυμνὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ πλούτηναν κ᾿ ἔγιναν Κιαμιλμπέηδες αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, καθημερινῶς δουλεύουν τὴν πατρίδα μ᾿ ἐφύλιους πολέμους καὶ νέες φατρίες.) Τότε ἀναχώρησαν οἱ Ἀρκάδιοι οἱ ἀρχηγοὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν μας. Σὲ ὀλίγον σουρουπώνοντας ἀκοῦμε ἕναν μεγάλον ντουφεκισμόν, νὰ ψυχώσουνε οἱ ἐδικοί τους, ἀπάνου εἰς τὴν ράχη τὸ μέρος τῆς Καρύταινας. Τότε γυρέψαμε ἐμεῖς νὰ κλειστοῦμε εἰς τοὺς Κωσταντίνους κ᾿ ἑτοίμαζα τὰ σπίτια, τηράγω διὰ φουσέκια, γυρεύω τοῦ ἅγιου Φλέσια, μοῦ δίνει ὡς εἴκοσι τεστέδες, ὅτι δὲν ἔχει ἄλλα καὶ προσμένει ἀπὸ τὴν Καλαμάτα. Ἀφοῦ μο᾿ ῾δῶσε αὐτὰ τὰ φουσέκια, μοῦ παίρνει κρυφίως τ᾿ ἀσκέρι καὶ φεύγει. Ἐγὼ εἶχα πάρη καμμίαν σαρανταριὰ ἀνθρώπους καὶ ντουφεκιώμουνε μὲ κάτι ἀναντίους, γυρεύω φουσέκια, δὲν βρίσκω μήτε κι᾿ ἀνθρώπους. Τότε μὲ τρόπο βγῆκα ῾στὴν ράχη, εἶναι ἕνα παλιόκαστρον, καὶ δὲν ξέραμε καὶ τὸν τόπον πούθε νὰ πᾶμε, ἤμαστε ὅλοι ξένοι, καὶ νύχτα. Τότε ὁ ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης θὰ ῾βαινε τὴν θέλησίν του ῾σ ἐνέργειαν, θὰ μᾶς πιάναν τοὺς ὀλίγους νὰ μᾶς κάμουν ὅ,τι ἡ συνείδησή τους τοὺς ὑπαγόρευε. Μέσα εἰς τὸ Σαντάνι ἦταν τὴν νύχτα κρυφίως μπασμένοι ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Κανέλλος Ντεληγιάννης καὶ ὅταν θὰ περάσουμε ἀπὸ τὸ γιοφύρι, κ᾿ ἐκεῖ εἶναι τὸ χωριόν, νὰ μᾶς χτυπήσουν. Αὐτὸ ἔμαθε ὁ Παπαφλέσιας καὶ πῆρε τοὺς συντρόφους κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ μοῦ εἰπῆ τίποτας ῾λικρινής σύντροφος (– πεθαμένος διὰ τὴν πατρίδα. Δὲν θέλω κατηγορήση τὴν διαγωή του, ἡ τύχη μου καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μὲ φύλαξε, ὅτι ἐγὼ δούλευα διὰ τὴν πατρίδα ἀθώα). Ἐκεῖ ὁποῦ βήκαμε εἰς τὸ παλιόκαστρο μὲ τοὺς ὀλίγους, κι᾿ ὡς ξένοι δὲν ξέραμε πούθε νὰ κάμωμε, καὶ θὰ κατανταίναμε εἰς τὸ Σαντάνι εἰς τὰ χέρια τῶν ἀναντίων μας, τότε ἐκεῖ ὁποῦ συλλογιώμαστε νὰ κινηθοῦμε, ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος μ᾿ ἕναν τεσκερὲ ἀπὸ τὸν Σταϊκάκη καὶ μοῦ ῾γραφε μυστικῶς ὅτι ἦρθαν διὰ νυχτὸς ἐκεῖ καὶ οἱ φίλοι φοβερίζουν χωρὶς ἄλλο ἐμένα καὶ νὰ πάρω μέτρα. Τότε παίρνω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον καὶ εἰς τὸν δρόμον ηὗρα κ᾿ ἕναν ντόπιον ἀπὸ τὸ Σαντάνι, τὸν δένω καλὰ νὰ μή μου φύγη, κι᾿ ὅλο μέσα τὸ ποτάμι, ὅτι τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τὰ ῾πιασαν οἱ ἀναντίοι, βήκαμε εἰς τὸ Μελιγαλά. Ἐκεῖ μας πλάκωσε ὁ Μητροπέτροβας, μᾶς ντουφέκισε τὸν πήραμε μὲ τὰ μαχαίρια καμπόσο κυνηγώντας. Ἔπιασα μὲ τρόπον τοὺς σημαντικούς του χωριοῦ καὶ τοὺς ἔδεσα κ᾿ ἐκείνους, πῆρα τοὺς λαβωμένους ὁποῦ ῾χα εἰς τὶς κούλιες τοῦ Μελιγαλᾶ, ἔστειλα ἕναν χωργιάτη καὶ εἶπε τοῦ Μητροπέτροβα, ἂν ἔβγουν καὶ μᾶς ντουφεκίσουνε, θὰ τοὺς κόψω ὅλους τους δεμένους. Τότε δὲν μᾶς πείραξαν, κι᾿ ὁληνύχτα πήγαμε εἰς τὴν Σκάλα τὸ χωριόν. Ἦταν ὁ ἅγιος Φλέσιας ἐκεῖ καὶ οἱ συντρόφοι, τοὺς εἶπα ὅσα τοὺς τύχαιναν, καὶ διὰ νυχτὸς ἀναχωρήσαμε ἀπὸ ῾κεῖ, ἀπὸ τὰ Σαμπάσικα μέσα τῶν βουνῶν τὸν δρόμον, καὶ πέσαμε εἰς τὰ Καλύβια τῆς Τροπολιτζᾶς. Ἐκεῖ ἄφησα τοὺς ἀνθρώπους μου, ἦταν ὁ Βάσιος ἐκεῖ. Θέλησε νὰ τοὺς πολεμήση ὁ Πάνος ὁ Κολοκοτρώνης καὶ τὸν σκότωσαν. Αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ὁποῦ χύθηκε Κολοκοτρωναίικον διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς Ἑλλάδος.<br />
Ἀφοῦ ἄφησα τὸ σῶμα μου εἰς τὰ Καλύβια τῆς Τροπολιτζᾶς, πῆγα εἰς Ἀνάπλι τοὺς λαβωμένους καὶ εἶπα τὰ τρέχοντα κι᾿ ὅτι τὸ μέρος τῆς Κυβέρνησης ἀδυνάτισε καὶ τ᾿ ἀναντίον ἀξάνει. Εἶχαν στείλη εἰς Ἀθήνα, ὅταν ἔμαθαν ὅτι σηκώθη ἡ περισσότερη Πελοπόννησο ἀναντίον τῆς Κυβέρνησης, εἶχαν στείλη τὸν Ἀδάμη Δούκα νὰ φέρη εἰς τὴν Πελοπόννησον τὸν Γκούρα καὶ Καρατάσιον μ᾿ ὅλους τους καπεταναίους. Σὰν δὲν ἔκαμε τίποτας ὁ Δούκας (δὲν ἤθελε νὰ ῾μπη ὁ Γκούρας, τὸ εἶχε γυρίση μὲ τοὺς ἀναντίους, δὲν κόταγε νὰ κάμη καὶ κίνημα ἐξ αἰτίας τῶν Καρατασσαίων ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴν Ἀθήνα, κ᾿ ἐμεῖς ἀγροικιώμαστε μὲ τὸν Καρατάσιον καὶ Γάτζο κατὰ τὸν ὅρκον ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὴ Νύδρα, ὅταν ἤμαστε ἐκεῖ), μὲ προστάζει ἡ Κυβέρνηση νὰ πάγω εἰς Ἀθήνα νὰ μπάσω τ᾿ ἀσκέρια μέσα τοῦ Καρατάσσου καὶ Γκούρα, ἐγὼ δὲν θέλησα. Ἤμουν ῾γγισμένος ἐξ αἰτίας τοῦ Παπαφλέσια, εἰς τὴν ἀπάτη ὁποῦ μο᾿ ῾κᾶμε καὶ μοῦ πῆρε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τοὺς Κωσταντίνους, καὶ κιντύνεψα νὰ χαθῶ καὶ νὰ ντροπιαστώ, καὶ μ᾿ ἄφησε καὶ χωρὶς πολεμοφόδια, κι᾿ αὐτὰ ἦταν δολερὰ κινήματα ῾σ ἐμένα. Μὲ περικάλεσε πολὺ ἡ Κυβέρνηση – ἤξερε ὅτ᾿ εἶμαι φιλιωμένος μὲ τοῦ Καρατασσαίους– καὶ μο᾿ ῾δῶσε καὶ χρήματα νὰ μ᾿ ἑλκύση. Τοὺς εἶπα: «Θὰ πάγω, ἀλλὰ θέλω νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι πραματευτὴς νὰ κάνω πραμάτεια τὴν πατρίδα μου διὰ χρήματα, δὲν ἔχω κρέας διὰ τὸ μακελλειόν. Δία τὴν στερέωση τῆς πατρίδος μου καὶ νόμους, διὰ ῾κεῖνο πεθαίνω, ὄχι διὰ ἄλλο. Καὶ οἱ Γύφτοι νά ῾χουν τὴν Κυβέρνησιν, ἐγὼ θὰ ὑποτάζωμαι. Χρήματα μάτα μου στείλετε κι᾿ ὅταν ἤμουν μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, δὲν τὰ δέχτηκα, ὅμως παραπονιῶμαι ὅτι ἐγὼ δουλεύω ῾λικρινώς κι᾿ ἄλλοι μ᾿ ἐπιβουλεύονται». Μὲ παρακάλεσαν πολύ. Ἔλαβα τὴν διαταγὴ καὶ κίνησα δι᾿ Ἀθήνα τὶς 16 Νοεβρίου 1824.<br />
Πῆγα εἰς Ἀθήνα, μίλησα πρῶτα τοῦ Γκούρα, ὡς φίλος μου παλιός, τοῦ εἶπα τὴν κατάστασιν τῆς πατρίδος. Δὲν δέχτη τελείως. Δὲν τὸ ῾κρινα ἄλλο, νὰ τὸν βιάσω. Ἐφάγαμε εἰς τὸ κάστρο καὶ κατέβηκα κάτου, καὶ τοῦ εἶπα: «Ξαναμιλοῦμε». Ἀντάμωσα τοὺς ἀγαθοὺς πατριῶτες. Ἀφοῦ τοὺς ξηγήθηκα πὼς εἶναι ἡ πατρὶς ῾σ ἄχλιαν κατάστασιν κι᾿ ὅσα μιλήσαμε ῾στὴν Νύδρα ὅλα αὐτεῖνοι οἱ ἐγωιστὲς τὰ βαίνουν ῾στὴν ἐνέργεια, καὶ ἡ πατρὶς κιντυνεύει, καὶ χύνεται ἀθῶον αἷμα, τότε προθύμως ἀποφάσισαν νὰ μποῦνε. Φέραμε καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς καπεταναίους ἐκεῖ, τοῦ Καρατάσιου κι᾿ αὐτεῖνοι ἦταν πρόθυμοι ὅλοι, οἱ ἀθάνατοι, Ντουμπιώτης, Πηνειός, Βελέτζας, Ἀποστολάκης, Ζορμπὰς κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Ἀφοῦ ἑτοιμάζονταν αὐτεῖνοι νὰ φύγουν, μοῦ στέλνει ὁ Γκούρας νὰ σμίξωμε, δὲν πῆγα. Τότε ἔρχεται κι᾿ ἀνταμωνόμαστε. Τοῦ λέγω: «Σὰν δὲν θέλεις, μεῖνε». Μὲ περικάλεσε νὰ μὴν μαθευτῆ εἰς τὴν Κυβέρνησιν ὅτι δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούση εἰς τὴν διαταγήν της καὶ μπαίνει κι᾿ αὐτός. Κ᾿ ἑτοιμάστηκαν. Καὶ πᾶνε ἀπόξω– ἀπὸ τὴν Λεψίνα, διὰ τὴν Κόρθο.<br />
Εἰς τὸν Ἁγιώργη, χωριὸ τῆς Κόρθος, ἦταν συνασμένοι πολλοὶ ἀναντίοι, οἱ Λονταῖγοι, οἱ Νοταραῖγοι, τοῦ Ζαΐμη, ὁ Νικήτας κι᾿ ἄλλοι πολλοί. Αὐτεῖνοι ὅλοι οἱ δικοί μας, Καρατασσαῖοι κι᾿ ὁ Γκούρας, πῆγαν διὰ ἐκεῖ κ᾿ ἐγὼ τοῦ πελάγου δι᾿ Ἀνάπλι. Πηγαίνοντας εἰς Ἀνάπλι, διόρισε ἡ Διοίκηση τὸν Κωλέτη διευτυντὴ κ᾿ ἐμένα φρουρά του νὰ φυλᾶμε τὰ χρήματα τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ ῾χε μαζί του ὁ Κωλέτης διὰ τοὺς μιστούς. Πήγαμε εἰς τὸν Ἁγιώργη, εἶχαν κάμη δυὸ τρεῖς πολέμους οἱ δικοί μας μὲ τοὺς ἀναντίους καὶ τοὺς χάλασαν τοὺς δικούς μας, ὅτι ἦταν κ᾿ ἐκεῖνοι δυνατοὶ καὶ μέσα εἰς τὸ χωριόν, καὶ οἱ ἐδικοί μας ἔξω εἰς τὸ χιόνι. Ἔπιασαν καὶ μίαν μεγάλη διχόνοιαν οἱ Καρατασσαῖοι μὲ τὸν Γκούραν καὶ γύρευαν νὰ γυρίσουν μὲ τοὺς ἀναντίους. Ὅτι ὁ Γκούρας τὸν Καρατάσσιον καὶ Γάτζο τοὺς ἄφησε πεζοὺς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὡς τὸν Ἁγιώργη κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἄλογα ἄδεια καὶ τὰ τράβαγε γεντέκια. Καὶ ἤθελαν νὰ γυρίσουνε μὲ τοὺς ἀναντίους, νὰ τοὺς πολεμήσουνε. Τότε πήγαμε ἐκεῖ μὲ τὸν Κωλέτη. Μαθαίνοντας ἐγὼ αὐτό, εἶχα ἕνα ἄτι δικό μου, τὸ χάρισα τοῦ Καρατάσιου. Τοὺς ἔκαμα ἕνα σκέδιον, τοὺς εἶπα: «Ἐδῶ οἱ ἀναντίοι εἶναι μέσα σὲ χωριόν, σὲ φωτιά, σὲ κρασὶ κι᾿ ἄλλα, ἐμεῖς ἔξω εἰς τὸ χιόνι – καὶ σὲ πολλὴ διχόνοια». (Ἤξερα τοὺς τόπους ἀπ᾿ ὅταν ἤμουν μὲ τὸν Κολοκοτρώνη). Τοὺς εἶπα νὰ ῾ρθῆ ὁ Γκούρας κι᾿ ὁ Καρατάσιος μ᾿ ἐμένα καὶ οἱ ἄλλοι νὰ σταθοῦν μὲ τὸν Κωλέτη. Κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸν Γκούρα νὰ πᾶμε νὰ πιάσουμε τὰ Κλημαντοκαίσαρα, «κ᾿ ἐσεῖς, ἀφοῦ κινηθοῦμε, νὰ εἰπῆτε »πᾶμε εἰς τὰ Τρίκκαλα καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη τῶν Λονταίων κι᾿ ἀλλουνῶν» καὶ τότε οἱ ἀναντίοι, μαθαίνοντας αὐτό, θὰ φύγουν διὰ νὰ πᾶνε διὰ προφύλαξιν τῶν σπιτιῶν τους. Καὶ τότε αὐτεῖνοι θὰ κινηθοῦν ὀμπρός, κ᾿ ἐσεῖς ἀπὸ πίσου τοὺς κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ ῾μπροστά, τοὺς χορεύομε εἰς τὸν κάμπον, κι᾿ ὄχι νὰ μᾶς σκοτώνουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπίτια». Τότε βάλαμε τὸ σχέδιον σ᾿ ἐνέργειαν. Πῆρα τὸν Γκούρα μὲ συνφωνίαν νὰ πᾶμε μαζὶ μέσα, εἰς τὰ Κλημαντοκαίσαρα, χωρὶς νὰ γυμνώση ἀνθρώπους τ᾿ ἀσκέρι του. Πήγαμε μέσα, αὐτὸν τὸν ἄφησα μ᾿ ἀνθρώπους μου εἰς τὰ Κλημαντοκαίσαρα, ὅτι δὲν ξέραν, δὲν ματάειχαν ἔρθη εἰς Πελοπόννησον, κ᾿ ἐγὼ ἔπιασα τὸ Ντούσια. Ἀφοῦ μας εἶδαν οἱ ἄνθρωποι ἄφησαν τὰ σπίτια τους ῾στὴν διάκρισίν μας καὶ πῆραν τὰ χιόνια καὶ τὰ βουνά. Μία γυναίκα εἶχε τὸ παιδὶ μισογεννημένον καὶ τὸ ῾βγαλαν παράωρα καὶ ἡ λεχώνα πῆρε τὰ βουνὰ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ τελείωσε εἰς τὸ χιόνι. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πῆγα μόνος μου ῾στὸ βουνὸ καὶ τοὺς ὁρκίστηκα ὅτι δὲν θέλω τοὺς πειράξη. Καὶ ἦρθαν εἰς τὰ σπίτια τους. Καθίσαμε δεκαπέντε ἡμέρες ἐκεῖ. Καὶ δὲν μᾶς ἄφιναν νὰ φύγωμε, ὅτι μάθαιναν τί τράβαγαν τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ ῾ταν μέσα.<br />
Ὁ Νοταρᾶς μαθαίνοντας τὸν Γκούρα εἰς Κλημαντοκαίσαρα, πῆγε καὶ τὸν ἔφερε εἰς Τρίκκαλα. Τὸν ἔπιασε αὐτὸς καὶ τοῦ πῆρε καμπόσες χιλιάδες γρόσια, κι᾿ ὁ Σοφιανόπουλος, ὁ συβουλάτορας τοῦ Γκούρα (ὅτ᾿ εἶναι κι᾿ αὐτός, ὁ καλὸς ἄνθρωπος, εἰς τὸν Γκούρα καθὼς ὁ κόμητας Μεταξᾶς ὁποῦ ῾ναι τοῦ Κολοκοτρώνη) πῆρε, ὡς διερμηνέας τοῦ χίλια βενέτικα. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ κίνημα διὰ Κλημαντοκαίσαρα, ὁποῦ πήγαμε μὲ τὸν Γκούρα, εὐτὺς ἄφησαν τὴν θέσιν τοῦ Ἁγιωργιοῦ καὶ πῆγε ὁ καθεὶς διὰ τὸ σπίτι του· καὶ διαλύθηκαν. Τὸ Νοταρόπουλον πῆγε εἰς Τρίκκαλα καὶ τὸ ῾στειλε ὁ Γκούρας εἰς τὴν Κυβέρνησιν.<br />
Μπῆκαν κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης, Σαφάκας, Πανουργιᾶς, Καλτζοδῆμος, Δυοβουνιώτης, Σουλιῶτες, ἀφοῦ μάθαν ὅτι τῆς Ἀθήνας τὰ στρατέματα μπῆκαν μέσα, τότε μπῆκαν κι᾿ αὐτεῖνοι, καὶ πέρασαν τὴν Βοστίτζα καὶ πῆγαν εἰς τὴν Κερπινή, εἰς τὸ σπίτι τοῦ κυρίου Ζαΐμη, καὶ ὁ Καραϊσκάκης τὸ κυβέρνησε, ὁποῦ δὲν τοῦ ἄφησαν οἱ ἄνθρωποί του οὔτε στάχτη μέσα, καὶ οἱ ἄλλοι πῆγαν εἰς τ᾿ ἄλλα σπίτια καὶ χωριά.<br />
Ὁ Καρατάσιος ἔκαμε μὲ τὸ σῶμα τοῦ κατὰ τὰ Λαγκάδια, κι᾿ ὁ Κωλέτης, ὁ Γκούρας κ᾿ ἐγὼ κι᾿ ὁ Γκριτζώτης κατ᾿ τὸ Γαστούνι. ῾Στὸν δρόμον ἀνταμώσαμε τὸν Χρύσαντον Σισίνη μὲ καμπόσους ἀξιωματικούς. Τοὺς δώσαμε λόγον τῆς τιμῆς, ὁρκίστη ὁ Γκούρας ὅτι δὲν θέλει τοὺς πειράξωμε, (ὅτι αὐτὸς δὲν συμμετέχεταν εἰς αὐτὰ τὰ κινήματα· ὁ πατέρας τοῦ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι. Αὐτὸς ἦταν εἰς τ᾿ ὀρδὶ τῆς Πάτρας ἀναντίον τῶν Τούρκων). Πρῶτος πῆγα ἐγὼ καὶ μπῆκα μὲ τὸ σῶμα μου εἰς τὸ Γαστούνι, πῆγα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σισίνη, εἶχε ὅλο τοῦ τὸ βίον μέσα. Μὰ τὴν πατρίδα, ἕνα κοντύλι πῆρα νὰ γράψω κ᾿ ἕνα μπάλωμα τζαρουχιῶν ἄφησα ἕναν στρατιώτη μου καὶ πῆρε. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸ παζάρι νὰ ἡσυχάσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ ἀργαστήρια τους, καὶ βαστοῦσα τὴν ἡσυχίαν. Μπῆκε ὁ Γκούρας μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σισίνη καὶ τοῦ πῆραν ὅλο τοῦ τὸ βίον καὶ τὰ ζωντανά του καὶ τὰ πῆγαν εἰς τὴν Ἀθήνα. Καὶ τὰ μαγαζειὰ μὲ τὰ γεννήματα αὐτεινῶν κι᾿ ὅλης της συντροφιᾶς τὰ πῆραν ὅλα. ῾Γγιχτήκαμε δι᾿ αὐτὰ μὲ τὸν Γκούρα – ἦταν καὶ συβουλὲς τοῦ Σοφιανόπουλου. Τότε γύρεψα ν᾿ ἀναχωρήσω μὲ τὸ σῶμα μου, ὅτι τέτοιοι νόμοι δὲν μ᾿ ἀρέσουνε, νὰ γυμνώνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ πλούτη καὶ τιμή. Ἐκρίθη εὔλογον νὰ πάγω καὶ τὸ Σισινόπουλον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἰς τὴν Κυβέρνηση, περνώντας τὸ κι᾿ ἀπὸ τὰ Λαγκάδια, ὁποῦ ῾ταν ὁ Κωλέτης. Μὲ συβουλεύει ὁ Σοφιανόπουλος κι᾿ ὁ Γκούρας ῾στὸν δρόμον νὰ γυμνώσω αὐτὸ κι᾿ ὅλους τους ἀξιωματικούς του καὶ νὰ τὰ κάμωμε μερίδια, ἕνα ὁ Κωλέτης, ἕνα ὁ Φλέσιας, ἕνα ὁ Γκούρας, ἕνα ὁ Σοφιανόπουλος, ὁ συνβουλάτοράς του, κ᾿ ἕνα ἐγώ. Καλά, τοὺς εἶπα, ὅ,τι θέλουν τὰ κάνω. Τὸν πῆρα νὰ φύγω διὰ νὰ ἀκολουθήσω ὅ,τι μὲ συνβοῦλεψαν. Καὶ ὅ,τι μο᾿ λεγαν τοὺς ὑποσκόμουν. Ὅτι γύρευα νὰ μὴν εἶμαι μ᾿ αὐτούς, ὅτι αὐτὰ ὁποῦ ἔβλεπα μὲ πείραζαν. Ὅτι τὴν ἐπανάστασίν μας θὰ τὴν καταντήσουμε ληστεία, καὶ ἡ πατρὶς κατάντησε ἡ παλιόψαθα τῶν ἀτίμων.<br />
Πῆρα τὸ Σισινόπουλον μὲ τοὺς ἀξιωματικούς, καμμίαν τριανταριὰ ὅλοι, ὁποῦ ἀγωνίζονταν μὲ τοὺς Τούρκους νὰ λευτερώσουν τὴν πατρίδα κ᾿ ἐμεῖς νὰ τοὺς γυμνώσουμε ἀδίκως καὶ παραλόγως! Θέ, δῶσε μας γνώση κι᾿ ἀρετὴ νὰ σωθοῦμε, νὰ μὴν χαθοῦμε παράωρα! Τοὺς πῆρα ὅλους αὐτοὺς – εἶχα τὸ σῶμα μου, ὡς τρακόσους πενήντα ἀνθρώπους, τίμια παληκάρια καὶ καλοὶ πατριῶτες, καὶ τοὺς εἶχα σὲ μίαν καλῆ τάξη. Εἶπα καὶ τοῦ Σισίνη κι᾿ ἀξιωματικῶν του νὰ μὴν ἔχουν καμμίαν ὑποψίαν ὅτι ἐγὼ θὰ τοὺς πειράξω μίαν τρίχα. Καὶ τοὺς ὁρκίστηκα ὡς τίμιος ἄνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποί μου ἀφοῦ εἶδαν τ᾿ ἀσκέρια τοῦ Γκούρα κι᾿ ἀλλουνῶν ὁποῦ γύμνωναν τοὺς κατοίκους κ᾿ ἐγὼ αὐτοὺς δὲν τοὺς ἄφινα, τότε κι᾿ αὐτεῖνοι δὲν μ᾿ ἄκουγαν εἰς τὸν δρόμον. ῾Σ ἕνα χωριὸν πλησίον εἰς τὸ Τριπόταμον καμπόσοι ἀπὸ αὐτοὺς γυμνώνουν τὸ χωριὸν χωρὶς νὰ μὲ στοχάζωνται ὡς μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μή μου γυμνώσουνε καὶ τὸ Σισινόπουλο κι᾿ ἄλλους καὶ φανῶ ψεύτης κι᾿ ἄπιστος. Τοὺς εἶπα νὰ πᾶνε εἰς ἄλλο χωριὸν καὶ ν᾿ ἀκολουθοῦν ἀχώρια ἀπὸ ῾μάς. Ἀφοῦ γύμνωσαν αὐτεῖνοι τὸ χωριόν, καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ κάτοικοι παρουσιάζονταν ῾σ ἐμένα καὶ κλαίγαν κ᾿ ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς βοηθήσω, αὐτὸ ἦταν θάνατος διὰ ἐμένα. Πῆρα τὸ μπαγιράκι μου καὶ καμμίαν εἰκοσαριά, ὁποῦ εἶχα μάγκα εἰς τὸ κονάκι μου, κ᾿ ἔφυγα κρυφίως, χωρὶς νὰ μάθουνε αὐτεῖνοι οἱ ἄτιμοι στρατιῶτες μου, καὶ κατεβαίνομε εἰς τὸ ποτάμι. Ἦταν κατεβασμένο, ὅτ᾿ ἦταν χειμώνας, τῶν Χριστουγεννῶν, ἐγὼ μὲ τὸ ἄτι μου κι᾿ ἄλλα ζῶα δυνατά, κιντυνέψαμε νὰ περάσουμε. Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες μάθαν ὁποῦ ῾φυγα κρυφίως, ἀκολούθησαν κοντά μου. Εἰς τὸν δρόμον ηὕρανε τέσσερους Πελοποννήσιους καὶ τοὺς πιάνουν καὶ μὲ τὴν ἀράδα πέρασαν τοὺς μισοὺς ἀπὸ τ᾿ ἀσκέρι εἰς τὸ νῶμο τοὺς (οἱ ἄλλοι εἶχαν ζῶα καὶ πέρασαν). Ἀφοῦ τοὺς πέρασαν πέρα ἀπὸ τὸ ποτάμι – ἤμουν κ᾿ ἐγὼ καὶ εἶχα φωτιὰ ἀναμμένη μὲ τὴν μάγκα μου καὶ τρώγαμε ψωμὶ – βλέπω ὅλη αὐτείνη τὴν τυραγνίαν ὁποῦ κάναν αὐτεινῶν τῶν τέσσερων ἀνθρώπων, ὁποῦ τοὺς ἀφάνισαν εἰς τὸ ποτάμι καὶ καταμαύρισαν σὰν Ἀράπηδες ἀπὸ τὸ κρύγιο καὶ διὰ τὸ σπολλάτη ὁποῦ τοὺς σῶσαν ἀπὸ τὸ ποτάμι, εἶχαν καὶ κάτι ἄρματα καὶ τοὺς τὰ πῆραν κ᾿ ἐκεῖνα καὶ τοὺς ἄφησαν γυμνούς, καὶ κλαίγαν σὰν μικρὰ παιδιά, καὶ τρέμαν ἀπὸ τὸ κρύον. Τοὺς λυπήθηκα πολὺ καὶ εἶπα ὅτι τὸ θερίον εἶπαν θερίον κι᾿ ὁ ἄνθρωπος εἶναι χερότερος. Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι εἶδαν ἐμένα, σκούζαν κι᾿ ἀγαναχτοῦσαν ἀναντίον μου καὶ μό᾿ λεγαν: «Μαθαίνοντας ὅτι περνᾶς ἐσύ, ὁ Μακρυγιάννης, ὁποῦ ῾χεις τὴν μεγαλύτερη εὐταξίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους σου, μπιστευτήκαμε κι᾿ ἀφήσαμε τὸ πράμα μας καὶ δὲν τὸ κρύψαμε, καὶ μᾶς γυμνώσετε, καὶ εἰς τὸ ποτάμι κιντυνέψαμε διὰ νὰ τοὺς περάσουμε, καὶ μᾶς πήρανε καὶ τ᾿ ἅρματά μας καὶ σκουτιά μας καὶ τρέμομε, καὶ θὰ πουντιάσωμε». Περιποιήθηκα τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς εἶπα νὰ μοῦ δείξουν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς γύμνωσαν. Ἀποφάσισα νὰ σκοτωθῶ μ᾿ αὐτούς. Βάρεσα τ᾿ ἄλογον, τοὺς ἔπιασα μὲ τὰ πράματα τῶν ἀνθρώπων, τοὺς πῆρα μαζί μου ἐκείνους ὁποῦ ῾ταν γυμνωμένοι καὶ τοὺς αἴτιους, πῆγα εἰς τὸ χωρίον τὸ βράδυ, ὁποῦ θὰ κόνευα. Στέλνω καὶ κόβω βέργες καλὲς γερὲς κ᾿ ἔστειλα καὶ ἦρθαν ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί. Τοὺς εἶπα: «Σᾶς ἔχω τόσα χρόνια τους περισσότερους, σᾶς ἄφησα ποτὲς ἀπλέρωτους ἢ νηστικούς; Ὅταν κάναμε ὡς πατριῶτες τὰ χρέη μας, καὶ οἱ πολίτες μᾶς τίμαγαν καὶ μᾶς τάιζαν μ᾿ εὐκαρίστησίν τους καὶ μᾶς δίναν κ᾿ εὐκαριστήρια ῾στὴν Κυβέρνησή μας καὶ μᾶς πλέρωνε. Ὅταν φέρνεσταν τιμίως, ἤμουν κ᾿ ἐγὼ ἀρχηγός σας, τώρα ὁποῦ γενήκετε τοῦ κεφαλιοῦ σας καὶ γυμνώσετε τὸ χωριόν, ὁποῦ μᾶς καρτέρεσαν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀδελφούς τους, οἱ χριστιανοὶ τοὺς χριστιανούς, τοὺς γυμνώσετε ἀπὸ τὸ βίον τους, τὰ ζωντανά τους κ᾿ ἔχετε κοπάδια μαζί σας. Δὲν γένομαι ἐγὼ ἐσᾶς πιστικός, σύρτε νὰ βρῆτε ἄλλον ἀρχηγόν, εἴτε τὸν βίον τοῦ χωριοῦ καὶ ζωντανὰ νὰ ῾ρθοῦνε οἱ χωργιάτες νὰ τοὺς τὰ δώσετε χωρίς– νὰ τοὺς λείψῃ τίποτας, κι᾿ ὅταν μοῦ δώσουνε οἱ χωργιάτες αὐτείνη τὴν ἀπόδειξιν, τότε καθίστε μαζί μου. Εἰδέ, βρῆτε ἄλλον ἀρχηγόν. Κι᾿ ὅ,τι λείπει ἀπὸ τὸ χωριὸν θὰ εἰπῶ τῆς Κυβέρνησης νὰ τὰ κρατήσῃ ἀπὸ τοὺς μιστούς σας, νὰ πλερωθοῦν οἱ ἄνθρωποι». Τότε στείλαμε καὶ ἦρθαν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ καὶ πῆραν τὸ πράμα τους καὶ πῆρα ἀπόδειξη ἀπὸ τοὺς ἴδιους.<br />
Τότε φέρνω ἐκείνους ὁποῦ γύμνωσαν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ ποτάμι, βάνω τοὺς ἀξιωματικοὺς ἀπὸ πέντε καὶ βάσταγαν τὸν καθέναν. Ἐγὼ ἔδερνα. Σήκωσα τὶς πιστιόλες καὶ εἶπα: «Ὅποιος ἀπολύσῃ ἀπὸ αὐτοὺς ὅπου κρατοῦνε κανέναν, ἢ θέλει νὰ τοὺς ῾περασπιστή, νὰ σιάσῃ τ᾿ ἅρματά του νὰ σκοτωθοῦμε, ὄχι νὰ γένουν ζῶα οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ ποτάμι νὰ τοὺς περάσουνε εἰς τὸ νῶμον καὶ ὕστερα διὰ τὴν καλωσύνη νὰ τοὺς γυμνώσουνε!». Τοὺς ἔβαλα κάτου τοὺς τέσσερους καὶ τοὺς βαστοῦσαν ἁπλωμένους. Μὲ τὴν ἀράδα τοὺς ἔδερνα ὅλους ὅσο ὁποῦ τοὺς πάγαινε τὸ αἷμα ἀπὸ τὸν κῶλον. Ἐγὼ γίνηκα χερότερα ἀπὸ αὐτούς, μάτωσαν τὰ χέρια μου, ἔκαμα τόσες ἡμέρες ἀστενής. Τότε τοὺς ἔβαλα εἰς τὶς προβιές, τοὺς πλέρωσα τὰ μηναῖα τους, τοὺς ἔδωσα καὶ τὸ διαβατήριόν τους, τοὺς ἄφησα εἰς τὸ χωριόν, ὅσο ν᾿ ἀναλάβουν νὰ τοὺς συγυρίζουν. Ἀπὸ τότε σᾶς λέγω, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, ποτέ μου ὡς τὴν σήμερον ἄτιμον κι᾿ ἅρπαγον ἄνθρωπον δὲν εἶδα, κι᾿ ὅπου πᾶνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μου, τοὺς δέχονται οἱ κάτοικοι ὡς ἀδελφούς τους.<br />
Τὸ Σισινόπουλον τὸ πῆγα εἰς τὰ Λαγκάδια. Μοῦ εἶπε ὁ Κωλέτης νὰ τοὺς γυμνώσω καὶ ν᾿ ἀκολουθήσω καθὼς μοῦ εἶπε κι᾿ ὁ Σοφιανόπουλος κι᾿ ὁ Γκούρας νὰ γίνουν τὰ μερίδια, ὅμως τ᾿ ἄλογα τὰ καλύτερα θέλουν αὐτεῖνοι. Τοῦ ὑποσκέθηκα ὅτι θ᾿ ἀκολουθήσω αὐτὸ καὶ μὲ μάλλωσε διατὶ ἀκόμα δὲν τὸ ῾καμα. Τοῦ εἶπα: «Εἰς Νταούλη τὸ χάνι εἶναι ἕνα ρέμα, ἐκεῖ τοὺς γυμνώνω, εἶναι δυνατὸς καὶ παράμερος τόπος». Μείναμε συνφωνοι, πῆρα τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπ᾿ ὄξω τ᾿ Ἀνάπλι εἶπα καὶ δώσαν τ᾿ ἅρματά τους τῶν ἀνθρώπωνέ τους καὶ μπήκανε μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ξαρμάτωτοι, καὶ τοὺς παρουσίασα εἰς τὴν Κυβέρνησιν καὶ τοὺς εἶπα ποὺ ἦταν εἰς τ᾿ ὀρδὶ τῆς Πάτρας καὶ πὼς ἀδίκως κατατρέχονται, «κι᾿ ἐγώ, τοὺς εἶπα, τοὺς ἔφερα χωρὶς νὰ τοὺς πειράξω. Ἂν φταῖνε, ἂς τοὺς κάμουν οἱ νόμοι ὅ,τι θέλουν». Τοὺς ξηγήθηκα καὶ τὶς ὁδηγίες ὁποῦ ῾χα ἀπὸ τὸν Γκούρα καὶ Σοφιανόπουλον. Αὐτεῖνοι ὅ,τι μου εἴπανε δὲν μοῦ κακοφάνη, ὅμως ὁ Κωλέτης μὲ ψύχρανε καὶ μ᾿ ἀπόλπισε, ὅτι ἔτζι δὲν θὰ κάμωμε νόμους. Ὅτι οἱ νόμοι θὰ παλουκώσουν τοὺς κακούς, καὶ κρίμα ὁποῦ σκοτωνόμαστε, κι᾿ ἀνάθεμα τοὺς αἴτιους τοῦ ἐφύλιου πολέμου καὶ τῆς φατρίας, ὁποῦ κατάντησαν τὸ Ἔθνος σὲ ἄχλιαν κατάστασιν.<br />
Πῆρα ὅλους αὐτούς, τὸ Σισινόπουλον κι᾿ ἀξιωματικούς, εἰς τὸ κονάκι μου καὶ συνκατοικούσαμε μαζὶ καὶ τρώγαμε. Εἶπα τῆς Κυβέρνησης ὅτι ἐγὼ σὲ ἐφύλιον πόλεμον, καὶ νόμους φκειάνοντας, δὲν ματαμπαίνω, μπεζέρισα, νὰ μοῦ δώσουνε μίαν διαταγὴ νὰ πάγω εἰς Ρούμελη ν᾿ ἀγωνιστῶ διὰ τοὺς Τούρκους, εἰδὲ νὰ διαλύσω τὸ σῶμα μου, «ἢ βάλτε ἄλλον κ᾿ ἐγὼ κάθομαι ὡς ἁπλὸς πολίτης, ὅμως διὰ ἐφύλιον πόλεμον διαταγὴ δὲν μάτα ἀκούγω». Μοῦ εἶπαν νὰ λάβουν σκέψη δι᾿ αὐτό, καὶ τὸ σῶμα μου νὰ τὸ τοποθετήσω εἰς τὰ χωριά, εἰς τ᾿ Ἄργος.<br />
Τὸν Κολοκοτρώνη καὶ συντροφιὰ τοῦ τοὺς πιάσανε ὅλους καὶ τοὺς στείλαν εἰς τὴ Νύδρα, εἰς τὸν Ἁγιλιά. Φέραν καὶ τὸν Γεροσισίνη. Ἐγὼ ἔλειπα εἰς τὰ χωριὰ μὲ τὸ σῶμα μου. Πιάνει τὸν Γεροσισίνη καὶ Σισινόπουλον ὁ ἅγιος Παπαφλέσιας ὑπουργὸς (εἶδε ὅτι ἔλειπα ἐγώ) καὶ τοὺς βάνει ῾σ ἕνα παλιοκάικον μὲ χωρὶς δοῦλο καὶ σκουτιὰ καὶ τοὺς στέλνει διὰ τὴ Νύδρα, πιάνει πρῶτα καὶ τοὺς γυμνώνει αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀξιωματικούς τους. Τοὺς πῆραν τὸ βίον τους καὶ τ᾿ ἄλογά τους, μοῦ τὸ παράγγειλαν ἐμένα. Πῆγα εἰς Ἀνάπλι, ἔμαθα αὐτό, πῆγα εἰς τὴν Κυβέρνησιν τῆς μίλησα χοντρὰ καὶ πατριωτικά: «Ἐγώ, τοὺς εἶπα, μικρὸς ἄνθρωπος δὲν καταδέχτηκα νὰ γυμνώσω αὐτούς, ἀλλὰ ξοδιάζω ἐξ ἰδίων μου ὡς ἀδελφός τους καὶ τοὺς ἔχω εἰς τὸ κονάκι μου κι᾿ αὐτὸ τὸ κάνω, ὅτ᾿ εἶναι ξένοι ἄνθρωποι ἐδῶ, Εὐρωπαῖγοι ὁποῦ μας παρατηροῦν, καὶ θέλω νὰ βλέπουν ὅτι κι᾿ ὄντως διψᾶμε διὰ λευτεριὰ καὶ νόμους, κι᾿ ὄχι ὅτ᾿ εἴμαστε ἅρπαγες». Τοῦ κακοφάνει τοῦ Φλέσια καὶ τῶν ἀλλουνῶν ὁποῦ δὲν τοὺς ἄκουσα νὰ γυμνώσω τοὺς συναγωνιστᾶς, καὶ τοὺς γύμνωσε αὐτὸς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῆς Κυβέρνησης. Τότε, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Κουντουργιώτης δὲν ἤξερε αὐτὸ καὶ διατάττει τὸν Παπαφλέσια νὰ δώση πίσου τὰ εἰδίσματα ὁλουνῶν τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ᾿ ῾δῶσε βρισές, ὁποῦ δὲν τὶς ἔδινε τοῦ δούλου του. Κ᾿ εὐτὺς τὰ ῾δωσε ὅλα τὰ εἰδίσματά τους. Καὶ πιαστήκαμε μὲ τὸν Παπαφλέσια οἱ δυό μας, ὅπου γενήκαμε ἀπὸ ἀσπροῦ. Κ᾿ ἔπεσα σὲ ὁλουνῶν αὐτεινῶν τὴν ὀργή.<br />
Ὅσα χρήματα πήγαμε ἔξω νὰ πλερώσουμε τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ τὰ εἶχε ὁ κύριος Κωλέτης, ἔβαλε φύλακά τους τὸν μπατζανάκη τοῦ Γκούρα τὸν Κατζικοστάθη, καὶ γιόμωσε τὸν Γκούρα ὁ Κωλέτης λίρες, τοῦ γιόμωσε τὸ δισάκκι του ἀπὸ αὐτὲς κι᾿ ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ Νοταρᾶ καὶ Σισίνη κι᾿ ἀλλουνῶν. Τὸ ἴδιον καὶ τὸν Κατζικοστάθη. Ἀφοῦ τοὺς ἔκαμε αὐτείνη τὴν καλωσύνη ὁ Κωλέτης, τὸν πουλημένον ἄνθρωπον κι᾿ ἅρπαγον τὸν ἔκαμε ἀρχηγὸν νὰ πάγη ἀναντίον τοῦ Δυσσέως – κι᾿ ὁ Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας. Αὐτὸ μαθαίνει ὁ Δυσσέας, ἄλλο δὲν εἶχε καταφύγιον νὰ σταθῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, σηκώνεται καὶ πάγει εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ γίνεται μὲ τὸ στανιὸν Τοῦρκος νὰ γλυτώση. Καθὼς ἔκαμε ὁ Μαυροκορδάτος τὸν Βαρνακιώτη κι᾿ ἄλλους καὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους καὶ γλύτωσαν, ἔτζι πάγει κι᾿ ὁ δυστυχὴς Δυσσέος. Ἦρθε τοῦτες τὶς ἡμέρες ἐδῶ ὁ Γκούρας, γιόμωσε τὸ δισάκκι τοῦ λίρες, ἐπικύρωσε καὶ εἰς τὴν Κυβέρνηση ἄλλες ὀχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ὅτι κάνει νὰ λάβη ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση ἀκόμα, κι᾿ ἀχώρια μουκατάδες Ἀθήνας, Φήβας, Λιβαδειᾶς καὶ τὰ ἑξῆς. Κι᾿ ὅλο τὸ φουσάτο ὁποῦ πλερώνει ποτὲς δὲν εἶναι διακόσιοι πενήντα ἄνθρωποι, τὸν ἕναν εἰς τὴν πλερωμὴ τὸν κάνει δέκα.<br />
Πήγανε ἀναντίον τοῦ δυστυχῆ Δυσσέα. Ἀκούγοντας ὅτι ἔρχεται ἀναντίον τοῦ ὁ δικός του ὁ Γκούρας, τὸ παιδί του, ὁποῦ αὐτὸς τὸν δόξασε, μπιστεύτηκε καὶ βῆκε καὶ παραδόθη εἰς τὸ παιδί του. Τὸν πῆγε εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ τὸν σκότωσε. Τελείωσε πλέον ὁ κύριος Κωλέτης κι᾿ ἀπὸ τὸν τρίτον ἀντίζηλόν του. Δυσσέα Ἀντρίτζο, Ἀλέξη Νοῦτζο, Χρῆστο Παλάσκα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς σκότωσε.<br />
Ἡ Κυβέρνηση, ὅταν πήγαμε διὰ τοὺς ἀναντίους νὰ τοὺς πολεμήσουμε, μᾶς εἶπε, διὰ νὰ τοὺς ἀδυνατίσουμε, ὅσους ἀνθρώπους μπορέσουμε νὰ τοὺς τραβοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς πλερώνωμε ἐξ ἰδίων μας καὶ ὕστερά μας πλερώνει ἡ Κυβέρνηση καὶ τοὺς βαστάγει ἀπὸ τοὺς καταλόγους τῶν ἀναντίων. Πῆρα κ᾿ ἐγὼ καμπόσους τοῦ Νοταρᾶ ἀνθρώπους καὶ τοῦ Σισίνη. Ὁ Κουντουργιώτης πῆγε εἰς τὴ Νύδρα κι᾿ ἄφησε εἰς τὸ ποδάρι του τὸν Ἀναγνώστη Οἰκονόμο Νυδραῖο. Τοῦ εἶπα νὰ μοῦ δώση αὐτοὺς τοὺς μιστοὺς νὰ πλερώσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ λάβω κι᾿ ὅ,τι ἔδωσα. Λέγει τοῦ Παπαφλέσια, μοῦ δίνει τοὺς παράδες, ὅ,τι μό᾿ κανε, ὅμως νὰ τοῦ χαρίσω τὶς πιστιόλες μου, ὅτι τὶς λιμπίστη. Τοῦ παράγγειλα κ᾿ ἐγὼ νὰ τοῦ γαμήσω τὸ κέρατο, ὄχι θὰ τοῦ δώσω τ᾿ ἅρματά μου, ὁποῦ τά ῾χω ἀπὸ δεκοχτῶ χρονῶν παιδί. Τὸν μούτζωσα καὶ δὲν τοῦ ξαναμίλησα. Πῆγε κι᾿ ὁ Κωσταντὴς Λευκάδιος καὶ τοῦ ζήτησε τοὺς μιστούς, καὶ τοῦ πῆρε τὶς πιστιόλες του. Κ᾿ εἶχε ξύλινες ῾στὸ ζουνάρι του, τὸν ρώτησα καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Ὁρίστε κι᾿ Ἀρβανίτικη ἀρετή. Ὡς τώρα εἴχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ὁρίστε κι᾿ Ἀρβανίτικη. Νὰ δικαιοσύνη, νὰ κυβερνῆται τῶν νέων Ἑλλήνων!</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-9040452300554873642011-03-25T12:18:00.003-07:002011-10-25T12:25:15.244-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 5<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Τὰ ἐν Ἀθήναις ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ἐπαναστάσεως. - Ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη πολιορκία τῆς Ἀκροπόλεως ὑπὸ τῶν ἐπαναστατῶν. - Κομματικαὶ ἔριδες μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων. - Ὁ Ὑψηλάντης καὶ ὁ Νικήτας προσκαλοῦνται εἰς παραλαβὴν τὸν φρουρίου. - Κατάληψις αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀνδρούτσου. - Ὁ Γκούρας φρούραρχος καὶ ὁ Μακρυγιάννης ἐπόπτης τῶν φρουρῶν. - Καταπιέσεις Ἀνδρούτσου, Γκούρα καὶ Μαμούρη. - Δυὸ ἀθῶοι βασανιζόμενοι. - Καταχρήσεις περὶ τοὺς μισθοὺς τῶν στρατιωτῶν. - Ἀνεύρεσις θησαυροῦ. - Ἔρις Μακρυγιάννη καὶ Γκούρα. - Ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς ἐφοδιασμὸν τοῦ φρουρίου. - Στρατιωτικὴ ἐπιτροπὴ παρὰ τῷ Ἀνδρούτσῳ καὶ τῷ Γκούρᾳ. - Ὁ Μακρυγιάννης πολιτάρχης ἐν Ἀθήναις. - Μέτρα αὐτοῦ κατὰ τῆς ὁπλοφορίας, τῶν κλοπῶν καὶ ὑπὲρ τῆς δημοσίας ἠθικῆς. - Μυστικαὶ προτάσεις τοῦ Ἀνδρούτσου πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Ὁ Ὀδυσσεὺς ἀρχιστράτηγος τῆς ἀνατολικῆς Ἑλλάδος. - Ἐκστρατεία τοῦ Ὀδυσσέως ἐξ Ἀθηνῶν. - Μάχη εἰς Δαδί. - Αἱχμαλωσία Νικ. Σαρρῆ Ἀθηναίου. - Κίνδυνος τοῦ Ὀδυσσέως. - Ψευδεῖς συνθῆκαι τοῦ Ὀδυσσέως πρὸς τοὺς Τούρκους. - Φόνος Νικ. Σαρρῆ καὶ Μελέτη Βασίλη. - Καταπιέσεις τῶν χωρικῶν ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Γκούραν. - Συμβουλαὶ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Γκούραν. - Ῥῆξις μεταξὺ αὐτῶν. - Ἀναχώρησις Μακρυγιάννη ἐξ Ἀθηνῶν. - Μετάβασις πρὸς τὸν Ὀδυσσέα εἰς Βελίτσαν. - Ἀψιμαχίαι πρὸς τοὺς Τούρκους. - Ῥῆξις μεταξὺ Ὀδυσσέως καὶ Γκούρα. - Σχέδιον ἐκστρατείας τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Κρήτην. - Μετάβασις Μακρυγιάννη εἰς Κόρινθον καὶ Ναύπλιον. - Ἐπάνοδος εἰς Ἀθήνας. - Ἀναχώρησις εἰς Πελοπόννησον. - Παρέκβασις περὶ Κάρπου Παπαδοπούλου.</i><br />
<hr />
Τὴν πρώτη χρονιὰ πολιόρκησαν τοὺς ντόπιους Τούρκους εἰς τὸ κάστρον τῶν Ἀθηνῶν μαζὶ μ᾿ ὅση φρουρὰ ἦταν, τοὺς πολεμοῦσαν πολλὰ γενναίως. Καὶ τοὺς περιόρισαν εἰς τὸ κάστρο καὶ κάμαν καὶ ρεσάλτο μέσα εἰς τὸν Σερπετζὲ καὶ σκοτώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Καὶ τὰ δυὸ μέρη πολεμοῦσαν γενναίως. Ἦρθε ὁ Ὀμέρπασσας Βεριόνης μὲ μίαν δύναμιν κ᾿ ἔκαμε πολὺν καιρὸν ῾στὴν Ἀθήνα, καὶ διάλυσε τὴν πολιορκίαν κ᾿ ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς Ἀθηναῖγοι πολλὰ δεινά, σκοτωμούς, σκλαβιὲς καὶ ζημιὲς πλῆθος. Φεύγοντας ὁ Βεργιόνης συνάχτηκαν πάλε ἡ χώρα καὶ τὰ χωριὰ καὶ πολιόρκησαν τοὺς Τούρκους, κατοίκους καὶ φρουρά, ὀπίσω ῾στὸ κάστρο στενά. Καὶ σώθη τὸ νερό τους καὶ ὁ ζαϊρές τους, τῶν Τούρκων, καὶ παραδόθηκαν μὲ συνθήκη. Κ᾿ ἢ συνθήκη ἔμεινε εἰς τὸ χαρτὶ μοναχά. Ρίχτηκαν ῾στοὺς παραδομένους κ᾿ ἔσφαξαν πλῆθος γυναικόπαιδα κι᾿ ἄντρες πολλούς. Γλύτωσαν καὶ καμπόσοι διὰ τὴν συνθήκη κι᾿ ἄλλοι εἰς τὰ προξενεῖα. Τὸ βίον τοὺς τὸ ῾καμαν δυὸ μερίδια, ἕνα νὰ πάρουν ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς πολιορκοῦσαν καὶ τ᾿ ἄλλο νὰ μείνη διὰ τὸ κάστρο, νὰ πουληθῆ καὶ μὲ τὰ χρήματα νὰ τὸ ῾φοδιάσουνε ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἀναγκαῖα. Κουβάλησαν τὸ βίον ἀπάνου ῾σ τὰ μαγαζειά, εἰς τὸ κάστρο. Τὸ δοκίμασαν ἕνα χέρι πρῶτα οἱ πρόκριτοι, ἦταν ὁ γέρο Ζαχαρίτζας κι᾿ ἀνιψιὸς τοῦ Νικολάκης, ἦταν οἱ Βλαχαῖγοι, ὁ Βρανᾶς κι᾿ ἄλλοι. Εἶχαν κι᾿ ἀρχηγὸν τὸν Μπατζακάτζα μ᾿ ἄλλους συντρόφους τοῦ στρατιωτικούς. Τραβήσανε οἱ νοικοκυραῖοι καὶ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτοὺς ὅσα δὲν τράβησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τελευταῖα τοὺς ἄφησαν κι᾿ ὅλο τοὺς τὸ πράμα εἰς τὴν ἐξουσίαν τοὺς οἱ νοικοκυραῖγοι κ᾿ ἔφυγαν διὰ τὰ νησιά. Μαζὶ μ᾿ ὅσους ἦταν τότε δημογέροντες ἦταν κ᾿ ἕνας τίμιος νοικοκύρης, τὸν εἶχαν εἰς τὸ βίον τοῦ κάστρου νὰ τὸ προσέχη, τὸν ἔλεγαν Χατζὴ Γιωργαντὰ Σκουζέ. Τοὺς ἄφησε κι᾿ αὐτὸς κρυφίως κ᾿ ἔφυγε. Καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύτερους νὰ κάμουν τοὺς σκοποὺς τοὺς εἰς τὸ βίον τοῦ κάστρου. Ἀφοῦ κάμαν ὅ,τι μπόρεσαν, εἶχαν ὑποψίαν ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴν μαρτυρήση ὕστερα τί λείπει, ὅτι ἤξερε τί βίον ἦταν. Νὰ πάρουνε αὐτεῖνοι, νὰ δώσουν κ᾿ ἐκεινοῦ δὲν ἤθελε, ὅτ᾿ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος. Ἔφυγε. Στείλαν καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴν Κούλουρη μὲ δύναμη τ᾿ ἀρχηγοῦ τοὺς Μπατζακάτζα καὶ μὲ δική τους. ῾Στὸ δρόμο τὸ᾿ ῾κοψαν τὸ κεφάλι. Πιάσαν κι᾿ ἄλλους νοικοκυραίους, τοὺς φυλάκωσαν κι᾿ ὅ,τι ἄλλες καλωσύνες τοὺς ὑπαγόρευε ἡ ψυχὴ τοὺς τοὺς κάναν. Τότε ὅλοι οἱ τίμιοι νοικοκυραῖγοι κι᾿ ὁ Σαρρὴς καὶ οἱ Λεκκαῖγοι κι᾿ ὁ Μελέτης Χασιώτης κι᾿ ἄλλοι ἑνώθηκαν καὶ μὲ στρατήγημά τους πῆραν τὸ κάστρο καὶ διῶξαν ὅλους αὐτοὺς καὶ λευτέρωσαν καὶ τοὺς φυλακωμένους νοικοκυραίους ἀπὸ τὴν χάψη.<br />
Ἀφοῦ πῆραν αὐτεῖνοι τὸ κάστρο, οἱ διωχμένοι πῆγαν εἰς τὸν Ὑψηλάντη καὶ Νικήτα καὶ εἶπαν νὰ τοὺς παραδώσουνε τὸ κάστρο ὁποῦ ῾χαν τὰ κλειδιὰ μαζί τους, καὶ τὸ κάστρο τὸ βαστοῦσαν ἄλλοι. Πῆρε τὰ κλειδιὰ ὁ Ὑψηλάντης κι᾿ ὁ Νικήτας κ᾿ ἦρθαν μ᾿ ἀσκέρια δικά τους, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ φίλοι μαζί, καὶ τήραγαν τὸ κάστρο ἀπὸ κάτου τὴν χώρα, ποὺ τὸ βαστοῦσαν ἄλλοι κι᾿ αὐτεῖνοι βαστοῦσαν τὰ κλειδιά. Τότε συναχτήκανε ὅλοι οἱ νοικοκυραῖοι καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ὁποῦ ῾χαν τὸ κάστρο κι᾿ ἀποφάσισαν ὅλοι συνφώνως νὰ τὸ δώσουνε τοῦ Δυσσέα καὶ νὰ τὸν κάμουν ἀφέντη δικόνε τους γιὰ νὰ λευτερωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅλο τὸ παρτίδο τοὺς ἀποφασίζουν τότε καὶ μένει ῾στὸ κάστρο ὁ Σαρρὴς κι᾿ ὁ Γιωργάκη Λέκκας κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὰ χωριά, καὶ στέλνουν τὸν Μῆτρο Λέκκα καὶ Βασίλη Μελέτη Χασιώτη κ᾿ ἔρχονται γυρεύοντας κι᾿ ἀνταμώνουν τὸν Δυσσέα. Ἀφοῦ τοῦ ξηγηθήκανε τὰ αἴτια καὶ τοῦ εἶπαν πὼς τὸν θέλουν ἀφέντη, αὐτὸς γύρευε κάστρο εἰς τὸν οὐρανὸ κι᾿ ὅταν τὸ ῾βρε εἰς τὴν γῆς, ἔτρεξε σὰν τὸ ὄρνιον εἰς τὸ ψοφίμι. Ἦρθε εἰς τὴν Γραβιά, ὁποῦ ἤμαστε κ᾿ ἐμεῖς μὲ τὸν Γκούρα ἤφερε καὶ τοὺς στελμένους Ἀθηναίους διὰ νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀθήνα. Τοὺς ἀποκριθήκαμε αὐτεινῶν καὶ τοῦ Δυσσέα, δὲν ἀφίνομε τοὺς Τούρκους εἰς τὸ προσκέφαλό μας καὶ νὰ πᾶμε νὰ κλειστοῦμε εἰς ἕνα κάστρο καὶ ν᾿ ἀφήσωμε νὰ σκλαβωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Τὸ φιλονικήσαμε πολύ. Ἐγὼ ἤμουν ἀνάντιος κι᾿ ὅσους εἶχα μαζί μου ἦταν σύνφωνοι μ᾿ ἐμένα, καθὼς κι᾿ ὅλοι οἱ Σαλωνίτες. Μᾶς εἶπε ὁ Δυσσέας νὰ πᾶμε νὰ μεράσουμε τὸ βίον τοῦ κάστρου καὶ νὰ πάρωμεν τὸ μερίδιόν μας, ὅτι φυλάγαμε ἐμεῖς τὰ στενὰ καὶ δὲν πῆγαν τροφὲς ῾στοὺς κλεισμένους Τούρκους καὶ παραδόθη τὸ κάστρο, καὶ νὰ πάρωμε τὸ μερίδιόν μας. Τοῦ λέγω: «Μηνάχουμε σίγουρα τὰ κεφάλια μας κι᾿ ὅ,τι φοροῦμε, καὶ γυρεύομε νὰ πᾶμε καὶ δι᾿ ἄλλα; Ἀφοῦ ὅμως τὸ φιλονικήσαμεν καὶ μᾶς εἶπαν κι᾿ αὐτός, ὁ Δυσσέας, καὶ οἱ στελμένοι τὴν ἀκαταστασίαν τους, τῶν Ἀθηναίγων, καὶ τὸν σκοτωμὸ τοῦ τίμιου ἀνθρώπου καὶ τῶν νοικοκυραίων τὰ δεινά, κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ γένη σὰν τὸν Ἀχιλλέα μὲ τῆς Κόρθος τὸ κάστρο, καὶ εἰς τὴν Ρούμελη ἄλλο κάστρο δὲν εἴχαμε, τότε δι᾿ αὐτὸ ἀποφασίσαμε καὶ πήγαμε εἰς τὴν Ἀθήνα.<br />
Ηὕραμε ἐκεῖ τὸν Ὑψηλάντη καὶ Νικήτα. Στάθηκαν ὀλίγες ἡμέρες κ᾿ ἔφυγαν. Διόρισε ὁ Δυσσέας τὸν Γκούρα φρούραρχον κ᾿ ἐμένα νὰ προσέχω τοῦ κάστρου τὶς βάρδιες καὶ νὰ φέρνω γύρα νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτὸ τὸ καψοβιὸν τὸ ῾βγαλαν εἰς τὸ παζάρι νὰ τὸ πουλήσουνε: τὸ καλύτερο λελούδι, διαμάντι, τοῦ Δυσσέα, τ᾿ ἄλλο τοῦ Γκούρα. Δία ῾φόδιασμα τοῦ κάστρου λίγα χρήματα πιάσανε. Κ᾿ ἔμεινε ἄδειον καὶ ξερὸν τὸ κάστρο. Ὅταν ἦρθαν εἰς τὴν Γραβιὰ ἡ ἐπιτροπὴ τῶν Ἀθηναίων καὶ μᾶς παρακινοῦσε ὁ Δυσσέας νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀθήνα, μᾶς ἔλεγε κιντυνεύει τὸ κάστρο καὶ δὲν ἔχομε ἄλλο εἰς τὴν Ρούμελη παρμένο καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸ ῾φοδιάσουμε. Ἀφοῦ ἤρθαμε εἰς τὴν Ἀθήνα, τὸ καλύτερο πράμα ὁποῦ θὰ ῾πιανε χρήματα, τζιβαϊρικό, μαργαριτάρι, ἀσήμι τὸ ῾θελαν διὰ λογαριασμό τους. Τ᾿ ἄλλα πουλήθηκαν χωρὶς τιμή, ὅτι δὲν ἄξιαζαν. Καὶ τὸ κάστρο ἀφόδιαστον. Εὐτὺς ὁποῦ ῾ρθαν καὶ περίλαβαν τὸ κάστρο, ἔβαλαν τοὺς ἀνθρώπους τους κι᾿ ἁρπάζανε ὅ,τι βρίσκανε καὶ τὸ πουλούγανε. Ὁ Μαμούρης ἦρθε τότε εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ μίαν ξύλινη πιστιόλα καὶ εἰς τὰ χωργιά, ὁποῦ τὸν διόρισαν ντερβέναγα, τζάκιζε τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἕναν τύραγνον τοῦ Ἀλήπασσα, ὁποῦ τὸν ἔλεγαν Ἰσοὺφ Ἀράπη καὶ τζάκιζε τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ τζεκούρι, ἔτζι τζάκιζε κι᾿ ὁ Μαμούρης τοὺς χωργιάτες ὅσοι δὲν ἦταν φίλοι του. Καὶ γύμνωναν τοῦ κάστρου τὸ βίον καὶ τῶν χωριῶν. Τότε, σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, μίαν παλιοπιστιόλα εἶχε, τηρᾶτε, ρωτᾶτε τὴν ἔχει τώρα; Ρωτᾶτε καὶ διὰ τὶς τυραγνίες του. ῾Στὰ Μισόγεια, ῾στὴν Κερατιά, ἑνοῦ δημογέροντα, Ἀναγνώστη Νυδραῖον τὸν λένε, πόσες τζικουργιὲς τὸ᾿ ῾δῶσε κι᾿ ἂν εἶδε ὑγείαν εἰς τὸ ἑξῆς ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος, κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ τοιοῦτοι δαρμένοι καὶ τζερεμετισμένοι.<br />
Ὁ Δυσσέας κι᾿ ὁ Γκούρας ἀφοῦ ἦρθαν ῾σ αὐτοὺς τοὺς στραβοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ γύρευαν ἀφεντάδες καὶ τοὺς ηὕρανε, τότε τὸ μέρος ὁποῦ τοὺς φώναξε, τοὺς νοικοκυραίους καὶ τὸν Σαρρὴ καὶ Μελέτη Χασιώτη, ὅτ᾿ ἦταν τίμιοι ἄνθρωποι, μὲ τρόπον τοὺς σκότωσαν, τοὺς Λεκκαίους κι᾿ ἄλλους πολλούς τους κατάτρεξαν καὶ τὰ πρωτεῖα τὰ εἶχαν ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς μοιάζαν εἰς τὴν ἀρετή, οἱ Ζαχαρίτζηδες, οἱ Βλαχαῖγοι. Ἔκαμε καὶ συμπεθεριὰ ὁ Μαμούρης, πῆρε τὴν ἀδελφή του Βλάχου. Ἦταν μὲ αὐτοὺς ὁ Βαρελάς, ἦταν ἕνας Σουρμελὴς λογιώτατος, ἦρθε τότε ἀπόξω ὁποῦ σπούδαζε, μπερμπάντης, κακῆς διαγωγῆς. Οἱ καπεταναῖοι μας αὐτείνη τὴν συντροφιὰ εἶχαν.<br />
Ἔτυχε τότε καὶ ἦρθαν δυὸ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Μισίρι καὶ εἶχαν χρήματα κι᾿ ἄρματα καλά, ἦρθαν κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ δουλέψουν τὴν πατρίδα, νὰ χαροῦνε τὴν προκομμένη μας λευτερίαν. Δία νὰ τοὺς πάρουν τ᾿ ἄρματα καὶ χρήματά τους οἱ ἀρχηγοί μας τοὺς λένε ὅτ᾿ εἶναι τζασίτες καὶ τοὺς βάνουν ῾στοὺς παιδεμούς, οὔτε ὁ Χριστὸς δὲν δοκίμασε ὅσα δοκίμασαν αὐτεῖνοι οἱ δυό. Καὶ σᾶς λέγω τοὺς παιδεμοὺς νὰ φωτιστῆτε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι αὐτείνη τὴν ἀρετή, καὶ τότε εἲστ᾿ ἐλεύτεροι, ἂν ἔχετε τὴν ἀρετή μας, νὰ κάνετε τὰ ἴδια. Πρῶτα τους δέσαν, τὸ κεφάλι ἔσωσε τὸν κῶλον, καὶ ξύλο καταδίκι, κι᾿ ἄλλους τοιούτους παιδεμοὺς χερότερους, κι᾿ ἀλλοῦ κοντὰ πῆραν ἕνα μαντέρι καὶ τὸ ῾βαλαν δίπλα, τοῦ μάκρου, ψηλὰ ὡς ἕνα μπόι, ἀπάνου σὲ δυὸ φοῦρκες, κι᾿ ἀπάνου εἰς τὸ μαντέρι ξάπλωσαν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ μάκρου καὶ δέσιμον καλό, κρέμονταν τὰ χέρια τους καὶ ποδάρια κάτου. Κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ κρέμονταν τὰ χέρια καὶ ποδάρια, πῆραν καὶ μεγάλες μπόμπες, τὶς μεγαλύτερες ὁποῦ ῾ταν εἰς τὸ κάστρο, τὸ λιγώτερον πήγαινε ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ σαράντα ὀκάδες, καὶ κρέμασαν ἀπὸ τέσσερες τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἰς τὰ χέρια του καὶ ποδάρια του. Ὁ ἕνας σὲ καμπόσο διάστημα τελείωσε κι᾿ ὁ ἄλλος ἑτοιμάζεταν. Ἤμουνε εἰς τὸ παζάρι, γύρισα εἰς τὸ κάστρο καὶ εἶδα τὸν πεθαμένον καὶ τὸν ἄλλον, τὸν μισοζώντανον. Τότε ἔκοψα τὶς μπόμπες καὶ κατέβασα τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν πῆρα εἰς τὸ κονάκι μου καὶ ἤφερα τὸν Κούρταλη τὸν γιατρὸ καὶ τὸν περικάλεσα καὶ τὸν περιποιήθηκε, καὶ σακατεύτηκε, ἔσπασε καὶ μὲ καιρὸν ἀνάλαβε, μόνον ἦταν πάντα κατεβασμένος. Καὶ τὸν πῆρα καὶ τὸν εἶχα μαζί μου πολλὰ χρόνια, τιμιώτατος ἄνθρωπος, νέος ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν. Αὐτείνη τὴν λευτερίαν ηὕρανε, ὁποῦ ῾ρθανε γυρεύοντας.<br />
Ἀφοῦ ἤρθανε οἱ ἀρχηγοί μας σὲ κάστρο καὶ σὲ πολιτεία, ὁποῦ ηὗραν ραγιάδες καὶ μπλέξανε μὲ τὴν μπερμπάντικη συντροφιὰ τῶν ντόπιων, κακομεταχειρίζονταν καὶ τοὺς συντρόφους, ὅ,τι τῖποτας, ξύλο καὶ διώξιμον, κ᾿ ἡ πρόφαση αὐτείνη νὰ τρῶνε τὸν μιστόν τους. Ἡ Διοίκηση καὶ ἡ πολιτεία πλέρωνε μιστοὺς καὶ οἱ πρόσοδοι ὅλης της Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος ἦταν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοὺς διὰ νὰ πλερώνουν αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ δούλευαν τὴν πατρίδα. Κι᾿ ὅποιος εἶχε δέκα, τοὺς ἔκανε ἑκατὸ ῾στὸν λογαριασμόν, καὶ πάλε ἐκεῖνοι οἱ δέκα ἀπλέρωτοι, κι᾿ ἂν θὰ τοὺς πλέρωναν, κάλπικα εἰκοσάρια. Ηὔραν μαστόρους καλπουζάνους καὶ τοὺς βάλαν εἰς τὸ κάστρο καὶ κόβαν μοννέδα κάλπικη. Καὶ μάθαν αὐτὰ τὰ πράματα καὶ τοὺς νοικοκυραίους, ὁποῦ πεθύμησαν τὴν ἐξουσίαν τους καὶ στείλαν καὶ τοὺς κάλεσαν δι᾿ ἀφεντάδες τους. Τοὺς φκειάσανε καθὼς ὁ Μεμεταλὴς ἔφκειασε τοὺς Ἀραπάδες καὶ τοὺς εἶχε ὑποτάξη τέλεια, ξύλο λοιπὸν καντάρι κι᾿ ἄλλα βασανιστήρια. Καὶ τραβοῦσαν ὅλα αὐτὰ οἱ δυστυχεῖς Ἀθηναῖγοι διὰ νὰ ὑπάρξουν μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη πατρίδα ἐλεύτεροι. Καὶ θυσιάζαν τὸ ἐδικόν τους καὶ ὑπόφερναν ὅλα αὐτὰ τὰ δεινά.<br />
Ἕνα Τουρκόπουλο ἤξερε μίαν κρυψιώνα, ὁποῦ ῾χε βίον τῶν Τούρκων μέσα, καὶ τὸ Τουρκόπουλον τὸ μαρτύρησε ἑνοῦ ἀξιωματικοῦ, Μῆτρο Λελούδα τὸν λένε, βίον εἶχε πολὺ μέσα, καθώς μου εἶπε ὁ ἴδιος αὐτὸς ὁ ἀξιωματικός. Αὐτὸ τὸ ῾μαθε ὁ Γκούρας καὶ φοβερίζει τὸν ἀξιωματικὸ νὰ μὴν μπερδευτῆ σὲ αὐτὸ καὶ νὰ μὴν εἰπῆ κανενοῦ τίποτας. Αὐτὸς ὅμως μου τὸ εἶπε ἐμένα. Ἐγὼ καθόμουν μαζὶ μὲ τὸν Γκούρα ῾σ ἕνα κονάκι, εἰς τὸ κάστρο, τοῦ λέγω τοῦ Γκούρα: «Τὸ βίον αὐτὸ νὰ τὸ βγάλωμε καὶ νὰ γένει τρία μερίδια, τὸ πρῶτο μερίδιον τοῦ κάστρου, νὰ τὸ ῾φοδιάσουμε, τ᾿ ἄλλο τὸ μερίδιον νὰ πάρη ὁ Δυσσέας, νὰ δώση τῶν ἀνθρώπων του, καὶ τ᾿ ἄλλο τοῦ λόγου σου, νὰ τὸ μεράσης τῶν ἀνθρώπων τῶν δικῶνε σου, νὰ τοὺς εὐκαριστήσετε καὶ μὴ μαλλώνετε καὶ δέρνετε τοὺς συντρόφους κάθε τόσον. Ὅτι οἱ Τοῦρκοι ζύγωσαν εἰς τὸν Ρωπὸ καὶ Φήβα καὶ ῾σ ἄλλα κοντινὰ μέρη. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ῾φοδιάσουμε τὸ κάστρο καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς ψυχώσουμε, νὰ μὴν τὸ πάθωμε σὰν τὴν Κόρθο». Ἐνῶ τοῦ μιλοῦσα πατριωτικῶς κι᾿ ὡς φίλος του στενός, αὐτός μου λέγει: «Εἰς αὐτὰ δὲν ἔχω κανέναν σύντροφον, σὲ κρυψιῶνες καὶ τέτοια, καὶ νὰ τηράξη καθεὶς τὴν δουλειά του. Καὶ νὰ εἰπῆς τοῦ Λελούδα νὰ φύγη ἀπὸ ῾δώ, νὰ μὴ μὲ κάμη ἄπιστον καὶ τὸν σκοτώσω». Τοῦ λέγω: «Μπορεῖ νάχωμε αὐτείνη τὴν τύχη, ἐδῶ πού μας φέρατε, νὰ μᾶς σκοτώσετε ἢ νὰ εἴμαστε εἵλωτές σας». Τὸν ἄφησα κ᾿ ἔφυγα κι᾿ ἀπὸ τὸ κονάκι του καὶ πῆγα σὲ δικό μου. Σύναξα τοὺς ἀξιωματικούς του Δυσσέα, τοὺς μίλησα ὅτι ἐδῶ ὁποῦ ῾ρθαμε θὰ ντροπιαστοῦμε καὶ θὰ πάρωμε καὶ τούτους τοὺς δυστυχεῖς Ἀθηναίους εἰς τὸ λαιμό μας, ὁποῦ ξοδιάζουν καὶ τρῶμε ἐμεῖς καὶ πλερώνουν αὐτοί. Ἀλλὰ θὰ κιντυνέψη καὶ γενικῶς ἡ πατρίδα, ὅτι τὸ κάστρο εἶναι ἀνεφόδιαστο καὶ ὕστερα ἀφοῦ ἰδοῦμε Τούρκους, θὰ τ᾿ ἀφήσουμε ἀπολέμητο νὰ φύγωμε, καὶ εἶναι ἁμαρτία καὶ ντροπή μας. Ποῦ θὰ ζήσουμε ὕστερα ἀπὸ τὴν κατηγόρια τοῦ κόσμου; Μοῦ λένε ὅλοι αὐτεῖνοι: «Ἐνέργα ὅ,τι γνωρίζεις καὶ εἴμαστε ὅλοι μ᾿ ἐσένα». Τότε ἔφερα καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του Γκούρα, τὸ ἴδιον μου εἴπανε καὶ αὐτεῖνοι. Τοὺς σύναξα ὕστερα ὅλους, τοῦ Δυσσέα τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ Γκούρα, καὶ τοὺς ὅρκισα νὰ εἶναι αὐτὸ μυστικὸν καὶ ν᾿ ἀγροικηθῆ καθεὶς καὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τοὺς ξαναντάμωσα, μοῦ εἴπανε ὅτ᾿ εἶναι ὅλοι σύνφωνοι. Τότε τοὺς λέγω: «Νὰ κάμωμε μίαν ἐπιτροπὴ νὰ τηράξη δι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ μιλήση καὶ μὲ τοὺς μεγαλύτερούς μας. Μπῆκε ἡ ἐπιτροπὴ ἕξι ἀπὸ τοῦ Δυσσέα τοὺς ἀξιωματικοὺς κ᾿ ἕξι ἀπὸ τοῦ Γκούρα, κάνουν κ᾿ ἐμένα πρόεδρόν τους. Εἶχα ῾νεργήση κ᾿ ἔγιναν οἱ καλύτεροι καὶ οἱ δυνατώτεροι, ἀπὸ τὸ ῾να μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, καὶ οἱ πειο τίμιοι πατριῶτες ἀπὸ αὐτοὺς ἂν τύχη τίποτας, νὰ μὴ μ᾿ ἀφήσουνε μοναχό μου καὶ κιντυνέψω. Τότε παίρνω τὴν ῾πιτροπή ὅλη καὶ πᾶμε εἰς τὸν Δυσσέα, στέλνομε, φωνάζομε καὶ τὸν Γκούρα, κι᾿ ὅλοι μαζί, τοὺς λέγω: «Ὅσα μας εἴπατε εἰς τὴν Γραβιὰ ὅλα ἐδῶ τὰ λησμονήσατε, τὸ βίον τοῦ κάστρου ἐχάθη, αὐτὸ εἶναι ἀνεφόδιαστον, σᾶς μιλεῖ κανένας: ξύλο καὶ διώξιμον καὶ φοβερισμοὺς διὰ σκότωμα. Δι᾿ αὐτὰ ὅλα συστήσαμε μίαν ἐπιτροπὴ καὶ εἴμαστε ὅσους λέπετε, μιλῶ ἀπὸ ὅλους της ῾πιτροπής κι᾿ ἀπ᾿ ὅσους μας στείλαν, μπουλουχτσῆδες καὶ στρατιῶτες. Πρώτη ζήτησή μας εἶναι νὰ ῾φοδιάστε τὸ κάστρο ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἀναγκαῖα, ὅτ᾿ οἱ Τοῦρκοι μας τρογυρίζουν κι᾿ ἀπολέμητο κάστρο δὲν τὸ δίνομε. Ἂν θέλετε νὰ τὸ ῾φοδιάσετε ἐσεῖς, σὲ ὀχτὼ ἡμέρες νὰ εἶναι ἕτοιμο διὰ πόλεμον κι᾿ ἀπὸ αὔριον θ᾿ ἀρχίσετε νὰ μπάσετε νερό, ξύλα, δαδὶ καὶ ζαϊρέδες, εἰδὲ καὶ δὲν θέλετε, τὸ ἐφοδιάζομε ἐμεῖς μὲ τοὺς Ἀθηναίους, κι᾿ ὅποτε κάμη χρεία, κλειόμαστε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη καὶ πολεμοῦμε, καὶ δὲν τὸ παραδίνομε τῶν Τούρκων ἀπολέμητο. Τώρα, καθὼς βρίσκεται, τὸ παίρνουν οἱ Τοῦρκοι χωρὶς ντουφέκι. Νὰ μᾶς δώσετε ὡς τὸ βράδυ ἀπάντησιν δι᾿ αὐτό. Καὶ τοὺς στρατιῶτες ἄλλη βολὰ δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς δέρνετε καὶ νὰ τοὺς διώχνετε καὶ νὰ τοὺς φοβερίζετε διὰ σκότωμα, ἂν φταίξουν, τοὺς παιδεύει ἡ ῾πιτροπή». Καὶ σηκωθήκαμε καὶ φύγαμε. Τὸ βράδυ πήγαμε, ὑποσκέθηκαν ὅσα τοὺς εἴπαμε. Κι᾿ ἐφόδιασαν τὸ κάστρο κ᾿ ἔδωσε ὁ Δυσσέος χίλιους μαμουτιέδες ἐξ ἰδίων του, ὅτι δὲν ἔσωσαν τὰ χρήματα, καὶ τοῦ λείπουν ὡς σήμερα καὶ τοὺς ζητάγει ἡ φαμελιά του. Τότε ἀρχίσαμε νὰ εἴμαστε ἥσυχοι κι᾿ ἀγαπημένοι.<br />
Ὅλοι οἱ Ἀθηναῖγοι μὲ ζήτησαν νὰ κατεβῶ εἰς τὴν χώρα ὡς πολιτάρχης. Μὲ κατέβασαν μὲ σαράντα ἀνθρώπους κάτου, ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμιά τους νὰ λείψω ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἀφοῦ κατέβηκα κάτω εἰς τὴν πολιτεία, τότε οἱ φίλοι πῆραν τὸ Τουρκόπουλον ὁποῦ ῾ξερε τὴν κρυψιώνα καὶ τὸ φοβέρισαν νὰ μὴ μαρτυρήση ἐκεῖνο τὸ μέρος ὁποῦ ῾ταν ἡ κρυψιώνα, ἀλλὰ νὰ εἰπῆ ψέματα καὶ νὰ μαρτυρήση ἄλλο μέρος. Τότε προσκάλεσαν τοὺς δημογέροντας καὶ πῆραν ἀργάτες καὶ πῆγαν κ᾿ ἔσκαψαν ὅλο τὸ κάστρο, καὶ ῾σ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὁποῦ ἦταν ὁ θησαυρός, δὲν τοὺς πήγαιναν νὰ σκάψουν. Μὲ καιρὸ ὅμως φάνηκε ἄδειος ὁ τόπος, τί ἦταν μέσα, τί δὲν ἦταν κανένας δὲν ξέρει.<br />
Ὅταν κατέβηκα εἰς τὴν χώρα, γκιζεροῦσαν οἱ κάτοικοι καὶ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ ντουφέκια εἰς τὸν νῶμον, ἔβαλα ντελάλη ν᾿ ἀφήσουνε ὅλοι τ᾿ ἄρματα κι᾿ ἀναλαβαίνω νὰ τοὺς φυλάγω ἐγώ. Δὲν ἄκουσαν, οὔτε τοῦ πέρασε κανενοῦ ἀπὸ τὴν ἰδέα του νὰ μένη ξαρμάτωτος. Βαριώνταν ἀναμεταξύ τους, πληγώνονταν, τοὺς διάταξα ἄλλη μιὰ φορᾶ, δὲν ἄκουγαν. Τότε κάτι παντίδοι βάρεσαν μὲ τὸ μαχαίρι ἕναν νοικοκύρη. Τοὺς ἔπιασα καὶ τοὺς ἔδωσα ἕνα στυλιάρι καλὸ καὶ τοὺς ἔβαλα χάψη. Ὅσο ὁποῦ γιατρεύτηκε ὁ πληγωμένος κάθονταν κάψη. Ὕστερα πλέρωσαν τὰ ἔξοδα τῆς γιατρειᾶς του καὶ τοὺς ἀπόλυσα.<br />
Αὐτὰ ὁποῦ εἴδανε – δὲν τοὺς ἄρεσε ἡ εὐταξία. Συναχτήκανε ὅλοι οἱ συντρόφοι καὶ γύρευαν αἰτίες τότε νὰ χτυπήσουνε δολερῶς ἐμένα. Ἐγὼ εἶχα πάγη εἰς τοὺς δημογέροντες ἕνα βράδυ, κι᾿ αὐτεῖνοι ἔπιασαν ἕνα μέρος ῾στὸ Κάτου σαντιρβάνι, ὁποῦ ῾ναι τὸ τζαμὶ καὶ καφφενέδες, εἶχαν πιάση ὅλα τὰ πόστα γύρω, νὰ περάσω, νὰ μὲ βαρήσουνε. Ἀφοῦ ἀκολουθοῦσε αὐτό, ὁ Δυσσέας κι᾿ ὁ Γκούρας γύρευαν ἀφορμὴ διὰ ὅλους αὐτούς, τοὺς παληκαράδες Ἀθηναίους. Τότε θὰ γίνεταν ἕναν κακὸν ῾στὴν πολιτείαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν αὐτεινῶν τῶν ἀνθρώπων. Πάγω μόνος μου ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν συνασμένοι νὰ μὲ βαρήσουνε. «Ἦρθα τοὺς λέγω· καὶ κάμετέ με, ὅ,τι ἀγαπέτε. (Δὲν μιλοῦσε κανένας). Καφετζή, πάρε μίαν μπότζα ρακί, κέρασέ τους νὰ κάμουν κέφι. (Ἔπιαν τὸ ρακί). Τοὺς λέγω, ἀδελφοί, ἡ παλαβιὰ χάνει κ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ ὁδηγάη νὰ τὴν κάμουν κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ θὰ τὴ ῾νεργήσουνε. Δὲν βλέπετε, δυστυχισμένοι, ποῦ καταντήσετε ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν σας; Σκοτωθήκετε εἰς αὐτὸ τὸ κάστρο κι᾿ ἀφανιστήκετε διὰ νὰ γίνετε σκλάβοι ἀλλουνῶν. Αὐτὰ πάθετε ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν τὴν δική σας κι᾿ ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ σας ὁδηγοῦσαν. Αὐτοί σας ὁρμηνεύουν καὶ τώρα καὶ κάνετε ἄτιμα πράματα, καὶ σκοτώνεστε ἀναμεταξύ σας, κι᾿ ὅποιος θέλει τὴν ἡσυχίαν σας τὸν φοβερίζετε. Ὁρίστε ὁποῦ ῾ρθα μόνος μου, ρίξετε, βαρῆτε με... Τηρᾶτε, δύστυχοι, νὰ μὴν σᾶς μάθῃ ὁ Δυσσέας κι᾿ ὁ Γκούρας, καὶ γυρεύουν πρόφασιν νὰ σᾶς ρημάξουν». Πῆραν τὴν εὐκαρίστησιν καὶ σηκώθηκαν κ᾿ ἔφυγαν. Καὶ μὲ περικάλεσαν νὰ μὴν μαθευτῇ αὐτό, ὅτ᾿ ἦταν πιωμένοι καὶ τὰ ῾καμαν ὅλα.<br />
Τὸ ῾μαθαν ἐκεῖνοι καὶ στέλνουν καὶ χαψώνουν ἀπὸ αὐτοὺς καμπόσους κ᾿ ἕναν ἀγωνιστῆ, Σαράντη Μπανάνα τὸν λένε. Τὸν πῆραν καὶ τὸ᾿ ῾κάμαν μαρτύρια καὶ τὸ᾿ ῾βαλαν καὶ γκιουλέδες καμένους εἰς τὸν λαιμὸν καὶ φαίνονται τὰ σημάδια ὡς σήμερον. Τὸ ῾μαθα ἐγὼ καὶ πῆγα καὶ τὸν ἔσωσα.<br />
Ἕνας ἔκλεψε ἕναν γροῦπον μὲ χρήματα κ᾿ ἐκεῖνος ὁποῦ τὰ εἶχε χάση ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε τὸν κλέφτη. Τὸν φώναξα καὶ τοῦ εἶπα μὲ τὸ καλὸ νὰ τοῦ δώσῃ τὰ χρήματα πίσου, καὶ νὰ τοῦ δώσω καὶ τὸ παχτζίσι του. Δὲν στάθη τρόπος νὰ τὰ μαρτυρήσῃ, τὸν παίδεψα, δὲν μαρτύραγε. Λέγω τῶν ἀξιωματικῶν μου: «Θὰ τὸν δέσω εἰς τὸ κλαρὶ καὶ θὰ βγάλω τὸ τὸ μαχαίρι πὼς θὰ τὸν κόψω. Ἐσεῖς θὰ μοῦ κάμετε ριτζᾶ κ᾿ ἐγὼ θὰ σᾶς βαρέσω ἀπὸ ῾να δυὸ ξυλιὲς καὶ θὰ σᾶς βγάλω ὄξω ἀπὸ τὸ σαράγι, διὰ νὰ ἰδῇ αὐτὸς ὁποῦ βαρῶ ἐσᾶς τοὺς ἀξιωματικοὺς ν᾿ ἀπολπιστῇ ἀπὸ ριτζάδες, κι᾿ ἂν ἔχῃ κάμη τὴν κλεψιά, νὰ τὴν μαρτυρήσῃ». Ἀκολουθήσαμε αὐτό, τὸν ἔδεσα εἰς τὸ κλαρὶ καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ μοῦ δώσεις τὰ χρήματα καὶ νὰ σοῦ δώσω τὰ βρετικά σου, ὅτι τἅβρες, δὲν τὰ ῾κλεψες, καὶ νὰ φᾶμε ψωμὶ μαζὶ καὶ νὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου». Αὐτὸς δὲν στέργεταν μὲ κάναν τρόπον, νὰ μὴ μαθευτῇ ὅτ᾿ εἶναι κλέφτης. Τότε ἔβαλα ῾σ ἐνέργεια ὅλα αὐτά, βάρεσα τοὺς ἀξιωματικοὺς ἀπὸ ῾να δυὸ ξυλιές, χωρὶς βλάβη, νὰ ἰδῇ αὐτός, τοὺς ἔβγαλα ἔξω κ᾿ ἔκλεισα τὴν πόρτα, μείναμε οἱ δυό μας. Τότε, ἀφοῦ βλέπει τὸ μαχαίρι ὁποῦ ῾λαμπε: Νὰ πάγω νὰ σοῦ τὰ δώσω, καπετᾶνε, καὶ νὰ μοῦ δώσῃς τὰ βρετικά! φωνάζει. – Καὶ τὰ βρετικὰ σοῦ δίνω καὶ ψωμὶ θὰ φᾶμε μαζὶ κ᾿ ὕστερα θὰ πᾶς εἰς τὴν δουλειά σου, ἅμα θὰ σ᾿ ἀπολύσω, καὶ τοιούτως ὁρκίστηκα». Πῆρε τοὺς ἀνθρώπους τῆς φρουρᾶς ὁποῦ τὸ᾿ ῾δωσα, πῆγε σὲ μίαν κοπριά, τά ῾χε χωμένα καὶ μαγαρισμένα ἀπὸ πάνου. Τότε κατὰ τὸν ὅρκο μου, «Ὅσο νὰ σ᾿ ἀπολύσω, τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί». Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί μου πέντ᾿ ἕξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψῃ ξένα χρήματα, καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ κ᾿ οἱ ἄλλοι. Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὁποῦ συνάζονται τὰ χωριὰ κι᾿ ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα, τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη, τὸν εἶχα ἀνάγκη ἕξι ῾μέρες ὡς τὴν Δευτέρα. Τὸν πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τὰ ῾δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁποῦ τά ῾χασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ᾿ ἕνα γκιουλὲ ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτά: «ὁποῖος θέλει νὰ κλέβῃ καθὼς ἡ ἀφεντειά του, ἂς τηράγῃ τὸν ἴδιον, κι᾿ ἂς κλέβη ὅποιος ἀγαπάῃ». Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λεμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὁποῦ ῾ναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, τὸ᾿ ῾δωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ καμπόση ὥρα κρεμασμένος ἀπὸ τὰ χέρια ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Τὸ δειλινὸ μισὴ ὥρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὁποῦ ῾ρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἔπιαμε ὡς ἀδελφοί, τὸ᾿ ῾δωσα καὶ τ᾿ ἀγώγι καὶ τὸν ἔδιωξα. Εἰς τ᾿ Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὄκαμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν μάννα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Καὶ τ᾿ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.<br />
Ἦταν καὶ κάτι ἀρχοντόπουλα κι᾿ ἀγαποῦσαν τὶς γυναῖκες, στανικῶς πιάσαν ἕνα κορίτζι νὰ τὸ διατιμήσουν. Πῆγα καὶ τοὺς ἔπιασα, τὴν εἶχαν κρυμμένη σὲ μίαν κασσέλα μέσα, μαζὶ μὲ τὴν κοντόσα, καὶ τὴν φοβέριζαν νὰ μὴν μιλήσῃ, ὅτι τὴν σκοτώνουν. Ἐψάξαμε, τὶς ηὕραμε μέσα, καὶ σὲ μία σακκούλα ηὕραμε ἀρκετὰ χρήματα. Πῆρα τὴν σακκούλα καὶ τοὺς λέγω: «Ἐσεῖς νοικοκυρόπουλα εἶστε, νὰ βοηθήσετε κ᾿ ἐσεῖς νὰ λευτερωθῇ ἡ πατρίδα, ἢ παντίδοι; Νὰ σᾶς πιάσῃ στανικῶς τὴν ἀδελφή σας τόσες ἡμέρες νὰ κάνῃ ἕνας τὸ κέφι του καλὰ σᾶς ἔρχεται; Δὲν τὸν σκοτώνετε τὸν αἴτιον; – Ναί, ἔλεγαν. – Ἐγὼ δὲν σᾶς πειράζω, οὔτε θέλω νὰ μαθευτῆτε. Τὸ κορίτζι νὰ τὸ δικιώσετε. Ὅπου βρῆτε γυναίκα ὁποῦ σᾶς θέλῃ μοναχή της, νὰ πᾶτε ἐλεύτερα, στανικῶς σκοτωνόμαστε». Παίδεψα τὴν κοντόσα.1 Πῆρα τρία γρόσια ἀπὸ τὴν σακκούλα ὁποῦ ῾χα βρῆ, τὴν δική τους, καὶ τοὺς τὴν ἔδωσα πίσου. Δὲν ματακολούθησε τίποτας ἄτιμον. Κι᾿ ἀσφαλίστη ὁ τόπος ἡσυχίαν, τιμὴ καὶ πλούτη. Καὶ ἦταν ἡ μεγαλυτέρα εὐταξία καὶ εἰρήνη. Καὶ εἶχαν πολὺ ἀγάπη ῾σ ἐμᾶς ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι κ᾿ ἐμεῖς μεγάλο σέβας εἰς αὐτοὺς τοὺς πατριῶτες.<br />
Μίαν βραδειὰ τρώγαμε ψωμὶ εἰς τὸ κάστρο μὲ τὸν Γκούρα καὶ φαμελιάν του, ἔστειλε καὶ μὲ ζήτησε ὁποῦ τρώγοντας, ἦρθε ὁ Δυσσέας. Βῆκε ἡ γυναίκα σὲ καμπόσο ὄξω. Λέγει ὁ Δυσσέας: «Κάτι θὰ μιλήσουμε. – Ἂν ἔχετε μυστικά, τοῦ λέγω, βγαίνω κ᾿ ἐγὼ ἔξω νὰ σᾶς ἀφήσω μόνους σας. – Ὄχι, μοῦ λέγει, θὰ μιλήσουμε οἱ τρεῖς» Ἀνοίγει τὸ παλεθύρι, μοῦ λέγει: «Τήρα κάτου Μακρυγιάννη». Ἐγὼ ὑποπτεύθηκα νὰ μὴν ρίξουν κάτου ἀπὸ τὸ κάστρο. Τοῦ λέγω: «Τί νὰ τηράξω, τὸν τόπο τὸν ξέρω ἀπὸ μακρυά. – Τήραξε, τί βλέπεις; μοῦ εἶπε. – Σπίτια, τοῦ λέγω. – Καὶ κάτου, παρακάτου βλέπεις τὶς ἐλιὲς καὶ τὰ περιβόλια. Ὅλα δικά μας εἶναι, διὰ ῾κεῖνο σᾶς ἤφερα εἰς τὴν Ἀθήνα. – Τοῦ λέγω, ἂς εἶσαι καλά, καπετᾶνε, ὁποῦ μᾶς θυμᾶσαι. – Ἔχασες τὰ δικά σου, μοῦ εἶπε, παίρνεις ἄλλα περισσότερα. Διὰ νὰ τὰ πάρωμε ὅμως χρειάζεται νὰ κάμωμε ἕνα πράμα, νὰ παστρέψωμε καμμιὰν εἰκοσιαριὰ ἀγκάθια ἀπὸ τούτους τοὺς γκαγκαραίους. Ὅποτε θέλῃς ἐσύ, γίνεται. – Νὰ ἰδοῦμε ἂν εἶναι καλό, τοῦ εἶπα, νὰ τὸ στοχαστοῦμε πρῶτα. Αὐτὰ τ᾿ ἄτομα εὐτὺς κατεβαίνω κάτου καὶ χωρὶς νὰ μὲ νοιώσῃ κανένας, ὅσους γνωρίζεις μῦυ δίνεις ἕναν κατάλογον, στέλνω ἀπὸ ῾ναν ἄνθρωπον, φωνάζει τὸν κάθε ἕναν, πηγάδια εἰς τὸ Σαράι εἶναι πλῆθος, τὸν ρίχνω καὶ ὕστερα τὸν ἄλλον καὶ δὲν θὰ πάρῃ χαμπέρι ἕνας τὸν ἄλλον, οὔτε θὰ μᾶς νοιώσῃ κανένας. – Αὐτὸ εἶναι καλό, μοῦ λέγει, καὶ νὰ τὸ ἀκολουθήσης. – Τοῦ λέγω, τὸ ἀκολουθῶ. Ὅμως θὰ κάμωμε πατρίδα μ᾿ αὐτά, θὰ λευτερωθοῦμε ἔτζι; Αὐτὰ εἶναι τυραγνικὰ πράματα καὶ δὲν σοῦ φέρνουν ὑπόληψη. Χάνεται τ᾿ ὄνομά σου. Δὲν θὰ εἰποῦνε ὅτι ὁ Γκούρας τὸ ῾καμε, οὔτε ὁ Μακρυγιάννης, «τὄκαμε ὁ Δυσσέας», θὰ εἰποῦνε. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀρχηγός μας καὶ διὰ σένα θὰ εἰποῦνε. Ξέρεις τί σὲ συβουλεύω; Νὰ πάρῃς χίλιους, δυὸ χιλιάδες ἀσκέρι – νὰ εἶμαι ὁ χερότερος ἐγὼ – καὶ νὰ πᾶς νὰ πολεμήσῃς διὰ τὴν πατρίδα, νὰ τὴν σώσης, καὶ ἐσὺ νὰ δοξαστῇς καὶ νὰ σὲ λένε εὐεργέτη, κατὰ τ᾿ ὄνομα ὁπόχεις. Καὶ τέτοια θέλω νὰ κάνῃς ἐσὺ κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀκῶ τυραγνικὰ πράματα. Κι᾿ αὐτὰ νὰ μὴ μάτα τὰ εἰπῇς. Κ᾿ ἐγὼ βίον δὲν θέλω». Τότε λέγει ὁ Γκούρας: «Βρέ, τί σὲ πονεῖ τὸ κεφάλι σου καὶ μιλεῖς μὲ τὸν Μακρυγιάννη; Αὐτὸς καμμίαν ῾πιτροπὴ θέλει νὰ φκειάνῃ ν᾿ ἀνακατώνῃ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τοὺς Ἀθηναίους του ἔχει τὸ εἶναι του. – Σύντροφός σας, τοῦ λέγω, εἶμαι εἰς τὰ καλά, νὰ λευτερώσουμε τὴν πατρίδα, δι᾿ αὐτείνη πῆγαν νὰ μὲ σκοτώσουν τόσες φορὲς κι᾿ ἄφησα τὴν κατάστασή μου καὶ χρήματά μου κ᾿ ἔχω ὁμολογίες παλιὲς περίτου ἀπὸ σαράντα χιλιάδες γρόσια. Κι᾿ ἀφοῦ ἔχασα ὅλα αὐτά, ὅταν παίρνετε ἐσεῖς μιστὸν κάθε μήνα ἀπὸ τοὺς πολίτες, ἐδῶ καὶ εἰς τὸ Σάλωνα, ἐγὼ κάθομαι εἰς τὴ μπάντα μου καὶ παίρνω ἀπό ῾να ντεσκερέ. Σᾶς κρένω ῾λικρινῶς κι᾿ ὡς ἀδελφός σας, ὅτι ἀπὸ σᾶς λευτερώνεται ἡ πατρὶς κι᾿ ἀπὸ σᾶς χάνεται. Καὶ τὴν ῾πιτροπή τὴν ἔκαμα διὰ τὴν δόξα τὴν ἐδική σας, κι᾿ ἄλλη βολὰ θὰ τὸ ἰδῆτε, τώρα δὲν φαίνεται. Κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ μου εἴπετε νὰ μὴν τὰ εἰπῆτε κανενοῦ σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα.<br />
Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν παραδοθῆ ἐξ αἰτίας τοῦ νεροῦ. Κοντὰ εἰς τὰ τείχη τοῦ κάστρου ἦταν ἕνα πηγάδι σκεπασμένο καὶ οἱ στραβοὶ δὲν τὸ ῾βλεπαν. Τὸ ηὕρανε οἱ Ἕλληνες καὶ στάθη ὁ Δυσσέας κι᾿ ὅλοι ἐμεῖς καὶ συνάξαμε τοὺς δύστυχους Ἀθηναίους κι᾿ ἀγωνίστηκαν τόσες μῆνες καὶ πλέρωναν κ᾿ ἔγινε μία ντάπια φοβερὴ κ᾿ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ κάστρο καὶ τὸ νερὸ μπῆκε μέσα. Ἦταν ῾σ αὐτὸ πηγάδι καὶ μία ἐκκλησιούλα, τὸ νερό του γλυφό, ὅμως γερό. Ἂν ἔλειπε αὐτὸ τὸ πηγάδι, θὰ τὸ παθαίναμεν ἐμεῖς χερότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους.<br />
Τὸν Δυσσέα τὸν ζήλευαν ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ καὶ τὸν κατάτρεχαν εἰς τὴν Ἀθήνα. Οἱ Ἀθηναῖοι κι᾿ ἄλλοι καμπόσοι ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες τὸν χεροτόνησαν ἀρχιστράτηγον τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος. Τότε τὸν ζήλευαν περισσότερον οἱ ὀχτροί του. Εἶναι ἀλήθεια, ἦταν γνωστικώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅμως ὅποτε εὕρισκε ἄνθρωπον νὰ τοῦ μιλήσῃ φρόνιμα καὶ πατριωτικῶς, τὸν κατάτρεχε. Ἄκουγε κι᾿ αὐτὸς κι᾿ ὁ Γκούρας τὸ κακό. Κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς πλησιάζαν ἔκαναν μὲ τὸ μέσο τὸ δικό τους τὰ κακά τους θελήματα.<br />
Ἕνας παπὰς ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Φήβας ἦταν φίλος τῶν Τούρκων πολὺ ἀγαπημένος, κ᾿ ἔκανε τὸν ἅγιον εἰς τοὺς Ρωμαίους καὶ πήγαινε σὲ ὅλα τὰ ὀρδιὰ καὶ πολιτεῖες καὶ νησιὰ κ᾿ ἔβλεπε καὶ μάθαινε ὅλα τὰ μυστικὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ πάγαινε καὶ τὰ πρόδωνε τῶν Τούρκων. Κι᾿ ἀπὸ τὶς προδοσὲς αὐτεινοῦ πολλοὶ Ἕλληνες σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὸν μάθαν ἔπειτα οἱ Ἕλληνες, τὸν μαρτύρησαν χριστιανοὶ ὁποῦ ῾ταν πλησίον εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ τὸν πιάσανε καὶ τὸν φέρανε εἰς τὴν Ἀθήνα εἰς τὸν Δυσσέα καὶ τὸν ἔχτισε ζωντανό, καὶ χτισμένος τελείωσε. Καὶ πῆραν μέτρα οἱ τοιοῦτοι εἰς τὸ ἑξῆς.<br />
Τὸν Ὀκτώβριον μήνα, τὰ 1822, οἱ πρόκριτοι Ταλαντιοῦ, Λιβαδειᾶς κι᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη γράφουν εἰς τὸν Δυσσέα, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴν Ἀθήνα, καὶ τοῦ λένε: «Δώδεκα χιλιάδες Τοῦρκοι καὶ περίτου ἦρθαν καὶ ἔπιασαν τοὺς τόπους μας, χῶρες καὶ χωριά. Αὐτὸ μαθαίνοντας ἐμεῖς ἀπὸ τὶς βάρδιες ὁποῦ ῾χαμε ῾σ τὰ στενά, ἀφήσαμε ὅλο τὸ βίον καὶ ζωντανά μας, καὶ μὲ τὰ παιδιά μας πιάσαμε τὰ βουνά, καὶ τώρα ὁποῦ ἀρχινάγει ὁ χειμώνας θὰ χαθοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὸ κρύο, τὴν γύμνια καὶ πείνα, καὶ δὲν βαστᾶμε αὐτό, κ᾿ ἐπίτηδές σου στέλνομε νὰ κοπιάσῃς μίαν ὥρα ἀρχύτερα, ὅτ᾿ εἴμαστε χαμένοι καὶ ἡ παρουσία σου θὰ μᾶς παρηγορήσῃ καὶ θὰ μᾶς σώσῃ». Εὐτὺς ὅπου τόλαβε ὁ Δυσσέος τὸ γράμμα αὐτό, σύναξε ὅλους τους Ἀθηναίους ἀπὸ χώρα καὶ χωριὰ καὶ τοὺς τὸ διάβασε. Καὶ τοὺς λέγει: «Νὰ συναχτοῦμε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κι᾿ ἀπάνου νὰ πᾶμε ἐκεῖ ὁποῦ ῾ναι καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ δικοί μας ἄνθρωποι, τ᾿ ὀρδί, καὶ νὰ γίνωμε ἕνα σῶμα νὰ τοὺς πολεμήσωμε. Ἀλλοιῶς ἂν κάμωμε, οἱ Τοῦρκοι εἶναι πολλοὶ κ᾿ ἔχουν καὶ τὰ χωριὰ καὶ χῶρες πιασμένες κ᾿ ἔχουν καὶ ζαϊρέδες. Καὶ δὲν θ᾿ ἀφήσουνε ποδάρι ὡς τὴν Ἀθήνα, ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη θὰ τὰ πλύνουν. Καὶ θὰ βγοῦνε κι᾿ ἀπὸ Ἔγριπον, ὁποῦ ῾ναι μία μεγάλη δύναμη, καὶ θὰ μᾶς ἀφανίσουνε. Καὶ διὰ ῾κεῖνο κινήθηκαν τὸν χειμώνα καὶ μᾶς πῆραν ὅλες τὶς τροφὲς κ᾿ ἐμᾶς μας ἔρριξαν εἰς τὰ βουνὰ καὶ δὲν θὰ νταγιαντήσουμε». Οἱ καϊμένοι οἱ φιλόπατροι οἱ Ἀθηναῖοι, χώρα καὶ χωριά, ἀποφάσισαν κ᾿ ἔδωσαν τρακόσους Ἀθηναίους κι᾿ ὁ Σαρρὴς κεφαλὴ τοὺς μ᾿ ἄλλους ἀξιωματικούς. Θὰ ῾διναν πολλὰ περισσότερους, ὅμως φυλάγαμε κι᾿ ἄλλα πόστα ἐδῶ διὰ τοὺς Ἐγριπαίους Τούρκους. Καὶ μὲ μεγάλον ζῆλον καὶ πατριωτισμὸν συνάχτηκαν εὐτὺς καὶ διόρισε κι᾿ ὁ Δυσσέας ἀνθρώπους δικούς του μὲ τὸν Γιωργάκη Λεπενιωτάκη, γενναῖον καὶ καλὸν πατριώτη. Καὶ συνάχτηκαν αὐτοί, κι᾿ ὅλοι μαζί, μὲ τοὺς Ἀθηναίους, κίνησαν τὸν ἴδιον μήνα καὶ πῆγαν εἰς τῆς Λιβαδειᾶς τὰ μέρη. Ἀνταμώθηκαν καὶ μὲ τοὺς ἄλλους δικούς μας ἐκεῖ. Οἱ Τοῦρκοι ἔγιναν δυὸ κολῶνες, μιὰ κινήθη ἀπὸ τὴν Γραβιὰ καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸν Ζεμενὸ Ἀράχωβας καὶ μπῆκαν εἰς τὸ Σάλωνα συνχρόνως. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν γελάση τοὺς Ἕλληνες, ὅτι ἔβγαλαν καὶ λέγαν ὅτι θὰ κινηθοῦν διὰ Φήβα κι᾿ Ἀθήνα, καὶ οἱ Ἕλληνες εἶχαν τὴν προσοχὴ τοὺς αὐτοῦθε, καὶ μ᾿ αὐτείνη τὴν εὐκαιρίαν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπολέμητοι καὶ μὲ λίγην ζημίαν τοὺς (κλέφτικο χτύπημα). Κεφαλὲς τῶν Τούρκων ὁ Μεμὲτ πασσᾶς κι᾿ ὁ Τζελαλεντίμπεγης κι᾿ ἄλλοι σερασκέρηδες. Οἱ Ἕλληνες πιάσανε ὅλοι τὸν Ἁγιλιά, μιὰ ὥρα μακρυὰ ἀπὸ τὸ Σάλωνα, θέση δυνατή. Πῆγαν οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φορὲς καὶ πολέμησαν εἰς τὸν Ἁγιλιά, καὶ τὶς τρεῖς φορὲς τοὺς χάλασαν οἱ Ἕλληνες.<br />
Οἱ Τοῦρκοι μάθανε ὅτι ὅλες οἱ ἐπαρχίες οἱ γειτονικὲς ῾κονόμησαν τὶς φαμελιές τους καὶ συνάζονταν ὅλοι τώρα νὰ πᾶνε νὰ πολεμήσουνε συνχρόνως τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Σάλωνα. Αὐτὸ μαθαίνοντας οἱ Τοῦρκοι, κάψαν ὅλα τὰ χωριὰ τοῦ Σαλώνου καὶ τὸ Σάλωνα καὶ φύγαν κρυφίως ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Γραβιᾶς καὶ πέσαν εἰς τὸν κάμπον ἄβλαβοι, καὶ πῆγαν πάλε εἰς τὶς θέσες τοὺς οἱ Τοῦρκοι Λιβαδειᾶς, Μπουντουνίτζας, ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη τοῦ κάμπου.<br />
Ὁ Δυσσέος ἦταν ἀκόμα εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ τόγραψαν τὸ πάεισιμον τῶν Τούρκων εἰς Σάλωνα, καὶ κινήθη διὰ Σάλωνα μὲ πολλὰ ὀλίγους, καὶ εἰς τὸν δρόμον ἔμαθε τὸ φευγάκι τους. Ὁ Δυσσέας ἔμεινε εἰς τῆς Λιβαδειᾶς τὰ μέρη καὶ γράφει τῶν ἀνθρώπωνέ του νὰ πᾶνε εἰς τὸ Δαδὶ ν᾿ ἀνταμωθοῦν. Πάγει κι᾿ ὁ Δυσσέας ἐκεῖ (χωριὸν τῆς Λιβαδειᾶς εἰς τὰ πρόποδα τοῦ Παρνασοῦ, κεφαλοχώρι, ὡς πέντε ὧρες ἀπὸ τὴν Λιβαδειά). Ἀφοῦ πῆγε ὁ Δυσσέας εἰς τὸ Δαδί, συνάχτηκαν καὶ οἱ ἄνθρωποί του καὶ οἱ Λιβαδίτες κι᾿ Ἀθηναῖγοι. Ὁ Δυσσέας μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τράβησε καὶ πῆγαν πανουκέφαλα τοῦ χωριοῦ, εἰς τὸ μοναστήρι ἡ Παναγιὰ (γερώτερη ἡ θέση ἐκείνη διὰ πόλεμον), καὶ εἰς τὸ Δαδὶ ἔμεινε ὁ Σαρρὴς μὲ τοὺς Ἀθηναίους. Ἄλλοι λένε ὅτι ἔμεινε μόνος του ὁ Σαρρής, ἄλλοι ὅτι παθητικῶς τὸν ἄφησε ὁ Δυσσέας, ὅτι τὸν κατάτρεχε κι᾿ αὐτὸς κι᾿ ὁ Γκούρας νὰ τὸν σκοτώσουνε (καὶ τὸν σκότωσαν ὕστερα).<br />
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμεινε ὁ Σαρρὴς καὶ οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Ἀθηναῖγοι εἰς τὸ Δαδί, ὁ τόπος ἐκτεταμένος, λίγοι οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι πολλοὶ καὶ μὲ τὸ πρῶτο τους ἔρριξαν εἰς φυγή. Σκοτώθηκαν Ἕλληνες καμμιὰ δεκαπενταριά, πιάσαν καὶ τὸν Σαρρὴ ζωντανόν.<br />
Μὲ τὸν χαλασμὸν αὐτεινῶν ψύχωσαν οἱ Τοῦρκοι πολύ, ρίχτηκαν καὶ εἰς τὸ μοναστήρι καὶ ζῶσαν τὸν Δυσσέα στενὰ ὁποῦ ῾ταν πολλὰ ὀλίγοι ἐκεῖ καὶ οἱ Τοῦρκοι πολλοί. Τόκαμαν πολλὰ γερούσια τοῦ Δυσσέα μὲ τοὺς ὀλίγους ὁποῦ ῾χε εἰς τὸ μοναστήρι. Τοὺς βάστηξαν οἱ Ἕλληνες γενναίως. Τοὺς πῆραν ὅμως μίαν θέσιν, σκότωσαν τὸν Μήνιο Κατζικογιάννη καπετάνο τῆς Φήβας, λάβωσαν καὶ τὸν Ἀλέξη Ταργατζίκη, γενναῖον πατριώτη καὶ τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι μ᾿ ὁρμὴ νὰ πιάσουν τὸν Δυσσέα, τζάκισαν οἱ ἄνθρωποί του καὶ μπῆκαν εἰς φυγὴ καὶ κιντύνεψε ἀπὸ τὴν τρίχα ὁ Δυσσέας, ἔφυγε ξυπόλυτος. Τέλος κι᾿ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνθρωποί του σώθηκαν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Ἀράχωβα. Καὶ εἰς τὴν Ἀράχωβα πῆγε κι᾿ ὁ Νάκο Πανουργιᾶς μὲ τοῦ Σαλώνου τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατέβηκαν μὲ τὸν Δυσσέα εἰς τὴν Ἁγιὰ Ρουσαλή. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν εἰς Βελίτζα κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη.<br />
Τότε ὁ Δυσσέας, ἀφοῦ εἶδε τοὺς Τούρκους δυνατοὺς πολὺ καὶ οἱ Ἕλληνες ἀδύνατοι καὶ κρύγοι, ὅτι σκόρπησαν μὲ τὶς φαμελιὲς τοὺς οἱ περισσότεροι καὶ χειμώνας, καὶ θὰ τοὺς κατασκλαβώσουνε καὶ θὰ πᾶνε οἱ Τοῦρκοι ὡς τὴν Ἀθήνα, καὶ μποροῦσε καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο, ὅτ᾿ ἦταν κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ Τοῦρκοι εἰς Ἔγριπον, τότε, διὰ νὰ προλάβη ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, τοὺς ἄρχισε τοὺς Τούρκους ὁ Δυσσέας μ᾿ ὁμιλίες, πὼς θὰ προσκυνήση, κ᾿ ἔστειλε τὸν γραμματικόν του καὶ τοὺς εἶπε νὰ πάψουν τὸν πόλεμο καὶ νὰ μιλήσουνε. Οἱ Τοῦρκοι ἀκολούθησαν αὐτό. Κι᾿ ὁ Δυσσέας τοὺς ἤφερνε γύρα, κ᾿ ἔστειλε παντοῦ σὲ ὅλους τους γειτόνους του νὰ ῾ρθούνε μὲ δύναμες, καὶ ἔδινε καιρὸν καὶ παραμεροῦσαν οἱ ἀδύνατοι μ᾿ ὅ,τι ζωντανά τους μέναν εἰς τὰ ψηλώματα. Τότε ὁ πασσᾶς κι᾿ ὁ Τζελαλεντίμπεγης, φίλος του Δυσσέα ἀπὸ τὸν Ἀλήπασσα, ζήτησαν ν᾿ ἀνταμωθοῦν ῾σ ἕνα μέρος μ᾿ αὐτόν. Ἀνταμώθηκαν, τοῦ εἴπανε νὰ προσκυνήση ὁ Δυσσέας μ᾿ ὅλους τους κατοίκους κι᾿ ὅ,τι θέλη τοῦ γίνεται ἀπὸ τὸν Σουλτάνο. Δολερῶς ὁ Δυσσέας τοὺς ὑποσκέθηκε αὐτά, μὲ ψευτιές. Τοὺς ζήτησε πρῶτα ἀσφάλειαν δική του καὶ τῶν κατοίκων. Μείναν οἱ Τοῦρκοι σύνφωνοι εἰς αὐτό, ὅ,τι συνφωνῖαν θέλη κάνουν, διὰ τὴν σιγουρτὰ τοὺς ὅμως νὰ προσκυνήσουνε οἱ κάτοικοι κι᾿ ὁ Δυσσέας. Μείναν σύνφωνα καὶ τὰ δυὸ μέρη. Φκειάνουν οἱ Τοῦρκοι ἕνα συνφωνητικόν, τὸ δίνουν νὰ τὸ ὑπογράψη ὁ Δυσσέας. Ἀφοῦ τὸ διάβασε, λέγει τῶν Τούρκων: «Αὐτὸ δὲν σημαίνει, νὰ τὸ ὑπογράψω ῾γω μόνος μου, θέλει νὰ εἶναι καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι, νὰ κάμωμε σίγουρα πράματα, νὰ μὴν ἔβγω ψεύτης οὔτε εἰς τὸν Σουλτάνο, οὔτε εἰς τοῦ λόγου σας. Καὶ διὰ νὰ γένουν αὐτὰ πρέπει νὰ συναχτοῦν οἱ κάτοικοι ἐδῶ, νὰ θαρρύνουν. Λοιπὸν νὰ φύγετε οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Ζιτούνι καὶ σᾶς δίνω ρεέμια». Καὶ βάλαν καὶ μία διορίαν εἰς αὐτό, ὅσο νὰ τελειώση. Καὶ τοὺς ἔδωσε τρία ἀσήμαντα ρεέμια, τοὺς εἶπε ὁ Δυσσέας τί νὰ λένε τῶν Τούρκων, τί μεγάλοι ἄνθρωποι καὶ σημαντικοὶ εἶναι. Καὶ μὲ ταῦτο μείναν εὐκαριστημένοι οἱ Τοῦρκοι καὶ πῆγαν ὅλοι εἰς τὸ Ζιτούνι καὶ κάθισαν κάνα δυὸ μήνους ἐκεῖ. Καὶ διαλύθηκαν. Φύγαν καὶ τὰ ρεέμια κρυφὰ καὶ ἦρθαν εἰς τὸν Δυσσέα. Καὶ οἱ κάτοικοι συνάχτηκαν πίσου εἰς τὸν τόπο τους καὶ τήραγαν τὴν δουλειά τους. Εἶχε μιλήση ὁ Δυσσέος τῶν Τούρκων ὅ,τι ζωντανά, καματερὰ κι᾿ ἄλλα, πῆραν τῶν κατοίκων νὰ τ᾿ ἀφήσουνε ὀπίσου, νὰ θαρρύνουν οἱ κάτοικοι διὰ νὰ προσκυνήσουνε. Κι᾿ ἄφησαν πολλά. Αὐτοὺς λένε ἀνθρώπους σημαντικούς, καὶ καλὸ κάν᾿ νε καὶ κακό. Εἶναι ὅμως λιγώτερον τὸ κακὸ αὐτεινῶν καὶ πολὺ τὸ καλό, σώνουν πατρίδα, ῾στὸ καλό, ῾στὸ κακό, βλάβουν ἄτομα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ διὰ τὸ καλὸ καὶ διὰ τὸ κακό. Ὅταν κάνη λίγο κακὸ καὶ μεγάλο καλό, ὁ Θεὸς τὸν συχωράγει.<br />
Ὅταν ἀνταμωθήκαμε μὲ πολλοὺς ἀξιωματικούς του Δυσσέα καὶ κατοίκους, ὁποῦ ἦταν ὅλοι παρόν, μοῦ τὰ εἶπαν αὐτὰ κι᾿ ἀπὸ γράμματα ποὺ μόστειλαν τὰ γράφω ὅλα. Μάλιστα ἕνας ἀξιωματικός του Δυσσέα ἀγαπημένος του, γενναῖος, τίμιος (τὸν εἶχα ὁρκισμένον μέλος τῆς ῾πιτροπής) μοῦ εἶπε κι᾿ αὐτὸς αὐτά, τὸν λέγαν Χρῆστο Τζάμη, καὶ μοῦ εἶπε, ὅταν ἦταν ὁ Δυσσέος εἰς τὴν Ἀθήνα, εἶπε τοῦ Γκούρα νὰ προσέχη ἀπὸ ῾μένα νὰ μὴν τοῦ πάρω τὸ κάστρο μὲ τὴν ῾πιτροπή μου. Καὶ μὲ πρόσεχαν πολύ. Θὰ μ᾿ ἔπαιρνε μαζί του ὁ Δυσσέος, κι᾿ ὡς ἀγαπημένος τῶν πολιτῶν μ᾿ ἄφησε διὰ τὴν ἡσυχίαν.<br />
Ὁ Σαρρής, ὁποῦ ῾ταν σκλάβος, ἔφυγε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν χάψη μὲ τὰ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια, ἀπὸ τὴν Λάρσα. Ἄξιον καὶ γενναῖον παληκάρι, γλύτωσε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸν φάγαν οἱ ἄλλοι, τὸν σκότωσαν. Τὸν κιντύνευαν καὶ πρωτύτερα νὰ τὸν σκοτώσουν κ᾿ ἔβαλαν κ᾿ ἐμένα νὰ τὸν σκοτώσω. Ἐγὼ ὡς παληκάρι τὸν σεβόμουν καὶ τὸν ἀγαποῦσα ὡς ἀδελφό μου καὶ τοῦ τὸ εἶπα κ᾿ ἔφυγε δυὸ τρεῖς μῆνες εἰς τὰ νησιά. Τὸ ῾μαθαν αὐτεῖνοι ὅτι τοῦ εἶπα ἐγὼ κ᾿ ἔφυγε. Σὲ τρεῖς μῆνες γύρισε πίσου εἰς τὴν πατρίδα του. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα καὶ βήκα διὰ δουλειὰ εἰς τὰ χωριά, ἦρθα καὶ τὸν ηὗρα σκοτωμένον. Καὶ τοῦ πῆραν καὶ τὸν βίον του. Ὑστερώτερα βρέθη σκοτωμένος κι᾿ ὁ Μελέτης Βασιλείου Χασιώτης, ὁποῦ ῾ρθε εἰς τὴν Γραβιὰ νὰ μᾶς πάρη εἰς τὴν Ἀθήνα. Πολέμαγαν νὰ σκοτώσουνε καὶ τοὺς Λεκκαίους καὶ σώθηκαν εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ ῾περασπίζομουν ἐγὼ τὶς φαμελιές τους. ῾Νεργοῦσαν καὶ διὰ ῾μένα μὲ τρόπον νὰ μὲ σκοτώσουνε. Πάντοτες εἶχα τὸ νοῦ μου. Κι᾿ ὁ Θεὸς μὲ γλύτωσε.<br />
Ἀφοῦ ἦταν ὁ Μαμούρης ἔξω ντερβέναγας (καὶ τζάκιζε τοῦ φίλους του μὲ τὸ τζεκούρι, ὁποῦ τὸν ἔφεραν ἐδῶ), εἶχε καὶ κολτζῆδες εἰς τὰ χωριὰ ὁποῦ περιέρχονταν. Πῆγαν εἰς τὸ Μενίδι αὐτεῖνοι, μέθυσε ὁ ἀξιωματικός, γράφει τοῦ Γκούρα ὅτι οἱ Μενιδιάτες θὰ κάμουνε ἐπανάστασιν ἀναντίον του. Τότε στέλνει μὲ φωνάζει σουρουπώνοντας νὰ πάγω ῾στὸ Μενίδι. Μὄδωσε κι ἀνθρώπους, πῆρα καὶ τοὺς δικούς μου νὰ πιάσω τοὺς αἴτιους ὁποῦ θὰ μοῦ εἰπῆ ὁ ἀξιωματικός, νὰ τοὺς δέσω, κι᾿ ἂν δὲν σταθοῦν, σκότωμα καὶ κάψιμον ὅλο τὸ χωριόν. Πῆρα τοὺς ἀνθρώπους ὅπως διατάχτηκα καὶ πῆγα τὴν νύχτα. Βλέπω ἀπ᾿ ὅσους ἀνθρώπους μου ῾χε δομένους ὁ Γκούρας εἶχαν καὶ ζῶα καμπόσοι καὶ σακκιά. Κοντὰ εἰς τὸ χωριὸν τοὺς ρωτάγω: «Τάχουμε, μοῦ λένε, νὰ φορτώσουμε πλιάτσικα. Τί ῾ναι αὐτεῖνοι, τοὺς λέγω, ὁποῦ θὰ – Τ᾿ εἶναι ἐκεῖνοι, τοὺς λέγω, ὅπου θὰ γυμνώσουμε, Τοῦρκοι; Αὐτεῖνοι εἶναι Ἕλληνες, συναγωνισταί μας, κι᾿ ἂν πορευτοῦμε τοιούτως, τί Ρωμαίικον θὰ κάμωμε; Δὲν σώθηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα καὶ θὰ μᾶς κάμουν πλιάτσικα ἐμᾶς. Καὶ τί στοχάζεστε, θὰ μπορέσουμε νὰ γυμνώσουμεν τοὺς Μενιδιάτες; Αὐτὸ εἶναι τόσα ντουφέκια, κεφαλοχώρι. Ν᾿ ἀκούσετε ἐμένα ὡς μεγαλύτερον, κι᾿ ὅπως ἰδῶ ἐγὼ τὰ πράματα, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ὅτι δὲν σκοτώνομαι ἐγὼ μ᾿ Ἕλληνες, τοὺς ἀδελφούς μου». Τοὺς κακοφάνη καμποσουνῶν, τοὺς εἶπα: «Σύρτε μόνοι σας κ᾿ ἐγὼ γυρίζω πίσω». Τότε κλίναν νὰ μ᾿ ἀκούσουνε. Ἅμα ἔφτασα ῾στὸ χωριό, διὰ νυχτὸς πῆγα εἰς τὸ κονάκι τοῦ ἀξιωματικοῦ, τὸν παίρνω κρυφὰ καὶ τοῦ λέγω: «Τ᾿ εἶναι τὸ λάθος ὁποῦ ῾καμες κ᾿ ἔγραψες αὐτὰ τὰ ψέματα τοῦ Γκούρα καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ ξετάξω καὶ νὰ σὲ πιάσω; – Ἤμουν μεθυσμένος, μοῦ λέγει, κ᾿ ἔκαμα αὐτὸ τὸ λάθος. – Δό᾿ μοῦ τὸ ἐνγράφως νὰ πάγω νὰ τοῦ κάμω ριτζᾶ, νὰ τοῦ μιλήσω ἐγὼ νὰ σὲ συχωρέση». Τὸ παίρνω ἐνγράφως, βάνω μάρτυρες κι᾿ ὅσους ἦταν ἐκεῖ, ἔστειλα καὶ εἰς τὸ χωριὸν μὲ τρόπον κ᾿ ἔπιασα καμμιὰ δεκαριὰ χωριάτες, τοὺς πῆρα διὰ νυχτὸς χωρὶς νὰ μάθη κανένας, τοὺς ἤφερα εἰς τὴν Ἀθήνα, τοὺς διάταξα τί νὰ εἰποῦνε τοῦ Γκούρα κι᾿ ὅτι τοὺς ἀφάνισα ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ παιδεμοὺς κι᾿ ἀπὸ τὸ πολὺ δέσιμον. Κι᾿ ὅταν παρουσιαστοὺν εἰς τὸν Γκούρα, νὰ φωνάζουν ἀναντίον μου. Τοὺς ἀφίνω εἰς τὸ Κονάκι, στέλνω τοῦ Γκούρα καὶ σμίγομε ὁληνύχτα, τοῦ δίνω τὸ γράμμα, τὸ διαβάζει, τοῦ μιλῶ καὶ καμπόσα, τοῦ λέγω: «Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχω δεμένους ὅλους καὶ νὰ σοῦ τοὺς φέρω καὶ κᾶμε τοὺς ὅ,τι θέλης. – Σὲ περικαλῶ, μοῦ λέγει, κᾶμε ὅ,τι μπορέσης καὶ μ᾿ ὅ,τι τρόπον νὰ τοὺς στείλης πίσου, νὰ μὴ μαθευτῆ αὐτό». Πῆγα, ηὗρα τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔλυσα καὶ τὴν ἴδια νύχτα πῆγαν εἰς τὰ σπίτια τους.<br />
Ἔρχονται καὶ τοῦ λένε ἕνα παρόμοιον σὲ καμπόσον καιρὸν διὰ τὴν Χασιά, τὸ χωριόν, ὅτι οἱ Χασιῶτες σήκωσαν κεφάλι. Πήγανε ὁ Μαμούρης κι᾿ ὁ Κατζικογιάννης, ὅτι ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὰ τοιούτα, καὶ πιάνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀφανίζουνε, καὶ τοὺς πῆραν τὸ βίον τους, πάτησαν κορίτζα καὶ τόσα ἄλλα κακά.<br />
Ὅταν ἦρθε ὁ Κιτάγιας, ηὖρε ἀνθρώπους φορτωμένους λιθάρια εἰς τὰ χωριά, ὁποῦ τοὺς τυραγνοῦσαν αὐτεῖνοι διὰ χρήματα, καὶ τοὺς ξεφόρτωσε ὁ Κιτάγιας καὶ στουπίρησε κι᾿ αὐτός, ὁποῦ ἦταν Τοῦρκος. Καὶ δι᾿ αὐτὰ προσκύνησαν τὰ χωριὰ τῆς Ἀθήνας καὶ βαστάχτη ὁ Κιτάγιας καὶ σκοτώθηκαν τόσος κόσμος κι᾿ ἀφανίστη ὁ τόπος ὅλως διόλου καὶ ξανὰ τὸν ἀγοράσαμε πίσω ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἂν δὲν προσκυνοῦσαν οἱ χωριάτες, δὲν μποροῦσαν οἱ Τοῦρκοι νὰ κάμουν τίποτας. Αὐτεῖνοι ξέραν ὅλους τους τόπους καὶ παίρναν τοὺς Τούρκους καὶ πήγαιναν κι᾿ αὐτεῖνοι μαζὶ καὶ πολεμοῦσαν καὶ νταγιάνταγαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ζαϊρέ, καὶ τοὺς ψύχωναν καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν σὲ ὅλα τὰ μονοπάτια. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱστορικόν.<br />
Τοιοῦτοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ πλουτήνουν, ὅταν δὲν εἶναι καιρὸς διὰ πλούτη, ἀλλὰ εἶναι καιρὸς ν᾿ ἀγωνιστοῦν καὶ ὕστερα ἔρχονται τὰ πλούτη καὶ ἡ δόξα μαζί. Ἐμεῖς τοὺς συντρόφους μας τοὺς δένομε καὶ τοὺς φορτώνομε λιθάρια κ᾿ ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι καὶ τοὺς ξεφορτώνουν. Ἐμεῖς τοὺς τίμιους φίλους μας καὶ καλοὺς πατριῶτες τοὺς σκοτώνομε, τοὺς παντίδους τοὺς σεβόμαστε, κι᾿ ἀφίνομε τὸ Στραβοσουρμελὴ νὰ κλέβη τὴν ντογάνα, νὰ μᾶς δίνη κ᾿ ἐμᾶς καὶ νὰ τρώγη καὶ αὐτός, καὶ νὰ γράφη ψευτιὲς κ᾿ ἐπαίνους. Καὶ μὲ τοὺς κόλακας καὶ κλέφτες κι᾿ ἀπατεῶνες βέβαια ἡ πατρὶς κιντύνεψε καὶ θὰ κιντυνέψη. Τὰ σημειώνω κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδῆτε τὴν ἀρετή μας, θὰ εἶστε ῾λικρινώτεροι διὰ τὴν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Ὅταν δι᾿ αὐτὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν τύπτη ἡ συνείδησή του, ἀλλὰ τὰ δουλεύη ὡς τίμιος καὶ τὰ προσκυνή, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχῆς καὶ πλέον πλούσιος.<br />
Τὸν ἀδελφό μου τὸ Γκούρα τὸν ἔπιασα μία ἡμέρα καὶ τοῦ εἶπα, ὡς ἀδελφός του ῾λικρινής, καμπόσες διάτες, ὅ,τι μο᾿ ῾κόβε τὸ κεφάλι μου. Τοῦ εἶπα: «Ἐδῶ εἰς τὴν Ἀθήνα εἶναι πλούτη καὶ δόξα συντροφεμένα, εἶναι κι᾿ ἀτιμία κι᾿ ἁρπαγή, κι᾿ ὅποιο ἀπ᾿ αὐτὰ ἀγαπάγη μπορεῖ νὰ πάρη ὁ καθείς, καὶ καταξοχὴ ἐσὺ ὁποῦ μπορεῖς νὰ ὠφελήσης καὶ νὰ ζημιώσης εἰς τὴν θέσιν ὁποῦ ῾ναι ἡ πατρίδα. Ἡ πατρίς μας (τοῦ εἶπα) ἔχει μεγάλον ἀγώνα κ᾿ ἔχει τὴν ἀνάγκη μας νὰ τὴν δουλέψωμε τώρα καὶ νὰ μᾶς δοξάση, ὅταν ἡσυχάση, ἀναλόγως τὸν καθέναν κατὰ τὴν θέσιν ὁποῦ βρίσκεται καὶ τὴν ἰκανότη ὁποῦ ἔχει καὶ τὴν ἀρετὴ ὁποῦ θὰ δείξη. Τώρα ἡ πατρὶς εἶναι εἰς αὐτείνη τὴν κατάστασιν, κ᾿ ἐδῶ εἰς τὴν Ἀθήνα φαίνεται καὶ ἡ δούλεψη τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἡ κατάχρηση, ὅτι καθημερινῶς ἔρχονται ξένοι ἄνθρωποι καὶ παρατηροῦνε τοὺς σημαντικοὺς ἀνθρώπους, ἂν πατριωτικῶς δουλεύουν ἢ δολερῶς. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ φωτίζονται οἱ ξένοι, ἂν δουλεύωμε διὰ λευτεριά, μᾶς βοηθοῦνε οἱ φιλάνθρωποι, κι ἂν δουλεύωμε διὰ ληστείαν, μᾶς μουτζώνουν. Κι᾿ ἂν φερθῆς πατριωτικῶς καταξοχὴ ἐσύ, ὁποῦ ῾σαι κεφαλὴ ἐδῶ, νὰ ἡ δόξα σου, νὰ ἡ εὐτυχία τῆς πατρίδος – νὰ καὶ ἡ δυστυχία αὐτεινῆς κ᾿ ἐμᾶς, ἂν φερθῆς ἀλλοιώτικα». Κάμποσον καιρὸ μὲ ἄκουσε. Ὕστερα ἐκεῖνοι ποὺ τὸν τρογύριζαν εἶχαν ἀνάγκη νὰ βαίνουν νὰ ψήνη αὐτὸς τὸ σφαχτὸ κι᾿ αὐτοὶ χαζίρι νὰ τὸ τρῶνε. Πιάστηκα δι᾿ αὐτά, μαλλώσαμε, ἦρθε νὰ μὲ πολεμήση, κλείστηκα κάτου εἰς τὸ σπίτι μου, ἦρθαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι, πολλοί, μ᾿ ἐμένα νὰ μοῦ βοηθήσουν, ἂν μ᾿ ἀκολουθήση τίποτας. Δὲν ἤθελα νὰ βάλω τοὺς ἀνθρώπους σὲ κακὴ θέση, καὶ ὕστερα νὰ πάθουν αὐτεῖνοι γιὰ ῾μένα. Ἦρθε ὁ Ζαχαρίτζας ὁ Νικολάκης κι᾿ ἄλλοι, τοὺς κατάλαβαν ὕστερα ὅτι οὔτε φίλους σέβονται, οὔτε ὀχτρούς.<br />
Τότε, νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα, πῆρα καμμιὰ ἑκατὸν πενηνταριὰ ἀνθρώπους καὶ πῆγα εἰς τὴν Κούλουρη νὰ περάσω εἰς τὴν Διοίκησιν, ν᾿ ἀκούσω τὶς διαταγές της. Ἔστειλε ὁ Γκούρας εἰς τὴν Κούλουρη νὰ μὲ γυρίσουν ὀπίσου, μοῦ μίλησαν οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ Φηβαῖγοι, οἱ Λιβαδίτες, δὲν γύρισα. Μὲ περικάλεσαν, ἦρθε κι᾿ ὁ Νικήτας μὲ Πελοποννήσιους. Γύρευαν νὰ βγοῦνε ἔξω καὶ νὰ μὴν πάγω ἐγὼ μὲ στρατέματα μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ δειλιάζουν ὂσ᾿ ἦταν μὲ τὸν Νικήτα νὰ βγοῦνε εἰς τὴν Ρούμελη. Τότε διὰ νὰ μὴ γένη καὶ αὐτό, σηκώθηκα καὶ πῆγα κι᾿ ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Δυσσέα. Πιάσαμε τὴν Βελίτζα. Ἔρχονταν ἕνα πλῆθος Τοῦρκοι μὲ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, μὲ γκαμήλια, μ᾿ ἄλλα φορτηγὰ καὶ ρίξαν ὀρδὶ τὸ βράδυ εἰς τὸν κάμπο τῆς Λιβαδειᾶς, εἰς τοῦ Κατίκου τὸ χάνι, νὰ μείνουν ἐκεῖ. Τοὺς ριχτήκαμε τὴν νύχτα καὶ τοὺς δώσαμε ἕνα ντουφεκίδι καὶ τοὺς πήραμε γκαμήλια πλῆθος, ἄλογα καὶ ζαϊρέδες. Καὶ κατασκορπίστηκαν οἱ Τοῦρκοι. Ὕστερα πιάστη ὁ Δυσσέας μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ διὰ τοὺς μιστούς, ἤθα τὸν σκοτώσουνε. Τοὺς ἔφυγε καὶ κόλλησε εἰς τὴν σπηλιά του. Μ᾿ ἔστειλαν ὅλοι οἱ σύντροφοι καὶ τοῦ μίλησα, δὲν θέλησε νὰ κάμη τίποτας. Κι᾿ ἀναχώρησαν διὰ τὸ Σάλωνα, καὶ μείναμε πολλὰ ὀλίγοι μ᾿ αὐτόν. Κι᾿ αὐτὸς ἔκατζε εἰς τὴν σπηλιὰ κ᾿ ἐμεῖς βάναμε ἕναν γεροντότερον κεφαλή, Μαργετίνη τὸν ἔλεγαν, καὶ βαρούσαμε κλέφτικα τοὺς Τούρκους ὁποῦ ῾ρχονταν μὲ ζαϊρέδες διὰ μέσα. Ὕστερα πήγαμε εἰς τὴν Πέτρα καὶ ρίξαμε ὀρδὶ πανουκέφαλα κι᾿ ὅταν διάβαιναν Τοῦρκοι μὲ ζαϊρέδες, τοὺς χτυπούσαμε. Καὶ σταθήκαμε καμπόσον καιρὸν ἐκεῖ.<br />
Γράφουν τοῦ Δυσσέα φίλοι του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὅτι τὸν Γκούρα τὸν γύρισε ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ εἶναι ἀναντίος του. Μὲ φωνάζει ὁ Δυσσέας καὶ μοῦ λέγει αὐτὸ καὶ νὰ πάρω τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ νὰ μοῦ δώση κι᾿ ἄλλους δικούς του νὰ πάγω εἰς τὴν Ἀθήνα, νὰ κάμω καὶ παρτίδο μυστικὸν ἐκεῖ, νὰ εἴμαστε ἀναντίον τοῦ Γκούρα. Κι᾿ ἂν μπορέσωμε, νὰ τοῦ πάρωμε καὶ τὸ κάστρο. «Αὐτὰ δὲν μπορῶ νὰ τὰ κάμω ἐγώ, τοῦ λέγω, δὲν ῾πιτηδεύομαι, ν᾿ ἀνοίξη κάνα δυστύχημα ῾στὴν Ἀθήνα νὰ κιντυνέψουν οἱ ἀθῶοι, ὁποῦ τοὺς κυβέρνησε ὁ παγιωμός μας εἰς τὴν πατρίδα τους, ὁποῦ ὅσα τραβοῦν μ᾿ ἐμᾶς δὲν τράβησαν μὲ τοὺς Τούρκους». Μοῦ ἔπεσαν, «Δὲν θέλω νὰ πάγω!» Νὰ μὴν εἰπῶ κανενοῦ τίποτας, – τὸ βάσταξα μυστικόν, «Ἐγώ μου λέγει τότε ὁ Δυσσέας, στέλνω τὸν Στάθη Κατζικογιάννη» (τὸν εἶχε καὶ συγγενῆ). Πηγαίνοντας εἰς τὴν Ἀθήνα, τὸν γύρισε ὁ Γκούρας καὶ οἱ συντρόφοι του μὲ τὸ πνεῦμα τους. Καὶ τὸν πάντρεψε ὁ Γκούρας καὶ τὄδωσε καὶ τὴν γυναικαδέλφην τοῦ γυναίκα. Αὐτὰ μαθαίνοντας ὁ Δυσσέας, ἀπολπίστη, καὶ δούλευε ἀναντίον τοῦ πολιτικὴ Βλάχικη (δολεροὶ συνβοῦλοι τοῦ Γκούρα, ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Κωλέτη καὶ συντροφιά). Τότε ἔρχεται ὁ Δυσσέας εἰς τὴν Πέτρα καὶ μᾶς πῆρε ὅλους καὶ πήγαμε εἰς τὴν Κούλουρη. Ἦταν ἐκεῖ τὸ Βουλευτικὸν σῶμα κ᾿ Ἐκτελεστικόν. ῾Γγίχτηκε ὁ Δυσσέας μὲ τοὺς ἀνθρώπου τοῦ ἐκεῖ διὰ τοὺς βαθμούς. Γύρευαν νὰ τὸν σκοτώσουνε, ὅτι τοὺς ἀδίκησε. Ἔπεσα ἐκεῖ, τοὺς μίλησα καὶ ἡσύχασαν.<br />
Ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ κοντά του. Τότε ἦταν ὁ Τουμπάζης ἐκεῖ καὶ σύναζε ἀνθρώπους διὰ τὴν Κρήτη. Μὲ σύστησαν ἐμένα εἰς αὐτόν, μοῦ εἶπε νὰ μὲ κάμη ἀρχηγὸν τῆς ἐκστρατείας εἰς τὴν Κρήτη καὶ νὰ συνάξω χίλιους πεντακόσιους ἀνθρώπους, νὰ μοῦ δώση χρήματα νὰ τοὺς συνάξω. Τοῦ ὑποσκέθηκα, μίλησα μὲ πολλοὺς ἀξιωματικούς του Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν. Μὲ μαρτύρησαν εἰς τὸν Δυσσέα, μοῦ παραπονεύτηκε κι᾿ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὅτι θὰ τοὺς πάρω τοὺς ἀνθρώπους. Πῆγαν εἰς τὴν Διοίκησιν καὶ μίλησε τοῦ Τουμπάζη ἡ Διοίκηση, κ᾿ ἔμεινε διὰ τὸ παρόν.<br />
Τότε ἡ Διοίκηση κι᾿ ὁ Δυσσέας ἔστειλαν τὸν Νικήτα κ᾿ ἐμένα καὶ πήγαμε εἰς Κόρθο νὰ μιλήσουμε τῶν Τούρκων ὁποῦ βαστοῦσαν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος, νὰ μᾶς τὸ δώσουν. Οἱ Τοῦρκοι μας ἔβαλαν εἰς τὸ κανόνι, ὁποῦ δὲν εἴδαμε πούθε νὰ κάμωμε. Δὲν ἦταν ὁ Ἀχιλλέας, ὁ φρούραρχος τῆς Διοίκησης, ὁποῦ τ᾿ ἀφίνει ῾φοδιασμένο καὶ φεύγει, εἶναι Τοῦρκος, πολεμάγει διὰ τὴν πίστη του. Ὁ Τοῦρκος ἔτρωγε ποντίκια καὶ μᾶς γάμησε τὸ κέρατο μὲ τὰ κανόνια καὶ μπόμπες. Ὁ Ἀχιλλέας, ἀρνιὰ καὶ κριάρια μέσα, τ᾿ ἀφίνει ὅλα καὶ πάγει νὰ ῾βρη τοὺς συντρόφους τοῦ ὁποῦ τὸν διορίσαν.<br />
Ὁ Νικήτας πῆγε διὰ τ᾿ Ἀνάπλι κ᾿ ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα αὐτὰ εἰς τὴν Διοίκηση καὶ ὕστερα πῆγα εἰς τὴν Ἀθήνα. Σὲ καμπόσες ἡμέρες ἀκολούθησε μία ταραχὴ εἰς τὴν Κούλουρη ἀναντίον τῆς Κυβερνήσεως. Ὁ Δυσσέας ἔστειλε ἐμένα νὰ τοὺς βοηθήσω, ἐγὼ πῆγα καὶ ἡσύχασα τὰ πράματα ὑπὲρ τῆς Κυβερνήσεως. Τοῦ κακοφάνη τοῦ Δυσσέα. Τότε σηκώθηκα κ᾿ ἐγὼ μίαν νύχτα, πῆρα τοὺς ἀνθρώπους μου κι᾿ ἄλλους καμπόσους αὐτεινοῦ καὶ τοῦ Γκούρα καὶ διὰ νυχτὸς πῆγα εἰς τὸν Δράκον κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔπιασα εὐτὺς καΐκια καὶ μπαρκαριστήκαμε καὶ πέρασα εἰς τὴν Πιάδα τὰ 1823 Ὀκτωβρίου 25. Ἐβήκα εἰς τὴν Πιάδα. Ἔστειλε ὁ Δυσσέας κοντά μου νὰ γυρίσω κι᾿ ὅ,τι θέλω νὰ μοῦ δώση, ὅτ᾿ ἦταν ἀδύνατος. Τοῦ εἶπα ἐκείνου ὁποῦ ἦρθε νὰ τοῦ εἰπῆ νὰ κάτζη μὲ τὸν Κάρπον του. Αὐτὸς ἦταν ἕνας παπὰς (ἦρθε ἀπὸ τὴν Ρουσσία), ὅλους τους ἀνθρώπους τοὺς ἀνακάτωνε εἰς τὸν Δυσσέα. Τὸ᾿ ῾δίωξε ὅλον τὸν ταϊφά του, δόλιος καὶ αἱμοβόρος, ὁποῦ τὸ᾿ ῾λεγες νὰ κάμη κάναν Τοῦρκον χριστιανόν, αὐτὸν τὸν Τούρκευε χερότερα. Ἀφοῦ κυβέρνησε τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Δυσσέα καὶ τὸν ἔκαμε νοικοκύρη μὲ τὶς διάτες του, μπῆκε ὕστερα εἰς τὸ ταχτικὸ κ᾿ ἔκοψε τὰ γένια του. Μ᾿ ἀνακάτεψε εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ τὸν Δυσσέα, καὶ κοντέψαμε κάποτε νὰ σκοτωθοῦμε οἱ δυό μας εἰς τὸ παζάρι διὰ τὸ ψωμί, τὸ ταΐνι, κι᾿ ἂν δὲν μό᾿ ῾δινε τὰ ταΐνια, (ὅτι τὰ μέραζε μόνος του ὁ Δυσσέας) θὰ σκοτωνόμαστε ἐξαιτίας αὐτεινοῦ τοῦ ποταποῦ. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ἔφυγα.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣH</h2>
1. Ὕστερα ἔκαμε παρόμοια καὶ τὴν κρέμασε ὁ Γκούρας.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-41795623780793349062011-03-25T12:17:00.000-07:002011-10-25T12:25:35.863-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 4<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Τὰ ἀπὸ τοῦ 1822 ἔτους. - Ὁ Δράμαλης πασσᾶς ἐν Λαμίᾳ. - Ἐκστρατεία Δημητρίου Ὑψηλάντου καὶ Νικήτα Σταματελοπούλου εἰς τὴν Ῥοῦμελη. - Πολιτικαὶ ραδιουργίαι κατ᾿ αὐτῶν. - Ὑποδοχὴ παρὰ τῷ Ὀδ. Ἀνδρούτσῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ὁπλαρχηγοῖς. - Ὁ Μακρυγιάννης ὁπλαρχηγὸς χωρίων τινῶν τῶν Σαλώνων. - Ἐκστρατεῖαι εἰς Στυλίδα καὶ Ὑπάτην. - Μάχαι εἰς Ἁγίαν Μαρίναν καὶ Στυλίδα. - Ἀποχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἁγίας Μαρίνης διὰ θαλάσσης. - Ἔρις Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου πρὸς τὸν Ἄρειον Πάγον. - Παραίτησις τοῦ Ἀνδρούτσου ἐκ τῆς χιλιαρχίας. - Ῥαδιουργίαι τοῦ Ἀρείου Πάγου κατὰ τοῦ Ἀνδρούτσου. - Θλιβεραὶ σκέψεις τοῦ Μακρυγιάννη περὶ τῆς κατὰ τῶν ἐπισήμων στρατιωτικῶν καταδρομῆς. - Περὶ Ἀλέξη Νούτσου καὶ Χρήστου Παλάσκα. - Παραμοναὶ τῆς τοῦ Δράμαλη ἐκστρατείας κατὰ τῆς Πελοποννήσου. - Μάχη εἰς Ντερβὲν-Φούρκα. - Μάχη εἰς Ἀλαμάναν. - Ἀναδρομὴ εἰς τὰς κατὰ τὸ πρώτον ἔτος γενομένας μάχας τῆς Ἀλαμάνας, Γραβιᾶς καὶ Βασιλικῶν. - Νέα ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ὑπάτης. Ἐπίθεσις τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῆς πόλεως. - Ἀνέκδοτον περὶ Μήτρου Καθάριου. - Κατάληψις τοῦ φρουρίου τῆς Ὑπάτης. - Περιπέτειαι τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀποκλεισμὸς τῶν ἐν τῷ φρουρίῳ ὑπὸ τῶν Τούρκων. - Ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων καὶ σωτηρία. - Φόνος Ἀλέξη Νούτσου καὶ Χρήστου Παλάσκα. - Πρώτη ἔρις μεταξὺ Ἀνδρούτσου καὶ Γκούρα. - Συμφιλίωσις αὐτῶν διὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Εἰσβολὴ τοῦ Δράμαλη. - Μάχαι ἐν τῇ ἀνατολικῇ Ἑλλάδι πρὸς διακοπὴν τοῦ ἐπισιτισμοῦ τῶν εἰσβαλόντων.</i><br />
<hr />
Τὰ 1822, τὸν Φλεβάρη μήνα, οἱ Ρουμελιῶτες βιάζαν τοὺς Πελοποννήσιους νὰ βγοῦνε εἰς τὴν Ρούμελη νὰ συναγωνιστοῦν μαζί, ὅτ᾿ ἦταν πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ ἦρθε καὶ ὁ Δράμαλης εἰς τὸ Ζιτούνι μὲ μεγάλη δύναμη. Τότε διατάττει ἡ Διοίκηση τὸν Νικήτα Σταματελόπουλον μ᾿ ἕνα σῶμα νὰ βγῆ εἰς τὴν Ρούμελη ὁποῦ ῾ναι ἀνάγκη. Ὁ Ὑψηλάντης ἦταν μέλος τῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ εἶδε τὰ αἰστήματά τους ὁλουνῶν αὐτεινῶν ὁποῦ κυβερνοῦσαν, κι᾿ ὡς ἄνθρωπος μὲ συνείδησιν1 – ἔβλεπε τοὺς συντρόφους τοῦ γιομάτους κακία καὶ πάθη καὶ ἰδιοτέλειαν καὶ ἀναντίον τῆς ἀρετῆς, ὅ,τι ἄνθρωπος κι᾿ ἂν ἔρχονταν νὰ ὑπερετήση τὴν πατρίδα του, πολιτικός, στρατιωτικός, θρησκευτικός, αὐτεῖνοι τὸν πολεμοῦσαν διὰ τὸ ἔτσι θέλω – ἀποφάσισε λοιπὸν δι᾿ αὐτὰ ὅλα νὰ παρατηθῆ ὁ Ὑψηλάντης ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν καὶ μαζὶ μὲ τὸν Νικήτα νὰ πᾶνε εἰς τὴν Ρούμελη, νὰ σμίξουν καὶ τὸν Δυσσέα, νὰ κουβεντιάσουνε καὶ μ᾿ ἄλλους ἀρχηγοὺς τῆς Ρούμελης, ν᾿ ἀγωνιστοῦν συνφώνως διὰ τὴν πατρίδα, νὰ μὴν κιντυνέψη καὶ χαθῆ ἀδίκως. ῾Στοὺς συντρόφους του ἢ ἀπαραίτηση τοῦ Ὑψηλάντη καὶ νὰ πάγη εἰς τὸ στρατόπεδον δὲν τοὺς ἄρεσε, νὰ μὴν τύχη καὶ δοξαστῆ αὐτὸς καὶ μαρτυρήση καὶ τοὺς καλούς τους σκοποὺς ὁποῦ ῾χαν διὰ τὴν πατρίδα καὶ κατεξοχὴ διὰ τὸ στρατιωτικόν. Δία ὅλα αὐτά, νὰ μὴν ῾πιτύχη ὁ Ὑψηλάντης, λένε τοῦ Νικήτα καὶ τὸν βάνουν σὲ σύλογα. «Τώρα ὁποῦ θὰ βγῆς ἔξω μὲ τὸ σῶμα σου νὰ μὴν πάρεις καὶ τὸν Ὑψηλάντη μαζί σου, ὅτι θὰ εἰποῦνε οἱ ἄνθρωποι εἰς τὴν Ρούμελη ὅτι ὁ Ὑψηλάντης εἶναι ἀρχηγὸς κ᾿ ἐσὺ εἰς τὴν ὁδηγίαν αὐτεινοῦ καὶ χάνεις τὴν ὑπόληψή σου». Ὁ Νικήτας ἀγαθὸς πατριώτης, δὲν τοὺς ἄκουσε, ἑνώθη μὲ τὸν Ὑψηλάντη κ᾿ ἐβήκαν μαζὶ εἰς τὴν Ρούμελη. Σὰν δὲν ῾πέτυχαν τὸν σκοπὸν τοὺς οἱ καλοὶ πατριῶτες νὰ τοὺς διαιρέσουνε, γράφουν ἕνα γράμμα τοῦ Δυσσέα καὶ τοῦ λένε: «Ὁ Νικήτας κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης ἑνώθηκαν οἱ δυὸ κ᾿ ἔχουν ἕνα σῶμα κ᾿ ἔρχονται ἀναντίο σου νὰ σὲ βαρέσουνε, νὰ μείνουν αὐτεῖνοι εἰς τὸ ποδάρι σου». Ἀφοῦ πῆγαν εἰς Ρούμελη, ἔγραψε ὁ Δυσσέας τοὺς ἔβαλαν ῾σ ἕνα χωριὸν μακρυὰ ἀπὸ αὐτόν. Ὕστερά τους παράγγειλε νὰ πᾶνε πρὸς ἀντάμωσίν του μ᾿ ὀλίγους ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἀνταμώθηκαν οἱ τρεῖς, τοὺς λέγει: «Ἐσένα, Ὑψηλάντη, δὲν σὲ γνωρίζω, τὸ Νικήτα τὸν ἔχω ἀκουστά, δὲν εἴχαμεν γνωριμιά. Καθώς μου γράφουν οἱ φίλοι, ἂν εἶστε τοιοῦτοι, φευγᾶτε νὰ μὴν σκοτωθοῦμεν ἀναμεταξύ μας ἀδίκως, ἂν εἶστε φίλοι μου καὶ φίλοι τῆς πατρίδος, ἐλᾶτε νὰ φιληθοῦμεν καὶ νὰ γενοῦμεν ἀδέλφια, ν᾿ ἀγωνιστοῦμεν διὰ τὴν πατρίδα μας, ὅτι κιντυνεύει». Ἔβγαλε ὁ Δυσσέας τὸ γράμμα καὶ τοὺς ἔδειξε, ὁποῦ τὸ᾿ ῾γραφαν ἀναντίον τους. Ἔβγαλε κι᾿ ὁ Νικήτας τὸ δικόν του, εἶπε κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης τὸν πατριωτισμόν τους, τῶν κυβερνήτων μας. Πιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς καὶ φιλήθηκαν κι᾿ ὁρκίστηκαν νὰ εἶναι ἀχώριστοι διὰ τὸ καλὸ καὶ στερέωσιν τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀγωνιστοῦνε δι᾿ αὐτείνη καὶ νὰ ἑνωθοῦν καὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Καὶ τοὺς παράγγειλαν ὁλουνῶν τῶν ἀρχηγῶν ν᾿ ἀνταμωθοῦν ῾σ ἕνα μέρος νὰ μιλήσουνε καὶ νὰ ἑνωθοῦνε καὶ νὰ κινηθοῦν ἀναντίον τῶν Τούρκων.<br />
Ἐπῆγαν ὅλοι κι᾿ ἀνταμώθηκαν, ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, ἀνταμώθηκαν εἰς τουρκοχώρι, γνωρίστηκαν μὲ τὸν Ὑψηλάντη καὶ Νικήτα καὶ μιλήσανε νὰ κινηθοῦν διὰ τὴν πατρίδα. Μετρήθηκαν πόσα στρατέματα μπορεῖ νά ῾χουν ὅλοι, καὶ μετρήθηκαν τὸ ὅλο καὶ ἦταν ὡς ἑφτὰ χιλιάδες. Κι᾿ ἀποφάσισαν νὰ ἑτοιμαστοῦν νὰ κινηθοῦν διὰ τὴν Ἁγιαμαρίνα καὶ Στυλίδα καὶ Πατρατζίκι. Κι᾿ ὁ Ἀργειοπάγος νὰ τοὺς ἑτοιμάση τὰ καράβια καὶ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦπολέμου.<br />
Ἀφοῦ ἀνάλαβα κ᾿ ἐγώ, ὁποῦ ἤμουν ἀστενῆς, μοῦ παράγγειλε ὁ Γῶγος ἐπίτηδες νὰ πάγω ἐκεῖ. Αὐτὸ μαθαίνοντας οἱ πατριῶτες, μὲ παρακίνησαν νὰ μὴν πάγω ἐκεῖ, νὰ μείνω ἐδῶ ὁποῦ ῾ναι ἡ πατρίδα μου, κ᾿ ἕνας ἀγώνας εἶναι κ᾿ ἐκεῖ κ᾿ ἐδῶ. Τότε τοῦ παράγγειλα τοῦ Γώγου, ὅτι εἶμαι ἀστενῆς καὶ δὲν πάγω.2 Ἀφοῦ ἔμεινα ῾στὴν ἀνατολικὴ Ἑλλάδα, γράφτηκα ὅτι θέλω δουλέψη τὴν πατρίδα μου μὲ πίστη κι᾿ ἀμιστί. Οἱ ἄλλοι ὅλοι, οἱ ἀρχηγοὶ καὶ στρατιῶτες, πλερώνονταν ἀπὸ τοὺς κατοίκους. Θέλησαν καὶ τέσσερα χωριὰ τοῦ Σαλώνου Σερνικάκι, Κούσκι, Ἁγιώργης, Σεργούνι νὰ μὲ βάλουν κεφαλή τους, νὰ τοὺς συνάζω νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰ δεινὰ κι᾿ ἀγῶνες τῆς πατρίδος, τὸ φτόνησαν οἱ ἄλλοι οἱ ἀρχηγοὶ αὐτό, νὰ μὴν τοὺς λιγοστέψω τὸν ραγιά τους. Ὅμως τὰ χωριὰ ἐπίμεναν καὶ τὰ τέσσερα συνφώνως, καὶ τὰ σύναζα καὶ πηγαίναμεν ὅθεν ἦταν ἀγώνας καὶ πηγαίνανε καὶ οἱ ἄλλοι. Ἔγινε τὸ σκέδιον νὰ κινηθοῦν ἀναντίον τῶν Τούρκων. Ὁ Ἀργειοπάγος ἑτοίμασε τὰ καράβια. Πέρασε ὁ Δυσσέας, ὁ Νικήτας κι᾿ ὁ Γιωργάκη Δυοβουνιώτης δι᾿ Ἁγιαμαρίνα καὶ Στυλίδα. Ὁ Πανουργιᾶς κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης ἀποφασίστη νὰ καθίσουνε εἰς τὴν Δρακοσπηλιά, οἱ ἄλλοι, Σαφάκας, Καλτζοδῆμος, Κοντογιανναῖγοι, Δυοβουνιώτης, Γιολντασαῖοι νὰ πᾶνε εἰς Πατρατζίκι. Καὶ τὸ σκέδιόν τους ἦταν νὰ βαρέσουνε ὅλοι μαζὶ εἰς τὴν Στυλίδα καὶ Ἁγιαμαρίνα καὶ Πατρατζίκι τὸ Μεγάλο Σαββάτο συνφώνως, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, νὰ μεραστοῦν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ κινήθη ὁ καθεὶς διὰ τὴν διορισμένη τοῦ θέσιν. Ἐβήκαν εἰς τὴν Στυλίδα κι᾿ Ἁγιαμαρίνα τὴν διορισμένη ῾μέρα, τὰ ῾βραν πιασμένα ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τὰ δυὸ μέρη, τοὺς πολέμησαν γενναίως, ἄλλους κάψαν εἰς τὰ σπίτια, ἄλλους κυργέψαν, ἄλλους σκοτῶσαν καὶ πῆραν καὶ τὶς δυὸ θέσες οἱ Ἕλληνες. Οἱ ἄλλοι ὁποῦ πῆγαν εἰς Πατρατζίκι δὲν βάρεσαν ντουφέκι τὸ Μεγάλο Σαββάτο, ὁποῦ βάρεσαν οἱ ἄλλοι εἰς Ἁγιαμαρίνα κι᾿ ἀλλοῦ. Τότε ἡ Τουρκιὰ ἔπεσε, ὅλη ἡ δύναμη, ἀπάνου τοὺς μὲ καβαλλαρία, μὲ πεζούρα, μὲ κανόνια, μὲ πρώτη ὁρμὴ τῶν Τούρκων, καὶ τοὺς πῆγαν μέσα εἰς τὰ ταμπούρια τοὺς τοὺς Ἕλληνες, κ᾿ ἔφκειασαν χαρακώματα οἱ Τοῦρκοι, ὅτ᾿ ἦταν πολλὴ δύναμη καὶ μὲ τ᾿ ἀναγκαῖα τους, καὶ οἱ δικοί μας δὲν εἶχαν οὔτε ψωμί.<br />
Ἀφοῦ εἶδε ὁ Δυσσέας ὅλη αὐτείνη τὴν δύναμη ἀπάνου τους, τοὺς ἔστειλε ἄνθρωπο εἰς τὸ Πατρατζίκι καὶ τοὺς περικάλεσε νὰ βαρέσουνε κατὰ τὴν συνφωνίαν τοὺς κ᾿ ἔτζι νὰ μεραστῆ ἡ δύναμη τῶν Τούρκων. Τρόμαξαν λοιπὸν νὰ βαρέσουνε, χωρὶς ὄρεξη, τὴν Τρίτη της Λαμπρῆς. Ἀφοῦ ὅμως εἶδαν οἱ Τοῦρκοι αὐτείνη τὴν ἀδιαφορία ἐκείνων ῾στὸ Πατρατζίκι καὶ τὴν διχόνοιαν, λίγη προσοχὴ εἶχαν ἐκεῖ, κι᾿ ὁ πόλεμος πεισματώδης, νύχτα καὶ ἡμέρα πολεμοῦσαν εἰς Ἁγιαμαρίνα, κι᾿ ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν σκοτωμὸν τοῦ ντουφεκιοῦ καὶ γρανάτων, καὶ καταπληγώθηκαν καὶ γιατρὸν δὲν εἶχαν, καὶ ταίνιασαν ἀπὸ τὴν πείνα. Μισῆ χούφτα ἀραποσίτι παίρναν κ᾿ ἔτρωγαν δεκαφτὰ μερόνυχτα. Εἶχαν τὸν Ἄργειον Πάγον νὰ τοὺς προμηθεύη τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ ἀφεντάδες, κάθονταν εἰς τὰ καράβια κ᾿ ἔτρωγαν κ᾿ ἔπιναν, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ κιντύνευαν διὰ τὴν πατρίδα τοὺς προμήθευαν διχόνοιαν καὶ διαίρεσιν ἀναμεταξύ τους. Ἀφοῦ τ᾿ ἀσκέρια εἴδανε ὁποῦ λαβώνονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ πέθαιναν ἀδίκως, καὶ νηστικοὶ καὶ διψασμένοι, ἀγανάχτησαν ἀναντίον τῶν ἀρχηγῶν τους, ὁποῦ τοὺς πῆγαν εἰς τὸ μακελλειὸ χωρὶς καμμίαν ἑτοιμασίαν, καὶ τοὺς βιάσανε εἴτε νὰ τοὺς πάνε φελοῦκες νὰ μπαρκαριστοῦν, εἴτε νὰ φύγουν μὲ γερούσι τῆς στεργιᾶς. Παραγγέλνει αὐτὸ ὁ Δυσσέος τ᾿ Ἀργειοπάγου, δὲν τοῦ ἀποκρίνονται τίποτας, ἀλλὰ φώναξε τοὺς καραβοκυραίους ὁ Ἄργειος Πάγος καὶ τοὺς λέγει νὰ μὴν πλησιάση κανένας μὲ φελούκα εἰς τ᾿ ὀρδὶ – καὶ ἂς χαθοῦνε ὅλοι. Εἶχαν πάθος μὲ τὸν Δυσσέα κι᾿ ἀποφάσιζαν οἱ καλοὶ πατριῶτες διὰ τὴν ἰδιαιτέρα τους διχόνοιαν μὲ ἕνα ἄτομο, νὰ χαθοῦνε τρεῖς χιλιάδες στράτεμα καὶ περίτου. Καὶ ἡ πατρὶς αὐτὸ τὸ στράτεμα μόνον εἶχε εἰς τὴν ἐξουσίαν της, ὅτι οἱ ἄλλοι γύρευαν βαθμοὺς καὶ ταξίματα καὶ κάθονταν ἄνεργοι. Καὶ σὰν χάνονταν αὐτεῖνοι, ποιοὶ θὰ πολεμοῦσαν τοὺς Τούρκους; Ἐκεῖνοι ὁποῦ πολεμοῦσαν ἐκεῖ πολέμησαν καὶ ὕστερα τὸν Δράμαλη εἰς Πελοπόννησο κ᾿ ἔξω εἰς τὴν Ρούμελη, τοὺς ζαϊρέδες ὁποῦ θὰ ῾μπαζαν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς σκότωναν αὐτοὺς εἰς τὰ στενὰ καὶ δὲν πῆγαν οἱ ζαϊρέδες εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ χάθη ὁ Δράμαλης. Ἂν εἶχε ζαϊρέ, τί λόγο εἶχε νὰ χαθῆ; Οἱ φίλοι Ἀργειοπαγίτες, κιότεψαν ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξωμεν, μὲ τὸ φτάσιμον τοῦ Δράμαλη, καὶ θὰ ῾καναν δούλεψη τῶν Τούρκων ν᾿ ἀφήσουνε νὰ σκοτωθοῦνε οἱ κεφαλὲς καὶ νὰ χαθῆ τὸ στράτεμα ἐκεῖνο – καὶ θὰ ἦταν σίγουροι αὐτεῖνοι κι᾿ ἀσφαλισμένοι, σὰν ἀφεντάδες ὁποῦ ἦταν, κοντὰ εἰς τοὺς Τούρκους.3<br />
Τότε ὁ Δυσσέος, ἀφοῦ εἶδε ὅτι ὁ Ἀργειοπάγος θέλει νὰ χαθοῦνε καὶ τ᾿ ἀσκέρι θύμωσε ἀναντίον τους, τῶν ἀρχηγῶν, καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς σκοτώσουνε, ἀποφάσισε ν᾿ ἀφήση τὴν θέση, εἶχε κάτι καραβοκυραίους φίλους του κ᾿ ἔστειλε καὶ πῆγαν κρυφίως τὴν ἄχλιαν κατάστασίν τους καὶ τὴν νύχτα τοῦ πῆγαν φελοῦκες κ᾿ ἔβαλε ἀνθρώπους καὶ πῆγαν κ᾿ ἔφεραν κι᾿ ἄλλες κι᾿ ἄρχισε τὸ μπαρκάρισμα μυστικῶς ὅλη νύχτα, νὰ μὴ νοιώσουν οἱ Τοῦρκοι τίποτας. Μπαρκάρισε πρῶτα τοὺς λαβωμένους κι᾿ ἄρρωστους, ὕστερά τους κιοτῆδες καὶ ὕστερα μπαρκάρισε τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὴν μίαν αὐγὴ ὡς τὴν ἄλλη μπαρκαρίζονταν, κι᾿ ἀλλοῦ ὕστερα στάθη μὲ τὸν Νικήτα κι᾿ ἄλλους κ᾿ ἔβαλαν φωτιά, καὶ τότε πῆραν χαμπέρι οἱ Τοῦρκοι κ᾿ ἔρριχναν κανόνια κοντά τους. Καὶ σώθηκαν ὅλοι εἰς τὰ καράβια. Τότε οἱ Ἀργειοπαγίτες ἔστειλαν τοὺς καραβοκυραίους καὶ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φρουρᾶς τους καὶ τοῦ εἶπαν τοῦ Δυσσέου νὰ τὸν πάνε εἰς τὸ καράβι, πὼς ἔχουν νὰ μιλήσουνε, καὶ μ᾿ ἀπιστιὰ νὰ τὸν σκοτώσουνε. Κι᾿ αὐτεῖνοι ὡς πατριῶτες δὲν θέλησαν νὰ γένη αὐτό, ὅτι κιντύνευε ἡ πατρὶς τότε, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ καντιποτένιους ἀνθρώπους κι᾿ ὄχι ἀπὸ τὸν Δυσσέα ὁποῦ ῾τρεμε ἡ Τουρκιά, ὁποῦ ῾λεγαν πὼς εἶχε ἑξήντα χιλιάδες στράτεμα, καὶ εἶχε φτερὰ εἰς τὰ ποδάρια. Λίγο τοὺς ἔμελλε τοὺς καλοὺς πατριῶτες ὅτι θὰ κιντύνευε ἡ πατρίς. Κι᾿ ἂν ἦταν κακὸς ὁ Δυσσέας, αὐτεῖνοι ὡς γνωστικοὶ μποροῦσαν νὰ τὸν συβουλέψουν νὰ γένη κι᾿ αὐτὸς καλὸς καὶ τὰ δεινά της πατρίδος νὰ λιγόστευαν.<br />
Ἀφοῦ μπαρκαρίστηκαν, δὲν τοὺς μίλησε τίποτας τῶν Ἀργειοπαγίτων ὁ Δυσσέας. Ἐβήκαν εἰς Μπουντουνίτζα τὸ στράτεμα ὅλο. Ἀπὸ ῾κεῖ ὁ Δυσσέας τοὺς ἔκαμεν μία ἀναφορὰ καὶ βάνει καὶ τὸ δίπλωμα μέσα, ὁποῦ τὸν εἶχε κάμη ὁ Ἀργειοπάγος χιλίαρχον, καὶ τοὺς γράφει: «Πρὸς τὸν σεβαστὸν Ἄργειον Πάγον. Ὅσες ἀντενέργειές μου κάμετε καὶ σκέδια ἀναντίον μου, διὰ νὰ χαθῶ κ᾿ ἐγώ, νὰ χαθῆ κι᾿ ὅλο τὸ στράτεμα ἐξ αἰτίας μου, μοῦ εἶναι γνωστὰ ὅλα αὐτά. Σᾶς εἶχα εἰς τὸ χέρι, καὶ σᾶς ἔχω, νὰ σᾶς κάμω ὅ,τι θέλω, δὲν καταδέχομαι, ὅτ᾿ εἶστε κυβερνῆται τῆς πατρίδος μου. Σὰν γνωρίζετε ὅτ᾿ εἶμαι κακὸς ἄνθρωπος καὶ κιντυνεύει ἡ πατρὶς ἐξ αἰτίας μου, τραβιῶμαι ῾σ ἕνα μέρος καὶ δὲν ἀνακατώνομαι. Καὶ στεῖλτε λάβετε τοὺς ἀνθρώπους καὶ βάλτε ὅποιον θέλετε κεφαλὴ σ αὐτούς. Λάβετε καὶ τὸ δίπλωμά σας ὀπίσου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἀνακατώνομαι σὲ τίποτα, νὰ μὴν κιντυνεύη ἡ πατρὶς διὰ ῾μένα καὶ κάθε ὀλίγον κιντυνεύουν νὰ χαθοῦν καὶ οἱ ἀγωνισταί». Ἀπάντηση τ᾿ Ἀργειοπάγου: «Πρὸς τὸν Δυσσέα Ἀντρίτσο: Ἐλάβαμε τὴν ἀναφορά σου καὶ δίπλωμα, κόπιασε εἰς τὴν δουλειά σου καὶ στέλνομε καὶ κυβερνοῦμε τοὺς ἀνθρώπους». Τὸν Δυσσέα ἐγὼ τὸν ἔχω ἐχθρό, γύρευε νὰ μὲ σκοτώση, ὅμως σημειώνω αὐτὰ ἐδῶ, γιατί τ᾿ ἄκουσα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Νικήτα, ἀπὸ τὸν γραμματικόν του κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλους ἀξιωματικούς. Ὁ Ὑψηλάντης κι᾿ ὁ Πανουργιᾶς μαθαίνουν τὴν ἀπάντηση τ᾿ Ἀργειοπάγου, ρωτᾶν τὸν Δυσσέα τί εἶναι αὐτό. Τοῦτος τότε τοὺς ἔδειξε τὴν κόπια τῆς ἀναφορᾶς του καὶ τὴν ἀπάντησίν τους, τῶν Ἀργειοπαγίτων. Λέγει ὁ Ὑψηλάντης: «Ἐγώ σου τὰ εἶπα ὅλα, ὅταν σμίξαμε, αὐτὰ ἔβλεπα ὁποῦ ῾νεργούσαν μέσα εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ὁποῦ ἤμουν μέλος κ᾿ ἐγώ, καὶ σηκώθηκα κ᾿ ἔφυγα κ᾿ ἦρθα ν᾿ ἀνταμωθοῦμε ὅλοι μαζὶ νὰ δουλέψωμε πιστά, ἴσως καὶ σώσουμε τὴν πατρίδα, ὅτι κιντυνεύει ἀπὸ ῾μάς τοὺς ἴδιους, καὶ θὰ χαθῆ κατὰ τὸν πατριωτισμὸν ὁποῦ δείχνεται εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους».<br />
῾Σ αὐτὰ ὅλα ἔφταιγε ὁ Κωλέτης. Ἀπὸ τὸν Ἀλήπασσα – ἦταν γιατρὸς τοῦ Μουχτάρπασια– γνώριζε τὸν Δυσσέα τί νοῦ εἶχε, ἦταν ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τους ἄλλους στρατιωτικούς. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸν παίξη αὐτὸν ὁ Κωλέτης. Κ᾿ ἤθελε νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ τὴ μέση καὶ νὰ κάμη τοὺς δικούς του, σκοπούς. Ὁ Κωλέτης εἶναι ἀπὸ τοὺς Καλαρρύτες. Ὅταν χαλάστηκαν οἱ Καλαρρύτες ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πέρασε ἀπὸ τὸ Γῶγο κι᾿ ἀλλουνοὺς ἀρχηγοὺς τῆς δυτικῆς Ἑλλάδος καὶ πῆρε συστατικὰ εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ὅτι γνωρίζαμε αὐτὸν καὶ τὸν κάναμε ἀντιπρόσωπό μας. Οἱ Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ἄλλοι ἄμαθοι καὶ ἄπραγοι ῾σ τὰ πολιτικά, τότε αὐτός, πανοῦργος, ἑνώθη μὲ τοὺς ξεκλησμένους ἀνθρώπους κ᾿ ἔπαιξε τὴν πατρίδα ὅπως ἦταν ἡ ὄρεξή του. Μαθητὴς τῶν Τούρκων καὶ κατεξοχὴ τοῦ τύραγνου Ἀλήπασσα, τέτοια φῶτα σὰν ἐκεινοῦ θὰ δώση εἰς τὴν πατρίδα καὶ τέτοια ἔργα νὰ ῾νεργήση.<br />
Ὅταν κιντυνεύει ἡ πατρίς, αὐτὸς κατατρέχει τοὺς ἄξιους ἀνθρώπους, τοὺς κατατρέχει αὐτὸς καὶ οἱ φίλοι του, ὁποῦ ῾ναι Ἀργειοπαγίτες. Ὅτι ὁ Δυσσέας δὲν τὸν γνώριζε ὡς πληρεξούσιον κι᾿ ὅποιον κεντρὶ τὸν ἀγκυλώση – ἐκεῖνο τήραγε κι᾿ ὁ Κωλέτης νὰ ξερριζώση, τοὺς ἄλλους τοὺς γέλαγε μὲ κούφια καρύδια – λόγια παχειὰ καὶ μὲ λιθάρια ῾στὸν τουρβὰ τοὺς ἀνάπευε. Νὰ μὴν τοῦ κόψη τὸ βυζὶ τοῦ Κωλέτη ὁ Δυσσέας, θὰ τὸν φάγη κι᾿ ἂς κιντυνέψη καὶ ἡ πατρίς. Αὐτὸς τί τὸν μέλει; ῾σ ἄλλον πασιὰ γίνεται γιατρός, γράφει καὶ τοῦ Κιτάγια νὰ εἶναι εἰς τὴν εὔνοιά του. Ἀλοίμονο εἰς τὴν πατρίδα κ᾿ ἐμᾶς, ὁποῦ θὰ χαθοῦμε μαζὶ μ᾿ αὐτείνη.<br />
Ἀφοῦ ἔμαθε ὁ κόσμος, ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Λιβαδιᾶς κι᾿ ἀσκέρια, τί ἔγραψε ὁ Δυσσέας τ᾿ Ἀργειοπάγου καὶ τὴν ἀπάντησιν ὀπίσου εἰς τὸν Δυσσέα, πῆγαν ὅλοι καὶ τὸ᾿ ῾πεσαν εἰς τὸ λαιμό του, τὸ ἴδιον κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης καὶ Νικήτας κι᾿ ἄλλοι, κ᾿ ἔμεινε. Τότε ὁ Ἀργειοπάγος μαθαίνοντας αὐτό, στέλνει ἕναν γραμματικόν του πιστὸν εἰς τὸν Νικήτα καὶ τοῦ λέγει νὰ σκοτώση τὸν Δυσσέα ὁ Νικήτας καὶ νὰ βάλουν αὐτὸν ἀρχηγόν. Ὁ γραμματικὸς εἶχε κ᾿ ἕνα γράμμα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοῦ εἶχαν εἰπῆ νὰ τὸ διαβάση ὁ ἴδιος γραμματικός, (ὅτι δὲν ξέρει γράμματα ὁ Νικήτας). Ὅταν τὸ διάβασε καὶ τοῦ εἶπε καὶ στοματικῶς, τότε τοῦ λέγει ὁ Νικήτας: «Νὰ σὲ σκοτώσω δὲν καταδέχομαι, ἕναν τοιοῦτον ἄνθρωπον, καὶ φεύγα νὰ μὴν σὲ μάθη ὁ Δυσσέας καὶ σὲ σκοτώση καὶ μαγαρίση τὰ χέρια του σὲ τέτοιους κακοὺς πατριῶτες, ὁποῦ κιντυνεύει ἡ πατρὶς καὶ θέλουν νὰ σκοτώσουνε τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ εἶναι ἐλπίδα νὰ τὴν σώσουνε». Ὁ γραμματικὸς εἶδε αὐτὴ τὴν συμπάθεια ἀπὸ τὸν Νικήτα καὶ τοῦ λέγει: «Κάτι νὰ σοῦ ξηγηθῶ, καὶ μὴν μὲ προδώσης, τοῦ λέγει: ἐμένα μο᾿ ῾λεγαν ὅτι ἐσεῖς ὅλοι εἶστε θερία καὶ πίστευα τὰ λόγια αὐτεινῶν. Ἐσεῖς κι᾿ ὄντως θὰ σώσετε τὴν πατρίδα. Αὐτεινῶν, τοῦ λέγει, εἶμαι πιστός τους καὶ συγγενὴς ἑνοῦ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ῾σ ὅ,τι ῾νεργάγη ἡ Διοίκηση κι᾿ ὁ Ἀργειοπάγος ἐμένα στέλνουν, καὶ τὰ σκέδιά τους κι᾿ ὅ,τι ῾νεργούνε τὰ ξέρω ὅλα, κ᾿ εἶναι αὐτά, νὰ βαίνουν ἕναν τὸν ἄλλον νὰ σκοτώνη καὶ νὰ σᾶς σκοτώσουνε ὅλους καὶ τότε νὰ βάλουν δικούς τους ἀνθρώπους. Καὶ δὲν θ᾿ ἀφήσουνε, ἂν μπορέσουνε, κανέναν ἀπό σας». Καὶ τοῦ λέγει ὅλα τους τὰ σκέδια κι᾿ ὁρκίζει αὐτὸν καὶ τὸν Δυσσέα νὰ μὴν εἰποῦμε τίποτας, ὅτι τὸν σκοτώνουν κι᾿ αὐτόν, ὅτ᾿ εἶναι τοιούτως ὁρκισμένοι. «Καὶ νὰ παραγείλετε αὐτό, τοὺς λέγει καὶ τοῦ Κολοκοτρώνη κι᾿ ὅλων τῶν σημαντικῶν ἀρχηγῶν». Τότε τοὺς τὰ εἶπε κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης κ᾿ ἔστειλαν τὸ γράμμα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ μίλησαν καὶ τῶν ἀλλουνῶν καὶ πῆραν μέτρα.4<br />
Καὶ πότε θέλουν νὰ κάνουν αὐτά; Ὅταν ὁ Δράμαλης κι᾿ ἄλλοι πασσάδες μὲ τόσες χιλιάδες φοβερίζουν τὴν δυστυχισμένη πατρίδα καὶ κιντυνεύει. Ἄχ, πατρίδα μου, δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσουν ζωντανή, ὅτι αὐτεῖνοι σὲ κυβερνοῦν κι᾿ ἄλλοι τοιοῦτοι κι᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς κρέμεσαι. Ἡ ψυχὴ τοὺς ὁλουνῶν εἶναι ἡ ἴδια, δόλον θυσιάζουν διὰ ἐσένα πλῆθος, κι᾿ ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν τελείως. Καὶ κιντυνεύεις, μ᾿ αὐτὰ δὲν θὰ πᾶς ὀμπρός. Πότε γύρευαν νὰ σκοτώσουνε τοὺς ὁπλαρχηγούς σου; Ὅταν ἐσύ, πατρίδα, εἶσαι εἰς τὸν γκρεμνὸ νὰ τζακιστής, νὰ χαθῆς. Καὶ βέβαια δὲν θὰ γλύτωνες τότε, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ εἶχαν τὴν ἐπιρρογὴν θὰ τοὺς σκότωναν. Οἱ νέγοι τί θὰ ῾κάναν, ὅταν σὲ κυρίεψε τόση Τουρκιά, Ρούμελη καὶ Πελοπόννησο; Πῶς θὰ πάγαινε ὁ πολίτης μὲ νέους ὁδηγούς, ὁποῦ δὲν ἤξερε νὰ φυλάξη τὴν πατρίδα, ὅταν τὸν ὁδηγοῦσαν κεφαλές, κ᾿ ἐκεῖνος ἔτρεχε ὅθεν μποροῦσε κι᾿ ἄκουγε λόγια αὐτεινῶν καὶ ὕστερα τὰ αἰστάνεταν καὶ πάγαινε καὶ συμμορφώνεταν μὲ τὴν κεφαλή του, τὸν μεγαλύτερόν του, καὶ τὸν ὁδηγοῦσε καὶ γλύτωνε κ᾿ ἐκεῖνος καὶ οἱ πολίτες.5 Δὲν ἄφιναν οἱ καλοὶ πατριῶτες νὰ ῾βγη ἡ πατρὶς ἀπὸ τὸν κίντυνον – καὶ ὕστερα ἂς βάλουν τὴν διάθεσίν τους ῾σ ἐνέργειαν νὰ σκοτώσουν ὅλους. Ὅτι αὐτὸ εἶναι πατρογονικόν, ὅποιος δουλεύει πατριωτικῶς αὐτὸ τὸ βραβεῖο ἔχει. Καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι τοῦ Θεμιστοκλῆ αὐτείνη τὴν ἀνταμοιβὴ τὸ ῾καμαν, κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν. Ὄχι ὅμως ὅταν ἦταν ἡ πατρὶς σὲ κίντυνον, ὅταν ἡσύχαζε.<br />
Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸν εἰς τὸ φρούριον τῆς Κόρθος, Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιώτατον, κι᾿ ἀκούγοντας τὸ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντηχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμός, ἡ ἀρετή. Κι᾿ ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, Ἀχιλλέγα τὸν ἔλεγαν, εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακρυά, καὶ ἦταν καὶ καταπολεμησμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια, βλέποντας τὸν ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ κάστρο κ᾿ ἔφυγε, ἀπολέμηστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; Ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸν Δράμαλη εἰς τὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν, ὄχι ῾σ ἐφοδιασμένο κάστρο καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος.<br />
Σὰν σκοτώναμε τὸν Δυσσέα, κύριε Κωλέτη, τότε ὁποῦ ῾θελες ἡ Ἐκλαμπρότη σου, ὅταν ἦρθαν τόσοι πασσάδες καὶ δώδεκα χιλιάδες ἀσκέρι καὶ ἡ ἀνατολικὴ Ἑλλὰς μισοπροσκύνησε κι᾿ ὁ Δυσσέας μ᾿ ἕνα ντεσκερὲ τοῦ τοὺς ἔδιωξε, ποιὸς θὰ τοὺς ἔδιωχνε, ἂν δὲν ἦταν ὁ Δυσσέας; Ποιὸς εἶχε τὴν ἐπιρρογὴ καὶ ἰκανότη αὐτεινοῦ; Δὲν θὰ κυριεῦαν ὅλα τὰ μέρη εἰς τὴν ἄχλιαν κατάστασιν ὁποῦ βρισκόμασταν; Λίγον σ᾿ ἔμελλε ἐσένα καὶ τοὺς συντρόφους σου τοὺς ἀγάδες τοὺς ἔχετε ἀφεντάδες κ᾿ ἐσεῖς ψυχοπαίδια τους, δὲν θὰ παθαίνετε ἐσεῖς τίποτα. Ὅμως ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κι᾿ ἀπάνου θὰ τοὺς σκλάβωναν ὅλους, θὰ σκλάβωναν καὶ τὸ Γριπονήσι, γιατ᾿ ἦταν ἐκεῖ κι᾿ ἄλλο πλῆθος Τοῦρκοι καὶ πρόσμεναν κι᾿ αὐτοὺς ν᾿ ἀφανίσουνε τοὺς κατοίκους, καὶ μ᾿ ἕνα ντεσκερὲ τοῦ Δυσσέα πῆγαν ῾στὸ Ζιτούνι καὶ Λάρσα καὶ διαλύθηκαν ὅλως διόλου.<br />
Ὁ Ἐκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ἦταν σύνφωνος κι᾿ αὐτός, ὁ Φαναριώτης, εἰς τὸ σκέδιον νὰ ξεκάμουν τοὺς στρατιωτικούς. Τὸ ῾βαλε καὶ αὐτὸς ῾σ ἐνέργεια εὐτύς, ἅμα ἦρθε ῾στὸ Μισολόγγι, χωρὶς νὰ χάση καιρόν. Ηὖρε πρόφαση ἡ Ἐκλαμπρότη τοῦ εἰς τὸ Μισολόγγι, ὅτι ὁ Καραϊσκάκης ἀγροικήθη μὲ τοὺς Τούρκους. Ἔβαλε ἀνθρώπους δικούς του, τοὺς ἔκαμε κριτᾶς νὰ τὸν περάσουνε ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς δικαιοσύνης του, νὰ τὸν σκοτώσουνε. Τὸν κρίναν καὶ τὸν εἶχαν χαζίρι, κι᾿ ἂν δὲν τὸν γλύτωναν οἱ συντρόφοι του, θὰ τὸν σκότωναν.<br />
Ἀκοῦτε, ἐσεῖς; Ὁ Καραϊσκάκης, ἀπὸ δέκα χρονῶν παιδὶ κλέφτης, θὰ γύριζε μὲ τοὺς Τούρκους, ὁποῦ τοὺς σκότωνε μέσα τοὺς λόγγους καὶ περπάταγε ξυπόλυτος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διὰ τὴν λευτεριά. Ὁ Ἐκλαμπρότατος, τὸ ζυμάρι τῶν Τούρκων, ὁ δουλευτὴς αὐτείνων, τῶν Τούρκων, ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ ἀγαπημένος τῶν τύραγνων, κατάτρεχε τὸν Καραϊσκάκη νὰ τὸν καταδικάση εἰς θάνατον! Χαζίρι τ᾿ ἀργαλεῖα τῆς δικαιοσύνης του καὶ τῆς ἀρετῆς του νὰ τὸν πάνε εἰς τὸν Ἅδη, ἀφοῦ γλύτωσε ἀπὸ τόσες πληγὲς καὶ δυστυχίες, ὁποῦ ὑπόφερε δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα.<br />
Σκότωμα τὸν Καραϊσκάκη, ὅτι δὲν εἶναι κόλακάς του Μαυροκορδάτου, δὲν εἶναι ποταπὸς καθὼς ἐκεῖνοι ὁποῦ τὸν κολακεύουν. Ἡ γυναίκα μὲ τὰ μουστάκια, ὁ Κωσταμπότζαρης, ὁ Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι τοῦ ὅμοιοι, ὁποῦ τὸν θυμιατίζουν καὶ τοὺς θυμιατίζει, τὸν λένε «Ἐκλαμπρότατον» καὶ τοὺς λέγει «γενναιότατους», ποῦ ἀγωνίστηκαν αὐτεῖνοι, οἱ φίλοι σου οἱ Γενναιότατοι; Ἐσύ, Ἐκλαμπρότατε, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ κόπιασες ὅλο νέα πράματα ἤφερες εἰς τὴν πατρίδα, διαίρεσιν ἀναμεταξύ μας δὲν εἴχαμε, φατρίαν μας ἤφερες, νέον φροῦτο ῾σ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, παραλυσίαν κι᾿ ἀφανισμόν. Ἂν ῾πιτύχαινες νὰ σκοτώσης τὸν Καραϊσκάκη, ποὺ θὰ τὸν βρίσκαμε ὅταν ἡ Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιὰ καὶ προσκύνησαν ὅλοι ἀπὸ τὴν καλή σας κυβέρνησιν κι᾿ ἀρετή, ὁποῦ δείξετε εἰς τὴν πατρίδα ὅλοι ἐσεῖς οἱ πολιτικοί; Αὐτὸς ὁ Τοῦρκος, ὁ Καραϊσκάκης, σύναξε ὅλους τους ὁπλαρχηγοὺς καὶ πῆγε μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς μὲ τὰ ἴδια τοὺς ἔξοδα καὶ θυσίες, κ᾿ ἔχοντας ὅλη τὴν ἀγάπη ῾σ αὐτόν, πῆγαν καὶ ξαναλευτέρωσαν τὴν πατρίδα καὶ εἰς τὴν Ἀράχωβα καὶ Δίστομον στήσαν πύργους μὲ κεφάλια τῶν Τούρκων. Πῶς δὲν πάγαινες κ᾿ ἐσύ, Ἐκλαμπρότατε, πῶς δὲν πάγαινε ὁ ἄλλος Ἐκλαμπρότατος, ὁ «τζίτζιλε φίτζιλε» συναδελφό σου Κωλέτης; Πῶς δὲν πάγαινε ὁ Ἐκλαμπρότατος Μεταξάς, ὁ Κόντε Λάλας ὁποῦ μάτωσε τὸ χέρι τοῦ εἰς τὸ Λάλα καὶ θέλει ὅλη τὴν Ἑλλάδα νὰ πάρη ὑποστατικόν, νὰ ξαγοραστῆ τὸ πολυτίμητό του αἷμα ὁποῦ ῾χυσε εἰς τὸ Λάλα; Βέβαια αὐτὸς θυσιάστη, ὁ Κόντε Λάλας, ὁ Ἐκλαμπρότατος. Καὶ συνφωνεῖτε ὅλοι ἐσεῖς νὰ σκοτώσετε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ σημαντικοὺς στρατιωτικούς, ὁποῦ θυσιάστηκαν διὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ ῾βρετε σεῖς χαζίρι. Ὁ Γιαννούλη Νάκος, Κόντε Λάλα, τί σπίτι ἦταν; Σημαντικόν, μὲ τόση κατάστασιν κι᾿ ὅλα του τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τζιφτιλίκια. Κ᾿ ἔμεινε δυστυχὴς διὰ τὴν πατρίδα. Κι᾿ ὡς γείτονας ἐσύ, Κόντε Λάλα, καὶ ὡς σημαντικός, σ᾿ ἔκαμε κουμπάρον καὶ τοῦ βάφτισες τόσα παιδιά. Καὶ τοῦ διατίμησες τὴν φαμελιά του, ὅσο ὁποῦ τὸν πέθανες κι᾿ αὐτόν, τὸν τίμιον ἄνθρωπον, τὸ σημαντικὸν σπίτι τῆς Ρούμελης.<br />
Κ᾿ ἑνωθήκετε ὅλοι μὲ τοὺς παντίδους κι᾿ ἀφανίσετε τὴν πατρίδα ἀπὸ ἠθικὴ καὶ ἀπὸ ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν. Δὲν πάγει ἡ πατρὶς ὀμπρὸς μὲ τὸν πατριωτισμὸν καὶ ἠθικὴ τὴν δική σας, πᾶνε τὰ ξένα σας ὄργανα. Δὲν σᾶς ἄρεσε ὁ Ὑψηλάντης, βέβαια δὲν εἶχε τὴν δική σας ἀρετή, ὅτι θυσιάσαν οἱ Ὑψηλάντες πρῶτα ζωή, πλούτη, καὶ θυμῶνται Θεόν, πατρίδα καὶ θρησκεία. Καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι καλός. Δὲν εἶναι καλὸς ὁ Καποδίστριας καὶ τοῦ ἀντενεργᾶτε, ὅμως εἶναι μάστορής σας, στὸ σκολεῖον ὁποῦ διαβάζετε ἐσεῖς ἀκόμη, ἐκεῖνος τὸ ξεσκόλησε. Καὶ εἴτε θὰ μονοιάσετε ὅλοι νὰ προκόψετε τὴν πατρίδα, εἴτε θὰ τὴν προκόψη μόνος του αὐτὸς μὲ τ᾿ ἀδέλφια του. Ἡ διάθεσή σας ὁλουνῶν φαίνεται, κι᾿ ὁ Θεὸς βλέπει τὸν πατριωτισμό σας καὶ θὰ λάβετε τὴν ἀνταμοιβή, ὁποῦ ἀξίζετε, ὅτι τόσα αἵματα ἀθώα ὁποῦ χύθηκαν καὶ τόσες θυσίες ὁποῦ ῾γιναν δὲν θὰ τ᾿ ἀφήση αὐτὸς νὰ πᾶνε χαμένα.<br />
Ὁ Ἀλέξη Νοῦτζος ἦταν τὸ σημαντικώτερον σπίτι τῆς Ρούμελης πρίντζηπας τοῦ Ζαγοργιοῦ, ἀγαπημένος πολὺ τοῦ Ἀλήπασσα κι᾿ ὅλων τῶν ἀλλουνῶν πασσάδων καὶ ριτζαλιῶν τους, τίμιος ἄνθρωπος, καλοθελητὴς τῆς ἀνθρωπότης. Πολλοὺς Ρωμαίους, Ὁβραίους, Τούρκους ἐγλύτωνε ἀπὸ τὴν κρεμάλα. Τέλος ἦταν πασσᾶς Ρωμαῖος, ἀγαπημένος ἀπ᾿ οὔλους τους σημαντικοὺς Ἕλληνες στρατιωτικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς. Ἦταν στὸ Σούλι ὁποῦ ἀγωνίζονταν, εἰς τὴν Λαγκάδα, Μακρυνόρο κι᾿ ἀλλοῦ εἰς τὰ δεινά της πατρίδος. Καὶ ξόδιασε κι᾿ ὅλη του τὴν κατάστασιν διὰ τὴν πατρίδα.<br />
Τελειώνοντας ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἑλλάδα, ἦρθε εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Αὐτὸς ὁ δυστυχὴς δὲν τοὺς γνώριζε αὐτούς. Ὁ κύριος Κωλέτης ἦταν ῾σ τὰ πράματα, ὑπουργὸς τοῦ πολέμου καὶ τρογυρισμένος μὲ τοὺς ὅμοιούς του φίλους. Ἀφοῦ εἶδε τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο ὁ Κωλέτης ὁποῦ ῾ρθε, ὑποπτεύτηκε ὅτι θὰ ῾παιρνε αὐτὸς τὰ πρωτεῖα κ᾿ ἐπιρρογὴ τῆς Ρούμελης, ὅτι τὸν ἐνικοῦσε ῾στὴν ἰκανότη κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος τὸν ἀγάπαγε. Τότε λέγει ὁ Κωλέτης: «Πρῶτα ὑποπτεύομουν τὸν Δυσσέα, τώρα ἦρθε τρανύτερος». Ἦρθε κι᾿ ὁ Χρῆστος Παλάσκας ἄνθρωπος γενναῖος, τίμιος, ἀπὸ καλὸ σπίτι. Αὐτεινοῦ τοῦ δυστυχῆ τό᾿ ῾κανε τὸν φίλο ὁ Κωλέτης περισσότερον διὰ τὴν γυναίκα του κι᾿ ὄχι διὰ ἐκεῖνον τὸν ἴδιον. Τώρα ὁ Κωλέτης, ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ σκολεῖον τοῦ ἀφέντη του τοῦ Ἀλήπασσα, μέτρησε: «Τὸν Δυσσέα τὸν ἔχω ἀντίζηλο, τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο τὸ ἴδιο, τὸν Παλάσκα διὰ τὸ κέφι μου καλὸ εἶναι νὰ χαθῆ, νὰ κάμω τὴν γυναίκα του μορόζα».6 Ὅτι τέτοιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν καὶ θέλουν νὰ μᾶς λευτερώσουνε, καὶ νὰ μᾶς διατιμήσουνε θέλουν καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουν. Αὐτὸ βλέπομεν ὡς σήμερον ἀπὸ τὸν Κόντε Λάλα Μεταξᾶ κι᾿ ἀπὸ τὸν Ἐκλαμπρότατον Κωλέτη κι᾿ ἄλλους.<br />
Ἀφοῦ εἶχε τὴν δύναμη τῆς Κυβερνήσεως ὁ Ἐκλαμπρότατος Κωλέτης, διατάττει μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ κυβερνῆτες (ἀφοῦ ὁ γραμματέας, ὁποῦ ῾στειλαν ἡ Διοίκηση κι᾿ ὁ Ἀργειοπάγος εἰς τὸν Νικήτα νὰ σκοτώση τὸν Δυσσέα, δὲν θέλησε), τότε διατάττουν τοὺς ἄλλους δυὸ Ἀλέξη Νοῦτζο καὶ Χρῆστο Παλάσκα, νὰ πᾶνε αὐτεῖνοι οἱ δυὸ ἀναντίον τοῦ ἄλλου ὀχτροῦ τοῦ Κωλέτη, τοῦ Δυσσέα, διορίζουν τὸν Νοῦτζο προμηθευτῆ τῶν στρατεμάτων καὶ τὸν Παλάσκα ἐκτελεστικὴ δύναμη. Κι᾿ ἂν δὲν ἀκούση ὁ Δυσσέας, νὰ τὸν χτυπήσουνε. Ἦρθαν καὶ οἱ δυὸ ἔξω, συναχτήκαμε ὂλ᾿ οἱ ἀρχηγοὶ κι᾿ ἁπλοὶ στρατιωτικοὶ ῾σ ἕνα μέρος κι᾿ ὁ Δυσσέας μαζί, διαβάσαμε τὶς διαταγὲς τῆς Κυβερνήσεως. τοὺς εἴπαμε: «Στὸ στρατόπεδον φέρνουν ζαϊρὲ οἱ δημογέροντες κι᾿ ὅ,τι ἄλλα τοῦ πολέμου κάνη χρεία. Ἂν ἔχετε τὰ μέσα, χρήματα, ἀκολουθᾶτε τὴν δουλειά σας, ὅμως νὰ μὴν εἶστε ἄδειγοι ἀπὸ τὰ μέσα, καὶ τότε θ᾿ ἀμελήσουνε καὶ οἱ δημογέροντες, καὶ μείνη τὸ στρατόπεδον ἀπρομήθευτον καὶ διαλυθῆ, ὅτι οἱ Τοῦρκοι ξαπλώθηκαν πολλοὶ καὶ μᾶς ἦρθαν πολλὰ πλησίον, πιάσαν ὅλα τὰ στενὰ κ᾿ ἑτοιμάζονται νὰ μποῦνε μέσα. Κι᾿ ἀφοῦ περάσουνε ἀπὸ τὰ στενά, δὲν τοὺς βαστοῦμε. Καὶ καθεμέρα ἔχομε πόλεμον μ᾿ αὐτοὺς καὶ οἱ ἄνθρωποι μπαΐλντισαν, καὶ νὰ μὴν μείνουν καὶ νηστικοὶ καὶ διαλυθοῦνε καὶ κιντυνέψη Ρούμελη καὶ Πελοπόννησο ὅλη. Ὅτ᾿ εἶναι πολλὴ Τουρκιὰ κι᾿ ὅλο συνάζονται. Κι᾿ ἂν ἔχετε τὰ μέσα, καθίστε καὶ ῾νεργάτε, εἰδέ, ἀγροικηθῆτε μὲ τὴν Κυβέρνησιν νὰ σᾶς εὐκολύνη τὰ μέσα κι᾿ ἀναφέρετε κι᾿ ὅ,τι σας εἴπαμε». Ἀναφέρθηκαν τόσες φορὲς χωρὶς νὰ λάβουν ἀπάντησιν. Σηκώθηκαν καὶ πῆγαν ὀπίσου εἰς τὴν Κυβέρνησιν νὰ τῆς ποῦνε τὴν κατάστασιν τῶν στρατεμάτων καὶ τὸ προχώρεμα τῶν Τούρκων, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀκατάπαυτα πολεμοῦν, καὶ τρέξιμον νύχτα καὶ ἡμέρα, μπαϊλντίσαμεν νὰ βαστοῦμε τοὺς Τούρκους εἰς τὰ στενώματα, νὰ μὴν περάσουνε κι᾿ ἀφανιστῆ ὁ τόπος. Ἀφοῦ φύγαν αὐτεῖνοι διὰ τὴν Κυβέρνησιν νὰ μιλήσουνε κι᾿ ὅ,τι τοὺς διατάξουν ν᾿ ἀκολουθήσουνε...<br />
Οἱ Τοῦρκοι ὅλο κουβαλιώνταν. Εἴχαμε στείλη ἕναν τζασίτη εἰς τὸ Ζιτούνι καὶ ἦρθε καὶ μᾶς εἶπε ὅτι θὰ κινηθοῦν ἀπὸ τρεῖς μεριὲς νὰ μποῦνε μέσα, ἀπὸ τὸ Πατρατζίκι νὰ πέσουνε ἀπὸ πάνου τὸν ζυγόν, ἀπὸ τὶς Θερμοπύλες κι᾿ ἀπὸ τὴ Νευρόπολη τ᾿ ὀρδὶ τοῦ Σαλώνου. Εἴχαμεν πιάση τὴ Νευρόπολη τὸν Ἀπρίλιον μήνα, τὰ 1822, καρσὶ ἀπὸ τὸ Ζιτούνι. Τοῦ Δυσσέα τ᾿ ὀρδὶ ἦταν ῾στὴν Δρακοσπηλιὰ καὶ Μπουντουνίτζα κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἦρθε εἴδηση ἀπὸ Πελοπόννησον, ἀπὸ Ἀθήνα, ἀπὸ Ἔγριπον ὅτι στενεύτηκαν πολὺ ἐκεῖ οἱ δικοί τους καὶ νὰ τοὺς προφτάσουνε μιντάτια καὶ ζαϊρέδες. Πῆγαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν Φούρκα Ντερβένι, τοὺς ἔκαμαν ἕνα καρτέρι τῶν Τούρκων καὶ τοὺς σκότωσαν καμπόσους καὶ τοὺς πῆραν λάφυρα καὶ ζαϊρέδες πλῆθος καὶ ζῶα. Ὕστερα συνάχτηκαν Τοῦρκοι πολλοί, καὶ μὲ τὰ σπαθιὰ εἰς τὸ χέρι ἀναχώρησαν οἱ Ἕλληνες ἄβλαβοι. Οἱ Τοῦρκοι ἦρθαν ἀπόκατου εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας καὶ γύρα ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη, τὰ τρογυρινά, κι᾿ ὅλο ἑτοιμάζονταν διὰ νὰ μποῦνε μέσα καὶ φύλαγαν κι᾿ αὐτὲς τὶς θέσες. Διαλέγονται διὰ νυχτὸς ὁ ἀθάνατος Παπὰ Ἀντριᾶς, ὁ Θιοχάρης, ὁ Παπακώστας, ὁ Τρακοκομνᾶς καὶ τοὺς πέφτουν καὶ τοὺς δίνουν ἕνα χαλασμὸν διαβολεμένον, καὶ πέρασαν ἀπὸ πέρα τὸ γιοφύρι πίσου οἱ Τοῦρκοι καὶ τοὺς κόπηκε ἡ ὁρμή τους ἢ μεγάλη, ἀφοῦ ἔβλεπαν καὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῶν Βασιλικῶν, τῶν Θερμοπύλων κι᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θέσες ὁποῦ ἦταν τὰ κόκκαλα τῶν δυὸ πασσάδων, ὁποῦ ῾ρθαν μὲ τὸν Μπαγεράμπασσα κ᾿ ἦταν περίτου ἀπὸ ἐννιὰ χιλιάδες τουρκιὰ κι᾿ ἄλλοι τρεῖς πασσάδες μὲ πλῆθος γκαμήλια κι᾿ ἁμάξια κι᾿ ἄλλα ζῶα φορτωμένα ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, κανόνια κι᾿ ἄλλα εἴδη τοῦ πολέμου, νὰ μποῦνε μέσα – ἦταν τὴν πρώτη χρονιὰ – διὰ νὰ φοδιάσουνε τὰ κάστρα κι᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καὶ τοὺς καρτέρεσαν οἱ ἀθάνατοι Ἕλληνες ὡς ἑφτακόσοι ἄνθρωποι, κεφαλὲς αὐτείνων ὁ γενναῖος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπὰ Ἀντριᾶς, λαμπρύνεται αὐτὸς ῾σ ἐκείνη τὴν μάχη, χωρὶς νὰ κατηγορηθῆ κανένας. Ὅτι ὅλοι πολέμησαν ἀντρείως, ὁ Νάκος, ὁ Γεράντωνος, ὁ Μποῦσγος, Ρούκης, Λάππας, Θιοχάρης, Καλύβας, Κανταῖγοι, Ρουμάνης, Κόντος, Παπακώστας, Τρακοκομνᾶς, Καραπούλης, Κουτρουμπαῖγοι κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ πολλοί, ὁποῦ ἐγὼ δὲν γνωρίζω. Αὐτεῖνοι ὅλοι οἱ γενναῖοι ἄντρες, οἱ σωτῆρες τῆς πατρίδος, ἀφάνισαν ὅλως διόλου αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων, σκότωσαν τοὺς περισσότερους καὶ δυὸ πασσάδες καὶ πῆραν ὅλα τ᾿ ἁμάξια καὶ γκαμήλια καὶ τὰ κανόνια τους, ὁποῦ τ᾿ ἄφησαν ὅλα ἐκεῖ. Κι᾿ ὅσοι μείναν ζωντανοὶ Τοῦρκοι διαλυθῆκαν ἕνας ἕνας καὶ πῆγαν εἰς τὴν πατρίδα τους. Κι᾿ ὅποιος εἶναι ζωντανὸς ἀκόμα θυμᾶται τὴν μαχαίρα τῶν ἀθάνατων Ἑλλήνων. Ξαγόρασαν ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι ἄντρες τὸ αἷμα τοῦ συναγωνιστοῦ τοὺς περίφημου Διάκου, ὁποῦ πρωτοκινήθη αὐτὸς μ᾿ ὀλίγους ἀνθρώπους κι᾿ ἀπάντησε τὴν πρώτη ὁρμὴ τῶν Τούρκων, αὐτὸς κι᾿ ὁ ἀγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αὐτεῖνοι κι᾿ ὁ ἀδελφός του Διάκου κι᾿ ὁ Μπακογιάννης κι᾿ ὁ Καλύβας κι᾿ ὁ ἀδελφός του Δεσπότη κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ μὲ τοὺς ὀλίγους τους στρατιῶτες ἔλυωσαν ἀπάνου εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας πολεμώντας μὲ τόσον πλῆθος Τούρκων. Κι᾿ ὁ περίφημος γενναῖος Διάκος, ἀφοῦ τελείωσε τὸν τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον καὶ μισοσκοτωμένον τὸν ἔλαβαν ζωντανὸν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν παλούκωσαν. ῾Στὴν θέσιν ὁποῦ ἐπέθανες ἐσὺ Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσους σου, πέθαναν κι᾿ αὐτεῖνοι διὰ τὴν θρησκεία καὶ πατρίδα.7<br />
Καὶ μὲ τὴν ἴδια ὁρμὴ αὐτεῖνοι οἱ Τοῦρκοι καὶ πασσάδες, ὁποῦ σκότωσαν τοὺς ὀλίγους καὶ τὸν Διάκον, κινήθηκαν, ὅλη αὐτείνη ἡ δύναμη, νὰ μποῦνε εἰς τὰ Σάλωνα καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλα μέρη νὰ ἐφοδιάσουνε τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ νὰ λύσουνε καὶ τοὺς πολιορκημένους, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὸ κάστρο Σαλώνου, Λιβαδειᾶς, Ἀθήνας καὶ τ᾿ ἄλλα μέρη αὐτά, καὶ νὰ προχωρέσουν διὰ τὴν Πελοπόννησο. Ἦταν ὁ Ὀμὲρ Βεργιόνης κι᾿ ἄλλοι πασσάδες, ὅλο διαλεμένο καὶ πολὺ ἀσκέρι. Καὶ εἰς τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς ἐκλείστη ὁ Δυσσέας, ὁ κακὸς πατριώτης, κι᾿ ὁ Γκούρας κι᾿ ἄλλοι καὶ πολέμησαν μ᾿ αὐτείνη τὴν μεγάλη δύναμιν ἑκατὸ ἀνθρῶποι. Καὶ φαίνονται ὡς τὴν σήμερον οἱ τάφοι τῶν Τούρκων ἐκεῖ εἰς τὸ χάνι. Καὶ τοὺς ἀφάνισαν, καὶ τοὺς χάλασαν ὅλα τους τὰ σκέδια. Καὶ γλύτωσε ὁ κόσμος, ὁποῦ θὰ σκλάβωναν αὐτεῖνοι τοὺς περισσότερους καὶ μποροῦσε νὰ κιντυνέψη κι᾿ ὅλη ἡ πατρίς, Ρούμελη καὶ Πελοπόννησο (ὅτ᾿ ἦταν αὐτὰ τὰ πρῶτα κινήματα), ἂν προχωρούσανε μέσα καὶ νὰ ῾βγαιναν καὶ τοὺς πολιορκημένους Τούρκους.<br />
Πατρίς, νὰ μακαρίζης γενικῶς ὅλους τους Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν διὰ σένα νὰ σ᾿ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθῆς ἄλλη μίαν φορᾶ ἐλεύτερη πατρίδα, ὁποῦ ἤσουνε χαμένη καὶ σβυσμένη ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ἐθνῶν.<br />
Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζης. Ὅμως νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ λαμπρύνης ἐκείνους ὁποῦ πρωτοθυσιάστηκαν εἰς τὴν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μὲ τόση δύναμη Τούρκων, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀποφασίστηκαν καὶ κλείστηκαν σὲ μίαν μαντρούλα μὲ πλίθες, ἀδύνατη, εἰς τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ λυώσανε τόση Τουρκιὰ καὶ πασσάδες εἰς τὰ Βασιλικά, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀγωνίστηκαν σὰν λιοντάρια εἰς τὴν Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου, ὁποῦ πολεμήθηκαν συνχρόνως σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ θέσες, ὁποῦ ῾ναι τὰ κλειδιά σου, ἕνα ἡ Πόρτα τοῦ Μακρυνόρου καὶ τ᾿ ἄλλο τῶν Θερμοπύλων. Κι᾿ ἀφοῦ πήγανε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ν᾿ ἀνοίξουνε δρόμο οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι τόσοι ὀλίγοι, (ὀγδοήντα ἕνας εἰς τὴν Λαγκάδα) γιόμωσαν τὸν τόπον κόκκαλα ἐκεῖ. Καὶ τοὺς καταδιάλυσαν ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι ῾σ τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος τῶν Θερμοπύλων κι᾿ ἀλλοῦ. Αὐτεῖνοι σὲ ἀνάστησαν καὶ δὲν μπῆκε δύναμη καὶ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, αὐτεῖνοι ψύχωσαν ἐκείνους ὁποῦ πολιορκοῦσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές. Καὶ νηστικοὺς κι᾿ ἀδύνατούς τους περιλάβαν καὶ τοὺς σφάξαν σὰν τραγιά. Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτεῖνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, ἀπὸ τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι᾿ ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος αὐτείνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτζα κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστᾶς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: «Ποιός σας εἶπε, τοὺς λένε, νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;» Ἔχουνε δίκαιον, ὅτι ὁ Ζαΐμης χρώσταγε τῶν Τούρκων ἕνα μιλιούνι γρόσια, καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι, κι᾿ ὁ Μεταξάς, κόντες τῆς πιάτζας, χωρὶς παρά, κι᾿ ὁ Κωλέτης ἕνας γιατρός, ὁ Μαυροκορδάτος τζιράκι τῆς Κωσταντινοπόλεως. Τοὺς φκειάσαν αὐτεῖνοι οἱ διακονιαραῖγοι, οἱ ἀγωνισταί, Ἐκλαμπρότατους, τοὺς λευτέρωσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀπὸ τὰ χρέη, ὁποῦ χρώσταγαν τῶν Τούρκων, κ᾿ ἔγιναν τώρα μεγάλοι καὶ τρανοί. Γύμνωσαν καὶ τοὺς Τούρκους, παίρνοντας τὸ βίον τους, καὶ τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες καὶ κακίες τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀγῶνος. Τοὺς καταδιαιροῦν – γιομόζουν αὐτεῖνοι ἀγαθά. Καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι οἱ φίλοι τους τὰ καλύτερα ὑποστατικὰ καὶ πλούτη τῆς πατρίδος. Ἔμειναν οἱ ἀγωνισταὶ διακονιαραῖοι, τοὺς κατατρέχει ὁ Κυβερνήτης μας κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος, καταφρονοῦν ὅλους αὐτοὺς καὶ βαθμολογοῦνε πολλούς, ὁποῦ ῾παιζαν τὸ μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες καὶ τώρα εἶναι σπιγοῦνοι τοῦ Κυβερνήτη καὶ τῶν ἀλλουνῶν.<br />
Αὐτεῖνοι βαθμολογῶνται, αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς. Οἱ ἀγωνισταὶ δυστυχοῦν. Τῶν σκοτωμένων τὶς φαμελιὲς ὅποια εἶναι νέα τὴν θέλει ὁ τάδε, σὰ νὰ λέμε ὁ Βελήπασσας, ὁ Μουχτάρπασσας, ὅτι δὲν ἔχει ἡ φτωχὴ νὰ φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι᾿ ἀπὸ ἄλλα μέρη (τὶς λευτέρωσαν οἱ φιλάνθρωποι) καὶ διακονεύουν ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἰς τ᾿ Ἀναπλιοὺ τοὺς δρόμους. Τῶν ἀγωνιστῶν οἱ ἄνθρωποι διακονεύουν καὶ γυρεύουν νὰ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους. Τοὺς εἴχανε αὐτεῖνοι σκλάβους, τοὺς ντύνανε, τοὺς συγυρίζανε καὶ τρώγαν. Εἰς τὴν πατρίδα τοὺς ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ διακονεύουν. Ἀπὸ ὅλα αὐτά, καϊμένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου, ὅτι σιδερώνουν τὴν ἀρετὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ κυβερνοῦσαν καὶ σὲ κυβερνοῦν, καὶ τώρα κατατρέχουν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ μὲ ψέματα θέλουν καὶ μὲ σπιγούνους νὰ σὲ λευτερώσουνε, μήτε τώρα εἶσαι καλά, μήτε διὰ τὰ μέλλοντά σου, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σὲ τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους καὶ τοιούτους ἀξιωματικούς.<br />
Συχωρᾶτε μέ, ἀναγνῶστες, ὁποῦ ῾φυγα ἀπὸ τὸ προκείμενον. Μὴ στοχάζεστε ὅτ᾿ εἶμαι ἢ γόητας, εἴτε φαντασμένος, εἴτε ἐγὼ ἀδικημένος. Λυποῦμαι καὶ γράφω αὐτὰ ὅτι ἤτανε πέντε ἀδέλφια κ᾿ ἔμεινε ἕνας μόνον ἀπὸ τὸ ντουφέκι, καὶ οἱ ἄνθρωποί τους ἤτανε τόσον καιρὸν σκλαβωμένοι καὶ σώθη μία γυναίκα μόνον κι᾿ αὐτείνη πείναγε, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς ζήταγε ψωμὶ θέλαν νὰ κάμουν τὸ κέφι τους νὰ τῆς δώσουνε νὰ φάγη. Κι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἄλλα πολλὰ τοιούτα μ᾿ ἔκαμαν νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ προκείμενον. Ὅτι τὰ τοιούτα δὲν λευτερώνουν πατρίδα, τὴν χάνουν, κ᾿ ἔχω σκοπὸν νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Ὅτι ἔχω τόση ἀδύνατη φαμελιὰ καὶ δὲν ῾πιτηδεύομαι νὰ κολακεύω τοὺς δυνατούς. Καὶ εἶμαι δυστυχής, καὶ κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα, ὁποῦ δι᾿ αὐτείνη χύσαμε τὸ αἷμα μας ἀδίκως.<br />
Αὐτοὺς τοὺς μῆνες, Ἀπρίλη καὶ Μάγη, ἔγινε ἕνα σκέδιον νὰ πᾶμε νὰ κυργέψωμε τὸ Πατρατζίκι καὶ νὰ κινηθοῦν ὅλα τὰ γειτονικὰ μέρη καὶ συνφώνως νὰ χτυπήσουμε ὅλοι μαζί. Συνάχτηκαν τ᾿ ἀναγκαῖα εἰς τὸ Μαυρολιθάρι, εἰς τὸ χωριόν, καὶ εἴπαμε νὰ συναχτοῦμε ὅλοι νὰ βαρέσουμε συνφώνως. Μαζωχτήκαμε εἰς Μακροκάμπι μέρος τοῦ Δυσσέως, ἀπὸ τὴν Λιβαδειά, ἕνας ἀξιωματικός του ὁ Σταμούλης Χοντρός, ἀπὸ τὸ Σάλωνα ὁ Πανουργιᾶς καὶ Γκούρας, ὁποῦ ῾μαστε μαζί, κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ τέσσερα χωριά, ὁποῦ ῾χα διοριστῆ ῾σ αὐτούς, ὁ Γεράντωνος ἀπὸ Ταλάντι, ὁ Δυοβουνιώτης Ζιτούνι, Καλτζοδῆμος Λιδορίκι, Σαφάκας Κράβαρι, Γιολντασαῖγοι Καρπενήσι, Κοντογιανναῖγοι Πατρατζίκι, Νικήτας καὶ Χατζηχρῆστος κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ ἀπὸ Πελοπόννησο, ὁ Νικήτας ἀρχηγὸς τοὺς αὐτεινῶν. Τὰ χαράματα ζυγώσαμεν ἀπόξω τὴν Πάτρα ὅλοι, ὡς τρεῖς χιλιάδες, μεραστήκαμε ἀπὸ δυὸ μέρη, προχωρέσαμε ὡς τὴν ἄκρη τὴν χώρα, πιάστη ὁ πόλεμος καμπόσον. Ἡ δύναμη τῶν Τούρκων πολλή, καὶ χωρὶς σκέδιον καλὸ νὰ κάμωμε ἐμεῖς, χαλαστήκαμε. Σκοτώθηκαν καμπόσοι Τοῦρκοι κι᾿ ἀπὸ ῾μάς τὸ ἴδιο, σκοτωθήκαμε καὶ πληγωθήκαμε. Κόντεψα νὰ σωθῶ κ᾿ ἐγώ, ὅτ᾿ ἤμουν κουτζὸς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια τοῦ Μισολογγιοῦ, μὲ πονοῦσαν τὰ γόνατά μου. Καὶ κλειστήκαμε σὲ μία ράχη καμμιὰ δεκαριά, ὁ Μπαλαούρας, ὁ Φαρμακάκης, ὁ Μπισμπιρούλας κι᾿ ἄλλοι καὶ φκιάσαμε ταμπούρι καὶ πολεμούσαμε μὲ τὴν χώρα καὶ μὲ τὸ κάστρο. Ὅτ᾿ ἦταν ὁ Ρούκης ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο κι᾿ ὁ Ρουμάνης κι᾿ ἄλλοι ἕνα δυὸ καὶ κιντυνεύανε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ κάστρου καὶ τοὺς βαστούσαμε ἐμεῖς.<br />
Θὰ σᾶς εἰπῶ κ᾿ ἕνα γενναῖον πολὺ περιστατικόν: Ἕνας ἀτρόμητος ἄντρας ἀπὸ τοὺς Κολοβάτες (εἶναι τοῦ Σαλώνου χωριόν), τὸν λένε Μῆτρο Καθάριον (ἀλήθεια καθάριος κι᾿ ἀτίμητος εἶναι), ἀφοῦ τζακιστήκαμε ῾στὴν χώρα καὶ τραβηχτήκαμε εἰς τὸ ψήλωμα, οἱ ἐδικοί μας ὅλοι κ᾿ ἐμεῖς φκειάσαμε ταμπούρι καὶ πολεμούσαμε. Αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ἦταν μέσα εἰς τὴν χώρα σὲ σπίτι μπασμένος, Ἀφοῦ φύγαμε ἐμεῖς, αὐτὸς ἔμεινε μόνος του κλεισμένος, τόφυγαν οἱ συντρόφοι τοῦ κ᾿ ἔμεινε μόνος του. Τοῦ ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνου του, παίρνει ἕνα γιαταγάνι Τούρκικον καὶ σκοτώνει τέσσερους, κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ τὸν πολεμοῦσαν τοῦ δίνουν μίαν μαχαιριὰ εἰς τὴν κοιλιά, καὶ σκοτώνει τὸν Τοῦρκον καὶ μὲ τὸ μαχαίρι εἰς τὴν κοιλιὰ ἦρθε ἐκεῖ ὁποῦ ἤμαστε ἐμεῖς, εἰς τὸ ταμπούρι. Καὶ δὲν τοῦ πειράξαμεν τὸ μαχαίρι, μὲ τοῦτο εἰς τὴν κοιλιὰ τὸν πήγαμε ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἦταν ὁ γιατρός, καὶ τὸ᾿ ῾βγάλε τὸ μαχαίρι καὶ μὲ τῶν μερμήγκων τὰ κεφάλια τὸ᾿ ῾ρραψε τὴν κοιλιά. Καὶ τράβησε ὁ καϊμένος κοντὰ ἕναν χρόνον νὰ γιατρευτῆ. Γέρευε καὶ πάλε ξηλώνεταν, κ᾿ ἔβγαιναν οἱ κοπριὲς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ ὁποῦ ῾ταν ἡ πληγή. Καὶ ζῆ τώρα καὶ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάγη.<br />
Σταθήκαμεν ἐκεῖ ὡς τὸ δειλινὸ καὶ πολεμούσαμε, ἀποκόβαμε τοὺς Τούρκους νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ῾ρχωνται εἰς τὸ κάστρο. Ηὔραν καιρό, ἔφυγαν μὲ γερούσι ὁ Ρούκης κι᾿ ὁ Ρουμάνης καὶ σώθηκαν. Τότε πήγαμε κ᾿ ἐμεῖς ἀπάνου, ὁποῦ ἦταν οἱ ἄλλοι, ξαποστάσαμε. Τότε, ἀπὸ τὸ δεξιόν του κάστρου εἶναι ἕνα βουνάκι καὶ βήκαν καμμιὰ διακοσιαριὰ Τοῦρκοι καὶ τὸ ἔπιασαν. Ἀρχίσαμε νὰ τοὺς πολεμήσουμε ἀπὸ ῾μπρός. Πῆρε καμπόσους ὁ Γκούρας συντρόφους καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ τοὺς πῆρε τὶς πλάτες, καὶ τοὺς βαροῦσε ἐκεῖνος ἀπὸ τὶς πλάτες κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ ῾μπρός. Καὶ τοὺς τελειώσαμεν ὅλους, τοὺς στείλαμε εἰς τὴν ἄλλη ζωή, καὶ μὲ τὴν ὁρμὴ ἐκεινῶν, ὁποῦ τοὺς σκοτώσαμε, πήραμε καὶ τὸ κάστρο μὲ γερούσι καὶ σκοτώσαμε κ᾿ ἐκεῖ καμπόσους, οἱ περισσότεροι φύγαν ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος.<br />
Τότε εἴχαμε τὸ κάστρο καὶ πιάσαμε καὶ τοὺς μύλους, ῾στὸ Μπογόμυλο ὀνομαζόμενον, καὶ τὴν ἄκρη τὴν χώρα. Καὶ πολεμούσαμε κ᾿ ἐμεῖς ἀντρίκεια καὶ οἱ Τοῦρκοι γενναῖα. Τοὺς ἦρθε ἕνα μικρὸν μιντάτι τῶν Τούρκων ἀπὸ τὸ Ζιτούνι. Τοὺς σκοτώσαμε εἰς τὴν ἄκρη τοὺς μύλους, τὸ ῾χαμε πιασμένο καὶ τοὺς τελειώσαμε ὅλους. Σὲ ὀλίγον ἔρχεται πολλὴ Τουρκιά. Ἄφησε ὁ Γκούρας εἰς τὸ ποδαρικὸ τοῦ ἐμένα νὰ σταθῶ ἐκεῖ αὐτὸς πῆρε καμπόσους ἀνθρώπους καὶ πῆγε νὰ βαστήση τὸ μιντάτι τὸ νέον. Ἀφοῦ πῆγε ἐκεῖ, εἶδε ὁποῦ ῾ταν πολλοί, ὁ Δράμαλης, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς βαστήση. Μοῦ παράγγειλε νὰ εἰπῶ τῶν ἀνθρώπων νὰ τραβηχτοῦνε μὲ τρόπον, νὰ μή μας χαλάσουνε οἱ Τοῦρκοι, καὶ νὰ σηκώσω καὶ τὸν τζεμπιχανέ. Ὅσο νὰ καλομεράσω τὸν τζεμπιχανέ, πλάκωσαν ὁ νέοι Τοῦρκοι καὶ τῆς χώρας, μᾶς πῆραν ὀμπρός. Ἐμεῖς τζακίσαμε, ὅτ᾿ ἤμαστε πολλὰ ὀλίγοι ἀπὸ ῾κεῖνο τὸ μέρος, οἱ ἄλλοι ἦταν ἀπὸ τὸ πέρα μέρος τῆς χώρας. Ἀπὸ τρίχα γλύτωσα ὁ δυστυχής, ἤμουνε κουτζὸς καὶ εἶχα κ᾿ ἕνα ντουφέκι μεγάλο, ἔτρωγε τριάντα δράμια καὶ ἦταν πολὺ βαρύ, δυὸ τά ῾χαν στείλη ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, ἕνα εἶχε ὁ Γκούρας καὶ τ᾿ ἄλλο ἐγώ. Κ᾿ ἔσωσε τ᾿ ἀσκέρι καὶ μ᾿ ἔρριξε κάτου, ὅταν φεύγαμε, καὶ ἦταν στενὸς ὁ τόπος καὶ πατοῦσαν ὅλοι ἀπάνου μου κ᾿ ἔμεινα ἀλλοῦ κοντινὸς μ᾿ ἄλλον ἕναν – κουτζὸς κ᾿ ἐκεῖνος. Σὲ ἕναν γκρεμνὸν πέρασε ἐκεῖνος, ἐγὼ ὁ δυστυχὴς ἔμεινα, δὲν μποροῦσα νὰ διαβῶ, κι᾿ ἀποφάσισα νὰ γκρεμιστῶ κάτου, νὰ μὴ μὲ πιάσουνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκεῖνος, ὁ κουτζός, φώναζε: «Πέτα τὸ ντουφέκι νὰ γλυτώσεις!» Ἐγὼ χωρὶς ντουφέκι τί νὰ ῾κανα; Καὶ τὸ λυπούμουν. Ὕστερα θέλησε ὁ Θεὸς καὶ κρεμάστη αὐτὸς κ᾿ ἔπιασε τὴν μπούκα τοῦ ντουφεκιοῦ καὶ πάτησα ὀλίγον μὲ τὰ νύχια καὶ σώθηκα. Ἔκαμα ὅρκον νὰ μὴ ματαπάγω εἰς πόλεμον ῾στὴν κατάστασιν ὁποῦ ἤμουν, χωρὶς ποδάρια. ῾Στὸν ἀνήφορο πάταγα, ῾στὸν κατήφορο τελείως, μὲ πονοῦσαν τὰ γόνατά μου. Ἀφοῦ σωθήκαμε κ᾿ ἐμεῖς οἱ δυὸ κουτζοί, φούσκωσα καὶ ξέκλησα τὰ ροῦχα μου νὰ πάρω ἀγέρα, καὶ τότε ἔκανα τὸν ὅρκον. Ξαποστάσαμε ὀλίγον. Οἱ Τοῦρκοι ἔφτασαν καμπόσους δικούς μας καὶ θὰ τοὺς πιάναν. Μὲ φωνάζει ὁ Νικήτας νὰ τρέξωμε νὰ τοὺς σώσουμε. Τρέξαμε διὰ ῾κείνους καὶ κιντυνέψαμε κ᾿ ἐμεῖς. Τότε οἱ Τοῦρκοι ρίχτηκαν παντοῦ, μπλοκάραν καὶ τοὺς δικούς μας εἰς τὸ κάστρο καὶ τοὺς ἀφήσαμε. Καὶ κυνηγώντας οἱ Τοῦρκοι μας πῆγαν ῾σ τὰ μισά του Ἁγιτοῦ, τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ νύχτωσε καὶ μείναμε μπαϊλντισμένοι. Χάσαμε καὶ τὸν Γκούρα, τὸν πῆραν ὀμπρὸς οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸν ἔρριξαν ῾σ ἕνα ρέμα μ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ κιντύνεψαν νὰ σωθοῦνε, κ᾿ ἐμεῖς δὲν ξέραμε ζωντανοὶ εἶναι ἢ χαμένοι. Ἐγὼ ἤμουν πολὺ ἀγαπημένος μὲ τὸν Γκούρα, ἤμασταν καλύτερα ἀπὸ ἀδέλφια μ᾿ αὐτὸν καὶ μὲ τὸν μακαρίτη Χαλμούκη καὶ Θανασούλα Σουλιώτη, πολλὰ γενναῖα παληκάρια καὶ μὲ μεγάλη ἀρετή.<br />
Ἀφοῦ πήγαμε εἰς τὸ βουνό, καὶ ἦταν ἐκεῖ ὁ Χαλμούκης καὶ ὁ Θανασούλας κ᾿ ἐγώ, καθόμαστε ἀποσταμένοι καὶ νηστικοὶ καὶ πικραμένοι διὰ τὸν Γκούρα καὶ τοὺς συντρόφους ὁποῦ ἀφήσαμε εἰς τὸ κάστρο. Δία τὴν πείνα τὴν μεγάλη ὁποῦ εἴχαμε ὁ Θεὸς στέλνει ἕναν ἄνθρωπον φορτωμένον ζαϊρέ, κρέας, πῆτες, κρασί, ψωμί, ἕνα ζῶον φορτωμένον ἀπὸ τὶς φαμελιὲς ἐκεινῶν ὁποῦ ῾χα ἀπὸ τὰ τέσσερα χωριὰ καὶ τοὺς εἶχα μαζί μου κι᾿ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν μου. Καὶ συνάζω ὅλους τους συντρόφους, νηστικοὺς καὶ κατατρεμένους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ τοὺς ἀδελφούς μου Νικήτα καὶ Χατζηχρῆστο καὶ καθόμαστε νὰ φᾶμε. Φτάσαν ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾ταν πολιορκημένοι εἰς τὸ κάστρο, βήκαν μὲ γερούσι χωρὶς νὰ βλαφτῆ κανένας. Ἔρχεται κ᾿ ἕνας ἀπὸ τὸν Γκούρα καὶ μᾶς εἶπε ὅσα δοκίμασαν καὶ πὼς σώθηκαν, καὶ εἶναι ῾στὸ τάδε βουνό. Τότε δοξάσαμεν τὸν Θεὸν καὶ κάμαμε τὰ μεγαλύτερα γλέντια καὶ τραγούδια. Τὴν αὐγὴ σμίξαμε ὅλοι, ἦρθε κι᾿ ὁ Γκούρας εἰς τὶς Καταβόθρες. Ἐκεῖ κάμαμε τὰ γιατάκια νὰ κοιμηθοῦμε.<br />
Μαθαίνομε ὅτι, ἀφοῦ πῆγαν πίσου ζωντανοὶ ὁ Ἀλέξη Νοῦτζος κι᾿ ὁ Παλάσκας, ὁ Κωλέτης παρακινάγει καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς Διοικήσεως καὶ τοὺς στέλνουν πάλε ἀναντίον τοῦ Δυσσέα. Πῆγαν εἰς τὸ Δίστομον, ἦταν ἀνθρῶποι τοῦ Δυσσέα ἐκεῖ, τοὺς διῶξαν. Ἦταν καὶ Λιβαδίτες μὲ τὸ πνέμα αὐτεινῶν καὶ συντρόφοι του Κωλέτη. Πηγαίνουν καὶ ῾σ ἄλλα χωριά.8 Στέλνει ὁ Δυσσέας ν᾿ ἀνταμωθοῦν καὶ πήγανε εἰς τὴν Δρακοσπηλιά. Μαζώνει ὁ Δυσσέας τοὺς κατοίκους ὅλους καὶ τ᾿ ἀσκέρι του. Τοὺς λέγει ὁ Δυσσέας: «Διαβάστε ἀδελφοί, τὰ γράμματα (τὰ διάβασαν παρουσία). Ἀδελφοί, τοὺς λέγει, ὁ Ἄργειος Πάγος καὶ ἡ Κυβέρνησή σας εἶναι γνωστὸ ὅτι μὲ κατάτρεχαν καὶ μὲ κατατρέχουν. Ὅταν ἤμαστε εἰς τὴν Ἁγιαμαρίνα, ἐξ αἰτίας δικῆς μου, διὰ νὰ χαθῶ ἐγώ, ἀποφάσισαν νὰ χαθῆ καὶ τόσο ἀσκέρι. Διὰ νὰ μὴν πάθῃ ἡ πατρὶς διὰ ῾μένα ἔστειλα τὴν παραίτησή μου καὶ μὲ βαστήσετε ἐσεῖς ὅλοι στανικῶς. Τώρα ἡ Κυβέρνηση στέλνει ἀρχηγοὺς τὴν ἀφεντειά τους τὸν κύριον Ἀλέξη καὶ τὸν καπετὰν Παλάσκα. Ἡ ἀφεντειά σας – εἶναι ῾στὸ χέρι σας: Ἂν θέλετε αὐτούς, σκοτῶστε ἐμένα, ἂν θέλετε ἐμένα, σκοτῶστε αὐτούς». Τοὺς πιάσαν καὶ τοὺς σκότωσαν. Καὶ γλύτωσε ἀπὸ τοὺς δυὸ κατὰ ὥρας ὁ Κωλέτης.<br />
Αὐτὰ ὅταν τὰ μάθαμε, (ἦρθε ἄνθρωπος) ἤμαστε ἀκόμα εἰς τὶς Καταβόθρες. Σηκωθήκαμε τὴν αὐγή, τοῦ Σαλώνου οἱ ἄνθρωποι, καὶ πήγαμε ἀπὸ κάτου τὴ Νευρόπολη καὶ ρίξαμε ὀρδί.Ἡ σεβαστὴ Κυβέρνηση λυπήθη πολὺ ὁποῦ ἄκουσε τὸν θάνατον αὐτεινῶν, κι᾿ ὄντως ἀγαθῶν πατριωτῶν, καὶ διὰ τὸν θάνατον αὐτεινῶν ἀποφασίστη νὰ σκοτωθῆ ὁ αἴτιος, ὁποῦ ῾ταν ὁ Δυσσέας, κ᾿ ἔπρεπε νὰ μπῆ ῾σ ἐνέργεια τὸ σκέδιον ὁποῦ εἶπε ὁ γραμματικός, ὁποῦ τὸν στείλαν ῾στὸν Νικήτα νὰ σκοτώση τὸν Δυσσέα καὶ νὰ μείνη αὐτὸς ἀρχηγὸς ὅσο νὰ μᾶς τελειώσουνε ὅλους οἱ καλοὶ κυβερνῆτες, τὰ παιδιὰ τῶν Τούρκων. Τώρα, σὰν δὲ θέλησε ὁ Νικήτας δι᾿ ἀρχηγός, φρόντιζαν νὰ κερδήσουνε τὸν Γκούρα. Μίαν ἡμέρα ἐκεῖ ὁποῦ ῾χαμε τ᾿ ὀρδὶ βλέπω ἕναν φραγκοφορεμένον, ἐγὼ τήραγα τὴν δουλειά μου μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ὁδηγοῦσα. Κουβέντιαζαν μυστικὰ ὁ Γκούρας, ὁ Τρακοκομνᾶς κι᾿ αὐτὸς ὁ καλὸς πατριώτης, ὁ φραγκοντυμένος. Ἀφοῦ ξηγήθηκαν πολὺ μυστικὰ ἀπὸ ῾μένα, ἔφυγε αὐτός. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες μου λέγει ὁ Γκούρας: «Πάρε καμμιὰ δεκαριὰ ἀνθρώπους κι᾿ ἄφησε ἄλλον κεφαλὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους σου, κάπου θὰ πᾶμε». Ἀκολούθησα ὅ,τι μου εἶπε. Πᾶμε ῾στὴν Ἀγόριανη, εἰς τὸ χωριὸν τοῦ Τρακοκομνᾶ, ἦταν κι᾿ αὐτὸς ὁ ἴδιος μαζί μας. Τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε. Ὁ κόσμος κουβάλαγαν καὶ μᾶς κέρναγαν καὶ πίναμε κάμποσες ἡμέρες. Ἦρθε πίσου ὁ φραγκοκαταραμένος ἄρχισαν νὰ κουβεντιάζουν πάλε τὰ κρυφὰ οἱ τρεῖς τους, φύγαμε ἀπὸ τὸ χωριὸν καὶ πήγαμε σὲ κάτι στάνες. Ἐκεῖ ἦταν ἡσυχία περισσότερη διὰ μυστικά. Ἀφοῦ κουβέντιαζαν κρυφὰ ἀπὸ ῾μένα τόσον καιρό, μοῦ κακοφάνη πολύ. Τότε τοῦ λέγω τοῦ Γκούρα: «Θὰ πάρω τοὺς ἀνθρώπους μου νὰ πάγω εἰς τ᾿ ὀρδί, ὅτ᾿ εἶναι μοναχοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ Τοῦρκοι μας ἦρθε ἄνθρωπος καὶ μᾶς εἶπε ὅτι ἔρχονται ὁλοένα κ᾿ ἑτοιμάζονται νὰ μποῦνε μέσα καὶ θὰ σκλαβώσουνε τὸν κόσμον, κ᾿ ἐμεῖς τρῶμε τὰ πράματά τους καὶ στέκονται ὁλόρθοι καὶ μᾶς κερνᾶνε». Δὲν μ᾿ ἄφησε νὰ φύγω. Ἄρχισαν νὰ μοῦ φανερώσουν τὸ μυστικὸν ὁ Γκούρας κι᾿ ὁ Κομνᾶς (ὁ Φράγκος εἶχε φύγη). Μοῦ λέγει ὁ Γκούρας: «Ἡ Δίοικηση θέλει νὰ μὲ κάμη χιλίαρχον κι᾿ ἀρχηγὸν τῆς Λιβαδειᾶς εἰς τὸ ποδάρι τοῦ Δυσσέα, φτάνει νὰ σκοτώσω τὸν Δυσσέα. Καὶ εἶναι εἰς τὸν Ἅγιον Λουκᾶ ὁ Δυσσέας κλεισμένος καὶ εἰς τὴν Ἀράχωβα εἶναι ὁ Λάππας ὁ Λιβαδίτης, ὁ Τριανταφυλλίνας κι᾿ ἄλλοι Λιβαδίτες καὶ χωργιάτες, ὡς χίλιοι ἄνθρωποι θὰ μαζωχτοῦν, καὶ νὰ πᾶμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ τοὺς πάρωμε νὰ πᾶμε νὰ τὸν βαρέσουμε. Καὶ τὸ εἴχαμε μυστικὸ ἀπὸ σένα νὰ μή μας κάμης ἀντενέργειαν καὶ δὲν θελήσης νὰ μᾶς ἀκολουθήσης». Τοὺς εἶπα: «Ἐγὼ εἶμαι μικρὸς ἄνθρωπος ὀμπρὸς στοὺς δυὸ ἐσᾶς, οὔτε τὸ καλό μου ὠφελεῖ, οὔτε τὸ κακό μου ζημιώνει. Ἄν μου τὸ λέτε νὰ πᾶμε νὰ τὸ κάμωμε, νὰ πᾶμε, ἂν εἶναι νὰ δώσω καὶ γνώμη καὶ δὲν σᾶς βαρύνη, νὰ δώσω, ἂν ἔχω τὴν ἄδειά σας». Μοῦ λένε καὶ οἱ δυό: «Ἔχεις γνώμη, ὅτ᾿ εἶσαι ἀδελφός μας καὶ τὰ καλά, εἶσαι σύντροφος καὶ εἰς τὰ κακά. – Ἂν εἶμαι σύντροφος λοιπόν, θὰ δώσω τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἔχω δικαίωμα. Ἂν πάρης ἐσύ, Γκούρα, τὴν ἀρχηγία τῆς Λιβαδειᾶς, ἔχω κ᾿ ἐγὼ τὸ μερίδιόν μου ἢ ὄχι; – Πρῶτος εἲμ᾿ ἐγώ, λέγει ὁ Γκούρας, δεύτερος ὁ Κομνᾶς κ᾿ ἐσύ. – Ὁ σύντροφος ὁ τίμιος πότε εἶναι τίμιος; Ὅταν λέγη τὴν ἀλήθεια τοῦ φίλου του κι᾿ ἂς χάνη τὸ νιτερέσιόν του, ἢ ὅταν τράγη τὸ νιτερέσιον κι᾿ ἂς χαθῆ ὁ φίλος του κι᾿ ἂς διατιμηθῆ κι᾿ ἂς κιντυνέψη; – Ὄχι, λέγει ὁ Γκούρας, ὁ πιστὸς σύντροφος πρέπει νὰ λέγη τὴν ἀλήθεια κι᾿ ὅ,τι θὰ τοῦ συβοῦν ὕστερα ἂς τοῦ συβοῦν. – Ἢ καϊμένη ἡ πατρίδα ἁμαρτίες ὁποῦ ῾χε καὶ γύρευε νὰ τὴν λευτερώσουμε ἐμεῖς οἱ ἀνθρωποφάγοι, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί! Κ᾿ ἔχομε ἀρετὴ νὰ λευτερώσουμε πατρίδα ἐμεῖς κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ μας κυβερνοῦν; Τώρα ἔβαλαν τὸν Δυσσέα σκότωσε τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο, τὸν σεβάσμιον ἄρχοντα. Πόσο ψυχώνει ἡ Τουρκιὰ μ᾿ αὐτό, πόσο ἀδυνατίζομε ἐμεῖς! Τὸ ἴδιον καὶ τὸν Παλάσκα. Δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὁποῦ τὸν ἔβαλαν, τὸν Δυσσέα, αὐτεῖνοι καὶ τοὺς σκότωσε; Τοὺς ἔστειλαν δυὸ ξένους μέσα εἰς τὸ σπίτι του, ῾στὸν τόπο τοῦ τὸν πατρικόν, καὶ τὸν φορτώθηκαν αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους του. Ποιὸν ἄλλον καπετάνιον πείραξαν; Τὸν Πανουργιά, τὸν Καλτζοδῆμο, ἄλλον κανένα; Μόνον τὸν Δυσσέα. Καὶ σὰν σκοτώσουν αὐτόν, ὕστερα ἐσᾶς, κ᾿ ἐμᾶς μας σκοτώνουν μὲ τὰ πράσα, ὄχι μὲ ντουφέκια καὶ σπαθιά. Τί ἔκαμε ὁ Δυσσέας; Ὅτι πῆγε νὰ σκοτώση Τούρκους ἤθελαν νὰ χάσουνε αὐτὸν κι᾿ ὅλο του τὸ στράτεμα. Τί νὰ ῾κάνε; γύρεψε νὰ παρατηθῆ, τὸν βάσταξαν οἱ κάτοικοι καὶ τ᾿ ἀσκέρι. Ἦρθαν αὐτεῖνοι, τοὺς σκότωσε. Κακὸ εἶναι μεγάλο. Τώρα βαίνουν ἐσένα νὰ σκοτώσης τὸν Δυσσέα, αὔριον θὰ βάνουν ἐμένα, σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῆς! Κ᾿ ἔτζι θὰ μᾶς φᾶνε ὅλους. Λὲς νὰ πᾶμε νὰ βαρέσουμε τὸν Δυσσέα, ἀμμ᾿ ἐκεῖνος εἶναι ἀδύνατος, ὁποῦ ῾χει τόσους ἀνθρώπους καὶ βαστάει θέσιν δυνατή; Νὰ πιάσουμε τὸ ντουφέκι, οὔτε ἐκεῖνος θὰ κάμη τίποτα ἐμᾶς, οὔτε ἐμεῖς ἐκείνου. Θὰ μποῦνε μονάχα οἱ Τοῦρκοι μέσα καὶ θὰ κυργέψουν τὴν πατρίδα κ᾿ ἐμεῖς θὰ πολεμοῦμε, καὶ θὰ μᾶς πιάσουνε οἱ κάτοικοι νὰ μᾶς δώσουνε τῶν Τούρκων νὰ μᾶς κόψουν τὸ κεφάλι. Κι᾿ ὁ Λάππας κι᾿ ὁ Μῆτρο Τρανταφυλλίνας οἱ Λιβαδίτες, ὁποῦ ῾ναι ἀναντίον τοῦ Δυσσέα ῾στὴν Ἀράχωβα, προσκυνοῦν τοὺς Τούρκους κ᾿ ἡσυχάζουν, καὶ θὰ μᾶς πιάσουνε κ᾿ ἐμᾶς νὰ μᾶς δώσουνε τῶν Τούρκων. Ἢ ὁ Δυσσέας, ἂν τὸν στενέψωμε, πάγει μὲ τοὺς Τούρκους. Καρτερᾶτε τότε λευτεριὰ τῆς πατρίδος, καὶ νὰ μείνωμε καὶ ζωντανοί. Κλαίγει ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι κυβερνῆται μας τὸν χαμὸν τοῦ Ἀλέξη καὶ Παλάσκα σὰν τὴν φώκια, ὁποῦ κλαίγει τὸν πνιμένον ὅσο ὁποῦ σαπίζει, καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει. Ἔτζι θὰ φᾶνε κ᾿ ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς. Σὲ συβουλεύω, ἀδελφὲ Γκούρα, νὰ πᾶς ν᾿ ἀνταμωθῆς μὲ τὸν Δυσσέο καὶ ν᾿ ἀδελφωθῆς καὶ νὰ πᾶμε εἰς τὰ πόστα μας, ὅτι θὰ μποῦνε οἱ Τοῦρκοι ἀντουφέκηγοι καὶ θὰ δώσουμε λόγον δι᾿ αὐτὸ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ῾στοὺς ἀνθρώπους. Κι᾿ ὅταν ὑπάρξῃ ἡ πατρίς, δὲν σοῦ χρειάζονται ἀρματωλίκια, παίρνεις τὶς τιμὲς τῆς πατρίδος, βαθμοὺς καὶ δόξες, καθὼς γίνεται καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλα τὰ ἔθνη, ὁποῦ τιμοῦν καὶ δοξάζουν τοὺς ἄξιους καὶ τίμιους ἀξιωματικούς τους. Κι᾿ αὐτὰ τὰ καπεντανλίκια ἦταν κλέφτικα πράματα, ὅταν ἦταν οἱ Τοῦρκοι ῾στὴν πατρίδα μας ἀφεντάδες. Ἐμεῖς ὅμως παιδευόμαστε διὰ λευτεριὰ καὶ δι᾿ αὐτό μας κερνοῦν ὁλόρθοι οἱ κάτοικοι κ᾿ ἔχουν τὶς ἐλπίδες τοὺς ῾σ ἐμᾶς, καὶ μᾶς πλερώνουν καὶ μᾶς ταγίζουνε, καὶ τοὺς βάνομε ὀμπρὸς εἰς τὸν πόλεμον καὶ σκοτώνονται αὐτεῖνοι καὶ δοξαζόμαστε ἐμεῖς».<br />
Τότε, εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, μετανόησε πολὺ καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω ῾στὸν Ἅγιον Λουκᾶ νὰ μιλήσω μὲ τὸν Δυσσέα ν᾿ ἀδελφωθοῦνε καὶ νὰ ῾βγωμε ἔξω. Τοῦ εἶπα: «Δὲν πάγω μόνος μου, νὰ πάγωμε ἀντάμα». Αὐτὸς ἤθελε νὰ πάγῃ πρῶτα εἰς τὸ Σάλωνα νὰ μαλλώσῃ μὲ τοὺς ντόπιους, ὅτι τοὺς ζητοῦσε ἕνα χωργιόν, τὸ Ξεροπήγαδο, νὰ τοῦ χαρίσουνε καὶ ὡς χίλιες ρίζες ἐλιές. Τοῦ εἶπα καὶ πήγαμε ἀντάμα εἰς τὸ Σάλωνα καὶ μίλησα μυστικῶς τῶν νοικοκυραίων καὶ τὰ διόρθωσαν. Κ᾿ ἔστειλα κι᾿ ἄνθρωπον κρυφὰ εἰς τὸν Δυσσέα καὶ τοῦ εἶπα νὰ μὴν τοῦ μιλήσῃ ἄγρια τοῦ Γκούρα, ὅταν ἀνταμωθοῦμε, νὰ φερθῇ γνωστικά. Σηκωθήκαμε καὶ πήγαμε εἰς τὸν Ἅγιον Λουκᾶ κι᾿ ἀνταμωθήκαμε μὲ τὸν Δυσσέα καὶ φιληθήκαμε καὶ οἱ τέσσεροι. Τοῦ εἶπε ὁ Κομνᾶς τὰ αἴτια κι᾿ ὅτι ἐγὼ τὰ συβίβασα καὶ δὲν εἶχε ποῦ νὰ μὲ βάλη ὁ Δυσσέας.<br />
Κι᾿ ἀφοῦ σάσαμε αὐτά, ὅλοι μαζὶ κινήσαμε διὰ τ᾿ ὀρδί. ῾Στὸν δρόμον πῆρε ὁ Δυσσέας ἐμένα καὶ τὸν Τρακοκομνᾶ καὶ πήγαμε τὴν νύχτα κ᾿ ἔβγαλε ἕναν τενεκὲ γιομάτον φλουρί, διακόσες τριανταπέντε χιλιάδες γρόσια, καὶ πλέρωσε τοὺς ἀνθρώπους του, κι᾿ ὅσα μείναν τά ῾χωσε πίσου. Πηγαίνοντας εἰς τ᾿ ὀρδί, ὡς τὸ βράδυ ἦρθε ὁ τζασίτης ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὸ Ζιτούνι καὶ μᾶς εἶπε ὅτι σὲ δυὸ ῾μέρες ὁ Δράμαλης κινεῖται μ᾿ ὅλες τὶς ἑτοιμασίες διὰ μέσα ἀπὸ τὰ στενά. Τότε στείλαμε παντοῦ ν᾿ ἀναμερήσουνε τὰ γυναικόπαιδα καὶ ζωντανά. Ἤρθανε καὶ οἱ νοικοκυραῖγοι ἀπὸ τὰ Σάλωνα κ᾿ ἤθελαν νὰ στείλῃ ὁ Δυσσέας κι᾿ ὁ Γκούρας εἰς τὸ Μισολόγγι, ὁποῦ ῾ταν ὁ Μαυροκορδᾶτος Διευθυντής, νὰ δώσῃ τέσσερα καράβια νὰ περνάσουμεν τὰ γυναικόπαιδα εἰς τὴν Πελοπόννησον. Στείλαν ἐμένα καὶ τὸν Παπαηλιόπουλον εἰς Μισολόγγι. Ἑτοιμάζαμε τὰ καράβια, μάθαμε μπῆκε ὁ Δράμαλης εἰς Κόρθο ἀντουφέκηγος, ὅτι οἱ κάτοικοι πῆγαν νὰ κρύψουν τὶς φαμελιές τους. Εἰς τὰ Ντερβένια τοὺς χτύπησαν. Κι᾿ ἀφοῦ τοὺς εἶδε τοὺς Τούρκους ἀπὸ μακρυὰ ὁ Ἀχιλλέας, ὁ νέος ἀξιωματικὸς τῆς Κυβερνήσεώς μας, ἄφησε ῾φοδιασμένο κάστρο καὶ πῆρε τόσο ἀσκέρι κ᾿ ἔπιασε τὰ βουνά. Κι᾿ ὕστερα σκοτώθηκε.<br />
Τέτοιους ἀξιωματικοὺς θέλει ἡ Κυβέρνησή μας νὰ λευτερώσῃ τὴν πατρίδα, νέους, τοὺς παλιοὺς σκότωμα. Μπεζέρισαν ν᾿ ἀκοῦνε Γῶγο μὲ ὀγδοήντα ἕνα ἄνθρωπον νὰ βαστήξῃ ἕξι χιλιάδες καὶ νὰ γιομίσῃ ὁ τόπος σκοτωμένους. Ν᾿ ἀκοῦνε ἑφτακόσους ἀνθρώπους νὰ χαλάσουν τόσες χιλιάδες. Ν᾿ ἀκοῦνε Δυσσέα μ᾿ ἑκατὸ ἀνθρώπους σὲ μίαν μάντρα νὰ κόψουνε τὴν πρώτη ὁρμὴ τῶν Τούρκων. Θέλουν Ἀχιλλέα οἱ Κυβερνῆται ν᾿ ἀφίνῃ ἀντουφέκηγον κάστρο, ὁποῦ ῾ναι πλησίον τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὸ ψήλωμα κ᾿ εἶχε κι᾿ ὅλα του τ᾿ ἀναγκαῖα. (Ἡ μαγαρισιὰ τὸ φκυάρι της θέλει). Βαρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀκοῦνε Ἀλέξη Νοῦτζο, ποὺ ξόδιασε ὅλα του τὰ χρήματα καὶ πούλησε καὶ τὰ τζιβαϊρικά του μισοτιμῆς εἰς τὴν Ἁγιαμαύρα καὶ πλέρωνε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ εἰς τὴν Λαγκάδα ἔκοβα ἐγὼ ξύλα νὰ φκειάσουμε φωτιὰ νὰ ζυμώσουμε ψωμὶ κι᾿ ὁ Ἀλέξη Νοῦτζος φορτώνεταν τὰ ξύλα καὶ τὰ κουβάλαγε. Τὸν στείλανε καὶ σκοτώθηκε σὰν σκυλί. Ἄχ, οὐρανέ, μὴν τὸ φτουρᾶς, μὴ βαστᾶς τὴν ἐπιβουλὴ τῶν ἀχάριστων ἀνθρώπων! Κι᾿ ὁ Δυσσέας δὲν ἦταν καλύτερος. Αὐτὸν θὰ τὸν κρέμαγε ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὰ Γιάννενα, ὁποῦ τὸ᾿ ῾φταιξε, ὁ Νοῦτζος τὸν γλύτωσε. Ἔκαμε κι᾿ αὐτὸς τὴν ἀνταμοιβὴ εἰς τὸν εὐεργέτη του.<br />
Τὰ 1822, τοῦ Γιούνη ἡ ἔβγα ἀπάνου κάτου, ἀφοῦ μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι μέσα καὶ πῆγαν ῾στὸν Μοριᾶ, δὲν μπόρεσαν νὰ μπάσουνε ζαϊρέδες, ὅτι καθημερινῶς τοὺς πολεμούσαμε κλέφτικα εἰς τὰ στενώματα. Τότε μία ποσότη Τούρκων ἔπιασαν τὴ Νευρόπολη, ὡς τόπος δυνατός, κι᾿ ἄνοιξαν καὶ τὸν δρόμον διὰ νὰ περνοῦν ζαϊρέδες εἰς Πελοπόννησο, εἰς Ἀθήνα ἀπόξω, ὁποῦ ῾χαν ὀρδιὰ κατ᾿ τὸν Ρωπόν, εἰς Ἔγριπον, καὶ νὰ ῾φοδιάζουνε ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη. Τότε συναχτήκαμε ὅλα αὐτὰ τ᾿ ἀσκέρια τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος καὶ πήγαμε καὶ τοὺς πολεμήσαμε γενναίως (κι᾿ αὐτεῖνοι πολέμησαν παληκαρίσια). Τοὺς τζακίσαμε, τοὺς πήραμε τ᾿ ἀργαστήρια τους, σκοτώσαμε ἀπὸ αὐτούς, τοὺς πήραμε τόσα λάφυρα, τοὺς βγάλαμε ἀπὸ τὶς θέσες τους καὶ κλείστηκαν ῾σ ἕνα δυνατὸν μέρος. Τοὺς βάλαμε κ᾿ ἕνα κανόνι καὶ τοὺς χτυπάγαμε. Τοὺς πήραμε τὸ νερόν τους καὶ τοὺς στενέψαμε πολύ. Τοὺς πολεμήσαμε ἀπὸ τὸ μεσημέρι ὡς τὴν αὐγή. Τοὺς ἦρθε ἕνα μιντάτι, τὸ χαλάσαμεν. Τοὺς ἦρθε κι᾿ ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνα κ᾿ ἔγιναν τότε πολὺ δυνατοί, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, κι᾿ ἀναχωρήσαμε μόνοι μας, ἄβλαβοι. Πῆγε ὁ καθεὶς εἰς τὸ πόστο του κ᾿ ἐμεῖς εἰς τὴν Γραβιά. Καὶ τοὺς βαρούσαμε κλέφτικα πάντοτες.<br />
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ξαναπήγαμε συστηματικώτερα, τοὺς πολεμήσαμε δυὸ μερόνυχτα. Ταμπουρωθήκαμε σὲ τρεῖς μεριὲς πολλὰ πλησίον τους. Πανωκέφαλα ἦταν ὁ Δυσσέας, βορεινά, ἀνατολικῶς ἐμεῖς, τοῦ Σαλώνου, δυτικῶς οἱ Λιδορικιῶτες, Σαφάκας καὶ οἱ ἄλλοι. Τοὺς καταφανίσαμε, τοὺς μαζώξαμε ῾σ ἕνα μέρος ὅλους μαζί. Κάναν γερούσια ἀπάνου μας, πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Τοὺς ἦρθαν πάλε μιντάτια ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ πόστα κι᾿ ἀπὸ τὸ Ζιτούνι. Σώσαμε κ᾿ ἐμεῖς τὰ πολεμοφόδια. Αὐτεῖνοι εἶχαν σκοπὸν τὴν αὐγὴ νὰ μᾶς κλείσουνε μέσα, καὶ χωρὶς πολεμοφόδια καὶ ζαϊρὲ θὰ κιντυνεύαμε. Τότε τὰ χαράματα τραβηχτήκαμε χωρὶς νὰ μᾶς νοιώσουνε. Κι᾿ ὅταν θὰ περάσουν ζαϊρέδες κάποτε, ἐκεῖ ὁποῦ ρίχναν ὀρδὶ τοὺς βαρούσαμε τὴν νύχτα, ῾στὴν Πέτρα ἢ ἀλλοῦ, καὶ δὲν τελεσφοροῦσαν ποτέ. Κι᾿ ὁ γενναῖος κι᾿ ἀτρόμητος Θανάσης Σκουρτανιώτης μὲ διαλεμένους ἀπὸ τὴν Φήβα καὶ κάτου δὲν τοὺς ἄφινε νὰ ξεμυτίσουν. Τοὺς ἀφάνιζαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Ἔπαθε διὰ τὴν λευτερίαν καὶ θυσιάστη αὐτὸ τὸ σπίτι ὅλως δι᾿ ὅλου.<br />
2. Πέθανε ὁ καϊμένος καὶ δὲν ἀνταμωθήκαμε. Ὁ Θεὸς μακαρίζη τὴν ψυχή του.<br />
3. Ὁ Κωλέτης, καθὼς λένε, ἔγραψε τοῦ Κιουτάγια κάποτε νὰ γυρίση μ᾿ αὐτόν. τὸ γράμμα του ὁ Κιουτάγιας τὸ ῾δειξε τοῦ Τάτση Μαγγίνα ὅταν τὸν ἔπιασε σκλάβον εἰς τὸ Μισολόγγι, κι᾿ ὅταν λευτερώθη ὁ Μαγγίνας, τὸ εἶπε αὐτὸ παρουσία, καὶ τί ἔγραφε τὸ γράμμα, εἰς τὸ Βουλευτικὸν σῶμα, εἰς τὴν Αἴγινα, κ᾿ ἔγινε τόσος καυγᾶς μ᾿ ὅλους τους βουλευτάς. Παιδιὰ τῶν Τούρκων ἔχομεν ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν, καὶ δυστυχία καὶ τῆς πατρίδος καὶ ἐμᾶς. Κι᾿ ἄλλοι εἶναι παιδιὰ τῶν Τούρκων, ἄλλοι παιδιὰ ἀλλουνῶν χειρότερων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ πατρὶς ἡ δυστυχὴς κυβέρνησιν δὲν εἶδε μὲ τὰ μάτια της, οὔτε θὰ ἰδῇ. Κι᾿ ὁ Θεὸς νὰ βγάλῃ ἐμέναν ψεύτη κι᾿ ἄδικον κι᾿ αὐτοὺς πατριῶτες καὶ ἀληθινούς.<br />
4. Ὁ Ἀκουμπέτι (τὸ χειρόγραφον ἀκοπίτι· ἡ λέξις τουρκική, σημαίνουσα «τέλος πάντων») ὁ Δυσσέος ὁ δυστυχὴς τὸν ἔφαγαν. Ἀκολούθως γράφω δι᾿ αὐτό.<br />
5. Ποῖον ζῶον δὲν ἔχει τὸν ὁδηγόν του;<br />
6. Καθὼς τὴν ἔκαμε καὶ τὴν ἔχει ὡς τὴν σήμερον μέσα εἰς τὸ σπίτι του σὰν γυναίκα του.<br />
7. Καὶ ἦταν τυχεροὶ ὁποῦ πέθαναν ἐνδόξως καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ κι᾿ ἀλλουνῶν τέτοιων πατριώτων.<br />
8. Τοὺς ἔπιασε ὁ Δυσσέας καὶ γράμματα, ὁποῦ γράφαν νὰ τὸν σκοτώσουν.<br />
<hr />
</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-22189636978998428092011-03-25T12:01:00.000-07:002011-10-25T12:25:46.269-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Παρασκευαὶ πρὸς ἐπίθεσιν κατὰ τῆς Ἄρτας. - Κατάληψις τοῦ Μαράτι καὶ ἄλλων θέσεων περὶ τὴν Ἄρταν. - Μάχη εἰς τὸ παρὰ τὸ Μαράτι τζαμί. - Πρόοδος τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανῶν συμμάχων. - Ἥττα καὶ ὑποχώρησις τῶν Τούρκων ἐκ τῶν περὶ τὴν πάλιν θέσεων. - Εἴσοδος τῶν συμμάχων εἰς Ἄρταν. - Πυρπόλησις τοῦ Σαραγιοῦ τῆς Ἄρτας. - Κατάληψις τῆς ἀγορᾶς. - Παράτολμος πράξις τοῦ Μακρυγιάννη. - Κατάληψις καὶ ἄλλων θέσεων ἐν τῇ πόλει. - Εἴσοδος τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τὸ Ἀγγλικὸν προξενεῖον. - Συγκινητικὸν ἐπεισόδιον. - Λεηλασία τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν ἐπαναστατῶν. Ἡ τοῦ Ταῒρ Ἀμπάζη ἀποστολὴ εἰς Μεσολόγγισν. - Δυσαρέσκειαι τῶν Ἀλβανῶν κατὰ τῶν Ἑλλήνων. - Παρασπονδία αὐτῶν. - Σχέδιον ἐπιθέσεως κατὰ τῶν Ἑλλήνων. - Ῥῆξις μεταξὺ τῶν τέως συμμάχων. - Λυσσώδης ἀγών. - Ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἄρτας. - Ὑποχώρησις πρὸς τὸ Πέτα καὶ Κομπότι. - Ὑποταγὴ τῶν Ἀλβανῶν εἰς τὸν Χουρσὶτ πασσᾶν. - Καταστροφὴ τοῦ Ἀλήπασσα. - Περιπλανήσεις καὶ δεινοπαθήματα τοῦ ἐξ Ἄρτας φυγόντος πληθυσμοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης προστάτης καὶ σωτὴρ τῶν Ἠπειρωτῶν προσφύγων. - Ζητεῖται παρὰ τῶν Ἀρτηνῶν ἀρχηγὸς αὐτῶν. - Ἀσθενεῖ καὶ μεταβαίνει εἰς Μεσολόγγιον. - Ἀπέρχεται εἰς Σάλωνα πρὸς ἀνάρρωσιν.</i><br />
<hr />
Οἱ ἐδικοί μας, ὁποῦ πολεμοῦσαν ῾στὸ πέρα μέρος τοῦ Σουλιοῦ, οἱ Τοῦρκοι τ᾿ Ἀλήπασσα καὶ οἱ Σουλιῶτες, ἀγροικήθηκαν καὶ μ᾿ ἐμᾶς καὶ εἴπαμε νὰ παραγγείλωμεν καὶ τῶν ἀλλουνῶν ἀπὸ Μισολόγγι κ᾿ ἐδῶθε νὰ ῾ρθούνε εἰς Κομπότι καὶ Πέτα, νὰ συναχτοῦν κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπὸ ῾κεῖνο τὸ μέρος, νὰ γένη τὸ κίνημα διὰ τὴν Ἄρτα. Ἔγραψαν αὐτὸ οἱ καπεταναῖγοι ὁλοῦθε νὰ συναχτοῦνε, καθὼς συνάζονταν κι᾿ ἀπὸ τὸ πέρα μέρος τοῦ ποταμοῦ ὅλοι. Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅσο νὰ συναχτοῦνε, περάσαμεν πίσου εἰς τὸ Νιοχώρι καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ κι᾿ ἀφανίσαμεν ἐκείνους τοὺς Τούρκους καὶ διαλύθηκαν, καὶ πήραμε τοὺς κατοίκους ἐδῶθεν, καμπόσους, καὶ πήραμεν καὶ ζαϊρέδες νά ῾χωμεν διὰ τὸ κίνημα τῆς Ἄρτας. Συνάχτηκαν οἱ ἄνθρωποι κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Ἀπὸ τὸ πέρα μέρος συνάχτηκαν ὡς τρεῖς χιλιάδες, τοῦ Σουλιοῦ τὸ μέρος κι᾿ ὅλα τὰ χωριὰ ἐκεῖνα, καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα, κεφαλὲς ῾σ αὐτεῖνο τὸ μέρος οἱ Ἕλληνες Νοτημπότσαρης, Φωτομάρας, Μαρκομπότσαρης, Δράκος, Βέικος, Τζαβελαῖγοι κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί, τῶν Τούρκων Ἀγοβάσιαρης, ὁ Σουλεϊμάνη Μέτος, τοῦ Μοῦρτο Τζάλιου τὸ παιδὶ κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι. Ἕλληνες ἀπὸ τὸ δώθε μέρος Γραμμενίτσας Τζερακλής, Καραϊσκάκης, Κουτελιδαῖγοι κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Ὅλοι αὐτεῖνοι πιάσαν τὸ Μαράτι ἀντίκρυα ἀπὸ τὴν Ἄρτα, εἶναι ὡς ἕνα κάρτο μακρυά, εἶναι περιβόλια κι᾿ ὀλίγα σπίτια κ᾿ ἕνα τζαμὶ πολλὰ δυνατό. Στάθηκαν εἰς Μαράτι αὐτεῖνοι ὅλοι. Ἀπὸ τὸ δώθε μέρος ἐμεῖς συναχτήκαμεν ὅλοι ὡς χίλιοι ἄνθρωποι, πήγαμεν διὰ νυχτὸς εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλία πανουκέφαλα τῆς Ἄρτας, εἰς τὸ Βουνὸ ὀνομαζόμενον, ἀπὸ κάτου, τίρα ντουφεκιά, τὸ λένε εἰς τὶς Πόρτες καὶ παρακάτου ἡ Φανερωμένη τὸ μοναστήρι ὡς ἕνα κάρτο. Αὐτὲς τὶς θέσες ἀπὸ τὴν Ἄρτα τὶς βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι οἱ καλύτεροι, ὁ Σμαήλπασσα Πλιάσας κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι. Τὸ ὅλο τῶν Τούρκων ὁποῦ ἦταν ῾στὴν Ἄρτα (ὅλοι πασσάδες κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί) ὡς δώδεκα χιλιάδες. Κεφαλὲς δικές μας, τῶν Ἑλλήνων ὅσοι πήγαμεν εἰς Ἀγηλιὰ ὁ Γῶγος, ὁ Βαρνακιώτης, ὁ Ἴσκος, ὁ Τσόγκας καὶ οἱ Γριβαῖγοι (ἦρθαν ὕστερα, ὅτι τρώγονταν ἀναμεταξύ τους) ὁ Βαλτηνός, ὁ Κατζικογιάννης), ὁ Βλαχόπουλος κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Καὶ πήγαμεν τὸ ἴδιον ἔτος, τῆς 15 Νοεβρίου. Τὴν ἴδια ῾μέρα οἱ Τοῦρκοι πεζούρα καὶ καβαλλαρία πῆγαν, ἕνα μεγάλο μέρος, ἀναντίον τῶν δικῶνε μας εἰς Μαράτι καὶ πολέμησαν οἱ Τοῦρκοι γενναίως τοὺς δικούς μας καὶ σκότωσαν καμπόσους καὶ πληγώσανε, καὶ τοὺς ρίξαν εἰς φυγὴ τοὺς δικούς μας. Καὶ μέσα εἰς τὸ τζαμὶ ἐκλείστη ὁ Καραϊσκάκης κι᾿ ὁ Μάρκος καὶ πολέμησαν γενναίως τοὺς Τούρκους, καὶ γύρισαν καὶ οἱ νικημένοι οἱ ἐδικοί μας κι᾿ ὅλοι συνφώνως μὲ τοῦ τζαμιοῦ κάμαν ἕναν μεγάλον σκοτωμὸν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς βάλαν εἰς τὴν Ἄρτα.<br />
Τῆς 16 ἦρθαν ἀπὸ τὸ Μαράτι εἰς τὸν Ἀγηλιᾶν, ὁποῦ ῾μαστε ἐμεῖς, ἦρθε ὁ Φωτομάρας, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Ἄγος κι᾿ ἄλλοι Τοῦρκοι δικοί μας καὶ κάμαν συνφώνως σκέδιον μ᾿ ἐμᾶς νὰ διορίσουνε ἀπὸ τὸ Μαράτι τρακόσους νὰ πιάσουνε τοὺς Μύλους τῆς Ἄρτας, ὁποῦ ῾ναι ἀπόξω ἀπὸ τὴν Ἄρτα, εἰς τὴν ἄκρη τὴν χώρα, καὶ τὸ ὀνομαζόμενον Μουχούστι, ὁποῦ ῾ναι πλησίον εἰς τοὺς Μύλους. Κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος τὸ δικό μας διορίσαν ἑκατὸ νὰ πιάσουνε τοὺς Ἁγιαποστόλους καὶ τὸ μοναστήρι Ὁδηγήτρα ῾στὴν ἄκρη τὴν χώρα καὶ ἦταν Τοῦρκοι μέσα νὰ τοὺς πολεμήσουνε οἱ ἑκατὸ καὶ νὰ πιάσουν τὴν θέση νὰ μείνουν μέσα ὡς δευτέρα διαταγὴ τῶν ἀνωτέρων. Τὸ ἴδιο νὰ κάμουν καὶ οἱ τρακόσοι, νὰ σταθοῦν εἰς τὶς διορισμένες θέσες. Εἰς τοὺς τρακόσους διορίστηκαν κεφαλὲς ὁ Μάρκος, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Βέικος, ὁ Δράκος, ὁ Κουτελίδας, ὁ Τζερακλής, τοῦ Μοῦρτο Τζάλιου τὸ παιδὶ κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι κ᾿ Ἕλληνες. Δία τοὺς ἑκατὸ διορίστηκαν κεφαλὲς ὁ Νάση Φωτομάρας κ᾿ ἐγώ, μὲ διόρισε ὁ Γῶγος. Κινήθηκαν οἱ τρακόσοι διὰ τὶς θέσες τους καὶ ἐμεῖς οἱ ἑκατὸ διὰ τὴν δικήν μας θέσιν. ῾Στοὺς τρακόσους ἐρρίχτηκαν πεζούρα καὶ καβαλλαρία πλῆθος, ῾σ ἐμᾶς ὡς ὀχτακόσοι πεζούρα, ὅτ᾿ ἦταν βουνὸ καὶ ἡ καβαλλαρία δὲν δούλευε. Λέγω εἰς τοὺς ἀναγνῶστες μου, μὰ τὴν πατρίδα, οἱ τρακόσοι αὐτεῖνοι δὲν ἦταν ἄνθρωποι, ἦταν ἀϊτοὶ ῾σ τὰ ποδάρια καὶ λιοντάρια εἰς τὴν καρδιά. Ἕνα ντουφέκι ρίξαν εἰς τοὺς Τούρκους καὶ βγάλανε τὰ σπαθιά, καὶ τοὺς ἀφάνισαν καὶ τοὺς ἔμπασαν μέσα εἰς τὴν χώρα καὶ εἰς τὸ σαράγι καὶ γύρα εἰς τὶς δυνατές τους θέσες κ᾿ ἐκεῖ τοὺς ἄφησαν, καὶ πιάσαν τὰ διορισμένα τοὺς πόστα οἱ τρακόσοι. ῾Στὸν ἴδιον καιρόν μας ριχτήκανε κ᾿ ἐμᾶς τῶν ἑκατὸ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Ἁγιαποστόλους, ὅτι δὲν μπορούσαμεν νὰ κινηθοῦμεν, ὅτι τὴν κούλια τῆς Μητρόπολης, τοῦ περιβολιοῦ, κι᾿ ὅλα τὰ τριγύρα τείχη καὶ τὴν Ὁδηγήτρα τὰ βαστοῦσαν Τοῦρκοι καὶ μᾶς χτυποῦσαν ἦταν πολλὰ πλησίον μας. Ριχτήκανε ἀπάνου μας οἱ ὀχτακόσοι. Ἂν ἤμαστε οἱ ἑκατὸ κιοτῆδες κι᾿ ἀνάξιοι, οἱ τρακόσοι μας φιλοτίμησαν, ἡ γενναιότητα ὁποῦ ῾δειξαν ἐκεῖνοι, καὶ μᾶς κάμαν κ᾿ ἐμᾶς πολεμιστᾶς. Καθὼς ἔρχονταν ἀπάνου μας οἱ ὀχτακόσοι, ρίξαμεν τὸ πρῶτο ντουφέκι, βαρέθη ὁ... κι᾿ ἄλλοι καμμιὰ εἰκοσιαριὰ καὶ μ᾿ ἐκεῖνον τὸν σκοτωμὸν τοὺς πήραμε ὀμπρὸς αὐτοὺς καὶ ῾στον ἴδιον καιρὸ κι᾿ ὁρμὴ πετάξαμεν κ᾿ ἐκείνους τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴν Ὁδηγήτρα καὶ μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ εἶναι μία μεγάλη ἐκκλησία ὀνομαζόμενη Παρηγορίτσα κ᾿ ἔχει ἀπάνου ὡς μπεντένια τοῦ κάστρου, τὰ ῾φκειασε ὁ Πασόμπεγης Γιαννιώτης καὶ εἶχε καὶ κανονάκια ἀπάνου, καὶ ἦταν Τοῦρκοι μέσα καὶ γύρα τὴν Παρηγορίτζα ὡς τὸ Σαράγι – μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ τοὺς βγάλαμεν κι᾿ ἀπὸ τὴν Παρηγορίτζα καὶ πιάσαμεν αὐτείνη τὴν θέσιν καὶ γύρα ὅλον τὸν μαχαλᾶ τοῦ Βουνοῦ. Καὶ οἱ τρακόσοι τους βγάλαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ Σαράι καὶ βάλαν φωτιὰ καὶ πιάσαν ὁλόγυρα ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ μισὸ παζάρι, ὀνομαζόμενον Γύφτικα. Νύχτωσε, παραγγείλαμεν ἐμεῖς καὶ οἱ τρακόσοι εἰς τοὺς ἀνωτέρους μας γιὰ τὶς θέσες ὁποῦ πιάσαμεν καὶ προχωρέσαμεν. Τότε αὐτεῖνοι μας στείλανε ὁλουνῶν, «τὴν θέση του νὰ φυλάξη ὁ καθεὶς ὁποῦ σας διορίσαμεν κι᾿ ὅσες πιάσετε τοῦ κεφαλιοῦ σας νὰ τὶς ἀφήσετε». Ἐμεῖς δὲν ἀκούσαμεν αὐτούς, θέλαμεν τοῦ κεφαλιοῦ μας. Πῆρα καμμιὰ πενηνταριὰ ἀνθρώπους ἐγὼ ὁποῦ ῾ξερα τὰ σουκάκια, ὁποῦ κατοικοῦσα τόσα χρόνια ἐκεῖ, καὶ κατεβήκαμεν μέσα εἰς τὸ παζάρι ῾στον Ἅγιον Δημήτρη καὶ μπήκαμεν μέσα εἰς τὰ κονάκια τῶν Τούρκων, πήραμε τ᾿ ἄλογά τους, ἄλλο βίον καὶ πήγαμεν πίσου εἰς τὰ πόστα ὁποῦ πιάσαμεν τοῦ κεφαλιοῦ μας κι᾿ ὄχι ἐκεῖνα ὁποῦ μας διάταξαν οἱ μεγαλύτεροι. Τότε μας παραγγέλνουν οἱ ἀνώτεροι ὅτι: «Ἀκοῦτε καὶ σύρτε ἐκεῖ ὁποῦ σας διατάξαμεν, ἢ γίνετε ἐσεῖς κεφαλὲς νὰ ὁδηγᾶτε ἐμᾶς νὰ σᾶς ἀκοῦμεν ὅ,τι μας λέτε». Τότε ἀφήσαμεν ὅλες τὶς θέσες καὶ πῆγε ὁ καθεὶς ὅθεν διορίστηκε καὶ κοιμηθήκαμεν.<br />
Τὴν αὐγὴ πήγαμεν εἰς τοὺς ἀνώτερους ὅλοι χολιασμένοι. Τότε μας λένε: «Διατὶ χολιάσατε, ὅτι σας εἴπαμεν νὰ πᾶτε εἰς τὰ πόστα σας; Νὰ σᾶς εἰποῦμεν τὴν αἰτίαν: Ἐμεῖς εἴμαστε τόσες ἡμέρες νηστικοὶ καὶ ἄγυπνοι, τώρα ηὕραμε φαγί, κρασί, καὶ θὰ φᾶτε καλὰ καὶ θὰ πιήτε – καθὼς τὸ κάμετε– καὶ θὰ μεθύσετε, κι᾿ ἀποσταμένοι, ἔρχονταν οἱ Τοῦρκοι, σᾶς βρίσκαν ῾σ αὐτείνη τὴν κατάσταση, σᾶς ἀφάνιζαν, καὶ κοντὰ ῾σ ἐσᾶς κιντυνεύαμεν κ᾿ ἐμεῖς, ὅτι εἴμαστε ὁλόγυρα τρογυρισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους». Τῆς πόρτες καὶ Φανερωμένη τῆς βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Τότε εἴπαμεν ὅτι ἔχουν δίκιον αὐτεῖνοι κ᾿ ἐμεῖς ἄδικον καὶ θὰ παθαίναμεν ὅ,τι μας εἶπαν.<br />
Τὴν αὐγὴ τοὺς ρίχτη ὁ ἀθάνατος Γῶγος τῶν Τούρκων εἰς τὶς Πόρτες καὶ μοναστήρι καὶ σὲ ὅλα τὰ πόστα ὁποῦ βαστοῦσαν καὶ τοὺς ἀφάνισε καὶ μπῆκαν ὅλοι εἰς τὴν πολιτεία καὶ πήραμεν κ᾿ ἐκεῖνες τὶς θέσες, καὶ τοὺς ριχτήκαμεν ὅλοι μαζὶ καὶ τοὺς πήραμεν τὴν μισὴ χώρα καὶ περισσότερη. Τοὺς κλείσαμεν εἰς τὴν Ντογάνα, Μαχαλὲ καὶ Κομπότη κι᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Αὐτεῖνοι βαστούσανε ὅλο τὸ Τουρκοπάζαρον ὡς τὸ Ἀγγλικὸν κονσουλάτο κι᾿ ἀπάνου. Τ᾿ ἄλλα πόστα τοὺς τὰ κυργέψαμεν, ὅλα τὰ μέρη καὶ τοὺς ἀφανίσαμεν.<br />
Ὅταν μὲ φυλάκωσαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας, μὲ κατάτρεχε κ᾿ ἕνας προγεστὸς τῆς Ἄρτας ὀνομαζόμενος Παπαδόπουλος κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ μὲ κιντύνεψαν οἱ Τοῦρκοι περισσότερο. Πῆρα τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ Γῶγο κι᾿ ἀλλουνούς, ὅτι μπαίνοντας εἰς τὴν Ἄρτα θὰ τὸν σκοτώσω αὐτὸν κι᾿ ὅλη του τὴν φαμελιά. Μπαίνοντας μέσα, σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ τόπιασα τὸ σπίτι του. Αὐτὸς ἔφυγε καὶ ἦταν εἰς τὸ κονσουλάτο. Τοῦ τὸ παράγγειλαν φίλοι τοῦ ἀπόξω, ὅτι θὰ τοὺς σκοτώσω καὶ ἀναμέρησε. Μέσα εἰς τὸ κονσουλάτο ἦταν πλῆθος φαμελιὲς Ἀρτηνὲς κι᾿ ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἄλλα μέρη καὶ βίον ἀρίθμητον. Πῆγα πολεμώντας καὶ κιντύνεψα καὶ μπῆκα εἰς τὸ κονσουλάτο καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁποῦ ῾ναι πλησίον τῆς Ἁγιασωτῆρος καὶ εἶδα τὴν δυστυχίαν τους καὶ τοὺς λυπήθηκα. Τοῦ εἶπα αὐτεινοῦ: «Ὅ,τι θέλησες ἐσὺ νὰ κάμης ῾σ ἐμένα μὲ τὴν βοήθεια τῶν Τούρκων, μὲ γλύτωσε ὁ Θεός, σ᾿ ἔχω τώρα εἰς τὸ χέρι νὰ σ᾿ ἀφανίσω μ᾿ ὅλη σου τὴ φαμελιάν. Δὲν σοῦ τὸ κάνω». Πῆρα τὴν γυναίκα τοῦ πατριώτη μου, ὅπου θὰ τὴν ἔπαιρνε ὁ πασσᾶς γυναίκα καὶ τὴν γλύτωσε ὁ μπέγης, πῆρα κι᾿ αὐτόν, τὸν Παπαδόπουλο, μ᾿ ὅλη του τὴν φαμελιά, χωρὶς νὰ καταδεχτῶ οὔτε ἐγώ, οὔτε ὅσους εἶχα μαζί μου νὰ πειράξουν οὔτε μίαν τρίχα βίον. Πῆρα τὶς δυὸ φαμελιές, τοῦ πατριώτη μου καὶ Παπαδόπουλου, καὶ τοῦ πατριώτη μου τὴν ἔδωσα εἰς τὸ χέρι του καὶ τοῦ εἶπα: «Δὲν σοῦ χρωστῶ ἄλλο τίποτας διὰ τὸ ψωμὶ ὁπού ῾φαγα τόσα χρόνια εἰς τὸ σπίτι σου». Κι ἔμεινε πολλὰ εὐκαριστημένος ὁ Παπαδόπουλος διὰ τὴν ζωήν τους. Εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἦταν μία μεγάλη κρυψιώνα κ᾿ εἴχανε αὐτεῖνοι τὸ βίον τοὺς μέσα κι᾿ ὅλος ὁ μαχαλάς. Ἐγὼ τὴν ἤξερα, δὲν τόκανα διὰ τὴν τιμή μου νὰ πάρω τὸ βίον τους, ὅτι τοὺς εἶχα φίλους τώρα κι᾿ ἀναθρέφτηκα ῾σ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς ἀδικήσω.<br />
Ἀφοῦ ἄφησα ἐγὼ τὸ σπίτι καὶ πῆγα εἰς τοῦ Θιοχαράκη, ὁποῦ ῾ταν ἕνας πλούσιος, καὶ ἤτανε κι᾿ ὁ Γῶγος εἰς τὸ σπίτι του μ᾿ ὅλο τ᾿ ἀσκέρι του κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ ἐκεῖνον τὸ μαχαλὰ πῆγα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Τότε μία δούλα, ὁποῦ ῾χε μέσα εἰς τὸ σπίτι ὁ Παπαδόπουλος, προδώνει τὴν κρυψιώνα τοῦ Βαλτηνοῦ, Κατζικογιάννη καὶ Γριβαίων καὶ κάτι συγγενῶν του ἴδιου Παπαδόπουλου καὶ πῆραν ὅλο τὸ βίον. Βλέπει ὁ δυστυχὴς Παπαδόπουλος τὴν κρυψιώνα ἀνοιμένη, ἔλπιζε ὅτι τὴν ἄνοιξα ἐγὼ καὶ πῆρα τὸ βίον του, καὶ δι᾿ αὐτὸ τοὺς χάρισα τὴν ζωή τους. Ρωτάγει τοὺς συγγενεῖς του, ὁποῦ εἶδε ῾σ αὐτοὺς τὰ εἰδίσματά του, ποιὸς τὴν πρόδωσε τὴν κρυψιώνα καὶ τοῦ εἶπαν ἡ γριὰ δούλα του. Καὶ ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε γυμνὸς καὶ δυστυχῆς αὐτὸς καὶ ἡ φαμελιὰ τοῦ ὅλη κ᾿ ἔπαιρνε συχώρεσιν ἀπὸ ῾μένα, ἔλπιζε ὅτι τοῦ τόκαμα ἐγώ, καὶ οἱ συγγενεῖς του εἶχαν τὸ βίον του καὶ χαίρονταν, κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι γυμνοὶ καὶ κλαίγαν.<br />
Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Ἄρτα ἤμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ὕστερα, διὰ νὰ γυμνώσωμεν τοὺς δυστυχεῖς Ἀρτηνούς, γενήκαμεν περίτου ἀπὸ δέκα. Γύμνωσαν τὸ κονσουλάτο κ᾿ ἐκκλησίαν τῆς Ἁγιασωτῆρος, ὁποῦ ῾ταν γιομάτα βίον τῶν Ἀρτηνῶν καὶ Γιαννιώτων κι᾿ ἀλλουνῶν ἀπὸ ἄλλα μέρη. Ὅταν μπήκαμεν μὲ πόλεμον ῾στὴν Ἄρτα, δὲν σκοτωθήκαμεν τίποτας, μικρὰ πράγματα, διὰ τὸ βίον τοῦ κονσουλάτου σκοτωθήκαμεν πλῆθος, ὅτι τὸ εἶχαν ὁλόγυρα πιασμένο οἱ Τοῦρκοι κι᾿ ὅλο σὲ κρέας βαρούγαν. Ἐκεῖ χάθηκαν πολλοὶ καὶ εἰς τὰ κρασιά. Καὶ γυμνώσαμεν ὅλους τους καϊμένους καὶ τοὺς ἀφήσαμεν δυστυχεῖς. Μὰ τὴν πατρίδα, δὲν πῆρα ἐγὼ ἀπὸ αὐτὰ μίαν τρίχα. Οἱ συντρόφοι μου ἄνοιξαν μίαν κρυψιώνα καὶ μὄδωσαν εἰς τὸ μερίδιόν μου, ὡς κεφαλή, δυὸ μερδικά. Τὰ ξετιμήσαμεν τὰ δυὸ μερδικὰ πεντακόσια γρόσια, κι᾿ αὐτὰ ὅποτε ἀρρώσταινα τ᾿ ἄφινα εἰς τὴν διαθήκη μου νὰ τὰ δώσουνε ῾σ ἐκκλησιές. Καὶ χάθηκαν αὐτεῖνοι ὅλοι ὁποῦ τά ῾χαν, οἱ καϊμένοι, ἀπὸ τὴν ταλαιπωρίαν.<br />
Τότε πῆγα κι᾿ ἄνοιξα εἰς τὸ σπίτι μου τὶς κρυψιῶνες καὶ μέρασα ὅ,τι ὀλίγον μπαρούτι ἦταν ἀκόμα μέσα κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα, καὶ τὰ ντουφέκια, ὁποῦ ῾χαμεν μὲ τὸν Κοράκη, τὰ δώσαμεν, ὅσα εἶχαν μείνη. Καὶ πῆρα ὅλα μου τ᾿ ἄρματα, ὁποῦ ῾χα μέσα, καὶ σκουτιά μου καὶ τὰ ῾βγαλα ἔξω ῾σ ἕνα χωριὸν τῆς Μητρόπολης κατ᾿ τὸ Κομπότι ἀπὸ κάτου, τὸ λένε Ἁγιά. Καὶ πολεμούσαμεν εἰς τὴν Ἄρτα νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὴν βαστήσαμεν δεκάξι ἡμέρες. Καὶ εἴχαμεν μείνη πολλὰ ὀλίγοι, ὡς τρεῖς χιλιάδες, ὅτι πῆρε ὁ καθεὶς τὸ βίον τῶν Ἀρτηνῶν καὶ πῆγε εἰς τὸν τόπο του νὰ τὸ σώση.<br />
Τὸν Ταῒρ Ἀμπάζη, ἕναν ἀγαπημένον τοῦ Ἀλήπασσα, γνωστικὸν καὶ πολλὰ ἄξιον Τοῦρκον Ἀρβανίτη, τὸν εἶχαν στελμένον οἱ Τοῦρκοι, τὸ κόμμα τοῦ Ἀλήπασσα, εἰς τὸ Μισολόγγι καὶ Βραχώρι, σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη νὰ ἰδῇ τὰ τρέχοντα τῶν Ρωμαίγων, ἂν δουλεύουν διὰ τὸν ἀφέντη τους τὸν Ἀλήπασσα, ὅπως ἔλεγαν. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, ηὖρε τὶς Τούρκισσες βαφτισμένες, τοὺς ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τὰ τζαμιά τους γκρεμισμένα καὶ κατακοπρισμένα. Τότε αὐτὸς πικράθη πολὺ καί, Τοῦρκος θρῆσκος δὲν τὸν βάστηξαν κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ προκομμένοι, στανικῶς ἐκεῖ, τὸν στείλαν καὶ ἦρθε εἰς τὴν Ἄρτα, καὶ λέγει τῶν Τούρκων ὅλα αὐτὰ κι᾿ ὅτι χάθη ἡ Τουρκιὰ καὶ νὰ λάβουν μέτρα. Διὰ ἕναν παλιόγερον, εἶπαν, (διὰ τὸν Ἀλήπασσα) νὰ μὴν χαθῆ ἡ Τουρκιὰ καὶ ἡ πίστη τους. Τότε ἄρχισαν νὰ λαβαίνουν διαφορετικὰ μέτρα καὶ δολερὰ διὰ ῾μᾶς, μὲ τρόπον νὰ μᾶς φᾶνε ὅλους. Κ᾿ ἐκεῖ, εἰς τὴν Ἄρτα, ἦταν ὅλες οἱ κεφαλὲς τῶν Ἑλλήνων, ἐκεῖνοι ὁποῦ ἄξιζαν, κι᾿ ὅταν τοὺς σκότωναν, τελείωνε ἡ ὑπόθεση, χανόμαστε. Ἀγροικήθηκαν μυστικῶς καὶ μὲ τοὺς Τούρκους τῆς Ἄρτας ὅλους, ὁποῦ τοὺς πολεμοῦσαν ὡς τώρα, πῶς νὰ γένη αὐτὸ μὲ τρόπον νὰ ῾πιτύχουν τὸν σκοπόν τους χωρὶς νὰ μαθευτῇ, νὰ τὸ σκεδιάσουνε καλά. Τοὺς εἶπε κι᾿ ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος καὶ οἱ ἄλλοι γιὰ τοὺς πνιμένους εἰς τὸ Κομπότι. Ἀπ᾿ οὖλα αὐτὰ αὐτεῖνοι γύρευαν πὼς νὰ βγάλουν τὸ δανεικό, νὰ μᾶς πλύνουν ὅλους. Πρωτύτερα εἴχαμεν στενεμένο τὸ κάστρο καὶ ὅλους τους Τούρκους εἰς τὰ πόστα τους καὶ θὰ τοὺς παίρναμεν. Ἀφοῦ ἦρθε ὁ Ταΐρης καὶ τοὺς εἶπε αὐτά, κι᾿ ὁ Ἐλμάζης καὶ οἱ ἄλλοι τοὺς ἀνάφεραν τοὺς πνιμένους, τότε εἶπαν τῶν Τούρκων τῆς Ἄρτας νὰ βαστήξουνε, νὰ μὴν παραδοθοῦν.<br />
Ἀφοῦ τοὺς εἶπαν τῶν βασιλικῶν Τούρκων νὰ βαστήξουν εἰς τὴν Ἄρτα, τότε οἱ δικοί μας Τοῦρκοι Ἀρβανίτες στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπον Τοῦρκο ἀπὸ τοὺς ἴδιους εἰς τὰ Γιάννενα, εἰς τὸν Ὀμέρπασσα Βεργιόνη καὶ τοῦ ξηγιέται ὅλα τὰ τρέχοντα καὶ τοῦ λέει νὰ μιλήση ὁ Ὀμέρπασσας τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ, νὰ τοὺς συχωρέση, κι᾿ αὐτεῖνοι ὑπόσκονται νὰ παραδώσουνε καὶ τὸν Ἀλήπασσα καὶ νὰ γένη κι᾿ αὐτό, νὰ σκοτώσουνε κ᾿ ἐμᾶς. Τὸ᾿ ῾δωσαν σκέδιον τοῦ ἀνθρώπου ὁποῦ στείλαν, ὅτι πρέπει νὰ σκοτωθοῦν ὅλοι οἱ καπεταναῖγοι Ἕλληνες καὶ νὰ στείλουν κι᾿ ἄλλους Τούρκους ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ νὰ τοὺς στείλουν ἀπὸ δυὸ μεριές, ἀπὸ τὴν Λάμαρη καὶ Πλάκα, νὰ πιάσουνε τὶς θέσες αὐτές, καὶ θὰ μεράσουνε τοὺς καπεταναίους οἱ Ἕλληνες δι᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ ἐδῶ θὰ μείνουν λίγοι καὶ ἐκεῖ θὰ πᾶνε πολλοί, καὶ θὰ πᾶνε καὶ Τοῦρκοι μαζί τους (ἀπὸ τοὺς δικούς μας, τοῦ Ἀλήπασσα). Καὶ μὲ τρόπον νὰ τοὺς βαρέσουνε, τὸ ἴδιον κ᾿ ἐμᾶς εἰς Ἄρτα. Πῆγε ὁ ἄνθρωπος, μίλησε τοῦ Ὀμέρπασσα καὶ αὐτὸς τοῦ Χουρσὶτ πασιᾶ κ᾿ ἔβαλαν τὸ σκέδιόν τους ῾σ ἐνέργειαν. Καὶ χάρηκε κι᾿ ὁ Βεργιόνης κι᾿ ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς καὶ τοὺς συχώρεσαν καὶ τοὺς παράγγειλαν νὰ ῾νεργήσουνε ὅ,τι ὑπόσκονται.<br />
Κινήθηκαν τ᾿ ἀσκέρια ἀπὸ τὰ Γιάννενα, κατὰ τὸ σκέδιόν τους, ἀπὸ δυὸ μέρη. Τότε κατὰ τὴ Λάμαρη βρέθη εὔλογον καὶ διορίστη ὁ Μάρκος καὶ καμπόσοι Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ Τοῦρκοι, κατὰ τὴν Πλάκα νὰ πάγη ὁ Γῶγος, Ὁ Τζόγκας κι᾿ ἄλλοι. Ἀφοῦ θὰ πάγαινε ὁ Γῶγος, πῆρε τοὺς μισοὺς ἀνθρώπους του, ῾στους ἄλλους μισοὺς ἄφησε τὸ παιδὶ τοῦ κεφαλὴ κ᾿ ἐμένα, εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ μέναν πίσου, ὅτι ἐμεῖς εἴχαμεν τὰ πόστα ὁποῦ φυλάγαμεν εἰς τὸ Ὀβριοπάζαρον καὶ σὲ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος ὡς πλησίον τοῦ κάστρου, καὶ πολεμούσαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Σὰν ἀποφασίστη ὁ Γῶγος νὰ πάγη, πῆρε τὸ παιδὶ τοῦ κ᾿ ἐμένα καὶ μᾶς παρουσίασε εἰς τοὺς ἀγάδες, τοὺς δικούς μας, ὁποῦ κάθονταν εἰς τὴν Ὁδηγήτρα. Τοὺς εἶπε: «Καθὼς συνφωνήσαμεν, ἐγὼ πάγω κι᾿ ἀφίνω εἰς τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ μένουν εἰς τὰ πόστα, ἀφίνω κεφαλὲς τὰ δυὸ παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς δίνετε φυσέκια κι᾿ ὅ,τι ἄλλο τοὺς χρειάζεται, κ᾿ ἐγὼ πάγω μὲ τὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική σας. Καὶ θὰ τοὺς γανώσω τὸ μύτο ἐκείνων τῶν γουρνομύτων», λέγει διὰ τοὺς Τούρκους, σὰ νὰ μὴν ἦταν Τοῦρκοι αὐτεῖνοι ὁποῦ τοὺς τὸ ῾λεγε. Πικραμένα τοῦ ἀποκρίθη ὁ Ἐλμάζη Μέτζος, ὅτ᾿ ἦταν ἕνα σκυλί, καὶ γενναῖος καὶ προκομμένος. Αὐτὸν τὸν εἶχε ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Κωσταντινόπολη ἀντιπρόσωπόν του. Τοῦ λέγει τοῦ Γώγου: «Σύρε, ὠρὲ Γῶγο καὶ ξέρομεν ὅπου δὲν ἀφίνεις κουσούρι εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ἂς ἔρχονται τὰ δυὸ παιδιὰ καὶ τοὺς δίνομεν ὅ,τι θὰ τοὺς χρειαστῆ». Ὅτι αὐτεῖνοι εἶχαν ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου καὶ μᾶς δίναν ὁλουνῶν.<br />
Ἀφοῦ φύγαν οἱ καπεταναῖγοι ὁ καθεὶς διὰ τὸ πόστο ὁποῦ διορίστη, ὁ Γῶγος καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ μέσα Τοῦρκοι κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ φίλοι μας, ὅλο κρυφοαγροικιώνταν. Πρῶτα πάγαιναν εἰς τὴν ὁμιλίαν τους κι᾿ ἀπὸ ῾μάς, ὕστερα δὲν ζύγωναν κανέναν, ὅλο πρόφασες γύρευαν. Μίαν ἡμέραν μας στένεψαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ πόστα μας καὶ εἴχαμεν πόλεμον ἀκατάπαυτα ῾μέρα καὶ νύχτα. Σώσαμεν τὸν τζεμπιχανέ. Πάγω γυρεύω, δὲν μοῦ δίνουν, πῆγα εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ μὄδωσε. Τοῦ εἶπα ὅτι οἱ ἀγάδες δὲν μὄδωσαν καὶ μὲ τήραξαν ἄγρια. Μοῦ εἶπε κι᾿ αὐτός: «Νάχουμε τὸ νοῦ μας, ὅτι κάτι τρέχει, μοῦ τὸ εἶπε ἕνας φίλος μου Ἀρβανίτης», λέγει ὁ Καραϊσκάκις. Ὁ πόλεμος ἀκολουθοῦσε, τὰ πολεμοφόδια σώθηκαν. Πῆγα εἰς αὐτούς, τοὺς τὸ εἶπα πάλε. Μοῦ εἶπαν: «Σὰν δὲν ἔχετε πολεμοφόδια, μὴν πολεμᾶτε». Τὸ εἶπα αὐτὸ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὁ φίλος του τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ μᾶς χτυπήσουνε καὶ θὰ χτυπήσουνε κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ πῆγαν εἰς τ᾿ ἄλλα πόστα, τὸ Γῶγο καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ τοὺς στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπο νά ῾χουν τὸ νοῦ τους, νὰ μὴν τοὺς βαρέσουνε μ᾿ ἀπιστιά. Καὶ μοῦ εἶπε μὲ τρόπον νὰ τραβήσω τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ πόστα κατ᾿ τοῦ Βουνοῦ τὰ σπίτια, ὁποῦ ῾ναι γερὸς ὁ τόπος διὰ πόλεμον. Ὁδήγησα τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ. Τὴν νύχτα ἀκῶ τὴν τρουμπέτα τοῦ Καραϊσκάκη, ἀνταμωθήκαμεν, μιλήσαμεν, εἴδαμεν ὅτι θὰ μᾶς χτυπούγαν. Ἄναψε ὁ πόλεμος ἀπὸ παντοῦ. Τραβηχτήκαμεν εἰς τὴν ἄκρη, πῆρα τὴν φαμελιὰ τοῦ Θιοχαράκη νὰ τὴν βγάλω ἔξω. Ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι. Ἀνακατωθήκαμεν, βήκαμεν πολεμώντας ἔξω. Ἔμεινε ἕνα παληκάρι γενναῖον μέσα ῾σ ἕνα πόστο δὲν μπόρεσα νὰ τὸν βγάλω, μὲ δεκαπέντε ἀνθρώπους, Γιάννη Σπαθή, τὸν ἔλεγαν, κι᾿ ὄντως ντιμισκὶ σπαθὶ πολυτίμητο ἦταν. Πολέμησε κλεισμένος ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἐμεῖς φύγαμεν, καὶ τὸ βράδυ μὲ τὰ σπαθιὰ εἰς τὸ χέρι σώθηκαν ὅλοι, χωρὶς νὰ βλαφτῆ κανένας. Καὶ φύγαμεν ὅλοι κατ᾿ τὸ Πέτα καὶ Κομπότι. Ἐγὼ πῆρα μίαν γριὰ ἀδελφὴ τοῦ Θιοχαράκη εἰς τὸ νῶμο, ὅτ᾿ ἦταν ἀδύνατη καὶ σακάτισσα, καὶ τὴν πῆγα εἰς τὸ Κομπότι, καθὼς καὶ ὅλη τὴν φαμελιὰν αὐτείνη, ὅτι μου τὴν παράδωσε ὁ ἀνώτερός μου Γῶγος καὶ μοῦ εἶπε νὰ τοὺς σώσω, ἂν ἀκολουθήση τίποτας, καὶ τοὺς ἔβγαλα μ᾿ ὅ,τι φοροῦσαν.<br />
Ἀφοῦ φύγαμεν,1 οἱ Τοῦρκοι οἱ δικοί μας ὅλοι Ἄγος, Ταχὶρ Ἀμπάζης, Ἐλμάζης καὶ οἱ ἄλλοι πῆγαν εἰς τὰ Πέντε Πηγάδια, τοὺς πρόσμενε ὁ Ὀμὲρ πασσᾶς, καὶ τοῦ εἶπαν τὰ τρέχοντα καὶ τοὺς πῆγε εἰς τὸν Χουρσὶτ πασσὰ καὶ προσκύνησαν κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ ἀγροικήθηκαν μ᾿ ἐκείνους εἰς τὸ κάστρο τῶν Γιαννίνων, ὁποῦ ῾ταν μὲ τὸν Ἀλήπασσα. Τοὺς εἴπανε τὰ δικά μας τὰ τρέχοντα κι᾿ ὅτι θὰ χαθῆ ἡ Τουρκιά, τοὺς σκοτώσαμεν διὰ τὸ Ρωμαίικο καὶ τοὺς βαφτίσαμεν. Τότε γύρισαν ὅλους αὐτοὺς καὶ κολάκεψαν τὸν Ἀλήπασσα ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι μίλησαν μὲ τὸν Χουρσὶτ πασσὰ καὶ ἔστειλε εἰς τὸν Σουλτάνο νὰ τὸν συχωρέση νὰ βγῆ νὰ κάμη φέτι τοὺς ραγιάδες, ὁποῦ σήκωσαν κεφάλι. Χάρηκε ῾σ αὐτὸ ὁ τύραγνος καὶ δὲν ἔβαινε φωτιὰ νὰ καγῆ, ν᾿ ἀθανατίση τ᾿ ὄνομά του καὶ νὰ τοὺς ἀναποδογυρίση ὅλους. Ὅμως ἤθελε πίσου νὰ γένη τύραγνος. Τὸν γέλασαν ὅτι τοῦ ῾ρθε ἡ συχώρεση. Τὸν ἔβγαλαν εἰς τὸ νησί, ἀπὸ πέρα τὴν λίμνη, καὶ τόκοψαν τὸ κεφάλι του σὰν τοῦ γουμαριοῦ καὶ τὸ ῾στειλαν τοῦ ἀλλουνοῦ τύραγνου Σουλτάνου νὰ τὸ φκειάση πατσὰ νὰ τὸ φάγη. Τὸν σκότωσαν καὶ τοῦ σύναξαν κι᾿ ὅλα του τὰ πλούτη καὶ πῆραν καὶ τὴν γυναίκα τοῦ κυρὰ Βασιλικὴ καὶ τὸν τύραγνον Θανάση Βάγια κι᾿ ἄλλους ζυγωμένους του καὶ τοὺς πῆγαν κ᾿ ἐκείνους εἰς τὴν Κωσταντινόπολη.2<br />
Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ἡ Τουρκιά, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, μᾶς πῆρε κοντὰ καὶ σκλάβωνε ἀνθρώπους καὶ σκότωνε. Τότε πῆγα εἰς τὴν Ἁγιά, ὁποῦ ῾χα τὰ εἰδίσματά μου στείλη, κ᾿ ἐκεῖ ηὗρα τοὺς δυστυχεῖς Ἀρτηνοὺς ὁποῦ ἔρχονταν ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοί. Καὶ μόπεσαν ὅλοι εἰς τὸν λαιμό μου νὰ τοὺς σώσω. Ἦταν ὅλοι οἱ σημαντικοί της Ἄρτας ἐκεῖ καὶ γυναικόπαιδα πλῆθος περίτου ἀπὸ πεντακόσες φαμελιές. Τοὺς πῆρα εἶχα καὶ καμμίαν τριανταριὰ ἀνθρώπους μαζί μου δικούς μου καὶ τοὺς πῆγα ἀπὸ γάλια καὶ τοὺς ἔβγαλα ῾σ ἕνα μέρος ὁποῦ ῾ταν νερό, εἰς τὴν ἄκρη εἰς τὸ Μακρυνόρο. Καὶ τοὺς συνάξαμεν ξύλα καὶ τοὺς περιποιηθήκαμεν. Τὰ μεσάνυχτα ἔρχονται κάτι Βαλτηνοὶ κι᾿ ἄλλοι καὶ ρίχνουν ντουφέκια, κ᾿ ἐλπίζαμεν ὅτ᾿ εἶναι Τοῦρκοι, κι᾿ ἄλλοι πέσαν εἰς τὸ ρέμα, κι᾿ ἄλλοι πῆραν τὰ βουνὰ κι᾿ ἄλλοι μπαγίλντισαν, ὁποῦ ῾ταν ἀμαθεῖς ἀπὸ τὰ τοιούτα. Τότε ντουφεκιστήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς μ᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς γνωρίσαμεν. Καὶ ἦρθαν νὰ τοὺς πάρουν καὶ τὰ πουκάμισα, ὅτι ἄλλο τίποτας δὲν τοὺς ἀφήσαμεν, μόνον ὅ,τι φοροῦσαν. Μαλλώσαμεν μ᾿ αὐτοὺς καὶ τσακίστηκαν κ᾿ ἔφυγαν. Καὶ συνάξαμεν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς στεγνώσαμεν εἰς τὶς φωτιές, ὁποῦ ῾ταν χειμώνας, καὶ τὴν αὐγὴ τοὺς πῆρα καὶ τοὺς πέρασα ἀπὸ τὸ Μακρυνόρον. Καὶ ἐκεῖ μέσα, εἰς τὸ Μακρυνόρον, ἔβλεπες ἄλλον πεσμένον, ἄλλον μπαϊλντισμένον ἀπὸ τὴν πείνα καὶ ξυπολυσιὰ κι᾿ ἀμάθεια, δὲν ἤξεραν οἱ δυστυχεῖς νὰ βγοῦνε πολλοὶ ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια τους, κ᾿ ἐκεῖ ἦταν ντὶπ καμπόσοι ξυπόλυτοι, μὲ μπαλώματα τύλιγαν τὰ ποδάρια τοὺς τὰ ῾κοβαν ἀπὸ τὰ φορέματά τους. Μία γυναίκα εἶχε τέσσερα παιδιὰ κι᾿ ἀνήλικα, τὸ τρανύτερον ἦταν ἑφτὰ χρονῶν, καὶ πέταξε τὰ δυὸ καὶ τὰ λυπήθηκα. Καὶ τὰ ῾δεσα καὶ τὰ πῆρα εἰς τὸ νῶμο μου καὶ τὰ ῾σωσα. Καὶ γιὰ νὰ σώσω αὐτὰ ἀπόστασα. Τράβησα ὀμπρός, κι᾿ ἀκολουθοῦσαν μαζί μας ὅσοι μποροῦσαν νὰ περπατήσουν. Κ᾿ ἔτρεχα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ Μακρυνόρον, καὶ εἰς τὴν ἄκρη εἶναι κάμπος κ᾿ ἕνα γιβάρι, καὶ νὰ μαζώξω ξύλα μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου νὰ κάμωμεν φωτιὲς καὶ νὰ στείλω καὶ ῾σ ἕνα χωριὸν ὁποῦ ῾ταν πλησίον νὰ πάρωμεν νερὸ καὶ ψωμὶ ν᾿ ἀγοράσω διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ χωριὸν τὸ λένε Βλύχα. Ἀφοῦ τραβήσαμεν ὀμπρὸς κι᾿ ἀκολουθοῦσα αὐτά, μείναν κάμποσες φαμελιὲς ὀπίσου καὶ μία γυναίκα ἀπὸ τὶς Βραναίισσες, δυχατέρα τοῦ Κομπότη, τὴν πιάσαν αὐτὴ μ᾿ ὅλους οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τοὺς γύμνωσαν. Κι᾿ αὐτείνη ἡ Βράναινα εἶχε ἕνα δαχτυλίδι εἰς τὸ χέρι της καὶ δὲν ἔβγαινε, καὶ γύρευαν νὰ τῆς κόψουν τὸ δάχτυλον τοῦ χεριοῦ της νὰ τὸ πάρουν. Κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ τὴν παίδευαν, τῆς μπῆκε ἕνα ξύλο εἰς τὸ ποδάρι της καὶ δὲν τὸ ῾νοιωσε κοτζὰμ παλούκι. Τοὺς περικάλεσε πολὺ νὰ τζακίσουνε τὴν βέργα τοῦ δαχτυλιδιοῦ νὰ πάρουν τὸ δαχτυλίδι τζακισμένο καὶ τρόμαξαν νὰ συγκατανέψουν, καὶ τὸ τζάκισαν καὶ γλύτωσε τὸ χέρι της. Ἦρθε ἐκεῖ ὁποῦ ἤμαστε κουτζαίνοντας καὶ διηγήθηκε αὐτά. Πήγαμεν ὀπίσου, δὲν μπορέσαμεν νὰ ῾βρωμεν κανέναν μέσα τὸν λόγκο, τρύπωσαν. Τῆς ἔβγαλα τὸ παλούκι ἀπὸ τὸ ποδάρι της καὶ τὸ ζεμάτισα μὲ ξύγγι. Ὅμως γίνη τούμπανο, θύμωσε. Καὶ εἶχα ἕνα ζῶον, ὁποῦ ῾χα τὰ σκουτιά μου, καὶ τὴν ἔβαλα ἀπάνου νὰ μὴν μείνη εἰς τὸ δρόμο. Κι᾿ ἀπὸ τότε βλέποντας αὐτείνη τὴν ἀρετή, σιχάθηκα τὸ Ρωμαίικον, ὅτ᾿ εἴμαστε ἀνθρωποφάγοι. Αὐτεῖνοι οἱ φίλοι ὁποῦ γυμνώσανε τὴν γυναίκα καὶ τοὺς ἄλλους, καθώς μας εἴπανε, ὁποῦ τοὺς γνώρισαν ἐκεῖ, ἦταν οἱ Γριβαῖοι. Ἐγὼ δὲν τοὺς εἶδα νὰ εἰπῶ οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Καθόμαστε ὅλη νύχτα καὶ τοὺς φυλάγαμεν ὅσο νὰ ξημερώση μὲ τὰ ντουφέκια εἰς τὸ χέρι, νὰ μὴ φᾶνε οἱ ἀνθρωπινοὶ λύκοι τ᾿ ἀδύνατα πλάσματα.<br />
Ἀπὸ ῾κεῖ τοὺς πῆγα εἰς τὸ Σπαρτοβούνι, καὶ πέρναγαν οἱ καϊμένοι οἱ Καραγκούνηδες μὲ τὰ πράτα τους, κι᾿ ἀγόρασα πεντέξι σφαχτὰ καὶ μᾶς δώσαν κι᾿ αὐτεῖνοι ἄλλα τόσα κι᾿ ἀλεύρι καὶ τοὺς πορέψαμεν. Κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ, πῆγαν ἄλλοι διὰ Βραχώρι καὶ Μισολόγγι, καὶ οἱ περισσότεροί τους πῆγα εἰς τὴν Κατούνα, καὶ γιόμωσαν τὰ σκουτιά τους καὶ οἱ γοῦνες τοὺς ψεῖρες καὶ μάζωνα διάργυρον καὶ τόλυωνα καὶ τοὺς ἄλειβα νὰ ψοφήσουνε οἱ ψεῖρες καὶ οἱ κονίδες. Στάθηκα καμμιὰν εἰκοσιαριὰ ἡμέρες ἐκεῖ. Μοῦ παράγγειλε ὁ Γῶγος νὰ πάγω πίσου εἰς τ᾿ ὀρδί. Αὐτεῖνοι δὲν μ᾿ ἄφιναν. Τὸ ῾στειλα τοὺς ἀνθρώπους ὅσο νὰ πάγω κ᾿ ἐγώ. Σὲ δεκαπέντε ἡμέρες πέθαναν ἐκεῖ ὅλοι οἱ σημαντικοί, Βραναῖγοι, ὁ καϊμένος ὁ ἀγαθὸς πατριώτης Κοράκης κι᾿ ὁ Παπαδόπουλος, ὁποῦ γύρευα νὰ σκοτώσω, κι᾿ ἄλλοι σημαντικοί. Συνάχτηκαν ἀπ᾿ ὁλοῦθε οἱ Ἀρτηνοὶ καὶ γύρευαν νὰ μὲ βάλουν κεφαλή τους, νὰ τοὺς πάρω νὰ πάμεν εἰς τ᾿ ὀρδί. Ἀφοῦ γυμνώθηκαν διὰ τὴν λευτερίαν, ὁ πατριωτισμὸς δὲν τοὺς ἄφινε. Ἐγὼ δὲν ἤθελα, αὐτεῖνοι ὅλοι μὲ βιάζαν. Ἔγραψα αὐτὸ τοῦ Γώγου, νὰ μὴν πειραχτῆ, ὅτ᾿ ἦταν καπετάνος τοῦ τόπου. Μ᾿ ἀποκρίθη ὅτι ἔχει μεγάλη εὐκαρίστησιν καὶ μὲ θεωρεῖ ὡς παιδί του. Κι᾿ ὄντως, ὁ Θεὸς μακαρίση τὴν ψυχή του, ὡς παιδὶ τοῦ μ᾿ ἀγαποῦσε καὶ μὲ γύμναζε. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ γενναῖος πατριώτης κι᾿ ἀγαθός. Ἀρρώστησε σὲ κάμποσον καιρὸν κι᾿ ἀπὸ τὴν πίκρα τοῦ ἀπέθανε. Ἡ πατρὶς χάριτες χρωστάγει εἰς αὐτὸν τὸν γενναῖον ἄντρα. Ἀφοῦ οἱ Ἀρτηνοὶ μὲ βιάζαν νὰ τοὺς συνάξω νὰ πάμεν ἔξω ῾στὸ ὀρδί, ντουφέκια κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα δὲν εἶχαν, τοὺς γύμνωσαν πρῶτα οἱ Τοῦρκοι, ὁποῦ τοὺς σύναξαν τ᾿ ἅρματά τους, καὶ ὕστερα κ᾿ ἐμεῖς οἱ λευτερωταὶ ὅλο τους τὸν βίον. Σηκώθηκα νὰ πάγω εἰς Μισολόγγι καὶ Βραχώρι, ὁποῦ ῾ταν πολλοὶ πατριῶτες, νὰ κάμωμεν τίποτας, νὰ μιλήσωμεν ὅλοι μαζί. Πῆγα εἰς Μισολόγγι πούντιασα εἰς τὸν δρόμον κι᾿ ἀπὸ τὸ κιντέρι μου ἀρρώστησα καὶ πῆγα νὰ πεθάνω. Εἶχα πέντε γιατρούς. Ἄνοιξε ἡ μύτη μου καὶ δὲν στανιάριζε, τὸ αἷμα πήγαινε λεγένια καὶ μόβαιναν φτήλια μέσα. Κ᾿ ἔκαμα ἄρρωστος εἰς τὸν κίντυνον ὡς τὸ Μάρτη. Πιάστηκαν τὰ ποδάρια μου, δὲν ἔβλεπα κι᾿ ἀπὸ τὰ μάτια. Καὶ οἱ καϊμένοι οἱ Ἀρτηνοὶ διακόνευαν, καὶ πλέρωναν ἄνθρωπον κ᾿ ἔρχονταν τόσες ἡμέρες δρόμον νὰ ἰδοῦνε τί κάνω. Τόση εὐγένειαν εἶχαν ῾σ ἐμένα.<br />
Ἀφοῦ ἤμουν ἀδύνατος πολὺ καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κινηθῶ οὔτε ἀπὸ τὰ ποδάρια, οὔτε ἀπὸ τὰ μάτια, ἦρθε ὁ ἀδελφός μου καὶ μὲ πῆρε εἰς τὸ Σάλωνα, ῾σ ἕνα χωριὸν ὀνομαζόμενον Σερνικάκι, ἦταν παντρεμένος, κ᾿ ἐκεῖ ἀλλάζοντας τὸν ἀγέρα, ἀνάλαβα ἀπὸ αὐτὸ καὶ περιποίησιν συγγενική.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Εἰς τὰ τέλη τοῦ Νοεμβρίου, τὰ 1821, φύγαμεν ἀπὸ τὴν Ἄρτα.<br />
2. Εἰς τὰ 1822 Γεναρίου 24 τὸν σκότωσαν τὸν τύραγνον Ἀλήπασσα σὰν βόιδι, ὅτι οἱ τύραγνοι φοβῶνται νὰ πεθάνουν σὰν παληκάρια. Σ᾿ αὐτείνη τὴν ἡλικίαν ὁπούταν ἤθελε ἀκόμα νὰ ζήση νὰ τυραγνάγη.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-54031584101619924192011-03-25T11:58:00.000-07:002011-10-25T12:25:57.249-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 2<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Ὁ Μακρυγιάννης ἑνοῦται μετὰ τῶν εἰς Πέτα ἐπαναστατῶν. - Ἀναδρομὴ πρὸς τὰ γενόμενα πρὸ τῆς ἐξόδου του. - Μάχη εἰς Κούλια τοῦ Μακρυνόρους - Μάχαι εἰς Κομπότι. - Μάχη εἰς Λαγκάδαν. - Μάχαι εἰς Πέτα. - Τὰ εἰς Καλαρρύτας καὶ Πλάκαν. - Μάχαι εἰς Πλάκαν. - Μάχη εἰς Σχορέτσαινα. - Τὰ εἰς Ἅγναντα. - Καταστροφὴ τῶν Καλαρρυτῶν καὶ Πλάκας. - Καταστροφὴ Μελισσουργοῦ καὶ Ματσουκιοῦ. - Τὰ μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ Μακρυγιάννη ἐξ Ἄρτας. - Μάχη εἰς Σταυρὸν Τσουμέρκων. - Μάχη εἰς Πέτα. - Τοπικὴ συνέλευσις προκρίτων τῶν χωρίων Ἄρτας. - Ἀποφάσεις περὶ προσποιητῆς συμμαχίας μετὰ τῶν Ἀλβανῶν. - Μέτρα περὶ ἐξοικονομήσεως τῶν στρατοπέδων. - Κάθοδος Σουλιωτῶν καὶ Ἄγο Βάσιαρη ἐκ Σουλίου. - Συμφιλίωσις Μάρκου Μπότσαρη μετὰ Γώγου Μπακόλα. - Φθορὰ τῶν ἐκ Πελοποννήσου φυγόντων Ἀλβανῶν. - Τὰ εἰς Μακρυνόρος. - Δυσαρέσκειαι Ἀλβανῶν. - Ἐκστρατεία Ἑλλήνων εἰς Νιοχώρι. - Μάχη εἰς Πέντε Πηγάδια.</i><br />
<hr />
Εἶχα μιλήση κάτι Κορφιάτων, Κεφαλλωνίτων, Ζακυθινῶν, ὁποῦ δούλευαν εἰς Ἄρτα, καὶ τοὺς εἶχα δώση ἄρματα, τοὺς εἶπα καὶ τά ῾βγαλαν εἰς τ᾿ ἀμπέλια καὶ τά ῾χωσαν μὲ τὰ δικά μου καὶ μὲ πολεμοφόδια καὶ μία νύχτα τὰ πήραμε καὶ πήγαμε εἰς τοῦ Πέτα. Ηὔρα τοὺς καπεταναίους, τοὺς εἶπα τὰ τί δοκίμασα καὶ ὅ,τι μου εἶπε ὁ μπέγης. Καὶ ἔμεινα μὲ τὸν γενναῖον καὶ ἀγαθὸν Γῶγον Μπακόλα. Ἦταν πολλὰ ὀλίγοι οἱ δικοί μας ἐκεῖ καὶ εἰς Λαγκάδα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κινηθοῦν διὰ πουθενά. Ἀφοῦ μάθαν οἱ Ἀρτηνοὶ ὁποῦ ἔφυγα, φεύγαν καὶ αὐτεῖνοι κρυφὰ καὶ ἔρχονταν καὶ μ᾿ ἀντάμωναν καὶ καθόμαστε μαζὶ καὶ ἄξαινε ὀλίγον τὸ μπουλούκι μας. Πρῶτα κινηθήκαμε δεκοχτῶ ὅλοι ἀπὸ Ἄρτα.<br />
Ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Σουλτάνου ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς ἀφοῦ ἔμαθε ὅτι χτύπησε καὶ ἡ ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Διάκος καὶ οἱ ἄλλοι, ἄρχισε νὰ τὸ στοχάζεται, νὰ στέλνη παντοῦ ἀσκέρια καὶ πολεμοφόδια εἰς τὶς θέσες τὶς ἀναγκαῖες. Θέλει νὰ ῾φοδιάση καὶ τὸν Ἔπαχτον ὡς σημαντικὸν κάστρο καὶ θέση ἀναγκαία. Διατάττει τὸν Σμαήλπασσα Πλιάσα ὡς ἄξιον πασιά, ὁποῦ τὸν εἶχε εἰς τὴν Γλυκειά, καὶ ἔστειλε ἄλλους ῾σ ἐκείνη τὴ θέση, καὶ ὁ Σμαήλπασσας νὰ πάρη τὸ σῶμα του νὰ πάγη εἰς τὸν Ἔπαχτον μὲ δύναμη καὶ πολεμοφόδια νὰ ῾φοδιάση τὸ κάστρο καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θέσες ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ νὰ σταθῆ ἐκεῖ κεφαλή. Ἦρθε εἰς Ἄρτα τὰ 1821, Μαγιοὺ 26 μὲ πλῆθος ἀσκέρι. Ἀφοῦ μάθαν ὅτ᾿ εἶναι ὑποψίες, διαλύθηκαν καὶ ἔμεινε μὲ πολλὰ ὀλίγους, ὡς ὀχτακόσιους. Καὶ μὲ αὐτοὺς τὶς 28 Μαγιοὺ κινήθη διὰ ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν διαταμένος. Καὶ εἰς τὸ Μακρυνόρο, εἰς τὴν Κούλια ἦταν πολλὰ ὀλίγοι Ἕλληνες καὶ τοὺς χτύπησαν γενναίως καὶ πατριωτικῶς καὶ σκότωσαν ἀρκετοὺς καὶ πλήγωσαν καὶ τοὺς πῆραν λάφυρα καὶ μὲ τὰ μαχαίρια τοὺς φέραν κυνηγώντα ὡς ὄξω εἰς τὸ Μακρυνόρο. Καὶ οἱ Τοῦρκοι πῆγαν εἰς Κομπότι καὶ μείναν. Καὶ μαθαίνοντας αὐτὸν τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων εἰς τὴν Κούλια, ψύχωσαν οἱ Ἕλληνες καὶ πολιόρκησαν σὲ ὅλα τὰ μέρη συνφώνως τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές, σὲ Βόνιτζα, Βραχώρι, Μισολόγγι καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς δυτικῆς Ἑλλάδος. Καὶ παντοῦ μὲ μεγάλη γενναιότητα τοὺς πολιορκήσανε.<br />
Τῆς 30 Μαγιοῦ ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Γιαννάκη Κουτελίδας, ἀφοῦ μάθαν τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κομπότι, πῆραν σαράντα Ἕλληνες καὶ πῆγαν καὶ πολέμησαν ἀρκετὲς ὧρες καὶ ὡς ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες φύγαν χωρὶς νὰ βλαφθῇ οὔτε τὸ ῾να τὸ μέρος, οὔτε τ᾿ ἄλλο.<br />
Τῆς 8 Γιουνίου ξαναπῆγαν πίσω εἰς τὸ Κομπότι ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Κουτελίδας μὲ τοὺς ὀλίγους Ἕλληνες καὶ πολέμησαν ὡς ἕξι ὦρες καὶ σκοτώθηκαν κάμποσοι Τοῦρκοι καὶ πληγωθήκανε. Ἐπληγώθη καὶ ὁ Καραϊσκάκης εἰς τὴν φύση, περιπαίζοντας τοὺς Τούρκους τοὺς γύρισε τὸν κῶλο καὶ πληγώθη.<br />
Τότε ἔγραψε ὅλα αὐτὰ ὁ πασσᾶς τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ καὶ τοῦ λέγει ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολέμους καὶ νὰ τοῦ στείλῃ δύναμιν, ὅτ᾿ εἶναι ἀδύνατος. Καὶ τὸ ῾στειλε τὸν Χασάμπεγη Βεργιόνη, τὸν Μπεκίρη Τζογαδοῦρο, τὸν Σοῦλτζε Κόρτζα, καὶ ἄλλους πολλοὺς μπιμπασᾶδες, ὡς ἑφτὰ χιλιάδες. Πῆγαν εἰς Ἄρτα καὶ ἐκεῖ συνάχτηκαν καὶ πῆγαν εἰς Κομπότι καὶ κάμαν σκέδιον ν᾿ ἀφήσουνε ὅλη τὴν ἀδυναμίαν ὀπίσω εἰς Κομπότι καὶ αὐτεῖνοι ὅλοι ὡς ἕξι χιλιάδες εἰς τὸ γελέκι νὰ κινηθοῦν διὰ τὴν Λαγκάδα, ὁποῦ ῾ναι ἕνα στένωμα ὅλο κοντόρεικον καὶ ἀγριόβατα τυλιμένον. Καὶ ἐκεῖ, τὴν θέση ἐκείνη τὴν βαστοῦσε ὁ Γῶγος, ὁ Ἴσκος, ὁ Γιωργάκη Βαλτινός, ὁ Καραγιαννόπουλος, καὶ ἦταν καὶ ὀχτὼ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Ἕλληνες, κεφαλὴ ὁ Σουλεϊμὰν Βερνόζης, ὅλοι ἐκεῖ ὀγδοήντα ἕνας. Ριχτήκανε ὅλη αὐτείνη ἡ δύναμη τῶν Τούρκων ῾σ αὐτοὺς τοὺς ὀλίγους. Ὁ Γῶγος τοὺς εἶπε νὰ μὴν ρίξῃ κανένας, ἂν δὲν ρίξῃ πρῶτος αὐτός. Ριχτήκανε ἀπάνου τους οἱ Τοῦρκοι μὲ μεγάλη γενναιότητα, ὅτι ἐκείνη ἡ ῾μέρα ἐκεῖ ἦταν ἡ τύχη καὶ τῶν Τούρκων καὶ Ἑλλήνων. Παίρναν οἱ Τοῦρκοι μίαν πέτρα καὶ βαίναν εἰς τὸ μέτωπον καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ σπαθὶ καὶ κάμαν πλῆθος γερούσια ἀναντίον τῶν Ἑλλήνων καὶ ὅλο σκοτώνονταν χωρὶς νὰ βγάλουν ἀποτέλεσμα. Ὅτι τότε οἱ Ἕλληνες ὁρκίστηκαν νὰ δουλέψουν διὰ θρησκεία καὶ πατρίδα καὶ δὲν τοὺς κόλλαγε μολύβι, οὔτε σπαθί.1<br />
Ἀφοῦ πολέμησαν σὰν λιοντάρια Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες περίτου ἀπὸ ὀχτὼ ὧρες, σκοτώθηκαν Τοῦρκοι ἐκεῖ ἀπάνου ἀπὸ χίλιοι καὶ ἦταν τὰ κουφάρια τους ἕναν χρόνον ἄλυτα, ξεράθηκαν. Καθὼς ἐπέσανε καὶ πληγωμένοι ἀρκετοί, γιόμωσε ἡ Ἄρτα. Καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρὸς οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς πῆγαν κυνηγώντας ὡς τὸ Κομπότι σκοτώνοντας καὶ παίρνοντας λάφυρα. Δὲν κατηγοριῶνται οὔτε οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν ἀντρεία, οὔτε οἱ Τοῦρκοι σὰν λιοντάρια πολέμησαν καὶ τὰ δυὸ μέρη. Ὅμως ἡ ἀδικία, ὅσο νὰ κάμῃ ἡ ἀντρεία, νικιέται, ὅτι βῆκαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμον οἱ Τοῦρκοι. Ὅλοι οἱ ἀρχηγοί, ὁποῦ ῾ταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐκεῖ, καὶ οἱ στρατιῶτες κάμαν τὰ χρέη τους. Λαμπρύνεται καὶ δοξάζεται ὁ μακαρίτης Γῶγος. Χάριτες τοῦ χρωστάγει ἡ πατρίς, ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε. Καὶ ἀνάστησε τὴν πατρίδα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἂν διάβαιναν αὐτείνη ἡ Τουρκιὰ τότε, καθὼς ἑτοίμαζε κι᾿ ἄλλες μεγάλες δύναμες ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς, θὰ λευτέρωναν ὅλους τους πολιορκουμένους παντοῦ, ὁποῦ τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ Ἕλληνες εἰς Βόνιτζα, Βραχώρι καὶ ἀλλοῦ. Καὶ ἀπολπίστηκαν σὰν μάθαν αὐτὸν τὸν σκοτωμὸν αὐτεινῶν. Καὶ τοὺς κυρίεψαν ὅλους τους Τούρκους παντοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ λευτέρωσαν αὐτὰ τὰ μέρη. Ὁ πόλεμος ἔγινε τὰ 1821, Γιουνίου 18. Ἕλληνας δὲν σκοτώθη κανένας.<br />
Τῆς 28 τοῦ ἴδιου ἔγινε μικρὴ μάχη εἰς τὸ Πέτα. Ὀλίγοι σκοτώθηκαν καὶ λαβώθηκαν Τοῦρκοι. Τῆς 29 ξαναπῆγαν πίσω εἰς τὸ Πέτα πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ οἱ πασσᾶδες. Καὶ οἱ Ἕλληνες ὀλίγοι. Καὶ πολέμησαν γενναίως καὶ τὰ δυὸ μέρη ἀπὸ τὴν αὐγὴ μπονόρα ὡς τὸ δειλινό. Καὶ χάλασαν τοὺς Ἕλληνες. Σκότωσαν καὶ τὸν ἀρχηγόν τους, τὸν γενναῖον καὶ καλὸν πατριώτη Σκαρμίτζο. Ἡ πατρίς του ἀπὸ τὸ Βάλτο, ἦταν εἰς τὸ μυστήριον καὶ θυσίασε διὰ τὴν πατρίδα ἀρκετὰ καὶ τὴν ἴδιαν του ζωή. Τὴν θέσιν τοῦ Πέτα τὴν κυρίεψαν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ ὅταν γίνονταν αὐτεῖνοι οἱ πολέμοι, ἐμεῖς εἰς τὸ κάστρο τραβούσαμε μαρτύρια ἀπὸ τοὺς Τούρκους δέρνοντας καὶ βασανίζοντας.<br />
Εἰς τὰ τέλη τοῦ Γιουνίου ὁ Μῆτρο Κουτελίδας καὶ ὁ Μῆτρο Γῶγος καὶ καὶ ὁ Γιαννάκη Ράγγος πολιόρκησαν τὸν Κώστα Πουλῆ εἰς τὸ Μοναστήρι τῶν Καλαρρύτων, ὁποῦ ἦταν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν ἴδια ἐποχὴ κινήθη ὁ Γῶγος καὶ πῆγε εἰς τὴν Πλάκα, ὁποῦ τὴν βαστοῦσαν πολιορκία. Τοὺς πολέμησε γενναίως, κυρίεψε τὴν θέση, σκότωσε ἀρκετοὺς καὶ πλῆθος λάφυρα κάμαν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς πῆγαν κυνηγώντα ὡς δυὸ ὧρες.<br />
Ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὸν τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς εἰς τὴν γειτονιά του, ὅτ᾿ εἶναι πλησίον ἀπὸ τὰ Γιάννενα, καὶ τὸν κυριεμὸ τῆς θέσης, στέλνει μίαν μεγάλη δύναμη περίτου ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες καὶ κεφαλὴ τὸν Ἀλήπασσα Μωραΐτη καὶ ἄλλους. Αὐτείνη τὴν ἑτοιμασίαν τὴν παράγγειλαν τοῦ Γώγου ἀπὸ τὰ Γιάννενα φίλοι του, καὶ τότε ὁ Γῶγος παραγγέλνει αὐτὸ τοῦ Ἴσκου, τοῦ Βαρνακιώτη, τοῦ Κουτελίδα, ὅτ᾿ ἦταν μὲ πολλὰ ὀλίγους ὁ Γῶγος, καὶ ἦρθαν ἀπὸ βραδὺς αὐτεῖνοι ὅλοι μιντάτι. Καὶ τὴν αὐγὴ μπονόρα πῆγαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἄρχισε ὁ πόλεμος πολλὰ πεισματώδης καὶ βάσταξε ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τρεῖς ὧρες νὰ νυχτώσῃ. Καὶ κάνουν ἕνα σκοτωμὸν τῶν Τούρκων μεγάλον καὶ βγάζουν τὰ σπαθιὰ οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἀφάνισαν πολλὰ περισσότερον ἀπὸ τὰ πρῶτα.<br />
Ἀφοῦ ἔμαθε καὶ αὐτὸ ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς, γύρευε νὰ πάγῃ μόνος του καὶ δὲν τὸν ἄφησαν. Καὶ ἔστειλε ἄλλους πολλοὺς Τούρκους καὶ κεφαλές. Μαθαίνοντας αὐτείνη τὴν μεγάλη ἑτοιμασίαν ὁ Γῶγος, ἔστειλε τοῦ Μαρκομπότζαρη καὶ πῆγε μιντάτι καὶ πιάστη ὁ πόλεμος τὴν ἄλλη ἡμέρα ἀπὸ δυὸ ὧρες νὰ φέξῃ ὡς τὸ σουρούπωμα. Καὶ τοὺς ρίχτηκαν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς καταφάνισαν ῾στὸν σκοτωμόν, καὶ ζωντανοὺς καὶ βίον καὶ σημαῖες τῶν Τούρκων πιάσαν καὶ τὸν Κώστα Πουλῆ ζωντανόν, ὁποῦ ῾ταν μὲ τοὺς Τούρκους. Τὶς ἴδιες ἡμέρες πῆγαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ χωριὰ Σκορέτζαινα καὶ ἐκεῖ ἦταν ὁ Κιτζοπάσκος καὶ ὁ Γιαννηκώστας, γενναῖον παληκάρι καὶ καταπληγωμένος ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ρίχτηκαν τῶν Τούρκων καὶ ἐκεῖ καὶ τοὺς καταδιάλυσαν καὶ σκοτώθηκαν καὶ ἐκεῖ Τοῦρκοι ὄχι πολλὴ ποσότη.<br />
Τὴν ἴδια ἐποχὴ πῆγαν καὶ εἰς τὰ χωριὰ Ἄγναντα πολλοὶ Τοῦρκοι νὰ σκλαβώσουν καὶ νὰ χαλάσουν τὸ σκέδιον τῶν Ἑλλήνων. Πῆγε ὁ Γῶγος, ὁ Κατζικογιάννης, ὁ Δράκος, οἱ Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ καὶ ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ γιόμα πολλὰ πεισματώδης καὶ γενναῖος. Καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἕλληνες πολέμησαν ἀντρείως. Καὶ τοὺς ἔκαμαν ἕνα χαλασμὸν καὶ ἐκεῖ τῶν Τούρκων μεγάλον καὶ τοὺς διάλυσαν.<br />
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Γιαννάκη Ράγγος, ὁ Κουτελίδας, ὁ Μητρογῶγος πῆγαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες, ἦταν ὡς τρακόσοι Τοῦρκοι. Τοὺς πολέμησαν καὶ τοὺς ἔβγαλαν καὶ πῆραν τὴν θέση οἱ Ἕλληνες καὶ τὴν βαστοῦσαν. Ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες, πῆγαν πολλὴ Τουρκιά. Δὲν εἶχαν προσοχὴ οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στενά, εἶπαν ὅτι σώθηκαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ χάλασαν τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀφανίστηκαν οἱ δυστυχεῖς Καλαρρυτιῶτες, ὁποῦ ῾ταν οἱ πλέον πλούσιοι ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη, κ᾿ ἔμειναν διακονιαραῖγοι. Ἀφανίστηκαν αὐτεῖνοι καὶ ὁ τόπος τους ἐρήμαξε.<br />
Μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ κουράγιον, ὀπόλαβαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες, οἱ ἴδιγοι Τοῦρκοι πῆγαν εἰς τὴν Πλάκα, ὀλίγοι οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ καὶ τοὺς χάλασαν καὶ κέρδεσαν καὶ τὴν θέσιν ἐκεῖ.<br />
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ Τοῦρκοι τῆς Πλάκας πῆγαν εἰς τὰ χωριὰ Μελισσουργοὺς καὶ Ματζούκι καὶ χάλασαν καὶ κεῖ τοὺς Ἕλληνες μὲ μεγάλη τους ζημίαν, τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸ τὸ θάρρος τῶν Τούρκων ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν ἐκείνων ὁποῦ πῆγαν εἰς τοὺς Καλαρρύτες μὲ ξερὴ φαντασίαν. Χάθηκαν τόσοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν τους κ᾿ ἔλαβαν καὶ κουράγιον οἱ Τοῦρκοι μεγάλον. Δὲν ἦταν ἀπὸ κακίαν τῶν Ἑλλήνων, ὅμως πρώτη φορὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιον ἀγώνα, δὲν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι καλὰ τὴν πολεμική. Καὶ γίνηκαν καὶ πολλὰ λάθη.<br />
Τὸν Σεπτέβριον μήνα τὸ ἴδιον ἔτος εἰς τὸ Τζουμέρκο ῾στὸν Σταυρὸν ἦρθαν Τοῦρκοι περίτου ἀπὸ πέντε χιλιάδες. Ὁ Γῶγος, ὁ Μπαλωμένος, ποτὲ δὲν βγαίναμε τρακόσοι πενήντα. Ὁ πόλεμος ἄρχισε ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ. Ἦρθαν μιντάτια δικά μας ὁ Ράγκος, ὁ Κατζικογιάννης καὶ ἔγινε ἕνας χαλασμὸς τῶν Τούρκων μεγάλος καὶ πλῆθος λάφυρα πῆραν οἱ Ἕλληνες. Καὶ τὰ δυὸ μέρη πολεμήσαμε ἀντρείως. Ὅμως βγάλαμε τὰ δανεικά, ὁποῦ κέρδεσαν τόσους πολέμους οἱ Τοῦρκοι, καὶ τοὺς τζακίσαμε τὴ μύτη ἐκεῖ. Καὶ ὁ χερότερος Ἕλληνας ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔκαμε τὸ χρέος του. Ὅμως προτιμιέται καὶ δοξάζεται ὁ Γῶγος ὁ ἀθάνατος. Δὲν στοχάζεταν θάνατον αὐτὸς ὁ ἀγαθὸς πατριώτης. Θέ, συχώρεσε τὴν ψυχή του, καὶ σύ, πατρίδα,νὰ τὸν μακαρίζης ὅσο εἶσαι πατρίδα ἐλεύτερη.<br />
Σεπτεβρίου ἕντεκα οἱ Τοῦρκοι τῆς Ἄρτας μάθαν ὅτ᾿ ἤμαστε ὀλίγοι εἰς τοῦ Πέτα καὶ μία μεγάλη δύναμη θὰ ῾ρχονταν ἄξαφνα τὴν αὐγὴ μπονόρα νὰ μᾶς χαλάση. Ὁ Δεσπότης τῆς Ἄρτας μας παράγγειλε αὐτό, καὶ μᾶς βάνει ὁληνύχτα ὁ Γῶγος καὶ μεράζει τοῦ κάθε ἑνοῦ τὸ ταμπούρι του καὶ τὸ φκιάσαμε. Ἡ θέση τοῦ Πέτα εἶναι πολλὰ ἐκτεταμένη καὶ ἀδύνατη σὲ πολλὲς μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οἱ Τοῦρκοι, ἤφεραν καὶ κανόνια. Τότε οἱ Ἕλληνες φοβώνταν τὰ κανόνια πολύ, ὅτι ἦταν ἀτζαμῆδες ἀπὸ αὐτά. Κεφαλὲς τῶν Τούρκων ὁ Χασᾶν πασσᾶς καὶ ὁ χασνατάρης τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ, ὁ Σμαήλπασσα Πλιάσας, ὁ Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ὁ Χασάμπεγη Βεργιόνης, ὁ Σεφτήπασσας, ὁ Γιακόβης, ὁ Μαξούταγας, ὁ Σοῦλτζε Κόρτζας, κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ σερασκέρηδες περίτου ἀπὸ ἐννιὰ χιλιάδες. Ἀρχηγὸς τῆς θέσης ὁ Γῶγος, ὁ Σταμούλη Μαλεσιάδας μ᾿ ὀλίγους Βαλτινοὺς καὶ ὁ Δημοτζέλιος μὲ Ξερομερίτες. Τὸ ὅλο ἤμασταν ὡς τρακόσοι πενήντα. Ἔβαλε ὁ Γῶγος τὸν Φῶτο Σκαλτζογιάννη ἀπὸ τὴν πλάτη μὲ πενήντα καὶ κάθονταν. Ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ δειλινό, πεθάναμε ἀπὸ τὴν δίψα. Ὁ πόλεμος πολλὰ πεισματώδης καὶ συχνὰ γερούσια ἀπάνου μας. Ἕνα μπεγόπουλο δὲν ἔβαινε θάνατον, ὁλοένα γερούσια ἔκανε καὶ τοῦ ρίχναμε καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ βαρέσουμε κανεὶς ἀπὸ ῾μάς. Ὁ Γῶγος ἤφερνε γύρα σὲ ὅλα τὰ ταμπούρια μὲ φουσέκια εἰς τὴν ποδιά του. Ἔρχεται εἰς τὸ ταμπούρι μας, μᾶς λέγει: «Μὴν καῖτε τὰ φουσέκια ἀδίκως μ᾿ αὐτὸν τὸ γουρνομύτη, στεκᾶτε νὰ ρίξω ἐγὼ μόνος μου, λέγει, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε, καὶ νὰ μοῦ φέρετε τὸ κεφάλι του νὰ τὸ ἰδῶ ὕστερα». Τοῦ λέμε: «Ἐκεῖνος ὁποῦ τὄχει δὲν μᾶς τὸ δίνει νὰ σοῦ τὸ φέρωμε, τὸ θέλει ὁ ἴδιος. – Τώρα τὸ λέπετε», μᾶς λέγει. Ἀπάνου ὁπύ ῾κανε γερούσι, τοῦ δίνει ἕνα ντουφέκι εἰς τὸ μέτωπον καὶ ἔπεσε ξερός. Τοῦ λέγει: «Γκιντί, γουρνομύτι, μὲ τὰ παιδιὰ παίζεις ὁλημέρα καὶ μὄκαψαν ἀδίκως τὰ φουσέκια!» Ὕστερα τοῦ πήγαμε τὸ κεφάλι καὶ τὸ εἶδε. Τὸ δειλινὸ μίλησε ἐκεινῶν ὁποῦ ῾ταν κρυμμένοι ἀπὸ τὶς πλάτες, καὶ ρίχτηκαν ἐκεῖνοι, οἱ ξαπόστατοι, καὶ ἐμεῖς καὶ κάμαμε ἕναν μεγάλον σκοτωμὸν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς πήγαμε ὡς τὸ ποτάμι κυνηγώντα καὶ πήραμε καὶ τόσα λάφυρα, καὶ πᾶνε κακωσέχοντα οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν Ἄρτα. Σκοτώθηκα τρεῖς ἀπὸ ῾μᾶς καὶ ἕξι πληγωμένοι. Ἐπληγώθηκα καὶ ἐγὼ ὀλίγον εἰς τὸ δεξὶ ποδάρι. Ὁ Σταμούλη Μαλεσιάδας ἐφέρθη πολλὰ ἀντρείως, – ὅλοι πολέμησαν γενναίως, ὅμως αὐτὸς περισσότερον, πολεμιστὴς γενναῖος καὶ ὁδηγίες φρόνιμες.<br />
Ὅσες βολὲς βγαίναν οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ, ὅλο αὐτὰ πάθαιναν, ποτὲς δὲν κέρδεσαν. Ὅτ᾿ εἶναι πολλὰ πλησίον ἡ Ἄρτα καὶ βγαίναν κάθε ὀλίγον πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Καὶ ὅσους πολέμους κάναμε μὲ τοὺς Τούρκους εἰς Κουμιτζᾶδες καὶ ῾σ ἄλλα μέρη, ὁποῦ πέρναγαν οἱ Τοῦρκοι μὲ ζαϊρέδες, ὅλο χαλιῶνταν. Ἤτανε πολλὰ ἄξιος καὶ γενναῖος ὁ Γῶγος καὶ τυχερὸς εἰς τὸν πόλεμον καὶ μὲ πολὺ κουμάντο.<br />
Τελειώνοντας ὁ πόλεμος συνάχτηκαν καὶ οἱ πρόκριτοι τῶν χωριῶν τῆς Ἄρτας καὶ οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ μιλήσανε πὼς θὰ βαστάξουν αὐτὸν τὸν μεγάλον ὀχτρό, ὁποῦ ῾ταν πνιμένος ὅλος αὐτὸς ὁ τόπος ἀπὸ τὰ Γιάννινα, Ἄρτα, Πρέβεζα, Σούλι, ὅλο αὐτὸ τὸ καυκὶ πλῆθος τουρκιὰ καὶ πασσάδες καὶ ὅλο νέοι κουβαλιώνταν ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη τῆς τουρκιᾶς καὶ Ἀρβανιτιᾶς ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀλήπασσα τὴν πολιορκία. Καὶ ὕστερα γεννήθη καὶ τὸ δικό μας τὸ Ἑλληνικὸν κ᾿ ἐμεῖς τὸ πηγαίναμε σκεπασμένο ὅτι δουλεύομε διὰ τὸν Ἀλήπασσα, τὸν ἀφέντη μας, νὰ τὸν σώσωμε, ὅτι ἀδίκως τὸν κατατρέχει ὁ Σουλτάνος. Αὐτὰ βγαίναμε, νὰ ἐλκύζωμε τοὺς Τούρκους Ἀρβανίτες, τὸ κόμμα τοῦ Ἀλήπασσα, νὰ τοὺς ἔχωμε φίλους αὐτούς, νὰ μᾶς βοηθήσουνε κι᾿ αὐτεῖνοι, ὅτι ἤμαστε ὀλίγοι καὶ οἱ Τοῦρκοι πλῆθος. Ἀφοῦ συνάχτηκαν οἱ πρόκριτοι καὶ οἱ νοικοκυραῖγοι, μιλήσαμε νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριον κρυφό, καὶ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ἀλήπασσα νὰ τοὺς λέμε συντρόφους διὰ τὸν σωμὸ τοῦ Ἀλήπασσα. Ἀφοῦ μιλήσαμε δι᾿ αὐτό, εἴπαμε καὶ μὲ τί μέσα θὰ βαστήσουμεν τὸν πόλεμον. Καὶ δὲν εἴχαμεν οὔτε ὅπλα οἱ περισσότεροι, οὔτε τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ὅλοι. Ἀποφάσισαν οἱ νοικοκυραῖοι ὅτι ἡ τυραγνία τῶν Τούρκων – τὴν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δὲν ὑποφέρνονταν πλέον. Καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν τυραγνία, ὁποῦ δὲν ὁρίζαμεν οὔτε βίον, οὔτε τιμή, οὔτε ζωὴ (ξέραμεν κι᾿ ὅτ᾿ ἤμασταν ὀλίγοι καὶ χωρὶς τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου) ἀποφασίσαμεν νὰ σηκώσωμεν ἄρματα ἀναντίον αὐτῆς τῆς τυραγνίας. Εἴτε θάνατος, εἴτε λευτεριά. Τώρα ὁποῦ ἀρχίσαμεν, νὰ τοὺς πολεμήσωμεν καὶ νὰ θυσιάσωμεν καὶ τὸ βίον μας εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ῾σ ἐκείνους ὁποῦ δὲν ἔχουν τὸν τρόπον, νὰ τοὺς ζωοτροφίζωμεν καὶ νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ χρέη τοὺς διὰ τὴν πατρίδα. Τότε σύστησαν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τίμιους καὶ πρόβλεπαν διὰ τ᾿ ἀναγκαῖα καὶ δὲν καρτεροῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Ἀπὸ ῾κείνους πάλε ὅποιος εἶχε τὸν τρόπον τοὺς ἔδινε καὶ τὸ δικό του καὶ πολέμαγε καὶ διὰ τὴν λευτεριὰν τοῦ πολιτικὸς καὶ στρατιωτικός, ἦταν τὸ ἴδιον. Καὶ αὐτὸ τὸ σύστημα ἦταν σὲ ὅλη τὴν πατρίδα, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα πορέψαμε δυὸ χρόνια. Τηρᾶτε τὸ ἱστορικὸν ἐκείνου τοῦ καιροῦ πόσο προβοδέψαμεν, πόση ἁρμονίαν εἴχαμε, πόση ὁμόνοια καὶ ἀδελφωσύνη.2<br />
Ἀφοῦ ὁ Γῶγος σύναξε τοὺς νοικοκυραίγους καὶ μίλησε καὶ ἀκολούθησαν τὴν ἐργασίαν του ὁ καθείς, ἔγραψε καὶ εἰς τὸ Σούλι, ὁποῦ ῾ταν τοῦ Ἀλήπασσα ἀσκέρια, Ἀρβανίτες, σύνφωνα μὲ τοὺς Σουλιῶτες καὶ λέγαμεν ὅλοι ὅτι δουλεύομεν νὰ βγάλωμεν τὸν δίκαιον Ἀλήπασσα (καὶ ἂν ἔβγαινε αὐτὸς ὁ σκύλος, ἤμαστε χαμένοι, ὅτι ὅλη τὴν Ἐταιρίαν μας τὴν ἤξερε, ὅτι τὴν πρόδωσε ἕνας Ἐφτανήσιος, τὄδειξε ὅλα τὰ ἔγγραφα καὶ ὅρκον, κι᾿ αὐτὸς τὰ ῾στειλε τοῦ ἴδιου Σουλτάνου καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ τὸν συχωρέση, ὅτι θὰ κιντυνέψη τὸ βασίλειόν του, καὶ αὐτὸς νὰ διαλύσῃ ὅλα αὐτά, νὰ δώση νιζάμι. Ὁ Σουλτάνος παντήχαινε ὅτ᾿ εἶναι πρόφασες αὐτεινοῦ διὰ νὰ συχωρεθῇ, ὅτ᾿ ἦταν φώτιση θεοτικὴ νὰ γένῃ αὐτὸ καὶ τοὺς στράβωνε ὅλους, καὶ δὲν ἔβαλε πίστη. Ἀφοῦ ἔγραψε ὁ Γῶγος ῾στὸ Σούλι, ἦρθε ὁ Ἄγο Βάσιαρης, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Ἀλήπασσα, πολλὰ φρόνιμος καὶ γενναῖος, ἦρθε μὲ πολλοὺς ἀξιωματικούς, καὶ Σουλιῶτες ὁ Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας. Μάρκο Μπότζαρης καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Τοῦ Μάρκου τὸν πατέρα τὸν εἶχε σκοτώση ὁ Γῶγος εἰς τὴν Ἄρτα – τὸν ἔβαλε ὁ Ἀλήπασσας– καὶ εἶχαν ὄχτρια μὲ τὸν Γῶγον. Ὅταν ἦρθε εἰς τὸ Πέτα φιλήθηκαν μὲ τὸν Γῶγον αὐτὸς καὶ ὁ Νότης καὶ εἶπαν, «Ὅ,τι εἶχε γίνει τότε καὶ σκότωσες τὸν ἄνθρωπό μας σ᾿ ἔβαλε ὁ τύραγνος. Αὐτὰ τώρα ἀλησμονήθηκαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί. Καὶ νὰ τηράξωμεν τὸ ἔργον τοῦτο». Καὶ φιλιώθηκαν. Μίλησαν ὕστερα καὶ μὲ τοὺς Τούρκους καὶ κάμαμεν σάρτια, ὁμιλίες ν᾿ ἀγωνιστοῦμεν νὰ βγάλωμεν τὸν Ἀλήπασσα. Αὐτὰ μιλήσαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Καὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες μυστικῶς τοὺς εἴπαμεν διὰ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδος, καὶ νὰ βαστιέται πολλὴ μυστικότη νὰ μὴν τὸ μάθουν οἱ Τοῦρκοι, τὸ κόμμα τ᾿ Ἀλήπασσα, καὶ τοὺς πιάσωμεν ὀχτρούς. Καὶ ἔχωμεν τὴν ἀνάγκη τους ν᾿ ἀδυνατίζωμεν τὴν δύναμη τοῦ Σουλτάνου.<br />
Εἰς τὴν Πελοπόννησο ἦταν πολλοὶ Ἀρβανίτες μὲ τὸν Χουρσὶτ πασσᾶ, τοὺς ἄφησε ὀπίσω εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅτ᾿ ἦταν φίλοι τοῦ Ἀλήπασσα αὐτεῖνοι ὅλοι, καὶ κεφαλὴ αὐτεινῶν ἦταν ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί, ὡς χίλιοι ἄνθρωποι. Δὲν τοὺς πῆρε μαζί του ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς ὅταν βῆκε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ διατάχτη ἀπὸ τὸν Σουλτάνο διὰ νὰ πολεμήσῃ τὸν Ἀλήπασσα. Ἀφοῦ σήκωσε ντουφέκι ἡ Πελοπόννησο καὶ ἡ Ρούμελη, ὡς φίλοι δικοί μας αὐτεῖνοι, ἀγροικηθήκαμε μὲ τοὺς Πελοποννήσιους καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ Βραχώρι καὶ Μακρυνόρο. Ἀφάνισαν οἱ Ἕλληνες τοὺς περισσότερους δολερῶς, καὶ κατεξοχὴ οἱ Βαλτηνοί. Οἱ Τοῦρκοι οἱ δυστυχισμένοι ἔλπιζαν ὅτι μέναν πίσω, ὅτι ἦταν νηστικοὶ καὶ ἀπόστασαν, κι᾿ αὐτεῖνοι τοὺς σκότωναν καὶ τοὺς γύμνωναν.<br />
῾Στὴν ἄκρη ῾στὸ Μακρυνόρο, κοντὰ εἰς τὸ Κομπότι, εἶναι ἕνα ρέμα καὶ ἐκεῖ μέσα ἐπνίξανε πολλοὺς Τούρκους. Τοὺς δέναν μίαν τριχιὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ τοὺς τελείωναν καὶ τοὺς ρίχναν μέσα. Ἕναν δὲν τὸν πνίξαν καλὰ καὶ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἄφησαν καὶ φύγαν, ὅτι τελείωσαν τὴν ἐργασίαν τοὺς τοὺς ξέκαμαν ὅλους. Τότε ὁ μισοπνιμένος τὴν νύχτα σηκώνεται γυμνὸς κ᾿ ἔρχεται εἰς τὸ Κομπότι. Ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ καὶ ἑτοιμαζόμαστε, νὰ ῾ρθουν κι᾿ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι, Βραχώρι κι᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ Ξερόμερον καὶ Βάλτο, νὰ συναχτοῦνε οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη νὰ πᾶμεν νὰ πολεμήσωμεν τὴν Ἄρτα, νὰ τὴν κυργέψωμε. Καὶ τοὺς προσμέναμεν εἰς τὸ Κομπότι νὰ συναχτοῦνε ὅλα τ᾿ ἀσκέρια. Ἦταν εἰς τὸ Κομπότι καὶ ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος καὶ οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι μὲ τοὺς ὀλίγους Τούρκους ὁποῦ λαγάρισαν, καὶ πρόσμεναν καὶ τοὺς ἀποσταμένους, ὁποῦ μείναν ὀπίσω καὶ δὲν ξέραν ὁποῦ τοὺς τελείωσαν εἰς τὸν πνιμόν. Τὰ μεσάνυχτα πάγει ὁ πνιμένος κι᾿ ἀνταμώνει τὸν Ἐλμάζη καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς λέγει ὅλη τὴν ὑπόθεσιν, κ᾿ ἔρχονται ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν οἱ καπεταναῖγοι, ὁ Γῶγος καὶ οἱ ἄλλοι, ὁποῦ ῾μαστε συνασμένοι νὰ πάμεν νὰ βαρέσωμεν ἕνα χωριὸν ὁποῦ τὸ ῾λεγαν Νιοχώρι (ἦταν πολλοὶ Τοῦρκοι ἐκεῖ καὶ ῾σ τ᾿ ἄλλα τὰ χωριά) καὶ νὰ σώσωμεν καὶ τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς περάσωμεν ἐδῶθε ἀπὸ τὸ ποτάμι.3 Τότε παρουσιάζουν οἱ Τοῦρκοι τὸν μισοπνιμένον καὶ μολογάγει αὐτὸ τὸ ἀπάνθρωπον κάμωμα. Καὶ τὴν αὐγὴ πήγαμε ὅλοι καὶ εἴδαμεν τὸ ἀμολόγητον κακόν. Τότε οἱ δυστυχεῖς ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι κι᾿ ὅσοι μείναν βάλαν τὶς φωνὲς καὶ σ᾿ ἔπαιρνε ἡ νίλα. Καὶ εἶπαν: «Θέ μου, τί μας ὀργίστης ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς; καὶ οἱ ὀχτροί μας μᾶς σκοτώνουν, καὶ οἱ φίλοι μας, ὁποῦ μᾶς δίνουν τὸν λόγο τῆς πίστης νά ῾μαστε φίλοι, μὲ τὴν ἀπιστιὰ μᾶς σκοτώνουν κρυφίως». Ἐφαρμακωθήκαμεν ὅλοι, τί νὰ τοὺς ἀποκριθοῦμεν, οὔτε ἤξερε κανεὶς ἀπὸ τοὺς καπεταναίους αὐτό, οὔτε ἀπὸ ῾μᾶς. Τοὺς παρηγορήσαμεν, ὅμως τὸ καρφὶ τοὺς ἔμεινε τῶν Τούρκων.4<br />
Σηκωθήκαμεν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπ᾿ οὕλους τους καπεταναίους (ἔδωσαν ἀναλόγως ὁ Γῶγος ἔδωσε ἐμένα μὲ καμμιὰ τριανταριά) κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης κεφαλή μας ὀλωνῶν, καὶ πήγαμε διὰ τὸ Νιοχώρι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ νὰ χτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ πάρωμεν τοὺς κατοίκους ῾στὴν ἐξουσία μας καὶ ζαϊρέδες, ὅτι δὲν εἴχαμεν. Ἡ κακή μας τύχη, τὸ ποτάμι εἶχε πολὺ νερό, ἦταν τὰ πρωτοβρόχια, ἔβαλαν ἐμένα μ᾿ ὀλίγους, ὁποῦ ῾ξερα τὸν τόπον, νὰ περάσω, νὰ ἰδοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. Γυμνωθήκαμεν, βάλαμεν εἰς τὸ νῶμο μας τὰ σκουτιά μας κι᾿ ἅρματά μας καὶ μπροστὰ ἐγὼ καὶ κοντὰ ὅσους εἶχα μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς μας, καὶ νύχτα, κακοπεράσαμεν. Ἀφοῦ εἶδαν ὁποῦ περάσαμεν ἐμεῖς, ἄρχισε νὰ ῾μπῃ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς ἄλλους. Πέρναγε ἕνας μ᾿ ἕνα ἄλογον καβάλλα, τὸν ἔλεγαν Γιωργάκη, γουρούνι ἀπελέκητο ἦταν, ἔπεσε ῾σ ἕνα βόθηλα ῾στὴν ἄκρη, ἦταν γλίνα καὶ βούλιαξε μὲ τ᾿ ἄλογόν του. Ἔβαλε τὶς φωνές: «Χαθήκαμεν!» Ἄκουσε τ᾿ ἀσκέρι αὐτὸν τὸν λόγον, ὁποῦ ῾ταν ῾στὴν μέση ῾στὸ ποτάμι, κιότεψαν ὅλοι καὶ γύρισαν ὀπίσω καὶ κόντεψαν νὰ πνιγοῦν. Τότε ἐμεῖς μείναμεν μόνοι μας ἀπὸ πέρα. Μᾶς ἔννοιωσαν οἱ Τοῦρκοι, πιάσαμεν τὸν πόλεμον. Πήραμεν καμπόσους κατοίκους γυμνοὺς καὶ δυστυχεῖς, τρομάξαμεν νὰ τοὺς σώσωμεν καὶ νὰ σωθοῦμεν ἀπὸ τὸν πόλεμον τῶν Τούρκων κι᾿ ἀπὸ τὸ ποτάμι. Καὶ ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐξ αἰτίας αὐτὸ τὸ κίνημα. Τοὺς εἶπαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι αὐτεῖνοι φέραν ἐμᾶς.<br />
Τὸν Ὀκτώβριον μήνα διατάζει ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς πολὺ ἀσκέρι ἀπὸ τὰ Γιάννενα μὲ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια νὰ πιάσουνε εἰς τὰ Πέντε Πηγάδια. Εἶναι σὰν κάστρο, ἦταν χάνι καὶ τὸ ῾φκειασαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κάστρο. Εἶναι τὰ μισὰ τῶν Γιωαννίνων κι᾿ Ἄρτας καὶ Σουλίου, θέση δυνατὴ καὶ ἀναγκαία. Ἦταν Τοῦρκοι μέσα καὶ τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ Σουλιῶτες κι᾿ ἄλλοι καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα, ὁποῦ ῾ταν μαζί μας. ῾Στὸν ἴδιον καιρὸν διατάζει ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς καὶ τοὺς Τούρκους τῆς Ἄρτας ν᾿ ἀφήσουνε τὴν φρουρὰ εἰς Ἄρτα καὶ συνφώνως νὰ χτυπήσουνε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ῾σ τὰ Πέντε Πηγάδια τοὺς δικούς μας. Αὐτὸ τὸ πρόδωσαν τῶν δικῶνε μας κι᾿ ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἄρτα καὶ μᾶς παράγγειλαν κ᾿ ἐμᾶς, ὅταν κινηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἄρτα, νὰ κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τῆς πλάτες τους, καθὼς θὰ ῾καναν καὶ οἱ ἄλλοι οἱ δικοί μας. Κινήθηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἄρτα συνφώνως, κατὰ τὴν ὁμιλίαν τους, μὲ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια ἀρκετά, νὰ πέσουν εἰς τοὺς πολιορκητᾶς. Ἐκινήθηκαν καὶ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη, κΈμεις ἀπὸ τὶς πλάτες τους, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι. Ἅμα πλησιάσαν ῾σ τὰ Πέντε Πηγάδια, τοὺς γίνη ἕνας σκοτωμὸς τῶν Τούρκων καὶ πήραμε ὡς διακόσους ζωντανοὺς καὶ λάφυρα καὶ ἕντεκα μπαϊράκια καὶ ὅλους τους ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια. Καὶ διαλυθήκανε οἱ Τοῦρκοι κακῶς κακοῦ.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Τώρα τοὺς λέγει ὁ Βιάρος καὶ ὁ Ἀγουστίνος: «Ποιὸς σᾶς εἶπε νὰ σκοτωθῆτε καὶ ν᾿ ἀφήσετε χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά; Σύρτε διακονέψετε», τοὺς λέγει. Καὶ ὁ Ἀγουστίνος δὲν εἶχε οὔτε γομάρι, ὅταν ἦρθε ἀπὸ τοὺς Κορφούς, καὶ τώρα ἔχει εἴκοσι ἄτια κι᾿ ἀλάφια καὶ πλατόνια. Καὶ παραλυσίες πλῆθος. Ἀπὸ τὸν Μουχτάρπασσα καὶ Βελήπασσα γλυτώσαμε καὶ εἰς τὴν ἠθικὴν αὐτείνων ἀντέσαμε.<br />
2. Ὕστερα ὁ κύριος Μαυροκορδάτος καὶ οἱ συνάδελφοί του μᾶς ἤφεραν τὰ φῶτα τῆς φατρίας καὶ τῆς μεγάλης διχόνοιας. Καὶ ὁ Βιάρος καὶ Ἀγουστίνος μᾶς λένε: «Ποιὸς σᾶς εἶπε νὰ πιάσετε ντουφέκι; Σύρτε καὶ διακονέψετε». Ἀπὸ τὸν Χασάνη φύγαμεν ῾ς τὸν Βιάρο καταντήσαμεν καὶ τὸν Ἀγουστίνο καὶ ὀπαδούς τους. Κι᾿ ὁ τόπος γιομάτος σπιγούνους. Ὅλοι αὐτεῖνοι οἱ φερτικοὶ νοικοκυραίους μᾶς κάμαν· μᾶς μαθαίνουν γράμματα, ὁποῦ δὲν τά ῾χαμεν ἀκούση. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ καλό.<br />
3. Ξιστορίζω ἀκολούθως αὐτό.<br />
4. Καὶ ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Ἄρτα, σημειώνω τί πάθαμεν.</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-1978114727806824074.post-18369566205283494412011-03-25T11:56:00.000-07:002011-10-25T12:19:10.548-07:00Βιβλίον A'. 1797-1827. κεφ. 1<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>Γέννησις τοῦ Μακρυγιάννη. - Περιπέτειαι τῆς οἰκογενείας αὐτοῦ. - Καταφυγὴ εἰς Λιβαδειάν. - Παιδικαὶ περιπέτειαι τοῦ Μακρυγιάννη. - Μετάβασις αὐτοῦ εἰς Δεσφίναν. - Ἀναχώρησις εἰς Ἄρταν. - Ἐπιστασία παρὰ τῷ Θανάσῃ Λιδορίκῃ. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐμπορευόμενος ἐν Ἄρτῃ. - Κοινωνικαὶ καὶ ἐμπορικαὶ σχέσεις αὐτοῦ. - Μύησις εἰς τὸ μυστήριον τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας. - Ἀρχαὶ τοῦ πρὸς τὸν Ἀλήπασσαν Σουλτανικοῦ πολέμου. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι καὶ παρασκευαὶ τοῦ Μακρυγιάννη. - Προοίμια τῆς ἐπαναστάσεως. - Ὁ Μακρυγιάννης εἰς Πάτρας. - Αἱ ἐν Πάτραις ἐπαναστατικαὶ ἐνέργειαι. - Καταδίωξις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἔκρηξις τοῦ ἐν Πάτραις κινήματος. - Ἀναχώρησις τοῦ Μακρυγιάννη ἐκ Πατρῶν. - Μετάβασις εἰς Πρέβεζαν καὶ Ἄρταν. - Σύλληψις, καταδίκη εἰς θάνατον καὶ σωτηρία. - Καταφυγὴ παρὰ τῷ Ἰσμαὴλ-μπέη Κόνιτσα. - Ἀναχώρησις τοῦ Μακρυγιάννη ἐξ Ἄρτης.</i><br />
<hr />
Ἡ πατρὶς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι, χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη, τρεῖς ὧρες εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι μακρυὰ τὸ ἄλλο τὸ χωριό, πέντε καλύβια. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοὶ καὶ ἡ φτώχεια αὐτείνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασσα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοὶ καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε διὰ ξύλα εἰς τὸν λόγκον. Φορτώνοντας τὰ ξύλα ῾στὸ νῶμο της, φορτωμένη εἰς τὸν δρόμον, εἰς τὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα μόνη της ἢ καϊμένη καὶ ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καὶ αὐτείνη τότε καὶ ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη ὀλίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου εἰς τὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε εἰς τὸ χωριόν. Σὲ κάμποσον καιρὸν ἔγιναν τρία φονικὰ εἰς τὸ σπίτι μας καὶ χάθη καὶ ὁ πατέρας μου. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα θέλαν νὰ μᾶς σκλαβώσουνε. Τότε διὰ νυχτὸς ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ ὅλο μας τὸ σόι σηκώθηκαν καὶ ἔφυγαν καὶ ἤθα παγαίνουν εἰς τὴν Λιβαδειὰ νὰ ζήσουνε ἐκεῖ. Θὰ πέρναγαν ἀπὸ ῾να γιοφύρι τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Στενό, δὲν πέρναγε ἀπὸ ἄλλο μέρος τὸ ποτάμι. Ἐκεῖ φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι νὰ περάσουν νὰ τοὺς πιάσουνε, καὶ δεκοχτῶ ἡμέρες γκιζεροῦσαν εἰς τὰ δάση ὅλοι κ᾿ ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα κ᾿ ἔτρωγα αὐτὸ τὸ γάλα. Μὴν ὑποφέρνοντας πλέον τὴν πείνα, ἀποφάσισαν νὰ περάσουνε ἀπὸ τὸ γιοφύρι, καὶ ὡς βρέφος ἐγὼ μικρό, νὰ μὴν κλάψω καὶ χαθοῦνε ὅλοι, ἀποφάσισαν καὶ μὲ πέταξαν εἰς τὸ δάσος, εἰς τὸν Κόκκινον ὀνομαζόμενον, καὶ προχώρεσαν διὰ τὸ γιοφύρι. Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέγει, «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση, τοὺς εἶπε, περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε...1 τὸ παίρνω κι᾿ ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνομεν»...2 ἢ μητέρα του κι᾿ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε. Αὐτὰ ὅλα τά ῾λεγε ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἄλλοι συγγενεῖς. Σηκωθήκαμεν ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ πήγαμεν εἰς Λιβαδειὰ καὶ μᾶς περασπίστηκαν οἱ φιλάνθρωποι ἄρχοντες ἐκεῖ κάμποσον καιρόν, ὅσο ὁποῦ πιαστήκαμεν καὶ κάμαμεν ἐκεῖ σπίτια, ὑποστατικά.<br />
Ἐγὼ ἔγινα ὡς ἑφτὰ χρονῶν. Μὲ βάλαν νὰ ἐργάζωμαι σὲ ἕναν ἑκατὸ παράδες τὸν χρόνον, τὸν ἄλλον χρόνον πέντε γρόσια. Ἀφοῦ ἔκανα πολλὲς δουλειές, ἤθελαν νὰ κάνω κι᾿ ἄλλες δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ καὶ νὰ περιποιῶμαι τὰ παιδιά. Τότε αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου. Δὲν ἤθελα νὰ κάμω αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ μ᾿ ἔδερναν καὶ οἱ ἀφεντάδες καὶ οἱ συγγενεῖς. Σηκώθηκα καὶ πῆρα καὶ ἄλλα παιδιὰ καὶ πήγαμεν εἰς Φήβα. Ἡ κακὴ τύχη καὶ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς ἦρθαν καὶ μᾶς πιάσανε καὶ μὲ φέραν πίσω εἰς τὴν Λιβαδειὰ καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἀφέντη. Καὶ τὴν ἴδια ῾πηρεσία ξακολουθοῦσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια– νὰ γλυτώσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ῾πηρεσίαν, ὅτι ἡ φιλοτιμία μου δὲν μ᾿ ἄφηνε ἥσυχον οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, ἄρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια τῶν παιδιῶν καὶ τῆς ἴδιας μου μητέρας καὶ ἔφευγα μέσα τὶς ράχες. Καὶ μ᾿ αὐτὸ βαρέθηκαν καὶ μὲ λευτέρωσαν, ὅτι αὐτείνη ἡ ῾πηρεσία μ᾿ εἶχε καταντήση νὰ χαθῶ.<br />
Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Ἦταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ ἦταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν. Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τΆγιαννιου. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι, μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μό᾿ ῾γίνε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν πόρτα κι᾿ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες, τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ῾γινε ῾σ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσῃ ἄρματα καλὰ κι᾿ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον. Σὲ ὀλίγον καιρὸν γράφει ὁ ἀδελφός του ἀφέντη μου ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὅτι θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα, τὰ 1811. Τὸν πάντρεψε αὐτὸν ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Ἄρτα. Ἔκατζε κάμποσον καιρὸν εἰς Ἄρτα, τὸν γύρεψε ὁ Ἀλήπασσας νὰ πάγη, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε εἰς τὰ μυστικὰ τοῦ γράμματα. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος, τὸν λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει νὰ μ᾿ ἀφήση εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἐμένα, δὲν ἤθελα νὰ κάτζω. Μοῦ εἶπε: «Θὰ κάτζης καὶ μὲ τὸ στανιόν». Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀποφύγω, ὀτΈιχε τὴν δύναμη. Ἔκατζα μὲ συμφωνίες ὅτι ἐγὼ ὡς δοῦλος δὲν κάθομαι. «Κάνω τὴν ῾πηρεσία τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅμως θὰ γνωριστῶ καὶ μὲ τοὺς κατοίκους νὰ δανειστῶ, νὰ κάμω καὶ ἐμπόριο, ὅτ᾿ εἶμαι γυμνός, νὰ ντυθῶ. Αὐτὸς ἦταν φιλάργυρος, δὲν μό ῾δινε τίποτας). Πρώτη συμφωνία αὐτείνη, τοῦ εἶπα, καὶ δεύτερον τὰ ψώνια τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ βαστάη ἡ γυναίκα σου τὰ χρήματα καὶ τὸν λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, καὶ νὰ μοῦ δίνη νὰ τῆς ψωνίζω, νὰ ζυάζη ὅταν φέρνω τὸ ψώνιο καὶ ὅ,τι κάνει νὰ πλερώνη. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ ψώνια, νὰ μὴν μὲ λέτε ὅτι σας ἔκλεψα, ὅτι τώρα μὲ βλέπετε γυμνὸν καὶ αὔριον ντυμένον καὶ θὰ λέτε ὅτ᾿ εἶμαι κλέφτης. Ἔκατζα μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συμφωνίες ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ ἔκαμα ῾σ αὐτὸν δέκα χρόνους. Μό᾿ ῾δῶσε καὶ αὐτὸς διὰ μιστὸν τετρακόσια γρόσια ὅλα. Τοῦ ζήτησα ἕνα δάνειο καὶ μοῦ τὸ᾿ ῾δῶσε μὲ τόκον τὰ δέκα δώδεκα τὸν χρόνον. Τοῦ ῾φκιασα ὁμολογία καὶ τὴν ἔχω ὡς σήμερον. Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾κᾶμε κι᾿ αὐτός.<br />
Ἐκεῖ ῾μπρός εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἦταν μία πιάτζα καὶ μαζώνονταν οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔμποροι, καὶ κάθονταν ὡς τὰ μεσάνυχτα τὸ καλοκαίρι. Τότε ἐγὼ ἔβανα καὶ καθάριζαν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τοὺς ἔδινα καὶ ὅ,τι τοὺς χρειάζονταν, τοὺς καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν. Ζήτησα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προεστοὺς καὶ ἐμπόρους ἕνα δάνειον καὶ μὲ δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, εἶχα καὶ ἐγὼ ὡς τότε καπετάλι εἰκοσιτέσσερα γρόσια, τὰ προστοίχησα εἰς τοὺς χωργιάτες καὶ ἔπιασα βρώμη τὸν χειμώνα, νὰ τὴν λάβω εἰς τ᾿ ἁλώνια. Τὴν πιάνω τέσσερα γρόσια τὸ ξάι, τὴν σύναξα εἰς τ᾿ ἁλώνια (καὶ ἦταν ἔλλειψη) καὶ τὴν πουλῶ δεκαέξι. Πιάνω ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα. Τὴν ἄλλη χρονιὰ τὸν χειμώνα τὰ πιάνω ἀραποσίτι ἀπὸ ἕντεκα γρόσια τὸ ξάι, τὸ συνάζω εἰς τΆλωνια, τὸ πουλῶ εἰς τὴν Ἄρτα τριάντα τρία. Ὅτ᾿ ἦταν πανούκλα εἰς τὴν Ἄρτα καὶ ἦταν ἔλλειψη τὸ ψωμί. Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἄρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι᾿ ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἀϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὸν σήμερον – ἔχω καὶ τ᾿ ὄνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα...3<br />
Ὕστερα ἄρχισα τὸ ἐμπόριον καὶ μ᾿ εἶχαν οἱ κάτοικοι Ρωμαῖγοι καὶ Τοῦρκοι ὡς ταμίαν καὶ καζάντησα τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέγη καὶ ἔφκιασα ἐκεῖ σπίτι, ὑποστατικά, καὶ εἶχα καὶ μετρητὰ καὶ ὁμολογίες πλῆθος καὶ τὶς ἔχω ὡς σήμερον περίτου ἀπὸ σαράντα χιλιάδες γρόσια. Καὶ τὸ κιμέρι μου γιομάτο. Ἀπόχτησα ὅ,τι ἤθελα καὶ δὲν εἶχα τὴν ἀνάγκη ἀλλουνοῦ. Ἔκατζα εἰς Ἄρτα ὡς δέκα χρόνια, ἔκαμα πολλοὺς φίλους. Ἐκεῖ εἶχα φίλον καὶ ἕναν σακελλάριον ὕστερα ἔγινε οἰκονόμος. Τὸν εἶχα στενὸν φίλον, ὅτι ἡ συντροφιά μου ἦταν μὲ τοὺς καλύτερούς μου. Αὐτὸς ὁ οἰκονόμος μ᾿ εἶχε καλύτερα ἀπὸ τὰ παιδιά του, καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα ἀπὸ τὸ σπίτι του δὲν ἔλειπα. Ὅτ᾿ ἦταν ἕνας τοῖχος μὲ τὸ σπίτι τοῦ πατριώτη μου καὶ πλησίον καὶ ἐκεῖνο ὁποῦ ἀγόρασα ἐγὼ δικό μου ἀπὸ ῾ναν δυστυχῆ ἄρχοντα. Πολὺ προκομμένος οἰκονόμος, δὲν ἦταν ἄλλος εἰς τὴν Ἄρτα τοιοῦτος καὶ εἶχε καὶ τέσσερα παιδιὰ σερνικά. Τὸ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ ἦταν εἰς τὴν Εὐρώπη ὁποῦ σπούδαζε, καὶ ἦταν φίλος καὶ ἀγαπημένος τοῦ Καποδίστρια. Τὸ παιδὶ ἔσωσε τὰ ἔξοδά του καὶ ζήτησε τοῦ Καποδίστρια νὰ πάγη νὰ σπουδάξη τὴν γιατρική. Τοῦ λέγει ὁ Καποδίστριας, ὅτι κάτι καταγινόμαστε νὰ λευτερώσωμεν τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἂν τελειώση αὐτό, δὲν σοῦ χρειάζεται ἡ γιατρική, καὶ ἂν μείνη, σοῦ στέλνω ἀπὸ τὴν Ρωσσίαν τὰ μέσα καὶ πᾶς καὶ σπουδάζεις. Καὶ ἂν γίνη αὐτό, σοῦ γράφω καὶ ἀνταμωνόμαστε. Τὸ παιδὶ ἦρθε εἰς Ἄρτα, τὸ εἶπε τοῦ πατέρα τοῦ αὐτὸ καὶ ἔφυγε πίσω διὰ Κορφούς. Πέρασε κάμποσος καιρός, τοῦ γράφει ὁ Καποδίστριας καὶ πῆγε κι᾿ ἀνταμώθηκαν, καὶ τὸν κατήχησε διὰ τὴν πατρίδα τὸ μυστικόν.<br />
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀλήπασσας ἦταν πολλὰ δυνατὸς καὶ ἀγόρασε τὴν Πάργα καὶ ἄλλες ἀκαταστασίες ἔκανε, τοῦ ἐπισώρεψαν ἐγκλήματα ἀναντίον του νὰ μαχευτῆ μὲ τὸν Σουλτάνον. Τοῦ ἐνέργησαν πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἄξαινε ἡ διχόνοια τοῦ Σουλτάνου καὶ αὐτεινοῦ. Ἦρθε τὸ παιδὶ εἰς Ἄρτα κατηχημένο, ὁρκίζει τὸν πατέρα του καὶ φεύγει ὀπίσω. Ὁ πατέρας τοῦ θέλει νὰ βάλη κ᾿ ἐμένα εἰς τὸ μυστήριον. Παίρνει νὰ μ᾿ ὁρκίση καὶ πάλι μετανογοῦσε καὶ αὐτό μου τὸ᾿ ῾κᾶμε πολλὲς φορές. Τότε καὶ ἐγὼ πείσμωσα ἀναντίον του καὶ τοῦ λέγω: «Σοῦ πέρασε ὑποψία ὅτ᾿ εἶμαι ἄτιμός του σπιτιοῦ σου καὶ ντρέπεσαι νὰ μοῦ τὸ πεῖς; Καὶ ὄντως εἶμαι ἄτιμος ἂν ματαπατήσω εἰς τὴν πόρτα σου!» Καὶ σηκώθηκα καὶ ἔφυγα. Φωνάζει ὁ παπάς, ἐγὼ δὲν ματαγύρισα ὀπίσω. Πέρασαν δυὸ τρεῖς ἡμέρες, ἦρθε, ξαναῆρθε, δὲν ματαζύγωσα.<br />
Ἀφοῦ ἦρθε πολλὲς φορές, μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια μου τ᾿ ἀποκρίθηκα: «Δία μένα νὰ σοῦ περάσει κακὴ ἰδέα, τὸ παιδί σου;» Ἔκλαψε κι᾿ αὐτὸς καὶ μὲ περικάλεσε νὰ πᾶμε μαζὶ καὶ ὕστερα νὰ μὴν ματαπάγω, σάν μου ξηηθῆ. Πῆγα. Κατεβάζει τὶς εἰκόνες ὅλες καὶ μ᾿ ὁρκίζει καὶ ἀρχινάγει νὰ μὲ βάλη εἰς τὸ μυστήριον. Ἀφοῦ προχώρεσε, τότε τ᾿ ὁρκίστηκα ὅτι δὲν θὰ τὸ μαρτυρήσω κανενού, ὅμως νὰ μοῦ δώση καιρὸν ὀχτὼ ἡμέρες νὰ συλλογιστῶ ἂν εἶμαι ἄξιος δι᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριον καὶ ἂν μπορῶ νὰ ὠφελήσω, νὰ τὸ λάβω, ἢ νὰ κάτζω, εἶναι σὰ νὰ μὴν τὸ ξέρω ὁλότελα. Πῆγα στοχάστηκα καὶ τάβαλα ὅλα ὀμπρὸς καὶ σκοτωμὸν καὶ κιντύνους καὶ ἀγῶνες – θὰ τὰ πάθω διὰ τὴν λευτερίαν τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου. Πῆγα καὶ τοῦ εἶπα: «Εἶμαι ἄξιος». Τοῦ φίλησα τὸ χέρι, ὁρκίστηκα. Τὸν περικάλεσα νὰ μή μου μαρτυρήση τὰ σημεῖα τῆς κατήχησης, ὅτ᾿ εἶμαι νέος καὶ νὰ μὴν ἀντέσω καὶ λυπηθῶ τὴν ζωή μου καὶ προδώσω τὸ μυστήριον καὶ κιντυνέψη ἡ πατρίς. Συφωνήσαμεν καὶ εἰς αὐτὸ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὅθεν δουλέψω, χρήματα... καὶ κατάχρησες δὲν μπορῶ νὰ κάμω, ὅμως νὰ παίρνω ἀπὸ ῾να ἀποδειχτικόν, αὐτὰ τὰ πλούτη νὰ κάνω. Καὶ ἡ εὐκὴ τοῦ παπᾶ τοῦ εὐλογημένου καὶ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου, ὡς τὴν σήμερον δὲν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ ντροπιαστώ. Τράβησα δεινά, πληγὲς καὶ κιντύνους, ὅμως εἶμαι καλὰ σὰν θέλει ὁ Θεός. Τοῦ εἶπα: «Ὅλα θὰ πᾶνε καλά, ὅμως ὁ Ἀλήπασσας εἶναι πολὺ δυνατὸς καὶ θὰ μᾶς κιντυνέψη αὐτός, ὅτι εἶναι οἱ καπεταναῖοι μ᾿ αὐτόν». Μοῦ εἶπε τὰ αἴτια καὶ σὲ ὀλίγον καιρὸν θέλησε ὁ Θεὸς καὶ τὸν κλείσανε παντοῦ, εἰς τὰ 1820.<br />
Μπῆκα ῾στὸ μυστικὸν καὶ ἀναχώρησα ἀπὸ τὸν πατριώτη μου καὶ πῆγα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἐργαζόμουνε διὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκείαν μου νὰ τὴν δουλέψω ῾λικρινώς, καθὼς τὴν δούλεψα, νὰ μὴν μὲ εἰπῆ κλέφτη καὶ ἅρπαγον, ἀλλὰ νὰ μὲ εἰπῆ τέκνο της καὶ ἐγὼ μητέρα μου. Ὁ Σουλτάνος διόρισε τὸν Χουρσὶτ πασσὰ ἀρχιστράτηγον μὲ πολλοὺς πασιάδες νὰ πολιορκήσουνε τὸν Ἀλήπασια καὶ γιόμωσαν τὰ Γιάννενα καὶ ἡ Ἄρτα Τούρκους καὶ Ἀρβανίτες καὶ ἅρπαγους καὶ παραλυμένους, πῆραν πολλὲς γυναῖκες Ρωμαίγισσες στανικῶς, πῆραν καὶ μίαν δούλα τοῦ πατριώτη μου καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ πάρουν καὶ τὴν γυναίκα του. Ἦταν ὡραῖα καὶ θὰ τὴν ἔπαιρνε ἕνας πασσᾶς ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Ἄρτα, τὸν ἔλεγαν Χασάνπασια, κακὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς καὶ ἕνας, τὸν ἔλεγαν Μπαμπάπασια, ἀφάνισαν τὴν τιμὴ καὶ πλούτη τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸς ὁ Μπαμπάπασιας ἔπιασε τὸν πατριώτη μου κ᾿ ἐμένα καὶ μᾶς φυλάκωσε καὶ γύρευε νὰ μᾶς χαλάση, καὶ μὲ πολλὲς πλερωμὲς ὁποῦ ῾καμε ὁ πατριώτης μου σωθήκαμε. Καὶ ἀφοῦ σωθήκαμε, τοῦ εἶπα νὰ φύγωμε νὰ πᾶμε εἰς τὴν πατρίδα μας, εἰς τὸ Λιδορίκι, νὰ σωθοῦμε. Δὲν μ᾿ ἄκουσε, ἄκουγε τὶς γυναῖκες καὶ ἔπαθε πολλά. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀναχώρησα ἀπὸ αὐτόν. Ὕστερα τὸν κιντύνεψε καὶ ὁ Χασάνπασσας καὶ ἔφυε κρυφίως καὶ ἄφησε τὴν φαμελιὰ τοῦ εἰς Ἄρτα, καὶ θὰ τοῦ τὴν ἔπαιρνε αὐτὸς γυναίκα. Καὶ ἦταν γκαστρωμένη, ἑτοιμόγεννη, καὶ τὴν ἄφησε ὅσο νὰ γεννήση, νὰ τὴν πάρη.<br />
Ἀφοῦ ἦταν πολλὴ Τουρκιὰ εἰς Ἄρτα καὶ Πρέβεζα καὶ Σούλι καὶ ἄλλα μέρη τῆς Ἤπειρος ὁποῦ τὰ βαστοῦσε ὁ Ἀλήπασσας, καθὼς καὶ ῾σ τὰ Γιάννενα, ἦταν παντοῦ δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου καὶ βάλαν καὶ σφίξη καὶ μάζωναν καὶ τ᾿ ἄρματα τῶν Ρωμαίγων καὶ νὰ βουλώσουνε καὶ τὸν πάλτο τῆς μπαρούτης, τοῦ μολυβιοῦ, τῶν στουρναριῶν τῆς Ἄρτας. Καὶ αὐτὸν τὸν πάλτο τὸν εἶχε ἕνας ἀγαθὸς ἄνθρωπος, φίλος μου στενός, κάναμε ἐμπόριον μαζί, Γιωργάκη Κοράκη τὸν ἔλεγαν, συγγενὴς τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν πατριώτων Ζωσιμάδων. Ἀφοῦ τὸν ἤξερα τίμιον ἄνθρωπον, ρώτησα τὸν Οἰκονόμο καὶ τὸν μακαρίτη Γῶγο Μπακόλα καὶ Σκαρμίτζο, ὅτι μπῆκαν καὶ αὐτεῖνοι εἰς τὸ μυστήριον (γενναῖοι ἄντρες καὶ ἀγαθοὶ πατριῶτες) καὶ ἀφοῦ τοὺς ρώτησα, δὲν ἤθελαν νὰ τὸν βάλουν εἰς τὸ μυστήριον τὸν Κοράκη, ὅτι φοβώνταν νὰ μὴν τοὺς προδώση τὸ μυστήριον. Καὶ πολεμοφόδια δὲν εἴχαμε τελείως ῾σ ἐκεῖνα τὰ μέρη, καὶ ὁ τόπος ὅλος πιασμένος, καὶ θὰ κάναμε ἐπανάστασιν χωρὶς πολεμοφόδια, καὶ τὰ περισσότερα ντουφέκια μὲ σκοινιὰ δεμένα. Τότε ἀποφασίζω μόνος μου, χωρὶς νὰ ρωτήσω τοὺς ἄλλους, καὶ ὁρκίζω τὸν παλταδόρο, τὸν ἀγαθὸν πατριώτη, καὶ ἀδειάσαμε ὅλον τὸν πάλτο καὶ πήραμε τὸ μπαρούτι, μολύβι καὶ στουρνάρια. Καὶ εἶχα δυὸ κρυψῶνες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ αὐτὸς εἰς τὸ σπίτι του καὶ τὰ κουβαλήσαμε ἐκεῖ καὶ κάτι ὀλίγον ἀφήσαμε μέσα εἰς τὸν πάλτο. Καὶ ἡ θεία χάρη, δόξα νὰ ἔχει, στράβωνε τοὺς Τούρκους καὶ δὲν βλέπαν ὁποῦ τὰ κουβαλάγαμε. Καὶ ἔβαλε χρήματα ὁ ἀγείμνηστος Κοράκης – ὅτι ὕστερα ἐχάθη– καὶ ἐγὼ καὶ ἀγοράζαμε μὲ τρόπον ἄρματα καὶ τὰ κρύβαμε ἐκεῖ ὁποῦ ῾χαμε τὸ μπαρούτι καὶ εἰς τὰ ταβάνια τῶν σπιτιῶν μας, καὶ ἀρματώναμε τοὺς Ἑφτανησιῶτες καὶ ἄλλους καὶ τοὺς δίναμε καὶ πολεμοφόδια καί τους... εἰς τοὺς καπεταναίους, ὅθεν ἔκανε χρεία, δίναμε καὶ τῶν ἴδιων καπεταναίων.<br />
Ἀφοῦ ἐβῆκε ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁποῦ ῾ταν ἐκεῖ, καὶ διατάχτη διὰ τὸν Ἀλήπασσα καὶ πῆρε καὶ ὅλα τ᾿ ἀσκέρια μαζί του, καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο μείναν πολλὰ ὀλίγοι, ἄρχισαν νὰ ὑποπτεύωνται ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο οἱ ντόπιοι Τοῦρκοι, ὅτι ἄρχισαν οἱ Πελοποννήσιοι καὶ κομμανταρίζονταν διὰ τὴν ἐπανάσταση. Ἔβαιναν ὑποψία καὶ διὰ τὴν Ρούμελη. Ἐμεῖς λέγαμε, δὲν εἶναι τίποτας, ἀλλὰ ἀγρίεψε ὁ ραγιὰς εἰς τὴν Ρούμελη ἀπὸ τόσον πλῆθος τουρκιᾶς, ὁποῦ γιόμωσε ὅλος ὁ τόπος ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀλήπασσα καὶ ἀφανίστη ὁ τόπος ἀπὸ τὶς ἀγγάρειες καὶ γύμνωμα τῶν κόσμων. Καὶ μὲ ταῦτο τοὺς ἀποκοιμούσαμε. Ὅμως ἀφανίστη καὶ ὄντως ὁ τόπος ὅλος της Ρούμελης καὶ κατεξοχὴ Γιάννενα καὶ Ἄρτα καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τὰ ρήμαξαν ὅλως διόλου. Οἱ ντόπιοι Τοῦρκοι τῆς Πελοπόννησος ἔγραφαν τὴν ὑποψίαν γιὰ τοὺς Ρωμαίγους τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ καὶ νὰ πάρη μέτρα δι᾿ αὐτὸ ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς. Τότε ἐμεῖς στενὰ πολιορκημένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους παντοῦ, καὶ δὲν μαθαίναμε καὶ τίποτας, εὑρέθη εὔλογον ἀπὸ τὸν Οἰκονόμο τῆς Ἄρτας καὶ Γῶγο καὶ Σκαρμίτζο νὰ στείλουν ἐμένα ὡς πραματευτὴ νὰ πάγω εἰς Πάτρα καὶ ἀπὸ ῾κεῖ νὰ περάσω εἰς τὴν ἀνατολικὴ Ἑλλάδα ν᾿ ἀνταμώσω πρῶτα τὸν Διάκο, νὰ τὸν ρωτήσω διὰ τὰ τρέχοντα καὶ νὰ τοῦ εἰπῶ νὰ βαρέσουνε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ νὰ πάγω νὰ μιλήσω καὶ μὲ τὸν Πανουργιὰ καὶ ἄλλους καπεταναίους νὰ βαρέσουνε αὐτεῖνοι καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, νὰ τραβηχτὴ κάμποση Τουρκιά, νὰ βαρέσουμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖ τότε.<br />
Τὸν Μάρτιον μήνα, τὰ 1821, πῆρα κάμποσα χρήματα καὶ πέρασα εἰς τὴν Πάτρα. Οἱ Τοῦρκοι ὑποψιασμένοι, νά ῾βλεπαν Ρουμελιώτη, κιντύνευε, ἄρχισαν νὰ μὲ ξετάζουν οἱ Ρωμαῖγοι ἀνόγητα μέσα εἰς τὸ κονσουλάτο τὸ Ρούσσικο ὁποῦ ῾ταν κόνσολας ὁ Βλασσόπουλος. Ἤμουν κονεμένος ῾στοῦ Ταταράκη τὸ χάνι ὀνομαζόμενον. Ἦταν ἐκεῖ καὶ Γιαννιῶτες, ὁποῦ κάθονταν, καὶ Ἀρτηνοί. Πῆγα εἰς τὸ κονσουλάτο, τοὺς εἶπα τὰ τρέχοντα τῆς Ρούμελης καὶ τὸ κακὸ ὁποῦ ῾παθε ὁ Ἀλήπασσας, εἶχαν βγῆ ἀπὸ τὸ κάστρο ἀναντίον τῶν βασιλικῶν εἰ τὴν πολιτείαν τῶν Γιαννίνων καὶ τοῦ σκότωσαν πλῆθος τοῦ Ἀλήπασσα, τοῦ χάθη ὅλο τ᾿ ἄνθος ὁποῦ ῾χε. Αὐτεῖνοι δὲν πίστευαν τίποτας ἀπ᾿ ὅσα τοὺς ἔλεγα, ἀλλὰ τὸν ἤθελαν νικητὴ νὰ τοὺς λευτερώση, αὐτὸς ὁ τύραγνος νὰ φέρη τὸ Ρωμαίγικον καὶ τὴν λευτεριὰ τῆς πατρίδος – καὶ ἂν ἔβγαινε αὐτός, δὲν θ᾿ ἄφινε μήτε ρουθούνι ἀπὸ ῾μάς. Σὰν τοὺς εἶπα πολλὰ καὶ δὲν πίστευαν, ἀναχώρησα καὶ πῆγα ῾σ ἕναν μεγάλον ἔμπορον πὼς ψωνίζω πράμα, νὰ σηκώνω κάθε ὑποψία ὅσο νὰ ξετάξω τὰ τρέχοντα ἐκεῖ, νὰ μάθω. Ἀφοῦ πῆγα εἰς τΆργαστηρί του, μοῦ εἶπε ὁ ἔμπορος: «Ψώνισε ὅ,τι θέλεις καὶ ὅ,τι σὲ βαστάξη ἡ ψυχὴ πλέρωσε». Ἀφοῦ ψώνισα ὅ,τ᾿ ἤθελα, μὲ πῆρε νὰ πάγω εἰς τὸ σπίτι του νὰ φάγω καὶ νὰ κοιμηθῶ ἐκεῖ. Πῆγα, μὲ ρώτησε. Ἄρχισε νὰ μοῦ κάνη τὰ σημεῖα τῆς Ἐταιρίας, τότε ἄρχισα νὰ τὸν ὁρκίζω καὶ τοῦ εἶπα πὼς δὲν τά ῾μαθα ἀπὸ τὸν σακελλάριον. Τότε τοῦ εἶπα ὅσα ἐγὼ ἤξερα ἀπὸ τὴν Ρούμελη καὶ αὐτὸς τῆς Πελοπόννησος. Τὸν ρώτησα ἂν εἶναι ἄργητα ἀκόμα καὶ ἂν ἔχουν ἑτοιμασίες. Μοῦ εἶπε: «Οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ ὑποπτεύωνται καὶ δὲν εἶναι δέκα ἡμέρες ὁποῦ ζήτησαν ἕνα δάνειον καὶ τοὺς ἔδωσα ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες γρόσια ὡς δανεικὰ νὰ τοὺς ἀποκοιμᾶμε. Ὅμως, μοῦ λέγει, τὸ πράμα δὲν δέχεται ἄργητα» Τοῦ λέγω: «Σὰν εἶναι αὐτό, τί ἑτοιμασία ἔχετε;» Μοῦ εἶπε: «Τοῦ Κολοκοτρώνη στείλαμε κάμποσα χρήματα εἰς τὴν Ζάκυθο καὶ ἦρθε μὲ καμμίαν τριανταριὰ ἀνθρώπους καὶ εἶναι εἰς τὴν Μάνη. Καὶ ἄλλη ἑτοιμασίαν δὲν ἔχομε». Τοῦ λέγω: «Αὐτὰ τὰ χρήματα, ὅπου βλέπω θεμωνιὰ τάλλαρα (καὶ γράφαν καὶ πέντ᾿ ἕξι γραμματικοί), δὲν τὰ στέλνεις πουθενὰ νὰ χρησιμέψουν διὰ τοῦ λόγου σου καὶ διὰ τὴν πατρίδα;» Μοῦ λέγει: «Τί στοχάζεσαι, αὐτὸ τὸ Ρωμαίγικο θὰ κάμη ἄργητα νὰ γένη; Θὰ κοιμηθοῦμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ θὰ ξυπνήσουμε μὲ τοὺς Ρωμαίγους» Εἶπα καὶ ἐγώ: «Μεγάλοι ἄνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Ἐγὼ μικρός, ξέρω ὀλίγα, κάμετε ὅ,τι σας φωτίση ὁ Θεός». Κοιμήθηκα. Τὴν αὐγὴ πῆγα νὰ ψωνίσω ὅ,τι μόλειπε. Ὁ ζαπίτης ἔμαθε ὁποῦ πῆγα καὶ μὲ γύρευε παντοῦ. Ἀντὶς ἐμένα, ἔπιασαν ἕναν του Βαρνακιώτη καὶ τὸν πῆγαν. Τὸν ξέτασε, εἶδε ὅτι δὲν ἦταν ἐκεῖνος. Εἶπε: «Ὄχι αὐτόν, ἕναν ἄλλον. Ἐκεῖνος εἶναι τζασίτης φερμένος ἐδῶ καὶ νὰ τὸν πιάσετε νὰ τὸν κρεμάσω, νὰ πάθη ὅ,τ᾿ ἦρθε γυρεύοντας ἐδῶ». Τὰ εἶπε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Βαρνακιώτη αὐτὰ εἰς τὸ χάνι καὶ ἦρθαν οἱ Ἀρτηνοὶ καὶ μοῦ τὸ εἴπανε καὶ πῆγα εἰς τὸ κονσουλάτο τὸ Ρούσσικον καὶ εἶπα τὰ αἴτια καὶ νὰ μείνω ἐκεῖ φυλαμένος. Δὲν μὲ βάσταγε ὁ κόνσολας. Μοῦ λέγει, τέτοιες ὧρες κιντυνεύει καὶ αὐτός. Μὲ τὸ στανιὸ ἔμεινα ὡς τὸ βράδυ καὶ σουρπώνοντας νὰ βγῶ. Μ᾿ ἔβαλαν σὲ μία κάμαρη μέσα καὶ μὲ κλείσανε χωρὶς νὰ ζυγώνη κανείς. Μοῦ ῾ρθε νὰ κατουρήσω, ἦταν μία τρυπούλα εἰς τὸ πάτωμα καὶ κατούραγα. Ἦρθε ἕνας δοῦλος καὶ μ᾿ ἔβρισε. Τοῦ εἶπα, εἶμ᾿ ἄνθρωπος καὶ δὲν μπόρεσα νὰ ὑποφέρω. Μὲ ρωτάγει ὁ δοῦλος ποῦθεν εἶμαι. Τοῦ εἶπα ἀπὸ τὴν Ρούμελη. Μοῦ λέγει, καὶ αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὸ Βραχώρι. Τὸν περικάλεσα νὰ μοῦ εἰπῆ ἂν ξέρη τὸν Κωνσταντῖνο Γερακάρη (ὅτ᾿ ἦταν ἐκεῖ ῾στὸ κονσουλάτο, ὅταν μὲ ξέταζε ὁ κόνσολας), νὰ τοῦ εἰπῆ νὰ ῾ρθῆ νὰ τὸν ἀνταμώσω. Μοῦ λέγει ὁ δοῦλος: «Ἐψὲς ἦταν ὁ Δυσσέας ἐδῶ καὶ ἔφυγε. – Σύρε πὲς τοῦ Γερακάρη», τοῦ εἶπα. Πῆγε τοῦ εἶπε καὶ ἦρθε. Τοῦ λέγω: «Νὰ μὲ πᾶς βράδυ ἐκεῖ ὁποὖναι ὁ Δυσσέας καὶ θέλει μάθης χαμπέρια πλῆθος, ὅτ᾿ ἦρθα διὰ τὸν Δυσσέα» Μου εἶπε νὰ τοῦ τὰ πῶ πρῶτα. Τοῦ εἶπα: Εἶμαι ὁρκισμένος καὶ δὲν τὰ λέγω ἀλλουνοῦ». Ἔφυγε ὁ Γερακάρης. Πῆρε νὰ νυχτώση. Μ᾿ ἔβιαζαν νὰ φύγω ἀπὸ τὸ κονσουλάτο. Ἴσασα τὶς πιστιόλες μου, τὸ γιαταγάνι μου, ἔκαμα τὴν προσευκή μου, εἶπα καὶ τοῦ παιδιοῦ, μὄφερε κάμποσο ρακὶ καὶ ἤπια ν᾿ αὐγατήσῃ τὸ σπίρτο καὶ νὰ βγῶ μὲ τὸ γιαταγάνι ἔξω, ἂς ἤμουν καὶ κιοτής. Φύλαγαν ἀπόξω τὴν πόρτα οἱ διασαχτζῆδες οἱ Τοῦρκοι τοῦ κονσόλου καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι, ὅτι τὄμαθαν ὁποῦ ἤμουν μέσα καὶ ἤθελαν νὰ βγῶ νὰ μὲ πιάσουνε. Καὶ ἐγὼ ἔλεγα νὰ μὴν πιαστῶ ζωντανὸς καὶ μὲ παιδέψουνε καὶ βρεθῶ μπόσικος καὶ προδώσω τίποτας – καλύτερα νὰ σκοτωθῶ. Ἐκεῖ ὁποῦ ἑτοιμάζομουν νὰ βγῶ, ἔρχεται ἕνας Κεφαλλωνίτης, μοῦ λέγει: «Ἐσεῖσαι ὁποῦ ἤσουν ῾δῶ μέσα;» Τοῦ λέγω «Ἐδῶ εἶναι πολλοί, ποιὸν γυρεύεις; ποιὸς σ᾿ ἔστειλε;» Μοῦ λέγει: « Ὁ Γερακάρης. – Ἐγὼ εἶμαι» τοῦ εἶπα. Μοῦ εἶπε: «Πᾶμε νὰ κάνουμε δουλειά μας». Τοῦ λέγω: «Στὴν πόρτα φυλᾶνε Τοῦρκοι καὶ τήρα ἀπὸ τοῦ περιβολιοῦ τὸν τοῖχο θὰ πέσω ἐγὼ κάτου καὶ ἐσὺ νὰ πᾶς ἀπόξω νὰ φυλᾶς ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πέσω, νὰ φύγωμε, ὅτι δὲν ξέρω τὰ σοκάκια». Πῆγε ἀπόξω. Ρίχτηκα ἀπὸ τὸν τοῖχο, ἦταν ψηλός, μισοτσακίστηκα ἀπὸ τ᾿ ἅρματά μου. Ὁ φόβος μ᾿ ἔτρεχε καλύτερα ἀπὸ γερόν. Πήγαμε κάτου κατὰ τὴν θάλασσα. Τοῦ εἶπα νὰ πᾶμε ἀπὸ τὸ μέρος τῶν σταφίδων, μ᾿ ἄκουσε, ὅτι ῾στὴν Ντογάνα ἦταν Τοῦρκοι καὶ θὰ μᾶς πιάναν. Τοῦ εἶπα νὰ κρυφτῶ εἰς τὰ χαντάκια νὰ φωνάξη τὴν βάρκα. Ὅτι ὁ Δυσσέος ἦταν μέσα ῾σ ἕνα μαρτίγο. Σὰν τοῦ εἶπα νὰ κρυφτῶ, μοῦ λέγει: «Τί βρωμόκωλοι εἶσται ἐσεῖς οἱ... Φοβάστε καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιον σας» Ντράπηκα πῆγα μαζί του. Φωνάζει διὰ τὴν φελούκα, μᾶς βλέπουν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς στρώνουν νὰ μᾶς πιάσουνε. Θέλησε ὁ Θεὸς καὶ ἦταν μία φελούκα. Τοὺς μίλησα καὶ ριχτήκαμε μέσα καὶ μᾶς βάλαν ἀπάνου ῾στὴν γολέττα τους. Πλάκωσαν καὶ οἱ Τοῦρκοι. Πῆραν καὶ αὐτεῖνοι τὰ τριμπόνια τους καὶ ἀντιστάθηκαν.<br />
Ὕστερα μὲ πήγανε κι᾿ ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Δυσσέα καὶ τοῦ εἶπα ὅλα τὰ τρέχοντα, καὶ τοῦ εἶπα ὁποῦ θὰ πάγω καὶ εἰς τὸν Διάκο καὶ ἀλλουνοὺς καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἀγροικήθη αὐτὸς καὶ θὰ χτυπήσουνε, καὶ πῆρε πολεμοφόδια νὰ πάγη εἰς τὸ Ξερόμερον εἰς τὴν Ζάβιτζα. Καὶ μοῦ εἶπε νὰ πᾶμε ἀντάμα. Τοῦ εἶπα: «Θὰ ἰδῶ τὸ τέλος ἐδῶ καὶ νὰ πάρω καὶ τὸ ντουφέκι μου, ὅπου εἶναι ῾στὸ χάνι. Καὶ θὰ πάγω χαμπέρι ἔξω ὅ,τι μάθω καὶ μοῦ εἶπες». Καὶ ἀνεχώρησε τὴν νύχτα.<br />
Σὲ δυὸ ἡμέρες χτύπησε ντουφέκι ῾στὴν Πάτρα. Οἱ Τοῦρκοι κάμαν κατὰ τὸ κάστρο καὶ οἱ Ρωμαῖγοι τὴν θάλασσα. Τότε πῆρα καμμιὰ δεκαριὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ καράβι μὲ τ᾿ ἅρματά τους καὶ βήκαμε ἔξω. Εἰς τὴν Ντογάνα κουβαλιώνταν ὁ κόσμος καὶ γιόμωσε ἡ θάλασσα γυναικόπαιδα, ὡς τὸ λαιμὸ μέσα. Τότε βλέπω καὶ τὸν φίλο μου τὸν πραματευτή, ἔφερνε ῾στό ῾να τοῦ χέρι τὴν φαμιλιά του καὶ ῾στ᾿ ἄλλο τὰ παιδιά του καὶ τίποτας ἄλλο ἀπὸ τόσο βίον ὁποῦ ῾χε – ὁποῦ θὰ ξύπναγε νὰ βρῆ Ρωμαίικον. Μεγάλοι ἄνθρωποι, μεγάλα λάθη, οἱ μικροὶ θὰ κάμουν μικρά. Τοὺς πῆρα καὶ τοὺς πῆγα μέσα εἰς τὸ καράβι καὶ τοὺς παρηγοροῦσα. Στάθηκα ἐκεῖ καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα καὶ πέρασα εἰς Μισολόγγι. Ψώνισα λαμπάδες ἄσπρες, ὁποῦ εἶχε ἔρθη ἕνα καράβι ἀπὸ Τριέστι, καὶ ροῦμες καὶ λάδι καὶ καπνὸν νὰ πάγω ὡς πραματευτὴς εἰς τὴν Ἄρτα, νὰ ἰδοῦνε οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μὴν ὑποψιαστοῦν. Φόρτωσα τὸ καΐκι, βήκα ἀπόξω ἀπὸ τὸ Βασιλάδι ῾σ ἕνα λιμάνι πλησίον ἐκεῖ, τὸ λένε Βούκεντρο. Ξημερώνοντας τῶν Βαγιῶν, τὴν νύχτα (ὅτ᾿ ἦταν καιρὸς ἀνάντιος) βλέπομε ἀπὸ ἀγνάντια ῾στὴν Πάτρα φωτιὰ πολλή, καὶ κανονισμὸς καὶ ντουφεκίδι. Τὸ γιόμα ἔρχεται ἐκεῖ εἰς τὸ πόρτο ὁ Βλασσόπουλος καὶ ἄλλα καΐκια μὲ φαμιλιές. Ρώτησα, μοῦ εἶπαν, μπῆκε ὁ Ἰσοὺφ πασσᾶς μέσα εἰς τὴν Πάτρα καὶ τὴν ρήμαξε καὶ ἀφάνισε τοὺς κατοίκους.<br />
Ἔφυγα ἀπὸ ἐκεῖ τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Πῆγα εἰς Πρέβεζα, πούλησα τὶς λαμπάδες καὶ ροῦμες καὶ καπνὸ μὲ μία μεγάλη τιμή. Τὸ μεγάλο Σαββάτο τὴν νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πῆγα εἰς Ἄρτα, ἀντάμωσα τοὺς δικούς μας, τοὺς εἶπα τὰ τρέχοντα. Φέραν καὶ τὰ κεφάλια τῶν Πατρινῶν ἐκεῖ, νὰ τὰ πάνε του Χουρσὶτ πασσᾶ. Τότε πιάνουν κ᾿ ἐμένα ὡς χαΐνην τοῦ Σουλτάνου, ὁποῦ ἤμουν εἰς Μωριά, μὲ πᾶνε εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας. Μοῦ περνοῦνε σίδερα εἰς τὰ ποδάρια καὶ ἄλλους παιδεμούς, νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικόν. Ἑβδομήντα πέντε ῾μέρες παιδεμούς.<br />
Μᾶς πᾶνε εἴκοσιεξι ἀνθρώπους νὰ μᾶς κρεμάσουνε καὶ ὁ Θεὸς γλύτωσε μόνον ἐμένα. Ἦταν Βονιτζάνοι καὶ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη καὶ τοὺς κρέμασαν ὅλους ῾στὸ παζάρι. Δία νὰ μὲ ξετάξουνε ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς μαρτυρήσω τὸ βίον μου μὲ γύρισαν ὀπίσω ἀπὸ τὴν καταδίκη εἰς τὸν πασιὰ καὶ μὲ ξέταζε διὰ τὸ δικό μου βίον καὶ τοῦ πατριώτη μου. Μὲ πῆγαν πίσω εἰς τὸ κάστρο, ἄλλη βολὰ νὰ μὲ χαλάσουνε, καὶ μ᾿ ἔβαλαν ῾σ ἕνα μπουντρούμι. Καὶ ἤμαστε ἑκατὸν ὀγδόντα ἄνθρωποι. Καὶ ἦταν σάπιο ψωμὶ μέσα καὶ μαγαρίζανε ἀπάνου ῾στὸ ψωμί, ὅτι ἀλλοῦ δὲν εἴχαμε τόπον. Καὶ ἡ ἀκαθαρσία ἐκείνη καὶ τὰ χνῶτα ἔκαναν μίαν βρῶμα, ὁποῦ δὲν εἶναι ῾στὴν γῆς ἄλλη χειρότερη. Καὶ ἀπὸ τὴν κλειδωνότρυπατης πόρτας βαίναμε τὴ μύτη μας καὶ παίρναμε ἀγέρα. Καὶ μόριχναν ἐμένα ξύλο καὶ παιδεμοὺς πλῆθος, καὶ ἀφοῦ πῆγαν νὰ μὲ χαλάσουνε. Καὶ ἀπὸ τὰ χτυπήματα ἐπρίστηκε τὸ σῶμα μου καὶ καντήλιασε καὶ ἤμουν εἰς θάνατο. Ἔταξα ἀρκετὰ χρήματα ἑνοῦ Ἀρβανίτη νὰ βγῶ νὰ μὲ ἰδῆ γιατρὸς καὶ νὰ πάρω καὶ γιατρικὰ καὶ τὰ χρήματα. Μοῦ δίνει ἕναν Τοῦρκον νὰ πᾶμε εἰς τὸ σπίτι μου. Καθὼς πηγαίναμε ῾στὸν δρόμον, πήγαινα κρατώντας καὶ πολὺ κουτζαίνοντας καὶ βογγώντας. Ὁ Τοῦρκος, βόδι θεοτικόν, καὶ παντήχαινε θὰ μοῦ βγῆ ἡ ψυχή μου – δὲν ἤξερε ὅτ᾿ εἶναι βαθιά. Πῆγα εἰς τὸ σπίτι, ξαπλώθηκα τοῦ πεθαμοῦ. Ἦρθε ὁ γιατρός, ἐγὼ στοχάζομουν τὸν Τοῦρκο, πὼς νὰ τοῦ φύγω. Βγάνω καὶ τοῦ δίνω τὰ χρήματα καὶ τοῦ λέγω, τοῦ Τούρκου: «Σύρ᾿ τὰ (τάχα κρυφά). Μοῦ εἶπε νὰ τοῦ τὰ δώσης νὰ μὴν εἶναι ἄλλος». Τὄδωσα καὶ ἐκεινοῦ καμμιὰ ἑκατοστὴ γρόσια. Τὰ πῆρε, τοῦ λέγω: «Σύρ᾿ τὰ (τάχα) εἰς τὸ κάστρο καὶ ἔλα ὅσο νὰ μοῦ φκειάση τὸ γιατρικὸ ὁ γιατρός, νὰ πᾶμε μαζὶ εἰς τὸ κάστρο, ὅτι μόνος μου δὲν βγαίνω ἔξω. Φοβῶμαι ἀπὸ τοὺς ντόπιους Τούρκους». Τὰ πῆρε. Αὐτὸς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν πόρτα, ἑτοιμάστηκα ἐγώ. Τοῦ δίνω ἕνα φευγάκι καὶ πάγω εἰς τὸ κονάκι ἑνοῦ ξαδέρφου τοῦ Ἀλήπασσα, τὸν λέγαν Σμαήλμπεη Κόνιτζα, ὁ Θεὸς μακαρίση τὴν ψυχή του. Ἀφοῦ μ᾿ εἶδε, μὲ λυπήθη πολύ. Τοῦ εἶπα τί δοκίμασα καὶ ἂν μὲ φυλάγη, νὰ μὴ μὲ δώση πίσω. «Ντουφέκι, εἶπε, ἔχω μὲ τοὺς Κονιάρους, ἐσένα δὲν σὲ δίνω». Εὐτὺς μὄδωσε ἄρματα καὶ μὲ πῆρε μὲ τ᾿ ἀσκέρι του καὶ πήγαμε εἰς τὸ Κομπότι. Ἦταν τὸ Τούρκικον ὀρδὶ ἐκεῖ, εἶναι τρεῖς ὧρες ἀπὸ τὴν Ἄρτα.<br />
Ἀφοῦ καθίσαμε ἐκεῖ κάμποσες ἡμέρες, αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ὡς εὐεργέτης δικός μου τὸν συγύριζα καλύτερα ἀπὸ τὸν γονιόν μου. Ἂν ἤθελα, ἀπὸ ῾κεῖ ἔφευγα, ἕνα κάρτο ἦταν οἱ δικοί μας ἀλάργα. Ὅμως εἶπα τοῦ εὐεργέτη μου νὰ μὴν τοῦ γένω ἄπιστος καὶ τὸν ἀφήσω ἄρρωστον. Σηκώθη ἄρρωστος καὶ ἐγὼ μαζί του καὶ πήγαμε πίσω εἰς τὴν Ἄρτα – καὶ αὐτὸν νὰ δουλέψω ὄσο– νὰ γερέψη καὶ νὰ γλυτώσω καὶ τὴν γυναίκα τοῦ ἀλλουνοῦ εὐεργέτη μου, τοῦ πατριώτη μου, ὁποῦ ῾χα φάγη τὸ ψωμί του τόσα χρόνια, καὶ θὰ τὴν ἔπαιρναν οἱ Τοῦρκοι νὰ τὴν τουρκέψουν. Καὶ δι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυὸ εὐεργέτες μου πῆγα πίσω εἰς τὸν κίντυνον, μέσα εἰς τὴν Ἄρτα. Ἀφοῦ πήγαμε μέσα εἰς τὴν Ἄρτα, μιὰ ἡμέρα ἦρθαν οἱ πασσάδες εἰς τὸ κονάκι τοῦ μπέγη καὶ ὅλοι ὁ σερασκέρηδες οἱ Ἀρβανίτες νὰ τὸν ἰδοῦν. Τοῦ λέγω τοῦ μπέγη διὰ τὴν γυναίκα τοῦ πατριώτη μου, ὁποῦ θὰ τὴν πάρη ὁ Χασάνπασιας. Μιλεῖ τῶν πασσάδων κι᾿ ἀλλουνῶν, ὀτζάκια τῆς Ἀρβανιτιᾶς, τοὺς λέγει:<br />
«Πασσάδες καὶ Μπέηδες, θὰ χαθοῦμε. Θὰ χαθοῦμε! ὁ μπέγης τοὺς λέει, ὅτι ἐτοῦτος ὁ πόλεμος δὲν εἶναι μήτε μὲ τὸν Μόσκοβον, μήτε μὲ τὸν Ἐγγλέζο, μήτε μὲ τὸν Φραντζέζο. Ἀδικήσαμεν τὸν ραγιὰ καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀπὸ τιμὴ καὶ τὸν ἀφανίσαμε, καὶ μαύρισαν τὰ μάτια του καὶ μᾶς σήκωσε ντουφέκι. Καὶ ὁ Σουλτάνος τὸ γομάρι δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται, τὸν γελᾶνε ἐκεῖνοι ὁποῦ τὸν τρογυρίζουν. Καὶ ἡ ἀρχὴ εἶναι τούτη, ὁποῦ θὰ χαθῆ τὸ βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριὰ νὰ βροῦμε προδότη καὶ δὲν στέκει τρόπος νὰ μαρτυρήση κανένας τὸ μυστικόν, νὰ μάθωμε μόνος του ὁ ραγιὰς μᾶς πολεμεῖ ἢ καὶ οἱ Δυνάμες. Δι᾿ αὐτὸ πλερώνομε καὶ παλουκώνουμε καὶ σκοτώνομε καὶ ἀλήθεια ποτὲ δὲν μάθαμε».<br />
Ἀφοῦ τοὺς εἶπε πολλὰ ὁ μπέγης ἀπὸ αὐτά, τοὺς λέγει ὕστερα πὼς ὁ Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τοὺς πλέον παντίδους καὶ γύμνωσαν τὸν κόσμο καὶ τοῦ πῆραν καὶ τὶς γυναῖκες. «Αὐτεῖνοι θὰ φύγουν διὰ τὸν τόπο τους κ᾿ ἐμεῖς θὰ μείνουμεν ἐδῶ». Τότε ἔπιασε καὶ γιὰ τὴν γυναίκα τοῦ πατριώτη μου, πὼς γυρεύει νὰ τὴν πάρη ὁ πασσᾶς. Καὶ τότε ὅλοι μὲ μίαν φωνὴ εἴπανε καὶ πῆγαν καὶ τὴν πῆραν ἀπὸ ῾κεῖ ὁποῦ τὴν εἶχε καὶ τὴν πῆγαν εἰς τὸ Ἀγγλικὸν κονσολάτο νὰ εἶναι φυλαμένη.<br />
Ἀφοῦ σιγούρεψα τὴν γυναίκα καὶ τοῦ ἀλλουνοῦ εὐεργέτη μου, μίαν ἡμέρα εἶχε κάψη πολλὴ ὁ δυστυχὴς μπέγης καὶ πῆγα διὰ τὸν γιατρό. Οἱ Τοῦρκοι φύλαγαν νὰ μὲ πιάσουνε ἐξ αἰτίας ὁποῦ τοὺς ἔφυγα ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ ὁ πασσᾶς ἔμαθε ὅτι ἐγὼ ῾νέργησα καὶ διὰ τὴν γυναίκα, φύλαγαν νὰ μὲ πιάσουνε νὰ μὲ κρεμάσουνε. Ἀφοῦ πῆγα διὰ τὸν γιατρό, μοῦ ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι. Ἤμουν ἐλεύτερος εἰς τὰ ποδάρια καὶ τοὺς ἔφυγα. Μὲ πῆγαν κυνηγώντα ὡς τοῦ μπέγη τὸ κονάκι. Ἐκεῖ βγήκανε δικοί μας ἄνθρωποι, πιαστήκαμε ἀπὸ ἄρματα καὶ ἐσώθηκα.<br />
Ἀφοῦ ξεγέρεψε ὁ μπέγης, τοῦ πῆρα τὴν εὐκή του καὶ τοῦ εἶπα: «θὰ φύγω». Δὲν μ᾿ ἄφινε. Τοῦ εἶπα: «Ἐγὼ σὰν ἤθελα ἔφευγα καὶ ἀπὸ τὸ Κομπότι, ὅμως δὲν τὄκανα διὰ τὴν τιμή μου». Ἀφοῦ εἶδε ὅπου δὲν θὰ καθώμουν, μὄδωσε τὴν εὐκή του καὶ μοῦ εἶπε νὰ εἰπῶ τῶν καπεταναίων ἔξω ῾στοῦ Πέτα καὶ ἀλλοῦ νάχουν δικαιοσύνη εἰς τὸν κόσμον, νὰ πᾶνε ὀμπρός. Ὅτι τοιούτως ἔκαναν ἀδικίγες οἱ Τοῦρκοι καὶ θὰ χαθοῦν: «Νἄχουν αὐτεῖνοι δικαιοσύνη, νὰ πάρη τέλος νὰ ἡσυχάσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι, ὅτι πλέον μας ἔγινε χαράμι ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ βασίλειόν μας, ὅτι φύγαμε ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη του». Τοῦ φίλησα τὸ χέρι νὰ φύγω, μὄδωσε χρήματα, τοῦ εἶπα: «Μπέγη μου, ἔχω καὶ δὲν θέλω, ὅτι ἔχεις ἔξοδα μεγάλα εἰς τοὺς ἀνθρώπους σου». Μὄδωσε ἄρματα καὶ μὲ διάταξε νὰ φέρνωμαι καλὰ καὶ νὰ πάγω μὲ τὸν Γῶγο, ὅτ᾿ εἶναι ἄξιος καὶ τίμιος καὶ φίλος του, καὶ νὰ τοὺς εἰπῶ τῶν καπεταναίων νὰ μὴν μποῦνε εἰς τὴν Ἄρτα, ὅτ᾿ εἶναι πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ θὰ σκοτωθοῦν, ὅμως νὰ τοὺς κλείσουνε καὶ φεύγουν μόνοι τους, ὅτι δὲν ἔχουν ζαερέδες. Τὸν περικάλεσα καὶ διὰ τὴν γυναίκα τοῦ πατριώτη μου νὰ τὴν προσέχη καὶ ἀναχώρησα τὰ 1821, μπαίνοντας ὁ Αὔγουστος.<br />
<h2>
ΣHMEIΩΣEIΣ</h2>
1. Φθαρμένες λέξεις.<br />
2. Φθαρμένες λέξεις.<br />
3. Δυὸ φθαρμένες λέξεις</div>NewNeuromancerhttp://www.blogger.com/profile/14001509278522512141noreply@blogger.com